1. Γιάννης Σμαραγδής ή ο αλλιώς αποκαλούμενος από τον πρωθυπουργό της χώρας μας «μέγας ανηφορίζων της τέχνης της σκηνοθεσίας».
2. Ρένος Χαραμπίδης, υποψήφιος βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο με τον Άρη Σπηλιωτόπουλο, αλλά και φιξαρισμένος τηλεπαρουσιαστής της ΝΕΡΙΤ και παράλληλα υπόδικος για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας.
3. Κατερίνα Ευαγγελάκου - 1η Αναπληρώτρια Διευθύνουσα Σύμβουλος και Εκτελεστικό Μέλος του Δ.Σ. της ΝΕΡΙΤ Α.Ε., η οποία «πάσαρε» μια σειρά αναθέσεων στον διευθυντή φωτογραφίας σύζυγό της, γιατί όπως η ίδια δικαιολόγησε την πράξη της «δε γινόταν να μην εργαστεί».
ON THE CINEMAFRONT: Ο κινηματογράφος της αγωνίας
Ένα άδηλο πεδίο
Είμαστε ένα άδηλο πεδίο ακόμα. Είμαστε το ίδιο το πεδίο, δεν βρισκόμαστε σε κάποιο πεδίο που μέλλει να... Φαντάσματα της ίδιας της συν-διαμόρφωσης μεταξύ μας, πλανόμαστε σε ένα χώρο, όπου οι υποδομές του έχουν μείνει στα θεμέλια, τα οποία έθεσαν ορισμένοι παρορμόμενοι από μια βαθιά επιθυμία για δημιουργία, με τη μοναχικότητα να προσπαθεί επιμόνως να κερδίσει το παιχνίδι από την απόμονωση.
Έτσι ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος αποπειράθηκε να συναντήσει το κοινό αίσθημα μέσα από μια σειρά απελπισμένων πράξεων. Το μεταπολιτευτικό κινηματογραφικό τοπίο, εν τούτοις, δε σχεδιάστηκε ποτέ από τους Υπουργούς Πολιτισμού και τα συνδικαλιστικά όργανα των κομμάτων, με την προοπτική να αναπτυχθεί και να στηριχθεί σε πρότυπα βιομηχανικά όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ούτε καν πέρασε από το νου η πιθανή λύση ενός ονείρου για μια εδραιωμένη βιοτεχνία ταινιών.
Να λοιπόν από τι μαστιζόμαστε, υπονομευόμαστε και απαξιωνόμαστε: α) τον περιορισμένο αριθμό χρηματοδοτούμενων επιλογών (τους συγκοινωνούντες πρακτικά κρατικούς οργανισμούς του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΝΕΡΙΤ) β) ενός δομημένου στέρεα συντεχνιακού συνδικαλισμού, ο οποίος κινείται στους χώρους αυτούς. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ φαίνονται να υπάρχουν ως οάσεις, μόλις προσπαθήσει κανείς να τις πλησιάσει, αποδεικνύονται για τους περισσότερους ένα... μιράζ.
Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, παρά και τη συμβολή ιδιωτικών κεφαλαίων και το άνοιγμα ελλήνων παραγωγών στο εξωτερικό, η εξάρτηση παραμένει.... δημόσια.
Ποιος είναι, λοιπόν, ο ρόλος της Έβδομης Τέχνης στην Ελλάδα και ποιες οι καθοδηγούμενες συνιστώσες που (καθ)ορίζουν την υλοποίηση ταινιών;
Συντεχνιακός συνδικαλισμός: Το άγγιγμα του κακού και η υπαρξιακή ανασφάλεια
Συμπληρώνουμε φόρμες αιτήσεων στο Ε.Κ.Κ., στη ΝΕΡΙΤ, καταθέτουμε σχέδια για ταινίες, ντοκυμανταίρ, σειρές κι εκπομπές, επιθυμώντας να ανταποκριθούμε στα κριτήρια αξιολόγησής τους, τα οποία προτού καν τα διαβάσουμε, τα έχουμε θέσει πρώτα οι ίδιοι στον εαυτό μας… Ποιο το όφελος;
Οι εκτός κυκλώματος σεναριογράφοι και σκηνοθέτες πεθαίνουν από εσωτερική αιμορραγία των ονείρων τους, παλεύοντας να κινηματογραφήσουν τον κόσμο που (παρα)μένει σκονισμένος στα χαρτιά τους.
Δεν αποζητούν μονιμότητα, θέλουν απλά και μόνο τα κριτήρια που αναγράφονται στους δημόσιους οργανισμούς να είναι όντως αυτά κι όχι η πινακίδα με τα φώτα νέον, που αναβοσβήνει πίσω από τον ευγενή αισθητισμό τους, υπενθυμίζοντάς μας… «ΕΧΕΙΣ ΜΕΣΟ;»
Στο Λιμάνι της αγωνίας (σκηνοθεσία: Ελία Καζάν) διεφθαρμένοι συνδικαλιστές –τοποθετημένα όργανα της Μαφίας– παρουσιάζονται κάθε πρωί στην προκυμαία, όπου εκατοντάδες εργάτες περιμένουν να τους μοιραστεί ένας περιορισμένος αριθμός πάσων εργασίας.
Η ουρά μεγάλη. Όταν τα πάσο αρχίζουν και λιγοστεύουν, τα υπόλοιπα τα πετάνε στον αέρα, κάνοντας χάζι τη μια απελπισία που αντιμάχεται την άλλη στο άρπαγμα της ημερήσιας θείας ευκαιρίας. Υπάρχει ένας κανόνας απαράβατος, που μόνο με αυτόν μπορείς να ελπίζεις ότι δε θα «φαγωθείς» κι ότι η άλλη μέρα θα είναι μια ακόμα ευκαιρία για μεροκάματο ή ένα καλύτερο πόστο: ΝΑ ΜΗ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΑΚΟΥΣ ΚΑΙ Ο,ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ.
Τον Ιούλιο του 2013 γίναμε αναγνώστες ενός συμβάντος που παίχτηκε στην αίθουσα του Δ.Σ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, με τον Φιλικό Τζόνυ, τον συντεχνιακό συνδικαλιστή του Λιμανιού της αγωνίας, ή μάλλον τον πρόεδρο Χάρη Παπαδόπουλο (μεταξύ των άλλων και υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο με τον Άρη Σπηλιωτόπουλο) να πρωτοστατεί ενός Διοικητικού Συμβουλίου, που παρέπεμψε τον σκηνοθέτη Γιώργο Μπακόλα στην Πειθαρχική Επιτροπή, καταδιώκοντας τη θέλησή του για διαφάνεια σε ύποπτες συναλλαγές, κι απειλώντας τον μάλιστα πως δε θα ξανακάνει ταινία.
Τα γεγονότα του Λιμανιού της αγωνίας τα ζούμε πιο εκλεπτυσμένα στην Ελλάδα. Η αγωνία είναι ένα αίσθημα συνεχώς μετέωρο, που περιμένει να βιωθεί συγκεκριμένα: με την ικανοποίηση, την απογοήτευση, αλλά και τη φοβισμένη υποταγή. Από την εκπολιτισμένη διάστασή της απουσιάζουν οι βιολογικές εξοντώσεις όπως άνθρωποι κρεμασμένοι από γάντζους ή πιστολέρο που στήνουν παγίδες, η βιαιότητα και ο εκφοβισμός, όμως παραμένουν αυτούσιοι, παίζοντας το παιχνίδι τους ψυχοσωματικά στους μη συμμορφωμένους προς τας υποδείξεις.
Ναι, το σκοτεινό παιχνίδι παίζεται σε πιο επιφανές κοινωνικό επίπεδο: πολιτικά κομμάτα διορίζουν γεννημένους συνδικαλιστές που κινούν τα νήματα μιας αειθαλούς Σταυροφορίας για τη διάσωση περιβόητων δικαιωμάτων της εθνικής μας κινηματογραφίας, τα οποία θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα (π.χ. ο φόρος του 1,5% που υποχρεούνται να καταβάλλουν τα ιδιωτικά κανάλια). Μάλιστα, πολλοί έχουν τη φόρμουλα να επιβιώνουν ακόμα και σε εναλλασσόμενες κυβερνήσεις, μια και ο τρόπος των κινήσεων τους λειτουργεί όπως το δέρμα του χαμαιλέοντα.
Στους μη έχοντες, λοιπόν, φιλοδοξίες διαφθοράς κι έχοντας φερθεί αντιστασιακά στο συντεχνιακό συνάφι, το αίσθημα που τους αντιστοιχεί σε κάθε υποβολή σχεδίου τους, όταν τους βρίσκουν απέναντι τους, είναι η απογόητευση.
Και το μόνο που έχουν να ελπίζουν, είναι σε κάποια ιδανική συνδυαστική πλειοψηφία επιτροπής εγκρίσεων και Δ.Σ. κι αυτό είναι όμως μόνο για όσους έχουν κατορθώσει να δείξουν κάποτε στο παρελθόν δείγματα κινηματογραφικής γράφης. Με τους νιόφερτους, όμως, τι γίνεται…; Η μόνη ισχυροποιημένη ελπίδα γι’αυτούς είναι η μη ανίχνευσή τους ακόμα στο παιχνίδι των αναγνωρίσεων.
Οι υποταγμένοι στο φόβο από την άλλη, αποτελούν μια ανάμικτη περίπτωση, ένα εκρηκτικό μίγμα ανοδικού βολέματος. Πρόκειται για τους έμπιστους φρουρούς ή/και τους ευάλωτους συμβιβασμένους που ψάχνουν εναγωνίως να σταθεροποιήσουν τη συχνότητά τους με το αίσθημα της ικανοποίησης.
Ταΐζοντας σιωπή τους εργοδότες τους, τους συντηρούν σε κατάσταση χορτασμού ώστε αν βρεθούν μπροστά τους με κάποια πρόταση, εκείνοι να μη τους «φάνε», να μη τους παραπετάξουν και μόνο από τη θέα του αναγραφόμενου ονόματός τους.
Η εξουσία έχει την τάση να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα
Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, τι να απέγινε ο Εμιλιάνο Ζαπάτα σε μουσική Γιάννη Γλέζου μες στα κατάλοιπα της προσωπικής του σταδιοδρομίας που «από επίγονος της γενιάς των σημαντικών δημιουργών στα δύσκολα χρόνια της Χούντας» ο ίδιος μεταμορφώθηκε σε συνοδοιπόρο συνδικαλιστή του Φιλικού Τζόνυ; Αναρωτιόμαστε επίσης τι να απέγινε το γκονταρικό τέλος της Χρυσομαλλούσας του Τώνη Λυκουρέση, ο οποίος διορίζεται πρόεδρος του Κέντρου Κινηματογράφου, ενώ έχει ήδη προετοιμασμένη την παραίτησή του για να καταθέσει την αμέσως επόμενη ημέρα… αίτηση για ταινία.
Οι μετασεισμικές δονήσεις φανέρωσαν βαθιά ρήγματα, ανοίγοντας πάλι χώρο στους δαίμονες του συνδικαλισμού, ώστε να αναδειχθούν ως τα καίρια όργανα αποφάσεων (ανάμεσά τους και ο Νίκος Σέκερης, δεξί χέρι του Χάρη Παπαδόπουλου). Είναι τυχαία η εκλογή τους από τον τέως υπουργό πολιτισμού Πάνο Παναγιωτόπουλο, μια μέρα πριν παραδόσει την υπουργική του θέση στον απόντα προς τα εν εξελίξει γεγονότα Κωνσταντίνο Τασούλα, για τον οποίο «το υπουργείο Πολιτισμού έχει μια γοητευτική διάσταση»;
Το μεγάλο φαγοπότι, μια ταινία σε σκηνοθεσία παραγόντων του Ε.Κ.Κ.
Ήδη με την πρώτη ματιά στις εγκρίσεις για το 1ο στάδιο συγγραφής σεναρίου, τα συμπεράσματα αναδύονται απ’ευθείας όπως μια φωτογραφία που βγαίνει από την Polaroid μηχανή της. Τρεις «καλλιτεχνικοί εκπρόσωποι» της συγκυβέρνησης πρωτοστατούν καρπόμενοι καθένας τους από 3.000 ευρώ.
Πρώτος και κύριος ο μέγας μαντιναδόρος Γιάννης Σμαραγδής ή ο αλλιώς αποκαλούμενος από τον πρωθυπουργό της χώρας μας «μέγας ανηφορίζων της τέχνης της σκηνοθεσίας», ο οποίος διατεινόμενος ότι μπορεί να μπει φυλακή, έκανε αίτηση «κινηματογραφικού μερίσματος» για τον Καζαντζάκη, και εγκρίθηκε. Κατεβαίνοντας στη λίστα, συναντούμε και τον Ρένο Χαραλαμπίδη –υποψήφιο βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο με τον Άρη Σπηλιωτόπουλο και φιξαρισμένος τηλεπαρουσιαστής της ΝΕΡΙΤ– ο οποίος μάλιστα βρίσκεται και υπόδικος για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, με την εναγόμενη να έχει ήδη κερδίσει το ποινικό εναντίον της για συκοφαντία, ενώ εκρεμμεί συνέχεια δικών (το υπό κλοπή σενάριο ήταν το Τέσσερα μαύρα κουστούμια).
Τέλος… το σούσουρο της ΝΕΡΙΤ: η Κατερίνα Ευαγγελάκου (η 1η Αναπληρώτρια Διευθύνουσα Σύμβουλος και Εκτελεστικό Μέλος του ΔΣ της ΝΕΡΙΤ Α.Ε. μόλις πρωτοσυστάθηκε η καθαρτήρια (;) μορφή της δημόσιας τηλεόρασης) η οποία «πάσαρε» μια σειρά αναθέσεων στον διευθυντή φωτογραφίας σύζυγό της, γιατί όπως η ίδια δικαιολόγησε την πράξη της «δε γινόταν να μην εργαστεί».
Aπ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο…
Υπάρχουν, ωστόσο, άνθρωποι μέσα στο Κέντρο, οι οποίοι προσπαθούν να υλοποιήσουν ό,τι εγγυήθηκαν κατά την ανάληψη της θέσης τους όπως: διεκδικήσεις από οφειλές του δημοσίου, συγκέντρωση από επιστροφές φόρου, με συνακόλουθη δημιουργία αποθεματικού, χορηγίες του ΟΠΑΠ, κλείσιμο τριετούς συμφωνίας με το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου για συμπαραγωγές ταινιών.
Για μια ουσιαστική έξοδο από τη… σιωπή
Μαζεύτηκαν 353 υπογραφές υπέρ παραμονής του κ. Καραντινάκη στη θέση του γενικού διευθυντή. Η αξιοπρέπεια, όμως από μόνο της δεν είναι αρκετή, οφείλει στον εαυτό της να έχει εκτόπισμα. Μερικώς ζυμωμένη μέσα στην αντιφατική πραγματικότητα χάνει την ουσία της ευργετικής της επιθετικότητας.
Όσο μένουμε περιχαρακωμένοι, η διάνυση της απόστασης μεγαλώνει κι ας φαίνεται πως ελαττώνεται. Η συλλογή υπογραφών ήταν μια κάποια λύση, αν μείνουμε ωστόσο, μονάχα σε αυτή τη στερεοτυπική κίνηση, τότε θα είναι σαν να καταδίδουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, με τη νέτα σκέτα υπογραφή να μοιάζει ως η αφηρημένη χειρονομία μιας συγκεκριμένης πράξης.
Ας πάψουμε, επιτέλους, να ζούμε με την αγωνία για το ποιος θα πάρει «πάσο εργασίας» στην… προκυμαία των αφίξεων. Εκτός αν θέλουμε να (παρα)μείνουμε «Κ» και «M»… κουφοί και μουγκοί.
Μάριος Π. Παπαγεωργίου
Kινηματογραφιστής-Kριτικός κινηματογράφου
ON THE CINEMAFRONT: Ο κινηματογράφος της αγωνίας
Ένα άδηλο πεδίο
Είμαστε ένα άδηλο πεδίο ακόμα. Είμαστε το ίδιο το πεδίο, δεν βρισκόμαστε σε κάποιο πεδίο που μέλλει να... Φαντάσματα της ίδιας της συν-διαμόρφωσης μεταξύ μας, πλανόμαστε σε ένα χώρο, όπου οι υποδομές του έχουν μείνει στα θεμέλια, τα οποία έθεσαν ορισμένοι παρορμόμενοι από μια βαθιά επιθυμία για δημιουργία, με τη μοναχικότητα να προσπαθεί επιμόνως να κερδίσει το παιχνίδι από την απόμονωση.
Έτσι ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος αποπειράθηκε να συναντήσει το κοινό αίσθημα μέσα από μια σειρά απελπισμένων πράξεων. Το μεταπολιτευτικό κινηματογραφικό τοπίο, εν τούτοις, δε σχεδιάστηκε ποτέ από τους Υπουργούς Πολιτισμού και τα συνδικαλιστικά όργανα των κομμάτων, με την προοπτική να αναπτυχθεί και να στηριχθεί σε πρότυπα βιομηχανικά όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ούτε καν πέρασε από το νου η πιθανή λύση ενός ονείρου για μια εδραιωμένη βιοτεχνία ταινιών.
Να λοιπόν από τι μαστιζόμαστε, υπονομευόμαστε και απαξιωνόμαστε: α) τον περιορισμένο αριθμό χρηματοδοτούμενων επιλογών (τους συγκοινωνούντες πρακτικά κρατικούς οργανισμούς του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και της ΝΕΡΙΤ) β) ενός δομημένου στέρεα συντεχνιακού συνδικαλισμού, ο οποίος κινείται στους χώρους αυτούς. Και οι δύο αυτές περιπτώσεις, ενώ φαίνονται να υπάρχουν ως οάσεις, μόλις προσπαθήσει κανείς να τις πλησιάσει, αποδεικνύονται για τους περισσότερους ένα... μιράζ.
Βέβαια, τα τελευταία χρόνια, παρά και τη συμβολή ιδιωτικών κεφαλαίων και το άνοιγμα ελλήνων παραγωγών στο εξωτερικό, η εξάρτηση παραμένει.... δημόσια.
Ποιος είναι, λοιπόν, ο ρόλος της Έβδομης Τέχνης στην Ελλάδα και ποιες οι καθοδηγούμενες συνιστώσες που (καθ)ορίζουν την υλοποίηση ταινιών;
Συντεχνιακός συνδικαλισμός: Το άγγιγμα του κακού και η υπαρξιακή ανασφάλεια
Συμπληρώνουμε φόρμες αιτήσεων στο Ε.Κ.Κ., στη ΝΕΡΙΤ, καταθέτουμε σχέδια για ταινίες, ντοκυμανταίρ, σειρές κι εκπομπές, επιθυμώντας να ανταποκριθούμε στα κριτήρια αξιολόγησής τους, τα οποία προτού καν τα διαβάσουμε, τα έχουμε θέσει πρώτα οι ίδιοι στον εαυτό μας… Ποιο το όφελος;
Οι εκτός κυκλώματος σεναριογράφοι και σκηνοθέτες πεθαίνουν από εσωτερική αιμορραγία των ονείρων τους, παλεύοντας να κινηματογραφήσουν τον κόσμο που (παρα)μένει σκονισμένος στα χαρτιά τους.
Δεν αποζητούν μονιμότητα, θέλουν απλά και μόνο τα κριτήρια που αναγράφονται στους δημόσιους οργανισμούς να είναι όντως αυτά κι όχι η πινακίδα με τα φώτα νέον, που αναβοσβήνει πίσω από τον ευγενή αισθητισμό τους, υπενθυμίζοντάς μας… «ΕΧΕΙΣ ΜΕΣΟ;»
Στο Λιμάνι της αγωνίας (σκηνοθεσία: Ελία Καζάν) διεφθαρμένοι συνδικαλιστές –τοποθετημένα όργανα της Μαφίας– παρουσιάζονται κάθε πρωί στην προκυμαία, όπου εκατοντάδες εργάτες περιμένουν να τους μοιραστεί ένας περιορισμένος αριθμός πάσων εργασίας.
Η ουρά μεγάλη. Όταν τα πάσο αρχίζουν και λιγοστεύουν, τα υπόλοιπα τα πετάνε στον αέρα, κάνοντας χάζι τη μια απελπισία που αντιμάχεται την άλλη στο άρπαγμα της ημερήσιας θείας ευκαιρίας. Υπάρχει ένας κανόνας απαράβατος, που μόνο με αυτόν μπορείς να ελπίζεις ότι δε θα «φαγωθείς» κι ότι η άλλη μέρα θα είναι μια ακόμα ευκαιρία για μεροκάματο ή ένα καλύτερο πόστο: ΝΑ ΜΗ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΑΚΟΥΣ ΚΑΙ Ο,ΤΙ ΒΛΕΠΕΙΣ.
Τον Ιούλιο του 2013 γίναμε αναγνώστες ενός συμβάντος που παίχτηκε στην αίθουσα του Δ.Σ. της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, με τον Φιλικό Τζόνυ, τον συντεχνιακό συνδικαλιστή του Λιμανιού της αγωνίας, ή μάλλον τον πρόεδρο Χάρη Παπαδόπουλο (μεταξύ των άλλων και υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο με τον Άρη Σπηλιωτόπουλο) να πρωτοστατεί ενός Διοικητικού Συμβουλίου, που παρέπεμψε τον σκηνοθέτη Γιώργο Μπακόλα στην Πειθαρχική Επιτροπή, καταδιώκοντας τη θέλησή του για διαφάνεια σε ύποπτες συναλλαγές, κι απειλώντας τον μάλιστα πως δε θα ξανακάνει ταινία.
Τα γεγονότα του Λιμανιού της αγωνίας τα ζούμε πιο εκλεπτυσμένα στην Ελλάδα. Η αγωνία είναι ένα αίσθημα συνεχώς μετέωρο, που περιμένει να βιωθεί συγκεκριμένα: με την ικανοποίηση, την απογοήτευση, αλλά και τη φοβισμένη υποταγή. Από την εκπολιτισμένη διάστασή της απουσιάζουν οι βιολογικές εξοντώσεις όπως άνθρωποι κρεμασμένοι από γάντζους ή πιστολέρο που στήνουν παγίδες, η βιαιότητα και ο εκφοβισμός, όμως παραμένουν αυτούσιοι, παίζοντας το παιχνίδι τους ψυχοσωματικά στους μη συμμορφωμένους προς τας υποδείξεις.
Ναι, το σκοτεινό παιχνίδι παίζεται σε πιο επιφανές κοινωνικό επίπεδο: πολιτικά κομμάτα διορίζουν γεννημένους συνδικαλιστές που κινούν τα νήματα μιας αειθαλούς Σταυροφορίας για τη διάσωση περιβόητων δικαιωμάτων της εθνικής μας κινηματογραφίας, τα οποία θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα (π.χ. ο φόρος του 1,5% που υποχρεούνται να καταβάλλουν τα ιδιωτικά κανάλια). Μάλιστα, πολλοί έχουν τη φόρμουλα να επιβιώνουν ακόμα και σε εναλλασσόμενες κυβερνήσεις, μια και ο τρόπος των κινήσεων τους λειτουργεί όπως το δέρμα του χαμαιλέοντα.
Στους μη έχοντες, λοιπόν, φιλοδοξίες διαφθοράς κι έχοντας φερθεί αντιστασιακά στο συντεχνιακό συνάφι, το αίσθημα που τους αντιστοιχεί σε κάθε υποβολή σχεδίου τους, όταν τους βρίσκουν απέναντι τους, είναι η απογόητευση.
Και το μόνο που έχουν να ελπίζουν, είναι σε κάποια ιδανική συνδυαστική πλειοψηφία επιτροπής εγκρίσεων και Δ.Σ. κι αυτό είναι όμως μόνο για όσους έχουν κατορθώσει να δείξουν κάποτε στο παρελθόν δείγματα κινηματογραφικής γράφης. Με τους νιόφερτους, όμως, τι γίνεται…; Η μόνη ισχυροποιημένη ελπίδα γι’αυτούς είναι η μη ανίχνευσή τους ακόμα στο παιχνίδι των αναγνωρίσεων.
Οι υποταγμένοι στο φόβο από την άλλη, αποτελούν μια ανάμικτη περίπτωση, ένα εκρηκτικό μίγμα ανοδικού βολέματος. Πρόκειται για τους έμπιστους φρουρούς ή/και τους ευάλωτους συμβιβασμένους που ψάχνουν εναγωνίως να σταθεροποιήσουν τη συχνότητά τους με το αίσθημα της ικανοποίησης.
Ταΐζοντας σιωπή τους εργοδότες τους, τους συντηρούν σε κατάσταση χορτασμού ώστε αν βρεθούν μπροστά τους με κάποια πρόταση, εκείνοι να μη τους «φάνε», να μη τους παραπετάξουν και μόνο από τη θέα του αναγραφόμενου ονόματός τους.
Η εξουσία έχει την τάση να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα
Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, τι να απέγινε ο Εμιλιάνο Ζαπάτα σε μουσική Γιάννη Γλέζου μες στα κατάλοιπα της προσωπικής του σταδιοδρομίας που «από επίγονος της γενιάς των σημαντικών δημιουργών στα δύσκολα χρόνια της Χούντας» ο ίδιος μεταμορφώθηκε σε συνοδοιπόρο συνδικαλιστή του Φιλικού Τζόνυ; Αναρωτιόμαστε επίσης τι να απέγινε το γκονταρικό τέλος της Χρυσομαλλούσας του Τώνη Λυκουρέση, ο οποίος διορίζεται πρόεδρος του Κέντρου Κινηματογράφου, ενώ έχει ήδη προετοιμασμένη την παραίτησή του για να καταθέσει την αμέσως επόμενη ημέρα… αίτηση για ταινία.
Οι μετασεισμικές δονήσεις φανέρωσαν βαθιά ρήγματα, ανοίγοντας πάλι χώρο στους δαίμονες του συνδικαλισμού, ώστε να αναδειχθούν ως τα καίρια όργανα αποφάσεων (ανάμεσά τους και ο Νίκος Σέκερης, δεξί χέρι του Χάρη Παπαδόπουλου). Είναι τυχαία η εκλογή τους από τον τέως υπουργό πολιτισμού Πάνο Παναγιωτόπουλο, μια μέρα πριν παραδόσει την υπουργική του θέση στον απόντα προς τα εν εξελίξει γεγονότα Κωνσταντίνο Τασούλα, για τον οποίο «το υπουργείο Πολιτισμού έχει μια γοητευτική διάσταση»;
Το μεγάλο φαγοπότι, μια ταινία σε σκηνοθεσία παραγόντων του Ε.Κ.Κ.
Ήδη με την πρώτη ματιά στις εγκρίσεις για το 1ο στάδιο συγγραφής σεναρίου, τα συμπεράσματα αναδύονται απ’ευθείας όπως μια φωτογραφία που βγαίνει από την Polaroid μηχανή της. Τρεις «καλλιτεχνικοί εκπρόσωποι» της συγκυβέρνησης πρωτοστατούν καρπόμενοι καθένας τους από 3.000 ευρώ.
Πρώτος και κύριος ο μέγας μαντιναδόρος Γιάννης Σμαραγδής ή ο αλλιώς αποκαλούμενος από τον πρωθυπουργό της χώρας μας «μέγας ανηφορίζων της τέχνης της σκηνοθεσίας», ο οποίος διατεινόμενος ότι μπορεί να μπει φυλακή, έκανε αίτηση «κινηματογραφικού μερίσματος» για τον Καζαντζάκη, και εγκρίθηκε. Κατεβαίνοντας στη λίστα, συναντούμε και τον Ρένο Χαραλαμπίδη –υποψήφιο βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας και υποψήφιο δημοτικό σύμβουλο με τον Άρη Σπηλιωτόπουλο και φιξαρισμένος τηλεπαρουσιαστής της ΝΕΡΙΤ– ο οποίος μάλιστα βρίσκεται και υπόδικος για κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας, με την εναγόμενη να έχει ήδη κερδίσει το ποινικό εναντίον της για συκοφαντία, ενώ εκρεμμεί συνέχεια δικών (το υπό κλοπή σενάριο ήταν το Τέσσερα μαύρα κουστούμια).
Τέλος… το σούσουρο της ΝΕΡΙΤ: η Κατερίνα Ευαγγελάκου (η 1η Αναπληρώτρια Διευθύνουσα Σύμβουλος και Εκτελεστικό Μέλος του ΔΣ της ΝΕΡΙΤ Α.Ε. μόλις πρωτοσυστάθηκε η καθαρτήρια (;) μορφή της δημόσιας τηλεόρασης) η οποία «πάσαρε» μια σειρά αναθέσεων στον διευθυντή φωτογραφίας σύζυγό της, γιατί όπως η ίδια δικαιολόγησε την πράξη της «δε γινόταν να μην εργαστεί».
Aπ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο…
Υπάρχουν, ωστόσο, άνθρωποι μέσα στο Κέντρο, οι οποίοι προσπαθούν να υλοποιήσουν ό,τι εγγυήθηκαν κατά την ανάληψη της θέσης τους όπως: διεκδικήσεις από οφειλές του δημοσίου, συγκέντρωση από επιστροφές φόρου, με συνακόλουθη δημιουργία αποθεματικού, χορηγίες του ΟΠΑΠ, κλείσιμο τριετούς συμφωνίας με το Γαλλικό Κέντρο Κινηματογράφου για συμπαραγωγές ταινιών.
Για μια ουσιαστική έξοδο από τη… σιωπή
Μαζεύτηκαν 353 υπογραφές υπέρ παραμονής του κ. Καραντινάκη στη θέση του γενικού διευθυντή. Η αξιοπρέπεια, όμως από μόνο της δεν είναι αρκετή, οφείλει στον εαυτό της να έχει εκτόπισμα. Μερικώς ζυμωμένη μέσα στην αντιφατική πραγματικότητα χάνει την ουσία της ευργετικής της επιθετικότητας.
Όσο μένουμε περιχαρακωμένοι, η διάνυση της απόστασης μεγαλώνει κι ας φαίνεται πως ελαττώνεται. Η συλλογή υπογραφών ήταν μια κάποια λύση, αν μείνουμε ωστόσο, μονάχα σε αυτή τη στερεοτυπική κίνηση, τότε θα είναι σαν να καταδίδουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς, με τη νέτα σκέτα υπογραφή να μοιάζει ως η αφηρημένη χειρονομία μιας συγκεκριμένης πράξης.
Ας πάψουμε, επιτέλους, να ζούμε με την αγωνία για το ποιος θα πάρει «πάσο εργασίας» στην… προκυμαία των αφίξεων. Εκτός αν θέλουμε να (παρα)μείνουμε «Κ» και «M»… κουφοί και μουγκοί.
Μάριος Π. Παπαγεωργίου
Kινηματογραφιστής-Kριτικός κινηματογράφου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου