ΤΟΥ Γ.ΡΟΥΣΗ* Για να επιτευχθεί η δική μας Ανάσταση, ως συλλογική ανατροπή – απελευθέρωση του ίδιου του λαού εν ζωή, είναι αναγκαίο να υπερβούμε τη δύναμη της συνήθειας και τη συνεπαγόμενη εθελοδουλία σε θεούς αλλά και σε άλλους ανθρώπους. Θυμίζω ενδεικτικά ότι αυτές οι βαθύτατα συντηρητικές δυνάμεις έχουν αναδειχθεί με τον πιο γλαφυρό τρόπο, από την εποχή του Πλάτωνα μέχρι σήμερα, από σημαντικούς στοχαστές. Ο Πλάτωνας, στην παραβολή του σπηλαίου των δεσμωτών, αναφέρεται στην τρομερή δυσκολία που θα συναντήσουν όσοι δουν την πραγματικότητα ως έχει, για να πείσουν εκείνους οι οποίοι έχουν εθιστεί να βλέπουν τα είδωλα της. Διαπρεπείς ιστορικοί μάς επισημαίνουν ότι οι εξεγέρσεις του Σπάρτακου δεν στόχευαν στην κατάργηση του
δουλοκτητικού συστήματος γενικά, αλλά στο να πάψουν να είναι δούλοι οι ίδιοι οι εξεγερμένοι. ΟΛα Μποεσί το 16ο αιώνα αναφέρεται στην εθελοδουλία και στον «απεριόριστο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι όχι μόνο υπακούουν, αλλά υπηρετούν, όχι μόνο κυβερνώνται αλλά τυραννούνται». ΟΝτέιβιντ Χιουμ επισημαίνει ότι «εθιζόμαστε τόσο έντονα στην υπακοή και την υποταγή, που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναζητούν να πληροφορηθούν περισσότερα για την προέλευση ή την αιτία της, παρά όσο για τις αρχές της βαρύτητας, της αδράνειας ή για τους πιο γενικούς νόμους της φύσης».
Ο Ρουσό κάνει λόγο για δειλία που διαιωνίζει τη σκλαβιά, για τους δούλους που χάνουν τα πάντα μέσα στα δεσμά τους, ακόμα και τον πόθο να ξεσκλαβωθούν, για ανθρώπους που αγαπούν τη σκλαβιά τους, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα αγαπούσαν την αποκτήνωση τους.
Ο Ροβεσπιέρος και ο Μπαμπέφ μιλούν για τον αρνητικό ρόλο της μεγάλης δύναμης των προκαταλήψεων.
Ο Ένγκελς μας υπενθυμίζει ότι όταν στην Πρωσία καταργήθηκε η δουλοπαροικία και μαζί με αυτήν η υποχρέωση για τα αφεντικά να βοηθούν τα υποκείμενα τους στη μιζέρια τους, την αρρώστια και τα γηρατειά, οι αγρότες απηύθυναν έκκληση στο βασιλιά, ζητώντας του να διατηρήσει τη δουλοπαροικία.
Την ίδια αντίδραση είχαν και οι Ρώσοι κολίγοι μετά την απελευθέρωση τους από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ το 1864, όταν ελεύθεροι πια συνέχιζαν να κουρνιάζουν έξω από τα αρχοντικά των αφεντάδων τους.
Ο Μαρξ επισημαίνει ότι όπως «αυτός ο άνθρωπος είναι […] βασιλιάς μόνο γιατί άλλοι άνθρωποι φέρονται απέναντι του σαν υπήκοοι», έτσι και το κεφάλαιο θα συνεχίσει να βασιλεύει όσο το προλεταριάτο θα υπακούει στα κελεύσματα του και δεν θα εξεγείρεται.
Ο Μπακούνιν ερμηνεύει την απογοητευτική βραδύτητα της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας με τη δουλοπρέπεια, τη ρουτίνα, την έλλειψη πρωτοβουλίας και πνεύματος εξέγερσης που κυριαρχεί στα πνεύματα των ανθρώπων.
Ο Λένιν, πέρα από την επισήμανση της τρομερής δύναμης της συνήθειας, κάνει λόγο για ένα τμήμα του προλεταριάτου των αναπτυγμένων χωρών, που αντιδρούν σαν «ευχαριστημένοι σκλάβοι που απαρνούνται την ιδέα της εξάλειψης της σκλαβιάς», και συμφωνεί με τον Μπουχάριν όταν αυτός επισημαίνει ότι όσο «η εργατική τάξη στο σύνολο της […] ¨συγκατατίθεται¨σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία», ο καπιταλισμός θα συνεχίζει να κυριαρχεί.
Το ίδιο και ο Γκράμσι, όπως έχουμε ξαναγράψει, μας λέει ότι πρέπει να ξεπεράσουμε το σύνδρομο πουείχε το αλογάκι Ντιαμαντίνο, το οποίο επειδή γεννήθηκε σε μια σκοτεινή στοά, του ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε να ζήσει στο φως του ήλιου. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Βίλχελμ Ράιχ μιλά για το μίσος στο φως του ήλιου του «Ανθρωπάκου» του. Ο Νίτσε με τη σειρά του μας θυμίζει ότι πρέπει «να θελήσουμε ν’ αφανιστούμε για να μπορέσουμε να ξαναγίνουμε». Και ο Ερνστ Μπλοχ μιλά για τη συνήθεια σαν ναρκωτικό.
Τέλος, ο Ανδρέας Κάλβος, με τον πλέον έξοχο τρόπο, μας προειδοποιεί και μας προτρέπει: « Οσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται,/ζυγόν δουλείας, ας έχωσι/ θέλει αρετήν και τόλμην/ η ελευθερία».
Καλή κόκκινη Ανάσταση – Επανάσταση.
*Δημοσιεύθηκε στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” το Σάββατο 4 Μάη 2013
δουλοκτητικού συστήματος γενικά, αλλά στο να πάψουν να είναι δούλοι οι ίδιοι οι εξεγερμένοι. ΟΛα Μποεσί το 16ο αιώνα αναφέρεται στην εθελοδουλία και στον «απεριόριστο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι όχι μόνο υπακούουν, αλλά υπηρετούν, όχι μόνο κυβερνώνται αλλά τυραννούνται». ΟΝτέιβιντ Χιουμ επισημαίνει ότι «εθιζόμαστε τόσο έντονα στην υπακοή και την υποταγή, που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναζητούν να πληροφορηθούν περισσότερα για την προέλευση ή την αιτία της, παρά όσο για τις αρχές της βαρύτητας, της αδράνειας ή για τους πιο γενικούς νόμους της φύσης».
Ο Ρουσό κάνει λόγο για δειλία που διαιωνίζει τη σκλαβιά, για τους δούλους που χάνουν τα πάντα μέσα στα δεσμά τους, ακόμα και τον πόθο να ξεσκλαβωθούν, για ανθρώπους που αγαπούν τη σκλαβιά τους, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα αγαπούσαν την αποκτήνωση τους.
Ο Ροβεσπιέρος και ο Μπαμπέφ μιλούν για τον αρνητικό ρόλο της μεγάλης δύναμης των προκαταλήψεων.
Ο Ένγκελς μας υπενθυμίζει ότι όταν στην Πρωσία καταργήθηκε η δουλοπαροικία και μαζί με αυτήν η υποχρέωση για τα αφεντικά να βοηθούν τα υποκείμενα τους στη μιζέρια τους, την αρρώστια και τα γηρατειά, οι αγρότες απηύθυναν έκκληση στο βασιλιά, ζητώντας του να διατηρήσει τη δουλοπαροικία.
Την ίδια αντίδραση είχαν και οι Ρώσοι κολίγοι μετά την απελευθέρωση τους από τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ το 1864, όταν ελεύθεροι πια συνέχιζαν να κουρνιάζουν έξω από τα αρχοντικά των αφεντάδων τους.
Ο Μαρξ επισημαίνει ότι όπως «αυτός ο άνθρωπος είναι […] βασιλιάς μόνο γιατί άλλοι άνθρωποι φέρονται απέναντι του σαν υπήκοοι», έτσι και το κεφάλαιο θα συνεχίσει να βασιλεύει όσο το προλεταριάτο θα υπακούει στα κελεύσματα του και δεν θα εξεγείρεται.
Ο Μπακούνιν ερμηνεύει την απογοητευτική βραδύτητα της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας με τη δουλοπρέπεια, τη ρουτίνα, την έλλειψη πρωτοβουλίας και πνεύματος εξέγερσης που κυριαρχεί στα πνεύματα των ανθρώπων.
Ο Λένιν, πέρα από την επισήμανση της τρομερής δύναμης της συνήθειας, κάνει λόγο για ένα τμήμα του προλεταριάτου των αναπτυγμένων χωρών, που αντιδρούν σαν «ευχαριστημένοι σκλάβοι που απαρνούνται την ιδέα της εξάλειψης της σκλαβιάς», και συμφωνεί με τον Μπουχάριν όταν αυτός επισημαίνει ότι όσο «η εργατική τάξη στο σύνολο της […] ¨συγκατατίθεται¨σιωπηρά να εκπληρώνει την καπιταλιστική λειτουργία», ο καπιταλισμός θα συνεχίζει να κυριαρχεί.
Το ίδιο και ο Γκράμσι, όπως έχουμε ξαναγράψει, μας λέει ότι πρέπει να ξεπεράσουμε το σύνδρομο πουείχε το αλογάκι Ντιαμαντίνο, το οποίο επειδή γεννήθηκε σε μια σκοτεινή στοά, του ήταν αδύνατο να φανταστεί ότι θα μπορούσε να ζήσει στο φως του ήλιου. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Βίλχελμ Ράιχ μιλά για το μίσος στο φως του ήλιου του «Ανθρωπάκου» του. Ο Νίτσε με τη σειρά του μας θυμίζει ότι πρέπει «να θελήσουμε ν’ αφανιστούμε για να μπορέσουμε να ξαναγίνουμε». Και ο Ερνστ Μπλοχ μιλά για τη συνήθεια σαν ναρκωτικό.
Τέλος, ο Ανδρέας Κάλβος, με τον πλέον έξοχο τρόπο, μας προειδοποιεί και μας προτρέπει: « Οσοι το χάλκεον χέρι/ βαρύ του φόβου αισθάνονται,/ζυγόν δουλείας, ας έχωσι/ θέλει αρετήν και τόλμην/ η ελευθερία».
Καλή κόκκινη Ανάσταση – Επανάσταση.
*Δημοσιεύθηκε στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” το Σάββατο 4 Μάη 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου