Μια απ' τις τελευταίες εμβληματικές φιγούρες της Εθνικής Αντίστασης, η Κατίνα Σηφακάκη, απεβίωσε το βράδυ της 31ης Ιουλίου, σε ηλικία 100 ετών.
Αγωνίστηκε στο ΕΑΜ και...την Εθνική Αντίσταση ενώ η δράση της ενέπνευσε πολλούς αριστερούς.
Η κηδεία της θα γίνει στο 3ο Νεκροταφείο Νίκαιας, την Πέμπτη 3 Αυγούστου στις 12.45μμ..
Η Κατίνα Σηφακάκη γεννήθηκε τον Γενάρη του 1916 στον Μέρωνα Αμαρίου και σπούδασε μαία στην Αθήνα, εξ ου και το παρατσούκλι της «το Κατινάκι η μαμή».
Η δράση της και η περήφανη στάση της καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, ενέπνευσε πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και της Αριστεράς, ανεξαρτήτως ηλικίας, αφού και οι νεότερες γενιές την θεωρούσαν «ιερό πρότυπο».
Η ιστορία της έγινε βιβλίο, το 2010, από τον δημοσιογράφο Μανόλη Παντινάκη. «Το Κατινάκι η μαμή - Η Αμαζόνα της Αντίστασης και της Εξορίας», όπως είναι και ο τίτλος του, περιγράφει το πόσο αψήφιστα, πόσο παθιασμένα και με πόση αγάπη η Κατίνα ανεβοκατέβαινε στα βουνά, άντεχε τις φυλακές και τις εξορίες, πολέμαγε δίπλα σε ατσαλένιους άντρες βιώνοντας δύο δικτατορίες, έναν παγκόσμιο πόλεμο και έναν εμφύλιο.
Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά το ότι ήταν ήδη 84 ετών, συμμετείχε στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων Γένοβας.
Η συνέντευξη που είχε δώσει στην Πόλυ Κρημνιώτη και την Αυγή
Πάντα τόσο χαρούμενη ήσασταν;
Εγώ μεγάλωσα με τους Κρητικούς, με μαντινάδες, με χορό με τραγούδι, με ποιήματα. Ο πατέρας μου είχε το καφενείο "Βενιζελικό" και η μητέρα μου με κατέβαζε από τον οντά σε μια σκάφη μ' ένα ωραίο παπλωματάκι και οι Κρητικοί με παίρνανε στην αγκαλιά τους και μου τραγουδούσαν και χορεύαμε. Λένε οι ψυχολόγοι ότι όταν μεγαλώσεις σ' ένα χαρούμενο περιβάλλον, μεγαλώνεις όμορφα, δημιουργείς χαρακτήρα αισιόδοξο, χαρούμενο. Οκτώ χρονώ ήξερα και τραγουδούσα Ερωτόκριτο και χόρευα όλους τους χορούς. Όταν είχε γλέντι στο χωριό μου, έλεγαν "πάμε στον Μέρωνα να δούμε την κόρη του Σηφακάκη να χορεύει και να τραγουδεί". Δεν ήμουν όμως μόνο χαρούμενη. Έβλεπα τα παιδιά του χωριού που φεύγαν στρατιώτες για τη Σμύρνη κι έρχονταν να αποχαιρετήσουν τη μάνα μου κι εκείνη έκλαιγε. Ήταν παιδιά του χωριού που τα αγαπούσε. Θυμούμαι τους πρόσφυγες της Μικρασίας. Ένα βράδυ που έβρεχε πολύ, ξύπνησα από την αγωνία μου ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πού να μείνουν, ρώταγα τη μάνα μου τι θα απογίνουν.
Από την Κρήτη πότε φύγατε;
Παρέμεινα εις την Κρήτη ώς 7 χρονών. Η μάνα μου επήρε τα άλλα παιδιά της, ήμουν η μικρότερη, και έφυγε στην Αθήνα για να μη μείνουν αμόρφωτα. Εγώ έμεινα με τη θειά μου στο χωριό. Μετά έφυγα κι εγώ για την Αθήνα. Η Αθήνα με προβλημάτισε γιατί είχαμε για σπίτι ένα δωμάτιο, ημιυπόγειο, όπου μέναμε όλοι. Είδα ένα μπόγο όταν πρωτομπήκα, δεν ήξερα τι είναι. Το βράδυ κατάλαβα ότι ήταν στρωματσάδες για να κοιμόμασε. Αυτό με πλήγωσε πολύ.
Γιατί;
Γιατί ήθελα να έχουμε κι εμείς ένα σπίτι, όπως τα άλλα, όπως το σπίτι που είχαμε στο χωριό. Πάντοτε ήθελα να είμαι καλοντυμένη, στενοχωριόμουν που η μάναμου φορούσε μαντίλι και όχι καπέλο.
Ήσασταν κοκέτα;
Από μικρό παιδί ήθελα να είμαι περιποιημένη. Και η αδελφή μου η μοδίστρα μού έραβε και έπαιρνα κομμάτια μεταξωτά και τα έκανα κορδέλα για τα μαλλιά, και έμαθα κι εγώ να ράβω μόνη μου, μανσέτες για τα μανίκια και γιακαδάκια. Ήμουν όμως και καλή μαθήτρια. Στο δημοτικό σχολείο έγινα η πιο αγαπημένη μαθήτρια των δασκάλων. Μου βάζανε ποιήματα και τραγούδια, έπαιζα θέατρο.
Από το σχολείο και τα ποιήματα μάθατε να αγαπάτε τον αγώνα;
Ο διευθυντής του σχολείου είχε καταλάβει ότι ήμουν παιδί με πολλές ικανότητες, αλλά σε ένα περιβάλλον που δεν μου έδινε ευκαιρίες. Μου 'λεγε «Κατίνα, ο κόσμος ανήκει στους τολμηρούς. Εσύ είσαι τολμηρή και μπορεί να πετύχεις σε ό,τι επιδιώξεις». Ο δάσκαλός μου με αγαπούσε, με μάθαινε ότι η ζωή είναι αγώνας και πρέπει να μη σταματήσω να αγωνίζομαι ακόμα κι όταν συναντώ δυσκολίες.
Από τότε δεν σταματήσατε να αγωνίζεστε;
Στην Γ' Δημοτικού ήμουν επιμελήτρια. Στο διάλειμμα δεν βγήκα έξω. Πήρα τον χάρακα και πήγα εις τον χάρτη και είπα: Γιατί υπάρχουν σύνορα και δεν επιτρέπεται να πάμε στο εξωτερικό αν δεν έχουμε ειδική άδεια, ενώ ο πλανήτης είναι για όλο τον κόσμο; Από τότε πολλά «γιατί» έρχονται στη σκέψη μου. Εσκέφτηκα από τότε την παγκοσμιοποίηση της ανθρωπότητας, όχι του κεφαλαίου που έχουμε σήμερα.
Για την κυριαρχία του κεφαλαίου που έχουμε σήμερα τι σκέφτεστε;
Αγωνίζομαι για έναν κόσμο που θα κυριαρχεί η ανθρωπιά και η δικαιοσύνη, για έναν κόσμο που δεν θα υπάρχουν σύνορα.
Στην Αντίσταση πώς μπήκατε;
Με την κήρυξη του αλβανικού πολέμου έκανα αίτηση στον Ερυθρό Σταυρό να επιστρατευτώ ως εθελόντρια νοσοκόμα στο μέτωπο, πλάι στον στρατό. Όχι σε κανένα νοσοκομείο. Ο Ερυθρός Σταυρός απάντησε να μείνω εις την Κρήτη όπου θα ανοιχτεί μέτωπο. Και από τότε, το 1940, είμαι στον αγώνα.
Στη Μακρόνησο πώς βρεθήκατε;
Όχι μόνο στη Μακρόνησο, γνώρισα εξορίες, φυλακές, κρατητήρια. Μετά τη Μακρόνησο, δεν θυμούμαι ημερομηνίες, με άδεια πήγαινα και έδινα παρουσία στα αστυνομικά τημήματα. Αντιμετώπισα πείνα και δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά, με διώχνανε. Μια ζωή κυνηγημένη. Στην Κρήτη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξανακατέβηκα το 1972. Επήγα με μια φίλη μου στην προκυμαία του Ρεθύμνου για καφέ και την άλλη μέρα ήρθε και με βρήκε η φίλη μου και μου είπε «Η ασφάλεια σε παρακολουθεί. Να μη σε κάνω παρέα, γιατί θα μου κάνει φάκελο». Σταματώ εδώ. Αλλά ο αγώνας μου για μια κοινωνία που θα κυριαρχεί η ανθρωπιά και η δικαιοσύνη δεν σταμάτησε. Και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι. Με τους αγώνες της καινούργιας γενιάς για την κοινωνία και τα οράματα της γενιάς του '40-'45, που μαζί με τη συντριβή του εχθρού ήθελε να συντρίψει και το σύστημα εκείνο που δημιουργεί τους πολέμους και σκοτώνει την ανθρωπότητα. Και λέω, η ασφάλεια για τον λαό δεν εξασφαλίζεται με τον πόλεμο και τους εξοπλισμούς παρά με την αγάπη, την αλληλεγγύη και τη στήριξη του ενός λαού προς τον άλλο.
Θέλετε να μου πείτε για τη Μακρόνησο και για τους σημερινούς αγώνες;
Για το κολαστήριο της Μακρονήσου μη με ρωτάτε. Θάνατος, βασανιστήρια, κρεμάλες, ξύλο και ομαδικές εκτελέσεις. Έμεινα πέντε - έξι χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς. Είμαι η πιο τυχερή της γενιάς μου που κατάφερα να επιζήσω από τη βαρβαρότητα του ξένου και του ντόπιου βασανιστή και να μπορώ σήμερα, στα 98 μου χρόνια, να ακολουθώ την πρωτοβουλία Γένοβα, τη Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο, το αντικαπιταλιστικό κίνημα και όλους τους αγωνιστές του κόσμου για να γίνουμε μια δύναμη και να γκρεμίσουμε, όχι να σφάξουμε, τους μηχανισμούς εκείνους που στηρίζουν το κίνημα που λέγεται καπιταλισμός και να χτίσουμε την κοινωνία εκείνη που θα κυριαρχεί η ανθρωπιά και η δικαιοσύνη. Την κοινωνία εκείνη που οι άνθρωποι θα είναι πάνω από τα κέρδη.
Τι θα λέγατε στα νέα παιδιά;
Ευχή να αγωνιστούν να αντέξουν, να νικήσουν και να κερδίσουν όλες τις χαρές που στερήθηκε η δική μου γενιά και οι γενιές του κόσμου σε απελευθερωτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Και να καταφέρουν να χτίσουν την κοινωνία εκείνη που οραματίστηκε η γενιά μου, την κοινωνία της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης.
Τώρα μη με ρωτάς άλλα. Όμως, να σου πω και μια μαντινάδα;
Γκρεμίζομε και χτίζομε,
φτιάχνομε ό,τι χαλούμε
ό,τι καλό κρατίζομε
και σάπιο το πετούμε.
Αγωνίστηκε στο ΕΑΜ και...την Εθνική Αντίσταση ενώ η δράση της ενέπνευσε πολλούς αριστερούς.
Η κηδεία της θα γίνει στο 3ο Νεκροταφείο Νίκαιας, την Πέμπτη 3 Αυγούστου στις 12.45μμ..
Η Κατίνα Σηφακάκη γεννήθηκε τον Γενάρη του 1916 στον Μέρωνα Αμαρίου και σπούδασε μαία στην Αθήνα, εξ ου και το παρατσούκλι της «το Κατινάκι η μαμή».
Η δράση της και η περήφανη στάση της καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της, ενέπνευσε πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και της Αριστεράς, ανεξαρτήτως ηλικίας, αφού και οι νεότερες γενιές την θεωρούσαν «ιερό πρότυπο».
Η ιστορία της έγινε βιβλίο, το 2010, από τον δημοσιογράφο Μανόλη Παντινάκη. «Το Κατινάκι η μαμή - Η Αμαζόνα της Αντίστασης και της Εξορίας», όπως είναι και ο τίτλος του, περιγράφει το πόσο αψήφιστα, πόσο παθιασμένα και με πόση αγάπη η Κατίνα ανεβοκατέβαινε στα βουνά, άντεχε τις φυλακές και τις εξορίες, πολέμαγε δίπλα σε ατσαλένιους άντρες βιώνοντας δύο δικτατορίες, έναν παγκόσμιο πόλεμο και έναν εμφύλιο.
Χαρακτηριστικό είναι ότι παρά το ότι ήταν ήδη 84 ετών, συμμετείχε στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων Γένοβας.
Η συνέντευξη που είχε δώσει στην Πόλυ Κρημνιώτη και την Αυγή
Πάντα τόσο χαρούμενη ήσασταν;
Εγώ μεγάλωσα με τους Κρητικούς, με μαντινάδες, με χορό με τραγούδι, με ποιήματα. Ο πατέρας μου είχε το καφενείο "Βενιζελικό" και η μητέρα μου με κατέβαζε από τον οντά σε μια σκάφη μ' ένα ωραίο παπλωματάκι και οι Κρητικοί με παίρνανε στην αγκαλιά τους και μου τραγουδούσαν και χορεύαμε. Λένε οι ψυχολόγοι ότι όταν μεγαλώσεις σ' ένα χαρούμενο περιβάλλον, μεγαλώνεις όμορφα, δημιουργείς χαρακτήρα αισιόδοξο, χαρούμενο. Οκτώ χρονώ ήξερα και τραγουδούσα Ερωτόκριτο και χόρευα όλους τους χορούς. Όταν είχε γλέντι στο χωριό μου, έλεγαν "πάμε στον Μέρωνα να δούμε την κόρη του Σηφακάκη να χορεύει και να τραγουδεί". Δεν ήμουν όμως μόνο χαρούμενη. Έβλεπα τα παιδιά του χωριού που φεύγαν στρατιώτες για τη Σμύρνη κι έρχονταν να αποχαιρετήσουν τη μάνα μου κι εκείνη έκλαιγε. Ήταν παιδιά του χωριού που τα αγαπούσε. Θυμούμαι τους πρόσφυγες της Μικρασίας. Ένα βράδυ που έβρεχε πολύ, ξύπνησα από την αγωνία μου ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πού να μείνουν, ρώταγα τη μάνα μου τι θα απογίνουν.
Από την Κρήτη πότε φύγατε;
Παρέμεινα εις την Κρήτη ώς 7 χρονών. Η μάνα μου επήρε τα άλλα παιδιά της, ήμουν η μικρότερη, και έφυγε στην Αθήνα για να μη μείνουν αμόρφωτα. Εγώ έμεινα με τη θειά μου στο χωριό. Μετά έφυγα κι εγώ για την Αθήνα. Η Αθήνα με προβλημάτισε γιατί είχαμε για σπίτι ένα δωμάτιο, ημιυπόγειο, όπου μέναμε όλοι. Είδα ένα μπόγο όταν πρωτομπήκα, δεν ήξερα τι είναι. Το βράδυ κατάλαβα ότι ήταν στρωματσάδες για να κοιμόμασε. Αυτό με πλήγωσε πολύ.
Γιατί;
Γιατί ήθελα να έχουμε κι εμείς ένα σπίτι, όπως τα άλλα, όπως το σπίτι που είχαμε στο χωριό. Πάντοτε ήθελα να είμαι καλοντυμένη, στενοχωριόμουν που η μάναμου φορούσε μαντίλι και όχι καπέλο.
Ήσασταν κοκέτα;
Από μικρό παιδί ήθελα να είμαι περιποιημένη. Και η αδελφή μου η μοδίστρα μού έραβε και έπαιρνα κομμάτια μεταξωτά και τα έκανα κορδέλα για τα μαλλιά, και έμαθα κι εγώ να ράβω μόνη μου, μανσέτες για τα μανίκια και γιακαδάκια. Ήμουν όμως και καλή μαθήτρια. Στο δημοτικό σχολείο έγινα η πιο αγαπημένη μαθήτρια των δασκάλων. Μου βάζανε ποιήματα και τραγούδια, έπαιζα θέατρο.
Από το σχολείο και τα ποιήματα μάθατε να αγαπάτε τον αγώνα;
Ο διευθυντής του σχολείου είχε καταλάβει ότι ήμουν παιδί με πολλές ικανότητες, αλλά σε ένα περιβάλλον που δεν μου έδινε ευκαιρίες. Μου 'λεγε «Κατίνα, ο κόσμος ανήκει στους τολμηρούς. Εσύ είσαι τολμηρή και μπορεί να πετύχεις σε ό,τι επιδιώξεις». Ο δάσκαλός μου με αγαπούσε, με μάθαινε ότι η ζωή είναι αγώνας και πρέπει να μη σταματήσω να αγωνίζομαι ακόμα κι όταν συναντώ δυσκολίες.
Από τότε δεν σταματήσατε να αγωνίζεστε;
Στην Γ' Δημοτικού ήμουν επιμελήτρια. Στο διάλειμμα δεν βγήκα έξω. Πήρα τον χάρακα και πήγα εις τον χάρτη και είπα: Γιατί υπάρχουν σύνορα και δεν επιτρέπεται να πάμε στο εξωτερικό αν δεν έχουμε ειδική άδεια, ενώ ο πλανήτης είναι για όλο τον κόσμο; Από τότε πολλά «γιατί» έρχονται στη σκέψη μου. Εσκέφτηκα από τότε την παγκοσμιοποίηση της ανθρωπότητας, όχι του κεφαλαίου που έχουμε σήμερα.
Για την κυριαρχία του κεφαλαίου που έχουμε σήμερα τι σκέφτεστε;
Αγωνίζομαι για έναν κόσμο που θα κυριαρχεί η ανθρωπιά και η δικαιοσύνη, για έναν κόσμο που δεν θα υπάρχουν σύνορα.
Στην Αντίσταση πώς μπήκατε;
Με την κήρυξη του αλβανικού πολέμου έκανα αίτηση στον Ερυθρό Σταυρό να επιστρατευτώ ως εθελόντρια νοσοκόμα στο μέτωπο, πλάι στον στρατό. Όχι σε κανένα νοσοκομείο. Ο Ερυθρός Σταυρός απάντησε να μείνω εις την Κρήτη όπου θα ανοιχτεί μέτωπο. Και από τότε, το 1940, είμαι στον αγώνα.
Στη Μακρόνησο πώς βρεθήκατε;
Όχι μόνο στη Μακρόνησο, γνώρισα εξορίες, φυλακές, κρατητήρια. Μετά τη Μακρόνησο, δεν θυμούμαι ημερομηνίες, με άδεια πήγαινα και έδινα παρουσία στα αστυνομικά τημήματα. Αντιμετώπισα πείνα και δεν μπορούσα να βρω δουλειά πουθενά, με διώχνανε. Μια ζωή κυνηγημένη. Στην Κρήτη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ξανακατέβηκα το 1972. Επήγα με μια φίλη μου στην προκυμαία του Ρεθύμνου για καφέ και την άλλη μέρα ήρθε και με βρήκε η φίλη μου και μου είπε «Η ασφάλεια σε παρακολουθεί. Να μη σε κάνω παρέα, γιατί θα μου κάνει φάκελο». Σταματώ εδώ. Αλλά ο αγώνας μου για μια κοινωνία που θα κυριαρχεί η ανθρωπιά και η δικαιοσύνη δεν σταμάτησε. Και θα συνεχίσω να αγωνίζομαι. Με τους αγώνες της καινούργιας γενιάς για την κοινωνία και τα οράματα της γενιάς του '40-'45, που μαζί με τη συντριβή του εχθρού ήθελε να συντρίψει και το σύστημα εκείνο που δημιουργεί τους πολέμους και σκοτώνει την ανθρωπότητα. Και λέω, η ασφάλεια για τον λαό δεν εξασφαλίζεται με τον πόλεμο και τους εξοπλισμούς παρά με την αγάπη, την αλληλεγγύη και τη στήριξη του ενός λαού προς τον άλλο.
Θέλετε να μου πείτε για τη Μακρόνησο και για τους σημερινούς αγώνες;
Για το κολαστήριο της Μακρονήσου μη με ρωτάτε. Θάνατος, βασανιστήρια, κρεμάλες, ξύλο και ομαδικές εκτελέσεις. Έμεινα πέντε - έξι χρόνια, δεν θυμάμαι ακριβώς. Είμαι η πιο τυχερή της γενιάς μου που κατάφερα να επιζήσω από τη βαρβαρότητα του ξένου και του ντόπιου βασανιστή και να μπορώ σήμερα, στα 98 μου χρόνια, να ακολουθώ την πρωτοβουλία Γένοβα, τη Συμμαχία Σταματήστε τον Πόλεμο, το αντικαπιταλιστικό κίνημα και όλους τους αγωνιστές του κόσμου για να γίνουμε μια δύναμη και να γκρεμίσουμε, όχι να σφάξουμε, τους μηχανισμούς εκείνους που στηρίζουν το κίνημα που λέγεται καπιταλισμός και να χτίσουμε την κοινωνία εκείνη που θα κυριαρχεί η ανθρωπιά και η δικαιοσύνη. Την κοινωνία εκείνη που οι άνθρωποι θα είναι πάνω από τα κέρδη.
Τι θα λέγατε στα νέα παιδιά;
Ευχή να αγωνιστούν να αντέξουν, να νικήσουν και να κερδίσουν όλες τις χαρές που στερήθηκε η δική μου γενιά και οι γενιές του κόσμου σε απελευθερωτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Και να καταφέρουν να χτίσουν την κοινωνία εκείνη που οραματίστηκε η γενιά μου, την κοινωνία της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης.
Τώρα μη με ρωτάς άλλα. Όμως, να σου πω και μια μαντινάδα;
Γκρεμίζομε και χτίζομε,
φτιάχνομε ό,τι χαλούμε
ό,τι καλό κρατίζομε
και σάπιο το πετούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου