Η Όπερα της πεντάρας (γερμανικά: Die Dreigroschenoper) είναι μουσικό έργο του Γερμανού συνθέτη Κουρτ Βάιλ σε λιμπρέτο του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Πρόκειται για μεταφορά του αγγλικού έργου του 18ου αιώνα Η όπερα του ζητιάνου (Beggar's Opera) του Τζον Γκέι. Έκανε πρεμιέρα στις 31 Αυγούστου 1928 στο Θέατρο του Βερολίνου κι από την πρώτη στιγμή προκάλεσε αίσθηση στο ευρύ κοινό κι είχε μεγάλο αντίκτυπο στο χώρο του μιούζικαλ. Γνώρισε παγκόσμια επιτυχία, μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες, ενώ εξακολουθεί και παίζεται από επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους, ενώ έχει γνωρίσει αρκετές παραλλαγές για τον κινηματογράφο, την όπερα κλπ.
Η πρεμιέρα της παράστασης είχε προγραμματιστεί για να εορταστεί η ίδρυση του Θεάτρου του Φραγμάτων των Ναυπηγών (Schiffbauerdamm Theatre) από τον διευθυντή του θεάτρου Ερνστ Γιόζεφ Άουφριχτ. Η σκηνοθεσία ανατέθηκε τυπικά στον Έριχ Ένγκελ, αλλά ουσιαστικά σκηνοθέτης ήταν ο Μπρέχτ που επέβαλε την αποστασιοποίηση ως μέθοδο
απόδοσης του κειμένου. Οι ταλαντούχοι ηθοποιοί (Έριχ Πόντα, Ρόζα Βαλέτι, Ρόμα Μπάν, Κάτε Κυλ, Χάραλντ Παουλσεν, Κουρτ Γκέρρον, Ερνστ Μπους και η πρωτοεμφανιζόμενη Λότε Λένια στο ρόλο της Τζένης) παρά τις αρχικές τους αμφιβολίες για την καινοτόμο σκηνοθετική άποψη του Μπρεχτ, θα ακολουθήσουν τελικά τις οδηγίες του που θα εξασφαλίσουν την μεγάλη εμπορική επιτυχία του έργου.
Η επεισοδιακή πρεμιέρα
Η τεράστια απήχηση που είχε η παράσταση αποτέλεσε πρόκληση για τους εχθρούς του Μπρεχτ. Έτσι δημιουργήθηκε σάλος, όταν ο κριτικός θεάτρου Άλφρεντ Κερρ κατηγόρησε τον συγγραφέα για λογοκλοπή επειδή είχε χρησιμοποιήσει ορισμένους στίχους του Βιγιόν σε μετάφραση του Άμερ. Η οργίλη απάντηση του Μπρεχτ αναφέρεται σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας με έναν ενδιαφέροντα τρόπο:
«Μια εφημερίδα του Βερολίνου παρατήρησε, αργά βέβαια, ωστόσο παρατήρησε, ότι στην έκδοση Κηπενχόυερ των τραγουδιών της Όπερας της Πεντάρας, δίπλα στο όνομα του Βιγιόν λείπει το όνομα του μεταφραστή Άμερ, αν και από τους 625 στίχους μου, οι 25 είναι απόλυτα ταυτόσημοι με την θαυμάσια μετάφραση του Άμερ. Απαιτείται μια εξήγηση. Εξηγώ λοιπόν, πιστός στην αλήθεια, ότι δυστυχώς ξέχασα να αναφέρω το όνομα του Άμερ. Κι αυτό πάλι το εξηγώ με την εκ πεποιθήσεως αδιαφορία που δείχνω σε ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας».
Η υπόθεση
Το έργο επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης. Στο βικτωριανό Λονδίνο, πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που παντρεύεται την Πόλι Πίτσαμ.
Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά "κέρδη" τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν "εμπόριο", ακόμα και η ελεημοσύνη. Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλι, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακίθ. Η ίδια η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την "Τζένη των Πειρατών". Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
Η Πόλι αναφέρει στο Μακίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες "δουλειές" στην Πόλι. Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζένι, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει. Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί εμφανίζονται η Πόλι μαζί με τη Λούσι, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού. Η Λούσι μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του.
Η Τζένι απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται. Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ. Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες. Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Καταφτάνει απεσταλμένος της βασίλισσας, η οποία δίνει χάρη στο Μακίθ και του χορηγεί αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο. Σύσσωμος ο θίασος στο φινάλε τραγουδάει μια παράκληση να μην τιμωρούνται τόσο αυστηρά τα αδικήματα.
Η πρεμιέρα της παράστασης είχε προγραμματιστεί για να εορταστεί η ίδρυση του Θεάτρου του Φραγμάτων των Ναυπηγών (Schiffbauerdamm Theatre) από τον διευθυντή του θεάτρου Ερνστ Γιόζεφ Άουφριχτ. Η σκηνοθεσία ανατέθηκε τυπικά στον Έριχ Ένγκελ, αλλά ουσιαστικά σκηνοθέτης ήταν ο Μπρέχτ που επέβαλε την αποστασιοποίηση ως μέθοδο
απόδοσης του κειμένου. Οι ταλαντούχοι ηθοποιοί (Έριχ Πόντα, Ρόζα Βαλέτι, Ρόμα Μπάν, Κάτε Κυλ, Χάραλντ Παουλσεν, Κουρτ Γκέρρον, Ερνστ Μπους και η πρωτοεμφανιζόμενη Λότε Λένια στο ρόλο της Τζένης) παρά τις αρχικές τους αμφιβολίες για την καινοτόμο σκηνοθετική άποψη του Μπρεχτ, θα ακολουθήσουν τελικά τις οδηγίες του που θα εξασφαλίσουν την μεγάλη εμπορική επιτυχία του έργου.
Η επεισοδιακή πρεμιέρα
Η τεράστια απήχηση που είχε η παράσταση αποτέλεσε πρόκληση για τους εχθρούς του Μπρεχτ. Έτσι δημιουργήθηκε σάλος, όταν ο κριτικός θεάτρου Άλφρεντ Κερρ κατηγόρησε τον συγγραφέα για λογοκλοπή επειδή είχε χρησιμοποιήσει ορισμένους στίχους του Βιγιόν σε μετάφραση του Άμερ. Η οργίλη απάντηση του Μπρεχτ αναφέρεται σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας με έναν ενδιαφέροντα τρόπο:
«Μια εφημερίδα του Βερολίνου παρατήρησε, αργά βέβαια, ωστόσο παρατήρησε, ότι στην έκδοση Κηπενχόυερ των τραγουδιών της Όπερας της Πεντάρας, δίπλα στο όνομα του Βιγιόν λείπει το όνομα του μεταφραστή Άμερ, αν και από τους 625 στίχους μου, οι 25 είναι απόλυτα ταυτόσημοι με την θαυμάσια μετάφραση του Άμερ. Απαιτείται μια εξήγηση. Εξηγώ λοιπόν, πιστός στην αλήθεια, ότι δυστυχώς ξέχασα να αναφέρω το όνομα του Άμερ. Κι αυτό πάλι το εξηγώ με την εκ πεποιθήσεως αδιαφορία που δείχνω σε ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας».
Η υπόθεση
Το έργο επικεντρώνεται σε ιστορίες της αστικής τάξης. Στο βικτωριανό Λονδίνο, πρωταγωνιστής είναι ο περιβόητος Μακίθ (Μάκι Μέσερ ή Μακ ο Μαχαιροβγάλτης), που παντρεύεται την Πόλι Πίτσαμ.
Στην Πρώτη Πράξη, ο Μπρεχτ παρουσιάζει το μαγαζί του Τζόναθαν Πίτσαμ, του αφεντικού των ζητιάνων του Λονδίνου, στους οποίους πουλάει προστασία, τους εκμεταλλεύεται και διεκδικεί μερίδιο από τα καθημερινά "κέρδη" τους, ασκώντας κριτική στο καπιταλιστικό σύστημα, προβάλλοντας την εικόνα ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν "εμπόριο", ακόμα και η ελεημοσύνη. Ο Πίτσαμ ανακαλύπτει ότι η κόρη του, η Πόλι, που τη θεωρεί ιδιοκτησία του, έχει μπλέξει με τον περιβόητο κακοποιό Μακίθ. Η ίδια η Πόλι εκείνο το βράδυ παντρεύεται το Μακίθ σε ένα σταύλο και διασκεδάζει μαζί με τη συμμορία του, παριστάνοντας την "Τζένη των Πειρατών". Γυρίζοντας σπίτι, ανακοινώνει στους γονείς της το γάμο της, αλλά και το ότι ο αρχηγός της αστυνομίας Τάιγκερ Μπράουν διασκέδασε μαζί τους, καθώς αυτός και ο Μακίθ είναι στενοί φίλοι από το στρατό. Ο γάμος αυτός εξοργίζει τον πατέρα της, ο οποίος πασχίζει να στείλει τον Μακίθ στην κρεμάλα.
Η Πόλι αναφέρει στο Μακίθ τις προσπάθειες του πατέρα της κι αυτός αποφασίζει να φύγει από το Λονδίνο, αφήνοντας διάφορες "δουλειές" στην Πόλι. Πριν φύγει, επισκέπτεται την Τζένι, πρώην αγαπημένη του, χωρίς να ξέρει ότι έχει δεχτεί λεφτά από την κυρία Πίτσαμ για να τον καταδώσει. Παρά τη φιλία του με τον αρχηγό της αστυνομίας Μπράουν, συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή. Εκεί εμφανίζονται η Πόλι μαζί με τη Λούσι, την κόρη του Μπράουν, όπου μεσολαβεί μια σκηνή ζήλιας και τσακωμού. Η Λούσι μηχανορραφεί για την απόδραση του Μακίθ, ενώ ο Πίτσαμ απειλεί τον αστυνόμο Μπράουν ότι θα εξαπολύσει όλους τους ζητιάνους του κατά την τελετή στέψης της βασίλισσας, κάτι που θα στοίχιζε τη θέση του.
Η Τζένι απαιτεί τα χρήματά της από την κυρία Πίτσαμ, η οποία αρνείται. Ο Μπράουν μαθαίνει ότι οι ζητιάνοι έχουν ήδη λάβει θέσεις και ο μόνος τρόπος να σώσει τον ίδιο και τη θέση του στην αστυνομία είναι να συλλάβει και να εκτελέσει το Μακίθ. Ο Μακίθ οδηγείται και πάλι στη φυλακή, αλλά αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μαζέψει τόσα χρήματα για να εξαγοράσει τους φύλακες. Λίγο πριν την εκτέλεση, γίνεται η μεγάλη ανατροπή. Καταφτάνει απεσταλμένος της βασίλισσας, η οποία δίνει χάρη στο Μακίθ και του χορηγεί αποζημίωση και ένα κάστρο με τίτλο. Σύσσωμος ο θίασος στο φινάλε τραγουδάει μια παράκληση να μην τιμωρούνται τόσο αυστηρά τα αδικήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου