Πολλοί σήμερα ζουν καταρρακωμένοι από την μιζέρια τους και την σύγχυση, και στερούνται κατά πολύ την ειρήνη και την ετοιμότητα του πνεύματος για να αντιδράσουν
Είτε πρόκειται για ευρωπαϊκά εθνικιστικά κόμματα (κάποια από τα οποία έχουν νεοναζιστικές ή νεοφασιστικές καταβολές), είτε για τις πιο αντιδραστικές πολιτικές ομάδες των ΗΠΑ, η Δύση αντιμετωπίζει μια άνοδο της ακροδεξιάς που είχε να εμφανιστεί από την δεκαετία του 1930. Σε εκείνη την περίοδο, η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930 είχε ενισχύσει ακροδεξιά κινήματα που ήταν δημοφιλή, και η σημερινή αποκαλούμενη μεγάλη ύφεση φαίνεται ότι κάνει κάτι αντίστοιχο.
«Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ της εμφάνισης ενός ακροδεξιού κόμματος και των οικονομικών διακυμάνσεων» παρατηρεί ο Κρίστιαν Νόροσελ, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Αναφερόμενος στην άνοδο των ακροδεξιών στην Σουηδία των Δημοκρατικών της Σουηδίας (SD), ένα κόμμα με νέο-ναζιστικές καταβολές, το οποίο κέρδισε πρόσφατα 20 έδρες στο κοινοβούλιο, ο Νόροσελ θεωρεί πως υπάρχουν ομοιότητες με πλευρές του ‘πρώιμου εθνικοσοσιαλισμού’ (Ναζισμού).
Οι πολιτικές που επικαλούνται τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό «των τελών της δεκαετίας του 1920 και της δεκαετίας του ’30» ήταν αυτό στο οποίο αναφέρθηκε ιδιαίτερα ο Νόροσελ, αν και το SD έχει αποκηρύξει τη βία. Ο Νόροσελ τόνισε, με σιγουριά και προβληματισμένο τόνο στη φωνή, στο Asia Times Online ότι «αυτό που είναι περίεργο είναι ότι το πρόγραμμα του κόμματος SD έχει σημαντική απήχηση».
Στις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, την Δανία, την Ιταλία, την Γαλλία, την Αυστρία, την Σουηδία, την Ουγγαρία, την Σερβία, την Ρουμανία, την Ελβετία, και άλλες, η ακροδεξιά βρίσκεται σε άνοδο, έχοντας θέση στο εθνικό κοινοβούλιο και παρουσία σε μια σειρά από χώρες. Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ του CNN είναι ενδεικτικό: «Ακροδεξιές ομάδες της Μεγάλης Βρετανίας υπεραμύνονται των σχέσεων τους με το Κόμμα του Τσαγιού».
Οι δίδυμοι εφιάλτες του Ναζισμού και Φασισμού την δεκαετία του 1930, προήλθαν από την ευρωπαϊκή κοινωνική και οικονομική αναταραχή που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάπτυξή τους επιταχύνθηκε με τον οικονομικό μαρασμό και την αβεβαιότητα της Μεγάλης Ύφεσης. Η πλατιά διαδεδομένη μαζική οργή και σύγχυση, μαζί με τις αποτυχίες του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της περιόδου, διοχετεύθηκε ενάντια των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, οι οποίες μετατράπηκαν σε εξιλαστήρια θύματα. Σήμερα, πολλοί πιστεύουν ότι η προσκόλληση της Δύσης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, κατά τις δεκαετίες της «οικονομικής μεταρρύθμισης», έχουν δημιουργήσει παρόμοιες οικονομικές δυσκολίες σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, τα οποία είναι έτοιμα να κατηγορήσουν κάποιον για τον πόνο τους.
Θεωρώντας την ακροδεξιά ως ένα σύμπτωμα της κοινωνικής διαταραχής, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η σημερινή αναγέννησή της είναι και πάλι το προϊόν αποτυχημένων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Αυτές οι αποτυχίες προκαλούν οικονομική και κοινωνική αναστάτωση παρόμοια με εκείνη που δημιούργησε τον πρώτο ακροδεξιό εφιάλτη.
«Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος της εχθρότητας, η οποία θα έπρεπε να αφορά τις επιχειρήσεις που περικόβουν θέσεις εργασίας ή φεύγουν από την χώρα, έχει την τάση να στρέφεται ευθέως ενάντια στα εργατικά συνδικάτα, τους μετανάστες και τα μέλη εθνικών μειονοτήτων ή να κατηγορεί την κυβέρνηση για υπερβολική φορολόγηση των ατόμων» όπως παρατηρείται από τον ψυχολόγο Ντανιέλ Μπάρστον, ένα διακεκριμένο συγγραφέα εργασιών και βιβλίων με θέμα την κοινωνική ψυχολογία της δεκαετίας του 1930, και επίσης Πρόεδρο του Τμήματος Ψυχολογίας του Duquesne University.
O Μπάρστον πρόσθεσε στο Asian Times Online ότι πολύ συχνά, εκείνοι που κερδίζουν από τις παρούσες συνθήκες επενδύουν «τεραστία χρηματικά ποσά για να στρέψουν την οργή σε λάθος κατεύθυνση μέσω της διαφήμισης και της παραπληροφόρησης και εξαγοράζοντας την εύνοια πολιτικών ώστε να εξασφαλίζουν ότι θα περνούν τους νόμους που θα τους δίνουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις ληστρικές πρακτικές τους».
Ο Μπάρστον ερμηνεύει τη διαδικασία αυτή ως «μια μάζα που βράζει από οργή και έλλειψη εμπιστοσύνης, η οποία θέλει να χρεώσει σε κάποιον τα βάσανά της, αλλά συνήθως στοχοποιεί τους λάθος ανθρώπους».
Τη δεκαετία του 1930, οι Εβραίοι της Ευρώπης τέθηκαν ως ένας τέτοιος στόχος. Σήμερα, είναι οι Μουσουλμάνοι που πολύ συχνά συμπληρώνουν αυτό το τραγικό κενό, με τους ομοφυλόφιλους, τους Ρομά και άλλες μειονότητες να στοχοποιούνται όπως και τότε. Σε κάποιες περιοχές όπου υπάρχει μια περιορισμένη παρουσία Ισλαμιστών, οι Εβραίοι έχουν γίνει πάλι εξιλαστήρια θύματα. (πχ Ουγγαρία). Τα ίδια ισχύουν και για τις ΗΠΑ: η τρέχουσα «δημόσια αντιπαράθεση για το μεταναστευτικό», κυρίως σε ό,τι αφορά στις Μεξικανικές και Μεξικανό-Αμερικανικές κοινότητες, κινείται σε παρόμοιες κατευθύνσεις.
Κατά τη διάρκεια του «Επαναπατρισμού των Μεξικανών», στη δεκαετία του 1930, περίπου μισό εκατομμύριο Μεξικανοί και Μεξικανό-Αμερικανοί εκδιώχθηκαν από τις ΗΠΑ, με πολλούς απ’ αυτούς να είναι στα χαρτιά Αμερικανοί πολίτες. «Ήταν ένα πρόγραμμα φυλετικής απομάκρυνσης», λέει ο Μάι Νγκάι, ειδικός στην ιστορία της μετανάστευσης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, σ’ ένα άρθρο του το 2006 στην USA Today.
Στην Σουηδία, το SD απαιτεί να σταματήσει η «πολύπολιτισμικότητα», η «δημόσια υποστήριξη μεταναστευτικών οργανώσεων», και «όλες οι δραστηριότητες που έχουν στόχο να προωθήσουν τις ξένες κουλτούρες και ταυτότητες στην Σουηδία». Επίσης, θέλουν να απαγορεύσουν «χώρους θρησκευτικής λατρείας που δεν έχουν το σουηδικό στυλ χτισίματος ή έχουν περίεργη αρχιτεκτονική», να απαγορεύσουν στους δημοσίους υπαλλήλους να φορούν «περίεργα θρησκευτικά ή πολιτικά σύμβολα, όπως μαντίλα ή τουρμπάνι», και ζητούν επιτακτικά από την κυβέρνηση να υποστηρίξει τους μετανάστες που επιθυμούν «εθελοντικά» να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Στην Ουγγαρία, το ακροδεξιό Jobbik (Κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία) είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το οποίο έχει σαφή «φασιστικά» και «αντισημιτικά» χαρακτηριστικά. Σ’ ένα άρθρο σε φύλλο του Απρίλη του 2010 με τίτλο, «Ο αντισημιτισμός είναι σε έξαρση καθώς η Ουγγαρία πλησιάζει προς τις εκλογές», η Sunday Times του Λονδίνου έκανε λόγο για εκτεταμένες επιθέσεις στην Εβραϊκή κοινότητα, για έναν όχλο που κραύγαζε «γουρούνια Εβραίοι», ζητούσε να ξαναφτιαχτούν στρατόπεδα συγκέντρωσης, κολλούσε αυτοκόλλητα σε αυτοκίνητα Εβραίων με το σύνθημα «Λευτεριά των αυτοκινήτων από τους Εβραίους» και πως όλα αυτά έχουν μεγάλη απήχηση. Το άρθρο ανέφερε επίσης επιθέσεις και δολοφονίες εναντίον των Ρομά.
Στην Γαλλία, η απέλαση των Ρομά έχει επηρεάσει αρνητικά ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ιταλία διεξάγει καμπάνια για απελάσεις σε πολλές πόλεις της. Οι Financial Times της 5 Νοεμβρίου υπογράμμιζαν ότι η κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι πρότεινε ένα νέο νόμο, του οποίου οι επικριτές ισχυρίζονται ότι στοχεύει στην απέλαση των Ρομά από την χώρα. Επίσης, σε παραλληλισμό με την δεκαετία του 1930, στην Σερβία είναι διαδεδομένη η ομοφοβική βία, όπως και στις ΗΠΑ.
«Οι ΗΠΑ τραντάζονται από ένα κύμα βίας εναντίον των ομοφυλόφιλων», διαβάζουμε σε πρωτοσέλιδο του αγγλικού Observer στις 17 Οκτωβρίου. Η μετατροπή σε εξιλαστήρια θύματα των «κοινωνικά αποκλεισμένων» για την κάλυψη της κοινωνικής μας ανεπάρκειας είναι σε αύξηση μαζί με την ακροδεξιά.
Η παγκοσμιοποίηση, η Μεγάλη Ύφεση και η «οικονομική μεταρρύθμιση» επηρέασε αρκετά τους λαούς και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Παράλληλα μ’ αυτό, ο θυμός είναι διάχυτος παντού, όπως και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς και την κοινωνική δομή. Η άνοδος του Κόμματος του Τσαγιού στην Αμερική πρέπει να ειδωθεί μέσα από αυτό το πλαίσιο, όπως και η αναγέννηση της ακροδεξιάς, ευρύτερα.
«Σε περιόδους όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ότι απειλούνται και είναι καχύποπτοι, είναι πιο επιρρεπείς σε παραποιήσεις, μισές αλήθειες και ψέματα», λέει ο Μπάρστον. Επίσης, παρατηρεί ότι σε τέτοιες περιόδους, όταν οι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι στην προπαγάνδα, οι περισσότεροι δέχονται με μεγαλύτερη ευκολία τις θέσεις των ηγετών τους και τις επακόλουθες συνέπειες. Ο Αδόλφος Χίτλερ το γνώριζε πολύ καλά αυτό».
Στην Σουηδία, μια χώρα η οποία έχει ένα από τα πιο ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας παγκοσμίως, η άνοδος του SD στο κοινοβούλιο ήταν για μερικούς μια βίαιη αφύπνιση. Δεδομένου του ότι η Σουηδία θεωρείται προπύργιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ανεκτικότητας, η επιτυχία αυτού του κόμματος θεωρήθηκε ευρέως ως ρατσιστική και ξενοφοβική, γεγονός που έχει προκαλέσει πολλά ερωτηματικά στη σουηδική κοινωνία.
Η μελέτη της Σουηδίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στα πιο επιτυχημένα και εύρωστα κράτη της Δύσης. Η άνοδος της ακροδεξιάς οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, αν και οι ρίζες της σημερινής αναγέννησης εντοπίζονται στη Ναζιστική και τη Φασιστική κληρονομιά. Αλλά το γεγονός της δημοφιλίας του SD, και οι αιτίες του, έχουν αναμφισβήτητα αλλοιώσει την εικόνα που διατηρούσαν για τους εαυτούς τους οι Σουηδοί εδώ και καιρό.
Κάνοντας μια ανασκόπηση των αιτιών που έδωσαν στο SD 20 έδρες στο σουηδικό κοινοβούλιο, τονίζεται η ανάδυση αποσταθεροποιητικών τάσεων. Το SD κατηγόρησε τους μετανάστες για τις επώδυνες περικοπές των κοινωνικών παροχών, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι μειώσεις σημαντικών φόρων και οι ιδιωτικοποιήσεις είχαν οδηγήσει στις περικοπές επιδομάτων. Απευθυνόμενο στην μικρή σε μέγεθος κοινότητα των Μουσουλμάνων της Σουηδίας (περίπου 400.000 ανάμεσα σε 9 εκατομμύρια Σουηδών), το SD αναφερόταν στο Ισλάμ ως την μεγαλύτερη απειλή που αντιμετώπιζαν οι Σουηδοί «από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», ενώ ένα τοπικό στέλεχος του SD ισχυρίζεται ότι πολλοί από την Μέση Ανατολή έχουν ένα «γονίδιο» το οποίο τους κάνει πιο επιθετικούς.
Επίσης, το SD έδωσε στην δημοσιότητα αναξιόπιστες στατιστικές μελέτες, λέγοντας ότι οι νέοι μετανάστες (κυρίως από την Μέση Ανατολή) ήταν υπεύθυνοι σε δυσανάλογο μερίδιο για σοβαρά εγκλήματα. Ωστόσο, στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Σουηδία, το Μάλμε (ένα από τα κάστρα του SD), υπήρξαν 15 μετανάστες που πυροβολήθηκαν «τυχαία» τον προηγούμενο χρόνο.
Μέχρι το 2001, μπορούσε κανείς να δει ναζιστικές στολές και σβάστικες στις συγκεντρώσεις του SD. Σήμερα, το SD ισχυρίζεται ότι είναι «ένα τυπικό κόμμα», το οποίο έχει καταφέρει να προσελκύσει πολλούς συνταξιούχους, μια ομάδα που πλήττεται από τις περικοπές επιδομάτων.
Η σουηδική οικονομία έχει ρυθμό ανάπτυξης τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά με τις πρόσφατες «οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις», αυτή την ευημερία δεν την μοιράζονται όλοι. Ο Νόροσελ παρατηρεί ότι η άνοδος της ακροδεξιάς αντιπροσωπεύει «μια κραυγή των ανθρώπων οι οποίοι αισθάνονται ξεχασμένοι από την κυρίαρχη τάξη».
Επίσης, ο Νόροσελ αναφέρεται στο SD σαν τον «λύκο μέσα σε σώμα προβάτου», ένα κρυφορατσιστικό κόμμα στιγματισμένο από το παρελθόν του, το οποίο επιχειρεί να παρουσιαστεί πλέον με «κανονικά ρούχα».
Ο Γκούσταβ Φρίντολιν, υψηλόβαθμο κοινοβουλευτικό στέλεχος των Πρασίνων της Σουηδίας, ανέφερε στο Asian Times Online ότι η Σουηδία «σπαράσσεται από υψηλή ανεργία και αυξανόμενη φτώχεια», και διακρίνει μια αίσθηση αδυναμίας ανάμεσα σε πολλούς, σε σημείο όπου η «πίστη στο μέλλον κλονίζεται». Τόνισε ότι τέτοιες καταστάσεις σημαίνουν ότι «μπορείς να κερδίσεις πολιτικές συμπάθειες με δυο τρόπους: ή στρέφεις την μια ομάδα εναντίον των άλλων, ή στρέφεσαι στην ελπίδα που ενυπάρχει στα άτομα».
Ανεξάρτητα απ’ αυτό, ο Μπάρστον ανέφερε ότι η μεσαία τάξη αισθάνθηκε «σε απελπιστικό βαθμό ευάλωτη και μπερδεμένη, έντρομη». Επισημαίνει ότι ο φόβος για το μέλλον «των παιδιών και των εγγονιών» ήταν τεράστιος. Το συντριπτικό ποσοστό των ανθρώπων που ανήκουν στη μεσαία τάξη «έχουν χάσει την πίστη τους στην αλλαγή της δικής τους κοινωνίας», ενώ η εμπιστοσύνη που είχαν οι περισσότεροι στο «θεμελιώδες νόημα των δημοκρατικών θεσμών και πολιτικών», έχει κλονιστεί.
Ο Μπάρστον παρατηρεί ότι πολλοί σήμερα ζουν «καταρρακωμένοι από την μιζέρια τους και την σύγχυση», και στερούνται κατά πολύ τη «γαλήνη και την ετοιμότητα του πνεύματος για να αντιδράσουν». Γι’ αυτό και θεωρεί ότι οι περισσότεροι «θέλουν να τους λένε τι συμβαίνει γύρω τους, δεν θέλουν να το ανακαλύψουν από μόνοι τους».
Δυστυχώς, είναι αναμφισβήτητα πιο εύκολο να κατηγορείς για κάθε πρόβλημα αυτούς τους οποίους αποκαλείς σε μια κοινωνία «αποκλεισμένους», αντί να έχεις πραγματική κατανόηση και να δίνεις απάντηση για κάθε σοβαρή εσωτερική αδυναμία. Στην περίπτωση του SD, ο Νόροσελ σημείωσε ότι το κόμμα εμφανίστηκε «πολύ επιδέξιο στο να υποδεικνύει τα εξιλαστήρια θύματα».
Ο Μπάρστον έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα της «διαφορετικότητας». Η διαφορετικότητα είναι κατά βάση ένα ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο αποτυγχάνεις «να αναγνωρίσεις την θεμελιώδη ανθρωπιά για τον συνάνθρωπό σου», αναφέρει ο Μπάρστον, μ’ ένα δυσοίωνο τόνο στη φωνή του. Αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο το φαινόμενο επηρέασε τους κοινωνικά αποκλεισμένους στις σύγχρονες συνθήκες, επισήμανε ότι «ο διαφορετικός, δεν είναι απλώς ένας ξένος, αλλά ένας αντίπαλος».
Στη Σουηδία, υπάρχει ένας όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να περιγράψει τα πολιτικά κόμματα της ακροδεξιάς: «framlingsfientligt parti». Αν μεταφραστεί κυριολεκτικά, σημαίνει «εχθρότητα προς τον ξένο», αν και συχνά μεταφράζεται απλώς ως «ξενοφοβία».
Τυπικά επωφελούμενη από την οργή της κατώτερης και νεόπτωχης μεσαίας τάξης, η ακροδεξιά έχει μια ιστορία ανόδου σε τέτοιες συνθήκες «επειδή προσφέρουν απλοϊκές απαντήσεις σε υπερβολικά σύνθετα προβλήματα, και έχουν αναπτύξει αποτελεσματικές ρητορικές στρατηγικές για να κινητοποιούν πολίτες να ψηφίζουν κατά των δικών τους μακροπρόθεσμων συμφερόντων», προσθέτει ο Μπάρστον. Τόνισε ότι «η ακροδεξιά επικαλείται το κοινό αίσθημα των ανθρώπων περί προδοσίας και τιμωρίας», αλλά το κάνει μ’ ένα τρόπο αποφεύγοντας «τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες τις οποίες παραβλέπει».
Η Άνετα Μπόρχεσον, γενική γραμματέας των Πρασίνων της Σουηδίας, επισημαίνει ότι απ’ τη στιγμή που το SD «στρέφεται ενάντια στην μετανάστευση», τα πραγματικά προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν. Παρατηρεί ότι το SD αγνοεί «τα προβλήματα των σχολείων, τα προβλήματα των θέσεων εργασίας που μετεγκαθίστανται στο εξωτερικό, τα πραγματικά προβλήματα».
Ο Φριντολίν, μέλος του κοινοβουλίου της Σουηδίας, βρίσκει ότι η κατάλληλη απάντηση είναι να επικεντρωθεί η πολιτική ατζέντα «εκεί όπου θα δημιουργηθούν οι μελλοντικές θέσεις εργασίας, και πως μπορούμε να οικοδομήσουμε μια νέα κοινωνία που θα αναπτύσσεται παράλληλα», και όχι ξεχωριστά. Τέτοιες σκέψεις συνδέονται με τις ανησυχίες που αφορούν «τις μετεγκαταστάσεις θέσεων εργασίας» και τις αυξανόμενες πιέσεις που έχουν φέρει οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η στοχοποίηση και παρότρυνση για κατασκευή εξιλαστήριων θυμάτων, είναι η παραδοσιακή αιχμή που χρησιμοποιεί η ακροδεξιά για να αποσπάσει την υποστήριξη από το πολιτικό κατεστημένο. Ένας κοινός παρανομαστής που μοιράζεται η ακροδεξιά είναι η αντιπάθειά της για τους μετανάστες και την μετανάστευση.
«Όπου κοιτάξεις στην Ευρώπη, εκεί που έχουν τέτοια ακροδεξιά πολιτικά κόμματα, υπάρχει μια τάση να κατηγορούν την μετανάστευση για όλα τα προβλήματα», είπε ο πολιτικός επιστήμονας Μίκαελ Σάντστρομ, του Πανεπιστημίου Λουντ της Σουηδίας. Σχολιάζοντας την θέληση των ανθρώπων που βρίσκονται σε σύγχυση, έτοιμοι να αποδεχτούν «παραποιήσεις, μισές αλήθειες, και ψέματα», ο Σάντστρομ υπογράμμισε ότι «το μόνο που έχει να κάνει το SD με την υποτιθέμενη «αλήθεια» είναι να την κάνει γνωστή και οι άνθρωποι να την αποδεχτούν».
«Η ανάμνηση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, και της δεκαετίας του 1930 που οδήγησε σε εκείνο τον πόλεμο, έχει ξεθωριάσει», παρατήρησε ο Μπάρστον. Όμως, επεσήμανε ότι η ακροδεξιά δεν θεωρείται «τόσο επικίνδυνη όπως παλιά», καθώς τα πικρά μαθήματα του παρελθόντος έχουν ξεχαστεί.
Για την εξήγηση αυτού, ο Σάντστρομ επικεντρώνεται στο ότι αν μπορεί να αυξάνεται η ακροδεξιά στην Σουηδία, "το ίδιο μπορεί να συμβεί και οπουδήποτε αλλού».
Οι ξεθωριασμένες μνήμες της πρώτης ανόδου της ακροδεξιάς έχουν βοηθήσει στο να μπορεί να γίνει μια νέα αρχή για τέτοιες ομάδες, αλλά κάποιοι πιστεύουν ότι η οικονομική κρίση είναι αυτή που τροφοδοτεί την άνοδο της. Δίνοντας μια νότα αισιοδοξίας, ο πολιτικός επιστήμονας Νόροσελ βλέπει τα γεγονότα ως μια ευκαιρία για «μια επιστροφή στις ρίζες και για την στενότερη επαφή των ψηφοφόρων με τους πολιτικούς», και για να περιοριστούν οι διαφορές που ο σύγχρονος καπιταλισμός (παγκοσμιοποίηση, ιδιωτικοποιήσεις, ανισοκατανομή του πλούτου) έχει δημιουργήσει».
Ο Πατέρας Μπομπ Μπόσυ, είναι μέλος του Chicago 8th Day Center των Εβραίων, μια μη κυβερνητική καθολική οργάνωση για την κοινωνική αλλαγή. Λίγα χρόνια πριν, ο Μπόσυ επισκέφθηκε το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς. Κατόπιν, ανέλυσε τις σκέψεις του για την άνοδο της σύγχρονης ακροδεξιάς, προβάλλοντας μια σημαντική πλευρά πολύ νωρίτερα από εμάς.
«Η σημερινή επιρροή της ακροδεξιάς στο πολιτικό μας σύστημα, επαναφέρει μια στρεβλή ανάμνηση που πάει πολλά χρόνια πίσω. Όπως περπατούσα ανάμεσα στα εκθέματα του στρατοπέδου θανάτου στο Άουσβιτς ένα παγωμένο πρωινό του Γενάρη, συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι που συμμετείχαν σ’ αυτό το απερίγραπτο έγκλημα δεν ήταν διαφορετικοί από εμένα ή κάθε άλλον. Έκαναν συμβιβασμούς, μικρούς στην αρχή – για να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, τις δουλειές τους – μέχρι που ‘πέρασαν την γραμμή’. Εκείνη τη στιγμή προσευχήθηκα στο Θεό ότι θα έβρισκα το θάρρος να διαφωνήσω αν τύχει και αντιμετωπίσω παρόμοιες συνθήκες, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που θα είχε για εμένα».
Ο Ριτ Γκολντστάιν είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής. Η δουλειά του είναι ευρέως γνωστή στα διεθνή μέσα, μεταξύ των οποίων τοChristian Science Monitor των ΗΠΑ, η El Mundo της Ισπανίας, η Wiener Zeitung της Αυστρίας και η Sydney Morning Herald της Αυστραλίας.
Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα
Πηγή: Asia times
Είτε πρόκειται για ευρωπαϊκά εθνικιστικά κόμματα (κάποια από τα οποία έχουν νεοναζιστικές ή νεοφασιστικές καταβολές), είτε για τις πιο αντιδραστικές πολιτικές ομάδες των ΗΠΑ, η Δύση αντιμετωπίζει μια άνοδο της ακροδεξιάς που είχε να εμφανιστεί από την δεκαετία του 1930. Σε εκείνη την περίοδο, η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930 είχε ενισχύσει ακροδεξιά κινήματα που ήταν δημοφιλή, και η σημερινή αποκαλούμενη μεγάλη ύφεση φαίνεται ότι κάνει κάτι αντίστοιχο.
«Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ της εμφάνισης ενός ακροδεξιού κόμματος και των οικονομικών διακυμάνσεων» παρατηρεί ο Κρίστιαν Νόροσελ, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης και στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Αναφερόμενος στην άνοδο των ακροδεξιών στην Σουηδία των Δημοκρατικών της Σουηδίας (SD), ένα κόμμα με νέο-ναζιστικές καταβολές, το οποίο κέρδισε πρόσφατα 20 έδρες στο κοινοβούλιο, ο Νόροσελ θεωρεί πως υπάρχουν ομοιότητες με πλευρές του ‘πρώιμου εθνικοσοσιαλισμού’ (Ναζισμού).
Οι πολιτικές που επικαλούνται τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό «των τελών της δεκαετίας του 1920 και της δεκαετίας του ’30» ήταν αυτό στο οποίο αναφέρθηκε ιδιαίτερα ο Νόροσελ, αν και το SD έχει αποκηρύξει τη βία. Ο Νόροσελ τόνισε, με σιγουριά και προβληματισμένο τόνο στη φωνή, στο Asia Times Online ότι «αυτό που είναι περίεργο είναι ότι το πρόγραμμα του κόμματος SD έχει σημαντική απήχηση».
Στις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, την Δανία, την Ιταλία, την Γαλλία, την Αυστρία, την Σουηδία, την Ουγγαρία, την Σερβία, την Ρουμανία, την Ελβετία, και άλλες, η ακροδεξιά βρίσκεται σε άνοδο, έχοντας θέση στο εθνικό κοινοβούλιο και παρουσία σε μια σειρά από χώρες. Ένα πρόσφατο ρεπορτάζ του CNN είναι ενδεικτικό: «Ακροδεξιές ομάδες της Μεγάλης Βρετανίας υπεραμύνονται των σχέσεων τους με το Κόμμα του Τσαγιού».
Οι δίδυμοι εφιάλτες του Ναζισμού και Φασισμού την δεκαετία του 1930, προήλθαν από την ευρωπαϊκή κοινωνική και οικονομική αναταραχή που ακολούθησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανάπτυξή τους επιταχύνθηκε με τον οικονομικό μαρασμό και την αβεβαιότητα της Μεγάλης Ύφεσης. Η πλατιά διαδεδομένη μαζική οργή και σύγχυση, μαζί με τις αποτυχίες του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της περιόδου, διοχετεύθηκε ενάντια των κοινωνικά αποκλεισμένων ομάδων, οι οποίες μετατράπηκαν σε εξιλαστήρια θύματα. Σήμερα, πολλοί πιστεύουν ότι η προσκόλληση της Δύσης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, κατά τις δεκαετίες της «οικονομικής μεταρρύθμισης», έχουν δημιουργήσει παρόμοιες οικονομικές δυσκολίες σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, τα οποία είναι έτοιμα να κατηγορήσουν κάποιον για τον πόνο τους.
Θεωρώντας την ακροδεξιά ως ένα σύμπτωμα της κοινωνικής διαταραχής, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η σημερινή αναγέννησή της είναι και πάλι το προϊόν αποτυχημένων οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Αυτές οι αποτυχίες προκαλούν οικονομική και κοινωνική αναστάτωση παρόμοια με εκείνη που δημιούργησε τον πρώτο ακροδεξιό εφιάλτη.
«Δυστυχώς, το μεγαλύτερο μέρος της εχθρότητας, η οποία θα έπρεπε να αφορά τις επιχειρήσεις που περικόβουν θέσεις εργασίας ή φεύγουν από την χώρα, έχει την τάση να στρέφεται ευθέως ενάντια στα εργατικά συνδικάτα, τους μετανάστες και τα μέλη εθνικών μειονοτήτων ή να κατηγορεί την κυβέρνηση για υπερβολική φορολόγηση των ατόμων» όπως παρατηρείται από τον ψυχολόγο Ντανιέλ Μπάρστον, ένα διακεκριμένο συγγραφέα εργασιών και βιβλίων με θέμα την κοινωνική ψυχολογία της δεκαετίας του 1930, και επίσης Πρόεδρο του Τμήματος Ψυχολογίας του Duquesne University.
O Μπάρστον πρόσθεσε στο Asian Times Online ότι πολύ συχνά, εκείνοι που κερδίζουν από τις παρούσες συνθήκες επενδύουν «τεραστία χρηματικά ποσά για να στρέψουν την οργή σε λάθος κατεύθυνση μέσω της διαφήμισης και της παραπληροφόρησης και εξαγοράζοντας την εύνοια πολιτικών ώστε να εξασφαλίζουν ότι θα περνούν τους νόμους που θα τους δίνουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν τις ληστρικές πρακτικές τους».
Ο Μπάρστον ερμηνεύει τη διαδικασία αυτή ως «μια μάζα που βράζει από οργή και έλλειψη εμπιστοσύνης, η οποία θέλει να χρεώσει σε κάποιον τα βάσανά της, αλλά συνήθως στοχοποιεί τους λάθος ανθρώπους».
Τη δεκαετία του 1930, οι Εβραίοι της Ευρώπης τέθηκαν ως ένας τέτοιος στόχος. Σήμερα, είναι οι Μουσουλμάνοι που πολύ συχνά συμπληρώνουν αυτό το τραγικό κενό, με τους ομοφυλόφιλους, τους Ρομά και άλλες μειονότητες να στοχοποιούνται όπως και τότε. Σε κάποιες περιοχές όπου υπάρχει μια περιορισμένη παρουσία Ισλαμιστών, οι Εβραίοι έχουν γίνει πάλι εξιλαστήρια θύματα. (πχ Ουγγαρία). Τα ίδια ισχύουν και για τις ΗΠΑ: η τρέχουσα «δημόσια αντιπαράθεση για το μεταναστευτικό», κυρίως σε ό,τι αφορά στις Μεξικανικές και Μεξικανό-Αμερικανικές κοινότητες, κινείται σε παρόμοιες κατευθύνσεις.
Κατά τη διάρκεια του «Επαναπατρισμού των Μεξικανών», στη δεκαετία του 1930, περίπου μισό εκατομμύριο Μεξικανοί και Μεξικανό-Αμερικανοί εκδιώχθηκαν από τις ΗΠΑ, με πολλούς απ’ αυτούς να είναι στα χαρτιά Αμερικανοί πολίτες. «Ήταν ένα πρόγραμμα φυλετικής απομάκρυνσης», λέει ο Μάι Νγκάι, ειδικός στην ιστορία της μετανάστευσης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, σ’ ένα άρθρο του το 2006 στην USA Today.
Στην Σουηδία, το SD απαιτεί να σταματήσει η «πολύπολιτισμικότητα», η «δημόσια υποστήριξη μεταναστευτικών οργανώσεων», και «όλες οι δραστηριότητες που έχουν στόχο να προωθήσουν τις ξένες κουλτούρες και ταυτότητες στην Σουηδία». Επίσης, θέλουν να απαγορεύσουν «χώρους θρησκευτικής λατρείας που δεν έχουν το σουηδικό στυλ χτισίματος ή έχουν περίεργη αρχιτεκτονική», να απαγορεύσουν στους δημοσίους υπαλλήλους να φορούν «περίεργα θρησκευτικά ή πολιτικά σύμβολα, όπως μαντίλα ή τουρμπάνι», και ζητούν επιτακτικά από την κυβέρνηση να υποστηρίξει τους μετανάστες που επιθυμούν «εθελοντικά» να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Στην Ουγγαρία, το ακροδεξιό Jobbik (Κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία) είναι το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, το οποίο έχει σαφή «φασιστικά» και «αντισημιτικά» χαρακτηριστικά. Σ’ ένα άρθρο σε φύλλο του Απρίλη του 2010 με τίτλο, «Ο αντισημιτισμός είναι σε έξαρση καθώς η Ουγγαρία πλησιάζει προς τις εκλογές», η Sunday Times του Λονδίνου έκανε λόγο για εκτεταμένες επιθέσεις στην Εβραϊκή κοινότητα, για έναν όχλο που κραύγαζε «γουρούνια Εβραίοι», ζητούσε να ξαναφτιαχτούν στρατόπεδα συγκέντρωσης, κολλούσε αυτοκόλλητα σε αυτοκίνητα Εβραίων με το σύνθημα «Λευτεριά των αυτοκινήτων από τους Εβραίους» και πως όλα αυτά έχουν μεγάλη απήχηση. Το άρθρο ανέφερε επίσης επιθέσεις και δολοφονίες εναντίον των Ρομά.
Στην Γαλλία, η απέλαση των Ρομά έχει επηρεάσει αρνητικά ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ιταλία διεξάγει καμπάνια για απελάσεις σε πολλές πόλεις της. Οι Financial Times της 5 Νοεμβρίου υπογράμμιζαν ότι η κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι πρότεινε ένα νέο νόμο, του οποίου οι επικριτές ισχυρίζονται ότι στοχεύει στην απέλαση των Ρομά από την χώρα. Επίσης, σε παραλληλισμό με την δεκαετία του 1930, στην Σερβία είναι διαδεδομένη η ομοφοβική βία, όπως και στις ΗΠΑ.
«Οι ΗΠΑ τραντάζονται από ένα κύμα βίας εναντίον των ομοφυλόφιλων», διαβάζουμε σε πρωτοσέλιδο του αγγλικού Observer στις 17 Οκτωβρίου. Η μετατροπή σε εξιλαστήρια θύματα των «κοινωνικά αποκλεισμένων» για την κάλυψη της κοινωνικής μας ανεπάρκειας είναι σε αύξηση μαζί με την ακροδεξιά.
Η παγκοσμιοποίηση, η Μεγάλη Ύφεση και η «οικονομική μεταρρύθμιση» επηρέασε αρκετά τους λαούς και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Παράλληλα μ’ αυτό, ο θυμός είναι διάχυτος παντού, όπως και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς και την κοινωνική δομή. Η άνοδος του Κόμματος του Τσαγιού στην Αμερική πρέπει να ειδωθεί μέσα από αυτό το πλαίσιο, όπως και η αναγέννηση της ακροδεξιάς, ευρύτερα.
«Σε περιόδους όπου οι άνθρωποι αισθάνονται ότι απειλούνται και είναι καχύποπτοι, είναι πιο επιρρεπείς σε παραποιήσεις, μισές αλήθειες και ψέματα», λέει ο Μπάρστον. Επίσης, παρατηρεί ότι σε τέτοιες περιόδους, όταν οι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι στην προπαγάνδα, οι περισσότεροι δέχονται με μεγαλύτερη ευκολία τις θέσεις των ηγετών τους και τις επακόλουθες συνέπειες. Ο Αδόλφος Χίτλερ το γνώριζε πολύ καλά αυτό».
Στην Σουηδία, μια χώρα η οποία έχει ένα από τα πιο ανεπτυγμένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας παγκοσμίως, η άνοδος του SD στο κοινοβούλιο ήταν για μερικούς μια βίαιη αφύπνιση. Δεδομένου του ότι η Σουηδία θεωρείται προπύργιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ανεκτικότητας, η επιτυχία αυτού του κόμματος θεωρήθηκε ευρέως ως ρατσιστική και ξενοφοβική, γεγονός που έχει προκαλέσει πολλά ερωτηματικά στη σουηδική κοινωνία.
Η μελέτη της Σουηδίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στα πιο επιτυχημένα και εύρωστα κράτη της Δύσης. Η άνοδος της ακροδεξιάς οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, αν και οι ρίζες της σημερινής αναγέννησης εντοπίζονται στη Ναζιστική και τη Φασιστική κληρονομιά. Αλλά το γεγονός της δημοφιλίας του SD, και οι αιτίες του, έχουν αναμφισβήτητα αλλοιώσει την εικόνα που διατηρούσαν για τους εαυτούς τους οι Σουηδοί εδώ και καιρό.
Κάνοντας μια ανασκόπηση των αιτιών που έδωσαν στο SD 20 έδρες στο σουηδικό κοινοβούλιο, τονίζεται η ανάδυση αποσταθεροποιητικών τάσεων. Το SD κατηγόρησε τους μετανάστες για τις επώδυνες περικοπές των κοινωνικών παροχών, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι μειώσεις σημαντικών φόρων και οι ιδιωτικοποιήσεις είχαν οδηγήσει στις περικοπές επιδομάτων. Απευθυνόμενο στην μικρή σε μέγεθος κοινότητα των Μουσουλμάνων της Σουηδίας (περίπου 400.000 ανάμεσα σε 9 εκατομμύρια Σουηδών), το SD αναφερόταν στο Ισλάμ ως την μεγαλύτερη απειλή που αντιμετώπιζαν οι Σουηδοί «από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», ενώ ένα τοπικό στέλεχος του SD ισχυρίζεται ότι πολλοί από την Μέση Ανατολή έχουν ένα «γονίδιο» το οποίο τους κάνει πιο επιθετικούς.
Επίσης, το SD έδωσε στην δημοσιότητα αναξιόπιστες στατιστικές μελέτες, λέγοντας ότι οι νέοι μετανάστες (κυρίως από την Μέση Ανατολή) ήταν υπεύθυνοι σε δυσανάλογο μερίδιο για σοβαρά εγκλήματα. Ωστόσο, στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Σουηδία, το Μάλμε (ένα από τα κάστρα του SD), υπήρξαν 15 μετανάστες που πυροβολήθηκαν «τυχαία» τον προηγούμενο χρόνο.
Μέχρι το 2001, μπορούσε κανείς να δει ναζιστικές στολές και σβάστικες στις συγκεντρώσεις του SD. Σήμερα, το SD ισχυρίζεται ότι είναι «ένα τυπικό κόμμα», το οποίο έχει καταφέρει να προσελκύσει πολλούς συνταξιούχους, μια ομάδα που πλήττεται από τις περικοπές επιδομάτων.
Η σουηδική οικονομία έχει ρυθμό ανάπτυξης τέσσερις φορές μεγαλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά με τις πρόσφατες «οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις», αυτή την ευημερία δεν την μοιράζονται όλοι. Ο Νόροσελ παρατηρεί ότι η άνοδος της ακροδεξιάς αντιπροσωπεύει «μια κραυγή των ανθρώπων οι οποίοι αισθάνονται ξεχασμένοι από την κυρίαρχη τάξη».
Επίσης, ο Νόροσελ αναφέρεται στο SD σαν τον «λύκο μέσα σε σώμα προβάτου», ένα κρυφορατσιστικό κόμμα στιγματισμένο από το παρελθόν του, το οποίο επιχειρεί να παρουσιαστεί πλέον με «κανονικά ρούχα».
Ο Γκούσταβ Φρίντολιν, υψηλόβαθμο κοινοβουλευτικό στέλεχος των Πρασίνων της Σουηδίας, ανέφερε στο Asian Times Online ότι η Σουηδία «σπαράσσεται από υψηλή ανεργία και αυξανόμενη φτώχεια», και διακρίνει μια αίσθηση αδυναμίας ανάμεσα σε πολλούς, σε σημείο όπου η «πίστη στο μέλλον κλονίζεται». Τόνισε ότι τέτοιες καταστάσεις σημαίνουν ότι «μπορείς να κερδίσεις πολιτικές συμπάθειες με δυο τρόπους: ή στρέφεις την μια ομάδα εναντίον των άλλων, ή στρέφεσαι στην ελπίδα που ενυπάρχει στα άτομα».
Ανεξάρτητα απ’ αυτό, ο Μπάρστον ανέφερε ότι η μεσαία τάξη αισθάνθηκε «σε απελπιστικό βαθμό ευάλωτη και μπερδεμένη, έντρομη». Επισημαίνει ότι ο φόβος για το μέλλον «των παιδιών και των εγγονιών» ήταν τεράστιος. Το συντριπτικό ποσοστό των ανθρώπων που ανήκουν στη μεσαία τάξη «έχουν χάσει την πίστη τους στην αλλαγή της δικής τους κοινωνίας», ενώ η εμπιστοσύνη που είχαν οι περισσότεροι στο «θεμελιώδες νόημα των δημοκρατικών θεσμών και πολιτικών», έχει κλονιστεί.
Ο Μπάρστον παρατηρεί ότι πολλοί σήμερα ζουν «καταρρακωμένοι από την μιζέρια τους και την σύγχυση», και στερούνται κατά πολύ τη «γαλήνη και την ετοιμότητα του πνεύματος για να αντιδράσουν». Γι’ αυτό και θεωρεί ότι οι περισσότεροι «θέλουν να τους λένε τι συμβαίνει γύρω τους, δεν θέλουν να το ανακαλύψουν από μόνοι τους».
Δυστυχώς, είναι αναμφισβήτητα πιο εύκολο να κατηγορείς για κάθε πρόβλημα αυτούς τους οποίους αποκαλείς σε μια κοινωνία «αποκλεισμένους», αντί να έχεις πραγματική κατανόηση και να δίνεις απάντηση για κάθε σοβαρή εσωτερική αδυναμία. Στην περίπτωση του SD, ο Νόροσελ σημείωσε ότι το κόμμα εμφανίστηκε «πολύ επιδέξιο στο να υποδεικνύει τα εξιλαστήρια θύματα».
Ο Μπάρστον έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα της «διαφορετικότητας». Η διαφορετικότητα είναι κατά βάση ένα ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο αποτυγχάνεις «να αναγνωρίσεις την θεμελιώδη ανθρωπιά για τον συνάνθρωπό σου», αναφέρει ο Μπάρστον, μ’ ένα δυσοίωνο τόνο στη φωνή του. Αναλύοντας τον τρόπο με τον οποίο το φαινόμενο επηρέασε τους κοινωνικά αποκλεισμένους στις σύγχρονες συνθήκες, επισήμανε ότι «ο διαφορετικός, δεν είναι απλώς ένας ξένος, αλλά ένας αντίπαλος».
Στη Σουηδία, υπάρχει ένας όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να περιγράψει τα πολιτικά κόμματα της ακροδεξιάς: «framlingsfientligt parti». Αν μεταφραστεί κυριολεκτικά, σημαίνει «εχθρότητα προς τον ξένο», αν και συχνά μεταφράζεται απλώς ως «ξενοφοβία».
Τυπικά επωφελούμενη από την οργή της κατώτερης και νεόπτωχης μεσαίας τάξης, η ακροδεξιά έχει μια ιστορία ανόδου σε τέτοιες συνθήκες «επειδή προσφέρουν απλοϊκές απαντήσεις σε υπερβολικά σύνθετα προβλήματα, και έχουν αναπτύξει αποτελεσματικές ρητορικές στρατηγικές για να κινητοποιούν πολίτες να ψηφίζουν κατά των δικών τους μακροπρόθεσμων συμφερόντων», προσθέτει ο Μπάρστον. Τόνισε ότι «η ακροδεξιά επικαλείται το κοινό αίσθημα των ανθρώπων περί προδοσίας και τιμωρίας», αλλά το κάνει μ’ ένα τρόπο αποφεύγοντας «τις πραγματικές κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες τις οποίες παραβλέπει».
Η Άνετα Μπόρχεσον, γενική γραμματέας των Πρασίνων της Σουηδίας, επισημαίνει ότι απ’ τη στιγμή που το SD «στρέφεται ενάντια στην μετανάστευση», τα πραγματικά προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν. Παρατηρεί ότι το SD αγνοεί «τα προβλήματα των σχολείων, τα προβλήματα των θέσεων εργασίας που μετεγκαθίστανται στο εξωτερικό, τα πραγματικά προβλήματα».
Ο Φριντολίν, μέλος του κοινοβουλίου της Σουηδίας, βρίσκει ότι η κατάλληλη απάντηση είναι να επικεντρωθεί η πολιτική ατζέντα «εκεί όπου θα δημιουργηθούν οι μελλοντικές θέσεις εργασίας, και πως μπορούμε να οικοδομήσουμε μια νέα κοινωνία που θα αναπτύσσεται παράλληλα», και όχι ξεχωριστά. Τέτοιες σκέψεις συνδέονται με τις ανησυχίες που αφορούν «τις μετεγκαταστάσεις θέσεων εργασίας» και τις αυξανόμενες πιέσεις που έχουν φέρει οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η στοχοποίηση και παρότρυνση για κατασκευή εξιλαστήριων θυμάτων, είναι η παραδοσιακή αιχμή που χρησιμοποιεί η ακροδεξιά για να αποσπάσει την υποστήριξη από το πολιτικό κατεστημένο. Ένας κοινός παρανομαστής που μοιράζεται η ακροδεξιά είναι η αντιπάθειά της για τους μετανάστες και την μετανάστευση.
«Όπου κοιτάξεις στην Ευρώπη, εκεί που έχουν τέτοια ακροδεξιά πολιτικά κόμματα, υπάρχει μια τάση να κατηγορούν την μετανάστευση για όλα τα προβλήματα», είπε ο πολιτικός επιστήμονας Μίκαελ Σάντστρομ, του Πανεπιστημίου Λουντ της Σουηδίας. Σχολιάζοντας την θέληση των ανθρώπων που βρίσκονται σε σύγχυση, έτοιμοι να αποδεχτούν «παραποιήσεις, μισές αλήθειες, και ψέματα», ο Σάντστρομ υπογράμμισε ότι «το μόνο που έχει να κάνει το SD με την υποτιθέμενη «αλήθεια» είναι να την κάνει γνωστή και οι άνθρωποι να την αποδεχτούν».
«Η ανάμνηση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, και της δεκαετίας του 1930 που οδήγησε σε εκείνο τον πόλεμο, έχει ξεθωριάσει», παρατήρησε ο Μπάρστον. Όμως, επεσήμανε ότι η ακροδεξιά δεν θεωρείται «τόσο επικίνδυνη όπως παλιά», καθώς τα πικρά μαθήματα του παρελθόντος έχουν ξεχαστεί.
Για την εξήγηση αυτού, ο Σάντστρομ επικεντρώνεται στο ότι αν μπορεί να αυξάνεται η ακροδεξιά στην Σουηδία, "το ίδιο μπορεί να συμβεί και οπουδήποτε αλλού».
Οι ξεθωριασμένες μνήμες της πρώτης ανόδου της ακροδεξιάς έχουν βοηθήσει στο να μπορεί να γίνει μια νέα αρχή για τέτοιες ομάδες, αλλά κάποιοι πιστεύουν ότι η οικονομική κρίση είναι αυτή που τροφοδοτεί την άνοδο της. Δίνοντας μια νότα αισιοδοξίας, ο πολιτικός επιστήμονας Νόροσελ βλέπει τα γεγονότα ως μια ευκαιρία για «μια επιστροφή στις ρίζες και για την στενότερη επαφή των ψηφοφόρων με τους πολιτικούς», και για να περιοριστούν οι διαφορές που ο σύγχρονος καπιταλισμός (παγκοσμιοποίηση, ιδιωτικοποιήσεις, ανισοκατανομή του πλούτου) έχει δημιουργήσει».
Ο Πατέρας Μπομπ Μπόσυ, είναι μέλος του Chicago 8th Day Center των Εβραίων, μια μη κυβερνητική καθολική οργάνωση για την κοινωνική αλλαγή. Λίγα χρόνια πριν, ο Μπόσυ επισκέφθηκε το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς. Κατόπιν, ανέλυσε τις σκέψεις του για την άνοδο της σύγχρονης ακροδεξιάς, προβάλλοντας μια σημαντική πλευρά πολύ νωρίτερα από εμάς.
«Η σημερινή επιρροή της ακροδεξιάς στο πολιτικό μας σύστημα, επαναφέρει μια στρεβλή ανάμνηση που πάει πολλά χρόνια πίσω. Όπως περπατούσα ανάμεσα στα εκθέματα του στρατοπέδου θανάτου στο Άουσβιτς ένα παγωμένο πρωινό του Γενάρη, συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι που συμμετείχαν σ’ αυτό το απερίγραπτο έγκλημα δεν ήταν διαφορετικοί από εμένα ή κάθε άλλον. Έκαναν συμβιβασμούς, μικρούς στην αρχή – για να διατηρήσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις, τις δουλειές τους – μέχρι που ‘πέρασαν την γραμμή’. Εκείνη τη στιγμή προσευχήθηκα στο Θεό ότι θα έβρισκα το θάρρος να διαφωνήσω αν τύχει και αντιμετωπίσω παρόμοιες συνθήκες, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που θα είχε για εμένα».
Ο Ριτ Γκολντστάιν είναι δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής. Η δουλειά του είναι ευρέως γνωστή στα διεθνή μέσα, μεταξύ των οποίων τοChristian Science Monitor των ΗΠΑ, η El Mundo της Ισπανίας, η Wiener Zeitung της Αυστρίας και η Sydney Morning Herald της Αυστραλίας.
Μετάφραση: Αιμιλία Κουκούμα
Πηγή: Asia times
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου