Από το πολύ καλό μπλογκ Μαύρη Οχιά αναδημοσιεύουμε το 5o μέρος της έρευνάς του.
Αύγουστος 1949. Ο εμφύλιος πόλεμος τελειώνει με συντριπτική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και ο στρατός με την εμπειρία και την αυτοπεποίθηση που είχε αποκτήσει, μαζί με την υποστήριξη των Αμερικανών, αποτελούσε εγγύηση ότι η Αριστερά δε θα μπορούσε να διεκδικήσει ξανά την εξουσία είτε με τα όπλα είτε με εκλογές. Το απέδειξε άλλωστε τουλάχιστον δύο φορές, μία κατά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1951 και άλλη μία κατά το επιτυχημένο αυτή τη φορά πραξικόπημα του 1967. Αν προσμετρήσουμε, δε, σε αυτά τα πραξικοπήματα και τα άλλα που έμειναν στα χαρτιά είτε επειδή δεν πήραν πράσινο φως από τους Αμερικανούς είτε επειδή τους πρόλαβαν άλλοι πραξικοπηματίες, αντιλαμβανόμαστε ότι από το 1949 έως το 1967 είχαμε κοινοβουλευτική δημοκρατία μόνο και μόνο επειδή το αποτέλεσμα των εκλογών εξυπηρετούσε τις δομές εξουσίας που είχαν διαμορφωθεί από το τέλος του εμφυλίου και μετά. Σε αντίθετη περίπτωση, ο στρατός ήταν αποφασισμένος να επέμβει προς όφελος των αστών πολιτικών, του βασιλιά και των Αμερικανών.
Από τον Αύγουστο του 1947 άλλωστε, ο ΙΔΕΑ διαβεβαίωνε τον Σ.Μαρκεζίνη ότι ήταν σε θέση να προβεί σε στρατιωτικό κίνημα εάν αυτός το επιθυμούσε, ενώ το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς, ο ΙΔΕΑ ζητούσε από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας, Γ.Βαρβούτη, "να ανασταλούν ωρισμέναι ελευθερίαι, η Κυβέρνησις να προχωρήση εις την άσκησιν επί μάλλον και μάλλον δικτατορικής διοικήσεως και η Βουλή να διακόψη τας εργασίας της επί εν εξάμηνον".
Ακριβώς αυτή την περίοδο πραγματοποιείται και η αλλαγή ξένου "προστάτη" καθώς οι Βρετανοί αποχωρούν δίνοντας τη θέση τους στους Αμερικανούς. Στις 31 Αυγούστου 1947, φτάνει στην Αθήνα ο διευθυντής των υποθέσεων Εγγύς και Μέσης Ανατολής του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών Λόυ Χέντερσον, ο οποίος λέει στους πολιτικούς αρχηγούς: "Πρέπει να σχηματίσετε κυβέρνηση αμέσως, πριν δούμε στον ορίζοντα την κυβέρνηση του Ζαχαριάδη". [Σ.Γρηγοριάδη, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974]
Από τότε, οποιαδήποτε απόφαση των ελληνικών κυβερνήσεων τίθεται υπό την αίρεση της αμερικανικής θέλησης. Έτσι, η χώρα μας γίνεται μια ψευδοδημοκρατική Μπανανία με χιλιάδες φυλακισμένους και εξόριστους που όποτε χρειάζεται θα επεμβαίνει ο στρατός για να την εξισορροπήσει.
Στην ανάρτηση αυτή θα μιλήσουμε για τα πρώτα πολιτικά γεγονότα μετά τα Δεκεμβριανά, ξεκινώντας από τις πρώτες εκλογές που έγιναν μετά την Απελευθέρωση το 1946 και στις οποίες το ΚΚΕ αποφάσισε να απέχει. Θα παρακολουθήσουμε τις συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων, το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του ΙΔΕΑ υπέρ του Παπάγου, τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο της Κορέας, τη δίκη του Μπελογιάννη και τη δίκη-σκευωρία των αεροπόρων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα περισσότερα από τα γεγονότα αυτά συνέβησαν κάτω από κεντρώες κυβερνήσεις οι οποίες, πέρα από τις δικές τους τεράστιες ευθύνες, τον αντικομμουνισμό τους, τις μεταξύ τους έριδες και την αυτοϋπονόμευσή τους, είχαν να αντιμετωπίσουν ένα ακροδεξιό παρακράτος μέσα στο στρατό. Ένα παρακράτος που λειτουργούσε ως κράτος εν κράτει με τη συμπαράσταση των Αμερικανών οι οποίοι, κάτω από την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου, είχαν αποφασίσει υπέρ μιας ακροδεξιάς και απολύτως ελεγχόμενης από αυτούς διακυβέρνησης της χώρας. Αν προσθέσουμε, δε, και τον παράγοντα του Παλατιού, αντιλαμβανόμαστε το εκρηκτικό μείγμα που έμελλε από τότε και στο εξής να καθορίζει τις τύχες της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, η μελέτη αυτής της περιόδου αποδεικνύει ότι καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να υλοποιήσει το πρόγραμμά της αν δεν ελέγχει τον κρατικό μηχανισμό. Όπως αναφέρει η δημοσιογράφος Μαρία Ρεζάν στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο, ο Πλαστήρας της είχε πει “Εγώ, κουμπάρα, βγάζω όσους μπορώ το πρωί μ’ ανήκεστον βλάβη από τη Μακρόνησο, έρχεται το μεσημέρι ο υπουργός Δημόσιας Τάξης και τους γυρίζει πίσω…” .
Ας είναι αυτή η διαπίστωση οδηγός για οποιαδήποτε κυβέρνηση που θα θελήσει να εφαρμόσει φιλολαϊκή πολιτική κόντρα στα μεγάλα συμφέροντα
Οι εκλογές του 1946
Η συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12/2/1945, με την οποία τερματίστηκε η Δεκεμβριανή σύγκρουση, προέβλεπε ότι"εντός του τρέχοντος έτους" θα έπρεπε να διενεργηθεί δημοψήφισμα για "το πολιτειακόν ζήτημα" και να"επακολουθήσουν ως τάχιστα εκλογαί Συντακτικής Συνελεύσεως δια την κατάρτισιν του νέου Συντάγματος της Χώρας".
Οι πολιτικές εξελίξεις, όμως, δεν προμήνυαν ομαλή πορεία προς το δημοψήφισμα και τις εκλογές. Οι νικητές των Δεκεμβριανών είχαν επιδοθεί σε έναν αγώνα εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τους ΕΑΜικούς και την ίδια στιγμή αθώωναν και ενσωμάτωναν τους δωσίλογους. Ο αφοπλισμός, δε, του ΕΛΑΣ με βάση τη συμφωνία της Βάρκιζας, διευκόλυνε την ακροδεξιά τρομοκρατία που εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και ονομάστηκε "Λευκή Τρομοκρατία".
Ήταν τέτοια, μάλιστα, η έκταση της τρομοκρατίας αυτής που ανάγκασε, τον Ιούνιο του 1945, τους εκπροσώπους των κομμάτων του Κέντρου (Θ.Σοφούλης, Ν.Πλαστήρας, Γ.Καφαντάρης) να αναφέρουν σε κοινή τους δήλωση ότι " η εγκαθιδρυθείσα μετά το κίνημα του Δεκεμβρίου εις ολόκληρον την χώραν τρομοκρατία της Άκρας Δεξιάς επεκτείνεται καθημερινώς, έχει δε προσλάβει ήδη έκτασιν και βιαιότητα καθιστώσαν αφόρητον την ζωήν των μη βασιλοφρόνων πολιτών, και αποκλείουσαν οιανδήποτε σκέψιν διεξαγωγής ελευθέρου δημοψηφίσματος ή εκλογών"
Η κατάσταση αυτή που προκαλούσε φόβο στους Βρετανούς για μια πιθανή προσέγγιση του Κέντρου με την Αριστερά, τους ανάγκασε να προτείνουν το Σεπτέμβριο του ΄45 αναβολή του δημοψηφίσματος και να επιβάλουν το Νοέμβριο του ίδιου έτους μια κεντρώα κυβέρνηση με πρωθυπουργό το Θ.Σοφούλη, η οποία θα αναλάμβανε τη διενέργεια εκλογών έως τα τέλη Μαρτίου του '46.
Η κυβέρνηση αυτή, όπως δήλωσε το ΚΚΕ αμέσως μετά το σχηματισμό της, διέθετε την "κατ'αρχήν ανοχή...ολόκληρης της ΕΑΜικής Αριστεράς". Η αδυναμία της, όμως, να καταπολεμήσει τη λευκή τρομοκρατία, την έφεραν σε ρήξη με την Αριστερά, οι δυνάμεις της οποίας ζήτησαν στις αρχές του Φεβρουαρίου δίμηνη αναβολή των εκλογών, δηλώνοντας παράλληλα ότι σε αντίθετη περίπτωση θα απείχαν από αυτές.
Παρά τις αντιδράσεις για τις απαράδεκτες συνθήκες που επικρατούσαν κατά την προεκλογική περίοδο, ο Θ.Σοφούλης, πιεζόμενος και από τη Βρετανία, αποφάσισε να προχωρήσει στη διενέργεια των εκλογών την προκαθορισμένη ημερομηνία, γεγονός που προκάλεσε την παραίτηση όλων των υπουργών της κυβέρνησης, εκτός από αυτούς που ανήκαν στο Κόμμα Φιλελευθέρων.
Έτσι, οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν στις 31 Μαρτίου 1946 ενώ η Αριστερά και ορισμένα μικρά κόμματα του Κέντρου απείχαν. Στις εκλογές αυτές, η Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων συγκέντρωσε το 55,1% των ψήφων και, μαζί με το Εθνικό Κόμμα του Ν.Ζέρβα και άλλους μικρότερους σχηματισμούς, οι φιλοβασιλικές δυνάμεις έφτασαν αθροιστικά το 64,7%.
Στην πραγματικότητα, όμως, τα ποσοστά αυτά είναι εντελώς πλασματικά καθώς σε αρκετές περιοχές, οι συνθήκες τρομοκρατίας που επικράτησαν δεν επέτρεψαν σε όσους ήθελαν να εκφραστούν όπως θα επιθυμούσαν. Από την άλλη, ήταν σημαντικό και το ποσοστό της αποχής που υποστήριξε η Αριστερά. Το ποσοστό αυτό ήταν τουλάχιστον 25%, ενώ σε αρκετές περιοχές πλησίαζε ή και ξεπερνούσε το 50%.
Η αποχή της Αριστεράς θα σημαδέψει από τότε κάθε αριστερό, καθώς το ασφράγιστο εκλογικό βιβλιάριο του 1946 ισοδυναμούσε αυτόματα με αρνητικό "πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων" καθώς, όπως ανέφερε πριν τις εκλογές η Βραδυνή, "όσοι ψηφίσουν θα είναι Ελλάς, ενώ όσοι δεν ψηφίσουν θα είναι Βουλγαρία"
Από την επομένη των εκλογών άρχισε μία συνεχής εναλλαγή κυβερνήσεων, οι οποίες προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν το Δημοκρατικό Στρατό στον Εμφύλιο που άρχισε το καλοκαίρι του 1946. Οι αποτυχίες, όμως, των κυβερνήσεων αυτών να εξασφαλίσουν τη στρατιωτική επιτυχία, προκάλεσαν πλήγμα στην αξιοπιστία των κομμάτων που τις συγκροτούσαν, ενίσχυσαν την αυτονόμηση του στρατεύματος από αυτά και γέννησαν σκέψεις για αναστολή των έστω και ελάχιστων κοινοβουλευτικών θεσμών.
Κυβερνήσεις και πρωθυπουργοί
Απρίλιος 1946 - Ιανουάριος 1950
Αυτή η αποτυχία ήταν που οδήγησε τα κυβερνητικά κόμματα να εκχωρήσουν πλήρως τη διοίκηση του στρατού με αυξημένες αρμοδιότητες στον Α.Παπάγο, γεγονός που σηματοδοτούσε την αυτονόμηση του στρατού από οποιοδήποτε πολιτικό έλεγχο και τη μετατροπή του σε αυτόνομο πόλο εξουσίας.
Ο Παπάγος, όμως, είχε αρχίσει να προαλείφεται και ως πολιτικός. Το σενάριο που εξεταζόταν τον Ιανουάριο του 1949 ήταν η αντικατάσταση της κυβέρνησης των Λαϊκών-Φιλελευθέρων από μια μεταβατική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Παπάγο με απώτερο στόχο την αναστολή των εκλογικών διαδικασιών.
Πρωταγωνιστές αυτού του σεναρίου ήταν στελέχη του Λαϊκού Κόμματος, ο Εμ.Τσουδερός, ο Π.Κανελλόπουλος, ο Σ.Μαρκεζίνης, αλλά και πολιτικοί απόγονοι της μεταξικής δικτατορίας. Ο υπό διαμόρφωση πολιτικός σχηματισμός, που έλαβε τον χαρακτηρισμό ως «κίνηση Παπάγου», διέθετε την υποστήριξη των εκδοτών Γ. Βλάχου (Καθημερινή), Α. Κύρου (Εστία), Δ. Λαμπράκη (Το Βήμα, Τα Νέα), του βιομήχανου Χριστόφορου Κατσάμπα, αλλά και του ΙΔΕΑ. [Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή]
Τελικά, τα σχέδια για αναστολή των εκλογών ματαιώθηκαν από τις αντιδράσεις της ηγεσίας των τριών μεγαλύτερων κομμάτων (Τσαλδάρης, Σοφούλης, Βενιζέλος), των Βρετανών και των ΗΠΑ. Εκείνη την περίοδο, άλλωστε, η αμερικανική πλευρά ήταν ακόμη υπέρ μιας κοινοβουλευτικής επιλογής αντί μιας αυταρχικής λύσης.
Με τις απόψεις αυτές συντάχθηκε τελικά και ο ίδιος ο Παπάγος, ο οποίος το Δεκέμβριο του 1949 δήλωνε ότι «η δικτατορία θα ήτο ο τάφος της χώρας αυτής - καταστροφή πρώτου μεγέθους. Το δημοκρατικόν κοινοβουλευτικόν σύστημα είναι το μόνον καθεστώς που αρμόζει εις την Ελλάδα». [Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή]
Ο ΙΔΕΑ αποφασίζει να συνεχίσει τη δράση του
Παρά την εκπλήρωση των στόχων του, ο ΙΔΕΑ δεν επρόκειτο να διαλυθεί. Τον Ιανουάριο του 1950, είκοσι πέντε αξιωματικοί του ΙΔΕΑ συγκεντρώθηκαν για να αποφασίσουν εάν υπήρχε πλέον λόγος ύπαρξης του ΙΔΕΑ μετά τη συντριβή των κομμουνιστών. Στη συνάντηση αυτή αποφασίστηκε ότι " ο ΙΔΕΑ όχι μόνον δεν έπρεπε να διαλυθή, αλλ' αντιθέτως θα έπρεπε να καταβληθή πάσα προσπάθεια δια την αναδιοργάνωσίν του και την αποκατάστασιν της κανονικής λειτουργίας του μηχανισμού του.... Η αυτοδιάλυσις του ΙΔΕΑ θα απεφασίζετο μετά την διενέργειαν των εκλογών του Μαρτίου εφ' όσον θα προέκυπτε ισχυρά Κοινοβουλευτική Κυβέρνησις και θα εδημιουργείτο προοπτική πολιτικής εν συνεχεία ομαλότητος...."[ Σ.Γρηγοριάδη, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974]
Με άλλα λόγια, ο ΙΔΕΑ θα υπήρχε για να δράσει σε περίπτωση που τα αποτελέσματα των εκλογών δεν ήταν αυτά που επιθυμούσε και θα λειτουργούσε ως δικλείδα ασφαλείας για το σύστημα.
Το καλοκαίρι του 1950, εν μέσω πολιτικής αβεβαιότητας, πραγματοποιήθηκε νέα σύσκεψη στελεχών του ΙΔΕΑ . Στη σύσκεψη αυτή, μεταξύ των άλλων, αποφασίστηκε " να καταβληθή προσπάθεια όπως πεισθεί ο Στρατάρχης Παπάγος να κατέλθη εις την πολιτικήν, χρησιμοποιουμένων προς τούτο όλων των μέσων άτινα θα ηδύνατο να επηρεάσωσιν τούτον και ιδία του τύπου της δεξιάς " [Σ.Γρηγοριάδη, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974]
Ο Α. Παπάγος
Οι εκλογές του 1950
Τον Ιανουάριο του 1950, ξέσπασε κυβερνητική κρίση που προκάλεσε την επίσπευση των εκλογών. Αφορμή για την κρίση στάθηκαν οι δηλώσεις του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Κ.Τσαλδάρη, εναντίον του Παπάγου και της πρόθεσής του να αναμιχθεί στην πολιτική. Οι δηλώσεις αυτές προκάλεσαν την παραίτηση του Παπάγου από την αρχιστρατηγία στις 5 Ιανουαρίου, την οποία, όμως, ανακάλεσε μετά από δύο ημέρες και αφού την προηγούμενη μέρα είχε παραιτηθεί η κυβέρνηση Διομήδη.
Οι εκλογές αυτές, όσο και αν έδωσαν την εντύπωση ότι ήταν ήρεμες και ομαλές, δεν ήταν αδιάβλητες. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Σβώλου κατήγγειλε συλλήψεις και εκτοπίσεις στελεχών του και η ΕΠΕΚ του Πλαστήρα επιθέσεις εναντίον υποψηφίων του στην Κοζάνη και στα Τρίκαλα.
Το κλίμα των εκλογών αποτυπώνεται στο Βήμα της 28ης Ιανουαρίου 1950: "... Αι εκλογαί διεξάγονται υπό το φάσμα του φόβου και με τον εμφύλιον τόσο πρόσφατον ώστε να μην επιτρέπει διαυγή κρίσιν. Αι φυλακαί είναι γεμάται και εις την Μακρόνησον και το Τρίκερι υπάρχουν εκτοπισμένοι. Η ατμόσφαιρα της οξύτητος παραμένει..." [Γ.Αναστασιάδη, "Ο Πλαστήρας και οι συμπληγάδες του 1950" από το Ε-Ιστορικά]
Προεκλογικά πανό στους δρόμους της Αθήνας,
παραμονές των εκλογών της 5ης Μαρτίου 1950
Φωτό από Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΔΟΜΗ
Πράγματι, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας βρισκόταν ακόμη κάτω από στρατιωτικό νόμο. Οι επιχειρήσεις εναντίον των υπολειμμάτων του ΔΣΕ συνεχίζονταν ακόμη σε διάφορες περιοχές, τα έκτακτα στρατοδικεία λειτουργούσαν ακόμη, στην ύπαιθρο κυριαρχούσαν διάφορες ομάδες ένοπλων παρακρατικών, ενώ χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι παρέμεναν στις φυλακές ή σε τόπους εξορίας.
Σύμφωνα με ανακοινώσεις του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στις αρχές του 1950, είχαν καταδικαστεί σε θάνατο 2.289 άτομα σχετιζόμενα με το ΚΚΕ, στις φυλακές βρίσκονταν καταδικασμένοι άλλοι 16.378, ενώ 5.425 ήταν υπόδικοι και περίπου 13.000 βρίσκονταν εκτοπισμένοι (κυρίως στη Μακρόνησο) ["1949-1952: Εσωτερική πολιτική", του Θ.Σαμπατακάκη από το συλλογικό έργο Ιστορία των Ελλήνων]
Παρόλα αυτά, το Μάρτιο του 1950 έγιναν εκλογές στις οποίες βγήκε πρώτο το Λαϊκό Κόμμα, χωρίς όμως αυτοδυναμία. Σε σχέση με τις εκλογές του 1946, η Δεξιά συνολικά είχε υποστεί μεγάλη ήττα, το Κέντρο είχε ανέβει, ενώ η Αριστερά (χωρίς βέβαια τη συμμετοχή του παράνομου ΚΚΕ) κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα ποσοστό γύρω στο 10% μέσω ενός συνασπισμού αριστερών δυνάμεων που ονομάστηκε Δημοκρατική Παράταξη.
Οι εκδοχές μιας κυβέρνησης συνεργασίας ήταν δύο. Η πρώτη ήταν ένας συνασπισμός δεξιάς απόκλισης από τους Λαϊκούς, τους Φιλελεύθερους και τον Γ.Παπανδρέου και η δεύτερη ένας συνασπισμός κέντρου από τους Φιλελεύθερους, τη νεοσύστατη ΕΠΕΚ του Πλαστήρα και τον Γ. Παπανδρέου.
Παρά το γεγονός ότι οι τέσσερις αρχηγοί του Κέντρου - Ν.Πλαστήρας, Σ. Βενιζέλος, Εμ. Τσουδερός, Γ. Παπανδρέου - συμφώνησαν για κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα, ο βασιλιάς αγνόησε τη συμφωνία αυτή και ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Σ. Βενιζέλο. Ο τελευταίος, αθετώντας τη συμφωνία που είχε κάνει με τα υπόλοιπα κόμματα του Κέντρου, σχημάτισε κυβέρνηση με την υποστήριξη του Λαϊκού Κόμματος, του Κανελλόπουλου και του Ν. Ζέρβα.
Στο σημείο αυτό, όμως, αντέδρασαν οι Αμερικανοί και ο πρεσβευτής Γκραίηντυ επενέβη απροσχημάτιστα, απαιτώντας να σχηματιστεί κυβέρνηση Κέντρου υπό τον Πλαστήρα, απειλώντας ακόμη και με διακοπή της αμερικανικής βοήθειας. Τελικά, στις 15 Απριλίου σχηματίστηκε κυβέρνηση των τριών κομμάτων του Κέντρου με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα.
Γελοιογραφία της εποχής που σατιρίζει τις απροκάλυπτες επεμβάσεις
του Αμερικανού πρέσβη στην πολιτική ζωή της χώρας
Φωτό από Ε-Ιστορικά
Η κυβέρνηση αυτή παρέμεινε στην εξουσία μόνο για τέσσερις μήνες. Ο Πλαστήρας προσωπικά προσπάθησε να εφαρμόσει «μέτρα επιείκειας» (αναθεώρηση των αποφάσεων των έκτακτων στρατοδικείων, κατάργηση του «Οργανισμού Αναμορφωτηρίου Μακρονήσου») τα οποία όμως εφαρμόστηκαν μόνο εν μέρει, εξαιτίας των αντιδράσεων των εταίρων του, Γ. Παπανδρέου και Σ. Βενιζέλου.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα (στο κέντρο) με τον Γ.Παπανδρέου (αριστερά) και τον Εμ.Τσουδερό (δεξιά).
Φωτό από Ε-Ιστορικά
Γενικότερα, η κυβέρνηση Πλαστήρα υπονομευόταν συνεχώς από τον Παπανδρέου και Βενιζέλο, οι οποίοι επέμεναν στη διατήρηση του αντικομμουνιστικού κλίματος. Από την άλλη πλευρά, το Παλάτι, ο ΙΔΕΑ αλλά και οι Αμερικανοί απεργάζονταν ανατροπή του Πλαστήρα. Ειδικά οι Αμερικανοί, είχαν μεταβάλλει εντελώς τις αντιλήψεις και τις προτεραιότητές τους με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου και την έναρξη του πολέμου της Κορέας τον Ιούνιο του 1950. Έτσι, η πολιτική της συμφιλίωσης τέθηκε στο περιθώριο και οι Αμερικανοί έδωσαν στο σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Τομ Καραμεσίνη, την εντολή να ετοιμάσει το διάδοχο κυβερνητικό σχήμα. [Π.Πετρίδη, "Η μετεμφυλιακή συγκυρία" από το Ε-Ιστορικά]
Ο τότε σταθμάρχης της CIA,
Τομ Καραμεσίνης
Η αφορμή δίνεται τον Αύγουστο του 1950, όταν ο Πλαστήρας δηλώνει ότι θα προβεί στην κατάργηση της θανατικής ποινής αν του δοθεί η πλειοψηφία να κυβερνήσει μόνος το έθνος. Διαφωνώντας με τη δήλωση Πλαστήρα, το Κόμμα των Φιλελευθέρων αποσύρει την υποστήριξή του στην κυβέρνηση και το Παλάτι δίνει κυβερνητική εντολή στον εκλεκτό των Ανακτόρων Σ.Βενιζέλο.
Ο πόλεμος της Κορέας
«Κι ο Στρατός μας που πήγε στην Κορέα
να πολεμήσει για ψηλά ιδανικά
έβαψε τους κίτρινους στο αίμα
δείχνοντας τους τι θα πει λευτεριά»
(Εμβατήριο που τραγουδούσαν υποχρεωτικά οι Έλληνες στρατιώτες μέχρι την πτώση της Χούντας το 1974). Πηγή: Ημεροδρόμος
Το πρώτο δείγμα υποταγής των ελληνικών κυβερνήσεων στους νέους Αμερικανούς προστάτες, ήταν η συμμετοχή Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο της Κορέας και στο πλευρό των Αμερικανών. Την απόφαση για την αποστολή ελληνικού στρατού πήρε η κυβέρνηση Πλαστήρα.
Η επιθυμία της ελληνικής κυβέρνησης για συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο της Κορέας οφειλόταν στην προσπάθειά της να πετύχει την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ. Έτσι "στις 30 Ιουνίου του 1950, απαντώντας στη σύσταση παροχής βοήθειας του Συμβουλίου Ασφαλείας προς τα μέλη του ΟΗΕ, η κυβέρνηση Πλαστήρα δήλωσε την υποστήριξή της προς τη Νότια Κορέα." [www.kathimerini.gr]
Την κυβέρνηση Πλαστήρα, που πήρε την πρώτη απόφαση, διαδέχθηκε η κυβέρνηση του Σ. Βενιζέλου με αντιπροέδρους τον Γ.Παπανδρέου και τον Κ.Τσαλδάρη και υπουργό άμυνας τον Κ.Καραμανλή. Αυτή η κυβέρνηση έστειλε τους πρώτους 800 Έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες καθώς και ένα σμήνος εννέα αεροπλάνων. Αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος ήταν ο υποστράτηγος Σόλων Γκίκας, από τους ιδρυτές του ΙΔΕΑ
Ο επικεφαλής του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος
παραλαμβάνει την πολεμική σημαία από το βασιλιά Παύλο
Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αναχώρησε για την Κορέα από τον Πειραιά στις 16/11/1950 με το αμερικανικό οπλιταγωγό “Τζένεραλ Χαν”.
Όπως ήταν φυσικό, η προπαγάνδα του κυβερνητικού τύπου φρόντιζε ώστε να μην μπαίνουν ερωτήματα του τύπου "τι δουλειά έχει ο ελληνικός στρατός στην Κορέα" και ποια συμφέροντα εξυπηρετεί, αλλά να εκθειάζει τα πολεμικά κατορθώματα των Ελλήνων στρατιωτών που πολεμούσαν στην Κορέα "για Ελευθερία και Δημοκρατία" (!)
Αξίζει να σημειωθεί ότι το φθινόπωρο του 1953 η κυβέρνηση του Παπάγου αυτή τη φορά, δέχτηκε να αυξήσει την ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Κορέα – για να καλυφθεί το κενό της αποχώρησης γαλλικού τάγματος για την Ινδοκίνα – από Τάγμα σε Σύνταγμα, στέλνοντας άλλο ένα Τάγμα.
Συνολικά, από το 1950 έως το 1955 που διήρκεσε η ελληνική στρατιωτική παρουσία στην κορεατική Χερσόνησο, στάλθηκαν 10.225 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες. Στάλθηκε επίσης ένα σμήνος από 7 αεροσκάφη. Στη συνέχεια στάλθηκαν άλλα 2 για αναπλήρωση απωλειών.
Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στην Κορέα ουσιαστικά τερματίστηκε τον Οκτώβρη του 1955, όταν το εκστρατευτικό σώμα επέστρεψε στην Ελλάδα με απώλειες που δεν ήταν ασήμαντες: 183 νεκροί και 610 τραυματίες. Η αεροπορία μέτρησε 4 κατεστραμμένα αεροσκάφη και 12 νεκρούς αξιωματικούς και υπαξιωματικούς.
4 Μαρτίου 1955. Στον Πειραιά, στην Ακτή Βασιλειάδη, τα φέρετρα
με τις σορούς των Ελλήνων στρατιωτών, που μεταφέρθηκαν από την Κορέα.
(Φωτό από Ημεροδρόμο )
Η Παραίτηση του Παπάγου και το Πραξικόπημα του ΙΔΕΑ
Ο Παπάγος, ως αρχιστράτηγος των νικητών στον Εμφύλιο, είχε εξασφαλίσει ένα γόητρο που ξεπερνούσε οποιονδήποτε πολιτικό της δεξιάς παράταξης. Ήταν τέτοια η δημοτικότητά του που είχε υποσκελίσει τη βασιλική οικογένεια στην επιρροή της στα λαϊκά στρώματα και το πιο σημαντικό, στις ένοπλες δυνάμεις.
Ο βασιλιάς Παύλος
Από την άλλη πλευρά, η άρνηση του στρατάρχη να αναμιχθεί στην πολιτική υπό την κηδεμονία των ανακτόρων τον Αύγουστο του 1950 είχε ξεκινήσει την αντιπαράθεση μεταξύ Παπάγου και Παλατιού. Από τότε, μια σειρά γεγονότων κλιμάκωσαν την αντίθεση και στις 29 Μαΐου 1951, ο Παπάγος υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχιστρατηγία, η οποία έγινε αποδεκτή από το βασιλιά και τον Σ. Βενιζέλο χωρίς να γίνει ιδιαίτερη προσπάθεια να μεταπεισθεί ο στρατάρχης. Αφορμή για την παραίτηση του Παπάγου αποτέλεσε η διάδοση της φήμης από βασιλικούς κύκλους ότι η αρχιστρατηγία του Παπάγου θα τερματιζόταν σύντομα. Όμως, είναι πολύ πιθανό ότι ο Παπάγος είχε ήδη αποφασίσει να πολιτευτεί αυτόνομα και η παραίτηση εξυπηρετούσε τα σχέδιά του αν και, προκειμένου να καθησυχάσει τα πολιτικά κόμματα και το παλάτι, είχε διαβεβαιώσει ότι δεν σκόπευε να αναμιχθεί στην πολιτική.
Η ηγεσία του στρατού προσπάθησε να μεταπείσει τον Παπάγο, αλλά οι προσπάθειές της απέβησαν άκαρπες. Αρνητικό αποτέλεσμα είχαν επίσης και οι ενέργειες του Σ. Βενιζέλου, ο οποίος προσπάθησε με τη σειρά του να πείσει τον Παπάγο να επανέλθει στη θέση του.
Το βράδυ της 30ης Μαΐου ο ραδιοφωνικός σταθμός μετέδωσε την είδηση της παραίτησης του Παπάγου, η οποία παρουσιάστηκε ως αναγκαστική για λόγους υγείας. Μόλις έγινε αντιληπτό ότι η απόφαση του Παπάγου να παραιτηθεί από την Αρχιστρατηγία των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν οριστική και αμετάκλητη, ηγετικά στελέχη του ΙΔΕΑ κατέλαβαν τα γραφεία του ΓΕΕΘΑ και του ΓΕΣ στα Παλαιά Ανάκτορα.
Το αρχηγείο του κινήματος αποτελούνταν από τους λοχαγούς Ιωαννίδη και Καραϊωσήφογλου, τους ταξίαρχους Χρηστέα και Ταβουλάρη, τους συνταγματάρχες Αναγνωστόπουλο και Κουρουκλή και τους αντισυνταγματάρχες Καραμπότσο και Σκληρό.
Τα ξημερώματα της 31ης Μαΐου, οι κινηματίες είχαν ήδη κινητοποιήσει στρατιωτικές μονάδες και είχαν καταλάβει καίρια σημεία της πρωτεύουσας. Συγκεκριμένα, κινητοποιήθηκαν οι μονάδες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Αττικής-Νήσων (ΑΣΔΑΝ) και 8ης Μεραρχίας και κατέλαβαν την έδρα του ΓΕΣ, το στρατηγείο της ΑΣΔΑΝ, τα στρατιωτικά αεροδρόμια στο Τατόι και την Ελευσίνα, τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών και τον Κεντρικό Ραδιοφωνικό Σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ δυνάμεις του στρατού αναπτύχθηκαν σε στρατηγικά σημεία της Αθήνας. Επίσης, το σχέδιο του πραξικοπήματος προέβλεπε και την έξοδο των τεθωρακισμένων αρμάτων από το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων στο Μενίδι, αλλά την τελευταία στιγμή ο διοικητής του κέντρου αρνήθηκε να εκτελέσει τις διαταγές των κινηματιών.
Οι πιο ακραίες φωνές του ΙΔΕΑ, όπως οι Ταβουλάρης, Χρηστέας, Καραμπότσος, ζητούσαν να ανακηρυχθεί πρωθυπουργός ο Παπάγος και αν δεν δεχτεί, να διαλυθεί η βουλή και να συγκροτηθεί στρατιωτική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα.
Ο αρχηγός του ΓΕΣ, αντιστράτηγος Γρηγορόπουλος, μόλις πληροφορήθηκε το πραξικόπημα επικοινώνησε με τον ταξίαρχο Χρηστέα για να ενημερωθεί για τα αίτια του πραξικοπήματος και έλαβε την απάντηση ότι «ο στρατός ήτο εν επαναστάσει, διότι ο στρατάρχης Παπάγος εξωθήθη εις παραίτησιν» και πως «εις το Γ.Ε.Σ. είχον συγκεντρωθεί πολλοί ταξίαρχοι και συνταγματάρχαι και ένας στρατηγός μεταξύ αυτών, ότι δεν ηδύνατο να εκτελέση τας διαταγάς του και ότι, θα εξετέλει διαταγάς μόνο του Στρατάρχου». [Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή]
Εκείνη τη στιγμή φαινόταν ότι οι κινηματίες είχαν επικρατήσει. Τελικά, όμως, δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν τη συναίνεση του Παπάγου ο οποίος, μόλις ειδοποιήθηκε για το πραξικόπημα από τον αρχηγό του ΓΕΣ, κάλεσε τους κινηματίες να αποχωρήσουν και να επιστρέψουν στις υπηρεσίες τους.
Το μεσημέρι της 31ης Μαΐου είχε ήδη αποκατασταθεί η τάξη στην Αθήνα και είχε λήξει άδοξα ένα από τα πιο σύντομα πραξικοπήματα, για το οποίο πολλοί υποπτεύονται ότι πίσω από αυτό βρισκόταν ο ίδιος ο Παπάγος ο οποίος, μόλις διαπίστωσε κατά τη διάρκεια της νύχτας ότι θα επακολουθούσε σύγκρουση, υπαναχώρησε, εγκατέλειψε τους στασιαστές και στράφηκε εναντίον τους. Και η υποψία αυτή γεννάται από το γεγονός ότι ο διευθυντής του γραφείου του, συνταγματάρχης Νικόλαος Γωγούσης, ήταν ένας από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος.
Ο Παπάγος ανάμεσα σε δύο πιστούς του:
Αριστερά, ο τότε αρχηγός του ΓΕΣ στρατηγός Κοσμάς
και δεξιά, ο υπασπιστής του Γωγούσης
Φωτό από Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974
Αυτή την άποψη διατυπώνει ο Α.Κακλαμάνης, ο οποίος σε επιστολή του στην εδημερίδα Ακρόπολις (24 Αυγούστου 1972) αναφέρει: "...Ο Α.Παπάγος ετέλει εν γνώσει του κινήματος, ηυλόγησε τούτο και υπανεχώρησε προ της αποφασιστικότητος του τότε πρωθυπουργού αειμνήστου Σ.Βενιζέλου και του βασιλέως, μη επιθυμών να αναλάβη τας ευθύνας της αναποφεύκτου συγκρούσεως προς την νόμιμον κυβέρνησι και τον θρόνον. Δι΄ο εν τέλει εγκατέλειψε τους κινηματίας κατά τρόπον ενθυμίζοντα την στάσιν του Ε.Βενιζέλου εις το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1933 έναντι του Ν.Πλαστήρα" [Σ.Γρηγοριάδη, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974]
Από την άλλη μεριά ο στρατηγός Τσακαλώτος, που σύμφωνα με το Σ.Γρηγοριάδη δεν συγκαταλέγεται στους ευνοούμενους του Παπάγου, ισχυρίζεται πως το αποτυχημένο πραξικόπημα ήταν έργο σχεδιασμένο αποκλειστικά από τον ΙΔΕΑ χωρίς ο Παπάγος να είναι ενήμερος γι΄αυτό. Πιο συγκεκριμένα, γράφει: "...Πολλοί πιστεύουν ότι η επακολουθήσασα την παραίτησίν του στάσις, ήτο δικό του δημιούργημα και εντολή...Ήτο ο αρχιστράτηγος αρχηγός της στάσεως; Αδιστάκτως πιστεύω όχι. Ο αρχιστράτηγος ευρέθη προ τετελεσμένου γεγονότος... Ο αρχιστράτηγος δεν ήτο ο αρχηγός της στάσεως" [Σ.Γρηγοριάδη, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974]
Ανεξάρτητα, πάντως, από την αποτυχία του πραξικοπήματος που επιχείρησε ο ΙΔΕΑ, το συμπέρασμα που εξαγόταν από αυτό ήταν ότι ο στρατός δεν ελεγχόταν ούτε από την κυβέρνηση ούτε από το βασιλιά.
Το πόρισμα για το αποτυχημένο πραξικόπημα του ΙΔΕΑ
Στις 25 Ιανουαρίου 1952, δημοσιεύτηκε το πόρισμα του εισηγητή Ζωζωνάκη σχετικά με το πραξικόπημα του ΙΔΕΑ. Το πόρισμα ανέφερε το ιστορικό της ίδρυσης της οργάνωσης του ΙΔΕΑ, τον τρόπο λειτουργίας του και τους σκοπούς που υπηρετούσε, τους αξιωματικούς που αποτελούσαν την ηγεσία του, το ρόλο της οργάνωσης στα πολιτικά και στρατιωτικά τεκταινόμενα της εποχής και περιέγραφε αναλυτικά όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος.
Ο διοικητής της ΑΣΔΑΝ βασιζόμενος στο πόρισμα της έκθεσης διέταξε τη σύλληψη, την προφυλάκιση και την παραπομπή στο στρατοδικείο οκτώ συνταγματαρχών, τεσσάρων αντισυνταγματαρχών και πέντε ταξίαρχων με την κατηγορία της «ενώσεως προς στάσιν και ομαδικήν απείθειαν».
Όμως, με βασιλικό Διάταγμα, αμνηστεύθηκαν όλα τα πολιτικά αδικήματα των αξιωματικών του ΙΔΕΑ για την περίοδο του Απριλίου 1949 ως τον Αύγουστο του 1951. Έτσι, σταμάτησε κάθε δικαστική δίωξη εναντίον των κινηματιών που είχαν συλληφθεί, αλλά και κάθε έρευνα σχετικά με τον ΙΔΕΑ. Μόνο οι πειθαρχικές παραβάσεις θα μπορούσαν να τιμωρηθούν και με το πρόσχημα αυτό ορισμένοι αξιωματικοί του ΙΔΕΑ αποστρατεύτηκαν, όπως ο υποστράτηγος Γκίκας, ο συνταγματάρχης Γωγούσης και ο αντιστράτηγος Κιτριλάκης. Αλλά και οι αποστρατεύσεις αυτές κράτησαν μόνο για μερικούς μήνες, μέχρι την άνοδο στην εξουσία του Παπάγου.
Ήδη, ο Παπάγος ως αντιπολίτευση, λειτουργούσε ως υπερασπιστής του ΙΔΕΑ στη Βουλή: "Ως γνωρίζετε, αυτή η οργάνωσις του ΙΔΕΑ είναι παλιά. Είναι μια οργάνωσις εις την οποίαν συμμετέσχον 2.000 περίπου αξιωματικοί και οι οποίοι εκινήθησαν από τίμια και πατριωτικά ελατήρια και όχι από ιδιοτελείς σκοπούς..." [Π.Πετρίδη, "Η μετεμφυλιακή συγκυρία" από το Ε-Ιστορικά]
Έτσι, όταν ο Παπάγος ανέλαβε λίγο αργότερα την πρωθυπουργία, φρόντισε να επανέλθουν στην ενεργό υπηρεσία οι στασιαστές, οι οποίοι στη συνέχεια προήχθησαν και κατέλαβαν καίριες θέσεις τόσο στο στρατό (αρχηγοί επιτελείων, διοικητές σωμάτων κλπ) όσο και στις υπηρεσίες ασφαλείας (ΚΥΠ, ΓΔΕΑ) ενώ κάποιοι κατέλαβαν κρατικά, βουλευτικά ή και υπουργικά αξιώματα. Ένας από αυτούς ήταν και ο αξιωματικός Δ.Παπαδόπουλος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της κατοχής ήταν διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Καλαμάτας.
Ο ΙΔΕΑ, όπως αποδεικνυόταν, είχε ισχυρούς προστάτες καθώς, εκτός από τον Παπάγο, ήταν και οι Αμερικανοί που δεν επιθυμούσαν τη διάλυση ενός στρατιωτικού μηχανισμού που αποτελούσε την εφεδρική δύναμη του πολιτικού συστήματος και του κοινωνικού καθεστώτος απέναντι σε πιθανή κομμουνιστική απειλή.
Σε αυτό το πλαίσιο πρόσδεσης της Ελλάδας στο αμερικανικό άρμα, το Φεβρουάριο του 1952, ολοκληρώθηκε η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (το οποίο είχε ιδρυθεί το 1949 ), κάτι που είχε αποτελέσει πρωταρχική επιδίωξη των κεντρώων κυβερνήσεων της περιόδου αυτής. Υπέρ της ένταξης ψήφισε το σύνολο των παριστάμενων βουλευτών, εκτός εκείνων της ΕΔΑ
Η Κάθοδος του Παπάγου στην Πολιτική και οι εκλογές του 1951
Η πολιτική συγκυρία για τον Παπάγο ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή. Τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα βρίσκονταν σε κρίση, ο Παπάγος ήταν άφθαρτος πολιτικά και, επιπλέον, διέθετε την υποστήριξη των Αμερικανών και του ΙΔΕΑ. Έτσι, η κάθοδός του στην πολιτική ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Η απόφασή του Παπάγου να πολιτευθεί ανακοινώθηκε στις 30 Ιουλίου 1951, ημέρα κατά την οποία η κυβέρνηση προχώρησε στην προκήρυξη εκλογών, οι οποίες ορίστηκαν για τις 9 Σεπτεμβρίου. Λίγες μέρες αργότερα, ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό, στον οποίο προσχώρησαν το Λαϊκό Ενωτικό Κόμμα (ΛΕΚ) του Κανελλόπουλου και του Στ. Στεφανόπουλου καθώς και το Νέο Κόμμα του Μαρκεζίνη.
Βασικά στελέχη του "Ελληνικού Συναγερμού" κατά την
προεκλογική περίοδο του 1951. Από αριστερά,
οι Σ.Στεφανόπουλος, Π.Κανελλόπουλος και Σ.Μαρκεζίνης
Φωτό από Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΔΟΜΗ
Στον Ελληνικό Συναγερμό εντάχθηκαν ηγετικές φυσιογνωμίες του ΙΔΕΑ, όπως ο συνταγματάρχης Τζουβάρας και ο αντισυνταγματάρχης Καραμπότσος, καθώς και τεταρτο-αυγουστιανοί υπουργοί, μέλη της Επιτροπής Πολιτικού Αγώνα του ΙΔΕΑ, όπως οι Αποστολίδης και Πολυζωγόπουλος.
Το αποτέλεσμα των εκλογών της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 ανέδειξε τον Ε.Σ πρώτο κόμμα (36,53% των ψήφων και 114 επί των 250 εδρών της Βουλής) χωρίς, ωστόσο, την απαραίτητη πλειοψηφία. Η ΕΠΕΚ του Πλαστήρα ήρθε δεύτερη (23,49% των ψήφων και 74 έδρες), ενώ τρίτο κόμμα αναδείχτηκαν οι Φιλελεύθεροι του Βενιζέλου (19,04% και 57 έδρες). Η ΕΔΑ, που συμμετείχε για πρώτη φορά σε εκλογές, έλαβε το 10,57% των ψήφων και εξέλεξε 10 βουλευτές, όλοι τους εξόριστοι ή φυλακισμένοι. Ο Τσαλδάρης κατόρθωσε να συγκεντρώσει το 6,66% των ψήφων εξασφαλίζοντας δύο έδρες. Ο Γεώργιος Παπανδρέου, οι υποστηρικτές του οποίου αποσκίρτησαν και προσχώρησαν στον Ε.Σ. και στα κόμματα του Κέντρου, απέτυχε να επανεκλεγεί.
Παρά τις εκτιμήσεις του Έθνους της 10ης Μαρτίου 1950,
ο "Ελληνικός Συναγερμός", αν και πρώτευσε στις εκλογές
της προηγούμενης ημέρας, δεν κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση,
καθώς δεν διέθετε την απαραίτητη αυτοδυναμία
Φωτό από Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΔΟΜΗ
Με δεδομένο ότι κανένα κόμμα δεν συγκέντρωσε αυτοδυναμία, ο βασιλιάς Παύλος πρότεινε τη συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού από τα τρία μεγάλα κόμματα με πρωθυπουργό τον Παπάγο, πρόταση την οποία απέκλεισε ο Παπάγος. Μετά την άρνηση του Ε.Σ., ο οποίος ζητούσε τη διενέργεια νέων εκλογών, σχηματίστηκε τελικά κυβέρνηση συνεργασίας της ΕΠΕΚ και των Φιλελευθέρων με πρωθυπουργό τον Πλαστήρα και αντιπρόεδρο τον Σ. Βενιζέλο.
Κυβερνήσεις και πρωθυπουργοί . Ιανουάριος 1950 - Οκτώβριος 1951
Από τον Οκτώβριο του 1951 έως τον Οκτώβριο του 1952, έχουμε κυβέρνηση Ν.Πλαστήρα
Αξίζει να αναφερθεί ότι από τους 10 βουλευτές της ΕΔΑ, οι 7 ήταν εξόριστοι και οι υπόλοιποι τρεις φυλακισμένοι. Οι φυλακισμένοι, για να αποφυλακιστούν, έπρεπε προηγουμένως να τους απονεμηθεί χάρη. Έτσι, μόνο οι 7 εξόριστοι βουλευτές ορκίστηκαν στη Βουλή μέσα σε κραυγές αποδοκιμασίας από τους βουλευτές του Ελληνικού Συναγερμού.
Η ΕΔΑ ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1951,
προκειμένου να συμμετάσχει στις εκλογές
του Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου
Φωτό από Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΔΟΜΗ
Ήδη, οι βουλευτές του Ελληνικού Συναγερμού είχαν προσπαθήσει να ακυρώσουν την ορκωμοσία: "... Καλούμεν την κυβέρνησιν όπως αποσαφηνίση το ταχύτερον ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας την επί του ζητήματος της εσωτερικής ασφαλείας πολιτικήν...η ανησυχία της κοινής γνώμης δεν είναι μόνο έκδηλος αλλά και εύλογος" [Π.Πετρίδη, "Η μετεμφυλιακή συγκυρία" από το Ε-Ιστορικά]
Τελικά, οι 7 αυτοί βουλευτές δεν είχαν τύχη καθώς, εναντίον της ανακήρυξής τους υποβλήθηκαν ενστάσεις και το εκλογοδικείο ακύρωσε την εκλογή των 7 εξορισμένων, των 3 φυλακισμένων καθώς και 4 αναπληρωματικών.
Η κυβέρνηση Πλαστήρα του Οκτωβρίου του 1951, που αποτελούνταν
από στελέχη της ΕΠΕΚ και του "Κόμματος των Φιλελευθέρων"
Φωτό από Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις ΔΟΜΗ
Πρώτο μέλημα της κυβέρνησης Πλαστήρα ήταν η ψήφιση νέου Συντάγματος, το οποίο δημοσιεύτηκε την 1η Ιανουαρίου 1952. Ήταν ένα σύνταγμα αυταρχικό και επηρεασμένο από το εμφυλιοπολεμικό κλίμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι απαγόρευε την απεργία στους δημόσιους υπαλλήλους, έθετε περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και του Τύπου, ενώ έδινε τη δυνατότητα υπαγωγής ιδιωτών στην αρμοδιότητα στρατοδικείων.
Παρόλα αυτά, ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Πλαστήρα ο νόμος "Περί μέτρων ειρηνεύσεως", με τον οποίο μετατράπηκαν σε ισόβια όλες οι θανατικές καταδίκες που είχαν επιβληθεί ως τότε, απολύθηκαν οι περισσότεροι πολιτικοί κρατούμενοι και μειώθηκε ο αριθμός των εκτοπισμένων.
Οι κινήσεις αυτές, όμως, συνδυάστηκαν με δύο πολύ σημαντικές πολιτικές δίκες: τη δίκη Μπελογιάννη και τη δίκη των αεροπόρων, οι οποίες οδήγησαν σε τέσσερις θανατικές εκτελέσεις, αναιρώντας τελικά την πολιτική της συμφιλίωσης που διακήρυσσε η κυβέρνηση αυτή.
Η δίκη του Μπελογιάννη
Στις 22 Οκτωβρίου 1951, πέντε μέρες πριν αναλάβει η νέα κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου, ξεκινούσε στο έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών μία από τις σημαντικότερες πολιτικές δίκες της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Πρωταγωνιστής της υπόθεσης ήταν ο Νίκος Μπελογιάννης, μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ο οποίος είχε έρθει παράνομα στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1950 και συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1950. Μετά από μερικούς μήνες, στις 22 Οκτωβρίου 1951, ξεκινούσε η δίκη του Μπελογιάννη και άλλων 93 συγκατηγορουμένων του για παράβαση του Α.Ν. 509/1947.
Η φωτογραφία αυτή του Νίκου Μπελογιάννη
θα κάνει το γύρο του κόσμου και ο Πικάσο
θα σχεδιάσει το περίφημο σκίτσο
του «Ανθρώπου με το γαρύφαλλο»,
συμμετέχοντας και αυτός στη διεθνή διαμαρτυρία
Εκείνη την περίοδο υπήρχε μεγάλη πίεση από τη διεθνή κοινή γνώμη που ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση την κατάργηση των έκτακτων στρατοδικείων, τα οποία εξακολουθούσαν να λειτουργούν δύο χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Αλλά και τα δύο κόμματα, ΕΠΕΚ και Κ.Φ., που κέρδισαν τις εκλογές, στη διάρκεια του προεκλογικού τους αγώνα είχαν υποσχεθεί ότι θα καταργήσουν τα έκτακτα στρατοδικεία.
Οι ακροδεξιοί ανησυχούσαν για την εξέλιξη αυτή "Για τους υπερασπιστές των έκτακτων στρατοδικείων και κυρίως για τον ΙΔΕΑ, η λύση ήταν η ταχύτερη έναρξη της δίκης. Η δίκη του Μπελογιάννη και των άλλων 93 κατηγορούμενων αριστερών έπρεπε να αρχίσει πριν την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης και μάλιστα, η σύνθεση του στρατοδικείου θα έπρεπε να είναι κατάλληλη, προκειμένου να αντιταχθεί σε ενδεχόμενη κυβερνητική πίεση για διακοπή της δίκης. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αντισυνταγματάρχης της στρατιωτικής δικαιοσύνης Α. Σταυρόπουλος, ενώ μέλη του στρατοδικείου ήταν οι ταγματάρχες Ν.Κομιανός, Γ. Παπαδόπουλος (ο μετέπειτα δικτάτορας), ο οποίος ήταν και μέλος του ΙΔΕΑ) , Γ.Κοράκης και ο λοχαγός Θ. Κυριακόπουλος." [Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή]
Πράγματι, η κυβέρνηση Πλαστήρα εξέτασε το ενδεχόμενο να καταργήσει με νόμο τα έκτακτα στρατοδικεία. Όμως, σε σύσκεψη των αρμόδιων υπουργών, του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των διευθυντών της στρατιωτικής δικαιοσύνης διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε ο απαραίτητος χρόνος για να ρυθμιστεί νομοθετικά το ζήτημα πριν τελειώσει η δίκη και αποφασίστηκε να ζητήσουν από το ίδιο το στρατοδικείο να διακόψει τη δίκη.
Στη συνάντηση, όμως, που πραγματοποιήθηκε ανάμεσα στον υπουργό Άμυνας, ναύαρχο Σακελλαρίου, και στον πρόεδρο του στρατοδικείου, συνταγματάρχη Σταυρόπουλου, ο τελευταίος απείλησε ότι θα αυτοκτονούσε εάν του ζητούσαν κάτι τέτοιο. Όπως αναφέρει ο Σ.Γρηγοριάδης, ο Σταυρόπουλος απαντώντας στον υπουργό Άμυνας είπε" Εφ'όσον είμαι Πρόεδρος του Στρατοδικείου δεν πρόκειται να διακόψω την δίκην. Αλλ' εάν σείς, κύριε Υπουργέ, με βεβαιώσετε ότι με την διακοπήν θα προκύψη εθνική ωφελιμότης, είμαι πρόθυμος να αυτοκτονήσω δια να σας δώσω την λύσιν που θέλετε..." [Σ.Γρηγοριάδη, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974]
Έτσι, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει και στις 16 Νοεμβρίου η δίκη ολοκληρώθηκε με την καταδίκη του Μπελογιάννη και άλλων έντεκα συντρόφων του σε θάνατο. Στις 17 Νοεμβρίου, όμως, η κυβέρνηση Πλαστήρα παρενέβη, δηλώνοντας επίσημα ότι οι καταδικασμένοι σε θάνατο δεν θα εκτελεστούν. "Ο Μπελογιάννης και οι μετ'αυτού καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών δεν πρόκειται να εκτελεσθούν. Απόφασις της κυβερνήσεως είναι ότι δι' αδικήματα διαπραχθέντα προ της 1ης Νοεμβρίου 1951, οπότε η παρούσα κυβέρνησις δεν ευρίσκετο εις την Αρχήν, αι τυχόν επιβαλλόμεναι θανατικαί ποιναί δια κομμουνιστικήν δράσιν θα υπήγοντο εις την ρύθμισιν, η οποία είχε συμφωνηθή δι'όλας τας μέχρι τούδε επιβληθείσας και μη εκτελεσθείσας θανατικάς καταδίκας" [Π.Πετρίδη, "Η μετεμφυλιακή συγκυρία" από το Ε-Ιστορικά]
Ο Nίκος Μπελογιάννης μπροστά στους στρατοδίκες
Παρόλα αυτά, η υπόθεση του Μπελογιάννη δεν τελείωσε εδώ, καθώς η Ασφάλεια εντόπισε στην Αθήνα δύο κρύπτες - μία στη Γλυφάδα και μία στην Καλλιθέα - που χρησιμοποιούσε ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ για να επικοινωνεί με την ηγεσία του στο εξωτερικό. Η ανακάλυψη των ασυρμάτων προκάλεσε νέες συλλήψεις στελεχών του ΚΚΕ, μεταξύ των οποίων και ο δικηγόρος-οικονομολόγος Δημήτρης Μπάτσης, από τα κορυφαία μυαλά του Κόμματος και συγγραφέας του έργου "Η Βαριά Βιομηχανία στην Ελλάδα".
Η αποκάλυψη της κρύπτης στο σπίτι της Καλλιθέας έγινε με πανηγυρικό τρόπο και προσκλήθηκαν Έλληνες και ξένοι δημοσιογράφοι. Μετά από λίγες ημέρες, τρίτο σπίτι με ασύρματο ανακαλυπτόταν στο Μπραχάμι και τον Ιανουάριο του 1952 παυόταν η εφημερίδα "Δημοκρατική" το δημοσιογραφικό όργανο της ΕΔΑ
Ο υπουργός Π. Λυκουρέζος
κατεβαίνει στην καταπακτή της κρύπτης
Φωτό από Ε-Ιστορικά
Έτσι, ο Μπελογιάννης και άλλοι 29 συναγωνιστές του βρέθηκαν ξανά μπροστά στο στρατοδικείο, αυτή τη φορά, όμως, όχι με τον Α.Ν. 509/1947, αλλά με το Μεταξικό Νόμο 375/1936, κατηγορούμενοι για "πράξεις κατασκοπείας εις βάρος των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και της εξωτερικής ασφαλείας του Κράτους, ήτοι δια παράβασιν του Νόμου 375 του 1936". ["1949-1952: Εσωτερική πολιτική", του Θ.Σαμπατακάκη από το συλλογικό έργο Ιστορία των Ελλήνων]
Ο νόμος αυτός που τιμωρούσε τα εγκλήματα κατασκοπείας, είχε επαναφερθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1951, ως απόρροια του ψυχροπολεμικού κλίματος που επικρατούσε στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, και απειλούσε με την ποινή του θανάτου οποιονδήποτε θα προμηθευόταν ή θα μετέδιδε στρατιωτικά ή άλλα μυστικά «επί σκοπώ κατασκοπείας», ακόμα και σε περίοδο ειρήνης .
Ο νόμος αυτός είχε καταργηθεί το 1941, τέθηκε ξανά σε ισχύ το 1945 αλλά δε χρησιμοποιήθηκε σχεδόν καθόλου στη διάρκεια του Εμφυλίου, καθώς την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε ανάγκη προσχημάτων για θανατικές καταδίκες από έκτακτα και τακτικά στρατοδικεία. Ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης Σ. Βενιζέλου η Βουλή ψήφισε τη διατήρηση του νόμου αυτού στις 31 Δεκεμβρίου 1950.
Με το νόμο αυτό δικάστηκαν ο Μπελογιάννης και οι 29 συγκατηγορούμενοι του και την 1η Μαρτίου 1952 ο πρόεδρος του στρατοδικείου και μέλος του ΙΔΕΑ συνταγματάρχης Σίμος, ανακοίνωσε την απόφαση. Οκτώ από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο και τέσσερις από αυτούς, ανάμεσά τους και ο Μπελογιάννης, εκτελέστηκαν στις 30 Μαρτίου
Το σχεδιάγραμμα της εκτέλεσης στο Γουδή
Είναι χαρακτηριστικό ότι η εκτέλεσή τους έγινε ξημερώματα Κυριακής, ημέρα που δεν γίνονταν ποτέ εκτελέσεις καθώς θεωρούνταν ιερή ημέρα. Όπως σημειώνει η δημοσιογράφος Μαρία Ρεζάν, σύζυγος του Ανδρέα Ιωσήφ, υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ της κυβέρνησης Πλαστήρα: "Tο ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό και μετέδιδε ελαφριά μουσική. Και κάποια στιγμή διακόπηκε το πρόγραμμα και μεταδόθηκαν ειδήσεις. Με πρώτη πρώτη την εκτέλεση! Των παλικαριών! Τα χαράματα εκείνης της Κυριακής! …Χάσαμε και οι δυο το χρώμα μας. Αλλά αυτό που θυμάμαι ήταν ο άντρας μου, που έμοιαζε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός! Κι εδώ που τα λέμε, πώς να μην ήταν έτσι; Καθώς ακόμα και οι Γερμανοί επί Κατοχής την Κυριακή την είχαν σεβαστεί… Ενώ ήταν φανερό πως εδώ ο υπουργός Δημόσιας Τάξης, ο Ρέντης, είχε επισπεύσει τις εκτελέσεις για να μειώσει τις αντιδράσεις. Τις οίδε κατόπιν διαταγής ποιανού…"[logomnimon.wordpress.com]
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, η διεθνής έκταση που είχε προσλάβει η δίκη. Όλος ο παγκόσμιος τύπος την παρακολουθούσε και η μορφή του Μπελογιάννη με το γαρίφαλο στο χέρι έγινε σύμβολο της παγκόσμιας Αριστεράς, ενώ ο Πικάσο σχεδίασε ένα σκίτσο με τη μορφή αυτή. Σε πολλές χώρες του εξωτερικού, μάλιστα, αναπτύχθηκε εκστρατεία με αίτημα την ακύρωση της θανατικής καταδίκης τους, η οποία όμως δεν πέτυχε το σκοπό της
Συγκέντρωση για το Νίκο Μπελογιάννη
στο ποδηλατοδρόμιο του Παρισιού
Είναι αξιοσημείωτο, ότι αν και ο Πλαστήρας είχε ταχθεί εναντίον της συνέχισης των εκτελέσεων, δεν τήρησε την υπόσχεσή του και κατά την πρωθυπουργική του θητεία συγκατατέθηκε στην εκτέλεση.
Η ανακάλυψη των ασυρμάτων αναζωπύρωσε το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, οδήγησε την κυβέρνηση Πλαστήρα σε αδιέξοδα και προκάλεσε τη διάσπαση της ηγεσίας της ΕΔΑ. Ταυτόχρονα, από το ΝΑΤΟ άρχισαν να κυκλοφορούν απόψεις για κομμουνιστική διείσδυση στην Ελλάδα και στην κυβέρνηση. Δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις από την έδρα του ΝΑΤΟ αναφέρουν: "Αι αρμόδιαι υπηρεσίαι του Ατλαντικού Στρατηγείου έλαβον στοιχεία αποσταλέντα υπό της αμερικανικής αντικατασκοπείας της ελληνικής πρωτευούσης ότι ευρύτατοι πλόκαμοι της κατασκοπείας της Κόμινφορμ διακλαδούνται εις τα νευραλγικότερα κέντρα του ελληνικού παράγοντος" και "Κατά τους παρατηρητάς των ελληνικών πραγμάτων...η κυβέρνησις Πλαστήρα έχει ζωήν μηνών και αι νέαι εκλογαί είναι αναπόφευκτοι. Εις την χειροτέραν περίπτωσιν η κυβέρνησις θα περιέλθη υπό την επιρροήν των αριστεριζόντων και των συνοδοιπόρων, οι οποίοι έχουν εισχωρήσει εις την ΕΠΕΚ" [Π.Πετρίδη, "Η μετεμφυλιακή συγκυρία" από το Ε-Ιστορικά]
Αλλά και ο Τύπος της Δεξιάς ήταν συντονισμένος στο ίδιο μήκος κύματος: " Αι αμερικανικαί υπηρεσίαι κατέχουν πλήθος στοιχείων αποδεικνυόντων ότι η αριστερά πτέρυξ της ΕΠΕΚ και τμήμα του Κόμματος Φιλελευθέρων έχουν διαβρωθή υπό των κομμουνιστικών πρακτόρων... Αι αρμόδιαι υπηρεσίαι του Ατλαντικού Στρατηγείου είναι αποφασισμέναι εν συνεργασία με την ελληνικήν Γενικήν Ασφάλειαν να συντρίψουν το κέντρον της κομινφορμικής κατασκοπείας εις την Ελλάδα έστω και αν πρόκειται να αποκαλύψουν τον ένοχον ρόλον προσώπων, τα οποία έχουν βαρυσήμαντον θέσιν εις την δημοσία ζωήν της χώρας" [Π.Πετρίδη, "Η μετεμφυλιακή συγκυρία" από το Ε-Ιστορικά]
Η κυβέρνηση Πλαστήρα, πανικόβλητη μπροστά στις "αποκαλύψεις", εμφάνιζε εικόνα αποσύνθεσης. Τις πρώτες κιόλας μέρες μετά τις εκτελέσεις, κινδύνεψε να πέσει, έπειτα από παραιτήσεις υπουργών. Ωστόσο, κατόρθωσε πρόσκαιρα να διασωθεί. Ήταν φανερό, όμως, ότι προετοιμαζόταν από τους Αμερικανούς το έδαφος για την έλευση του Παπάγου. Η υπόθεση Μπελογιάννη και η δίκη-σκευωρία των αεροπόρων συσπείρωσε τους "εθνικόφρονες" ενώ παράλληλα έστρεψαν προς τον Παπάγο και σημαντικό τμήμα του κεντρώου-φιλελεύθερου χώρου
Η δίκη των αεροπόρων
Αμέσως μετά την υπόθεση Μπελογιάννη, μια άλλη υπόθεση «κομμουνιστικής συνωμοσίας» τάραξε την πολιτική ζωή στην Ελλάδα και επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά τη δυναμική του ΙΔΕΑ στο εσωτερικό του στρατού και το ρόλο του στην εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων.
Η «Υπόθεση των Αεροπόρων», όπως ονομάστηκε, αφορούσε υποτιθέμενη κομμουνιστική διείσδυση στην Πολεμική Αεροπορία. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1951 στη Σχολή Ικάρων, κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων, κατέπεσε ένα αεροπλάνο τύπου Χάρβαρντ. Έπειτα από μερικές ημέρες, σε μία από τις αίθουσες της σχολής ο τοίχος βρέθηκε βαμμένος με ένα σύνθημα υπέρ του ΚΚΕ. Τα δύο γεγονότα συσχετίστηκαν και ο τότε αρχηγός του ΓΕΑ αντιπτέραρχος Εμ.Κελαϊδής διέταξε ένορκη προανάκριση για «ενδείξεις δολιοφθοράς λαβούσης χώραν επί αεροσκάφους της Σχολής Αεροπορίας». Με αφορμή την ανακάλυψη αυτή, ο αμερικανός πρεσβευτής Πιούριφόϊ δήλωνε σε διάβημα του προς τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Σ. Βενιζέλο και προς τον αρχηγό του επιτελείου αεροπορίας Κελαϊδή πως «αι Ηνωμέναι Πολιτείαι εφοδιάζουν την ελληνική αεροπορίαν με πολύτιμον υλικόν και δεν θα ανεχθούν την καταστροφή του από τους κομμουνιστάς δολιοφθορείς».[Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή]
Την προανάκριση για το ζήτημα ανέλαβε ο σμηναγός Ζαφειρόπουλος, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν επρόκειτο για σαμποτάζ, αλλά για φθορά που οφειλόταν σε έλλειψη ανταλλακτικών και στην κακή ποιότητα των υλικών που πουλούσαν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Η δεύτερη προανάκριση που διατάχθηκε και την οποία ανέλαβε ο υποσμηναγός Δημακόπουλος, κατέληξε στο ίδιο πόρισμα, αλλά άφηνε υπόνοιες για ευθύνη του αρχισμηνία Γαλανού.
Ο Γαλανός, μετά από βασανιστήρια, "ομολόγησε" τη συμμετοχή του στις δολιοφθορές και έδειξε ως συνενόχους αυτούς που του υποδείχθηκαν: τον επισμηνία Α. Κοντό και τους αρχισμηνίες Αθ. Παπαντωνίου και Αλ. Κοντογεωργάκη. Οι τρεις υπαξιωματικοί με τη σειρά τους, υπό το φόβο των βασανιστηρίων, αναγκάστηκαν να «αποκαλύψουν» και άλλους που δήθεν συμμετείχαν στις δολιοφθορές.
Το Μάρτιο του 1952 οι ανακρίσεις για την υπόθεση ολοκληρώθηκαν και δώδεκα αξιωματικοί της αεροπορίας προφυλακίστηκαν. Οι υποκινητές της σκευωρίας, στην προσπάθειά τους να "δέσουν" την υπόθεση, προσπάθησαν να τη συνδέσουν με την υπόθεση του Μπελογιάννη. Ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Πλαστήρα, σε συνεργασία με τους διευθυντές της αστυνομίας Τσαούση και Πανόπουλο, εκβίασαν τον Δ. Μπάτση (που ήταν συγκατηγορούμενος του Μπελογιάννη) και τη σύζυγό του, λέγοντάς τους ότι ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει ο Μπάτσης την εκτέλεση ήταν να ομολογήσει πως οι αεροπόροι διατηρούσαν επαφές με τον Μπελογιάννη. Ο Μπάτσης, όμως, δεν υπέκυψε στους εκβιασμούς και τελικά εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου 1952.
Πραγματικά αδίστακτοι, ο ΙΔΕΑ και ο Κελαϊδής δεν εγκατέλειψαν τις δολοπλοκίες τους. Άλλωστε, ευρισκόμενοι σε πλήρη συνεργασία με τη CIA, είχαν καταφέρει να συστήσουν το παρακράτος που από δω και πέρα θα εκτελούσε όλες τις δύσκολες αποστολές. Έτσι, σε συνεργασία με τον Τομ Καραμεσίνη, σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, αποφάσισαν να κατασκευάσουν επιπλέον στοιχεία που θα ενοχοποιούσαν τους αθώους αεροπόρους για εγκλήματα κατασκοπείας.
Για το σκοπό αυτό ο Κελαϊδής πλησίασε ένα νεαρό αεροπόρο, τον Νίκο Ακριβογιάννη και με το πρόσχημα ότι θα εκτελούσε μια εθνική αποστολή υψίστης σημασίας, τον έπεισε να προσγειώσει σε αλβανικό έδαφος ένα μονοθέσιο πολεμικό αεροπλάνο. Την προετοιμασία της αποστολής ανέλαβαν οι άνθρωποι της CIA, Καραμεσίνης και Ντόσλεϋ Κλάρκ.
Ο δόκιμος Ν.Ακριβογιάννης
Φωτό από Ε-Ιστορικά
Όπως αναφέρει σε υπόμνημα που υπέβαλε το Μάρτιο του 1976 στο Αρχηγείο Αεροπορίας ο ταξίαρχος αεροπορίας Β.Δέδες : "...Ο Ακριβογιάννης εμυήθη 20-30 ημέρας τουλάχιστον προ της αποδράσεώς του και καθ΄ον χρόνο σκοπίμως ετέλει υπό εξέτασιν της πτητικής του ικανότητος. Η μύησίς του εγένετο υπό παράγοντας της Σχολής Αεροπορίας, οι οποίοι και τον έπεισαν με δελεαστικά ανταλλάγματα να μεταβή εις Αλβανίαν, εξασφαλίζοντας έτσι το μέλλον του, επί εθνική αποστολή κατασκοπείας, κατά την οποίαν ούτος θα εμφανίζετο ως φυγάς κομμουνιστής". [Οι πολιτικές δίκες, του Θ.Σαμπατακάκη από το συλλογικό έργο του Ε-Ιστορικά "21 Απριλίου-Πώς ήρθε και πώς έπεσε η χούντα"]
Πράγματι, στις 7 Απριλίου 1952 ο Ακριβογιάννης προσγειώθηκε στο Αλβανικό έδαφος, ενώ μέχρι την τελευταία στιγμή συνοδευόταν από ένα ή δύο αεροπλάνα, στα οποία επέβαιναν ο αντισμηναγός Μητσάκος και οι δύο παραπάνω Αμερικανοί. Το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, ενημερωμένο ήδη από τους Έλληνες συναδέλφους του, τον συνέλαβε και τον καταδίκασε σε θάνατο, χωρίς ούτε ο ίδιος να γνωρίζει το λόγο. Ο Ακριβογιάννης εκτελέστηκε ένα χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 1953, ως κατάσκοπος της ελληνικής κυβέρνησης.
Εν τω μεταξύ, στην Αθήνα ο Ακριβογιάννης βαφτιζόταν «κομμουνιστής πράκτορας» και σύνδεσμος του Μπελογιάννη με τους συντρόφους του στην Αλβανία. Η υπόθεση των αεροπόρων έπαιρνε νέες διαστάσεις, καθώς τώρα υπήρχαν "αποδείξεις" για την ύπαρξη κομμουνιστικού δικτύου στην αεροπορία. Η προανάκριση της υπόθεσης ανατέθηκε στον αντισμήναρχο Μητσάκο που είχε συνοδεύσει τον Ακριβογιάννη στην Αλβανία και που είχε λάβει μέρος προσωπικά στα βασανιστήρια των αεροπόρων που είχαν συλληφθεί.
Ο Σ. Βενιζέλος δήλωνε στις 18 Απριλίου 1952 ότι «εις όλας τας χώρας τα κομμουνιστικά κόμματα καταβάλλουν συστηματικάς προσπάθειας διεισδύσεως εις τον στρατόν. Τούτο συμβαίνει και εις την Ελλάδα. Η Κυβέρνησις εν τούτοις παρακολουθεί τας ενέργείας των και τας πατάσσει εν τη γενέσει των» ενώ ο Πλαστήρας δήλωνε ότι «παρακολουθούμεν αγρύπνως κάθε ύποπτον σημείον και το πατάσσομεν (...). Είμεθα ακλονήτως αποφασισμένοι να μη επιτρέψωμεν εις κανένα να κινήση το δάκτυλόν του εις βάρος της Εθνικής Ασφαλείας, εσωτερικής και εξωτερικής...»[Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή]
Στις 15 Ιουλίου 1952 ολοκληρώθηκε το πόρισμα της έρευνας και 15 αεροπόροι μαζί με 5 πολίτες θεωρήθηκαν ένοχοι για την υπόθεση της "κομμουνιστικής συνωμοσίας" στην Αεροπορία. Σύμφωνα με το βούλευμα, όλοι οι κατηγορούμενοι εκτελούσαν εντολές της ευρισκόμενης στο εξωτερικό ηγεσίας του ΚΚΕ και παραπέμπονταν για παράβαση του Ν. 375/1936 περί κατασκοπείας.
Στις 21 Αυγούστου ξεκίνησε η δίκη των αεροπόρων. Ένας από τους κατηγορούμενους, ο καθηγητής μαθηματικών Χ. Δάδαλης που κατηγορήθηκε ως το πρόσωπο που έδωσε τη διαταγή στον Ακριβογιάννη να φυγαδεύσει το πολεμικό αεροσκάφος και να το προσγειώσει στην Αλβανία, πέθανε στη διαδικασία της προανάκρισης κατά τη διάρκεια βασανιστηρίων. Στις 17 Σεπτεμβρίου το Αεροδικείο καταδίκασε σε θάνατο δύο κατηγορούμενους και στους υπόλοιπους επέβαλε ποινές από 15 χρόνια φυλακής έως ισόβια.
Η καταδίκη των αεροπόρων στην πρώτη σελίδα
της "Ελευθερίας"(18/9/1952) - Φωτό από Ε-Ιστορικά
Το Σεπτέμβριο του 1953 η υπόθεση έφτασε στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο αλλά, παρά το γεγονός ότι πλέον υπήρχαν μαρτυρίες που αποκάλυπταν τη συνωμοσία και τα βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκαν οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί και πολίτες, το στρατοδικείο έβγαλε ξανά καταδικαστικές αποφάσεις μετριάζοντας μόνο τις ποινές. Τελικά, το Νοέμβριο του 1955 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός, παραχώρησε αμνηστία στα θύματα της υπόθεσης αυτής χωρίς, όμως, να επιτρέψει την επαναφορά τους στο Σώμα της Αεροπορίας. Μάλιστα, μερικά χρόνια αργότερα, ο Κ.Καραμανλής είπε στον αμνησθέντα αξιωματικό και συμπατριώτη του από τις Σέρρες Γεώργιο Μαδεμλή κατά τη διάρκεια συνάντησής τους, ότι γνώριζε πως ήταν αθώοι
Βραχυπρόθεσμος σκοπός της σκευωρίας ήταν να υπονομεύσει την κυβέρνηση Πλαστήρα και να δείξει ότι ήταν απαραίτητη για την εθνική ασφάλεια η επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού στις επόμενες εκλογές. Μακροπρόθεσμα, ο ΙΔΕΑ αποσκοπούσε στο να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχο του και στην Αεροπορία. Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που ενοχοποιήθηκαν ήταν δημοκρατικοί, ενώ υπήρχαν και αρκετοί συντηρητικοί και φιλομοναρχικοί, που δεν ανήκαν όμως στην οργάνωση του ΙΔΕΑ.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον προκαλεί η εξέλιξη των πρωταγωνιστών της σκευωρίας. "Η κυβέρνηση Παπάγου και ο ΙΔΕΑ για να ανταμείψουν τον αρχηγό ΓΕΑ Κελαϊδή για τις υπηρεσίες που τους πρόσφερε, παρέτειναν το όριο ηλικίας για τη θέση που κατείχε και παρέμεινε αρχηγός του ΓΕΑ ως το 1955. Στην ηγεσία της Αεροπορίας τον διαδέχτηκε ένας από τους αεροδίκες της «υπόθεσης των αεροπόρων», ο ακροδεξιός σμήναρχος Κ. Μαργαρίτης. Ένας ακόμα από τους αεροδίκες της υπόθεσης, ο αντισμήναρχος τότε Αντωνάκος, χρίστηκε αρχηγός της Αεροπορίας το 1964, ύστερα από μια νέα μικρή «υπόθεση Αεροπορίας». Μάλιστα, ο συγκεκριμένος αξιωματικός ακινητοποίησε την Αεροπορία την ημέρα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου. Τέλος, ένας από τους πρωτεργάτες των βασανιστηρίων, ο σμηναγός Σκαρμαλιωράκης, τοποθετήθηκε στην θέση του ταξίαρχου της Αεροπορίας το 1967 από το καθεστώς της Χούντας, ενώ στη συνέχεια διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού μέχρι το 1973." [Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών, Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή]
Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε, το παρακράτος απλωνόταν και καταλάμβανε όλο και πιο καίριες θέσεις μέσα στο κράτος. Και αν το παρακράτος μπόρεσε να κάνει όλα αυτά κατά την περίοδο 1949-1952, που από κάποιους αποκλήθηκε ως φιλελεύθερο διάλειμμα στην πολιτική ζωή του τόπου, εύκολα μπορούσε να μαντέψει κανείς τι θα έκανε όταν θα ανέβαινε στην εξουσία ο Παπάγος.
Πηγές
"Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας", του Σ.Γρηγοριάδη
"Εμφύλιος πόλεμος", του Γιώργου Μαργαρίτη από το συλλογικό έργο Ιστορία των Ελλήνων
"1949-1952: Εσωτερική πολιτική", του Θ.Σαμπατακάκη από το συλλογικό έργο Ιστορία των Ελλήνων
"Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών", Διπλωματική εργασία του Δ.Δεμερτζή http://invenio.lib.auth.gr/record/124262/files/dem.pdf?version=1
"Η μετεμφυλιακή συγκυρία", του Π.Πετρίδη από το τεύχος "Από τον Πλαστήρα στον Παπάγο - Το φιλελεύθερο διάλειμμα 1950-1952" του Ε-Ιστορικά
"Ο Πλαστήρας και οι συμπληγάδες του 1950" του Γ. Αναστασιάδη από το τεύχος "Από τον Πλαστήρα στον Παπάγο - Το φιλελεύθερο διάλειμμα 1950-1952" του Ε-Ιστορικά
"21η Απριλίου - Πώς ήρθε και πώς έπεσε η χούντα" , από το Ε-Ιστορικά
Η ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας, , του Γ.Καζαμία από την Καθημερινή
Πώς βάψαμε τους "κίτρινους" στο ...αίμα, Ημεροδρόμος
Μαρία Ρεζάν: έτσι, χωρίς πρόγραμμα...
Ενδιαφέροντα βίντεο που μπορείτε να παρακολουθήσετε:
Μηχανή του Χρόνου - Το παρακράτος των Συνταγματαρχών
Μηχανή του Χρόνου - Οι Έλληνες στρατιώτες στον πόλεμο της Κορέας
Μηχανή του Χρόνου - Νίκος Μπελογιάννης (Μέρος Α')
Μηχανή του Χρόνου - Νίκος Μπελογιάννης (Μέρος Β')
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου