Από έναν πολύ καλό φίλο και συνεργάτη του blog πήραμε την παρακάτω επιστολή:
Επειδή στο δημόσιο λόγο έχουν ξεφτιλιστεί τα πάντα πλέον, με αποκορύφωμα το λόγο της νυν κυβέρνησης, όπου αφ’ ενός οι λέξεις έχουν χάσει παντελώς το νόημά τους και τα πράγματα έχουν γυμνωθεί από την αξία τους και αφ’ ετέρου, με όπλο ακριβώς τα παραπάνω που μαζί με τα σχιζοφρενικογόνα διπλά μηνύματα που κατά κόρο εξαπολύουν με το λόγο τους εναντίον μας, αποβλέπουν να μας λιώσουν το μυαλό, να αλλοιώσουν και απαλλοτριώσουν τη σκέψη μας και άρα τη συνείδηση και το συναίσθημά μας, να μας κάνουν κυριολεκτικά ζόμπι δηλαδή και άρα του χεριού τους. Επειδή έχουν κάνει πιπίλα τη φράση, με το πιστόλι στον κρόταφο, που κατά την άποψή τους δικαιολογεί τα πάντα, επειδή είμαι σίγουρος ότι δεν έχουν έλθει ποτέ κανένας τους σε τέτοια κατάσταση, όχι κατ’ ανάγκη με πιστόλι, που να χρειαστεί να υπερασπιστούν ιδέες και αξίες με νύχια και με δόντια, γι αυτό και τα ξεπουλάνε τόσο εύκολα, επειδή πρέπει να προσπαθήσουμε να ξαναδώσουμε στις λέξεις το νόημά τους και στα πράγματα την αξία τους, να λέμε δηλαδή, τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη, βρήκα στον ιστότοπο «στον Τοίχο» το παρακάτω απόσπασμα από άρθρο για τον Αναστάσιο Πολυζωίδη. Και αυτό χωρίς να ξεχνώ όλους αυτούς τους Αγωνιστές που δεν υπέγραφαν παρόλα τα βασανιστήρια και φυσικά, τους Μεγάλους Άλλους που αντίκριζαν τις κάνες των δολοφόνων τους στημένοι στον τοίχο και, το πιστόλι στον κρόταφο, ήταν για τη χαριστική βολή.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Η δίκη
Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου. Το κατηγορητήριο όριζε να δικαστούν στις 25 Μαΐου 1834 “επί εσχάτη προδοσία”, πράγμα που επέσυρε την επιβολή της ποινής του θανάτου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Κίτσος Τζαβέλλας μαζί με μερικούς άλλους ηρωικούς αγωνιστές που συνελήφθησαν το Σεπτέμβριο του 1834 ως δήθεν ύποπτοι συνωμοσίας κατά της βαυαρικής Αντιβασιλείας και κλείστηκαν για εννιά μήνες στις φυλακές της Ακροναυπλίας.
Η πολύκροτη δίκη άρχισε με καθεστώς στρατιωτικού νόμου, που είχε επιβληθεί από τη νύχτα της σύλληψης των αγωνιστών. Παρουσιάζονται εγκάθετοι ψευδομάρτυρες, για να βοηθήσουν στη λήψη της εκ των προτέρων παρμένης απόφασης. Να όμως που παρουσιάζονται σοβαρά και απροσδόκητα εμπόδια στο δρόμο της διατεταγμένης δικαιοσύνης. Ο Μακεδόνας Αναστάσιος Πολυζωίδης (μόλις 32 ετών) Πρόεδρος του Δικαστηρίου και ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερός του Ζακυνθινός Γεώργιος Τερτσέτης (δικαστικός και λόγιος, 1800 - 1874) αρνούνται να συμπράξουν στο ανοσιούργημα της βαυαρικής Αντιβασιλείας και των εντόπιων υπηρετών της.
Αναμφίβολα έχει αξία και ηθική βαρύτητα η γενναία στάση του δικαστή Γ. Τερτσέτη. Σίγουρα όμως έχει αυξημένη αξία και ηθική βαρύτητα η γενναία στάση του Αναστ. Πολυζωίδη, επειδή:
α) Ο Πολυζωίδης είναι Πρόεδρος του δικαστηρίου και ο Τερτσέτης απλός δικαστής και
β) Ο Τερτσέτης έχει στενές σχέσεις με τον δικαζόμενο κορυφαίο στρατηγό Θ. Κολοκοτρώνη, αφού γράφει τα απομνημονεύματά του “Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής” κατά τις αφηγήσεις του Γέρου του Μωριά.
"...δεν υπογράφω"
Οι χωροφύλακες του καθεστώτος με βρισιές και λασπολογίες και με προτεταμένη τη λόγχη προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τον βιάζουν να υπογράψει τη θανατική καταδίκη των αγωνιστών. Η απάντηση του Πολυζωίδη είναι: “Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε”.
Ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Σχινάς έρχεται στη δίκη για ν’ αποσπάσει την υπογραφή κατά πρώτον λόγο του Προέδρου Πολυζωίδη, αλλά και του δικαστή Τερτσέτη. Θέλει να είναι “ομόφωνη” η απόφαση. Ορμά έξαλλος προς τον Πολυζωίδη, αξιώνοντας να υπογράψει, αλλά παίρνει την απάντηση: “Προτιμώ την αποκοπήν της χειρός μου, αλλά δεν υπογράφω”. Οι αστυνομικοί τους τραβούν βιαίως απ’ το δωμάτιο των διασκέψεων, να τους βάλουν στην έδρα να υπογράψουν και να διαβαστεί η απόφαση. Τους χτυπούν με γροθιές, με κλωτσιές, με τους υποκόπανους των όπλων. Τους φτύνουν, τους βρίζουν, σχίζουν τα ρούχα του Προέδρου Πολυζωίδη.
Ο Πολυζωίδης, κατά πρώτον λόγο, αλλά και ο δικαστής Τερτσέτης εκείνες τις ώρες καθιέρωσαν έμπρακτα την ιδέα της Ανεξάρτητης Δικαιοσύνης. Η “απόφαση” είχε συνταχθεί απ’ το δικαστή Δ. Σούτσο (δεν ήταν νομικός αλλά πρώην υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης), συγγενής του Σχινά και απαγγέλθηκε υπογραμμένη απ’ τους τρεις δικαστές Α. Βούλγαρη, Δ. Σούτσο και Φ. Φραγκούλη, υπηρέτες της αυθαιρεσίας και της βίας της κρατικής εξουσίας. “Εις την ακρόασιν της αποφάσεως σταλαγματιές δακρύων έπεφταν από τους οφθαλμούς του Πλαπούτα. Εσυλλογίζετο την ορφάνεια των τέκνων του. Ο Κολοκοτρώνης με ατάραχον βλέμμα είπε: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου” (Γ. Τερτσέτη, Άπαντα).
Η Δικαιοσύνη στο σκαμνί
Για την άρνησή τους να υπογράψουν ένα στημένο κατηγορητήριο, ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης κατηγορούνται ότι είχαν εξαγοραστεί «από τον χρυσόν της κολοκοτρωνικής φάρας» αλλά και ότι δεν τήρησαν τον δικαστικό νόμο όπως τον επέβαλλε Βαυαροκρατία.
Η νέα δίκη έγινε στο ίδιο τζαμί του Ναυπλίου, εκεί που δικάστηκαν οι Έλληνες αγωνιστές, «ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου», στις 27 Σεπτεμβρίου 1834.
Επίτροπος πάλι ο Μάσον, ο ίδιος που ως επίτροπος της αντιβασιλείας ήταν ο κατήγορος του Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα και Τζαβέλα. Αυτή τη φορά όμως είχε να αντιμετωπίσει δυο κατηγορούμενους οι οποίοι ήταν κάτοχοι και της δικαστικής επιστήμης και της τέχνης του λόγου.
Οι απολογίες τους αποτέλεσαν δεινό κατηγορητήριο κατά του Μάσον και κάποια στιγμή ο Τερτσέτης του φώναξε από το εδώλιό του: «Ποιος είσαι εσύ, Επίτροπε ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνον δια την τιμήν και την ζωήν των υπηκόων; Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας»;
Το αντικατηγορώ του Πολυζωίδη
Η απολογία του Έλληνα δικαστή μετατράπηκε σε ένα βαρύ κατηγορητήριο εναντίον των κατοχικών δυνάμεων εκείνης της εποχής. Ο πατριωτικός λόγος του Πολυζωίδη μένει μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά ντοκουμέντα για το πώς οι ξένες δυνάμεις κατέλαβαν την Ελλάδα χωρίς να αφήσουν ούτε στιγμή τους Έλληνες να ζήσουν ως ανεξάρτητο κράτος.
Σε μαχητικό τόνο ο δικαζόμενος δικαστής Πολυζωίδης διακήρυξε ότι δεν είχαν υπογράψει τη θανατική καταδίκη Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, διότι εκτός από το νόμο τους εμπόδιζε και ένα άλλο αίτιο κατά πολύ ανώτερο:
«Ο Εθνισμός μας!… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα. Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού. Το έργον εκείνης της ημέρας ήταν το νομιμότατον σχόλιον της επαναστάσεως και η ωραιότατη ημέρα της βασιλείας. Τι ήταν η επανάστασίς μας; Ήταν άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμό, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήταν η υπογραφή μας;»
Από το εδώλιό τους ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με την απολογία τους έδωσαν υψηλό δίδαγμα προς εκείνους που καυχιόνταν ότι είχαν έλθει να μας φέρουν τον ανώτερο πολιτισμό τους και αντ’ αυτού μας έδιναν αναίσχυντα μαθήματα βιασμού της δικαιοσύνης.
Η μαχητική αυτή απολογία ή μάλλον το Αντικατηγορώ του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη, επηρέασε αποφασιστικά το δικαστήριο που στάθηκε κι αυτό στο ύψος της αποστολής του και αθώωσε πανηγυρικά τους δυο κατηγορούμενους. Πρόεδρος ήταν ο Σωμάκης και μέλη οι Βάλβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Κριεζής.
Επειδή στο δημόσιο λόγο έχουν ξεφτιλιστεί τα πάντα πλέον, με αποκορύφωμα το λόγο της νυν κυβέρνησης, όπου αφ’ ενός οι λέξεις έχουν χάσει παντελώς το νόημά τους και τα πράγματα έχουν γυμνωθεί από την αξία τους και αφ’ ετέρου, με όπλο ακριβώς τα παραπάνω που μαζί με τα σχιζοφρενικογόνα διπλά μηνύματα που κατά κόρο εξαπολύουν με το λόγο τους εναντίον μας, αποβλέπουν να μας λιώσουν το μυαλό, να αλλοιώσουν και απαλλοτριώσουν τη σκέψη μας και άρα τη συνείδηση και το συναίσθημά μας, να μας κάνουν κυριολεκτικά ζόμπι δηλαδή και άρα του χεριού τους. Επειδή έχουν κάνει πιπίλα τη φράση, με το πιστόλι στον κρόταφο, που κατά την άποψή τους δικαιολογεί τα πάντα, επειδή είμαι σίγουρος ότι δεν έχουν έλθει ποτέ κανένας τους σε τέτοια κατάσταση, όχι κατ’ ανάγκη με πιστόλι, που να χρειαστεί να υπερασπιστούν ιδέες και αξίες με νύχια και με δόντια, γι αυτό και τα ξεπουλάνε τόσο εύκολα, επειδή πρέπει να προσπαθήσουμε να ξαναδώσουμε στις λέξεις το νόημά τους και στα πράγματα την αξία τους, να λέμε δηλαδή, τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη, βρήκα στον ιστότοπο «στον Τοίχο» το παρακάτω απόσπασμα από άρθρο για τον Αναστάσιο Πολυζωίδη. Και αυτό χωρίς να ξεχνώ όλους αυτούς τους Αγωνιστές που δεν υπέγραφαν παρόλα τα βασανιστήρια και φυσικά, τους Μεγάλους Άλλους που αντίκριζαν τις κάνες των δολοφόνων τους στημένοι στον τοίχο και, το πιστόλι στον κρόταφο, ήταν για τη χαριστική βολή.
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Αναστάσιος Πολυζωίδης (1802-1873)
Η δίκη
Το 1832 διορίστηκε από την Αντιβασιλεία πρόεδρος του πενταμελούς δικαστηρίου του Ναυπλίου. Το κατηγορητήριο όριζε να δικαστούν στις 25 Μαΐου 1834 “επί εσχάτη προδοσία”, πράγμα που επέσυρε την επιβολή της ποινής του θανάτου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Κίτσος Τζαβέλλας μαζί με μερικούς άλλους ηρωικούς αγωνιστές που συνελήφθησαν το Σεπτέμβριο του 1834 ως δήθεν ύποπτοι συνωμοσίας κατά της βαυαρικής Αντιβασιλείας και κλείστηκαν για εννιά μήνες στις φυλακές της Ακροναυπλίας.
Η πολύκροτη δίκη άρχισε με καθεστώς στρατιωτικού νόμου, που είχε επιβληθεί από τη νύχτα της σύλληψης των αγωνιστών. Παρουσιάζονται εγκάθετοι ψευδομάρτυρες, για να βοηθήσουν στη λήψη της εκ των προτέρων παρμένης απόφασης. Να όμως που παρουσιάζονται σοβαρά και απροσδόκητα εμπόδια στο δρόμο της διατεταγμένης δικαιοσύνης. Ο Μακεδόνας Αναστάσιος Πολυζωίδης (μόλις 32 ετών) Πρόεδρος του Δικαστηρίου και ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερός του Ζακυνθινός Γεώργιος Τερτσέτης (δικαστικός και λόγιος, 1800 - 1874) αρνούνται να συμπράξουν στο ανοσιούργημα της βαυαρικής Αντιβασιλείας και των εντόπιων υπηρετών της.
Αναμφίβολα έχει αξία και ηθική βαρύτητα η γενναία στάση του δικαστή Γ. Τερτσέτη. Σίγουρα όμως έχει αυξημένη αξία και ηθική βαρύτητα η γενναία στάση του Αναστ. Πολυζωίδη, επειδή:
α) Ο Πολυζωίδης είναι Πρόεδρος του δικαστηρίου και ο Τερτσέτης απλός δικαστής και
β) Ο Τερτσέτης έχει στενές σχέσεις με τον δικαζόμενο κορυφαίο στρατηγό Θ. Κολοκοτρώνη, αφού γράφει τα απομνημονεύματά του “Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής” κατά τις αφηγήσεις του Γέρου του Μωριά.
"...δεν υπογράφω"
Οι χωροφύλακες του καθεστώτος με βρισιές και λασπολογίες και με προτεταμένη τη λόγχη προς τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, τον βιάζουν να υπογράψει τη θανατική καταδίκη των αγωνιστών. Η απάντηση του Πολυζωίδη είναι: “Το σώμα μου δύνασθε να το κάμητε όπως θέλετε, αλλά τον στοχασμόν μου, την συνείδησίν μου, δεν θα δυνηθήτε να τα παραβιάσητε”.
Ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Σχινάς έρχεται στη δίκη για ν’ αποσπάσει την υπογραφή κατά πρώτον λόγο του Προέδρου Πολυζωίδη, αλλά και του δικαστή Τερτσέτη. Θέλει να είναι “ομόφωνη” η απόφαση. Ορμά έξαλλος προς τον Πολυζωίδη, αξιώνοντας να υπογράψει, αλλά παίρνει την απάντηση: “Προτιμώ την αποκοπήν της χειρός μου, αλλά δεν υπογράφω”. Οι αστυνομικοί τους τραβούν βιαίως απ’ το δωμάτιο των διασκέψεων, να τους βάλουν στην έδρα να υπογράψουν και να διαβαστεί η απόφαση. Τους χτυπούν με γροθιές, με κλωτσιές, με τους υποκόπανους των όπλων. Τους φτύνουν, τους βρίζουν, σχίζουν τα ρούχα του Προέδρου Πολυζωίδη.
Ο Πολυζωίδης, κατά πρώτον λόγο, αλλά και ο δικαστής Τερτσέτης εκείνες τις ώρες καθιέρωσαν έμπρακτα την ιδέα της Ανεξάρτητης Δικαιοσύνης. Η “απόφαση” είχε συνταχθεί απ’ το δικαστή Δ. Σούτσο (δεν ήταν νομικός αλλά πρώην υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης), συγγενής του Σχινά και απαγγέλθηκε υπογραμμένη απ’ τους τρεις δικαστές Α. Βούλγαρη, Δ. Σούτσο και Φ. Φραγκούλη, υπηρέτες της αυθαιρεσίας και της βίας της κρατικής εξουσίας. “Εις την ακρόασιν της αποφάσεως σταλαγματιές δακρύων έπεφταν από τους οφθαλμούς του Πλαπούτα. Εσυλλογίζετο την ορφάνεια των τέκνων του. Ο Κολοκοτρώνης με ατάραχον βλέμμα είπε: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου” (Γ. Τερτσέτη, Άπαντα).
Η Δικαιοσύνη στο σκαμνί
Για την άρνησή τους να υπογράψουν ένα στημένο κατηγορητήριο, ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης κατηγορούνται ότι είχαν εξαγοραστεί «από τον χρυσόν της κολοκοτρωνικής φάρας» αλλά και ότι δεν τήρησαν τον δικαστικό νόμο όπως τον επέβαλλε Βαυαροκρατία.
Η νέα δίκη έγινε στο ίδιο τζαμί του Ναυπλίου, εκεί που δικάστηκαν οι Έλληνες αγωνιστές, «ενώπιον του Εγκληματικού Δικαστηρίου», στις 27 Σεπτεμβρίου 1834.
Επίτροπος πάλι ο Μάσον, ο ίδιος που ως επίτροπος της αντιβασιλείας ήταν ο κατήγορος του Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα και Τζαβέλα. Αυτή τη φορά όμως είχε να αντιμετωπίσει δυο κατηγορούμενους οι οποίοι ήταν κάτοχοι και της δικαστικής επιστήμης και της τέχνης του λόγου.
Οι απολογίες τους αποτέλεσαν δεινό κατηγορητήριο κατά του Μάσον και κάποια στιγμή ο Τερτσέτης του φώναξε από το εδώλιό του: «Ποιος είσαι εσύ, Επίτροπε ποιος είσαι εσύ που με το πρόσχημα της παιδείας έλαβες από την βασιλεία επάγγελμα τόσον επικίνδυνον δια την τιμήν και την ζωήν των υπηκόων; Ποιος είσαι εσύ που παίζεις με ημάς εις την γην της γεννήσεως μας»;
Το αντικατηγορώ του Πολυζωίδη
Η απολογία του Έλληνα δικαστή μετατράπηκε σε ένα βαρύ κατηγορητήριο εναντίον των κατοχικών δυνάμεων εκείνης της εποχής. Ο πατριωτικός λόγος του Πολυζωίδη μένει μέχρι σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά ντοκουμέντα για το πώς οι ξένες δυνάμεις κατέλαβαν την Ελλάδα χωρίς να αφήσουν ούτε στιγμή τους Έλληνες να ζήσουν ως ανεξάρτητο κράτος.
Σε μαχητικό τόνο ο δικαζόμενος δικαστής Πολυζωίδης διακήρυξε ότι δεν είχαν υπογράψει τη θανατική καταδίκη Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, διότι εκτός από το νόμο τους εμπόδιζε και ένα άλλο αίτιο κατά πολύ ανώτερο:
«Ο Εθνισμός μας!… Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων φονευθέντων εις τον αγώνα. Και δεν ήταν θέλημα Θεού ημείς, εις την 26 Μαΐου, να φθάσομεν εις τόσην αναισθησίαν, ώστε να εξαλείψει την λατρείαν του εθνισμού από τα σπλάχνα μας η επωμίδα του Υπουργού. Το έργον εκείνης της ημέρας ήταν το νομιμότατον σχόλιον της επαναστάσεως και η ωραιότατη ημέρα της βασιλείας. Τι ήταν η επανάστασίς μας; Ήταν άλλο παρά μια ορμή προς τον πολιτισμό, πόθος να χαρούμεν τους καρπούς του; Και τι άλλο ήταν η υπογραφή μας;»
Από το εδώλιό τους ο Πολυζωίδης και ο Τερτσέτης με την απολογία τους έδωσαν υψηλό δίδαγμα προς εκείνους που καυχιόνταν ότι είχαν έλθει να μας φέρουν τον ανώτερο πολιτισμό τους και αντ’ αυτού μας έδιναν αναίσχυντα μαθήματα βιασμού της δικαιοσύνης.
Η μαχητική αυτή απολογία ή μάλλον το Αντικατηγορώ του Τερτσέτη και του Πολυζωίδη, επηρέασε αποφασιστικά το δικαστήριο που στάθηκε κι αυτό στο ύψος της αποστολής του και αθώωσε πανηγυρικά τους δυο κατηγορούμενους. Πρόεδρος ήταν ο Σωμάκης και μέλη οι Βάλβης, Κανούσης, Λεονταρίδης και Κριεζής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου