Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Γιάννης Ρίτσος, Ποτέ πια Χιροσίμες και Νικηφόρος Βρεττάκος, «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ»…

«Εχρησιμοποιήσαμεν την ατομικήν βόμβαν διά να συντομεύσωμεν τον πόλεμον… Θα τη χρησιμοιήσωμεν και πάλιν. Μόνο η συνθηκολόγησις της Ιαπωνίας θα μας σταματήση. Τους ώμους μας βαραίνει τεραστία ευθύνη. Ευχαριστούμεν τον θεόν, διότι είμεθα εμείς, και όχι ο εχθρός, που τη φέρομεν. Και παρακαλούμεν τον θεόν, να μας φωτίση εις τη χρήσιν του οργάνου αυτού συμφώνως προς τας βουλήσεις του». Με αυτά τα κυνικά λόγια έκλεινε το ραδιοφωνικό του μήνυμα προς τον αμερικανικό λαό στις 9 Αυγούστου 1945, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν. Λίγες ώρες πριν, με δική του εντολή, ολοκληρώνονταν το πλέον ειδεχθές μαζικό έγκλημα του 20ου αιώνα: το Ναγκασάκι είχε μετατραπεί σε στάχτη και ερείπια από τη ρίψη της ατομικής βόμβας πλουτωνίου ενώ, τρεις μόλις μέρες πριν, στις 6 Αυγούστου, η βόμβα τύπου ουρανίου-235 είχε κυριολεκτικά ισοπεδώσει την πόλη της Χιροσίμα. 




Γιάννης Ρίτσος, [Ποτέ πια Χιροσίμες]

(απόσπασμα από το ποίημα «Ο δωδεκάλογος της Γ’ Μαραθώνειας πορείας»)

“…Πιστεύω στον άνθρωπο.

Όλους μας μία κοινή μοίρα μας ενώνει:

η πάλη κατά του πολέμου, κατά της δυστυχίας και του θανάτου

η πάλη κατά της φτώχιας και του φόβου

η πάλη κι η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Βαδίζω ενάντια σ’ όλες τις προκαταλήψεις που χωρίζουν τους ανθρώπους

βαδίζω για την Ειρήνη,

κι αισθάνομαι στο πρόσωπό μου την ανάσα της Ανθρωπότητας.

……………………………………………….

Δεν ξεχνώ το τρομερό νέφος που σαβάνωσε τη Χιροσίμα.

Δεν ξεχνώ τους 200.000 νεκρούς της Χιροσίμα.

Πέρασαν χρόνια από τότε. Δεν ξεχνώ.

Δεν ξεχνώ την τερατώδη απειλή

κατά της Ανθρωπότητας και του Πολιτισμού.

Δεν ξεχνώ τα λόγια του Αϊνστάιν:

«Σταματήστε τον πυρηνικό ανταγωνισμό, πριν οι άνθρωποι

ξαναγυρίσουν στα σπήλαια και στα τόξα».

Παλεύω για την κατάργηση των πυρηνικών όπλων,

των πυραύλων, των μέσων μαζικής καταστροφής.

Παλεύω για την κατάργηση των στρατιωτικών βάσεων.

Παλεύω για μια συμφωνία ανάμεσα στους λαούς.

Για να μην υπάρξουν ποτέ πια Χιροσίμες.”

(Γιάννης Ρίτσος, Συντροφικά τραγούδια, εκδ. Σύγχρονη εποχή)





Φίλε Οπενχάιμερ…

Δραματικά επίκαιρη, συγκλονιστική «κραυγή» ξαναγίνεται στις μέρες μας και η σπουδαία ποιητική σύνθεση του Νικηφόρου Βρεττάκου «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ», που δημοσιεύτηκε το 1954, χρονιά δικαστικής δίωξης του κορυφαίου Αμερικανού φυσικού Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, γνωστού ως «πατέρα της ατομικής βόμβας» με χρήση ουρανίου, επειδή, έχοντας δει τον όλεθρο που έσπειρε η βόμβα του στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, αντιτάχθηκε στην απόφαση της πανίσχυρης «Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας» για κατασκευή και βόμβας υδρογόνου.

Το ποιητικό «κατηγορώ» του Ν. Βρεττάκου – εκτενές απόσπασμα του οποίου δημοσιεύουμε – θέτει όλους τους σημερινούς φυσικούς επιστήμονες-κατασκευαστές βομβών προ των τεράστιων ευθυνών τους, αλλά και όλους τους διανοούμενους προ του χρέους τους: Οχι μόνο να βροντοφωνάξουν την αλήθεια, αλλά και να αντιταχθούν σθεναρά για να σταματήσει, επειγόντως, η ιμπεριαλιστική «ουράνια» απειλή κατά της ανθρωπότητας.





Νικηφόρος Βρεττάκος, «ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ»

Φίλε Οπενχάιμερ, λάβαμε τις τελευταίες ειδήσεις σας.

Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ’ οι ασύρματοι

πάνε και φέρνουν, σ’ όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.

* * *

Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι,

δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας

έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.

Τ’ ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.

* * *

Τι να σας κάνουμε; Πού να σας κρύψουμε;

Οπου κι αν σας βάλει κανείς σαν πύργος πανύψηλος

θα κρύβετε πάντοτε ένα μέρος του ήλιου.

* * *

Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.

Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.

Εμείς, άνθρωποι απλοί, σας εγκαλούμε: Εν ονόματι

της χρυσής άμμου των ουρανών

και της πανσπερμίας του πλανήτη μας

σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!

Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα

δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;

* * *

Πώς σας διέφυγε, φίλε Οπενχάιμερ,

– ένα σύνολο από μικρά και μεγάλα θαύματα – ο άνθρωπος;

* * *

Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα του σύμπαντος.

Χωρίς εντολή πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;

* * *

Χωρίς συγκατάθεση είσαστε όλοι παράνομοι κάτω απ’ τον ήλιο…

* * *

Ούτε ένα φύλλο καινούργιο λοιπόν στη χλωρίδα του κόσμου;

* * *

Ζυμώνατε, μέρες και νύχτες, ζυμώνατε τον ουράνιο πηλό σας και μεις περιμέναμε,

αχτίνες ωραίες, παντοδύναμες, αστέρια και χρώματα να πεταχτούν απ’ τα χέρια σας.

* * *

Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ’ αυτί σας στο χώμα,

στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος που υπάρχει σ’ ένα ψίχουλο άμμου, θ’ ακούσατε

τη διπλή του βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος στα βάθη του,

το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως

περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.

«Προσέξετε! φίλοι προσέξετε!» Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,

που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ; Δεν

γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης; Κ’ έτσι γίνατε θάνατος! Κι έτσι γίνατε τρόμος!

Θεέ μου, τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;

* * *

«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»

Δεν έχετε ούτε τη δύναμη να φωνάξτε, παρών;

Σήκω απάνω κατηγορούμενε! Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!

Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες. Καταδικάστηκες τελεσίδικα:

Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως το τελευταίο λυκόφως.

* * *

Θα μ’ ακούσετε φίλε Οπενχάιμερ! σφαλίστε

όσο θέλετ’ τ’ αυτιά σας, θα μ’ ακούσετε, τώρα,

που δεν μπορείτε να κρυφτείτε πια πίσω από τίποτα.

Ο πόνος ξεχείλισε! τα σκέπασε όλα!

Οι μύθοι βουλιάξανε! τα πράγματα έχουν τη δική τους φωνή!

Οι ποιητές παραμίκρυναν.

* * *

Είμαι ένας δραπέτης απ’ όλα τα βασίλεια της Γης.

Εχω μέσα μου την πατρίδα μου. Κ’ έχω μες στην καρδιά μου

τους ανθρώπους απ’ όλα τα έθνη της Γης. Σας τους έφερα!

Εγώ σας τους έφερα, φίλε Οπενχάιμερ!

Χτυπάμε την πόρτα σας και περνάμε ένας-ένας

και πάλι γυρίζουμε και πάλι χτυπάμε και πάλι και πάλι, ουρές ατελείωτες,

μετρήστε μας, φίλε Οπενχάιμερ, μετρήστε, να ξέρετε πόσες

είναι περίπου οι στρατιές που προορίσατε για το θάνατο.

* * *

Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!

Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα ‘χω ξεθάψει απ’ τη Χιροσίμα.

Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.

Μόνο το στόμα μου έμεινε ν’ ανοιγοκλείνει.

Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρόμπερτ, δε με γνώρισες; ο αδελφός σου

Ρόμπερτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας, που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.

Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα ‘δωσα όλα,

που σας έχτισα τ’ αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,

να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.

Κ’ εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,

να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ’ τη Χάρυβδη,

που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες συμπληγάδες,

αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας

και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής κ’ έκατσε

δίπλα σας κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του

και ψαλιδίζατε το φως και μαστορεύατε στο σκοτάδι.

* * *

Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,

γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,

και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.

Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,

σας φωνάζω απ’ το παράθυρο του αδελφού σας,

έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε…

Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν

τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ

ένα κοπάδι καρκίνοι, με μαύρες δαγκάνες,

βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.

* * *

Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,

και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε

το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας;

Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ’ τον καιρό της φωτιάς,

σ’ εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας το σκοτάδι,

περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,

την ξεκινήσανε απ’ τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,

τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,

μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας, τις χύτρες μας.

Τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα.

Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του

σα να σάλεψε ένα αστέρι; τους παραγιούς της σοφίας

που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω απ’ την πρώτη σας έκρηξη;

Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ. Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.

* * *

Τι μας χρειάζονται οι μαρτυρίες; Την έχουμε την απολογία σας.

Συννεφιές αναμμένες γυρίζουν από έρημο σε έρημο,

αναζητώντας ανθισμένες κερασιές, πόλεις αμέριμνες,

παιδιά που παίζουν στις αυλές, στα πάρκα και στα λιβάδια.

* * *

Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται

τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας

που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,

που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,

που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,

που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,

που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία Τράπεζα

της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον

μ’ ένα μακρύ κατάμαυρο πανί.

* * *

Φίλε Οπενχάιμερ! Φίλε Οπενχάιμερ! Μην κλείνετε τα παράθυρα.

Ατυχε Προμηθέα, που σου ‘κλεψαν το φως από τα χέρια σου

και διάλεξες το βράχο μόνος σου! Ωρα να φύγουν όλοι,

ώρα ν’ αδειάσουνε τα πλήθη την καρδιά μου και να βαδίσουν στα έθνη τους.

* * *

Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.

Αν μπορείς να κοιμηθείς, κοιμήσου.

Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοίταξέ τον.

Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.

Οσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,

κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς

τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,

σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,

έτσι που ν’ ανεβαίνουν ανεβάζοντας,

χτενίζοντας τα στάχια με λαμπρές αχτίνες,

σ’ έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.

* * *

Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια. Δεν μπορώ άλλο. Πονεί η καρδιά μου.

Εχει στα βάθη μου ωριμάσει μια τραγική βροχή.

Σ’ αφήνω πίσω απ’ τα βουνά κι από την ιστορία.

Πηγαίνω να κουλουριαστώ πάλι στο πατρικό μου χώμα,

που ‘ναι σπαρμένο από κόκαλα και διαθήκες.

* * *

Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ’ αυτό που μου μένει.

Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι του συνανθρώπου μας

να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή, στο πρόσωπό του,

να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,

να του διπλώσω τ’ άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου,

Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου