Η παρούσα έρευνα έχει ως στόχο να μελετήσει και να αναλύσει το φαινόμενο της καταστρατήγησης των εργασιακών δικαιωμάτων που συντελέστηκε την περίοδο 2010-2014.
Ήταν Οκτώβριος του 2009 όταν ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ανακοίνωνε ότι το έλλειμμα του ΑΕΠ θα ήταν 12,7%, περίπου το διπλάσιο δηλαδή από αυτό που υπολόγιζε η προηγούμενη κυβέρνηση. Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν στο ακέραιο τις μνημονιακές δεσμεύσεις, οι οποίες έπληξαν σε μεγάλο βαθμό την ελληνική κοινωνία.
Η παρούσα έρευνα έχει ως στόχο να μελετήσει και να αναλύσει το φαινόμενο της καταστρατήγησης των εργασιακών δικαιωμάτων που συντελέστηκε την περίοδο 2010-2014.
Ο εργασιακός “μεσαίωνας” της Ελλάδας
Μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012, η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, καθόριζε τους ελάχιστους όρους εργασίας, μισθών και ημερομισθίων στον ιδιωτικό τομέα, είτε αυτοί αφορούσαν σε μισθολογικά είτε σε μη μισθολογικά ζητήματα. Η συμφωνία όρων εργασίας εκτός της ΕΓΣΣΕ ήταν αδύνατη, ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2012, στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων, η Ελλάδα αρχίζει να λαμβάνει μέτρα, όπως η μείωση του κατώτατου μισθού και το πάγωμα των αυξήσεων, που οδηγούν στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Αποτέλεσμα αυτού, ήταν η ΕΓΣΣΕ να καθορίζει πλέον μόνο τους μη μισθολογικούς όρους εργασίας στην Ελλάδα.
Η λήξη της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τα έτη 2010 – 2012 έγινε το Φεβρουάριο του 2013 σύμφωνα με το ν. 4046/2012 και την ΠΥΣ 6/28.02.2012, όμως, έλαβε παράταση έως τις 15.05.2013. Μια ημέρα νωρίτερα υπεγράφη μεταξύ των εργοδοτικών φορέων (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε. και Σ.Ε.Τ.Ε.) και των σωματείων των εργαζομένων (Γ.Σ.Ε.Ε.) η νέα Σύμβαση για το 2013, που είχε αναδρομική ισχύ, από την αρχή του έτους, και που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2013.
Η τελευταία ΕΓΣΣΕ, διάρκειας ενός έτους, υπογράφτηκε 01/01/2014 και θα ίσχυε έως 31/12/2014.
Ως αποτέλεσμα των αλλαγών, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου επιβλήθηκε μείωση των κατώτατων ονομαστικών μισθών, το εύρος της οποίας προκάλεσε πρωτοφανείς απώλειες για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους οι οποίες ξεπερνούν σε ετήσια βάση τους τρεις μισθούς.
Το 2013, οι μέσες ετήσιες αποδοχές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα ήταν μικρότερες από αυτές της Σλοβενίας και της Κύπρου, όπου επίσης είχαν γίνει μειώσεις στους μισθούς. Την ίδια χρονιά ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, μετά την μείωση του Φεβρουαρίου του 2012, κατρακύλησε στην κατάταξη των είκοσι χωρών από την έβδομη στην δέκατη θέση και είναι πλέον –με εξαίρεση την Πορτογαλία- χαμηλότερος σε όρους αγοραστικής δύναμης από τον αντίστοιχο μισθό της Ισπανίας, της Μάλτας και της Σλοβενίας.
Τα στατιστικά στοιχεία που καταγράφηκαν, αποδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος. Η ανεργία των νέων εκτινάχθηκε, φθάνοντας σε νέο υψηλότερο σημείο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ μάλιστα με το πέρασμα των χρόνων, τείνει να αυξηθεί όλο και περισσότερο.
Οι εργαζόμενοι από την άλλη πλευρά κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την αισθητή μείωση των μισθών τους, την ώρα που η άλλοτε δεδομένη ασφαλιστική κάλυψη κατέστη πολυτέλεια.
Υπερωρίες χωρίς αμοιβή, μαύρη εργασία, ευέλικτα προγράμματα τύπου voucher προκειμένου να απασχοληθούν κάποιοι νέοι εργαζόμενοι, ανασφάλεια και καμία προοπτική ώθησαν 300.000 Έλληνες στη μετανάστευση και την αναζήτηση καλύτερων όρων διαβίωσης.
Οι αποδοχές στα χρόνια των μνημονίων
Όσον αφορά τη διαμόρφωση των αποδοχών, αξίζει να σημειωθούν τα εξής: μέσα σε περίπου τρία χρόνια ο βασικός μισθός έφτασε να μην ξεπερνά τα 586 ευρώ μεικτά κι αυτό μόνο στα χαρτιά· δεδομένου πως ο κάθε εργοδότης επέβαλε τους δικούς του κανόνες, παρέχοντας πολύ μικρότερους μισθούς, χωρίς, τις περισσότερες φορές, να υφίσταται έλεγχο.
Για τους νέους κάτω των 25 ετών ο πρώτος μεικτός μισθός έφτασε τα 510,95 ευρώ έναντι των 751,39 ευρώ για πλήρη απασχόληση. Ο έγγαμος εργαζόμενος, άνω των 25 ετών, χωρίς προϋπηρεσία, κατέληξε να πληρώνεται με 644,70 από 826,54 ευρώ μεικτά την ίδια στιγμή που ο άγαμος υπάλληλος χωρίς προϋπηρεσία έφτασε τα 586,08 από 751,39 ευρώ μεικτά.
Οι επιχειρήσεις, προχωρούσαν στην πρόσληψη νέων με χαμηλότερες αμοιβές ή συμβάσεις μαθητείας, εφάρμοζαν ελαστικά ωράρια εργασίας με λιγότερες ώρες αν υπήρχε πτώση στη ζήτηση, ενώ με ευκολία μπορούσαν να μετατρέψουν το 8ωρο σε 4ωρο για τον εργαζόμενο.
Οι νέες μορφές ευέλικτης και επισφαλούς απασχόλησης
Η οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα έφερε στο προσκήνιο νέες μορφές εργασίας, οι οποίες κατά κάποιο τρόπο, παρείχαν περιστασιακή κάλυψη σε μέρος του άνεργου πληθυσμού, χωρίς ωστόσο να επιλύουν το πρόβλημα επί της ουσίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα επιδοτούμενα προγράμματα voucher, τα οποία έγιναν ευρέως γνωστά τα τελευταία χρόνια.
«Ενώ εκατοντάδες χιλιάδες έχουν δαπανηθεί σε μελέτες, όσο κι αν ψάξαμε, δεν βρήκαμε ούτε μια μελέτη που να αποτυπώνει με αξιόπιστο και τεκμηριωμένο τρόπο πόσοι από τους ανέργους που καταρτίστηκαν σε προγράμματα απασχόλησης βρήκαν δουλειά», τόνισε η αναπληρώτρια υπουργός , αρμόδια για θέματα εργασίας, Ράνια Αντωνοπούλου. «Κανείς δεν μπορεί να δώσει αξιόπιστη απάντηση γιατί σε κάθε 100 ευρώ της χρηματοδότησης των προγραμμάτων τα 75 ευρώ τα παίρνουν ως αμοιβή τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, δημόσια και ιδιωτικά, και μόνο τα 25 ευρώ να τα λαμβάνει ο επιδοτούμενος άνεργος», συμπλήρωσε η ίδια.
Μάλιστα, ακόμη και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μια ομολογημένη αποτυχία για αυτές τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, τμήμα των οποίων αποτελούν και τα προγράμματα κατάρτισης και επιδότησης θέσεων εργασίας. Η κα Αντωνοπούλου υπενθύμισε ότι πρόσφατα η Επίτροπος Απασχόλησης της Ε.Ε. κ. Τίσσεν δήλωσε ότι στον απολογισμό της τελευταίας εξαετίας δαπανήθηκαν 77 δισεκατομμύρια ευρώ με αποδέκτες 20 εκατομμύρια ανέργους. Ωστόσο, από αυτούς μόνο 3 εκατομμύρια βρήκαν δουλειά μετά το τέλος της επιδότησης.
Ενδεικτικές της αδυναμίας επίλυσης του προβλήματος της ανεργίας ήταν και οι προτάσεις για μοριοδότηση των υπαλλήλων. Χαρακτηριστική είναι η πρόταση του πρώην Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Λοβέρδου, για παροχή μορίων αντί για μισθό στους εκπαιδευτικούς που θα δεχθούν να εργασθούν εθελοντικά. Αντίστοιχα, στον ιδιωτικό τομέα δεν ήταν λίγες οι επιχειρήσεις που πρότειναν την παροχή στέγης και τροφής αντί χρημάτων, φαινόμενο ιδιαίτερα σύνηθες στα εποχικά επαγγέλματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των προσλήψεων από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, από τον Μάρτιο του 2013 μέχρι τον Απρίλιο του 2014 έγιναν 1.464.078 προσλήψεις. Από αυτές, το 50% αντιστοιχεί σε θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, ενώ πάνω από το 35% αναλογεί σε θέσεις μερικής απασχόλησης και περίπου 10% σε θέσεις εκ περιτροπής απασχόλησης.
Μαζικές είναι από τον Ιούλιο του 2013 και οι μετατροπές των συμβάσεων εργασίας σε ευέλικτες και επισφαλείς μορφές απασχόλησης, με αποτέλεσμα ένας στους πέντε εργαζόμενους στον Ιδιωτικό τομέα της οικονομίας να εργάζεται υπό το καθεστώς αυτό.
Οι μισθοί “θυσία” στο βωμό της ανταγωνιστικότητας
Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1995 και έως το 2009, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας αλλά και σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα.
Όμως, από το 2010 αρχίζει η διαδικασία απόκλισης της παραγωγικότητας της οικονομίας έναντι της αντίστοιχης στις 15 πιο προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αναφέρει σε σχετική της έκθεση η ΓΣΣΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ οι Έλληνες βρίσκονται στην κορυφή των ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά τις ώρες εργασίας. Δουλεύουν περισσότερο, αλλά παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά παραγωγικότητας, ιδιαίτερα μετά το 2010, σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ. Θα μπορούσε να είναι αυτό απόρροια της απώλειας των εργασιακών δικαιωμάτων που επέφερε το μνημόνιο;
Ο εργατολόγος κύριος Κωνσταντίνος Δημητρέλλος εξηγεί “Κατά την περίοδο καπιταλιστικής κρίσης και ύφεσης του παγκόσμιου συστήματος που βιώνουμε, τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων περιορίζονται, η ανεργία καλπάζει, ενώ οι απολύσεις αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς. Σε ανάλογες περιόδους κρίσης, το κεφάλαιο προσπαθεί να αυξήσει τα κέρδη του. Και επειδή δεν έχει τη δυνατότητα να το πράξει με ευκολία, μεταφέρει όλους τους περιορισμούς και τα κόστη στην εργασία. Έτσι ο ανταγωνισμός αυξάνεται, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις κλείνουν. Το παιχνίδι παίζεται σε βάρος των εργαζομένων. Περιορίζονται τα εργασιακά δικαιώματα. Η παραγωγικότητα με δεδομένες τις συνθήκες αυτές και την ύφεση που κυριαρχεί, δεν μπορεί να αυξηθεί. Ειδικά στην Ελλάδα, που δεν θεωρείται ισχυρή δύναμη, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη.
Πλέον οι περισσότεροι δουλεύουμε περισσότερο και βγάζουμε λιγότερα λεφτά σε σχέση με παλαιότερα, κάτι το οποίο είναι αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της εργασίας. Της καταστρατήγησης των δικαιωμάτων. Όταν οι μισθοί μειώνονται, όταν οι εργαζόμενοι δουλεύουν και δεν πληρώνονται και κάτω από τον κίνδυνο της ανεργίας αναγκάζονται να αντέχουν για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί, μιλάμε για έναν εργασιακό μεσαίωνα. Οι συνθήκες έχουν δυσκολέψει πολύ. Το εργατικό κίνημα δεν είναι προσανατολισμένο σωστά να διεκδικεί και να κατακτά, ενώ τα κεντρικά συνδικάτα είναι ποδηγετημένα.”
Η μείωση των μισθών που επιτάσσει το μνημόνιο έγινε για να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, μειώνοντας το κόστος εργασίας.
Ωστόσο σε έκθεση της η ΓΣΕΕ καταδεικνύει ότι είναι μύθος πως η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε εξαιτίας των αυξήσεων των μισθών. Οι απολαβές των μισθωτών στην Ελλάδα αυξήθηκαν σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό με τον μέσο όρο των ανταγωνιστριών χωρών. Για την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά τα έτη 2000-2009, οι αυξήσεις των μισθών στην Ελλάδα ευθύνονται μόλις κατά το 1/5 περίπου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, το 2014 στην κατάταξη των προηγμένων χωρών με κριτήριο τις μεικτές αποδοχές σε ευρώ, η Ελλάδα διατηρεί, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, μια από τις τελευταίες θέσεις. Εξαιτίας της ασκούμενης πολιτικής, κατά την τελευταία δεκαετία, έχει αυξηθεί η απόστασή της από τον μέσο όρο.
Ο στόχος των δανειστών μας ήταν η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας και κατά συνέπεια των μισθών. Πράγματι, κατά την τριετία (2009-2010-2011), οι ελληνικές επιχειρήσεις μείωσαν το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά περίπου 3,7% όμως η μείωση αυτή αντιστοιχούσε σε μείωση μόνο κατά 3% των τιμών των ελληνικών εξαγωγών.
Επομένως, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΓΣΕΕ, οι επιχειρήσεις δεν μετακύλησαν πλήρως στις τιμές τις μειώσεις του κόστους εργασίας, με αποτέλεσμα την περίοδο 2009-2011 τα περιθώρια κέρδους τους να αυξηθούν.
To 2014, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ανέρχεται πλέον στο μισό σε σχέση με την αντίστοιχη αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού των πιο προηγμένων χωρών (56% το 2014 από 73% το 2010).
Όπως γίνεται κατανοητό, το μεγαλύτερο βάρος από τη μη μείωση των τιμών, ιδιαίτερα σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, επωμίστηκαν οι χαμηλόμισθοι, οι οποίοι επιπρόσθετα επιβαρύνθηκαν δυσανάλογα και από την έμμεση φορολογία, τις αυξήσεις στον ΦΠΑ και από τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών.
Απολύσεις: στο στόχαστρο οι δημόσιοι υπάλληλοι
Με βάση τις μνημονιακές δεσμεύσεις, το Δημόσιο έπρεπε από το 2012 μέχρι το 2015 να απολύσει 150.000 υπαλλήλους ώστε σύμφωνα με τους υπολογισμούς να μείνουν 300.000-400.000 εργαζόμενοι στο Δημόσιο.
Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε η μεγαλύτερη μεταρρυθμιστική πρόκληση για όλες τις κυβερνήσεις και συνήθως ήταν αυτή που μπλόκαρε την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων.
Οι πρώτες απολύσεις έγιναν εν τέλει το 2013 από την κυβέρνηση Σαμαρά και ήταν πολύ λιγότερες από τον στόχο των δανειστών για το έτος (25.000). Έτσι, τον Μάρτιο του ίδιου έτους, τα κλιμάκια της τρόικας φεύγουν από την Αθήνα εξαιτίας ρήξης με την κυβέρνηση για την αθέτηση της δέσμευσης να απολύσει 25.000 δημόσιους υπαλλήλους.
Δυο μήνες αργότερα, το Μάιο, η τρόικα επέστρεψε δεχόμενη να γίνουν έστω 4.000 απολύσεις μέχρι το τέλος του έτους. Για να γίνει πιο ανώδυνο το μέτρο, τέθηκε σε εφαρμογή η διαθεσιμότητα, σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι που απομακρύνθηκαν από τις θέσεις εργασίας τους λάμβαναν το 60% των αποδοχών τους.
Οι “δεξαμενές” για τις απολύσεις και τη διαθεσιμότητα ήταν κυρίως ο ευρύτερος τομέας του Δημοσίου (κι όχι τόσο ο στενός), όπως η ΕΡΤ, οι σχολικοί φυλακές, οι υπάλληλοι στους δήμους (δημοτική αστυνομία), οι καθηγητές, οι διοικητικοί υπάλληλοι στα πανεπιστήμια και οι υπάλληλοι σε εταιρείες ΝΠΔΔ αλλά και υπάλληλοι σε μερικά Υπουργεία (όπως οι καθαρίστριες στο Υπουργείο Οικονομικών).
Στο σύνολο, βγήκαν σε διαθεσιμότητα 10.000 υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων 2.300 σχολικοί φύλακες μέσω κατάργησης της ειδικότητας, 789 διοικητικοί υπάλληλοι πανεπιστημίων, καταργήθηκε η δημοτική αστυνομία ενώ απολύθηκαν και περίπου 2.500 εργαζόμενοι της ΕΡΤ.
Δυστυχώς, ο ακριβής αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν είναι συγκεχυμένος τόσο εξαιτίας της διστακτικότητας της κυβέρνησης να προχωρήσει στο μέτρο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να επαναδιατυπώνεται η αξίωση στα νέα μνημόνια, όσο και της επαναπρόσληψης ορισμένων εξ αυτών.
Η ανεργία στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.
Η κρίση χρέους που έπληξε με ιδιαίτερη οξύτητα τις χώρες στην Ευρωζώνη προκάλεσε την εκρηκτική άνοδο της ανεργίας, που ξεπέρασε το 25% στην Ελλάδα. Η μείωση της συνολικής απασχόλησης, αύξησε το δημοσιονομικό βάρος και υπέσκαψε τη βιωσιμότητα του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στο σύνολο των καλύψεών του (συντάξεις-υγεία- ανεργία).
Τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ανεργίας ανέδειξαν τις μεγάλες ανισότητες στην αγορά εργασίας μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ορισμένες χώρες (π.χ. Νορβηγία, Γερμανία, Σουηδία) επηρεάστηκαν μόνο συγκυριακά και επανήλθαν σύντομα σε χαμηλά επίπεδα, ενώ σε άλλες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ουγγαρία εκτινάχθηκαν τα ποσοστά ανεργίας, διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και εντάσεις.
O ψυχολογικός παράγοντας
Τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας οδήγησαν σε κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών τα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΜΚΟ, Κλίμακα, πέντε στους δέκα αυτόχειρες ήταν άνεργοι, συνταξιούχοι και σπουδαστές· άνθρωποι, δηλαδή, που επλήγησαν από τα μέτρα λιτότητας.
“Πήραμε ένα δάνειο κάπου στις αρχές του 2000, την εποχή που έπαιρναν όλοι για να ζήσουν «καλά». Από τα μέσα του 2010 και μετά ήταν όλο και πιο δύσκολο να πληρώνουμε τα δάνεια και τελικά το οριστικό λουκέτο μπήκε το 2013.”, λέει η Σ.Λ που διατηρούσε από το 2005 μια οικογενειακή επιχείρηση με το σύζυγό της.
“Έγιναν όλα σταδιακά. Ζούμε σε μικρή κοινωνία και αρχικά ήταν δύσκολο να παραδεχτούμε πως «κλείσαμε», σαν να λέγαμε «αποτύχαμε». Μετά δεν είχαμε καιρό να το σκεφτούμε, η καθημερινότητα έγινε δύσκολη. Πρώτα κόψαμε τα περιττά, παγώσαμε τις υποχρεώσεις μας, και τώρα καλύπτουμε μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Μας βοηθάει κυρίως ο μικρός γιος μας”, προσθέτει η ίδια.
Η βίαιη φτωχοποίηση και η οικονομική ασφυξία των τελευταίων χρόνων επηρέασε την ψυχολογία των ανθρώπων.
Η ψυχολόγος-θεραπεύτρια Έφη Λιακοπούλου, που εργάζεται στην “Γραμμή παρέμβασης για την αυτοκτονία 1018” υπογραμμίζει ότι οι περιπτώσεις για άμεση παροχή υποστήριξης αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι “Στην Γραμμή Παρέμβασης για την αυτοκτονία 1018, απευθύνονται άτομα που αναζητούν βοήθεια, τα οποία ηλικιακά κυμαίνονται από την εφηβεία έως και άνω των 60 ετών. Είναι αρκετά συχνή η ανάγκη για άμεση παρέμβαση του θεραπευτή πίσω από τη γραμμή προς τον καλούντα προκειμένου να τον βοηθήσει να ξεπεράσει το σημείο της κρίσης και να αντέξει μέχρι να έρθει σε συνεδρία ή να παραπεμφθεί σε αρμόδιο τμήμα ψυχικής υγείας ανά την Ελλάδα αν καλεί από περιοχή εκτός Αττικής”.
Όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το διάστημα 2007-2011, το ποσοστό των αυτοκτονιών σημείωσε άνοδο κατά 43%.
Το έτος με τα υψηλότερα επίπεδα αυτοκτονιών, τα τελευταία 50 χρόνια, ήταν το 2011 κατά το οποίο καταγράφηκαν 477 θάνατοι. Το 2013 αυτοκτόνησαν 5 Έλληνες ανά 100.000 την στιγμή που το 2010 η αναλογία ήταν 3 προς 100.000. Η πλειονότητα αυτών είναι άνδρες, ωστόσο, αύξηση σημείωσε και ο αριθμός των γυναικών.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονιών για το 2013 εντοπίζονται στην Αττική, με 172 περιπτώσεις. Στην ίδια περιφέρεια, σημειώθηκε την ίδια χρονιά και η μεγαλύτερη αύξηση (58%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι απολύτως ακριβή και οι αυτοκτονίες ενδέχεται να είναι πολύ περισσότερες, δεδομένου ότι πολλά περιστατικά δεν έχουν καταγραφεί.
Επίλογος
Η καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων στην Ελλάδα των «Μνημονιακών χρόνων» την περίοδο 2010-2014 θέτει προβληματισμούς για το πόσο μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Έλληνας πολίτης χάνοντας τα -κατά τ’ άλλα- κεκτημένα εργασιακά του δικαιώματα, μπορεί να εξακολουθεί να έχει την αξίωση να εξισώνεται με οποιοδήποτε άλλον Ευρωπαίο πολίτη που χαίρει αυτών των “προνομίων”;
Μπορούμε να εξακολουθούμε να μιλάμε για το κοινό «Ευρωπαϊκό ιδεώδες», όταν υπάρχει τόσο μεγάλο χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου στα εργασιακά ζητήματα;
Οι πολιτικές της άτεγκτης και σκληροπυρηνικής λιτότητας, που έχουν προκριθεί στην Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν σκοπό να κλείσουν την «ψαλίδα» ή να την αυξήσουν;
Δεκάδες θεωρητικά ερωτήματα μπορούν να προκύψουν μέσα από την έρευνα και να αποτελέσουν αφορμές για άλλες παρόμοιες μελέτες στο μέλλον.
Όπως και να ‘χει η συγκεκριμένη έρευνα θα συνοψιστεί στα εξής συμπεράσματα:
α) όσο το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται, παρατηρούμε μια αντιστρόφως ανάλογη μείωση των προνομίων των ανέργων (επιλεκτική καταβολή του επιδόματος ανεργίας, μείωση δικαιούχων επιδόματος, περιορισμός των παροχών των ανέργων)
β) τα εργασιακά δικαιώματα μειώνονται αργά και σταθερά, χωρίς να υπάρχει τρόπος να περιφρουρηθούν και να προασπιστούν από σωματεία.
γ) οι επιπτώσεις αρχικά επιβαρύνουν το άτομο (ψυχολογικά προβλήματα απομόνωση, αυτοκτονίες), ενώ κατ’ επέκταση επιβαρύνουν την ίδια την κοινωνία
έρευνα pints
πηγή: pints
Ήταν Οκτώβριος του 2009 όταν ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ανακοίνωνε ότι το έλλειμμα του ΑΕΠ θα ήταν 12,7%, περίπου το διπλάσιο δηλαδή από αυτό που υπολόγιζε η προηγούμενη κυβέρνηση. Μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν στο ακέραιο τις μνημονιακές δεσμεύσεις, οι οποίες έπληξαν σε μεγάλο βαθμό την ελληνική κοινωνία.
Η παρούσα έρευνα έχει ως στόχο να μελετήσει και να αναλύσει το φαινόμενο της καταστρατήγησης των εργασιακών δικαιωμάτων που συντελέστηκε την περίοδο 2010-2014.
Ο εργασιακός “μεσαίωνας” της Ελλάδας
Μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012, η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, καθόριζε τους ελάχιστους όρους εργασίας, μισθών και ημερομισθίων στον ιδιωτικό τομέα, είτε αυτοί αφορούσαν σε μισθολογικά είτε σε μη μισθολογικά ζητήματα. Η συμφωνία όρων εργασίας εκτός της ΕΓΣΣΕ ήταν αδύνατη, ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2012, στο πλαίσιο των μνημονιακών δεσμεύσεων, η Ελλάδα αρχίζει να λαμβάνει μέτρα, όπως η μείωση του κατώτατου μισθού και το πάγωμα των αυξήσεων, που οδηγούν στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Αποτέλεσμα αυτού, ήταν η ΕΓΣΣΕ να καθορίζει πλέον μόνο τους μη μισθολογικούς όρους εργασίας στην Ελλάδα.
Η λήξη της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τα έτη 2010 – 2012 έγινε το Φεβρουάριο του 2013 σύμφωνα με το ν. 4046/2012 και την ΠΥΣ 6/28.02.2012, όμως, έλαβε παράταση έως τις 15.05.2013. Μια ημέρα νωρίτερα υπεγράφη μεταξύ των εργοδοτικών φορέων (Γ.Σ.Ε.Β.Ε.Ε., Ε.Σ.Ε.Ε. και Σ.Ε.Τ.Ε.) και των σωματείων των εργαζομένων (Γ.Σ.Ε.Ε.) η νέα Σύμβαση για το 2013, που είχε αναδρομική ισχύ, από την αρχή του έτους, και που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2013.
Η τελευταία ΕΓΣΣΕ, διάρκειας ενός έτους, υπογράφτηκε 01/01/2014 και θα ίσχυε έως 31/12/2014.
Ως αποτέλεσμα των αλλαγών, η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου επιβλήθηκε μείωση των κατώτατων ονομαστικών μισθών, το εύρος της οποίας προκάλεσε πρωτοφανείς απώλειες για τους χαμηλόμισθους εργαζόμενους οι οποίες ξεπερνούν σε ετήσια βάση τους τρεις μισθούς.
Το 2013, οι μέσες ετήσιες αποδοχές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα ήταν μικρότερες από αυτές της Σλοβενίας και της Κύπρου, όπου επίσης είχαν γίνει μειώσεις στους μισθούς. Την ίδια χρονιά ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, μετά την μείωση του Φεβρουαρίου του 2012, κατρακύλησε στην κατάταξη των είκοσι χωρών από την έβδομη στην δέκατη θέση και είναι πλέον –με εξαίρεση την Πορτογαλία- χαμηλότερος σε όρους αγοραστικής δύναμης από τον αντίστοιχο μισθό της Ισπανίας, της Μάλτας και της Σλοβενίας.
Τα στατιστικά στοιχεία που καταγράφηκαν, αποδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος. Η ανεργία των νέων εκτινάχθηκε, φθάνοντας σε νέο υψηλότερο σημείο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ μάλιστα με το πέρασμα των χρόνων, τείνει να αυξηθεί όλο και περισσότερο.
Οι εργαζόμενοι από την άλλη πλευρά κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν την αισθητή μείωση των μισθών τους, την ώρα που η άλλοτε δεδομένη ασφαλιστική κάλυψη κατέστη πολυτέλεια.
Υπερωρίες χωρίς αμοιβή, μαύρη εργασία, ευέλικτα προγράμματα τύπου voucher προκειμένου να απασχοληθούν κάποιοι νέοι εργαζόμενοι, ανασφάλεια και καμία προοπτική ώθησαν 300.000 Έλληνες στη μετανάστευση και την αναζήτηση καλύτερων όρων διαβίωσης.
Οι αποδοχές στα χρόνια των μνημονίων
Όσον αφορά τη διαμόρφωση των αποδοχών, αξίζει να σημειωθούν τα εξής: μέσα σε περίπου τρία χρόνια ο βασικός μισθός έφτασε να μην ξεπερνά τα 586 ευρώ μεικτά κι αυτό μόνο στα χαρτιά· δεδομένου πως ο κάθε εργοδότης επέβαλε τους δικούς του κανόνες, παρέχοντας πολύ μικρότερους μισθούς, χωρίς, τις περισσότερες φορές, να υφίσταται έλεγχο.
Για τους νέους κάτω των 25 ετών ο πρώτος μεικτός μισθός έφτασε τα 510,95 ευρώ έναντι των 751,39 ευρώ για πλήρη απασχόληση. Ο έγγαμος εργαζόμενος, άνω των 25 ετών, χωρίς προϋπηρεσία, κατέληξε να πληρώνεται με 644,70 από 826,54 ευρώ μεικτά την ίδια στιγμή που ο άγαμος υπάλληλος χωρίς προϋπηρεσία έφτασε τα 586,08 από 751,39 ευρώ μεικτά.
Οι επιχειρήσεις, προχωρούσαν στην πρόσληψη νέων με χαμηλότερες αμοιβές ή συμβάσεις μαθητείας, εφάρμοζαν ελαστικά ωράρια εργασίας με λιγότερες ώρες αν υπήρχε πτώση στη ζήτηση, ενώ με ευκολία μπορούσαν να μετατρέψουν το 8ωρο σε 4ωρο για τον εργαζόμενο.
Οι νέες μορφές ευέλικτης και επισφαλούς απασχόλησης
Η οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα έφερε στο προσκήνιο νέες μορφές εργασίας, οι οποίες κατά κάποιο τρόπο, παρείχαν περιστασιακή κάλυψη σε μέρος του άνεργου πληθυσμού, χωρίς ωστόσο να επιλύουν το πρόβλημα επί της ουσίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα επιδοτούμενα προγράμματα voucher, τα οποία έγιναν ευρέως γνωστά τα τελευταία χρόνια.
«Ενώ εκατοντάδες χιλιάδες έχουν δαπανηθεί σε μελέτες, όσο κι αν ψάξαμε, δεν βρήκαμε ούτε μια μελέτη που να αποτυπώνει με αξιόπιστο και τεκμηριωμένο τρόπο πόσοι από τους ανέργους που καταρτίστηκαν σε προγράμματα απασχόλησης βρήκαν δουλειά», τόνισε η αναπληρώτρια υπουργός , αρμόδια για θέματα εργασίας, Ράνια Αντωνοπούλου. «Κανείς δεν μπορεί να δώσει αξιόπιστη απάντηση γιατί σε κάθε 100 ευρώ της χρηματοδότησης των προγραμμάτων τα 75 ευρώ τα παίρνουν ως αμοιβή τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, δημόσια και ιδιωτικά, και μόνο τα 25 ευρώ να τα λαμβάνει ο επιδοτούμενος άνεργος», συμπλήρωσε η ίδια.
Μάλιστα, ακόμη και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει μια ομολογημένη αποτυχία για αυτές τις ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, τμήμα των οποίων αποτελούν και τα προγράμματα κατάρτισης και επιδότησης θέσεων εργασίας. Η κα Αντωνοπούλου υπενθύμισε ότι πρόσφατα η Επίτροπος Απασχόλησης της Ε.Ε. κ. Τίσσεν δήλωσε ότι στον απολογισμό της τελευταίας εξαετίας δαπανήθηκαν 77 δισεκατομμύρια ευρώ με αποδέκτες 20 εκατομμύρια ανέργους. Ωστόσο, από αυτούς μόνο 3 εκατομμύρια βρήκαν δουλειά μετά το τέλος της επιδότησης.
Ενδεικτικές της αδυναμίας επίλυσης του προβλήματος της ανεργίας ήταν και οι προτάσεις για μοριοδότηση των υπαλλήλων. Χαρακτηριστική είναι η πρόταση του πρώην Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Λοβέρδου, για παροχή μορίων αντί για μισθό στους εκπαιδευτικούς που θα δεχθούν να εργασθούν εθελοντικά. Αντίστοιχα, στον ιδιωτικό τομέα δεν ήταν λίγες οι επιχειρήσεις που πρότειναν την παροχή στέγης και τροφής αντί χρημάτων, φαινόμενο ιδιαίτερα σύνηθες στα εποχικά επαγγέλματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των προσλήψεων από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, από τον Μάρτιο του 2013 μέχρι τον Απρίλιο του 2014 έγιναν 1.464.078 προσλήψεις. Από αυτές, το 50% αντιστοιχεί σε θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, ενώ πάνω από το 35% αναλογεί σε θέσεις μερικής απασχόλησης και περίπου 10% σε θέσεις εκ περιτροπής απασχόλησης.
Μαζικές είναι από τον Ιούλιο του 2013 και οι μετατροπές των συμβάσεων εργασίας σε ευέλικτες και επισφαλείς μορφές απασχόλησης, με αποτέλεσμα ένας στους πέντε εργαζόμενους στον Ιδιωτικό τομέα της οικονομίας να εργάζεται υπό το καθεστώς αυτό.
Οι μισθοί “θυσία” στο βωμό της ανταγωνιστικότητας
Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά μετά το 1995 και έως το 2009, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας αλλά και σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα.
Όμως, από το 2010 αρχίζει η διαδικασία απόκλισης της παραγωγικότητας της οικονομίας έναντι της αντίστοιχης στις 15 πιο προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αναφέρει σε σχετική της έκθεση η ΓΣΣΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ οι Έλληνες βρίσκονται στην κορυφή των ευρωπαϊκών χωρών όσον αφορά τις ώρες εργασίας. Δουλεύουν περισσότερο, αλλά παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά παραγωγικότητας, ιδιαίτερα μετά το 2010, σύμφωνα με την έκθεση της ΓΣΕΕ. Θα μπορούσε να είναι αυτό απόρροια της απώλειας των εργασιακών δικαιωμάτων που επέφερε το μνημόνιο;
Ο εργατολόγος κύριος Κωνσταντίνος Δημητρέλλος εξηγεί “Κατά την περίοδο καπιταλιστικής κρίσης και ύφεσης του παγκόσμιου συστήματος που βιώνουμε, τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων περιορίζονται, η ανεργία καλπάζει, ενώ οι απολύσεις αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς. Σε ανάλογες περιόδους κρίσης, το κεφάλαιο προσπαθεί να αυξήσει τα κέρδη του. Και επειδή δεν έχει τη δυνατότητα να το πράξει με ευκολία, μεταφέρει όλους τους περιορισμούς και τα κόστη στην εργασία. Έτσι ο ανταγωνισμός αυξάνεται, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις κλείνουν. Το παιχνίδι παίζεται σε βάρος των εργαζομένων. Περιορίζονται τα εργασιακά δικαιώματα. Η παραγωγικότητα με δεδομένες τις συνθήκες αυτές και την ύφεση που κυριαρχεί, δεν μπορεί να αυξηθεί. Ειδικά στην Ελλάδα, που δεν θεωρείται ισχυρή δύναμη, η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη.
Πλέον οι περισσότεροι δουλεύουμε περισσότερο και βγάζουμε λιγότερα λεφτά σε σχέση με παλαιότερα, κάτι το οποίο είναι αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της εργασίας. Της καταστρατήγησης των δικαιωμάτων. Όταν οι μισθοί μειώνονται, όταν οι εργαζόμενοι δουλεύουν και δεν πληρώνονται και κάτω από τον κίνδυνο της ανεργίας αναγκάζονται να αντέχουν για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί, μιλάμε για έναν εργασιακό μεσαίωνα. Οι συνθήκες έχουν δυσκολέψει πολύ. Το εργατικό κίνημα δεν είναι προσανατολισμένο σωστά να διεκδικεί και να κατακτά, ενώ τα κεντρικά συνδικάτα είναι ποδηγετημένα.”
Η μείωση των μισθών που επιτάσσει το μνημόνιο έγινε για να ανακτηθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, μειώνοντας το κόστος εργασίας.
Ωστόσο σε έκθεση της η ΓΣΕΕ καταδεικνύει ότι είναι μύθος πως η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε εξαιτίας των αυξήσεων των μισθών. Οι απολαβές των μισθωτών στην Ελλάδα αυξήθηκαν σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό με τον μέσο όρο των ανταγωνιστριών χωρών. Για την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά τα έτη 2000-2009, οι αυξήσεις των μισθών στην Ελλάδα ευθύνονται μόλις κατά το 1/5 περίπου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, το 2014 στην κατάταξη των προηγμένων χωρών με κριτήριο τις μεικτές αποδοχές σε ευρώ, η Ελλάδα διατηρεί, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, μια από τις τελευταίες θέσεις. Εξαιτίας της ασκούμενης πολιτικής, κατά την τελευταία δεκαετία, έχει αυξηθεί η απόστασή της από τον μέσο όρο.
Ο στόχος των δανειστών μας ήταν η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας και κατά συνέπεια των μισθών. Πράγματι, κατά την τριετία (2009-2010-2011), οι ελληνικές επιχειρήσεις μείωσαν το μοναδιαίο κόστος εργασίας κατά περίπου 3,7% όμως η μείωση αυτή αντιστοιχούσε σε μείωση μόνο κατά 3% των τιμών των ελληνικών εξαγωγών.
Επομένως, όπως δείχνουν τα στοιχεία της ΓΣΕΕ, οι επιχειρήσεις δεν μετακύλησαν πλήρως στις τιμές τις μειώσεις του κόστους εργασίας, με αποτέλεσμα την περίοδο 2009-2011 τα περιθώρια κέρδους τους να αυξηθούν.
To 2014, η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα ανέρχεται πλέον στο μισό σε σχέση με την αντίστοιχη αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού των πιο προηγμένων χωρών (56% το 2014 από 73% το 2010).
Όπως γίνεται κατανοητό, το μεγαλύτερο βάρος από τη μη μείωση των τιμών, ιδιαίτερα σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, επωμίστηκαν οι χαμηλόμισθοι, οι οποίοι επιπρόσθετα επιβαρύνθηκαν δυσανάλογα και από την έμμεση φορολογία, τις αυξήσεις στον ΦΠΑ και από τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών.
Απολύσεις: στο στόχαστρο οι δημόσιοι υπάλληλοι
Με βάση τις μνημονιακές δεσμεύσεις, το Δημόσιο έπρεπε από το 2012 μέχρι το 2015 να απολύσει 150.000 υπαλλήλους ώστε σύμφωνα με τους υπολογισμούς να μείνουν 300.000-400.000 εργαζόμενοι στο Δημόσιο.
Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε η μεγαλύτερη μεταρρυθμιστική πρόκληση για όλες τις κυβερνήσεις και συνήθως ήταν αυτή που μπλόκαρε την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων.
Οι πρώτες απολύσεις έγιναν εν τέλει το 2013 από την κυβέρνηση Σαμαρά και ήταν πολύ λιγότερες από τον στόχο των δανειστών για το έτος (25.000). Έτσι, τον Μάρτιο του ίδιου έτους, τα κλιμάκια της τρόικας φεύγουν από την Αθήνα εξαιτίας ρήξης με την κυβέρνηση για την αθέτηση της δέσμευσης να απολύσει 25.000 δημόσιους υπαλλήλους.
Δυο μήνες αργότερα, το Μάιο, η τρόικα επέστρεψε δεχόμενη να γίνουν έστω 4.000 απολύσεις μέχρι το τέλος του έτους. Για να γίνει πιο ανώδυνο το μέτρο, τέθηκε σε εφαρμογή η διαθεσιμότητα, σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι που απομακρύνθηκαν από τις θέσεις εργασίας τους λάμβαναν το 60% των αποδοχών τους.
Οι “δεξαμενές” για τις απολύσεις και τη διαθεσιμότητα ήταν κυρίως ο ευρύτερος τομέας του Δημοσίου (κι όχι τόσο ο στενός), όπως η ΕΡΤ, οι σχολικοί φυλακές, οι υπάλληλοι στους δήμους (δημοτική αστυνομία), οι καθηγητές, οι διοικητικοί υπάλληλοι στα πανεπιστήμια και οι υπάλληλοι σε εταιρείες ΝΠΔΔ αλλά και υπάλληλοι σε μερικά Υπουργεία (όπως οι καθαρίστριες στο Υπουργείο Οικονομικών).
Στο σύνολο, βγήκαν σε διαθεσιμότητα 10.000 υπάλληλοι, μεταξύ των οποίων 2.300 σχολικοί φύλακες μέσω κατάργησης της ειδικότητας, 789 διοικητικοί υπάλληλοι πανεπιστημίων, καταργήθηκε η δημοτική αστυνομία ενώ απολύθηκαν και περίπου 2.500 εργαζόμενοι της ΕΡΤ.
Δυστυχώς, ο ακριβής αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων που απολύθηκαν είναι συγκεχυμένος τόσο εξαιτίας της διστακτικότητας της κυβέρνησης να προχωρήσει στο μέτρο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να επαναδιατυπώνεται η αξίωση στα νέα μνημόνια, όσο και της επαναπρόσληψης ορισμένων εξ αυτών.
Η ανεργία στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.
Η κρίση χρέους που έπληξε με ιδιαίτερη οξύτητα τις χώρες στην Ευρωζώνη προκάλεσε την εκρηκτική άνοδο της ανεργίας, που ξεπέρασε το 25% στην Ελλάδα. Η μείωση της συνολικής απασχόλησης, αύξησε το δημοσιονομικό βάρος και υπέσκαψε τη βιωσιμότητα του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος στο σύνολο των καλύψεών του (συντάξεις-υγεία- ανεργία).
Τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα ανεργίας ανέδειξαν τις μεγάλες ανισότητες στην αγορά εργασίας μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ορισμένες χώρες (π.χ. Νορβηγία, Γερμανία, Σουηδία) επηρεάστηκαν μόνο συγκυριακά και επανήλθαν σύντομα σε χαμηλά επίπεδα, ενώ σε άλλες χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ουγγαρία εκτινάχθηκαν τα ποσοστά ανεργίας, διευρύνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και εντάσεις.
O ψυχολογικός παράγοντας
Τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας οδήγησαν σε κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών τα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΜΚΟ, Κλίμακα, πέντε στους δέκα αυτόχειρες ήταν άνεργοι, συνταξιούχοι και σπουδαστές· άνθρωποι, δηλαδή, που επλήγησαν από τα μέτρα λιτότητας.
“Πήραμε ένα δάνειο κάπου στις αρχές του 2000, την εποχή που έπαιρναν όλοι για να ζήσουν «καλά». Από τα μέσα του 2010 και μετά ήταν όλο και πιο δύσκολο να πληρώνουμε τα δάνεια και τελικά το οριστικό λουκέτο μπήκε το 2013.”, λέει η Σ.Λ που διατηρούσε από το 2005 μια οικογενειακή επιχείρηση με το σύζυγό της.
“Έγιναν όλα σταδιακά. Ζούμε σε μικρή κοινωνία και αρχικά ήταν δύσκολο να παραδεχτούμε πως «κλείσαμε», σαν να λέγαμε «αποτύχαμε». Μετά δεν είχαμε καιρό να το σκεφτούμε, η καθημερινότητα έγινε δύσκολη. Πρώτα κόψαμε τα περιττά, παγώσαμε τις υποχρεώσεις μας, και τώρα καλύπτουμε μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Μας βοηθάει κυρίως ο μικρός γιος μας”, προσθέτει η ίδια.
Η βίαιη φτωχοποίηση και η οικονομική ασφυξία των τελευταίων χρόνων επηρέασε την ψυχολογία των ανθρώπων.
Η ψυχολόγος-θεραπεύτρια Έφη Λιακοπούλου, που εργάζεται στην “Γραμμή παρέμβασης για την αυτοκτονία 1018” υπογραμμίζει ότι οι περιπτώσεις για άμεση παροχή υποστήριξης αυξήθηκαν σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι “Στην Γραμμή Παρέμβασης για την αυτοκτονία 1018, απευθύνονται άτομα που αναζητούν βοήθεια, τα οποία ηλικιακά κυμαίνονται από την εφηβεία έως και άνω των 60 ετών. Είναι αρκετά συχνή η ανάγκη για άμεση παρέμβαση του θεραπευτή πίσω από τη γραμμή προς τον καλούντα προκειμένου να τον βοηθήσει να ξεπεράσει το σημείο της κρίσης και να αντέξει μέχρι να έρθει σε συνεδρία ή να παραπεμφθεί σε αρμόδιο τμήμα ψυχικής υγείας ανά την Ελλάδα αν καλεί από περιοχή εκτός Αττικής”.
Όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το διάστημα 2007-2011, το ποσοστό των αυτοκτονιών σημείωσε άνοδο κατά 43%.
Το έτος με τα υψηλότερα επίπεδα αυτοκτονιών, τα τελευταία 50 χρόνια, ήταν το 2011 κατά το οποίο καταγράφηκαν 477 θάνατοι. Το 2013 αυτοκτόνησαν 5 Έλληνες ανά 100.000 την στιγμή που το 2010 η αναλογία ήταν 3 προς 100.000. Η πλειονότητα αυτών είναι άνδρες, ωστόσο, αύξηση σημείωσε και ο αριθμός των γυναικών.
Τα μεγαλύτερα ποσοστά αυτοκτονιών για το 2013 εντοπίζονται στην Αττική, με 172 περιπτώσεις. Στην ίδια περιφέρεια, σημειώθηκε την ίδια χρονιά και η μεγαλύτερη αύξηση (58%).
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι απολύτως ακριβή και οι αυτοκτονίες ενδέχεται να είναι πολύ περισσότερες, δεδομένου ότι πολλά περιστατικά δεν έχουν καταγραφεί.
Επίλογος
Η καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων στην Ελλάδα των «Μνημονιακών χρόνων» την περίοδο 2010-2014 θέτει προβληματισμούς για το πόσο μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Έλληνας πολίτης χάνοντας τα -κατά τ’ άλλα- κεκτημένα εργασιακά του δικαιώματα, μπορεί να εξακολουθεί να έχει την αξίωση να εξισώνεται με οποιοδήποτε άλλον Ευρωπαίο πολίτη που χαίρει αυτών των “προνομίων”;
Μπορούμε να εξακολουθούμε να μιλάμε για το κοινό «Ευρωπαϊκό ιδεώδες», όταν υπάρχει τόσο μεγάλο χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου στα εργασιακά ζητήματα;
Οι πολιτικές της άτεγκτης και σκληροπυρηνικής λιτότητας, που έχουν προκριθεί στην Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν σκοπό να κλείσουν την «ψαλίδα» ή να την αυξήσουν;
Δεκάδες θεωρητικά ερωτήματα μπορούν να προκύψουν μέσα από την έρευνα και να αποτελέσουν αφορμές για άλλες παρόμοιες μελέτες στο μέλλον.
Όπως και να ‘χει η συγκεκριμένη έρευνα θα συνοψιστεί στα εξής συμπεράσματα:
α) όσο το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται, παρατηρούμε μια αντιστρόφως ανάλογη μείωση των προνομίων των ανέργων (επιλεκτική καταβολή του επιδόματος ανεργίας, μείωση δικαιούχων επιδόματος, περιορισμός των παροχών των ανέργων)
β) τα εργασιακά δικαιώματα μειώνονται αργά και σταθερά, χωρίς να υπάρχει τρόπος να περιφρουρηθούν και να προασπιστούν από σωματεία.
γ) οι επιπτώσεις αρχικά επιβαρύνουν το άτομο (ψυχολογικά προβλήματα απομόνωση, αυτοκτονίες), ενώ κατ’ επέκταση επιβαρύνουν την ίδια την κοινωνία
έρευνα pints
πηγή: pints
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου