Από το πολύ καλό μπλογκ Μαύρη Οχιά αναδημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος της έρευνάς του. ( στην φωτό Φυλακισμένοι Έλληνες στρατιώτες στη Μέση Ανατολή)
Στην προηγούμενη ανάρτησή μας αναφερθήκαμε στον τρόπο με τον οποίο τα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν από την ελληνική πολιτεία, αλλά εντάχθηκαν στον εθνικό στρατό και πολέμησαν εναντίον του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο. Αυτό, όμως, ήταν το ένα από τα κεφάλια της ακροδεξιάς Λερναίας Ύδρας. Ένα άλλο κεφάλι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, βρισκόταν στη Μέση Ανατολή μέσα στις τάξεις του ελληνικού στρατού που κάτω από τις διαταγές των Βρετανών πολεμούσε εναντίον των Γερμανών. Μπορεί αυτό το κεφάλι να μη συνεργάστηκε με τους Γερμανούς και να τους πολέμησε, έτρεφε όμως για τους κομμουνιστές το ίδιο μίσος που έτρεφαν και οι ιδεολογικοί τους συγγενείς των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ήταν οι συνεχιστές της 4ης Αυγούστου, φιλομοναρχικοί και φιλομεταξικοί που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή και πάνω απ΄όλα έβαζαν τη μάχη εναντίον του κομμουνισμού.
Έτσι, ενώ στην Ελλάδα τα Τάγματα Ασφαλείας πολεμούσαν στο πλάι των Γερμανών εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, οι Έλληνες ακροδεξιοί ομοϊδεάτες τους στράφηκαν, στο πλάι των Βρετανών, εναντίον των Ελλήνων κομμουνιστών στρατιωτών και αξιωματικών στη Μέση Ανατολή. Η πάλη αυτή θα χαλυβδώσει και θα συσπειρώσει τους ακροδεξιούς Έλληνες στη Μέση Ανατολή και, μετά την απελευθέρωση, είναι ώριμη πλέον η συμμαχία τους με τους δοσίλογους-ταγματασφαλίτες στο όνομα της αντιμετώπισης του κοινού και κυριότερου εχθρού τους: του κομμουνισμού.
Για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε, όμως, την πορεία του ακροδεξιού αυτού τμήματος πρέπει να πιάσουμε το νήμα από την αρχή πηγαίνοντας στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και να αναφερθούμε σε γεγονότα που είναι ελάχιστα γνωστά και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις ισορροπίες που διαμορφώθηκαν στο ελληνικό στράτευμα που είχε καταφύγει εκεί μετά τη γερμανική εισβολή.
Στην ανάλυση αυτή δε θα κάνουμε αποτίμηση του κινήματος και των συνεπειών του. Θα αναφερθούμε απλά στα γεγονότα που συνέβησαν, θέλοντας να αναδείξουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο το προπολεμικό δίπολο βασιλικών-βενιζελικών στον ελληνικό στρατό μεταλλάχθηκε στο δίπολο Δεξιά-Αριστερά και πώς, κατά τη μετεξέλιξη αυτή, διαμορφώθηκε ένας συμπαγής ακροδεξιός πυρήνας αποφασισμένος να σταθεί σύμμαχος στα παραπαίοντα αστικά κόμματα.
Η εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου
Στις 23 Απριλίου 1941, λίγες ημέρες πριν από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ο βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Τσουδερός αναχώρησαν για την Κρήτη. Μία ημέρα νωρίτερα, το ίδιο είχαν κάνει οι περισσότεροι υπουργοί και άλλα στελέχη της κυβέρνησης μαζί με τις οικογένειές τους. Ένα μήνα αργότερα και ενώ άρχιζε η γερμανική επίθεση στην Κρήτη, ο βασιλιάς και ο Τσουδερός εγκατέλειψαν το νησί καταφεύγοντας πρώτα στην Αίγυπτο και κατόπιν στο Λονδίνο, όπου και εγκαταστάθηκαν.
Ωστόσο, το κέντρο της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής δραστηριότητας παρέμεινε στην Αίγυπτο, όπου την ελληνική κυβέρνηση εκπροσωπούσαν οι υφυπουργοί των τριών όπλων (στρατός, ναυτικό και αεροπορία), υπό την εποπτεία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου από το Μάρτιο του 1942, όταν αυτός διορίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Έτσι, από το Μάιο του 1941 μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1944, η χώρα διέθετε δύο κυβερνήσεις: τη δοσιλογική κυβέρνηση των Αθηνών, την οποία αναγνώριζαν η Γερμανία και οι σύμμαχοί της και την εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου και του Λονδίνου με πρωθυπουργό τον Τσουδερό , την οποία αναγνώριζαν οι χώρες που πολεμούσαν εναντίον του Άξονα.
Ο Ε.Τσουδερός
Αναφερόμενος στην εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου, ο ο Σ. Γρηγοριάδης γράφει : "Η κύρια αιχμή που την απειλούσε ήταν ο χαρακτηρισμός της ως τεταρταυγουστιανής.... Είναι αλήθεια ότι από τις πρώτες ημέρες της άφιξής τους στην Αίγυπτο, βασιλιάς και πρωθυπουργός εξαπέστειλαν τους περισσότερους υπουργούς που είχαν δικτατορική προέλευση. Αυτή η αλλαγή όμως δεν ήταν επαρκής ώστε να ικανοποιήσει τους δημοκρατικούς".
Είναι χαρακτηριστικό ότι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου καταργήθηκε μόλις την 4η Φεβρουαρίου 1942ενώ παράλληλα ήταν σε ισχύ ο θεσμός της εξορίας. Όποιοι εξέφραζαν την αντίθεσή τους προς το βασιλιά στέλνονταν εξορία στο Σουδάν και αυτός ο θεσμός κράτησε τουλάχιστον μέχρι τον Απρίλη του 1942, οπότε καταργήθηκε από τον Κανελλόπουλο. Παρά τις κινήσεις εκδημοκρατισμού, όμως, που έκανε ο Κανελλόπουλος, η εντύπωση που επικρατούσε στους δημοκρατικούς αξιωματικούς ήταν ότι ο στρατός θα χρησιμοποιούνταν από το βασιλιά για να τον ξαναφέρει στο θρόνο του μετά την απελευθέρωση. Έτσι, ο διχασμός στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις βάθαινε συνεχώς και σύμφωνα με το Σ.Γρηγοριάδη : "εκείνοι που θα αναλάμβαναν να συγκροτήσουν τις ένοπλες δυνάμεις ήταν ήδη βαθιά διχασμένοι. Άλλοι προσέβλεπαν στο Γεώργιο ως άξονα σταθερότητας για τον αγώνα στο εξωτερικό. Και άλλοι ως φορέα του καταλυθέντος καθεστώτος, που είχε πρόθεση να το επαναφέρει φερόμενο στις λόγχες του στρατού ο οποίος θα συγκροτούνταν.
Υπήρχε, τέλος, και ο "τρίτος άνθρωπος" : η οργανωμένη αριστερά στη Μέση Ανατολή, η οποία ήθελε οπωσδήποτε να θέσει υπό τον έλεγχό της τις ένοπλες δυνάμεις του εξωτερικού".
Εν τω μεταξύ, μία τρίτη αρχή, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) ή αλλιώς κυβέρνηση του βουνού, δημιουργούνταν το 1944 από το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) στις ορεινές περιοχές της κεντρικής Ελλάδας που ελέγχονταν από τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ).
Ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή
Μετά την κατάρρευση της ελληνικής άμυνας, η μόνη ένοπλη δύναμη που διασώθηκε σε αξιόλογη έκταση ήταν ο στόλος. Συγκεκριμένα, διασώθηκαν 17 πλοία, ανάμεσα στα οποία ήταν το θωρηκτό Αβέρωφ, έξι αντιτορπιλικά και πέντε υποβρύχια. Η κατάσταση των πλοίων, όμως, δεν ήταν καλή και είχαν ανάγκη μεγάλων επισκευών. Εξίσου κακή ήταν και η κατάσταση των πληρωμάτων των πλοίων, που άγγιζαν τους 3.000 άντρες. Σιγά-σιγά, όμως, τα προβλήματα ξεπεράστηκαν και από τις 15 Μαΐου 1941, ο ελληνικός στόλος άρχισε να χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις του συμμαχικού στόλου, ενώ στο τέλος του 1942 είχε διπλασιάσει τους άντρες του ξεπερνώντας τους 6.000
Σιγά-σιγά άρχισε να δημιουργείται και στρατός ξηράς. Τον πυρήνα του αποτέλεσε ένα τάγμα από Αιγυπτιώτες Έλληνες, του οποίου τη διοίκηση ασκούσαν Έλληνες αξιωματικοί που είχαν σταλεί στην Αίγυπτο από το Φεβρουάριο. Η δύναμη αυτή συνεχώς μεγάλωνε από εθελοντές- φυγάδες που εγκατέλειπαν την κατεχόμενη Ελλάδα και κατέφευγαν στην Αίγυπτο για να πολεμήσουν τους Γερμανούς. Στα μέσα Ιουνίου, ο ελληνικός στρατός στην Αίγυπτο ενισχύθηκε σημαντικά από την ταξιαρχία του Έβρου, η οποία είχε διαφύγει μέσω Τουρκίας και μετά από πολλές δοκιμασίες έφτασε στην Αίγυπτο.
Έτσι, τον Ιούνιο του 1941 ιδρύθηκε το Αρχηγείο Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής (ΑΒΕΣΜΑ) με έδρα το Κάιρο και αρχηγό τον υποστράτηγο Ε.Τζανακάκη, απόστρατο βενιζελικό αξιωματικό. Ήδη τον Οκτώβριο του 1941, η 1η Ελληνική Ταξιαρχία περιλάμβανε 6.000 άντρες, από τους οποίους οι 400 ήταν αξιωματικοί. Ο αριθμός αυτός μεγάλωνε διαρκώς από τη συνεχή άφιξη εθελοντών από την κατεχόμενη Ελλάδα. Συνολικά, οι ελληνικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, ήταν σημαντικότερες κάθε άλλη κατεχόμενη χώρα εκτός από τη Γαλλία και, σύμφωνα με την ελληνοβρετανική συμφωνία του Μαρτίου 1942, ετίθεντο κάτω από βρετανική διοίκηση
Ο Τσουδερός, σε μια προσπάθεια να δώσει στην κυβέρνησή του ένα πιο δημοκρατικό πρόσωπο, επανέφερε στο στράτευμα αρκετούς δημοκρατικούς αξιωματικούς που είχαν αποταχθεί μετά από τα ανεπιτυχή κινήματα του 1933 και 1935 και ήταν εκτός στρατεύματος ακόμη και στη διάρκεια της αλβανικής εκστρατείας.
Αυτοί, όμως, που εξακολουθούσαν να κατέχουν τις θέσεις-κλειδιά στο στράτευμα ήταν οι μοναρχικοί αξιωματικοί που είχαν φτάσει πρώτοι στη Μέση Ανατολή και είχαν καταλάβει τις πιο σημαντικές οργανωτικές θέσεις. Οι αξιωματικοί αυτοί δυσαρεστήθηκαν από την επαναφορά των απόστρατων βενιζελικών αξιωματικών και την τοποθέτηση του Εμ. Τζανακάκη ως αρχηγού του ΒΕΣΜΑ και ξεκίνησε, έτσι, μια διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών ομάδων.
Η διαμάχη αυτή θα γινόταν πιο έντονη, καθώς τον Απρίλιο του 1942 έφτανε στο Κάιρο από την Αθήνα ο αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αναλαμβάνοντας τη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης και του υπουργού Εθνικής Άμυνας και Στρατιωτικών. Από τη θέση του αυτή, ο Κανελλόπουλος άνοιξε τις πόρτες διάπλατα στους δημοκρατικούς αξιωματικούς οξύνοντας την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια των μοναρχικών.
Γρήγορα, όμως, μια νέα δύναμη θα εμφανιζόταν ανατρέποντας τις ισορροπίες. Και η δύναμη αυτή δεν ήταν άλλη από την Αριστερά και δεν είχε φορείς τους αξιωματικούς, αλλά κυρίως τους στρατιώτες. Ήταν τέτοια η δυναμική με την οποία αναπτυσσόταν, που ανάγκασε τους δύο πρώην αντιπάλους - τους μοναρχικούς και τους δημοκρατικούς - να ενωθούν ενόψει του κοινού εχθρού. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο φασισμός δεν απειλεί το σύστημα, αλλά το προστατεύει όταν χρειαστεί. Και αυτός είναι ο λόγος που οι "δημοκρατικοί" σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν νιώθουν την παραμικρή αναστολή να συμμαχήσουν με τους φασίστες.
Η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ)
Ήδη από τον Οκτώβριο του 1941, είχε ιδρυθεί η Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ), η οποίαζητούσε την αντιφασιστική διαπαιδαγώγηση και δημοκρατικοποίηση του στρατού και την κινητοποίηση των εθνικών δυνάμεων για την όσο το δυνατόν ευρύτερη συμμετοχή των Ελλήνων του εξωτερικού στον πόλεμο. Ταυτόχρονα απαιτούσε, μετά την απελευθέρωση, να επιλέξει ο λαός το καθεστώς διακυβέρνησης που επιθυμούσε. Ιδρυτής της ΑΣΟ ήταν το στέλεχος του ΚΚΕ Γ. Σαλλάς τον Οκτώβριο του 1941. Παράλληλες οργανώσεις ήταν η ΑΟΝ στο ναυτικό και η ΑΟΑ στην αεροπορία. Τέλος, τον Ιανουάριο του 1943, ιδρύθηκε ο Εθνικός Απελευθερωτικός Σύνδεσμος (ΕΑΣ), που απευθυνόταν στους πρόσφυγες της Μέσης Ανατολής από την Ελλάδα και τους ομογενείς. Η αυτονομία και η απόλυτη ελευθερία κινήσεων που είχαν τα στελέχη της ΑΣΟ και του ΕΑΣ βοηθούσαν στη γρήγορη εξάπλωση των οργανώσεων μέσα στο ελληνικό στράτευμα.
Το περιοδικό του
Εθνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου
Σύμφωνα με τον Σόλωνα Γρηγοριάδη : "Η ΑΣΟ και οι διακλαδώσεις της ΑΟΝ και ΑΟΑ κατόρθωσαν να οργανώσουν σημαντικό αριθμό των στρατιωτών, των ναυτών και των σμηνιτών, καθώς και ένα μικρό αλλά όχι ασήμαντο μέρος υπαξιωματικών και αξιωματικών. Ένα τμήμα τους σοβαρό προσχώρησε βαθμιαία απόλυτα στον κομμουνισμό, περιλαμβάνοντας και μερικούς βαθμοφόρους.
Με τον μηχανισμό που συγκρότησε μπορούσε να κινητοποιεί μαζικά τους άνδρες και να εμπνέει φανατισμό και πάθος. Αρχικά απευθυνόταν στους δημοκρατικούς, αλλά ενέταξε τους οπαδούς της σε μια σαφώς αριστερή κατηγορία με την επωνυμία του «αντιφασίστα». Αυτό ήταν και το βασικό της σύνθημα, καθώς και ο τίτλος της εφημερίδας που εξέδιδε: Αντιφασίστας.
Η δράση της ΑΣΟ υπήρξε πολύ πιο ανοιχτή και απροκάλυπτη από του ΕΑΜ. Έπαιρνε σαφείς, αδιάλλακτες, επιθετικές πολιτικές θέσεις κατά του βασιλιά, της κυβέρνησης, ακόμη και κατά των αστικών δημοκρατικών αντιλήψεων των παλαιοβενιζελικών
Στην τακτική και στρατηγική της η ΑΣΟ χρησιμοποίησε γνήσια επαναστατικές, λενινιστικές μεθόδους. Τα στελέχη της ζούσαν στην εποχή του 1916. Στρέφονταν απευθείας προς τα κάτω, προς τους οπλίτες. Η κινητοποίηση και η μύηση αξιωματικών αποτελούσε δευτερεύοντα σκοπό της οργάνωσης"
Η συγκρότηση της ΑΣΟ, η εξάπλωσή της στους στρατιώτες, υπαξιωματικούς και κατώτερους αξιωματικούς και η ίδρυση αντίστοιχων οργανώσεων στο Ναυτικό και στην Αεροπορία άλλαξε τα πολιτικά δεδομένα στις ένοπλες δυνάμεις και τερμάτισε την αντιπαλότητα των μέχρι τότε δύο πόλων: των βενιζελικών και των μοναρχικών. Πλέον, οι δύο αντιμαχόμενοι πόλοι ήταν άλλοι. Ο ένας πόλος ήταν των αριστερών οργανώσεων και ο άλλος ήταν των μοναρχικών, μεταξικών και αντικομμουνιστών αξιωματικών. Στο δεύτερο αυτό πόλο εντάχθηκε τελικά και η βενιζελική παράταξη με αποτέλεσμα η διαιρετική τομή του μεσοπολέμου μεταξύ βενιζελικών-μοναρχικών να δώσει τη θέση της στη νέα διάκριση κομμουνιστών-αντικομμουνιστών ή "εθνικοφρόνων" όπως αυτάρεσκα αποκαλούνταν οι δεύτεροι
Η κρίση του Μαρτίου 1943
Από το Φεβρουάριο του 1943, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες στη Μέση Ανατολή ότι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας σχεδίαζε να απομακρύνει όλους τους δημοκρατικούς αξιωματικούς από τις ηγετικές θέσεις του ΒΕΣΜΑ. Η ΑΣΟ, μέσω της ημιπαράνομης εφημερίδας της "Αντιφασίστας" καλούσε τα μέλη της σε επαγρύπνηση ενάντια σε μια τέτοια κίνηση και η διαμάχη μεταξύ αντιφασιστών και μοναρχικών άρχιζε να παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και όλα έδειχναν ότι η σύγκρουση δε θα αργούσε να έρθει.
Πράγματι, η αφορμή για τη σύγκρουση δεν άργησε να δοθεί. Ο Π.Κανελλόπουλος, το Φεβρουάριο του 1943, απομάκρυνε από τη θέση του το διοικητή του 5ου τάγματος της ΙΙ ης ταξιαρχίας συνταγματάρχη Γ.Χατζησταυρή, ένθερμο βενιζελικό, ο οποίος διεξήγαγε έντονη εκστρατεία εναντίον των μοναρχικών. Η είδηση της αντικατάστασής του από το μοναρχικό υπαρχηγό του Αθανασίου, προκάλεσε σφοδρότατες αντιδράσεις.
Οι άνδρες της μονάδας του Χατζησταυρή αντέδρασαν στην απόφαση αντικατάστασής του ξυλοκοπώντας και συλλαμβάνοντας μοναρχικούς οπλίτες και αξιωματικούς - μεταξύ αυτών και τον Αθανασίου - και απαιτώντας να ανακληθεί η αντικατάσταση. Παράλληλα, οι Κώνστας και Σταυρουλάκης, διοικητές των άλλων ταγμάτων της ΙΙης ταξιαρχίας εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους στο Χατζησταυρή.
Από την άλλη μεριά, 150 μοναρχικοί αξιωματικοί υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις εξελίξεις αυτές. Εν τω μεταξύ, στις 3 Μαρτίου, ενώπιον του διοικητή της Ιης ταξιαρχίας εμφανίστηκε μία επιτροπή από έναν έφεδρο ανθυπολοχαγό και δύο υπαξιωματικούς, ζητώντας από αυτόν να πάρει θέση υπέρ των δημοκρατικών αξιωματικών της ΙΙης ταξιαρχίας και να αποτραπεί η αντικατάστασή τους. Αντί απάντησης, ο διοικητής συνταγματάρχης Κατσώτας συνέλαβε την επιτροπή, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση της πλειοψηφίας των στρατιωτών. Πολλοί αξιωματικοί προπηλακίστηκαν, ενώ ο Κατσώτας έστελνε έντρομος τηλέγράφημα στον Κανελλόπουλο: " Από της πρωΐας σήμερον το μέγιστον μέρος των οπλιτών της μονάδος μου ευρίσκεται εις ένοπλον ανταρσίαν".
Ο Κανελλόπουλος, θέλοντας να ελέγξει την κατάσταση από κοντά, έτρεξε επιτόπου στα στρατόπεδα των δύο ταξιαρχιών, στη Συρία αντικρίζοντας μία πραγματικά επαναστατική κατάσταση. Στη συνάντηση που είχε με τους εξεγερμένους, του υποβλήθηκαν τα εξής αιτήματα:
α) Να επανέλθουν στις διοικήσεις τους ο Χατζηπσταυρής και οι διοικητές των άλλων ταγμάτων που τον είχαν υποστηρίξει και είχε διαταχθεί η αντικατάστασή τους.
β) Να απομακρυνθούν όσοι αξιωματικοί θεωρούνταν "τεταρταυγουστιανοί" και
γ) Να γίνει ανασχηματισμός της κυβέρνησης με την είσοδο δημοκρατικών πολιτικών
Απογοητευμένος ο Κανελλόπουλος από την εξέλιξη των πραγμάτων και νιώθοντας εντελώς αδύναμος να αντιμετωπίσει το κίνημα, υπέβαλλε την παραίτησή του στο βασιλιά και στον πρωθυπουργό που βρίσκονταν στο Λονδίνο. Παράλληλα, ζήτησε από τον Άγγλο αντιστράτηγο Χολμς, διοικητή της 9ης Βρετανικής Στρατιάς στην οποία υπάγονταν οι δύο ελληνικές ταξιαρχίες, την παρέμβασή του. Σε σύσκεψη που έγινε στη Βηρυτό, ο Άγγλος αντιστράτηγος δήλωνε στον Κανελλόπουλο:
" Η κατάσταση έχει φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο. Οι δύο ταξιαρχίες δεν υπάρχουν πια. Μόνο με τη βία των όπλων μπορεί να αποκατασταθεί η τάξη. Αυτό όμως θα σήμαινε αιματηρή σύγκρουση Άγγλων και Ελλήνων. Οι στασιαστές έχουν στα χέριά τους τα όπλα των ταξιαρχιών και καμιά αμφιβολία δεν έχω ότι θα τα χρησιμοποιήσουν εναντίον μας, έστω και σποραδικά, αν τους χτυπήσουμε. Τέτοια όμως αιματηρή δράση δεν είμαι διατεθειμένος να αναλάβω. Ούτε η ελληνική κυβέρνηση, βλέπω, ότι μου το ζητά.
Μία λύση μόνο υπάρχει. Να αποδεχτείτε τα αιτήματα των στασιαστών. Ή μάλλον τα δύο πρώτα - να επανέλθουν στις διοικήσεις τους οι αντικατασταθέντες αξιωματικοί και να απομακρυνθούν οι θεωρούμενοι τεταρταυγουστιανοί. Το τρίτο - τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης - θα το παραπέμψω στον πρωθυπουργό Τσουδερό στο Λονδίνο.'"
Ήταν φανερό ότι τα γεγονότα είχαν εξελιχθεί τόσο γρήγορα που είχαν αιφνιδιάσει την εξόριστη κυβέρνηση και τη βρετανική διοίκηση, τόσο που αποφάσισαν να αποφύγουν τη βίαιη καταστολή του κινήματος και να αναζητήσουν μια ήπια πολιτική λύση ικανοποιώντας τα αιτήματα που είχαν υποβάλλει οι εξεγερμένοι.
Έτσι, οι 150 μοναρχικοί αξιωματικοί που είχαν παραιτηθεί καθώς και τόσοι άλλοι ομοϊδεάτες τους κλείστηκαν στο στρατόπεδο "Μερτζ Αγιούμ".
Η πιο σημαντική, όμως, επιτυχία του κινήματος ήταν ο ανασχηματισμός της εξόριστης κυβέρνησης και η συμμετοχή σε αυτήν αποκλειστικά δημοκρατικών πολιτικών. Έντρομοι ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός από τις ραγδαίες εξελίξεις, αποφάσισαν να προβούν σε ριζική δημοκρατικοποίηση της κυβέρνησης. Ενώ η παραίτηση Κανελλόπουλου γινόταν δεκτή, απομακρύνονταν οι τελευταίοι τεταρταυγουστιανοί και η κυβέρνηση γινόταν καθαρά βενιζελική-δημοκρατική. Όπως γράφει και ο Σ. Γρηγοριάδης " χρειάστηκαν 24 μήνες - από το Μάιο του 1941- για να γίνει κάτι που ήταν επιβεβλημένο να πραγματοποιηθεί ίσως από τον πρώτο μήνα."
Η αναταραχή συνεχίζεται
Παρά την προώθηση στην κυβέρνηση δημοκρατικών πολιτικών, η νέα κυβέρνηση, σε συνεργασία με τη βρετανική διοίκηση, αποφάσισαν να δράσουν μεθοδικά και διακριτικά σε μια προσπάθεια να απαλλαγούν από τις αριστερές οργανώσεις και να αποκτήσουν τον έλεγχο του ελληνικού στρατού στη Μέση Ανατολή. Έτσι, επί 20 ημέρες οι δύο ελληνικές ταξιαρχίες διοικήθηκαν από Άγγλους, οι οποίοι ανέλαβαν την αναδιοργάνωσή τους. Αντικατέστησαν τους δύο διοικητές με νέους, όπως επίσης και όλους τους διοικητές ταγμάτων αλλά και αρκετούς αξιωματικούς. Ταυτόχρονα, άρχισαν να απομακρύνουν από τις ταξιαρχίες τους πρωταγωνιστές του κινήματος του Μαρτίου, κάνοντας έτσι μια πρώτη εκκαθάριση, ενώ η απειθαρχία και η ανυπακοή τιμωρούνταν πλέον αυστηρά.
Παράλληλα, όμως, με την εκκαθάριση των ενοχλητικών για τη βρετανική διοίκηση οπλιτών, επιχειρήθηκε μία προσέγγιση με τους έγκλειστους στο στρατόπεδο "Μερτζ Αγιούμ" μοναρχικούς αξιωματικούς. Πολλοί αξιωματικοί, ακόμη και Άγγλοι, στάλθηκαν για να τους πείσουν να επανέλθουν στο στράτευμα. Ακόμη και ο βασιλιάς Γεώργιος τους απέστειλε επιστολή καλώντας τους να επανέλθουν, αλλά - πλην ελάχιστων περιπτώσεων - αρνήθηκαν.
Όπως γράφει ο Σ. Γρηγοριάδης : "Οι αξιωματικοί του Μερτζ Αγιούμ έθεταν ως όρους, πρώτον, να επανέλθουν όλοι ακριβώς στις θέσεις που κατείχαν πριν από την έκρηξη της στάσης και, δεύτερον, να τιμωρηθούν όλοι οι πρωταίτιοί της.
Αλλά το υπουργείο Στρατιωτικών απέρριψε τους όρους. Τους απέταξε από το στρατό και 11 από αυτούς που θεωρήθηκαν "αρχηγοί" παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο που τους καταδίκασε. Αργότερα, πάντως, επανήλθαν στο στράτευμα"
Εκεί ακριβώς, στο στρατόπεδο του Μερτζ Αγιούμ ήταν που εκκολάφθηκε η στρατιωτική οργάνωση που ονομάστηκε τελικά ΙΔΕΑ
Τελικά, μετά τα γεγονότα του Μαρτίου 1943, "είχε τερματιστεί η φάση της εκκαθάρισης των υπολειμμάτων της 4ης Αυγούστου. Για τους δημοκρατικούς άρχιζε η φάση εκκαθάρισης και του βασιλιά. Και όσο ο Γεώργιος με την απλόχωρη υποστήριξη της αγγλικής κυβέρνησης επέμενε ότι έπρεπε με την απελευθέρωση να επιστρέψει στην Ελλάδα επικεφαλής του τακτικού ελληνικού στρατού, τόσο δυνάμωναν οι δημοκρατικές αντιδράσεις και η αναταραχή συνεχιζόταν.
Την άνοιξη του 1943, μετά τον τερματισμό του στρατιωτικού κινήματος, ήταν επισφαλή τα πράγματα στη Μέση Ανατολή. Και ο πολιτειακός αγώνας χώριζε στα δύο τους εκπροσώπους της αστικής τάξης και τον όγκο του Σώματος των αξιωματικών. Αλλά υπήρχε και ο "τρίτος άνθρωπος", που καραδοκούσε: η Αριστερά, οργανωμένη στη ραγδαία επεκτεινόμενη ΑΣΟ"
Η κρίση του Ιουλίου 1943
Μετά τα γεγονότα του Μαρτίου φαινόταν ότι η ηρεμία στις μονάδες είχε επανέλθει. Η ΑΣΟ, όμως, δεν είχε ανακαλυφθεί και η κυβέρνηση δεν είχε στην πραγματικότητα στέρεα θεμέλια στο στρατό. Στην πραγματικότητα η ηρεμία ήταν επιφανειακή αυτό φάνηκε ξεκάθαρα όταν ένα μεμονωμένο περιστατικό προκάλεσε μέσα σε μία μέρα επεισόδια πολύ σοβαρότερα από τα γεγονότα του Μαρτίου.
Το περιστατικό αυτό ήταν η τιμωρία ενός οπλίτη του 6ου τάγματος σε 20ήμερη φυλάκιση και η απόφαση του διοικητή του τάγματος να εκτίσει ο στρατιώτης την ποινή του στις αγγλικές στρατιωτικές φυλακές, που φημίζονταν για τη σκληρή μεταχείριση που επιφύλασσαν στους κρατούμενους . Στην απόφαση αυτή, το τάγμα αναστατώθηκε και μία επιτροπή στρατιωτών παρουσιάστηκε στο διοικητή ζητώντας να ανακληθεί η διαταγή του. Εκείνος, όμως, τους συνέλαβε και διέταξε τη μεταφορά τους στις φυλακές μαζί με τον τιμωρημένο οπλίτη. Κατά τη μεταφορά τους στις φυλακές,όμως, οι κρατούμενοι πήδηξαν από το τζιπ και άρχισαν να τρέχουν. Από τους πυροβολισμούς των στρατονόμων σκοτώθηκε ένας από τους φυγάδες και αυτό προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην ταξιαρχία. Εκατοντάδες φαντάροι του 6ου τάγματος επιτέθηκαν με τα όπλα τους εναντίον του Σταθμού Διοίκησης της Ταξιαρχίας. Πολύ σύντομα απέκτησαν τον έλεγχο σε ολόκληρη την ταξιαρχία, απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους συντρόφους τους, κακοποίησαν αρκετούς μοναρχικούς αξιωματικούς και φυλάκισαν τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες που αντιστάθηκαν.
Αυτή τη φορά, όμως, σε αντίθεση με το Μάρτιο, η αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης και των Βρετανών ήταν άμεση. Οι στασιαστές παραδόθηκαν και τριακόσιοι οπλίτες και μερικοί κατώτεροι αξιωματικοί στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ τέσσερις από αυτούς καταδικάστηκαν σε θάνατο χωρίς, όμως, να εκτελεστούν.
Λίγες μέρες αργότερα, οι κρατούμενοι στο Γενικό Κέντρο Εκπαίδευσης Στρατού οπλίτες στασίασαν, αλλά και αυτή η στάση κατεστάλη ενώ δύο από τους στασιαστές καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν.
Πλέον, μετά την καταστολή των εξεγέρσεων του Μαρτίου και του Ιουλίου, ο κύριος στόχος των κυβερνήσεων, του βασιλιά και των Βρετανών ήταν η εκκαθάριση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων από τα εαμικά στοιχεία και η δημιουργία στρατού που θα επέβαλε στην Ελλάδα, μετά την απελευθέρωση, την παλιά καθεστηκυία τάξη.
Η συγκρότηση του ακροδεξιού πόλου
Τα κινήματα του Μαρτίου και του Ιουλίου, σε συνδυασμό με τη δήλωση του βασιλιά Γεωργίου Β΄ ότι θα επανέλθει μετά από δημοψήφισμα, συσπείρωσαν τους μοναρχικούς σε έναν αγώνα εναντίον των αριστερών.
Η πρώτη οργανωμένη αντικομμουνιστική κίνηση δημιουργήθηκε στο στρατόπεδο Σάμιτ, όπου βρίσκονταν εξόριστοι μεταξικοί αξιωματικοί και οπλίτες, μετά το κίνημα του Μαρτίου 1943. Η Ένωση Εθνικοφρόνων Αξιωματικών, όπως ονομάστηκε, περιλάμβανε μόνο κατώτερα στελέχη, μέχρι το βαθμό του λοχαγού αλλά δεν κατάφερε να επεκτείνει τη δράση της πέρα από το στρατόπεδο των εξορίστων.
Η πιο σημαντική, όμως, οργάνωση ήταν η Ένωση Νέων Αξιωματικών (ΕΝΑ) που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1943 στο στρατόπεδο της Διοίκησης Σχολών του Γενικού Κέντρου Εκπαιδεύσεως στην Παλαιστίνη. Ο κύριος λόγος ίδρυσης της ΕΝΑ αποτυπώνεται στα λόγια του λοχαγού Γ.Καραγιάννη, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της :"Είχεν γίνει πλέον συνείδησις εις άπαντας τους Έλληνας αξιωματικούς της Μέσης Ανατολής, αδιακρίτως πολιτικών φρονημάτων, ότι μόνον δι' ωργανωμένης και καλώς διευθυνομένης προσπάθειας ηδύνατο να αντιμετωπισθή ο κομμουνισμός, ο οποίος εν Μέση Ανατολή και εν τη κατεχομένη Ελλάδι είχεν αναπτύξη τας δυνάμεις του, προς κατάληψη της εξουσίας".
Η κίνηση αυτή αφορούσε μόνο τους κατώτερους αξιωματικούς, από τους οποίους οι περισσότεροι φοιτούσαν στη Σχολή Ευελπίδων κατά τη διάρκεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Οι βασικές ιδεολογικές γραμμές γύρω από τις οποίες κινήθηκε η οργάνωση ήταν ο εθνικισμός, ο αντικομμουνισμός και η πίστη στο βασιλιά Γεώργιο Β' και στο θεσμό της μοναρχίας.
Τα μέλη της ΕΝΑ γίνονταν δεκτά έπειτα από μυστική διαδικασία και έδιναν υπόσχεση πως θα αντιμετώπιζαν δυναμικά κάθε ανατρεπτικό κίνημα μέσα στο στρατό αλλά και κάθε κομμουνιστική δραστηριότητα. Υπολογίζεται πως στην ΕΝΑ είχαν προσχωρήσει περίπου 250 αξιωματικοί.
Μια τρίτη οργάνωση ανάμεσα στους κατώτερους αξιωματικούς στη Μέση Ανατολή ήταν ο Σύνδεσμος Αξιωματικών Νέων (ΣΑΝ), που ιδρύθηκε από το συνταγματάρχη Σ. Γκίκα, ο οποίος όμως δεν κατάφερε να αναπτύξει ιδιαίτερη δραστηριότητα, καθώς οι περισσότεροι αξιωματικοί στους οποίους απευθύνθηκε ανήκαν ήδη στην ΕΝΑ.
Η κρίση του Μαρτίου -Απριλίου 1944
Η αναγγελία της συγκρότησης της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) το Μάρτιο του 1944 είχε άμεσο αντίκτυπο στη Μέση Ανατολή, καθώς κινητοποίησε την ΑΣΟ και τις άλλες οργανώσεις στο ναυτικό και στην αεροπορία να ζητήσουν από την ελληνική και τη βρετανική διοίκηση τη δέσμευση για συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με συμμετοχή και της ΠΕΕΑ.
Τα μέλη της ΠΕΕΑ, μαζί με τον Μητροπολίτη Κοζάνης Ιωακείμ
Παρά τα χτυπήματα που είχαν δεχτεί τα κινήματα του Μαρτίου και του Ιουλίου 1943, η ΑΣΟ όχι μόνο δεν είχε διαλυθεί, αλλά συνέχιζε αθόρυβα την ιδεολογική της διείσδυση στο στράτευμα. Όπως γράφει ο Γρηγοριάδης:
"Μέσα στις μονάδες και στα πολεμικά πλοία, η ΑΣΟ είχε κατορθώσει, μετά τις στάσεις του 1943, να ανασυνταχθεί και να εξαπλωθεί. (…) Δεν υποπτευόταν ο κάθε διοικητής ή κυβερνήτης σε πόσο βαθμό βρίσκονταν υπό τον έλεγχο αυτής της αόρατης και ασύλληπτης Αρχής οι άνθρωποι που διοικούσε. Ακόμη περισσότερο δεν το υποπτεύονταν κυβέρνηση και επιτελεία.
Η εμφάνιση της ΠΕΕΑ έκανε την ΑΣΟ να ανέλθει πάλι στο προσκήνιο. Καθώς η αναμέτρηση για την κυβέρνηση εθνικής ενότητας πλησίαζε, μία από τις δυνάμεις που βάραινε στη ζυγαριά των παρατάξεων ήταν ο στρατός, το ναυτικό και η αερoπορία της Μέσης Ανατολής. Όποιος τελικά τις έθετε υπό τον έλεγχό του θα αποκτούσε ένα ισχυρό όργανο πίεσης."
Έτσι, με πρωτοβουλία της ΑΣΟ συγκροτήθηκε μία επιτροπή που απαρτιζόταν από αξιωματικούς του στρατού και της αεροπορίας. Η επιτροπή αυτή παρουσιάστηκε στον πρωθυπουργό Τσουδερό στις 31 Μαρτίου ζητώντας τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή και της ΠΕΕΑ.
Ο Τσουδερός, αφού τους άκουσε, τους έδωσε ασαφείς υποσχέσεις που δεν τους ικανοποίησαν και, έτσι, την ίδια μέρα, η επιτροπή συναντήθηκε και με τον υπουργό Ναυτικών Σοφοκλή Βενιζέλο, από τον οποίο ζήτησαν την απομάκρυνση του Τσουδερού από την κυβέρνηση, την ανάληψη της κυβέρνησης από αυτόν και τη συμμετοχή σε αυτήν και μελών της επιτροπής ως εντολοδόχων της ΠΕΕΑ.
Ο Βενιζέλος, στην ουσία, τους αγνόησε δηλώνοντας ότι δεν τους αναγνωρίζει ως εκπροσώπους των ενόπλων δυνάμεων και αμέσως μετά τη συνάντηση μαζί τους συνομίλησε με τον Τσουδερό και αποφάσισαν τη σύλληψη των μελών της επιτροπής.
Την επόμενη μέρα, 1 Απριλίου 1944, εκδηλώθηκε η πρώτη στασιαστική ενέργεια από 250 οπλίτες και αξιωματικούς που δήλωσαν την πίστη τους στην ΠΕΕΑ ως μόνη νόμιμη κυβέρνηση. Όλοι αυτοί συνελήφθησαν, παραδόθηκαν στους Άγγλους και κλείστηκαν στο στρατόπεδο Μένα κοντά στις Πυραμίδες.
Η κατάσταση πήγαινε πλέον προς την ένοπλη σύγκρουση. Πράγματι, δύο μέρες μετά, καταλήφθηκε από εξεγερμένους το ελληνικό φρουραρχείο Καΐρου. Σε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο που έγινε την ίδια μέρα, ο Βενιζέλος ζήτησε την παραίτηση του Τσουδερού από την πρωθυπουργία, κάτι που τελικά έγινε.
Η είδηση της παραίτησης Τσουδερού προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και θεωρήθηκε νίκη της ΑΣΟ. Λίγες ώρες αργότερα, όμως, έφτανε στο Βενιζέλο η ημερήσια διαταγή του ναυάρχου του στόλου, στην οποία ζητούσε τη συνεργασία της κυβέρνησης με την ΠΕΕΑ. Ήταν φανερό πλέον ότι η αναταραχή είχε επεκταθεί και στο Ναυτικό.
Η διαταγή του ναυάρχου προκάλεσε ενθουσιασμό στους οπαδούς της ΑΣΟ και οπλισμένες ομάδες ναυτών κατέλαβαν το Υπουργείο Ναυτικών, το Αρχηγείο του στόλου, το Ελληνικό Ναυτικό Φρουραρχείο Αλεξάνδρειας και τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Εν τω μεταξύ στο Κάιρο, η επιτροπή των αξιωματικών της ΑΣΟ επισκέφτηκε πάλι το Σ.Βενιζέλο και ζήτησαν τα μισά μέλη της κυβέρνησης να είναι μέλη της επιτροπής, της ΑΣΟ και του ΕΑΣ. Ο Βενιζέλος, όμως, τους έδιωξε αρνούμενος να δεχτεί το αίτημά τους και η σύγκρουση δεν άργησε να έρθει.
Τη νύχτα της 5ης προς 6η Απριλίου, η Ιη Ταξιαρχία στασίασε και οι εξεγερμένοι - μέλη της ΑΣΟ πήραν υπό τον έλεγχό τους σχεδόν όλες τις μονάδες της. Ταυτόχρονα, η ΙΙη Ταξιαρχία έπεφτε και αυτή στα χέρια των στρατιωτών της ΑΣΟ.
Την ίδια νύχτα, το κίνημα επεκτεινόταν στο στόλο με τους εξεγερμένους να καταλαμβάνουν τα πλοία του ελληνικού στόλου. Στην πραγματικότητα, όλες οι μονάδες του στρατού και του ναυτικού, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είχαν περάσει υπό τον έλεγχο της ΑΣΟ και εκδηλώθηκαν υπέρ της ΠΕΕΑ . Αντίθετα, στην αεροπορία, μόνο ένας μικρός αριθμός στρατιωτών συντάχθηκε με την ΠΕΕΑ.
Ναύτες του αντιτορπιλικού "Πίνδος", προσκείμενοι στο ΕΑΜ, γιορτάζουν την Πρωτομαγιά του 1944.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε ένα μήνα μετά την καταστολή του κινήματος της Μέσης Ανατολής,
ενώ το "Πίνδος" βρισκόταν στο Οράν
Όπως μετέδωσε ο Αμερικανός πρεσβευτής στο Κάιρο Λίνκολν ΜακΒέη σε αναφορά του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ:"Οι αξιωματικοί διοικητές όλων των Ελληνικών ναυτικών μονάδων επισκέφτηκαν τον πρωθυπουργό και τον πληροφόρησαν ότι οι διαθέσεις του Στόλου είναι σχεδόν 100% υπέρ μιας Κυβέρνησης εθνικής ενότητας με τη συμμετοχή της ΠΕΕΑ" [Φ.Οικονομίδη, Οι προστάτες - η αληθινή ιστορία της αντίστασης ]
Σε άλλη του αναφορά, στην οποία φαίνεται πόσο απροετοίμαστους έπιασε τους Αγγλους η εξέγερση των Ελλήνων στρατιωτών, ο ΜακΒέη σημειώνει: "Η Βρετανική πρεσβεία εξεπλάγη όσο κανένας από την τροπή που πήραν τα πράγματα" [Φ.Οικονομίδη, Οι προστάτες - η αληθινή ιστορία της αντίστασης ]
Αυτή τη φορά οι Άγγλοι δεν μπορούσαν να αφήσουν αναπάντητο το κίνημα. Έτσι, στις 7 Απριλίου, ο διοικητής των βρετανικών δυνάμεων, στρατηγός Μ. Πάτζετ, πληροφόρησε τον Έλληνα υπουργό Άμυνας ότι αναλαμβάνει τη διοίκηση του ελληνικού στρατού για να καταστείλει την εξέγερση, ενώ στις 14 Απριλίου διορίστηκε πρωθυπουργός ο Σοφοκλής Βενιζέλος.
Η καταστολή του κινήματος αυτή τη φορά ήταν βίαιη. Μετά από 16 μέρες πολιορκίας, οι Άγγλοι επιτέθηκαν στην Ιη Ταξιαρχία με πυροβολικό και άρματα. Κατά την επίθεση αυτή , οι Άγγλοι δεν συνάντησαν ιδιαίτερη αντίσταση και η ελληνική Ταξιαρχία παραδόθηκε σε αυτούς χωρίς απώλειες. Είναι αλήθεια ότι οι Άγγλοι προσπάθησαν να μην υπάρξουν θύματα. Όπως δήλωσε ο Βρετανός πρεσβευτής στο Κάιρο Λήπερ στο ΜακΒέη: " Αν οι Βρετανοί αρχίσουν να πυροβολούν τους Έλληνες εδώ, κανένας από τους Άγγλους πράκτορες στην Ελλάδα δε θα επιζήσει" [Φ.Οικονομίδη, Οι προστάτες - η αληθινή ιστορία της αντίστασης ]
Το ίδιο βράδυ έγινε και η επιχείρηση ανακατάληψης των πλοίων από ελληνικές δυνάμεις πιστές στην κυβέρνηση Βενιζέλου και, μετά από μάχες που προκάλεσαν 11 νεκρούς και 30 τραυματίες [Φ.Οικονομίδη, Οι προστάτες - η αληθινή ιστορία της αντίστασης], τα πλοία πέρασαν στα χέρια των πιστών στην κυβέρνηση.
Οι ποινές που ακολούθησαν ήταν βαρύτατες για τους εξεγερμένους. Το μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτών και των αξιωματικών (μερικές χιλιάδες) στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Αίγυπτο και τη Λιβύη, τα "σύρματα" όπως καθιερώθηκε να αποκαλούνται
Φυλακισμένοι Έλληνες στρατιώτες
στη Μέση Ανατολή
Παράλληλα, δόθηκε αμνηστία σε όσους μοναρχικούς αξιωματικούς είχαν αρνηθεί να υπηρετήσουν κάτω από τις διαταγές βενιζελικών αξιωματικών. Οι αξιωματικοί αυτοί που βρίσκονταν εξόριστοι σε στρατόπεδα επανήλθαν στο στράτευμα και, μαζί με όσους αξιωματικούς και στρατιώτες είχαν απομείνει μετά την εκκαθάριση των αριστερών στοιχείων, επάνδρωσαν την 3η Ορεινή Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο. Η 3η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος υπήρξαν οι πρώτες "καθαρές" και ελεγχόμενες πολιτικά μονάδες, οι οποίες αποτέλεσαν αργότερα τους κύριους αιμοδότες του Ιερού Δεσμού Ελλήνων Αξιωματικών.
Η 3η Ορεινή Ταξιαρχία εισέρχεται στην Αθήνα, στις 9 Νοεμβρίου 1944.
"Καθαρή" από αριστερούς, ήταν έτοιμη να χτυπήσει τον ΕΛΑΣ
Η ίδρυση του ΙΔΕΑ
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά στη Μέση Ανατολή, στην Ελλάδα το ΕΑΜ εδραίωνε τη θέση του δημιουργώντας παράλληλα και ισχυρά κέντρα εξουσίας στην ελληνική κοινωνία, κάτι που δυσκόλευε την αποδοχή της εξουσίας της δοσιλογικής κυβέρνησης της Αθήνας σε μεγάλο μέρος του ελληνικού χώρου.
Αυτό ήταν ήδη γνωστό στους "εθνικόφρονες" αξιωματικούς της Μέσης Ανατολής που αντιλαμβάνονταν ότι μετά τη νίκη τους εναντίον των αριστερών στη Μέση Ανατολή έπρεπε να συγκροτήσουν ένα στρατό πολιτικά πιστό και στρατιωτικά αξιόπιστο που θα ερχόταν σε σύγκρουση με μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας όταν ο ελληνικός στρατός θα έφτανε στην Ελλάδα.
Αυτή ακριβώς η διαπίστωση έπεισε τους αξιωματικούς της ΕΝΑ ότι όχι μόνο δεν έπρεπε να διαλύσουν την οργάνωσή τους μετά την άφιξη του ελληνικού στρατού στην Ελλάδα, αλλά αντίθετα έπρεπε να επεκτείνουν την επιρροή της ΕΝΑ προσελκύοντας στις τάξεις της και άλλους εθνικόφρονες αξιωματικούς.
Έτσι, τον Οκτώβριο του 1944, συναντήθηκαν στο Κάβα ντέι Τιρένι της Ιταλίας όπου διέμενε η ελληνική κυβέρνηση, ο Γεώργιος Καραγιάννης, διοικητής του 2ου τάγματος της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας με τον λοχαγό Μ., ο οποίος υπηρετούσε την κυβέρνηση. Στη συνάντηση αυτή, οι δύο αξιωματικοί συζήτησαν τους άξονες γύρω από τους οποίους θα έπρεπε να αναπτυχθεί η οργάνωση. Συμφώνησαν ότι η οργάνωση θα έπρεπε να είναι συνωμοτική και πως θα έπρεπε να περιοριστεί μόνο μεταξύ κατώτερων και μόνιμων αξιωματικών.
Ο λοχαγός Μ., πηγαίνοντας στην Ελλάδα, πραγματοποίησε επαφές με την ακροδεξιά οργάνωση "Τρίαινα", οργάνωση κατώτερων αξιωματικών γαλουχημένων με τις ιδέες της 4ης Αυγούστου. Η "Τρίαινα" είχε ιδρυθεί τον Ιούνιο του 1942 και είχε περίπου 250 μέλη - μόνιμους αξιωματικούς και ελάχιστους πολίτες. Δεν παρουσίασε καμία αντιστασιακή δράση εναντίον των Γερμανών και ο αγώνας της επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ενώ μέλη της συνεργάζονταν με τη δοσιλογική Ασφάλεια.
Οι επαφές των δύο πλευρών απέδωσαν και στις 25 Οκτωβρίου 1944 ιδρύθηκε ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ). Στο πρακτικό της ίδρυσής του αναφερόταν:
«Οι υπογεγραμμένοι μόνιμοι εν ενεργεία αξιωματικοί του Στρατού ξηράς, υπηρετήσαντες κατά την διάρκειαν του πολέμου κατά του Άξονος, είτε εις Ομάδας Αντιστάσεως, είτε εις τον Στρατόν Μέσης Ανατολής, συσκεφθέντες επί της καταστάσεως, εις ήν ευρίσκεται η Πατρίς μας, ευθύς μετά την απελευθέρωσίν της από τον Άξονα, διαπιστούμεν τα κάτωθι:
Μετά την απομάκρυνσιν των κατακτητών εκ της χώρας και επικείμενης της συντριβής αυτών, νέος κίνδυνος, ουχί μικροτέρας σημασίας απειλεί την Πατρίδα. Ο κομμουνισμός, ευρών ευνοϊκάς δι’ αυτόν συνθήκας, κατά την κατοχήν, κατόρθωσε να επεκτείνη την επιρροήν του επί μεγάλου τμήματος της χώρας, έχων κατ’ ουσίαν υπό τον έλεγχο του ολόκληρον την Ελλάδα δια των οργανώσεων του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, κλπ.
Εις τον, υπό ανασυγκρότησιν, νέον Ελληνικόν Στρατόν, κομμουνισταί αξιωματικοί παντός βαθμού θα καταλάβουν καιρίας θέσεις, θεωρούμενοι ως νόμιμα στελέχη αυτού, οι δε κομμουνισταί οπλίται θα είναι εκτός παντός ελέγχου και παρακολουθήσεως υπό του Κράτους.
Η πείρα του παρελθόντος και ιδία της περιόδου της κατοχής απέδειξεν, ότι η μοναδική τελική επιδίωξις του κουμμουνισμού εις την Ελλάδα είναι η κυριαρχία επί της χώρας και η υποδούλωσις της εις την Μόσχαν. Παραλλήλως, η διεθνής κατάστασις παραμένει ασταθής ενώ η εσωτερική πολιτική κατάστασις δεν είναι παρήγορος.
Κατόπιν τούτων, θεωρούν καθήκον των, όπως συστήσουν «Ιερόν Δεσμόν Ελλήνων Αξιωματικών» (ΙΔΕΑ), εις τον οποίον θα επιδιωχθή η ένταξις όλων των Ελλήνων αξιωματικών, προς τον σκοπόν της δημιουργίας οργάνου ικανού να αντιμετωπίση την υπονομευτικήν δράσιν του κομμουνισμού εις το Στράτευμα και εν γένει τον απειλούντα την Πατρίδα κίνδυνον».
Έξι από τα επτά ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΑ προέρχονταν από την "Τρίαινα", ενώ το έβδομο προερχόταν από την ΕΝΑ. Το Μάρτιο του 1945, ο λοχαγός Μ. συναντήθηκε με τον Καραγιάννη και τον ενημέρωσε ότι ιδρύθηκε στρατιωτικός σύνδεσμος με το όνομα ΙΔΕΑ. Ο Καραγιάννης υποδέχθηκε με ενθουσιασμό την είδηση και μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μυήθηκαν στον ΙΔΕΑ και οι 20 μόνιμοι αξιωματικοί του 2ου τάγματος της 3ης Ορεινής ταξιαρχίας, συμπεριλαμβανομένου και του ταγματάρχη.
Ο εμφύλιος ετοιμάζεται
Με τη συγκρότηση του ΙΔΕΑ δημιουργήθηκε η μία από τις συνιστώσες της δύναμης που θα συγκρούονταν με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ (ακροδεξιά-εθνικόφρονες-μοναρχικοί). Η άλλη συνιστώσα ήταν ο παλιός αστικός-δημοκρατικός πολιτικός κόσμος ( δεξιοί, βενιζελικοί, κεντρώοι, αστοί δημοκράτες ).
Ποιο ήταν, όμως, το ενοποιητικό στοιχείο που ένωνε όλη τη δεξιά και τον παλιό αστικό δημοκρατικό κόσμο; Το στοιχείο αυτό ήταν ο αντικομμουνισμός επενδεδυμένος με την εκπληκτικής επινόησης οργουελική ψευδεπίγραφη λέξη "ΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗ (!)" που είχαν ανακαλύψει αυτοί που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές Γερμανούς, με τους αποικιοκράτες Βρετανούς που είχαν υπό την κατοχή τους την Κύπρο και αυτοί που είχαν υποδεχτεί τον Αμερικανό στρατηγό Βαν Φλητ παρουσιάζοντας τον ελληνικό στρατό λέγοντάς του "Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας (!).
Η "εθνικοφροσύνη" ήταν το στοιχείο που ένωσε κόμματα και οργανώσεις που προέρχονταν από τη φασιστική και συντηρητική άκρα δεξιά, την παραδοσιακή δεξιά και ακόμα από τον παλαιοβενιζελικό και φιλελεύθερο χώρο. Όπως έγραφε ο Ά. Ελεφάντης: " To 1945 υπήρχαν ταγματασφαλίτες, βασιλικοί, μαυραγορίτες, εδεσίτες, λαϊκοί, τεταρταυγουστιανοί, αγγλόφιλοι, σκόρπιοι σε ένα συνοθύλευμα κομμάτων, αφήμερων ενώσεων και συνασπισμών"
Το πρόβλημα, όμως, που είχαν οι συνιστώσες αυτές ήταν ότι δύσκολα μπορούσαν να συγκεντρώσουν δυνάμεις τόσο πολυάριθμες που να μπορούσαν να επικρατήσουν στη μάχη που προετοίμαζαν, παρά το γεγονός ότι οι Βρετανοί θα έθεταν προς υποστήριξή τους και μερικές χιλιάδες στρατιώτες τους.
Ο ΕΛΑΣ συγκέντρωνε μία δύναμη 70.000 αντρών και μπορούσε να κινητοποιήσει άλλους 50.000 εφεδρικούς. Είχε δηλαδή, μία δύναμη 120.000 αντρών και ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός στην Ευρώπη ( μετά τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους του Τίτο) και δύσκολα θα μπορούσε να απειληθεί από τις δυνάμεις που προαναφέραμε. Έτσι, οι δυνάμεις αυτές αποφάσισαν να ρίξουν στον αγώνα δίπλα τους και άλλη μία συνιστώσα: τις δυνάμεις των Ταγμάτων Ασφαλείας, τους γερμανοτσολιάδες όπως ονομάζονταν από το λαό, αλλά και άλλων οργανώσεων που συνεργάζονταν με τους κατακτητές. Από τότε, οι δύο ακροδεξιές συνιστώσες (οι εθνικόφρονες-μοναρχικοί και οι ταγματασφαλίτες) θα πορευτούν δίπλα-δίπλα επί τριάντα χρόνια χτυπώντας την Αριστερά και στηρίζοντας το αστικό πολιτικό σύστημα όποτε αυτό κινδύνευε από τη λαϊκή θέληση.
Οι δύο αυτές ακροδεξιές συνιστώσες - εκτός από τον αντικομμουνισμό που τους ένωνε - είχαν και ένα άλλο κοινό γνώρισμα: 'Εχοντας μάθει να εξαρτώνται από ξένες κυβερνήσεις, ένιωθαν περιφρόνηση για τους Έλληνες πολιτικούς και αργότερα για την ελληνική κυβέρνηση. Μπόρεσαν, έτσι, να στήσουν ένα παρακράτος που λειτουργούσε πότε με τις εντολές του επίσημου κράτους, πότε με την ανοχή του και πότε ερήμην των ελληνικών κυβερνήσεων επιβάλλοντας την άποψή του.
Τρομοκρατία, πολιτικές δολοφονίες, προβοκάτσιες, πραξικοπήματα ήταν μερικά από τα όπλα που χρησιμοποίησαν τα ακροδεξιά δεκανίκια του επίσημου κράτους επί τριάντα χρόνια προσπαθώντας να κάμψουν την αντίσταση του λαού που πάλευε για Λαϊκή Κυριαρχία, Ελεύθερη Πατρίδα και Πανανθρώπινη Λευτεριά
Πηγές
Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας, του Σ.Γρηγοριάδη
Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή με επιβλέποντα καθηγητή το Σπ.Μαρκέτο
Οι Προστάτες - η αληθινή ιστορία της αντίστασης, του Φ.Οικονομίδη
Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΔΟΜΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου