Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

«Το κίνημα στο σύνολό του» - Κύματα και Κρίση του Κοινωνικού Κινήματος

του Colin Barker* 
μετάφραση Στέλλα Μούσμουλα αναδημοσίευση από rs21.org.uk rproject.gr

Από τη δεκαετία του 1960 έχουν πολλαπλασιαστεί τα κοινωνικά κινήματα που αμφισβήτησαν την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Μερικές φορές αυτά τα κοινωνικά κινήματα έχουν πάρει τη μορφή της εκστρατείας για ένα ιδιαίτερο ζήτημα και άλλες φορές έχουν συνενωθεί σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό κίνημα. Σε αυτό το κείμενο ο Colin Barker εξετάζει το κοινωνικό κίνημα ως σύνολο, και χαρτογραφεί την ανάπτυξή του κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών. Γραμμένο το 2012, αυτό το κείμενο παρέχει στους επαναστάτες ένα πλαίσιο σκέψης για την εμπλοκή τους στην πολιτική των κοινωνικών κινημάτων.

Ει­σα­γω­γή

Σε αυτό το κεί­με­νο [1] ερευ­νώ με κάθε επι­φύ­λα­ξη ορι­σμέ­να ζη­τή­μα­τα σχε­τι­κά με την ανά­πτυ­ξη των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των κατά τις προη­γού­με­νες δύο δε­κα­ε­τί­ες. Ερ­γά­ζο­μαι πάνω σε τρεις βα­σι­κές υπο­θέ­σεις:

1. Σε αντί­θε­ση με μια ευ­ρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νη ιδέα η οποία κυ­κλο­φο­ρού­σε πολύ πριν από δύο δε­κα­ε­τί­ες, ο πο­λι­τι­κός ρόλος της ερ­γα­τι­κής τάξης δεν είναι «τε­λειω­μέ­νος». Αντί­θε­τα, μετά από μια σειρά ηττών των οποί­ων η προ­έ­λευ­ση βρί­σκε­ται στο τέλος του τε­λευ­ταί­ου «κύ­μα­τος εξε­γέρ­σε­ων» στη δε­κα­ε­τία του 1970, η ερ­γα­τι­κή τάξη διε­θνώς έχει και διευ­ρυν­θεί αλλά και υπο­βλη­θεί σε μια σειρά δια­δι­κα­σιών «ανα­σύν­θε­σης», τόσο διαρ­θρω­τι­κών όσο και πο­λι­τι­κών (Barker και Dale 1998). Οι νέες δυ­να­τό­τη­τες της μένει να δο­κι­μα­στούν.

2. Αντί να μι­λά­με για «κι­νή­μα­τα» στον πλη­θυ­ντι­κό, είναι χρή­σι­μο να δα­νει­στού­με μια φράση από τον Καρλ Μαρξ, «το κί­νη­μα εν γένει». Αυτή η πο­λύ­πλο­κη οντό­τη­τα έχει δικές του ορ­γα­νω­τι­κές μορ­φές και μο­τί­βα ανά­πτυ­ξης.

3. Ένα τέ­τοιο μο­τί­βο εξέ­λι­ξης απο­κα­λύ­πτε­ται στα ανο­δι­κά και κα­θο­δι­κά «κύ­μα­τα» τα οποία είναι εμ­φα­νή στην ιστο­ρία των λαϊ­κών κι­νη­μά­των.



Νοη­μα­το­δό­τη­ση των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των και του κι­νή­μα­τος στο σύ­νο­λό του



Τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα πιο συχνά απ` όσο θα `πρεπε έχουν γίνει αντι­λη­πτά ως πολ­λα­πλές, και σχε­τι­κά απο­μο­νω­μέ­νες οντό­τη­τες: το «ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα», το «γυ­ναι­κείο κί­νη­μα», το «γκέι και λε­σβια­κό κί­νη­μα», το «κί­νη­μα για την ει­ρή­νη» κλπ Αυτός ο σχε­τι­κά «απο­σπα­σμα­τι­κός» τρό­πος με τον οποίο σκε­φτό­μα­στε τα κι­νή­μα­τα συχνά πάει χέ­ρι-χέ­ρι με μια απο­σπα­σμα­τι­κή πο­λι­τι­κή, η οποία επι­κε­ντρώ­νε­ται στην επί­τευ­ξη συ­γκε­κρι­μέ­νων απο­σπα­σμα­τι­κών με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων.

Σε ένα άρθρο του το 1995, ο McAdam έκανε έμ­με­ση κρι­τι­κή σε πα­λαιό­τε­ρη δου­λειά του. Τώρα ει­ση­γού­νταν ότι τα κι­νή­μα­τα απα­ντώ­νται κατά «οι­κο­γέ­νειες» των οποί­ων «οι κύ­κλοι ανά­πτυ­ξης» υπο­δη­λώ­νουν ότι φαι­νο­με­νι­κά δια­κρι­τά κι­νή­μα­τα δεν γί­νε­ται να λη­φθούν υπ` όψη ξε­χω­ρι­στά το ένα από το άλλο. (McAdam 1995). Μια «οι­κο­γέ­νεια κι­νη­μά­των» πε­ρι­λαμ­βά­νει τόσο κι­νή­μα­τα «εμπνευ­στές» όσο και κι­νή­μα­τα «υπο­προ­ϊ­ό­ντα», των οποί­ων οι αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις απαι­τούν διε­ρεύ­νη­ση. Επί του συ­νό­λου, η στρο­φή προς έναν πιο ολι­στι­κό τρόπο σκέ­ψης σε ότι αφορά τα κι­νή­μα­τα ο οποί­ος προ­τεί­νε­ται από τον McAdam δεν ακο­λου­θή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα από άλ­λους συγ­γρα­φείς. Η κυ­ρί­αρ­χη αντί­λη­ψη η οποία υπο­βό­σκει σε κυ­ριο­λε­κτι­κά εκα­το­ντά­δες πρό­σφα­τες με­λέ­τες κι­νη­μά­των πα­ρα­μέ­νει αυτή κατά την οποία τα κι­νή­μα­τα – στον – πλη­θυ­ντι­κό – υπάρ­χουν πα­ράλ­λη­λα το ένα με το άλλο, το κάθε ένα στη δική του ξε­χω­ρι­στή «φυ­σα­λί­δα».

Δεν ήταν πάντα έτσι. Ένας πιο ολι­στι­κός τρό­πος σκέ­ψης χα­ρα­κτή­ρι­ζε έναν αριθ­μό στο­χα­στών του 19ου αιώνα, όπως ο Μαρξ και ο Έν­γκελς, ο von Stein και άλλοι. Το «κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα» ήταν ένας συ­νο­πτι­κός όρος για τις διά­φο­ρες μορ­φές και εκ­δη­λώ­σεις της λαϊ­κής αμ­φι­σβή­τη­σης στην συ­νε­χι­ζό­με­νη κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη. Πε­ρι­λάμ­βα­νε, αλλά δεν ισο­δυ­να­μού­σε ει­δι­κά με τα ερ­γα­τι­κά κι­νή­μα­τα (Barker 2013, Cox 2013). Για τον Μαρξ και τον Έν­γκελς, οι αντι­πα­ρα­θέ­σεις και οι αντι­φά­σεις μέσα στο κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα θα μπο­ρού­σαν να κα­θυ­στε­ρή­σουν την όλη ανά­πτυ­ξή του. Ακρι­βώς όπως η δου­λεία πε­ριό­ρι­σε το ανε­ξάρ­τη­το κί­νη­μα των ερ­γα­ζο­μέ­νων στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, η προ­κα­τά­λη­ψη κατά των Ιρ­λαν­δών διαί­ρε­σε και έδωσε στέγη σε τέ­τοιου εί­δους κι­νή­μα­τα στην Αγ­γλία. Στην τε­λευ­ταία πε­ρί­πτω­ση, ο ιρ­λαν­δι­κός αγώ­νας για την εθνι­κή ανε­ξαρ­τη­σία, βα­σι­σμέ­νος στα αγρο­τι­κά στρώ­μα­τα, ήταν κατά την άποψη του Μαρξ ο «μο­χλός» που μπο­ρού­σε να με­τα­μορ­φώ­σει την κα­τά­στα­ση για το «κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα εν γένει» (Μαρξ 1869). Εάν σή­με­ρα η ιδέα να θε­ω­ρη­θεί το «κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα» ως σύ­νο­λο είναι μάλ­λον άγνω­στη, εξα­κο­λου­θού­σε να απο­τε­λεί κοινή θε­ώ­ρη­ση στη δε­κα­ε­τία του 1960 με­τα­ξύ Αμε­ρι­κα­νών ρι­ζο­σπα­στών, οι οποί­οι σε τα­κτι­κή βάση συ­ζη­τού­σαν για το «κί­νη­μα» ως ενιαία, αν και πο­λύ­πλο­κη οντό­τη­τα.



Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά και δυ­να­μι­κή των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των

Θε­ω­ρού­με­νο ως «σύ­νο­λο», ένα κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα είναι κάθε άλλο παρά ομοιο­γε­νής οντό­τη­τα. Η ει­κό­να ενός «δι­κτύ­ου» είναι πιο κα­τάλ­λη­λη για να το πε­ρι­γρά­ψει από αυτήν ενός «ορ­γα­νι­σμού» (Diani 1992). Όπως οι δα­ντέ­λες έχουν πολ­λα­πλά μο­τί­βα, έτσι συμ­βαί­νει και με τα δί­κτυα των κι­νη­μά­των: απο­τε­λού­νται από ποι­κί­λες ομα­δο­ποι­ή­σεις, ορ­γα­νώ­σεις, άτομα και τα συ­να­φή, που υφαί­νο­νται με τη σειρά τους σε διά­φο­ρες σχέ­σεις συ­νερ­γα­σί­ας και (ενί­ο­τε) αντα­γω­νι­σμού.

Όσο πιο ετε­ρο­γε­νείς είναι οι κοι­νω­νι­κοί κύ­κλοι που έλ­κο­νται σε ένα κί­νη­μα, τόσο με­γα­λύ­τε­ρο είναι το πι­θα­νό εύρος των ζη­τη­μά­των και των ανη­συ­χιών που μπο­ρεί να κου­βα­λά­νε μαζί τους και τόσο πιο πο­λυ­ποί­κι­λοι είναι, κατά συ­νέ­πεια, οι ξε­χω­ρι­στοί αγώ­νες που απαρ­τί­ζουν το κί­νη­μα. Αυτή η ποι­κι­λο­μορ­φία δεν είναι ανα­γκα­στι­κά πηγή διά­σπα­σης ενός κι­νή­μα­τος ή αδυ­να­μί­ας, όπως θα μπο­ρού­σε κα­νείς να σκε­φτεί. Όπως ει­ση­γή­θη­κε η κλα­σι­κή με­λέ­τη της Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, το κί­νη­μα της μα­ζι­κής απερ­γί­ας στη Ρωσία προ­έ­βα­λε τόσο «πο­λι­τι­κά» όσο και «οι­κο­νο­μι­κά» αι­τή­μα­τα και αυτά, χωρίς κα­θό­λου να βρί­σκο­νται σε αντί­θε­ση με­τα­ξύ τους, τρο­φο­δό­τη­σαν και εμπλού­τι­σαν το κί­νη­μα στο σύ­νο­λό του. Τα δια­φο­ρε­τι­κά «επί­πε­δα» ενός κι­νή­μα­τος ει­σέρ­χο­νται σε δια­φο­ρε­τι­κούς ρυθ­μούς και με δια­φο­ρε­τι­κά άμεσα ση­μεία εν­δια­φέ­ρο­ντος, αλλά τα δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­να μέρη του μπο­ρούν να ενερ­γο­ποιού­νται αμοι­βαία. Εάν ένα «προ­χω­ρη­μέ­νο» τμήμα προ­κα­λεί τον πυ­ρή­να της υπάρ­χου­σας τάξης πραγ­μά­των, πε­ρισ­σό­τε­ρα «κα­θυ­στε­ρη­μέ­να» τμή­μα­τα μπο­ρεί κα­τ’αυ­τόν τον τρόπο να εν­θαρ­ρυν­θούν να ανα­λά­βουν δράση πάνω σε το­πι­κά, «οι­κο­νο­μι­κά» ζη­τή­μα­τα τα οποία προ­σφέ­ρουν και την πρώτη τους γεύση συλ­λο­γι­κής δρά­σης. Η εί­σο­δός τους μπο­ρεί, με τη σειρά της, να εμπλου­τί­σει την αυ­το­πε­ποί­θη­ση και τη δια­σύν­δε­ση του κι­νή­μα­τος στο σύ­νο­λό του (Λού­ξε­μπουργκ 1906).

Εντού­τοις, προ­κύ­πτουν και αντί­στρο­φες διερ­γα­σί­ες. Η οπι­σθο­δρό­μη­ση ενός τμή­μα­τος μπο­ρεί επί­σης να κα­θυ­στε­ρή­σει τα υπό­λοι­πα προ­ξε­νώ­ντας κα­τα­κερ­μα­τι­σμό των κι­νή­σε­ων και υπο­χώ­ρη­ση. Στη Βρε­τα­νία, για πα­ρά­δειγ­μα, οι ήττες που βί­ω­σαν οι τυ­πο­γρά­φοι, οι αν­θρα­κω­ρύ­χοι και άλλοι κλά­δοι ερ­γα­ζο­μέ­νων στη δε­κα­ε­τία του 1980 εξα­κο­λου­θού­σαν μια δε­κα­ε­τία αρ­γό­τε­ρα να επη­ρε­ά­ζουν την αντί­λη­ψη που είχαν οι ακτι­βι­στές σε ό,τι αφο­ρού­σε τις δυ­να­τό­τη­τες ολό­κλη­ρου του κι­νή­μα­τος (Barker και Lavalette 2002).

Τέ­τοιες αντι­φα­τι­κές πιέ­σεις κρύ­βο­νται πίσω από "κυ­μα­τοει­δείς" μορ­φές, εμ­φα­νείς σε μα­κρο­πρό­θε­σμες με­λέ­τες κι­νη­μά­των . Οι απο­τυ­πώ­σεις αυτών παίρ­νουν τη μορφή αυ­ξή­σε­ων και μειώ­σε­ων τόσο στον αριθ­μό των «αγώ­νων», όπως οι απερ­γί­ες, οι δια­δη­λώ­σεις κ.ο.κ., όσο και στον αριθ­μό των εμπλε­κό­με­νων ατό­μων. Ο Sidney Tarrow και άλλοι, ονο­μά­ζουν αυτή τη μορφή ως «ο κύ­κλος της δια­μαρ­τυ­ρί­ας» (π.χ. Tarrow 1983, 1994). Δί­νουν λι­γό­τε­ρη προ­σο­χή στην άλλη πλευ­ρά αυτού του φαι­νο­μέ­νου ή σε ό,τι μπο­ρεί να ονο­μα­στεί «κύ­κλοι ανά­σχε­σης» (Barker και Lavalette 2002). Ο όρος «κύ­κλος» μπο­ρεί να είναι ακα­τάλ­λη­λος, δε­δο­μέ­νου ότι τα κύ­μα­τα δια­μαρ­τυ­ρί­ας και τα αντί­θε­τα τους φαι­νό­με­να φαί­νε­ται να μην ακο­λου­θούν καμία «κυ­κλι­κή μορφή» ή «οι­κο­νο­μι­κή τρο­χιά» (Frank and Fuentes 1994, 173-196).

Είναι εξη­γή­σι­μα με όρους πο­λι­τι­κών δυ­να­το­τή­των, όπως υπέ­θε­σαν δια­κε­κρι­μέ­νοι με­λε­τη­τές όπως ο McAdam και ο Tarrow; Τα κι­νή­μα­τα ανα­πτύσ­σο­νται μέσα σε προ­φα­νώς ευ­νοϊ­κές συν­θή­κες, σε ορι­σμέ­νες χρο­νι­κές στιγ­μές και σε ορι­σμέ­νες πε­ριο­χές, αλλά όχι σε άλλες. Μπο­ρεί η έν­νοια της «πο­λι­τι­κής ευ­και­ρί­ας» να εξη­γή­σει τι προ­ά­γει ή ανα­στέλ­λει την εμ­φά­νι­ση και την ανά­πτυ­ξη των κι­νη­μά­των;

Λά­βε­τε υπόψη ένα πα­ρά­δειγ­μα: γιατί υπήρ­ξε τε­ρά­στια αύ­ξη­ση στη μα­χη­τι­κό­τη­τα των ερ­γα­τών στη Γαλ­λία και τις ΗΠΑ κατά τη διάρ­κεια της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης του 1930, αλλά όχι στη Βρε­τα­νία ή τη Γερ­μα­νία; Η απά­ντη­ση του Tarrow είναι ότι

ήταν οι πο­λι­τι­κές ευ­και­ρί­ες που ανοί­χθη­καν από το Γαλ­λι­κό Λαϊκό Μέ­τω­πο και το Αμε­ρι­κα­νι­κό New Deal αυτές που προ­κά­λε­σαν το κύμα ερ­γα­τι­κών εξε­γέρ­σε­ων σε μια φτωχή αγορά ερ­γα­σί­ας και όχι το βάθος της δυ­σα­ρέ­σκειας των ερ­γα­ζο­μέ­νων ή η οι­κο­νο­μι­κή τους κα­τά­στα­ση. (Tarrow 1994: 84)



Υπάρ­χει ένας σπό­ρος λο­γι­κής σε αυτή την αντί­λη­ψη. Ωστό­σο, όντως οι ευ­και­ρί­ες προ­κά­λε­σαν την αύ­ξη­ση; Εδώ είναι πραγ­μα­τι­κοί οι κίν­δυ­νοι για δο­μι­κό ντε­τερ­μι­νι­σμό. Μια πιο προ­σε­κτι­κή ματιά δεί­χνει ότι οι ευ­και­ρί­ες από μόνες τους δεν επαρ­κούν. Στις ΗΠΑ, για πα­ρά­δειγ­μα, η αύ­ξη­ση της αγω­νι­στι­κό­τη­τας της ερ­γα­τι­κής τάξης στον κλάδο των εκ­φορ­τω­τών πλοί­ων στη Δυ­τι­κή Ακτή δεν βρήκε το ανά­λο­γό της στην Ανα­το­λι­κή Ακτή. Όπως κα­τέ­δει­ξε ο Howard Kimeldorf, οι δια­φο­ρές με­τα­ξύ των λι­μέ­νων στις δύο ακτές ανα­πτύ­χθη­καν εξαι­τί­ας των δια­φο­ρε­τι­κών ορ­γα­νω­τι­κών στρα­τη­γι­κών που υιο­θέ­τη­σαν οι μα­χό­με­νοι ακτι­βι­στές. Οι ακτι­βι­στές στο Σαν Φραν­σί­σκο έδω­σαν επι­τυ­χή και αγω­νι­στι­κή συν­δι­κα­λι­στι­κή ώθηση, ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποιώ­ντας τις υφι­στά­με­νες συν­δι­κα­λι­στι­κές δομές της AFL, ενώ εκεί­νες με κέ­ντρο τη Νέα Υόρκη απέ­τυ­χαν στην προ­σπά­θειά τους να δη­μιουρ­γή­σουν ρι­ζο­σπα­στι­κά «κόκ­κι­να» συν­δι­κά­τα (Kimeldorf 1988). Οι ευ­και­ρί­ες, όπως φαί­νε­ται, μπο­ρούν να αδρά­χνο­νται ή να χά­νο­νται. Πρέ­πει ταυ­τό­χρο­να κα­νείς να τις αντι­λαμ­βά­νε­ται και τις εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται. Η στρα­τη­γι­κή με­τρά­ει.

Η αντί­λη­ψη των δυ­να­το­τή­των είναι από μόνη της θέμα πρα­κτι­κών δια­φω­νιών και συ­ζή­τη­σης. Οι πο­λι­τι­κές ευ­και­ρί­ες πρέ­πει να ανα­κα­λύ­πτο­νται ή ακόμη και να δη­μιουρ­γού­νται μέσα από τη συλ­λο­γι­κή δράση. Τα κύ­μα­τα της δια­μαρ­τυ­ρί­ας εξαρ­τώ­νται όχι απλά από τις «αντι­κει­με­νι­κές» ευ­και­ρί­ες αλλά από τη διά­δο­ση των κοι­νών αντι­λή­ψε­ων που αφο­ρούν τη δυ­να­τό­τη­τα και τα μέσα που υπάρ­χουν για να την αρ­πά­ξεις.

Ένα «κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας» απο­τε­λεί πο­λύ­πλο­κη δια­δι­κα­σία που πε­ρι­λαμ­βά­νει συ­γκε­κρι­μέ­νες μορ­φές αλ­λη­λε­πί­δρα­σης με­τα­ξύ δια­φό­ρων πα­ρα­γό­ντων, με­τα­ξύ των οποί­ων υπάρ­χει, όπως επέ­με­νε η Λού­ξε­μπουργκ, «αμοι­βαία δράση». Ένα κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας είναι ένα φαι­νό­με­νο sui generis, του οποί­ου η εξε­ρεύ­νη­ση χρειά­ζε­ται τους δι­κούς της ορι­σμούς και τα δικά της ει­δι­κά εν­νοιο­λο­γι­κά ερ­γα­λεία. Όπως ένα «κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας» απο­τε­λεί μια δια­δι­κα­σία από μόνο του, ένα κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας μπο­ρεί να πα­ραλ­λη­λι­στεί σωστά μόνο με άλλα πα­ρό­μοια φαι­νό­με­να (Tarrow 1983). Επι­πλέ­ον, ένα κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας είναι μια ει­δι­κή μορφή ανά­πτυ­ξης ενός "κι­νή­μα­τος στο σύ­νο­λό του".

Η ει­κό­να ενός “κύ­μα­τος” υπο­νο­εί κα­τα­στά­σεις ή πε­ριό­δους τόσο «ανό­δου» όσο και «πτώ­σης». Ένα ση­μα­ντι­κό στοι­χείο σε τέ­τοιες κι­νή­σεις αφορά τις λαϊ­κές εκτι­μή­σεις των δυ­να­το­τή­των «επι­τυ­χί­ας» της συλ­λο­γι­κής δρά­σης.

Για να ξε­κι­νή­σει ένα αυ­ξα­νό­με­νο κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας, ορι­σμέ­νες ομά­δες πρέ­πει να έχουν την ικα­νό­τη­τα να ξε­φύ­γουν από αυτό που ο Paul Bagguley έχει ονο­μά­σει «υπο­θε­τι­κή μοι­ρο­λα­τρία», ώστε να απο­κα­λύ­ψουν νέες δυ­να­τό­τη­τες συλ­λο­γι­κής δρά­σης (Bagguley 1996). Ο McAdam προ­τεί­νει ότι οι εν λόγω «πυ­ρο­δό­τες» αρ­χί­ζουν τα ανο­δι­κά κύ­μα­τα ανα­πτύσ­σο­ντας νέα είδη τα­κτι­κής, τα οποία αντι­γρά­φο­νται και ανα­πτύσ­σο­νται πε­ραι­τέ­ρω από άλ­λους, σε “δευ­τε­ρο­γε­νή” κι­νή­μα­τα. Η προ­ϋ­πό­θε­ση για αυτού του εί­δους τη «διά­χυ­ση» είναι ότι τα “δευ­τε­ρο­γε­νή” ανα­γνω­ρί­ζουν ένα είδος συγ­γέ­νειας με τους πυ­ρο­δό­τες, μια ανα­γνώ­ρι­ση την οποία ο McAdam ονο­μά­ζει "από­δο­ση ομοιό­τη­τας" (McAdam 1995). Κατά κά­ποιον τρόπο, το μή­νυ­μα των πυ­ρο­δο­τών πρέ­πει να «αντη­χεί» σε άλ­λους ώστε να τους προ­σελ­κύ­σει. Ωστό­σο, η ανά­λη­ψη των τα­κτι­κών των πυ­ρο­δο­τών δεν είναι ποτέ μια απλή και αυ­τό­μα­τη δια­δι­κα­σία, αλλά πε­ρι­λαμ­βά­νει «δη­μιουρ­γι­κή προ­σαρ­μο­γή» (Wood 2012). Η επι­τυ­χία των πυ­ρο­δο­τών βα­σί­ζε­ται στο ότι μοι­ρά­ζο­νται το όραμα της συλ­λο­γι­κής δρά­σης κα­θε­αυ­τής ως “ευ­και­ρί­ας”, οι πι­θα­νό­τη­τες επι­τυ­χί­ας της οποί­ας μπο­ρεί να είναι πιο ευ­νοϊ­κές από ό,τι φο­βού­νταν προη­γου­μέ­νως. Η νε­α­νι­κό­τη­τα και η «έλ­λει­ψη πεί­ρας», ως λι­γό­τε­ρο επι­βα­ρυ­μέ­νες με προη­γού­με­νες κι­νη­μα­τι­κές ήττες, συχνά πα­ρέ­χουν τις απαι­τού­με­νες σπί­θες για την ενερ­γο­ποί­η­ση. Ο Hal Draper σχο­λί­α­σε την εξέ­γερ­ση των σπου­δα­στών του Μπέρ­κλεϊ το 1964 λέ­γο­ντας ότι τους έλει­πε η «θε­ω­ρη­τι­κή σοφία» που θα τους έλεγε ότι δεν μπο­ρού­σαν να νι­κή­σουν: ένας βαθ­μός αφε­λούς απει­ρί­ας λει­τούρ­γη­σε ως «ασπί­δα» στο ξαφ­νι­κό τους ξέ­σπα­σμα (Draper 1965).

Ένα ανερ­χό­με­νο κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας, σύμ­φω­να με το Tarrow, συ­νε­πά­γε­ται αυ­ξη­μέ­νη συ­χνό­τη­τα τα­κτι­κής και­νο­το­μί­ας. Κατά κύριο λόγο, το "ρε­περ­τό­ριο πάλης" του κι­νή­μα­τος με­τα­βάλ­λε­ται αργά μέσα στο χρόνο, αλλά τα κύ­μα­τα δια­μαρ­τυ­ρί­ας απο­τε­λούν εξαί­ρε­ση. Σε αυτά βλέ­που­με νέες μορ­φές να δια­δέ­χο­νται η μία την άλλη με με­γά­λη τα­χύ­τη­τα, όπου συν­δυά­ζο­νται νέες και πα­λιές μορ­φές, συν­δυά­ζο­νται εκ­φρα­στι­κά και ορ­γα­νω­τι­κά μέσα, νέοι ηθο­ποιοί ει­σέρ­χο­νται στη σκηνή και πα­λιό­τε­ροι υιο­θε­τούν νέα επι­τυ­χη­μέ­να μέσα. «Οι κύ­κλοι δια­μαρ­τυ­ρί­ας είναι τα χω­νευ­τή­ρια μέσα στα οποία επε­κτεί­νε­ται το ρε­περ­τό­ριο της συλ­λο­γι­κής δρά­σης» (Tarrow 1989: 20). Σε αυτό, μπο­ρού­με να προ­σθέ­σου­με ότι τα νέα στοι­χεία στο ρε­περ­τό­ριο πάλης ελέγ­χο­νται και εξα­νε­μί­ζο­νται όσο χρη­σι­μο­ποιού­νται, ενώ η θέση τους στο συ­νο­λι­κό­τε­ρο ρε­περ­τό­ριο ενός κι­νή­μα­τος απο­τε­λεί συχνά αντι­κεί­με­νο σο­βα­ρής δια­μά­χης. Οι πρό­σφα­τες συ­ζη­τή­σεις σχε­τι­κά με τέ­τοιου εί­δους τα­κτι­κές όπως τα «Black Blocks» ή σχε­τι­κά με τη «συ­ναι­νε­τι­κή λήψη απο­φά­σε­ων» διευ­κρι­νί­ζουν το ση­μείο. Σε τέ­τοιες αντι­πα­ρα­θέ­σεις υπει­σέρ­χο­νται ζη­τή­μα­τα στρα­τη­γι­κής επάρ­κειας καθώς και ηθι­κών και αι­σθη­τι­κών επι­πτώ­σε­ων, διότι τα ρε­περ­τό­ρια τα­κτι­κών κι­νή­σε­ων δεν δια­κρί­νο­νται από τα με­γα­λύ­τε­ρα στρα­τη­γι­κά ζη­τή­μα­τα σχε­τι­κά με τους γε­νι­κούς στό­χους και το νόημα ενός κι­νή­μα­τος.

Ένα κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας δεν ανα­πτύσ­σε­ται έτσι «αυ­θόρ­μη­τα», σαν μέσα σε κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό κενό, χωρίς να συ­να­ντά οποιου­δή­πο­τε εί­δους αντί­στα­ση. Οι και­νο­τό­μες πα­ρορ­μή­σεις του έρ­χο­νται αντι­μέ­τω­πες με ήδη κα­θιε­ρω­μέ­να συμ­φέ­ρο­ντα και τρό­πους δρά­σης. Ένα ανερ­χό­με­νο κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας δεν αμ­φι­σβη­τεί μόνο τα θε­σμι­κά όρ­γα­να και τους κα­νό­νες των κυ­βερ­νώ­ντων, αλλά και τις υφι­στά­με­νες δομές του κι­νή­μα­τος με τις συ­να­φείς τους ιδέες και τις μορ­φές εκ­προ­σώ­πη­σης και ορ­γά­νω­σης. Οι κα­θιε­ρω­μέ­νες πρα­κτι­κές, οι σχέ­σεις και οι ταυ­τό­τη­τες στέ­κο­νται όλες ως δια­φό­ρων ειδών πει­σμα­τά­ρι­κα εμπό­δια στις και­νο­τό­μες πα­ρορ­μή­σεις του ανερ­χό­με­νου κι­νή­μα­τος.

Αυτή η όψη των κυ­μά­των δια­μαρ­τυ­ρί­ας σε με­γά­λο βαθμό απου­σιά­ζει από τη συ­ζή­τη­ση της Λού­ξε­μπουργκ για το ρω­σι­κό κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Στην Τσα­ρι­κή Ρωσία, σχε­δόν κάθε θε­σμι­κή «επί­ση­μη» αντι­πο­λί­τευ­ση είχε απα­γο­ρευ­τεί. Όχι ότι η Λού­ξε­μπουργκ δεν γνώ­ρι­ζε το πρό­βλη­μα, αλλά το έβλε­πε μόνο στη Γερ­μα­νία. Πράγ­μα­τι, πα­ρα­τη­ρού­σε τις δυ­νά­μεις που είδε να απε­λευ­θε­ρώ­νο­νται στη Ρωσία ως λύση στα προ­βλή­μα­τα γρα­φειο­κρα­τί­ας και συ­ντη­ρη­τι­σμού που υπήρ­χαν στο γερ­μα­νι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. «Αν αρ­χί­σει να κυλά η μπάλα», δή­λω­νε απε­ρί­φρα­στα, «τότε η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, είτε το θέλει είτε όχι, δεν θα μπο­ρέ­σει ποτέ ξανά να τη στα­μα­τή­σει» (Λού­ξε­μπουργκ 1986: 77). Αλί­μο­νο, οι ηγέ­τες της Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας επρό­κει­το να απο­δεί­ξουν με τη βία, μέσα στο τε­ρά­στιο κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας που τερ­μά­τι­σε τον Πρώτο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, ότι είχαν πράγ­μα­τι την ικα­νό­τη­τα να «στα­μα­τή­σουν τη μπάλα» -όχι μόνο να πε­ριο­ρί­σουν και να δα­μά­σουν τη λαϊκή εξέ­γερ­ση και να την προ­σαρ­μό­σουν στα αβέ­βαια όρια του γερ­μα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, αλλά στη συ­νέ­χεια να την αφο­πλί­σουν απέ­να­ντι στους Ναζί του Χί­τλερ (Gluckstein 1985, Harman 1997, Broué 2006).

Έτσι, πρέ­πει να γίνει κα­τα­νοη­τό ότι ένα κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας, από την αρχή μέχρι το τέλος του, πε­ριέ­χει αρ­κε­τά αντι­φα­τι­κές πα­ρορ­μή­σεις και δυ­νά­μεις, τόσο προς το ρι­ζο­σπα­στι­σμό όσο και στη με­τριο­πά­θεια, τόσο στα ρι­ζο­σπα­στι­κά άλ­μα­τα όσο και στο συ­ντη­ρη­τι­κό πε­ριο­ρι­σμό. Ο τρό­πος με τον οποίο οι αντι­τι­θέ­με­νες αυτές τά­σεις εκ­φρά­ζο­νται απο­δί­δει το γε­νι­κό σχήμα εξέ­λι­ξης του κύ­μα­τος.

Δεν είναι μόνο οι εσω­τε­ρι­κές μορ­φές των κι­νη­μά­των -το πρό­τυ­πο ορ­γά­νω­σης, ο τρό­πος λήψης απο­φά­σε­ων- που σχη­μα­τί­ζουν τη μορφή ενός κύ­μα­τος δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Το ίδιο ισχύ­ει και για το «κοι­νω­νι­κό εύρος» του, το βαθμό στον οποίο οι πα­ρορ­μή­σεις του ενερ­γο­ποιούν με­γα­λύ­τε­ρα ή μι­κρό­τε­ρα τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού γε­νι­κό­τε­ρα. Ο Hanspieter Kriesi και οι συ­νά­δελ­φοί του εντο­πί­ζουν τα «κύ­μα­τα δια­μαρ­τυ­ρί­ας» που συν­δέ­ο­νται με τα «νέα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα» στις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1980 στη Γερ­μα­νία και τις Κάτω Χώρες. Τα κύ­μα­τα [που εντο­πί­ζουν] είναι πραγ­μα­τι­κά, αλλά η συ­νο­λι­κή κλί­μα­κα των γε­γο­νό­των για τα οποία μι­λούν φαί­νε­ται μικρή όταν τη συ­γκρί­νου­με με την σύγ­χρο­νή τους Ιρα­νι­κή Επα­νά­στα­ση του 1979 ή την άνοδο και την ήττα της Αλ­λη­λεγ­γύ­ης στην Πο­λω­νία το 1980-1981. Προ­σφέ­ρουν έναν πί­να­κα ο οποί­ος δεί­χνει τον «Από­λυ­το αριθ­μό συμ­με­τε­χό­ντων στην κυ­μα­τι­κή πε­ρί­ο­δο σε χι­λιά­δες ανά έτος ανά εκα­τομ­μύ­ριο κα­τοί­κων». Οι αριθ­μοί είναι για τη Γερ­μα­νία 2,2 και για την Ολ­λαν­δία το 1,8 τοις εκατό επί του συ­νο­λι­κού πλη­θυ­σμού (Kriesi 1995: 115). Δε­δο­μέ­νου ότι αυτό είναι το με­τρη­μέ­νο μέ­γι­στο των «νέων κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των», για τη ση­μα­σία των οποί­ων τόσα πολλά έχουν ει­πω­θεί, φαί­νο­νται σαν μάλ­λον μικρή υπό­θε­ση.

Το ερώ­τη­μα, ποιος εμπλέ­κε­ται και πώς, είναι ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας για την αξιο­λό­γη­ση του δυ­νη­τι­κού αντί­κτυ­που ενός κύ­μα­τος δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Συ­μπα­ρα­σέρ­νει σε συλ­λο­γι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα ολό­κλη­ρα τμή­μα­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης ή της αγρο­τιάς ή των φτω­χό­τε­ρων στρωμ­μά­των ή πα­ρα­μέ­νει υπό­θε­ση της μειο­ψη­φί­ας ; Ο Μου­στα­φά Ομάρ υπο­λό­γι­σε ότι πάνω από το 20% του πλη­θυ­σμού συμ­με­τεί­χε στις δια­δη­λώ­σεις που ανέ­τρε­ψαν τον Χόσνι Μου­μπά­ρακ στην Αί­γυ­πτο τον Ια­νουά­ριο και τον Φε­βρουά­ριο του 2011 (Omar 2012). Η μοίρα της ατε­λεί­ω­της ακόμα αι­γυ­πτια­κής επα­νά­στα­σης μπο­ρεί κά­λι­στα να κα­θο­ρι­στεί από το βαθμό στον οποίο αυτή η με­γά­λη μειο­ψη­φία με­τα­τρα­πεί σε πραγ­μα­τι­κή πλειο­ψη­φία.

Η κοι­νω­νι­κή ευ­ρύ­τη­τα ενός κι­νή­μα­τος δια­μορ­φώ­νε­ται από το αν και πώς εκ­φρά­ζει μια ολό­κλη­ρη σειρά δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νων ανα­γκών και συμ­φε­ρό­ντων. Εξού και η ση­μα­σία, όπως επι­ση­μάν­θη­κε προη­γου­μέ­νως, τόσο «οι­κο­νο­μι­κών» και όσο και «πο­λι­τι­κών» αγώ­νων και απαι­τή­σε­ων. Ση­μα­ντι­κή δύ­να­μη του κι­νή­μα­τος αλ­λη­λεγ­γύ­ης στην Πο­λω­νία ήταν ότι, εκτός από το ότι ορ­γά­νω­σε πε­ρί­που το 80% του απα­σχο­λού­με­νου ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, προ­σέλ­κυ­σε επί­σης σπου­δα­στές, αγρό­τες, ενοί­κους κα­τοι­κιών, οι­κο­λό­γους και δια­νο­ού­με­νους. Ένας συγ­γρα­φέ­ας χα­ρα­κτή­ρι­σε την πο­λι­τι­κή σκηνή το φθι­νό­πω­ρο του 1980 ως «όργιο συμ­με­το­χής», που επε­κτά­θη­κε ακόμα και στην αυ­το-ορ­γά­νω­ση των ουρών στα κα­τα­στή­μα­τα τρο­φί­μων. Ένα ση­μα­ντι­κό ανο­δι­κό κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας τεί­νει -σε ευ­θεία ανα­λο­γία με το πόσο απο­τε­λεί κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο από απλό επι­μέ­ρους φαι­νό­με­νο- να φτά­σει σε δια­φο­ρε­τι­κά μέρη του πλη­θυ­σμού με δια­κρι­τούς τρό­πους, σε ποι­κί­λους ρυθ­μούς, να τα εμπλέ­κει μέσω μιας ποι­κι­λί­ας ορ­γα­νω­τι­κών μορ­φών και αγω­νι­στι­κών ρε­περ­το­ρί­ων και να αντλή­σει από ένα ολό­κλη­ρο κα­λει­δο­σκό­πιο κοι­νω­νι­κών αι­τη­μά­των, θε­σμι­κών συν­δέ­σε­ων, ικα­νο­τή­των, ανη­συ­χιών και προ­ο­πτι­κών.



Δια­κλα­δώ­σεις και ση­μεία κα­μπής

Δεν προ­κα­λεί έκ­πλη­ξη - δε­δο­μέ­νης της εσω­τε­ρι­κής τους δια­φο­ρο­ποί­η­σης και της σύ­γκρου­σης των αντί­θε­των τά­σε­ων μέσα σε αυτές - ότι οι τρο­χιές των κι­νη­μά­των δια­μαρ­τυ­ρί­ας κάθε άλλο παρά μια ομαλή πο­ρεία ανά­πτυ­ξης ακο­λου­θούν. Αντι­θέ­τως, απο­τε­λού­νται από πε­ρί­πλο­κες αλ­λη­λου­χί­ες προ­ό­δων και υπο­χω­ρή­σε­ων, αλ­μά­των και στιγ­μών φαι­νο­με­νι­κής ακι­νη­σί­ας, δια­στο­λών και συ­στο­λών, κο­ρυ­φώ­σε­ων και υφέ­σε­ων. Κάθε στιγ­μή στην εξέ­λι­ξη ενός κύ­μα­τος δια­μαρ­τυ­ρί­ας ενέ­χει μια πι­θα­νή «δια­κλά­δω­ση», όταν το πρό­βλη­μα της μελ­λο­ντι­κής του εξέ­λι­ξης τί­θε­ται ως ενερ­γό ζή­τη­μα. Κάθε στιγ­μιαία έκ­βα­ση εξαρ­τά­ται από την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των αντί­θε­των κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων, οι οποί­ες ανα­λαμ­βά­νουν να ανα­δια­μορ­φώ­σουν τους δι­κούς τους πό­ρους, ικα­νό­τη­τες και αντι­λή­ψεις. Η πρό­ο­δός του έχει τη μορφή μιας «ιστο­ρί­ας που βρί­θει γε­γο­νό­των» η οποία απο­τε­λεί­ται από πολ­λα­πλά «ση­μεία κα­μπής» (Sewell 1996, Abbott 1997, Barker 2010). Ορι­σμέ­να ση­μεία κα­μπής μπο­ρεί να έχουν ση­μα­σία μόνο για ένα μικρό μέρος του κι­νή­μα­τος, άλλα μπο­ρεί να είναι απο­φα­σι­στι­κά για το κί­νη­μα ως σύ­νο­λο.

Τα απο­τε­λέ­σμα­τα αυτών των στιγ­μών δεν προ­ε­ξο­φλού­νται εκ των προ­τέ­ρων, αλλά εξαρ­τώ­νται από το ποιος κάνει και λέει τι, ποιος πα­ρεμ­βαί­νει και πώς και τι επι­πτώ­σεις έχουν αυτές οι πα­ρεμ­βά­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, η κα­τα­σταλ­τι­κή επί­θε­ση από τις κρα­τού­σες δυ­νά­μεις μπο­ρεί να έχει αντι­φα­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει την ανο­δι­κή τρο­χειά ενός κι­νή­μα­τος, αλλά μπο­ρεί επί­σης να πα­ρα­κι­νή­σει την εξά­πλω­σή του. Ο Τρό­τσκυ ει­ση­γή­θη­κε ότι, σε ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο στά­διο, κάθε επα­νά­στα­ση απαι­τεί «το μα­στί­γιο της αντί­δρα­σης» για να τη σπρώ­ξει προς τα εμπρός: «Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μια επα­νά­στα­ση θριαμ­βεύ­ει μόνο μέσα από μια σειρά δια­κο­πτό­με­νων αντι­δρά­σε­ων. Πάντα κάνει ένα βήμα πίσω για κάθε δύο βή­μα­τα μπρο­στά »(Trotsky 1965: 781, 824).

Στην πλα­τεία Tahrir, η «μάχη της κα­μή­λας» στις 2 Φε­βρουα­ρί­ου 2011 έσπρω­ξε το κί­νη­μα ως την ανα­τρο­πή του Mubarak. Ενώ στο Occupy Wall Street, το γε­γο­νός ότι η αστυ­νο­μία χρη­σι­μο­ποί­η­σε δα­κρυ­γό­να κατά δια­δη­λω­τριών έβγα­λε πε­ρισ­σό­τε­ρους αν­θρώ­πους στους δρό­μους. Επί­σης, μια και­νο­τό­μος πρό­τα­ση τα­κτι­κής μπο­ρεί να ωθή­σει ένα κί­νη­μα σε νέα ύψη: τον Ια­νουά­ριο του 1971 ο Edward Baluka ανέ­βη­κε σε ένα υπό­στε­γο δίπλα στις πύλες του ναυ­πη­γεί­ου του Szczecin για να πα­ρο­τρύ­νει τους συ­να­δέλ­φους του να μην δια­δη­λώ­σουν ξανά στους δρό­μους αλλά αντ’αυ­τού να κα­τα­λά­βουν το χώρο ερ­γα­σί­ας τους, ξε­κι­νώ­ντας έτσι την εμ­φά­νι­ση των διερ­γο­στα­σια­κών απερ­για­κών επι­τρο­πών (Baluka and Barker 1977).

Σε κάθε πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο ση­μα­ντι­κή συ­γκυ­ρία, ο χα­ρα­κτή­ρας ενός κι­νή­μα­τος ανα­μορ­φώ­νε­ται ή ανα­συ­ντί­θε­ται σε κά­ποιο βαθμό. Εμ­φα­νί­ζο­νται νέες μορ­φές συμ­μα­χιών και δια­χω­ρι­σμών, μαζί με νέους αστε­ρι­σμούς ιδεών και ταυ­το­τή­των, νέες ισορ­ρο­πί­ες δυ­νά­με­ων. Σε κάθε ση­μείο κα­μπής οι δια­φο­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις που εμπλέ­κο­νται πρέ­πει να επα­νε­κτι­μή­σουν τη θέση τους, τις σχέ­σεις τους με τους συμ­μά­χους και τους αντι­πά­λους τους, το τι ση­μαί­νει η νέα κα­τά­στα­ση για τα δικά τους ιδα­νι­κά και τις δυ­να­τό­τη­τές τους και αν και πώς τα προη­γού­με­να πλαί­σια ερ­μη­νεί­ας και κα­τα­νό­η­σης χρειά­ζο­νται τρο­πο­ποί­η­ση. Ο Τρό­τσκυ πα­ρα­τη­ρεί ότι οι επα­να­στά­σεις είναι πολύ «φλύ­α­ρες» υπο­θέ­σεις. Ομοί­ως, ο Ζολ­μπέργκ ση­μειώ­νει τον «χεί­μαρ­ρο των λέ­ξε­ων» που συ­νό­δευ­σε και ενορ­χή­στρω­σε το «Μάη του ‘68» στη Γαλ­λία (Zolberg 1971). Αλλά δεν είναι μόνο οι εν πλήρη ανά­πτυ­ξη επα­να­στά­σεις και ανταρ­σί­ες που απαι­τούν και ενέ­χουν διο­γκω­μέ­νη λε­κτι­κή αλ­λη­λε­πί­δρα­ση. Γιατί, αν οι δρα­στη­ριό­τη­τες ρου­τί­νας μπο­ρούν να ακο­λου­θού­νται σχε­δόν χωρίς λόγια, για τις πε­ριό­δους και­νο­τό­μων δρά­σε­ων και συ­γκρού­σε­ων εγ­γε­νής όρος για την ολο­κλή­ρω­σή τους είναι η ενερ­γή και συ­νε­χής συ­ζή­τη­ση με­τα­ξύ των δια­φό­ρων συμ­με­τε­χό­ντων. Επει­δή οι νέοι τρό­ποι δρά­σης απαι­τούν μά­θη­ση και δο­κι­μή, αφού δεν είναι απλώς «πα­ρα­στά­σεις» αλλά νέοι τρό­ποι σύ­να­ψης σχέ­σε­ων. Απαι­τούν την ανά­πτυ­ξη νέων ατο­μι­κών και συλ­λο­γι­κών ικα­νο­τή­των. Όλα αυτά τα ζη­τή­μα­τα πρέ­πει να συ­ζη­τιού­νται, να αφο­μοιώ­νο­νται και να τους απο­δί­δε­ται αξία και νόημα.



Δυ­να­τό­τη­τες ανά­πτυ­ξης, δυ­να­τό­τη­τες πε­ριο­ρι­σμού



Ένα ανο­δι­κό κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας πε­ριέ­χει μια ποι­κι­λία δυ­να­το­τή­των ανά­πτυ­ξης και μια ποι­κι­λία πι­θα­νών ορίων. Όσοι συμ­με­τέ­χουν σε τέ­τοια κύ­μα­τα διε­ρευ­νούν τις σχέ­σεις με­τα­ξύ δυ­να­το­τή­των και ορίων κατά τη διάρ­κεια της ενερ­γού συμ­με­το­χής τους, δου­λεύ­ο­ντας με πε­ρισ­σό­τε­ρη ή μι­κρό­τε­ρη διαυ­γεια και με σκοπό να πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν με­ρι­κές από αυτές τις δυ­να­τό­τη­τες και να πε­ριο­ρί­σουν, να συ­γκρα­τή­σουν ή να κα­τα­στεί­λουν άλλες...

Τα κύ­μα­τα δια­μαρ­τυ­ρί­ας είναι οι μορ­φές μέσω των οποί­ων είναι πι­θα­νό­τε­ρο να υλο­ποι­η­θούν οι δυ­να­τό­τη­τες κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού σε με­γά­λη κλί­μα­κα. Ο Alessandro Pizzorno υπο­στη­ρί­ζει ότι πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σου­με την ομα­λό­τη­τα του φαι­νο­μέ­νου των κυ­μά­των προ­σθέ­το­ντας την με­λαγ­χο­λι­κή προει­δο­ποί­η­ση ότι αν δεν το κά­νου­με

...κάθε νέο ξε­κί­νη­μα ενός κύ­μα­τος συ­γκρού­σε­ων θα μας επηρ­ρε­ά­ζει τόσο ώστε να πι­στεύ­ου­με ότι βρι­σκό­μα­στε στα πρό­θυ­ρα μιας επα­νά­στα­σης. Και όταν εμ­φα­νί­ζε­ται η καμπή προς τα κάτω, θα προ­βλέ­που­με το τέλος της πάλης των τά­ξε­ων (Pizzorno 1978: 291).



Το τέλος της πάλης των τά­ξε­ων (μαζί με το τέλος της ίδιας της ερ­γα­τι­κής τάξης) υπήρ­ξε βε­βαί­ως ένα επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο θέμα στις κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες, τόσο στη δε­κα­ε­τία του 1950 όσο και πιο πρό­σφα­τα, κα­θι­στώ­ντας την προει­δο­ποί­η­ση του Pizzorno αρ­κε­τά κα­τάλ­λη­λη για την πε­ρί­στα­ση. Το πρώτο μισό της πρό­τα­σής του, ωστό­σο, φαί­νε­ται πιο αμ­φί­βο­λο. Μπο­ρεί να είναι πιο χρή­σι­μο να ανα­ρω­τη­θεί κα­νείς, κατά την «εκ­κί­νη­ση» ενός κύ­μα­τος δια­μαρ­τυ­ρί­ας, εάν εν­σω­μα­τώ­νε­ται η δυ­να­τό­τη­τα για επα­νά­στα­ση και ποιοι πα­ρά­γο­ντες θα μπο­ρού­σαν να κά­νουν αυτή τη δυ­να­τό­τη­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο πι­θα­νή – στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εφι­κτή ή απο­τρέ­ψι­μη.





Ο λόγος που τα κύ­μα­τα δια­μαρ­τυ­ρί­ας εν­νο­ού­νται εδώ ως «στιγ­μές» που εν­σαρ­κώ­νουν τη δυ­να­τό­τη­τα ενός με­γά­λου κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού είναι απλή: πε­ρι­λαμ­βά­νουν την ουσία αυτού που ο Τρό­τσκι θε­ω­ρού­σε ως επα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση, δη­λα­δή την «πα­ρέμ­βα­ση των μαζών στην πο­λι­τι­κή ζωή». Δεν υπάρ­χει, φυ­σι­κά, τί­πο­τα που να κα­θο­ρί­ζει ότι τέ­τοιες «πα­ρεμ­βά­σεις» πα­ρά­γουν οπωσ­δή­πο­τε επα­να­στα­τι­κά κοι­νω­νι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα, αλλά απο­τε­λούν το ανα­γκαίο αν όχι επαρ­κές στοι­χείο της δυ­να­τό­τη­τας.



Ένας τρό­πος, ίσως, για να αντι­λη­φθείς ένα κί­νη­μα μέσα σε ένα κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας είναι να το δεις ως κάτι που βρί­σκε­ται σε ανα­ζή­τη­ση. Ανα­ζή­τη­ση ταυ­τό­χρο­να πρα­κτι­κή και θε­ω­ρη­τι­κή, για κα­τάλ­λη­λες μορ­φές πάλης, ιδέες και ορ­γά­νω­ση, σε ένα πλαί­σιο στο οποίο οι αντί­πα­λοί του επι­διώ­κουν και να του αρ­νη­θούν τη δυ­να­τό­τη­τα ανα­κά­λυ­ψης επαρ­κών απα­ντή­σε­ων και να του επι­βάλ­λουν εναλ­λα­κτι­κές λύ­σεις στα ίδια τα προ­βλή­μα­τα που προ­κά­λε­σαν την έξαρ­σή του. Μια τέ­τοιου εί­δους κι­νη­μα­τι­κή ανα­ζή­τη­ση -ένα είδος πρα­κτι­κής, συλ­λο­γι­κής, κοι­νω­νι­κής έρευ­νας- μπο­ρεί να πα­ρά­ξει απα­ντή­σεις μόνο με­ρι­κές και ελ­λι­πείς, προ­τού στα­μα­τή­σει και πα­ρακ­μά­σει, χά­νο­ντας κάθε ικα­νό­τη­τα. Με αυτόν τον τρόπο μπο­ρού­με να δια­βά­σου­με τα γε­γο­νό­τα του Μάη του 1968 στη Γαλ­λία: στη σύ­ντο­μη και λα­μπρή στα­διο­δρο­μία του το κί­νη­μα έθεσε ερω­τή­μα­τα σχε­τι­κά με τις δυ­να­τό­τη­τες ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, την επα­νε­κτί­μη­ση της τρι­το­βάθ­μιας και δευ­τε­ρο­βάθ­μιας εκ­παί­δευ­σης, τα όρια της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας κι ούτω κα­θε­ξής -ερω­τή­μα­τα που οι δικές του δυ­νά­μεις δεν ήταν σε θέση να απα­ντή­σουν πρα­κτι­κά. Εκεί­νοι που επι­δί­ω­καν να το πε­ριο­ρί­σουν -τόσο το γαλ­λι­κό κρά­τος, όσο το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα Γαλ­λί­ας (PCF) με τα συμ­μα­χι­κά συν­δι­κά­τα του και το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμ­μα- κα­τεί­χαν πε­ρισ­σό­τε­ρες ορ­γα­νω­μέ­νες δυ­νά­μεις απ’ό,τι το αντάρ­τι­κο κί­νη­μα απ’τα κάτω. Ακόμη και οι κα­τα­λή­ψεις ερ­γα­τι­κών χώρων, όσο πο­λυά­ριθ­μες κι αν ήταν, δεν πέ­τυ­χαν ποτέ πολλά σε επί­πε­δο ανε­ξάρ­τη­του αμοι­βαί­ου συ­ντο­νι­σμού και επο­μέ­νως σε μέσα με τα οποία θα μπο­ρού­σαν να με­λε­τή­σουν στό­χους και με­θό­δους. Ο μη­χα­νι­σμός του PCF ήταν αρ­κε­τά ισχυ­ρός ώστε να τις κρα­τή­σει μα­κριά τη μια από την άλλη, αλλά και από τους φοι­τη­τές, όπως είναι ευ­ρέ­ως γνω­στό.



Με το ίδιο μέτρο, το κί­νη­μα της Αλ­λη­λεγ­γύ­ης στην Πο­λω­νία, το 1980-81, ήταν πολύ πιο ανε­πτυγ­μέ­νο -και αν­θε­κτι­κό- απ’αυ­τό στη Γαλ­λία. Ο συ­ντο­νι­σμός με­τα­ξύ των χώρων ερ­γα­σί­ας δη­μιουρ­γή­θη­κε από τις πρώ­τες φά­σεις του κι­νή­μα­τος, στις διερ­γο­στα­σια­κές απερ­για­κές επι­τρο­πές του Γκ­ντανσκ, του Στσέ­τσιν, του Βρό­τσλαβ και της Σι­λε­σί­ας. Το φθι­νό­πω­ρο του 1980, το κί­νη­μα επε­κτά­θη­κε σε ολό­κλη­ρη την πο­λω­νι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη, τρα­βώ­ντας πίσω του κάθε εί­δους κα­τα­πιε­σμέ­νες ομά­δες. Δη­μιούρ­γη­σε τα δικά του εθνι­κά κέ­ντρα δια­λό­γου, δια­τυ­πώ­νο­ντας ένα πρό­γραμ­μα «Αυ­το­κυ­βερ­νώ­με­νης Δη­μο­κρα­τί­ας» -πιέ­ζο­ντας για πλήρη εκ­δη­μο­κρα­τι­σμό της πο­λω­νι­κής κοι­νω­νι­κής, οι­κο­νο­μι­κής και πο­λι­τι­κής ζωής- που εγκρί­θη­κε με ζη­τω­κραυ­γές στο πρώτο του συ­νέ­δριο το φθι­νό­πω­ρο του 1981 [2]. Στον απο­λο­γι­σμό του συ­νε­δρί­ου, ένα δεύ­τε­ρο πε­ρι­φε­ρεια­κό δί­κτυο με επί­κε­ντρο το Λοτζ και το Λού­μπλιν άρ­χι­σε να συ­ζη­τά ένα νέο κύμα «ενερ­γη­τι­κών απερ­γιών», που απο­σκο­πού­σε στην ανά­λη­ψη του ελέγ­χου των ερ­γα­τι­κών χώρων και τη δη­μο­κρα­τι­κή λει­τουρ­γία τους (Barker 1987, Kolakowski 2011). Ωστό­σο, η Αλ­λη­λεγ­γύη ποτέ δεν αντι­με­τώ­πι­σε επαρ­κώς το πρό­βλη­μα της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας: στο τέλος, η ηγε­σία της επε­δί­ω­ξε "συ­νερ­γα­σία" με το ίδιο κα­θε­στώς που, όταν πα­ρου­σιά­στη­κε η ευ­και­ρία, κή­ρυ­ξε στρα­τιω­τι­κό νόμο και συ­νέ­θλι­ψε το κί­νη­μα.



Κάθε συ­γκε­κρι­μέ­νο ιστο­ρι­κό κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας έχει το δικό του ιδιαί­τε­ρο μο­τί­βο ανά­πτυ­ξης, εξε­ρεύ­νη­σης, άν­θη­σης και παύ­σης και κα­θε­μία φάση τις δικές της ιδιαι­τε­ρό­τη­τες. Με­ρι­κές φορές, το «κά­θι­σμα» που ακο­λου­θεί την επι­τυ­χία προ­κα­λεί μια βαθιά συ­ντη­ρη­τι­κή αντί­δρα­ση, όπως για αρ­κε­τές δε­κα­ε­τί­ες στην Ιρ­λαν­δία μετά την ανε­ξαρ­τη­σία (Cox 2012). Με­ρι­κές φορές -όπως στη Βο­λι­βία του 21ου αιώ­να- ένα κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει προ­σω­ρι­νά και παρ 'όλα αυτά να ξα­να­εμ­φα­νι­στεί έχο­ντας ακόμα τη δυ­να­τό­τη­τα να προ­ε­λά­σει και πάλι (Webber 2011, 2012). Η εσω­τε­ρι­κή ζωή ενός κύ­μα­τος δια­μαρ­τυ­ρί­ας μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ως ένα είδος «συλ­λο­γι­κής προ­σπά­θειας δια­φυ­γής» από τα δί­χτυα του κα­πι­τα­λι­σμού, μέσα στα οποία τα κι­νή­μα­τα δο­κι­μά­ζουν να λύ­σουν με διά­φο­ρους τρό­πους τα εν­δη­μι­κά προ­βλή­μα­τα της συλ­λο­γι­κής λει­τουρ­γί­ας. Τα κι­νή­μα­τα μπο­ρούν να συ­γκε­ντρώ­σουν τις δυ­νά­μεις για να ξε­πε­ρά­σουν ένα ση­μα­ντι­κό για την προ­ώ­θη­σή τους εμπό­διο, μόνο και μόνο για να βρε­θούν να πα­ρα­παί­ουν μπρο­στά στο επό­με­νο.

Στην ανι­σο­με­ρή πρό­ο­δό τους, τα κι­νή­μα­τα περ­νούν μέσα από δια­φο­ρε­τι­κές «διαρ­θρώ­σεις», συν­δυα­σμούς κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων που με­τα­το­πί­ζο­νται από τη μια δύ­σκο­λη συ­γκυ­ρία ως την άλλη. Κάθε διάρ­θρω­ση πε­ριέ­χει συ­γκε­κρι­μέ­νες δυ­να­τό­τη­τες ανά­πτυ­ξης, μαζί με τα σχε­τι­κά όρια.

Στα κι­νή­μα­τα η εκ­μά­θη­ση και η ανα­ζή­τη­ση διε­ξά­γο­νται μέσω δια­βου­λεύ­σε­ων και δια­φω­νιών. Σε κάθε κόμβο της τρο­χιάς ενός κι­νή­μα­τος, αντι­μά­χο­νται δια­φο­ρε­τι­κές φωνές, προ­σφέ­ρο­ντας αντα­γω­νι­στι­κές και με­ρι­κές φορές συ­μπλη­ρω­μα­τι­κές ανα­λύ­σεις, προ­τά­σεις για τους τρό­πους προ­χω­ρή­μα­τος, επα­να­προσ­διο­ρι­σμούς της φύσης και των δι­λημ­μά­των του κι­νή­μα­τος, στρα­τη­γι­κές δια­φω­νί­ες για τις δυ­νά­μεις και τις αδυ­να­μί­ες των αντι­πά­λων. Ομα­δο­ποι­ή­σεις και θε­σμοί - κόμ­μα­τα, τά­σεις και άλλοι σχη­μα­τι­σμοί - αντι­μά­χο­νται για την «ηγε­μο­νία» στις συ­νε­χι­ζό­με­νες και απα­ραί­τη­τες, έστω κι αν με­ρι­κές φορές εξορ­γι­στι­κές, επι­κοι­νω­νια­κές αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις.



Ανά­κτη­ση - η εμπει­ρία του κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος κατά του Νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού

Στους δυ­τι­κούς ακα­δη­μαϊ­κούς κύ­κλους, μέχρι πολύ πρό­σφα­τα, ήταν σχε­δόν ανε­πί­τρε­πτο να σκε­φτεί κα­νείς με τους τρό­πους που δη­λώ­θη­καν πα­ρα­πά­νω. Τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα γί­νο­νταν αντι­λη­πτά ως πολλά και ποι­κί­λα, αλλά τί­πο­τα δεν τα ενο­ποιού­σε με οποιο­δή­πο­τε τρόπο , έστω κά­νο­ντας δια­κρί­σεις με­τα­ξύ τους. Δια­κη­ρύσ­σο­νταν ευ­ρέ­ως το τέλος των «τά­ξε­ων» και φυ­σι­κά της «τα­ξι­κής πάλης». Η «κα­τάρ­ρευ­ση του κομ­μου­νι­σμού» είχε εξου­θε­νώ­σεις και δυ­σφη­μί­σει τον «μαρ­ξι­σμό». Το «με­γά­λο αφή­γη­μα», μαζί με κάθε αί­σθη­ση «ολό­τη­τας», απο­φευ­γό­ταν. Όπως έχουν τεκ­μη­ριώ­σει οι Goodwin και Hetland, ακόμη και η λέξη «κα­πι­τα­λι­σμός» σε με­γά­λο βαθμό εξα­φα­νί­στη­κε από τα γρα­πτά των ορ­θό­δο­ξων κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των (Goodwin και Hetland 2013).

Η κα­τάρ­ρευ­ση του «κομ­μου­νι­σμού» απο­προ­σα­να­τό­λι­σε πολ­λούς στην Αρι­στε­ρά. Ακόμα και αυτοί οι σο­σια­λι­στές που χά­ρη­καν με τη λαϊκή ανα­τρο­πή των στα­λι­νι­κών κα­θε­στώ­των, πα­ρ’ό­λα αυτά απο­γοη­τεύ­τη­καν από τον τρόπο της πτώ­σης τους. Το 1980-81, η Πο­λω­νι­κή Αλ­λη­λεγ­γύη προ­σέ­φε­ρε την ελ­πί­δα ότι θα μπο­ρού­σε να πε­τύ­χει την κα­τα­στρο­φή του στα­λι­νι­σμού με μια ολο­ζώ­ντα­νη ερ­γα­τι­κή πο­λι­τι­κή, αλλά το 1989 πα­ρου­σί­α­σε ένα εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό μο­τί­βο. Επήλ­θαν «συμ­φω­νη­μέ­νες με­τα­βά­σεις», των οποί­ων οι βα­σι­κές ιδέες εμπνέ­ο­νταν από τον φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό και όχι τον σο­σια­λι­σμό, στις οποί­ες η ανε­ξάρ­τη­τη δράση και ορ­γά­νω­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης απου­σί­α­ζε ηχηρά. Τί­πο­τα από όσα συ­νέ­βη­σαν στην Ανα­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη ή τη Ρωσία δεν εξου­δε­τέ­ρω­σε την ιδέα ότι η ερ­γα­τι­κή τάξη, ως με­τα­μορ­φω­τι­κή πο­λι­τι­κή δύ­να­μη, ήταν τε­λειω­μέ­νη (βλ. Π.χ. Callinicos 1996).

Αυτό που φαι­νό­ταν να ηγε­μο­νεύ­ει ήταν είτε ο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος λόγος είτε εκεί­νος του με­τα­μο­ντερ­νι­σμού και της «πο­λι­τι­κής ταυ­το­τή­των» των νέων κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των. Τόσο τα σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά όσο και τα πρώην «ευ­ρω­κομ­μου­νι­στι­κά» κόμ­μα­τα υιο­θέ­τη­σαν νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες πο­λι­τι­κές, όπως έκανε και η κυ­βέρ­νη­ση του ANC στη Νότια Αφρι­κή από το 1996. Ο «κλα­σι­κός ρε­φορ­μι­σμός», του­λά­χι­στον με τη θε­σμι­κή μορφή, έμοια­ζε επι­τέ­λους νε­κρός.

Ωστό­σο, σπό­ροι νέων μορ­φών αντί­στα­σης άρ­χι­σαν να φυ­τρώ­νουν, αργά και αβέ­βαια στην αρχή, ση­μα­το­δο­τώ­ντας την ανά­δει­ξη ενός και­νούρ­γιου κι­νή­μα­τος που αμ­φι­σβη­τού­σε τον νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κα­πι­τα­λι­σμό. Ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης δια­κυ­βέρ­νη­σης ήταν η εξά­πλω­ση των «ανα­διαρ­θρώ­σε­ων» που έθε­ταν την ιδιω­τι­κή οι­κο­νο­μία επι­κε­φα­λής κυ­βερ­νή­σε­ων πό­λε­ων και κρα­τών. Από την αρχή, τα πρώτα χρό­νια της δε­κα­ε­τί­ας του 1970, τέ­τοιες ανα­διαρ­θρώ­σεις προ­κά­λε­σαν αντι­στά­σεις, από τη Νέα Υόρκη με­γά­λα τμή­μα­τα του «Τρί­του Κό­σμου». Αυτές οι ανα­διαρ­θρώ­σεις, που συ­νή­θως συ­νε­πά­γο­νταν από­το­μες αυ­ξή­σεις στις τιμές των τρο­φί­μων και των καυ­σί­μων, προ­κά­λε­σαν μια σειρά από τις λε­γό­με­νες «εξε­γέρ­σεις του ΔΝΤ». Αυτές ξε­κί­νη­σαν στο Περού το 1976 και επε­κτά­θη­καν κατά την επό­με­νη δε­κα­ε­τία και το μέσον της με­θε­πό­με­νης στις χώρες της Μέσης Ανα­το­λής, της Αφρι­κής, της Κα­ραϊ­βι­κής , τις Φι­λιπ­πί­νες, τη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή και την Ανα­το­λι­κή Ευ­ρώ­πη. Συ­νο­λι­κά, αυτές οι εξε­γέρ­σεις -146 από το 1976 έως το 1992 (Walton και Seddon 1994 39-40)- ήταν απο­μο­νω­μέ­νες η κάθε μία στη χώρα της και τους έλει­πε ένα ση­μα­ντι­κό στοι­χείο, η πο­λι­τι­κή γε­νί­κευ­ση. Ωστό­σο, από την 1η Ια­νουα­ρί­ου 1994, ακού­στη­κε μια νέα νότα. Την ίδια μέρα που κηρ­ρυ­σό­ταν η έναρ­ξη της Συμ­φω­νί­ας Ελεύ­θε­ρων Συ­ναλ­λα­γών Βο­ρεί­ου Αμε­ρι­κής (ένα τυ­πι­κό «νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο» σύμ­φω­νο με­τα­ξύ ΗΠΑ, Κα­να­δά και Με­ξι­κού), ξε­σπού­σε το κί­νη­μα των Ζα­πα­τί­στας στην Τσιά­πας. Η ποι­η­τι­κή «πρώτη δια­κή­ρυ­ξη της ζού­γκλας του Λα­κα­ντόν» έκανε ευ­θεί­ες θε­ω­ρη­τι­κές συν­δέ­σεις ανά­με­σα στον αγώνα με­ρι­κών από τους φτω­χό­τε­ρους αυ­τό­χθο­νες του Με­ξι­κού και στο δια­μορ­φού­με­νο σχήμα του πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού. Μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ως το αρ­χι­κό μα­νι­φέ­στο ενός νέου και ευ­ρύ­τε­ρου κι­νη­μα­τι­κού κύ­μα­τος, βα­σι­κή έμπνευ­ση για αυτό που έγινε γνω­στό ως «Κί­νη­μα για τη Πα­γκό­σμια Δι­καιο­σύ­νη» [Κί­νη­μα κατά της Νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης Πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, ΣτΜ].

Από τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του '90, δη­μιουρ­γή­θη­καν νέες διε­θνείς συμ­μα­χί­ες, οι οποί­ες αντι­με­τώ­πι­ζαν και έκα­ναν κα­μπά­νια ενά­ντια στις γε­νι­κές οι­κο­νο­μι­κές ανι­σό­τη­τες. Οι ακτι­βι­στές άρ­χι­σαν να κα­τα­σκευά­ζουν το πε­ρί­γραμ­μα ενός πα­γκό­σμιου κι­νή­μα­τος, στο­χεύ­ο­ντας ενά­ντια στις δομές του σύγ­χρο­νου κα­πι­τα­λι­σμού - αν και με ελά­χι­στη σα­φή­νεια για το τι χρειά­ζε­ται να αλ­λά­ξει και πώς. Οι αρ­χι­κοί πα­ρά­γο­ντες ήταν τόσο εκ­κλη­σί­ες και ΜΚΟ όσο και ομά­δες της Αρι­στε­ράς. Εστί­α­ζαν κυ­ρί­ως στη δυ­στυ­χία των φτω­χών του Τρί­του Κό­σμου, όπως και στους οι­κο­λο­γι­κούς κιν­δύ­νους: οι στό­χοι πε­ρι­λάμ­βα­ναν ερ­γα­σια­κά κά­τερ­γα που δού­λευαν για λο­γα­ρια­σμό με­γά­λων πο­λυ­ε­θνι­κών, εκτο­πι­σμό αγρο­τών, τα κακά της αγρο­βιο­μη­χα­νί­ας, το χρέος του Τρί­του Κό­σμου, αθέ­μι­τες εμπο­ρι­κές συμ­φω­νί­ες κλπ. Δια­δη­λώ­σεις πραγ­μα­το­ποιού­νταν έξω από τις συ­νε­δριά­σεις του ΔΝΤ και της Πα­γκό­σμιας Τρά­πε­ζας. Νέοι μα­χη­τι­κοί σχη­μα­τι­σμοί προ­έ­κυ­πταν για να ασχο­λη­θούν με το θέμα της αντι-πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης. Ήταν αυτές οι πρω­το­βου­λί­ες που βρί­σκο­νταν πίσω απ’τη μάχη του Σηάτλ το Νο­έμ­βριο 1999, όπου δια­δη­λω­τές από ποι­κί­λες κα­μπά­νιες ενώ­θη­καν για να τερ­μα­τί­σουν μία συ­νε­δρί­α­ση του Πα­γκό­σμιου Ορ­γα­νι­σμού Εμπο­ρί­ου, δί­νο­ντας απο­φα­σι­στι­κή ώθηση στο κί­νη­μα.

Εάν και το κί­νη­μα δεν εξέ­φρα­ζε κά­ποια ευ­ρέ­ως απο­δε­κτή «πο­λι­τι­κή οι­κο­νο­μία», πα­ρ’ό­λα αυτά έδει­ξε την ύπαρ­ξη ενός ανα­πτυσ­σό­με­νου ακρο­α­τη­ρί­ου που την ανα­ζη­τού­σε. Δεν έκανε σαφή διά­κρι­ση με­τα­ξύ «με­ταρ­ρύθ­μι­σης» και «επα­νά­στα­σης», ούτε κι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι υπο­στη­ρι­κτές του ανυ­πο­μο­νού­σαν να δια­φο­ρο­ποι­η­θούν πάνω σε αυτή τη βάση. Αντί­θε­τα, δο­κι­μά­στη­καν νέες μορ­φές συ­νερ­γα­σί­ας με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών ειδών ηθο­ποιών και ρε­περ­το­ρί­ων. Το Σιάτλ αμ­φι­σβή­τη­σε ευ­θέ­ως δύο προη­γου­μέ­νως ισχυ­ρές ιδέες για τα σύγ­χρο­να κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα: ότι δεν είχαν κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον για τη «Με­γά­λη Αφή­γη­ση» και ότι επι­κε­ντρώ­νο­νταν σε ζη­τή­μα­τα προ­σω­πι­κής ταυ­τό­τη­τας και «με­τα-υλι­σμού» (Klein 1999). Μετά το Σιάτλ, δύο συν­θή­μα­τα έγι­ναν ρα­γδαία δη­μο­φι­λή διε­θνώς: «Ένας άλλος κό­σμος είναι εφι­κτός» και «Ο κό­σμος μας δεν πω­λεί­ται».

Το κί­νη­μα για την «Πα­γκό­σμια Δι­καιο­σύ­νη» συ­γκέ­ντρω­σε πο­λυά­ριθ­μες κα­μπά­νιες και αγώ­νες με διεκ­δι­κή­σεις ενα­ντί­ον ενός κοινά αντι­λη­πτού πα­γκό­σμιου εται­ρι­κού και οι­κο­νο­μι­κού εχθρού. Οι διεκ­δι­κή­σεις αυτές ήταν συ­νο­λι­κές και αντι­συ­στη­μι­κές (Humphrys 2010: 120). Αν και σε κάθε χώρα χω­ρι­στά συμ­με­τεί­χε μόνο μια πολύ μικρή μειο­νό­τη­τα του πλη­θυ­σμού, ο Michael Hardt ει­ση­γή­θη­κε ότι το ανα­δυό­με­νο κί­νη­μα ήταν ξε­χω­ρι­στό: από το 1968 και μετά, ισχυ­ρι­ζό­ταν ότι «οι αγώ­νες ... δεν δη­μιουρ­γού­σαν αλυ­σί­δες ... δεν δη­μιουρ­γού­σαν κύ­κλους». Μετά το 1968, τα κι­νή­μα­τα είχαν χάσει την αί­σθη­ση του κοι­νού εχθρού καθώς και της κοι­νής γλώσ­σας. Τώρα όμως ανα­φύ­ε­ται κάτι και­νού­ριο: «πρό­κει­ται σαφώς έναν κύκλο κά­ποιου εί­δους, ενώ ανα­πτύσ­σο­νται μια κοινή γλώσ­σα και κοι­νοί εχθροί» (Hardt, 129-30).

Το κί­νη­μα επε­κτά­θη­κε σε ολό­κλη­ρες ηπεί­ρους, συ­γκε­ντρώ­νο­ντας με­γά­λο αριθ­μό δια­δη­λω­τών σε επί­ση­μες διε­θνείς συ­γκε­ντρώ­σεις για την πο­λι­τι­κή του, από την Πράγα μέχρι τη Μελ­βούρ­νη το Κε­μπέκ, τη Γέ­νο­βα. Στην Αυ­στρα­λία, του­λά­χι­στον, ισχυ­ρί­ζε­ται ο Humphrys, μέχρι το κα­λο­καί­ρι του 2001, το κί­νη­μα άρ­χι­ζε να χάνει τον δρόμο του , μπρο­στά στην αβε­βαιό­τη­τα σχε­τι­κά με το τι θα έπρε­πε να κάνει πέρα από τις συ­νε­χι­ζό­με­νες δια­μαρ­τυ­ρί­ες στις συ­νό­δους κο­ρυ­φής –μια μορφή πάλης πε­ριο­ρι­σμέ­νη σε μια μειο­νό­τη­τα επί­δο­ξων ακτι­βι­στών. Η εμ­φά­νι­ση του Πα­γκό­σμιου Κοι­νω­νι­κού Φό­ρουμ, το οποίο πραγ­μα­το­ποί­η­σε την πρώτη συ­νά­ντη­σή του στο Porto Allegre τον Απρί­λιο του 2001, δεν αναί­ρε­σε αυτό το πρό­βλη­μα. Ο φόβος μπρο­στά στο επί­πε­δο της αστυ­νο­μι­κής βίας κατά τη διάρ­κεια των δια­δη­λώ­σε­ων, ιδίως στη Γέ­νο­βα τον Ιού­λιο του 2001, έδιω­ξε κά­ποιους πιο με­τριο­πα­θείς υπο­στη­ρι­κτές. Εν πάση πε­ρι­πτώ­σει, οι υπάρ­χου­σες μορ­φές του κι­νή­μα­τος πε­ριέ­πε­σαν σε κρίση μετά την επί­θε­ση στους δί­δυ­μους πύρ­γους στις 9/11/2001.

Η επί­ση­μη πο­λι­τι­κή κυ­ριαρ­χή­θη­κε ξαφ­νι­κά από τον «πό­λε­μο κατά της τρο­μο­κρα­τί­ας» και «τη σύ­γκρου­ση των πο­λι­τι­σμών». Η Helena Sheehan πα­ρα­θέ­τει κεί­με­νο του Akbar Ahmed:



Ο με­τα­μο­ντερ­νι­σμός θά­φτη­κε στα ερεί­πια εκεί­νης της μοι­ραί­ας ημέ­ρας ». Μετά το Σε­πτέμ­βρη του ‘11, στον δη­μό­σιο λόγο κυ­ριάρ­χη­σε μια εντυ­πω­σια­κή με­γά­λη αφή­γη­ση, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μια με­γά­λη αφή­γη­ση συ­γκρουό­με­νων, δο­λο­φο­νι­κά συ­γκρουό­με­νων, με­γά­λων αφη­γή­σε­ων. (Sheehan 2012).



Το αρ­χι­κό Κί­νη­μα για την Πα­γκό­σμια Δι­καιο­σύ­νη έχασε πολύ ατμό (βλέπε επί­σης το Wood 2012 ch 11). Στις προηγ­μέ­νες χώρες οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ακτι­βι­στές επι­κε­ντρώ­θη­καν στο διο­γκού­με­νο αντι­πο­λε­μι­κό κί­νη­μα, αλλά και αυτό άρ­χι­σε να μα­ραί­νε­ται καθώς οι πό­λε­μοι στο Ιράκ και το Αφ­γα­νι­στάν πα­ρα­τεί­νο­νταν. Το Πα­γκό­σμιο Κοι­νω­νι­κό Φό­ρουμ άρ­χι­σε να τσα­λα­βου­τά­ει στα λα­σπό­νε­ρα των προ­βλη­μά­των γύρω από τη φύση και το μέλ­λον του. Τα πε­ρι­φε­ρεια­κά κοι­νω­νι­κά φό­ρουμ, στην Ευ­ρώ­πη και αλλού, πέ­ρα­σαν επί­σης από έναν μικρό κύκλο επέ­κτα­σης, δια­μα­χών και πα­ρακ­μής. Στην Αυ­στρα­λία, ο Humphrys κα­τα­γρά­φει ότι υπήρ­ξε κά­ποια ανα­βί­ω­ση του "Κι­νή­μα­τος για την Πα­γκό­σμια Δι­καιο­σύ­νη" από το 2006 πε­ρί­που, αλλά δεν πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν πλέον η πιο με­τριο­πα­θής ή «θε­σμι­κή» του πτέ­ρυ­γα, οι ΜΚΟ, οι εκ­κλη­σί­ες κλπ.

Μπο­ρεί να φαι­νό­ταν ότι ο «αντι­κα­πι­τα­λι­σμός» είχε πιά­σει τα­βά­νι και στη συ­νέ­χεια πα­ρήκ­μα­ζε. Οι μορ­φές έκ­φρα­σής του εν μέρει είχαν εξα­ντλη­θεί. Τα προ­βλή­μα­τα που είχε κα­τα­πια­στεί δεν είχαν εξα­φα­νι­στεί, αλλά η ικα­νό­τη­τά του να κι­νη­το­ποιεί αντι­στά­σεις φαι­νό­ταν να έχει αδυ­να­τί­σει.



Το Κοι­νω­νι­κό Κί­νη­μα στην αρχή της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης



Η εμ­φά­νι­ση μεί­ζο­νων χρη­μα­το­πι­στω­τι­κών και οι­κο­νο­μι­κών κρί­σε­ων από το 2007 με­τα­σχη­μά­τι­σε εν μέρει το σκη­νι­κό του κι­νή­μα­τος - αν και όχι αμέ­σως. Η κρίση έφερε πολλά πράγ­μα­τα στο προ­σκή­νιο. Τα κράτη διο­χέ­τευ­σαν δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια σε χρη­μα­το­πι­στω­τι­κά ιδρύ­μα­τα, μπρο­στά στη συ­νε­χι­ζό­με­νη ευ­η­με­ρία των οποί­ων άλλα κοι­νω­νι­κά συμ­φέ­ρο­ντα θε­ω­ρή­θη­καν υπο­δε­έ­στε­ρα. Μετά από λίγα τρα­ντάγ­μα­τα, τα πλου­σιό­τε­ρα και ισχυ­ρό­τε­ρα άτομα και εται­ρεί­ες ήταν αυτά που δέ­χτη­καν το μι­κρό­τε­ρο πλήγ­μα από την οι­κο­νο­μι­κή κρίση. Απ’την άλλη πλευ­ρά, στην πλειο­ψη­φία ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός υπο­σχό­ταν ότι η ζωή θα χει­ρο­τε­ρέ­ψει. Η «λι­τό­τη­τα» σή­μαι­νε ότι έπρε­πε να πε­ριο­ρί­σουν τις ελ­πί­δες και τις προσ­δο­κί­ες τους, να ερ­γα­στούν σκλη­ρό­τε­ρα και πε­ρισ­σό­τε­ρο για λι­γό­τε­ρες απο­λα­βές, να δε­χτούν ότι το μέλ­λον των παι­διών τους θα είναι λι­γό­τε­ρο ασφα­λές από το δικό τους. Η κρίση έχει διευ­ρύ­νει τις ανι­σό­τη­τες (π.χ. Meyerson, Petras, Saez). Εδώ και αρ­κε­τές δε­κα­ε­τί­ες, το Νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο πρό­γραμ­μα έχει ως στόχο την πα­ρα­γω­γή ενός ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, πιο εξει­δι­κευ­μέ­νου αλλά με μειω­μέ­να δι­καιώ­μα­τα, πιο πα­ρα­γω­γι­κό, πιο ανα­σφα­λές και πιο κα­κο­πλη­ρω­μέ­νο (Harvey, Sotiris). Από τότε που ξε­κί­νη­σε η κρίση, αυτές οι προ­σπά­θειες έχουν εντα­θεί.

Η κρίση απο­προ­σα­να­το­λί­ζει τα θύ­μα­τά της. Στον με­σο­πό­λε­μο, το «Με­γά­λο Κραχ» συ­νέ­βη το 1929, αλλά χρειά­στη­καν κά­ποια χρό­νια ώστε το κύμα δια­μαρ­τυ­ρί­ας του `30 στις ΗΠΑ να βρει το δρόμο του. Κατά την πα­ρού­σα κρίση, δεν ήταν πριν από το 2010 ή το 2011 όπου ο αντί­λο­γος απο­κά­λυ­ψε την απαρ­χή ενός νέου διε­θνούς εξε­γερ­σια­κού κύ­μα­τος, με την «Αρα­βι­κή Άνοι­ξη» να δίνει μια ισχυ­ρή ώθηση που σύ­ντο­μα έγινε αι­σθη­τή - πά­ντο­τε ανο­μοιο­γε­νώς και πά­ντο­τε με τρό­πους δια­μορ­φω­μέ­νους από τα εθνι­κά πλαί­σια - στην Ευ­ρώ­πη, τη Βό­ρεια Αμε­ρι­κή και πέραν αυτών. Το «φαι­νό­με­νο Tahrir» πυ­ρο­δό­τη­σε την κα­τά­λη­ψη της πρω­τεύ­ου­σας της πο­λι­τεί­ας του Wisconsin, τις μα­ζι­κές κα­τα­λεί­ψεις πλα­τειών στην Ελ­λά­δα και την Ισπα­νία και τα κι­νή­μα­τα «Occupy» στις ΗΠΑ κι αλλού κατά τη διάρ­κεια του 2011. Στην Ελ­λά­δα, η κα­τά­λη­ψη των πλα­τειών συγ­χω­νεύ­θη­κε με τις γε­νι­κές απερ­γί­ες κατά της λι­τό­τη­τας.

Ο «αντι­κα­πι­τα­λι­σμός» έχει ανα­βιώ­σει, αλλά σε νέες μορ­φές. Η αί­σθη­ση των διε­θνών συν­δέ­σε­ων είναι πολύ ισχυ­ρή, αλλά ο διε­θνής συ­ντο­νι­σμός είναι πολύ πιο αδύ­να­μος από ό,τι στις ημέ­ρες του Κι­νή­μα­τος για την Πα­γκό­σμια Δι­καιο­σύ­νη.

Κάθε ένα από τα το­πι­κά κι­νή­μα­τα βρί­σκε­ται πα­γι­δευ­μέ­νο στον αγώνα της ζωής του ενά­ντια στη δική του εθνι­κή κυ­βέρ­νη­ση, η οποία προ­ω­θεί τη λι­τό­τη­τα και τις πε­ρι­κο­πές σε πρω­το­φα­νές επί­πε­δο. Αυτό ση­μαί­νει ότι ο ρυθ­μός του αγώνα σε κάθε χώρα είναι δια­φο­ρε­τι­κός: οι ήττες και οι νίκες, οι υπο­χω­ρή­σεις και οι πρό­ο­δοι δεν μπο­ρούν να με­τρη­θούν σε διε­θνές επί­πε­δο τόσο εύ­κο­λα - αν και σί­γου­ρα η νίκη ή η ήττα σε κάθε χώρα γί­νε­ται έντο­να αι­σθη­τή από τους εμπλε­κό­με­νους στους αντί­στοι­χους αγώ­νες στο εξω­τε­ρι­κό »(Jones 2012).

Η οι­κο­νο­μι­κή κρίση, εν μέρει εξαι­τί­ας της ίδιας της κλί­μα­κας των επι­θέ­σε­ων - από το Ουι­σκόν­σιν στη Λι­σα­βό­να, από την Αθήνα στο Λον­δί­νο - κλο­νί­ζει, με με­γά­λη ανο­μοιο­γέ­νεια, τις δομές των «ερ­γα­τι­κών κι­νη­μά­των». Για με­γά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα, η με­λέ­τη των «κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των» προ­χώ­ρη­σε λίγο ως πολύ χω­ρι­στά από αυτή των «ερ­γα­τι­κών κι­νη­μά­των», σαν αυτά ανή­καν σε τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κούς κό­σμους. Η κρίση μπο­ρεί να προ­κα­λεί κά­ποιο βαθμό «σύμ­πτω­σης» στην ανά­πτυ­ξη με­τα­ξύ αυτών των «πτε­ρύ­γων» του «κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος». Κερ­δί­ζει έδα­φος μια πιο ολι­στι­κή θε­ώ­ρη­ση των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των -όχι μόνο στον ακα­δη­μαϊ­κό χώρο, αλλά και στη φα­ντα­σία των ακτι­βι­στών.

Τα συν­δι­κά­τα τα­λα­ντεύ­ο­νται ανά­με­σα στην πίεση των μελών τους να αντι­στα­θούν στις επι­θέ­σεις και σε μια συ­ντη­ρη­τι­κή, ακόμη ισχυ­ρή, τάση για την απο­σό­βη­ση της εξέ­γερ­σης. Η απο­γο­ή­τευ­ση στην Ισπα­νία για την υπο­χώ­ρη­ση των συν­δι­κά­των στο θέμα των συ­ντά­ξε­ων, στα τέλη του 2010, οδή­γη­σε τους «Indignados» στην απα­γό­ρευ­ση των συμ­βό­λων των συν­δι­κά­των κατά τη διάρ­κεια των κα­τα­λή­ψε­ων πλα­τειών τον Μάιο του 2011. Ωστό­σο, η μα­χη­τι­κό­τη­τα των Indignados τρο­φο­δό­τη­σε με τη σειρά της τα συν­δι­κά­τα και μέσα σε λί­γους μήνες δια­δή­λω­ναν μαζί. Στη Βρε­τα­νία, αυτό που είχε φανεί σαν ανερ­χό­με­νη πα­λίρ­ροια συν­δι­κα­λι­στι­κής αντί­στα­σης, πι­σω­γύ­ρι­σε από τις ηγε­σί­ες ορι­σμέ­νων από τα με­γα­λύ­τε­ρα συν­δι­κά­τα, όταν δέ­χτη­καν μια συμ­φω­νία που χει­ρο­τέ­ρευε ση­μα­ντι­κά τις μελ­λο­ντι­κές συ­ντά­ξεις των μελών τους: οι επι­πτώ­σεις έγι­ναν αι­σθη­τές όλο το 2012. Όπου τα μέλη των συν­δι­κά­των πέ­τυ­χαν ση­μα­ντι­κές νίκες, οι επι­τυ­χί­ες τους ήταν συν­δε­δε­μέ­νες με νέες με­θό­δους ορ­γά­νω­σης. Οι ηλε­κτρο­λό­γοι στη Βρε­τα­νία ανα­βί­ω­σαν τις πα­λιές πα­ρα­δό­σεις της "βάσης" και την "ανε­πί­ση­μη" δράση για να απο­σπά­σουν πα­ρα­χω­ρή­σεις από τους ερ­γο­δό­τες στον τομέα των κα­τα­σκευών. Και οι δά­σκα­λοι του Σι­κά­γο ανα­μόρ­φω­σαν το συν­δι­κά­το τους με κέ­ντρο τις μα­ζι­κές συ­νε­λεύ­σεις και μια εκτε­τα­μέ­νη δρα­στη­ριό­τη­τα βο­ή­θειας της κοι­νό­τη­τας.

Συ­γκρί­νο­ντας την πα­ρού­σα πε­ρί­ο­δο με τη δε­κα­ε­τία του 1930, φαί­νε­ται ότι η ση­μα­ντι­κή ανα­διάρ­θρω­ση της συν­δι­κα­λι­στι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας και των ορ­γα­νω­τι­κών μορ­φών απο­τε­λεί προ­α­παι­τού­με­νο για την απο­τε­λε­σμα­τι­κή αντί­στα­ση σε ερ­γο­δο­τι­κές και κρα­τι­κές επι­θέ­σεις. Τα δρα­μα­τι­κά προ­χω­ρή­μα­τα του 1934 και του 1936 στις ΗΠΑ απαι­τού­σαν με­γά­λης κλί­μα­κας μα­χη­τι­κή αμ­φι­σβή­τη­ση των υφι­στά­με­νων συν­δι­κα­λι­στι­κών πρα­κτι­κών, κυ­ρί­ως με μορ­φές που ενί­σχυαν την ενερ­γό συμ­με­το­χή των μελών (π.χ. Dobbs 1972, Kimeldorf 1988, Newsinger 2012). Μέχρι σή­με­ρα, τέ­τοιες εξε­λί­ξεις είναι πολύ ανι­σο­με­ρείς. Ορι­σμέ­νες συν­δι­κα­λι­στι­κές ηγε­σί­ες φαί­νε­ται να ανη­συ­χούν πε­ρισ­σό­τε­ρο για το πώς θα απο­κλεί­σουν τέ­τοιες νέες πα­ρορ­μή­σεις από το πώς θα υπε­ρα­σπι­στούν τα μέλη τους. Στην Ελ­λά­δα, το επί­κε­ντρο των ευ­ρω­παϊ­κών αγώ­νων ενά­ντια στην «λι­τό­τη­τα», μια ολό­κλη­ρη σειρά γε­νι­κών απερ­γιών άρ­χι­σε να αλ­λά­ζει τα πρό­τυ­πα συμ­με­το­χής:

Έγινε σαφές ότι με κάθε γε­νι­κή απερ­γία οι άν­θρω­ποι θυ­μό­νταν όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρους τρό­πους ορ­γά­νω­σης που είχαν να ει­δω­θούν στην Ελ­λά­δα από τη δε­κα­ε­τία του '70. Πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν μα­ζι­κές συ­νε­λεύ­σεις στους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας, εκλέ­χθη­καν απερ­για­κές επι­τρο­πές, εμ­φα­νί­στη­καν πι­κε­το­φο­ρί­ες σε χώ­ρους όπου η απερ­γία δεν είχε 100 % συμ­με­το­χή και οι δια­δη­λώ­σεις γί­νο­νταν όλο και πιο ρι­ζο­σπα­στι­κές στα αι­τή­μα­τα, τα συν­θή­μα­τα και τον τρόπο που αντι­με­τώ­πι­ζαν την αστυ­νο­μι­κή βία. (Garganas 2012).

Το άλλο μεί­ζον στοι­χείο των σύγ­χρο­νων κι­νη­μά­των στον προηγ­μέ­νο κα­πι­τα­λι­σμό είναι οι νέοι (φοι­τη­τές, νέοι πτυ­χιού­χοι, επι­σφα­λώς απα­σχο­λού­με­νοι κλπ.), που έχουν δώσει με­γά­λο μέρος της ενέρ­γειας και της δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας σε κι­νή­μα­τα όπως των "Indignados" του 2011 ή του "Occupy" . Από μόνοι τους δεν μπο­ρούν να με­τα­σχη­μα­τί­σουν την κοι­νω­νία, αλλά μπο­ρούν να δώ­σουν με­τα­σχη­μα­τι­στι­κές ωθή­σεις στο ευ­ρύ­τε­ρο κί­νη­μα, ενώ ταυ­τό­χρο­να πει­ρα­μα­τί­ζο­νται με νέες με­θό­δους πάλης και ορ­γά­νω­σης. Το σύν­θη­μα του «Occupy Wall Street», το φθι­νό­πω­ρο του 2011 - «Εί­μα­στε το 99%» - αντή­χη­σε στα αυτιά εκα­τομ­μυ­ρί­ων, ακόμη και αν οι ίδιες οι κα­τα­λή­ψεις νι­κή­θη­καν από την αστυ­νο­μία και το χει­μώ­να. Με τον τρόπο του, το «Occupy» έβαλε ξανά την τα­ξι­κή αφή­γη­ση στην αμε­ρι­κα­νι­κή πο­λι­τι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση. Άντλη­σε υπο­στή­ρι­ξη από συν­δι­κα­λι­σμέ­νους ερ­γα­ζό­με­νους και το­πι­κούς αγω­νι­στές της κοι­νό­τη­τας, αν και πολ­λοί από αυ­τούς δεν είχαν ιδέα τι έπρε­πε να κά­νουν μ’αυ­τό. Παρά την ευ­ρεία δη­μο­σιό­τη­τα, τα πει­ρά­μα­τα του Occupy με τη «συ­ναι­νε­τι­κή» λήψη απο­φά­σε­ων δεν πήγαν καλά. Ούτε οι μα­θη­τές της Χιλής, ούτε του Κε­μπέκ, ούτε οι δά­σκα­λοι του Σι­κά­γο χρη­σι­μο­ποί­η­σαν αυτή τη μέ­θο­δο, πα­ρό­λο που οι επι­τυ­χί­ες τους βα­σί­ζο­νταν στην εκτε­τα­μέ­νη χρήση μα­ζι­κών συ­νε­λεύ­σε­ων -όπου και ψή­φι­ζαν.

Παρ 'όλα αυτά, το σύν­θη­μα του Occupy πα­ρου­σί­α­σε το σύ­στη­μα -όπως κι αν εκλαμ­βά­νε­ται αυτό - και τις διευ­ρυ­νό­με­νες ανι­σό­τη­τές του ως κε­ντρι­κά για τα προ­βλή­μα­τα της επο­χής. Πριν από μια δε­κα­ε­τία, το Κί­νη­μα για την Πα­γκό­σμια Δι­καιο­σύ­νη -αυτό που η Naomi Klein ονό­μα­ζε «κί­νη­μα των κι­νη­μά­των» (Klein 2001)- αντι­τασ­σό­ταν στην αδι­κία, αλλά ιδίως στην αδι­κία που υφί­στα­ντο άλλοι άν­θρω­ποι σε άλλες χώρες. Αντί­θε­τα, το σύν­θη­μα «εί­μα­στε το 99%» αφορά τους ίδιους τους αν­θρώ­πους που το φω­νά­ζουν [3].



Από τη δια­τύ­πω­ση στην υλο­ποί­η­ση



Το με­γα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα δεν είναι η δια­τύ­πω­ση των συν­θη­μά­των, αλλά η πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους. Το «Εί­μα­στε το 99%» είναι μια λα­μπρή ιδέα, αλλά το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος του 99% εξα­κο­λου­θεί να μένει αμέ­το­χο στη συλ­λο­γι­κή δράση. Αυτό ισχύ­ει στις ΗΠΑ, το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο και πολ­λές άλλες χώρες και πα­ρα­μέ­νει το κε­ντρι­κό στρα­τη­γι­κό πρό­βλη­μα που αντι­με­τω­πί­ζει το κί­νη­μα. Από την άλλη πλευ­ρά, δε­δο­μέ­νου ότι, στη Βρε­τα­νία, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις πε­ρι­κο­πές λι­τό­τη­τας που σχε­διά­ζει η κυ­βέρ­νη­ση δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρ­μο­γή, το πε­ρι­θώ­ριο για το με­γά­λω­μα της αντι­πο­λί­τευ­σης είναι μάλ­λον με­γά­λο..

Από ση­μα­ντι­κές από­ψεις, το προ­χώ­ρη­μα του κι­νή­μα­τος ως όλου εξαρ­τά­ται από την επέ­κτα­σή του και την ανα­δια­μόρ­φω­σή του γύρω από ζη­τή­μα­τα και ακρο­α­τή­ρια στα οποία οι υπαρ­κτές μέ­θο­δοι -πά­λης, ακτι­βι­στι­κών δε­ξιο­τή­των, πο­λι­τι­κών σχέ­σε­ων και ορ­γα­νω­τι­κών μορ­φών- δεν ται­ριά­ζουν καλά.

Οι πιέ­σεις της τρέ­χου­σας κρί­σης και των συ­νε­χι­ζό­με­νων επι­θέ­σε­ων από τις άρ­χου­σες τά­ξεις είναι πι­θα­νό να φέ­ρουν βίαια στο προ­σκή­νιο τα προ­βλή­μα­τα αυτά. Δια­φο­ρε­τι­κές «πτέ­ρυ­γες» του κι­νή­μα­τος ανα­πτύσ­σο­νται με ξε­χω­ρι­στούς ρυθ­μούς, από δια­φο­ρε­τι­κές πα­ρα­δό­σεις και με δια­φο­ρε­τι­κούς πό­ρους. Η επι­τυ­χία, ωστό­σο, γί­νε­ται πιο πι­θα­νή όταν οι δια­φο­ρε­τι­κές πτέ­ρυ­γες βρί­σκουν τρό­πους να συν­δυά­ζο­νται. Όπως μας υπεν­θυ­μί­ζει ίσως η Αρα­βι­κή Άνοι­ξη, ήταν ο συν­δυα­σμός τε­ρά­στιων δια­δη­λώ­σε­ων με τα εντει­νό­με­να απερ­για­κά κύ­μα­τα που έριξε τόσο τον Ben Ali όσο και τον Mubarak. Ένας τέ­τοιος συν­δυα­σμός, φυ­σι­κά, εξαρ­τά­ται από μια πε­ρί­πλο­κη ανταλ­λα­γή ιδεών και ερε­θι­σμά­των με­τα­ξύ το­μέ­ων του κι­νή­μα­τος, στους οποί­ους δια­φο­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις μπο­ρούν να δρά­σουν κα­τα­λυ­τι­κά για άλλες (ή, εξί­σου, σαν φαι­νο­με­νι­κό εμπό­διο).

Η υπάρ­χου­σα φι­λο­λο­γία των κοι­νω­νι­κών επι­στη­μών έχει δώσει κά­ποια προ­σο­χή στις δια­δι­κα­σί­ες και τους διαύ­λους μέσω των οποί­ων συ­γκε­κρι­μέ­νες τα­κτι­κές και ιδέες «δια­χέ­ο­νται» από το ένα πε­ρι­βάλ­λον στο άλλο (π.χ. McAdam 1995, Wood 2012). Πα­ρό­λο που οι συγ­γρα­φείς το­νί­ζουν ότι η διά­χυ­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει τη «δη­μιουρ­γι­κή υιο­θέ­τη­ση», τεί­νουν να θε­ω­ρούν ως μάλ­λον πα­ρό­μοια τα ση­μεία «απο­στο­λής» και «πα­ρα­λα­βής» (ιδεών, τα­κτι­κών). Αλλά έχουν συ­ζη­τη­θεί λι­γό­τε­ρο οι σχέ­σεις με­τα­ξύ τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κών το­μέ­ων ενός κι­νή­μα­τος -για πα­ρά­δειγ­μα φοι­τη­τών και ερ­γα­ζό­με­νων ή ερ­γα­ζό­με­νων και αγρο­τών. Παρ 'όλα αυτά, φαί­νε­ται ότι σε ένα συ­νο­λι­κό κί­νη­μα, οι πα­ρορ­μή­σεις τόσο της έμπνευ­σης όσο και της απο­θάρ­ρυν­σης μπο­ρούν να και όντως με­τα­δί­δο­νται ακόμη και αν οι τα­κτι­κοί τρό­ποι για την έκ­φρα­ση και την ενερ­γο­ποί­η­σή τους είναι πολύ δια­φο­ρε­τι­κοί.

Όλα αυτά θέ­τουν εν­δια­φέ­ρο­ντα ερω­τή­μα­τα σχε­τι­κά με τις διερ­γα­σί­ες μά­θη­σης και δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας στα κι­νή­μα­τα. Ένα κί­νη­μα στο σύ­νο­λό του είναι ευ­με­τά­βλη­το στις μορ­φές του και συ­νε­χώς αλ­λά­ζει. Η κοι­νω­νι­κή του σύν­θε­ση ποι­κί­λει ση­μα­ντι­κά και πε­ρι­λαμ­βά­νει το­μείς με δια­φο­ρε­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες, δια­φο­ρε­τι­κούς ρυθ­μούς ανά­πτυ­ξης, δια­φο­ρε­τι­κές ιδιαί­τε­ρες σχέ­σεις με τους αντι­πά­λους τους, δια­φο­ρε­τι­κά ιδιαί­τε­ρα συμ­φέ­ρο­ντα και ανη­συ­χί­ες, δια­φο­ρε­τι­κές ήδη συ­γκρο­τη­μέ­νες μορ­φές ορ­γά­νω­σης, κουλ­τού­ρα και ρε­περ­τό­ρια κλπ. Το σύ­νο­λο δο­μεί­ται έτσι από μία σειρά υπο­συ­στη­μά­των, το κα­θέ­να με τη σειρά του δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νο και με­τα­βαλ­λό­με­νο στην κοι­νω­νι­κή του σύν­θε­ση, την πείρα ζωής, τις εσω­τε­ρι­κές κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, τα μο­τί­βα αντα­γω­νι­σμού και συ­νερ­γα­σί­ας και ούτω κα­θε­ξής.

Παρά, ή ίσως ακρι­βώς μέσω αυτής της δια­φο­ρο­ποί­η­σης, μπο­ρού­με να εντο­πί­σου­με και να δια­κρί­νου­με αλ­λη­λο­ε­νι­σχυό­με­να μο­ντέ­λα μά­θη­σης με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών «τμη­μά­των» ενός κι­νή­μα­τος. Τέ­τοιες δια­δι­κα­σί­ες αμοι­βαί­ας μά­θη­σης μπο­ρεί να τις δει κα­νείς επί το έργο, σε μια κα­τεύ­θυν­ση, σε ολό­κλη­ρο τον προηγ­μέ­νο κα­πι­τα­λι­στι­κό κόσμο, την πε­ρί­ο­δο μετά τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του '70. Η ορμή του '68 έφθι­νε, τα κι­νή­μα­τα από τα κάτω έχα­ναν την ορμή τους και υπέ­φε­ραν ση­μα­ντι­κές ήττες, αυ­ξά­νο­ντας τη δυ­σπι­στία για τις δυ­να­τό­τη­τες με­τα­σχη­μα­τι­σμών με­γά­λης κλί­μα­κας και την απο­δυ­νά­μω­ση της αλ­λη­λεγ­γύ­ης. Αυτό το μο­τί­βο υπο­χώ­ρη­σης και δυ­σπι­στί­ας βρήκε την ιδε­ο­λο­γι­κή του αντα­νά­κλα­ση, στις θε­ω­ρί­ες δια­χω­ρι­σμού των «κι­νη­μά­των». Μέρος του εν­δια­φέ­ρο­ντος της πα­ρού­σας πε­ριό­δου έγκει­ται στη με­ρι­κή και ανι­σό­με­τρη ανά­κτη­ση μιας κοι­νής αί­σθη­σης του "κι­νή­μα­τος ως όλον", που εξα­κο­λου­θεί να αντι­με­τω­πί­ζει σειρά προ­βλη­μά­των στον ορι­σμό του εαυ­τού του, των αντα­γω­νι­στών του και των εφι­κτών κα­θη­κό­ντων του.

Δη­λώ­θη­κε πα­ρα­πά­νω ότι τα κι­νή­μα­τα εμπλέ­κο­νται σε ένα είδος έρευ­νας, ανα­ζη­τώ­ντας και δο­κι­μά­ζο­ντας κα­τάλ­λη­λες μορ­φές ορ­γά­νω­σης, εσω­τε­ρι­κής επι­κοι­νω­νί­ας και λήψης απο­φά­σε­ων, διεκ­δι­κή­σε­ων, μορ­φών συλ­λο­γι­κής δρά­σης κ.ο.κ. Με την πά­ρο­δο του χρό­νου, μπο­ρού­με να δούμε ένα κί­νη­μα έτσι θε­ω­ρη­μέ­νο, να υιο­θε­τεί δια­δο­χι­κά τέ­τοιες μορ­φές χρη­σι­μο­ποιώ­ντας με­θό­δους δο­κι­μής-λά­θους δο­κι­μών και αντα­πο­κρι­νό­με­νο σε πα­ρορ­μή­σεις που ενερ­γο­ποιούν μορ­φές δρά­σης των αντι­πά­λων του.

Στο βαθμό που είναι λο­γι­κό να θέ­του­με ερω­τή­μα­τα σχε­τι­κά με την ανά­πτυ­ξη ενός «κι­νή­μα­τος ως όλου» - και αυτό είναι, για να το θέ­σου­με ήπια, μια επι­κίν­δυ­νη επι­χεί­ρη­ση! - μια πλέον κρί­σι­μη ερώ­τη­ση αφορά τον τρόπο με τον οποίο ένα τέ­τοιο κί­νη­μα να ασχο­λη­θεί με μια συλ­λο­γι­κή δια­δι­κα­σία μά­θη­σης - κι­νη­μα­τι­κής μά­θη­σης.

Πώς φτά­νουν οι άν­θρω­ποι να ανα­γνω­ρί­ζουν νέες δυ­να­τό­τη­τες δρά­σης και να τις πραγ­μα­το­ποιούν; Η Ines Langemeyer προ­τεί­νει ότι αυτό τους εντάσ­σει σε «έναν και­νούρ­γιο τρόπο να αντι­λαμ­βά­νο­νται πράγ­μα­τα και συν­θή­κες»:



... η δια­δι­κα­σία της προ­σω­πι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας είναι γε­νι­κεύ­ε­ται και η κα­τα­νό­η­σή της εμπλου­τί­ζε­ται με την επα­να­το­πο­θέ­τη­σή της στο γε­νι­κό πλαί­σιο. Έτσι το άτομο (υπο­κεί­με­νο) απο­κτά την ικα­νό­τη­τα να ανα­διορ­γα­νώ­νει τη δρα­στη­ριό­τη­τά του. Επα­να­το­πο­θέ­τη­ση σε πλαί­σιο ση­μαί­νει να βλέ­πεις και τις πε­ριρ­ρέ­ου­σες συν­θή­κες και τον εαυτό υπό δια­φο­ρε­τι­κό φως και να τα το­πο­θε­τείς δια­φο­ρε­τι­κά σε σχέση με την υπό­λοι­πη πείρα. Το να μάθει το κί­νη­μα νέες δυ­να­τό­τη­τες δρά­σης ενέ­χει λοι­πόν μια αντι­λη­πτι­κή λει­τουρ­γία, μια «ανα-θε­ώ­ρη­ση». Τέ­τοιες με­τα­το­πί­σεις εξαρ­τώ­νται από τις σχέ­σεις ατό­μων και ομά­δων με άλ­λους και πε­ρι­λαμ­βά­νουν ένα είδος συ­νε­χό­με­νης συ­ζή­τη­σης για τον κόσμο και τις δυ­να­τό­τη­τές του, ώστε να πα­ρά­γουν τόσο νέους πό­ρους κουλ­τού­ρας (που πε­ριέ­χουν αυτές τις νέες επα­να­γε­νι­κεύ­σεις) όσο και χώρο συλ­λο­γι­κού και ατο­μι­κού στο­χα­σμού (Langemeyer 2011).



Πρό­κει­ται για μια μορφή πρα­κτι­κής θε­ω­ρη­τι­κο­ποί­η­σης, επι­κε­ντρω­μέ­νη σε με­ρι­κά κλα­σι­κά ερω­τή­μα­τα: τι συμ­βαί­νει; Ποιοι είναι αυτοί, τι κά­νουν και γιατί; Ποιοι εί­μα­στε και τι μπο­ρού­με να κά­νου­με γι­’αυ­τό; Ποιες δυ­νά­μεις πα­ρέμ­βα­σης κα­τέ­χου­με και τι μπο­ρού­με να ελ­πί­ζου­με; Η εγκυ­ρό­τη­τα των νέων τρό­πων σκέ­ψης δο­κι­μά­ζε­ται, στα κι­νή­μα­τα, στην πρα­κτι­κή εμπει­ρία των υπο­στη­ρι­κτών των κι­νη­μά­των.

Οι κα­τα­στά­σεις κρί­σης είναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­θα­νό να προ­κα­λέ­σουν μια τέ­τοια επα­νε­ξέ­τα­ση και ανα­διορ­γά­νω­ση. Ο Omar Lizardo και Michael Strand κά­νουν μια δη­λω­τι­κή υπό­θε­ση:



[Θα έπρε­πε] να αρ­χί­σου­με να αντι­λαμ­βα­νό­μα­στε ρητά δύο τύ­πους -δια­δο­χι­κά δια­τε­ταγ­μέ­νων- πτυ­χών των πε­ριό­δων, στους οποί­ους ανα­λύ­ο­νται οι εξω­τε­ρι­κές «σκα­λω­σιές» συ­νη­θειών δρά­σης: «πρώ­ι­μες» πε­ριό­δους κατά τις οποί­ες οι φο­ρείς επι­χει­ρούν ακόμα να εφαρ­μό­σουν πα­λιές, συ­νη­θι­σμέ­νες στρα­τη­γι­κές δρά­σης μέσα σε αντι­κει­με­νι­κά πλαί­σια που πλέον δεν τις υπη­ρε­τούν. Και την «όψιμη» ανα­κλα­στι­κή ανα­γνώ­ρι­ση ότι αυτή η σκα­λω­σιά έχει πρα­κτι­κά κα­ταρ­ρεύ­σει, πράγ­μα που (μπο­ρεί να) προ­κα­λεί τη συ­νει­δη­τή ανα­ζή­τη­ση νέων μο­ντέ­λων .... Μόνο όταν υπο­βάλ­λο­νται σε μια αρ­κε­τά πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πε­ρί­ο­δο διά­ψευ­σης και «απο­τυ­χί­ας», θα κα­τα­στούν ανοι­χτοί σε τρο­πο­ποι­ή­σεις και πι­θα­νό "επα­νε­ξο­πλι­σμό". (Lizardo and Strand 2009)



Είναι σε πε­ριό­δους «ανα­στά­τω­σης» που οι άν­θρω­ποι βιώ­νουν χρό­νιες, πα­ρα­τε­τα­μέ­νες δια­ψεύ­σεις των προη­γού­με­νων πρα­κτι­κών τους προσ­δο­κιών, αυτών που μπο­ρού­με να ονο­μά­σου­με «habitus» τους [σύ­στη­μα συ­νη­θειών τους]. Οι θε­ω­ρού­με­νες ως δε­δο­μέ­νες «σκα­λω­σιές» που στή­ρι­ζαν τη δράση δια­λύ­ο­νται αμ­φι­σβη­τού­νται ανοι­χτά από αντι­πά­λους.

Η διά­ψευ­ση είναι φυ­σι­κά ένα πράγ­μα, αλλά η επι­τυ­χής επί­λυ­ση των αντι­φά­σε­ων σε μια τέ­τοια κα­τά­στα­ση είναι άλλο. Οι άν­θρω­ποι μπο­ρούν να αντι­με­τω­πί­σουν μπλο­κα­ρί­σμα­τα στην αμοι­βαία συλ­λο­γι­κή δράση, να πα­γι­δευ­τούν σε ρου­τί­νες ή να είναι έτσι ορ­γα­νω­μέ­νοι ώστε να κα­θι­στούν την ομάδα τους σχε­τι­κά αδια­πέ­ρα­στη από εξω­τε­ρι­κές πα­ρορ­μή­σεις (Collins 1996). Για να μπο­ρέ­σει μια ομα­δο­ποί­η­ση να επα­νε­ντά­ξει σε πλαί­σιο τη θέση της και τη σχέση της με αυτό, απαι­τού­νται ένας βαθ­μός ανοίγ­μα­τος στον πει­ρα­μα­τι­σμό με προ­σλαμ­βα­νό­με­νες ιδέες και κά­ποια κρι­τι­κή από­στα­ση από τις πα­ρα­δε­δεγ­μέ­νες ρου­τί­νες και σχέ­σεις. Με τη σειρά του απαι­τεί­ται ένας βαθ­μός αμοι­βαί­ας εμπι­στο­σύ­νης για να μπο­ρούν οι άν­θρω­ποι δο­κι­μά­ζουν μι­σο­σχη­μα­τι­σμέ­νες ιδέες ή αυτό που ο Vološinov ορί­ζει ως ιδε­ο­λο­γή­μα­τα, προ­κει­μέ­νου να εξε­ρευ­νούν τις δυ­να­τό­τη­τες που είναι εγ­γε­νείς σε μια με­τα­βαλ­λό­με­νη κα­τά­στα­ση και να ανα­ζη­τούν την «χο­ρω­δια­κή υπο­στή­ρι­ξη» που απαι­τεί­ται για να τις επι­βε­βαιώ­νουν και να τις ανα­πτύσ­σουν (Vološinov 1986).

Όσον αφορά το πε­ριε­χό­με­νο της μά­θη­σης μέσα στα κι­νή­μα­τα, η με­γα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή έχει επι­κε­ντρω­θεί σε ζη­τή­μα­τα για την τα­κτι­κή, αλλά πρέ­πει να εί­μα­στε εξί­σου προ­σε­κτι­κοί με τις μορ­φές εκλα­ΐ­κευ­σης της θε­ω­ρί­ας, την ανα­γνώ­ρι­ση δυ­νη­τι­κών συμ­μά­χων και αντι­πά­λων, την ανά­πτυ­ξη συλ­λο­γι­κών και ατο­μι­κών ταυ­το­τή­των και με άλλα θέ­μα­τα γύρω από τις δυ­να­τό­τη­τες "υπο­στή­ρι­ξης" της δρά­σης. Η ίδια η αί­σθη­ση του να είσαι μέρος ενός «κι­νή­μα­τος» απο­τε­λεί επί­τευγ­μα που μα­θαί­νε­ται συλ­λο­γι­κά και που υπο­δη­λώ­νει μια άποψη για τον κόσμο ως πε­ρισ­σό­τε­ρο ή λι­γό­τε­ρο ικανό για κί­νη­ση και με­τα­σχη­μα­τι­σμό. Μόνο με μια τέ­τοια αί­σθη­ση τα άτομα και οι ομά­δες ανα­πτύσ­σουν την ικα­νό­τη­τα να οσφραί­νο­νται τις δυ­νά­μεις και τις αδυ­να­μί­ες των αντι­πά­λων και έτσι τις «ευ­και­ρί­ες» για συλ­λο­γι­κή δράση.

Όσον αφορά το πώς τα κι­νή­μα­τα κα­τα­πιά­νο­νται με τη μά­θη­ση, η συ­νο­πτι­κή πε­ρι­γρα­φή του Τρό­τσκι για τις δια­δι­κα­σί­ες μα­ζι­κής μά­θη­σης κατά τη διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης του 1917 προ­σφέ­ρει μια χρή­σι­μη ιδέα: η επα­νά­στα­ση προ­χω­ρού­σε, ισχυ­ρί­ζε­ται, με την «μέ­θο­δο των δια­δο­χι­κών προ­σεγ­γί­σε­ων». Οποια­δή­πο­τε επι­τυ­χής προ­σπά­θεια ανα-θε­ώ­ρη­σης και ανα-διορ­γά­νω­σης του Κοι­νω­νι­κού Κι­νή­μα­τος θα προ­χω­ρή­σει με τον τρόπο "της δο­κι­μής και του λά­θους». Αυτό θα απαι­τεί συ­νε­χό­με­νες και με­ρι­κές φορές φρε­νή­ρεις ενερ­γη­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες δια­λο­γι­κής αμ­φι­σβή­τη­σης και εξε­ρεύ­νη­σης. Στην πι­θα­νή ανα­κα­τα­σκευή του κό­σμου, όπως είπε ο Γκράμ­σι, όλοι όντως χρειά­ζε­ται να είναι «φι­λό­σο­φοι».





Ανα­φο­ρές

Abbott, Andrew, 1997, ‘On the concept of turning point’, Comparative Social Research, 16, 85-105

Bagguley, Paul, 1996, ‘The moral economy of anti-poll tax protest’ in Colin Barker and Paul Kennedy, eds, To Make Another World: Studies in protest and collective action, Aldershot: Avebury, 7-24

Barker, Colin, 1987 “Poland 1980-1981: the Self-Limiting Revolution” in Colin Barker, ed, Revolutionary Rehearsals, London: Bookmarks

Barker, Colin, 2010, “Crises and turning points in revolutionary development: emotion, organization and strategy in Solidarnosc, 1980-81” Interface 2010 2.1 http://​int​erfa​cejo​urna​l.​nuim.​ie/​wordpress/​wp-​content/​uploads/​2010/​11/​Interface-​2-​1-​pp79-​117-​Barker.​pdf

Barker, Colin, 2013, ‘Class struggle and social movements’ in Colin Barker, Laurence Cox, John Krinsky and Alf Nilsen, eds, Marxism and Social Movements Leiden: Brill

Barker, Colin and Gareth Dale, 1998, ‘Protest Waves in Western Europe: A critique of ‘New Social Movement’ Theory’ Critical Sociology 24, 1/2, 65-104

Barker, Colin and Michael Lavalette, 2002, ‘Strategizing and the Sense of Context: Reflections on the First Two Weeks of the Liverpool Docks Dispute, September-October 1995’, pp 140-156 in David S Meyer, Nancy Whittier and Belinda Robnett, eds., Social Movements: Identity, Culture and the State, New York: Oxford University Press

Baluka, Edmund and Ewa Barker, 1977. ‘Workers’ struggles in Poland.’ International Socialism(first series) 94:19-25.

Broué, Pierre, 2006, The German Revolution, 1917-1923, London: Merlin

Callinicos, Alex, 1996, ‘Whither Marxism’ Economic and Political Weekly XXXI 4 27 January, pp PE9-PE18

Collins, Chik, 1996, The pragmatics of emancipation: A critical review of the work of Michael Huspek, Journal of Pragmatics, 25.6 June 1996: 791–817

Cox, Laurence, 2012, Gramsci in Mayo: a Marxist perspective on social movements in Ireland, paper presented at 17th International Conference on Alternative Futures and Popular Protest, Manchester Metropolitan University, April

Cox, Laurence, 2013, ‘Eppur si muove: thinking “the social movement”’, Colin Barker, Laurence Cox, John Krinsky and Alf Nilsen, eds, Marxism and Social Movements Leiden: Brill

Diani, Mario, 1992, ‘The concept of a social movement,’ Sociological Review, 40.1, 1-25Dobbs

Draper, Hal. 1965. Berkeley: The New Student Revolt. New York: Grove Press.

Frank, Andre Gunder and Marta Fuentes, 1994, ‘On Studying the Cycles in Social Movements’, Research in Social Movements, Conflicts and Change, vol 17, 173-196

Garganas, Panos, 2012, ‘Interview: Greece – the struggle radicalises’ International Socialism 134

Gluckstein, Donny, 1985, The Western Soviets: Workers’ Councils versus Parliament 1915-1920, London: Bookmarks

Goodwin, Jeff and Gabriel Hetland, 2013, ‘The Strange Disappearance of Capitalism from Social Movement Studies’ in Colin Barker, Laurence Cox, John Krinsky and Alf Nilsen, eds, Marxism and Social Movements Leiden: Brill

Hardt, Michael, 2003, ‘An Interview with Michael Hardt’ Historical Materialism 11.3, pp 121-152

Harman, Chris, 1982, The Lost Revolution: Germany 1918 to 1923, London: Bookmarks

Harvey, David 2007, A Brief History of Neo-Liberalism, Oxford: Oxford University Press

Humphrys, Elizabeth 2010, From offence to defence: The Australian Global Justice Movement and the impact of 9/11, MA Thesis, University of Technology Sydney

Jones, Jonny 2012 ‘The shock of the new: anti-capitalism and the crisis’, International Socialism, 134

Kimeldorf, Howard, 1988, Reds or Rackets? The Making of Radical and Conservative Unions on the Waterfront, Berkeley: University of California Press

Kolakowski, Zbigniew Marcin 2011, ‘Give us back our factories! Between resisting exploitation and the struggle for workers’ power in Poland, 1944-1981’ in Immanuel Ness and Dario Azzellini, eds, Ours To Master and To Own: Workers’ Control from the Commune to the Present, Chicago: Haymarket

Klein, Naomi 2001a, No Logo, London: Fourth Estate

Klein, Naomi 2001b, interview, Quebec City, April 2001: http://​www.​pbs.​org/​wgbh/​com​mand​ingh​eigh​ts/​shared/​pdf/​int_​naomiklein.​pdf

Kriesi, Hanspieter, Ruud Koopmans, Jan Willem Duyvendak and Marco G Guigni, New Social Movements in Western Europe: A Comparative Analysis, London: UCL Press, 1995, Table 5.1, p 115

Langemeyer, Ines, 2011 ‘Activity Theory. Stories from the field’ in Bridget Somekh and Cathy Lewin eds., Theory and Methods in Social Research. London: Sage, 182-189

Lizardo, Omar and Michael Strand 2010, ‘Skills, toolkits, contexts and institutions: Clarifying the relationship between different approaches to cognition in cultural sociology’, Poetics 38 (2010) 204–227

Luxemburg, Rosa 1906, The Mass Strike, the Political Party and the Trade Unions, London: Bookmarks 1986

Marx, Karl 1869, ‘Letter from Marx to Engels In Manchester December 10, 1869.’ Pp. 231-33 in Karl Marx and Friedrich Engels, Selected Correspondence, edited by S. Ryazanskaya. Moscow: Progress.

McAdam, Doug, 1982 Political Process and the Development of Black Insurgency 1930-1970 (2ndedition, Chicago 1999)

McAdam, Doug 1995, ‘”Initiator” and “Spin-off” Movements: Diffusion Processes in Protest Cycles’ in Mark Traugott ed, Repertoires and Cycles of Collective Action, Duke University Press, 1995

Harold Meyerson, ‘The rich are different; they get richer’ Washington Post 27 March 2012

Newsinger, John 2012, Fighting Back. The American Working Class in the 1930s, London: Bookmarks

Omar, Mustafa 2011, ‘The spring of the Egyptian revolution’ International Socialist Review, 77, May-June

Petras, James, 2012, The “Global Crises of Capitalism”; Whose Crises, Who Profits?, http://​www.​inf​orma​tion​clea​ring​hous​e.​info/​art​icle​3058​8.​htm

Pizzorno, Alessandro 1978, ‘Political exchange and collective identity in industrial conflict’, in Colin Crouch and Alessandro Pizzorno, eds, The Resurgence of Class Conflict in Western Europe since 1968, vol 2, London: Macmillan

Emmanuel Saez, ‘Striking it Richer: The Evolution of Top Incomes in the United States (Updated with 2009 and 2010 estimates) http://​elsa.​berkeley.​edu/~saez/saez-UStopincomes-2010.pdf

Sewell, William, 1996, ‘Historical events as transformations of structures: Inventing revolution at the Bastille’, Theory and Society 25, 841-881

Sheehan, Helena, 2012, ‘Is History a Coherent Story?’ http://​www.​cri​tica​lleg​alth​inki​ng.​com/?​p=5438

Sotiris, Panagiotis, 2012, ‘The December 2008 Greek Youth Rebellion and subsequent waves of social unrest in Greecehttp://​las​ting​futu​re.​blogspot.​gr/​2012/​12/​the-​december-​2008-​greek-​youth-​rebellion.​html

Tarrow, Sidney 1983, Struggling to Reform: Social Movements and Policy Change During Cycles of Protest, Cornell: Cornell University Press, Western Societies Paper no 15

Tarrow, Sidney, 1994,: Power in Movement: Social Movements, Collective Action and Politics, Cambridge: Cambridge University Press

Trotsky, Leon, 1965, A History of the Russian Revolution, Gollancz

Vološinov, V N, 1986, Marxism and the Theory of Language, translated by Ladislav Matejka and I R Titunik, Cambridge, Mass.: Harvard University Press

Walton, John A and David Seddon, 1994, Free Markets and Food Riots: The Politics of Global Adjustment, Oxford: Blackwell

Webber, Jeffrey R, 2011, From Rebellion to Reform in Bolivia: Class Struggle, Indigenous Liberation, and the Politics of Evo Morales, Chicago: Haymarket

Webber, Jeffrey R, 2012, Red October. Left-Indigenous Struggles in Modern Bolivia, Chicago: Haymarket

Wood, Lesley, 2012, Direct Action, Deliberation, and Diffusion: Collective Action after the WTO Protests in Seattle, Cambridge: Cambridge University Press

Zolberg, Aristide R, 1971, “Moments of Madness” Politics and Society, vol 2, pp 183-207



[1] Αυτό το τμήμα βα­σί­ζε­ται στη με­λέ­τη ‘“Not drowning but waving”: mapping the movement?’, που πα­ρου­σιά­στη­κε στην 17η Συν­διά­σκε­ψη για το Εναλ­λα­κτι­κό Μέλ­λον και τη Λαϊκή Δια­μαρ­τυ­ρία, στο Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο του Μάν­τσε­στερ τον Απρί­λη 2012. Ευ­χα­ρι­στώ τους επι­με­λη­τές του Outubro για την ευ­και­ρία που είχα να την ξα­να­δώ.

[2] Το κεί­με­νο του πλή­ρους Προ­γράμ­μα­τος δη­μο­σιεύ­τη­κε στα αγ­γλι­κά στο Labour Focus on Eastern Europe, 5, 1-2, άνοι­ξη 1982. Οι δυ­νά­μεις και οι αδυ­να­μί­ες του εξε­τά­στη­καν στο Barker 1986.

[3] Δες http://​wea​reth​e99p​erce​nt.​tumblr.​com/, όπου οι δια­δη­λω­τές επι­δει­κνύ­ουν χει­ρο­ποί­η­τα πλα­κάτ που εξη­γούν γιατί ο κα­θέ­νας ατο­μι­κά ανή­κει στο 99%.







*Ο Colin Barker είναι ιστο­ρι­κός των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των και ακτι­βι­στής με έδρα το Μάν­τσε­στερ. Είχε εντα­χτεί στους Διε­θνι­στές Σο­σια­λι­στές (International Socialists) το 1962 και είναι ορ­γα­νω­τής της Διε­θνούς Συν­διά­σκε­ψης για το Εναλ­λα­κτι­κό Μέλ­λον και τη Λαϊκή Δια­μαρ­τυ­ρία, που λαμ­βά­νει χώρα στο Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο του Μάν­τσε­στερ. Προη­γού­με­νες δη­μο­σιεύ­σεις του πε­ρι­λαμ­βά­νουν το «Festival of the Oppressed: Solidarity – reform and revolution in Poland (1980-1)» και τη συμ­με­το­χή του στην επι­μέ­λεια του Marxism and Social Movements (2013).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου