Του Χιου Ντέιβιντ Σκοτ Γκρίνγουεϊ *
Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο;
Ο βασικός λόγος είναι ότι η Ευρώπη δεν μπόρεσε να ενσωματώσει τον αυξανόμενο μουσουλμανικό της πληθυσμό. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ και έναν περίπου αιώνα.
Η ιδέα ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις μπορεί στο μέλλον να αποτραπούν με στρατιωτική δράση κερδίζει έδαφος ακόμη και μεταξύ εκείνων που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα τα πράγματα.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ έχει δηλώσει ότι η χώρα του βρίσκεται σε πόλεμο, ενώ ανάλογες δηλώσεις έκαναν και άλλοι ηγέτες μετά τις επιθέσεις των Βρυξελλών. Αν όμως η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο, ποιος είναι ο αντίπαλός της; Σχεδόν όλοι όσοι αναμίχθηκαν στις επιθέσεις του Παρισιού και των Βρυξελλών ήταν είτε Γάλλοι είτε Βέλγοι πολίτες.
Αν λοιπόν η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο, ο πόλεμος αυτός είναι εμφύλιος. Η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο με τον εαυτό της. Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο; Ο βασικός λόγος είναι ότι η Ευρώπη δεν μπόρεσε να ενσωματώσει τον αυξανόμενο μουσουλμανικό της πληθυσμό. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ και έναν περίπου αιώνα.
Τη δεκαετία του 1920, οι μουσουλμάνοι σε όλο τον κόσμο, οι περισσότεροι από τους οποίους ζούσαν σε χώρες που διοικούνταν από Ευρωπαίους αποικιοκράτες, άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί η μουσουλμανική κοινωνία, που κάποτε βρισκόταν στην πρωτοπορία στους τομείς της επιστήμης και της λογοτεχνίας, παρουσίαζε τόσο μεγάλη καθυστέρηση. Άρχισαν λοιπόν να κοιτάζουν «τον κόσμο που ξεδιπλωνόταν γύρω τους – τις αγριεμένες πόλεις, τη σύγκρουση των πολιτισμικών τάσεων, τους ξένους με τους περίεργους τρόπους, νέους άνδρες και γυναίκες που ένιωθαν την ανάγκη να αποσυρθούν από αυτόν τον κόσμο, αν όχι να τον καταστρέψουν» όπως έγραψε ο Φουάντ Ατζάμι, ο λιβανικής καταγωγής τέως πρόεδρος του Τμήματος Μεσανατολικών Σπουδών του αμερικανικού Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς (πέθανε το 2014).
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις άρχισαν να αποσύρονται από τις αυτοκρατορίες τους. Την ίδια περίοδο, πολλές από αυτές ένιωσαν την ανάγκη να καλύψουν τα κενά στην εργατική τους δύναμη εισάγοντας μετανάστες. Οι Βρετανοί έφεραν στη χώρα Πακιστανούς για να δουλέψουν στα εργοστάσια. Οι Γάλλοι έφεραν ανθρώπους από τη βόρεια Αφρική. Οι Γερμανοί, έχοντας χάσει όλες τις κτήσεις τους το 1919, στρατολόγησαν Τούρκους. Τα κενά συμπληρώθηκαν σε πολλές περιπτώσεις από μουσουλμάνους που προέρχονταν από τις πιο φτωχές περιοχές και θα δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν όχι μόνο στο Μάντσεστερ, στο Παρίσι ή στο Αμβούργο, αλλά και στο Ισλαμαμπάντ, στο Αλγέρι, στην Κωνσταντινούπολη.
Σύντομα, όλη η δυτική Ευρώπη γνώρισε τη μουσουλμανική μετανάστευση, χωρίς να είναι προετοιμασμένη γι’ αυτήν. Η Ευρώπη, αντίθετα με την Αμερική, δεν ήταν ποτέ προορισμός μεταναστών. Από την ανακάλυψη της Αμερικής έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, 100 εκατομμύρια Ευρωπαίοι έφυγαν από την Ευρώπη για την Αμερική, την Αυστραλία και άλλες περιοχές. Η τάση αυτή στη συνέχεια αντιστράφηκε, με μετανάστες να συρρέουν στην Ευρώπη από τις παλιές αποικίες και την Ευρώπη να μην είναι έτοιμη να τους δεχθεί.
Η πρώτη γενιά μεταναστών ήθελε να δουλέψει σκληρά και να προσαρμοστεί σε μια ξένη γη. Η δεύτερη και η τρίτη γενιά έκοψαν τις σχέσεις τους με τις χώρες από τις οποίες κατάγονταν οι πατεράδες τους και οι παππούδες τους, χωρίς όμως να γίνουν πλήρως αποδεκτοί από τους Ευρωπαίους οικοδεσπότες τους. Αυτό οδήγησε σε αποξένωση, και μερικές φορές σε έξαρση της εγκληματικότητας. Κάποιοι από αυτούς βρήκαν καταφύγιο στα τζαμιά, ενώ μια μικρή μειοψηφία εντάχθηκε σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα και ο ISIS.
Εκεί βρήκαν τη χαμένη τους ταυτότητα και έναν καινούργιο σκοπό, καθώς και την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια μυστική οργάνωση. Το πρόβλημα για την Ευρώπη είναι πώς να απορροφήσει έναν μουσουλμανικό πληθυσμό που σε μερικές περιπτώσεις αντιστέκεται στην αφομοίωσή του. Ακόμη και μερικοί από αυτούς όμως που θέλουν να ενσωματωθούν ανακαλύπτουν ότι δεν μπορούν. Δεν θα ξεχάσω έναν μουσουλμάνο γιατρό στη Γαλλία που μια μέρα μου είπε: «Ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη. Δεν υπάρχει ισότητα, αφού ταλαντούχοι άνθρωποι που έρχονται εδώ δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τους ντόπιους. Αν έχεις αφρικανικό όνομα, δεν παίρνεις τη δουλειά. Δεν υπάρχει πολλή αδελφοσύνη, αφού όταν δεν υπάρχει ισότητα δεν μπορείς να είσαι αδελφός με τον άλλον. Όσο για την ελευθερία, δεν μπορεί να υπάρξει αν για μερικούς σημαίνει κάτι και για άλλους σημαίνει κάτι λιγότερο».
Ο πόλεμος δεν μπορεί να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο;
Ο βασικός λόγος είναι ότι η Ευρώπη δεν μπόρεσε να ενσωματώσει τον αυξανόμενο μουσουλμανικό της πληθυσμό. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ και έναν περίπου αιώνα.
Η ιδέα ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις μπορεί στο μέλλον να αποτραπούν με στρατιωτική δράση κερδίζει έδαφος ακόμη και μεταξύ εκείνων που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα τα πράγματα.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ έχει δηλώσει ότι η χώρα του βρίσκεται σε πόλεμο, ενώ ανάλογες δηλώσεις έκαναν και άλλοι ηγέτες μετά τις επιθέσεις των Βρυξελλών. Αν όμως η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο, ποιος είναι ο αντίπαλός της; Σχεδόν όλοι όσοι αναμίχθηκαν στις επιθέσεις του Παρισιού και των Βρυξελλών ήταν είτε Γάλλοι είτε Βέλγοι πολίτες.
Αν λοιπόν η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο, ο πόλεμος αυτός είναι εμφύλιος. Η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο με τον εαυτό της. Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο; Ο βασικός λόγος είναι ότι η Ευρώπη δεν μπόρεσε να ενσωματώσει τον αυξανόμενο μουσουλμανικό της πληθυσμό. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει εδώ και έναν περίπου αιώνα.
Τη δεκαετία του 1920, οι μουσουλμάνοι σε όλο τον κόσμο, οι περισσότεροι από τους οποίους ζούσαν σε χώρες που διοικούνταν από Ευρωπαίους αποικιοκράτες, άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί η μουσουλμανική κοινωνία, που κάποτε βρισκόταν στην πρωτοπορία στους τομείς της επιστήμης και της λογοτεχνίας, παρουσίαζε τόσο μεγάλη καθυστέρηση. Άρχισαν λοιπόν να κοιτάζουν «τον κόσμο που ξεδιπλωνόταν γύρω τους – τις αγριεμένες πόλεις, τη σύγκρουση των πολιτισμικών τάσεων, τους ξένους με τους περίεργους τρόπους, νέους άνδρες και γυναίκες που ένιωθαν την ανάγκη να αποσυρθούν από αυτόν τον κόσμο, αν όχι να τον καταστρέψουν» όπως έγραψε ο Φουάντ Ατζάμι, ο λιβανικής καταγωγής τέως πρόεδρος του Τμήματος Μεσανατολικών Σπουδών του αμερικανικού Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς (πέθανε το 2014).
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις άρχισαν να αποσύρονται από τις αυτοκρατορίες τους. Την ίδια περίοδο, πολλές από αυτές ένιωσαν την ανάγκη να καλύψουν τα κενά στην εργατική τους δύναμη εισάγοντας μετανάστες. Οι Βρετανοί έφεραν στη χώρα Πακιστανούς για να δουλέψουν στα εργοστάσια. Οι Γάλλοι έφεραν ανθρώπους από τη βόρεια Αφρική. Οι Γερμανοί, έχοντας χάσει όλες τις κτήσεις τους το 1919, στρατολόγησαν Τούρκους. Τα κενά συμπληρώθηκαν σε πολλές περιπτώσεις από μουσουλμάνους που προέρχονταν από τις πιο φτωχές περιοχές και θα δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν όχι μόνο στο Μάντσεστερ, στο Παρίσι ή στο Αμβούργο, αλλά και στο Ισλαμαμπάντ, στο Αλγέρι, στην Κωνσταντινούπολη.
Σύντομα, όλη η δυτική Ευρώπη γνώρισε τη μουσουλμανική μετανάστευση, χωρίς να είναι προετοιμασμένη γι’ αυτήν. Η Ευρώπη, αντίθετα με την Αμερική, δεν ήταν ποτέ προορισμός μεταναστών. Από την ανακάλυψη της Αμερικής έως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, 100 εκατομμύρια Ευρωπαίοι έφυγαν από την Ευρώπη για την Αμερική, την Αυστραλία και άλλες περιοχές. Η τάση αυτή στη συνέχεια αντιστράφηκε, με μετανάστες να συρρέουν στην Ευρώπη από τις παλιές αποικίες και την Ευρώπη να μην είναι έτοιμη να τους δεχθεί.
Η πρώτη γενιά μεταναστών ήθελε να δουλέψει σκληρά και να προσαρμοστεί σε μια ξένη γη. Η δεύτερη και η τρίτη γενιά έκοψαν τις σχέσεις τους με τις χώρες από τις οποίες κατάγονταν οι πατεράδες τους και οι παππούδες τους, χωρίς όμως να γίνουν πλήρως αποδεκτοί από τους Ευρωπαίους οικοδεσπότες τους. Αυτό οδήγησε σε αποξένωση, και μερικές φορές σε έξαρση της εγκληματικότητας. Κάποιοι από αυτούς βρήκαν καταφύγιο στα τζαμιά, ενώ μια μικρή μειοψηφία εντάχθηκε σε τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα και ο ISIS.
Εκεί βρήκαν τη χαμένη τους ταυτότητα και έναν καινούργιο σκοπό, καθώς και την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια μυστική οργάνωση. Το πρόβλημα για την Ευρώπη είναι πώς να απορροφήσει έναν μουσουλμανικό πληθυσμό που σε μερικές περιπτώσεις αντιστέκεται στην αφομοίωσή του. Ακόμη και μερικοί από αυτούς όμως που θέλουν να ενσωματωθούν ανακαλύπτουν ότι δεν μπορούν. Δεν θα ξεχάσω έναν μουσουλμάνο γιατρό στη Γαλλία που μια μέρα μου είπε: «Ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη. Δεν υπάρχει ισότητα, αφού ταλαντούχοι άνθρωποι που έρχονται εδώ δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τους ντόπιους. Αν έχεις αφρικανικό όνομα, δεν παίρνεις τη δουλειά. Δεν υπάρχει πολλή αδελφοσύνη, αφού όταν δεν υπάρχει ισότητα δεν μπορείς να είσαι αδελφός με τον άλλον. Όσο για την ελευθερία, δεν μπορεί να υπάρξει αν για μερικούς σημαίνει κάτι και για άλλους σημαίνει κάτι λιγότερο».
Ο πόλεμος δεν μπορεί να λύσει αυτό το πρόβλημα.
Πηγή: The Boston Globe, ΑΠΕ-ΜΠΕ Ο Χιου Ντέιβιντ Σκοτ Γκρίνγουεϊ, μετά από 50ετή δημοσιογραφική καριέρα παραιτήθηκε από την Boston Globe αλλά συνεχίζει να αρθρογραφεί τακτικά τόσο σε αυτήν την εφημερίδα όσο και στην International Herald Tribune. Στη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του, κάλυψε συγκρούσεις όπως αυτές στην Ινδοκίνα, τον Λίβανο, το Ιράκ, το Πακιστάν, τη Βιρμανία, την Κεντρική Αμερική, την Βοσνία και την Κροατία. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Foreign Correspondent: A Memoir» – Απομνημονεύματα ενός Ξένου Ανταποκριτή (Simon & Schuster, 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου