Ο ποιητής και στιχουργός Κώστας Βίρβος ανοίγει το σπίτι και την καρδιά του στην Κρυσταλία Πατούλη, μιλά εφ’ όλης της ύλης και συγκινείται απαγγέλλοντας τους μελοποιημένους στίχους του. Πριν κλείσει πίσω του την πόρτα, απαντά: «Ποιο τραγούδι θα αφιέρωνα σήμερα στους Έλληνες; Το «Εγώ δε ζω γονατιστός». Τη Γερακίνα…»
Ο συγκεκριμένος ποιητής – στιχουργός δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Εκτός από τους ίδιους τους στίχους του, έχουν μιλήσει γι’ αυτόν εξέχουσες προσωπικότητες των Γραμμάτων και των Τεχνών: «Ο Βίρβος είναι ένα απ’ τα μεγάλα κλαριά στο δένδρο της ελληνικής μουσικής. Είναι ο λαϊκός ποιητής που έγραψε χιλιάδες τραγούδια. Πολλοί από μας κι από σας ασφαλώς δεν θα ξέρετε ότι τα τραγούδια που έχετε αγαπήσει, έχετε τραγουδήσει, και για τα οποία έχετε συγκινηθεί, έχετε κλάψει, έχετε πονέσει, έχετε ελπίσει, είναι δικοί του οι στίχοι. Έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν, τους πιο μεγάλους, τους πιο κλασικούς συνθέτες της λαϊκής μας μουσικής» Μίκης Θεοδωράκης
«Ο Βίρβος έχει καταλάβει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους δημιουργούς της λαϊκής στιχουργίας. Αυτός και η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου προσέφεραν ιστορικές επιτυχίες, που τραγουδήθηκαν πολύ και παραμένουν αγέραστες […] Έχει γράψει τραγούδια με τρόπο ζωντανό και με ποικίλα αισθήματα της απλής καθημερινότητας και πλούσιας λαϊκής εμπειρίας, ακολουθώντας την τακτική της κλασικής ρεμπέτικης στιχουργίας. Γνωρίζει καλά και πολλαπλασιάζει μέσ’ απ’ τη δική του προσωπική αίσθηση όλη εκείνη τη θεματολογία, που κυρίως αναφέρεται στον πόνο, στον κατατρεγμό, στην καταφρόνια, χωρίς να λείπουν οι όποιες χαρές και το μεγάλο γεγονός του έρωτα […] Υπάρχει όμως και η πολιτική πλευρά στη διαδρομή του. Συνείδηση προοδευτική και με συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, τραγούδησε τα πάθια του λαού μέσα στις αντίξοες συνθήκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης». Νίκος Καρούζος
«Αν δεν υπήρχε ο Κώστας Βίρβος στο λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του ’50, σίγουρα θα ‘πρεπε να τον εφεύρουμε. Γιατί ο Βίρβος πήρε το λαϊκό τραγούδι από το μισοσκόταδο των υπογείων και το περιθώριο, και με τα φτερά της μουσικής του Τσιτσάνη και του Καλδάρα το άπλωσε σε πολιτείες και σε χωριά, σε λιμάνια και φάμπρικες, σε γειτονιές και στρατόπεδα, κάνοντάς το τραγούδι ολόκληρου του ελληνικού λαού […]
Το τραγούδι του είναι πολιτικό. Αν εξετάσουμε τα τραγούδια των συνομηλίκων του και κυρίως της Παπαγιαννοπούλου, του Βασιλειάδη και του Κολοκοτρώνη, θα δούμε ότι το έργο του Βίρβου διαφέρει πολύ και ουσιαστικά […] Ο Βίρβος πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα. Βλέπει τι γίνεται γύρω του κι αυτό καταγράφει ερμηνεύοντάς το συγχρόνως. Δεν παρελθοντολογεί. Δεν ονειρεύεται περισσότερο από όσο πρέπει. Δεν είναι ήρεμος. Με το που μπαίνει το τραγούδι, στην καρδιά του εμφυλίου (1948), το πρώτο θέμα που τον βασανίζει είναι αυτός ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Γι’ αυτό και το πρώτο τραγούδι του είναι «Ο φαντάρος».
Έτσι ανήσυχος, έτσι άγριος θα μείνει ο Βίρβος σε όλη την πορεία του. Η αιμορραγία της μετανάστευσης δεν θα περάσει δίπλα του χωρίς να τον αγγίξει. Θα τον συγκλονίσει! Η κατοχή, η αντίσταση, δεν θα μείνουν έξω από τον κόσμο της έμπνευσής του. Κι όταν το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες θα εκδώσει την «Καταχνιά». Το δράμα των πολιτικών προσφύγων, δεν θα τον αφήσει ασυγκίνητο. Η γραφειοκρατία -βαθειά πληγή αυτής της χώρας- που την ζει έντονα σαν δημόσιος υπάλληλος, θα του βάλει φωτιά για να γράψει και γι’ αυτή. Και στα χρόνια που θα κυριαρχήσει το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι, όπως το λένε, ο Βίρβος θα βρεθεί και πάλι στην πρώτη γραμμή, πλάι στους ποιητές της εποχής.
Αν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε γιατί και πως ο Βίρβος δεν στέκεται στο ανώδυνο ερωτικό τραγούδι αλλά προσπαθεί συνεχώς να σπάει την κρούστα των πραγμάτων και να προχωρά στο βάθος τους, δεν θα δυσκολευτούμε να βρούμε απαντήσεις: ο Βίρβος είναι πολιτικοποιημένο άτομο. Και ξέρει γράμματα. Διαβάζει, σκέφτεται, αναλύει, συμπεραίνει. […]
Ο Βίρβος, το έργο του Βίρβου, δεν ανήκει σε εταιρείες και σήματα. Ανήκει στον ελληνικό λαό. Που αυτός το γέννησε. Και θα το γεννάει συνεχώς». Λευτέρης Παπαδόπολος
Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 29 Μαρτίου 1926, φοίτησε στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών μέχρι την έναρξη του πολέμου και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Τρικάλων το 1943, οπότε ξεκίνησε να φοιτά στην Πάντειο. Τότε ήταν που πέρασε και στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης. Τον Μάρτιο του 1944 τον συνέλαβαν:
«Το ίδιο βράδυ με έριξαν στο απομονωτήριο. Εκεί ήταν κι ένας άλλος. Πονούσα σε όλο μου το κορμί. Ήμουν δεμένος στο κεφάλι σαν χότζας. Έχω ένα σημάδι εδώ στο κεφάλι από βούρδουλα που κατέληγε σε σφαιρίδιο. Μέσα εκεί υπήρχε ένα κούτσουρο. Του είπα «Σε παρακαλώ να ξαπλώσεις στο κούτσουρο κι εγώ πάνω στο σώμα σου». Έτσι έγινε. Σηκωνόμασταν την νύχτα να ξεμουδιάσουμε. Δεν κράτησε πολύ. Δυο μερόνυχτα. Αυτό είναι το αναπαυτικότερο κρεβάτι που κοιμήθηκα ποτέ. Απ’ αυτό εμπνεύστηκα το «ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω» που γράφω στη «Γερακίνα». Στη φυλακή άρχισα να γράφω την «Καταχνιά» σαν ποίηση».
Αργότερα σπούδασε και στη Νομική Θεσσαλονίκης, που ήταν η αρχική επιθυμία του (όπως και η σκηνοθεσία), αλλά χωρίς να πάρει το πτυχίο του. Είναι από τους μετρημένους στα δάχτυλα «εκλεκτούς πρωτομάστορες» του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού που μέχρι ο ίδιος εμφανιστεί δεν συνηθιζόταν να προέρχονται από το χώρο των Γραμμάτων.
Ο Βίρβος έκανε την εξαίρεση, μπλέκοντας με λυρισμό και δυναμισμό έκφρασης τη σκληρή δημοτική αλλά και την αργκό με γλωσσικές εισβολές από την καθαρεύουσα, συνθέτοντας τις γνώσεις του στη δημοτική και λαϊκή μουσική, με τη μόρφωση που απέκτησε ακόμα και στην ποίηση: «Ο Καρυωτάκης, είναι ο αγαπημένος μου. Πεσιμιστής…» λέει, και συνεχίζει αστειευόμενος: «…Κι εγώ πεσιμιστής».Ιδρυτικό μέλος μαζί με τον συνθέτη Θόδωρο Δερβενιώτη (που δημιούργησαν εκατοντάδες τραγούδια), της πρώτης «Ένωσης» συνθετών και στιχουργών του λαϊκού τραγουδιού, καθιέρωσαν με αγώνες το επάγγελμα του στιχουργού, σε μια εποχή που ο κόσμος μάθαινε τα τραγούδια κυρίως μέσα από δίσκους που συνήθως απουσίαζε η υπογραφή του δημιουργού των στίχων.
Ο ίδιος έχει πει για το έργο του: «Έγραψα τραγούδια όλων των ειδών (κατηγοριών) μάγκικα, ρεμπέτικα, κοινωνικοπολιτικά (κυρίως αυτά), «έντεχνα» και ότι άλλο είδος ελληνικού τραγουδιού υπάρχει. Κάποιος δημοσιογράφος με αποκάλεσε «στιχουργό εφ’ όλης της ύλης» […] Το καλό τραγούδι διδάσκει, ενώ το κακό καταστρέφει και κυρίως τις παιδικές και νεανικές ψυχές. Μπορεί το «σύστημα» να προσπαθεί να αποπροσανατολίσει τον κόσμο, επιβάλλοντας τραγούδια 24ώρου, όμως οι νέοι προτιμούν τα καλά λαϊκά τραγούδια και κυρίως τα παλιά. Βέβαια, υπάρχουν και καλά σημερινά τραγούδια, όπως υπάρχουν και καλές λαϊκές φωνές. Όμως, πιστεύω ότι τα παλιά είναι αναντικατάστατα, ενώ παράλληλα πιστεύω ότι διδάσκουν, τόσο τους νέους, όσο και τους ανθρώπους που γράφουν είτε στίχο είτε μουσική»
Κάποιοι από τους στίχους του που έχουν μελοποιηθεί είναι οι εξής: «Καταχνιά», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Μια παλιά ιστορία», «Περιπλανώμενη ζωή», «Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια», «Ο αρκουδιάρης», «Ανέβα στο τραπέζι μου», «Γεννήθηκα για να πονώ», «Ζαΐρα», «Λίγα ψίχουλα αγάπης», «Πάρε τα χνάρια μου», «Το διαβατήριο», «Το κουρασμένο βήμα σου», «Φύγε κι άσε με», «Το καράβι», «Εγώ ποτέ δεν αγαπώ», «Είμαι ένα κορμί χαμένο», «Η σκιά μου κι εγώ», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας», «Γιατί να γίνω μάνα», «Της γερακίνας γιος», «Κοιμήσου αγγελούδι μου», «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα», «Μακριά μου να φύγεις», «Νυχτερίδες κι αράχνες», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Πες μου γιατί», «Το ράκος», «Ο κυρ-Θάνος πέθανε», «Φύγε κι άσε με» «Εγνατίας 406», «Σάντα Μαρία», «Θαλασσόλυκος Νικόλας», «Θα κάνω ντου βρε πονηρή», «Λυπάμαι», «Σε ικετεύω», «Ψύλλοι στ΄ αυτιά μου», «Γιατί πονάς και βασανίζεσαι», «Τα χρυσά κλειδιά», «Γιατί θες να φύγεις», «Το κουρασμένο βήμα σου», «Σου ‘χω έτοιμη συγγνώμη», «Άγια Κυριακή», «Ένας ξύλινος σταυρός», «Το παζάρι».
Κρ.Π.: Έχετε ανοίξει νέους δρόμους στη στιχουργική, στο ελληνικό τραγούδι, όπως με τη Βυζαντινή Σχολή, και κυρίως με το λαϊκό-κοινωνικό τραγούδι. Πώς ξεκινήσατε να γράφετε;
Κ.Β.: Παραδόξως για την ηλικία μου, και σχετικά με άλλους στιχουργούς, άρχισα να γράφω από δέκα χρονών. Βέβαια τα πρώτα μου στιχάκια δεν ήταν αξιόλογα. Μετά έφτασα εκεί που έφτασα. Αν είμαι καλός ή δεν είμαι καλός, εσείς το κρίνετε… Απέκτησα με τα χρόνια πείρα μεγάλη. Επαγγελματικά ξεκίνησα από 15 χρονών. Τώρα είμαι 88. Πάνω από 70 χρόνια γράφω. Και γράφοντας, γράφοντας, γράφοντας, βελτιώνομαι. Αυτά τα τραγούδια που γράφω, πάντα περνάνε από τη λογοκρισία μου, μία και δύο και τρεις και τέσσερις φορές. Και μια λέξη ν’ αλλάξω, αλλάζει πολλά πράγματα. Κάτι που δεν το κάνουν πολλοί. Γράφουν, ταπ, ταπ, ταπ, και το δίνουν στο συνθέτη. Αλλά ο συνθέτης πολλές φορές μπορεί να μην διαθέτει το κατάλληλο κριτήριο…
Κρ.Π.: Ζήσατε στα πολύ δύσκολα χρόνια. Στην κατοχή ήσασταν στην ΕΠΟΝ…
Κ.Β.: Ναι, και μετά ήμουν και στον ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ με τον Βελουχιώτη και με όλους τούς τότε επικεφαλείς. Μέρα νύχτα ήμουν εν εγρηγόρσει. Έχω περάσει πολλά. Στην ηλικία μου ειδικά, που πολλοί άνθρωποι δεν ασχολούνταν με πολιτική, εγώ ήμουν ριγμένος μέσα. Και τους γνώρισα όλους αυτούς τούς τότε επαναστάτες. Εθνικούς επαναστάτες, με ψυχή και με μυαλό. Εγώ βγήκα στα βουνά 16 χρονών. Ήμουν ένας μικρός συν-επαναστάτης. Ο μικρότερος, ίσως. Και με σέρναν από δω, με σέρναν από κει. Πήγαινα παντού. Όλοι μας όσοι είχαμε μέσα ψυχή, καρδιά και πρόοδο, είχαμε εισχωρήσει στην ΕΠΟΝ και στον ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ που είχαμε και όπλο.
Κρ.Π.: Πιστεύετε ότι τον εμφύλιο τον έχουμε διαχειριστεί ως κοινωνία;
Κ.Β.: Όχι. Δεν το πιστεύω. Θέλει πολλά πράγματα ακόμα να γίνουν… Δυστυχώς. Αλλά δε φταίει όλος ο ελληνικός λαός. Φταίνε οι δεκαπέντε, είκοσι, τριάντα, οι οποίοι π.χ. ασχολούνται με τη δημοσιογραφία αυτού του είδους, που δεν ασχολήθηκαν. Έτσι είναι. Εμείς φταίμε. Οι λίγοι.
Κρ.Π.: Αρχίσατε να γίνεστε γνωστός ως στιχουργός από το ’43 με το ποίημά σας για τον Φαντάρο, το οποίο αν και μελοποιήθηκε αρχικά από τον Τσιτσάνη και μετά από τον Καλδάρα, λόγω εμφυλίου δεν γραμμοφωνήθηκε παρά το εμφανές μήνυμα συμφιλίωσης που δίνατε;
Κ.Β.: Ναι, ήταν ένα ποίημα που έλεγε «μα ο φαντάρος δεν παραπονιέται/ κι έχει ελπίδα μέσα στην καρδιά/ πως θα γυρίσει πάλι στους δικούς του/ όταν τα χέρια μας θα δώσουμε ξανά…»
Κρ.Π.: Τι σας ενέπνεε να γράφετε;
Κ.Β.: Με ενδιέφερε να γράφω προοδευτικά. Με θέματα κοινωνικά αλλά και με οποιεσδήποτε άλλες καταστάσεις που μπορεί να συνέβαιναν. Προσπαθούσα να επισημαίνω και να εμφανίζω τα πράγματα λίγο πιο δυνατά… Ο κάθε ποιητής άλλωστε έχει δική του γλώσσα, καθαρή.Κρ.Π.: Έχουν πει για εσάς, πως στο γράψιμο ήσασταν χείμαρρος. Σε πιο τραγούδι θυμάστε να κλάψατε καθώς το γράφατε;
ΚΒ.: Αυτό για τον φαντάρο, είναι ένα.
Κρ.Π.: Η μητέρα σας τι έλεγε για τα ποιήματά σας;
Κ.Β.: Η μητέρα μου είχε βγάλει το σχολαρχείο τότε και τα κατανοούσε. Έκλινε αριστερά. Όχι με αγώνες, με τέτοια… Έκλινε αριστερά.
Κρ.Π.: Ο πατέρας σας; Που είχε έρθει και στην φυλακή να σας βγάλει το ’44 τότε που σας συνέλαβαν και σας βασάνισαν;
Κ.Β.: Τότε σκότωναν, τουφεκίζαν, αμέσως. Δεν καταλάβαιναν τίποτε. Σε ‘στήναν στον τοίχο. Κι αν δεν πέφτανε οι 800 λίρες από τον πατέρα μου, δεν θα γλύτωνα, δεν θα ήμουν στη ζωή. Αλλά με αυτές τις 800 λίρες σε δυο ώρες βγήκα από τα μπουντρούμια…
Κρ.Π.: Τι συνθήματα γράφατε τότε στους τοίχους και σας πιάσανε;
Κ.Β.: Είχα μπογιατίσει σχεδόν όλη την Πανεπιστημίου και την Σταδίου: ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ…
Κρ.Π.: Μετά τον εμφύλιο, από το 1954 έως το 1985, στο ισόγειο της του κτιρίου που εργαζόσασταν και ως διευθυντής σε δημόσια υπηρεσία, ήταν οι Γερμανοί γιατροί που εξέταζαν όσους ήθελαν να φύγουν μετανάστες, γιατί «δεν ήθελαν απλώς μετανάστες εργάτες, ήθελαν και υγιείς, να τους βγάλουν το πετσί τους! Και τό ‘βγαλαν!» όπως έχετε πει. Από εκεί αντλήσατε και τα τόσα ποιήματά σας για τους μετανάστες;
Κ.Β.: Ναι, με συγκλόνιζαν όσα έβλεπα και τα κατέγραφα. Τα ζούσα και τα μετέφερα σε εικόνες στο μυαλό μου. Και μετά αυτές τις εικόνες τις μετέφερα στο χαρτί. Κι αν π.χ. ο Καζαντζίδης έγινε ο τραγουδιστής του λαού, βέβαια προσφέρονταν η φωνή του, ήταν από τον στίχο που είπε, που ήταν πράγματι στίχος του λαού, που άγγιζε το λαό. Δηλαδή ο στιχουργός παίζει τον πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτό το θέμα.
Κρ.Π.: Στις συναυλίες σας που παρακολουθούσαν χιλιάδες κόσμος, λέγεται πως όταν ακουγόταν το τραγούδι σας «Στις φάμπρικες της Γερμανίας» πετάγανε όλοι τα σακάκια και τα καπέλα τους στον αέρα… Τον άγγιζε τον κόσμο αυτό που γινόταν στην κοινωνία γύρω του;
Κ.Β.: Τον άγγιζε πάρα πολύ. Περίμενε, που λέει ο λόγος. Περίμενε ένα τέτοιο τραγούδι. Το είχε ανάγκη.
Κρ.Π.: Σήμερα;
Κ.Β.: Σήμερα έτσι κι έτσι. Ψαχνόμαστε. Πάντα το ελληνικό λαϊκό τραγούδι είναι προοδευτικό. Κι ο κόσμος περιμένε, που λέει ο λόγος, να βγει ένας καινούργιος δίσκος… Πήγαιναν στη Βαρβάκειο που είχε ένα δισκοπωλείο που ήταν μέσα στην αγορά να μάθουν τι κυκλοφόρησε. Αν πάρουμε σαν κριτήριο την πώληση δίσκων, οι προοδευτικοί δίσκοι πουλιούνται πάρα πολύ. Άρα ο κόσμος προχωράει…
Πικρό σαν δηλητήριο
είναι το διαβατήριο
που πήρα για τα ξένα.
Μα τι να κάνω ο φτωχός,
μπροστά μου βρίσκεται γκρεμός
και πίσω μαύρο ρέμα.
Πικρό σαν δηλητήριο
είναι το διαβατήριο,
μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα,
όπου γης είναι πατρίδα.
Κρ.Π.: Πόσα τραγούδια έχετε γράψει περίπου;
Κ.Β.: Συνολικά έγραψα στη ζωή μου κάπου δυόμιση χιλιάδες τραγούδια. Ευτυχώς αμέσως, από τα πρώτα, υπήρχε μεγάλη επιτυχία και δεν χρειάστηκε να ψάξω και να χτυπήσω πόρτες σε εταιρείες. Χτυπούσαν τη δική μου πόρτα.
Ο λαϊκός στίχος, ο στίχος που έμπαινε σε τραγούδι, ήταν πολύ δυνατός για τον κόσμο. Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι είναι ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης, αν όχι το καλύτερο… Με το κριτήριο της κοινωνικότητας. Μπαίνει παντού και χτυπάει παντού και ακούγεται παντού.(Φωτο: Κώστας Βίρβος, Μια ζωή τραγούδια, Ντέφι, 1985)
Κρ.Π.: Για το μάγκικο τραγούδι και το ρεμπέτικο;
Κ.Β.: Το μάγκικο έχει ορισμένες λέξεις μάγκικες οι οποίες αν δεν υπήρχαν θα ήταν ίσως λίγο πιο καλύτερο. Αλλά είναι καλό! Και το ρεμπέτικο είναι ακόμα καλύτερο!
Κρ.Π: Αν δεν υπήρχε το μάγκικο θα υπήρχε το ρεμπέτικο;
Κ.Β.: Μάλλον όχι, γιατί είναι σκάλα, προχωράει. Ανέρχεται και ποιοτικά και σε έννοιες.Κρ.Π.: Θέλετε να πείτε για τις τόσες συνεργασίες σας με κορυφαίους συνθέτες όπως ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Θεοδωράκης, ο Δερβενιώτης, ο Λεοντής, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας, ο Μπακάλης, ο Τζουανάκος, ο Νικολόπουλος, ο Μητσάκης, και τόσοι άλλοι;
Κ.Β.: Με τον Τσιτσάνη έχω γράψει πάρα πολλά τραγούδια. Εκεί, τα Τρίκαλα, έχουν βγάλει πολλούς καλούς που ασχολήθηκαν με το λαϊκό τραγούδι. Κληρονομιά ήταν μάλλον. Και ο Καλδάρας (που ήταν κι αυτός από τα Τρίκαλα) και ο Δερβενιώτης, από τους καλύτερους συνθέτες… Με τον Θεοδωράκη έχω γράψει μαζί πολύ σημαντικά τραγούδια. Με τον Πλέσσα έχω γράψει εξαιρετικούς κύκλους τραγουδιών αλλά και με τον Μαρκόπουλο έχω γράψει το Θεσσαλικό κύκλο που τον μελοποίησε με τον καλύτερο τρόπο. Με το Λεοντή έχω γράψει την Καταχνιά που είναι μνημειώδες έργο. Με όλους έχω γράψει. Με τον Χατζιδάκι μόνο δεν προλάβαμε, παρόλο που όλο λέγαμε να συνεργαστούμε. Με τον Μπιθικώτση συνεργάστηκα πολύ και με την ιδιότητά του ως συνθέτη, όχι μόνο ως τραγουδιστή.
«Με συνεπήρε σαν άνθρωπος ο Κώστας Βίρβος αρχικά. Γιατί κι αυτό παίζει ένα μεγάλο ρόλο… Για να μπορέσεις, δηλαδή, να δεις τον άνθρωπο και μετά να δεις τι γράφει αυτός ο άνθρωπος, και να μοιάζουν αυτά που γράφει με το σύνολο της ανθρωπιάς του…» Γρηγόρης Μπιθικώτσης
«Δεν θα δυσκολευόμουν να πω ότι ο Κώστας Βίρβος είναι ο Πατριάρχης του λαϊκού στίχου» Μίμης Πλέσσας
Κρ.Π.: Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε και το «Κοιμήσου αγγελούδι μου»…
Κ.Β.: Είναι η Ελληνίδα μάνα… Η προοδευτική μάνα…:
Κοιμήσου αγγελούδι μου, παιδί μου νάνι νάνι
Να μεγαλώσεις γρήγορα, σαν τ’ αψηλό πλατάνι
Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό
Και να `σαι πάντα μεσ’ το δρόμο τον καλό
Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκά με το τραγούδι μου
Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι
Να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη
Για να μην πεις μεσ’ τη ζωή σου δεν μπορώ
κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό
Κρ.Π.: Και σεις ο ίδιος βλέπω ότι όταν λέτε σήμερα τα τραγούδια σας συγκινείστε ακόμα…
Κ.Β.: Συγκινούμαι! Αφού, ακόμα βγαίνει μέσα από την καρδιά μου, την ώρα που το απαγγέλω, έτσι… σε σας…
Κρ.Π.: Για την Καταχνιά με τον Λεοντή τι θυμάστε;»
Κ.Β.: «Μέσα απ’ τη στάχτη τη βαθειά / Μια σπίθα θα πετάξει / Σε πολιτείες και χωριά / Και θα γενεί τρανή φωτιά / Που τη φωτιά θα κάψει…», ή το « Ένας ξύλινος σταυρός που λέει: «Προχωρείτε πάντα μπρος…».
Και το «Δε θέλω να μου δέσετε τα μάτια… αλλά και το «Πές μου και συ του δειλινού καμπάνα, γιατί, γιατί να γίνω μάνα;»… Εγώ δάκρυσα! Κι αυτό το τραγούδι μου το έχω πει χίλιες φορές…
Κρ.Π.: Ποιά είναι τα σημαντικά χαρακτηριστικά ενός στίχου;
Κ.Β.: Να μπαίνει το τραγούδι μέσα στην καρδιά τη δική σας! Αλλά αν δεν βγαίνει μέσα από την καρδιά του στιχουργού, πως θα γράψει ένα τραγούδι τέτοιο;
Ο καθένας άνθρωπος μοιάζει με καράβι
που θαλασσοδέρνεται βράδυ και πρωί,
κι ο βαρύς ο πόνος του το κορμί του σκάβει
ώσπου το λιμάνι του κάποτε θα βρει.
Είμαι κι εγώ ένα καράβι τσακισμένο
κι από σένα λίγη αγάπη περιμένω.
Στη μεγάλη θάλασσα που ζωή τη λέμε
μας χτυπούν τα βάσανα με απανθρωπιά.
Στη μεγάλη θάλασσα κάθε μέρα κλαίμε,
όμως υπομένουμε, μα ως πότε πια.
Είμαι κι εγώ ένα καράβι τσακισμένο
κι από σένα λίγη αγάπη περιμένω.
Κρ.Π.: Για την Κύπρο; Τα τραγούδια σας μεταδίδονταν λένε κρυφά τότε με σκονάκια στα παιδιά μέσα στα σχολεία;
Κ.Β.: Ναι, την αγαπώ την Κύπρο. Γιατί είναι και προοδευτικοί άνθρωποι οι Κύπριοι. Ασχολήθηκα με τραγούδια που βοηθούσαν και την επανάστασή τους: «Το αίμα νερό δε γίνεται», «Η κύπρος είναι ελληνική και …θέλετε δεν θέλετε θα μας τη δώσετε ξανά».
Κρ.Π.: Τα τραγούδια σας είναι πολύ διαχρονικά. Πώς το καταφέρατε αυτό;
Κ.Β.: Εγώ έγραψα για τον άνθρωπο, για την ψυχή του, για τις χαρές, την αγάπη, τις λύπες, τα προβλήματα. Αυτά δεν αλλάζουν, όσο υπάρχουν άνθρωποι! Αλλά δυστυχώς και τα προβλήματα δεν λύνονται εύκολα… Θα σας πω ένα παράδειγμα από ένα κύκλο τραγουδιών μου που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός, τη Γραφειοκρατία, με τον Χρήστο Λεττονό από το 1976. Να δείτε πόσο επίκαιρο είναι το πρόβλημα απλών ανθρώπων που περιγράφει, παρόλο που κι εγώ θα ευχόμουν να μην ήταν ακόμα και στις μέρες μας:
Χρώσταγα στο κράτος δυο χιλιάδες φόρους
Και στα δύο χρόνια έγιναν οκτώ
Βάλε και τους τόκους, βάλε δικηγόρους
Έφτασε το χρέος στις εξηνταοκτώ.
Κι αλά ούνα αλά ντούε αλά τρε
Υποθηκεύουνε το σπίτι μου αδελφέ.
Χτύπαγαν καμπάνες για την εκκλησία
Μέρα της αγάπης, μέρα Κυριακή
Στο δικό μου σπίτι μαύρη απελπισία
Ήρθαν οι κλητήρες οι δικαστικοί.
Κι αλά ούνα αλά ντούε αλά τρε
Μου το πήρανε το σπίτι αδελφέ
Κρ.Π.: Οι ερμηνευτές που συνεργαστήκατε; Ατέλειωτος ο κατάλογος;
Κ.Β.: Είχαμε πολύ καλούς ερμηνευτές. Καζαντζίδης. Μπιθικώτσης. Ήταν μανούλες στα προοδευτικά τραγούδια… αλλά και στα ερωτικά. . Συνεργάστηκα και με τους δύο πάρα πολύ, αλλά και με όλους τους μεγάλους ερμηνευτές και μεγάλες ερμηνεύτριες. Είχα συνεργασία με το Μάρκο Βαμβακάρη (το πρώτο μου τραγούδι), την Καίτη Γκρεϋ, τη Μαρινέλλα, τη Γιώτα Λύδια, τη Μαρίκα Νίνου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, την Πόλυ Πάνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Βίκυ Μοσχολιού, το Γιώργο Νταλάρα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Δήμητρα Γαλάνη, το Μανώλη Μητσιά, το Λάκη Χαλκιά, το Στράτο Διονυσίου, το Γιάννη Καλαντζή, το Γιάννη Πουλόπουλο, τη Ρένα Κουμιώτη, την Χαρούλα Αλεξίου. Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Με τον Καζαντζίδη ένα τραγούδι από τα πολλά ήταν το «Πάρε τα χνάρια μου», που το έλεγε πολύ ωραία:
Πάρε τα χνάρια π’ άφησαν τα μαύρα δάκρυά μου
κι έλα απόψε να με βρεις εκεί στην ερημιά μου
Βήμα βήμα, δάκρυ δάκρυ, θα με βρεις σε κάποιαν άκρη
να κλαίω για σέν’ αγάπη μου, που τωρα ζεις μακριά μου
Αντιλαλούν οι ρεματιές όταν αναστενάζω
και απ’ την καρδιά μου βγαίνουν φωτιές για σένα όταν σπαράζω.
Πάρε τα `χνάρια να με βρεις και σώσε με αφού μπορείς
Δακρύζουν μάτια και καρδιές όταν αναστενάζω
κι από τα στήθια βγαίνουν φωτιές για σένα όταν σπαράζω.
Πάρε τα χνάρια να με βρεις και σώσε με αφού μπορείς.
Κρ.Π.: Έχετε πει ότι «Μάγκας θα πει φιλότιμος, μάγκας θα πει δερβίδης, μάγκας θα πει καλή καρδιά και φίνες εξηγήσεις». Υπάρχουν μάγκες σήμερα;
Κ.Β.: Υπάρχουν μάγκες με την καθαρή έννοια: «Αυτός είναι μάγκας ρε, συ!». Αυτός είναι ξύπνιος, μπασμένος…
(Φωτο: Στράτος Παγιουμτζής, ο ποιητής και στιχουργός Κώστας Βίρβος, ο Ζαμπέτας κι άλλοι τρεις φίλοι αρχές του ’50)
Κρ.Π.: Ποιοί άνθρωποι σας αρέσουν;
Κ.Β.: Οι Αυθόρμητοι, οι ειλικρινείς και οι ξύπνιοι. Παρόλο που εμείς οι έλληνες είμαστε ένας υγιής λαός. Δεν πέφτουμε σε λούμπες. Σπάνια… Τονίζω, ότι οι έλληνες ένας υγιής λαός. Γενικώς. Δεν λέω για επιστήμονες… Για το λαό εννοώ. Είναι καθαροί στην ψυχή τους, στο μυαλό τους. Είμαστε καλή ράτσα. Είμαστε ντόμπροι. Έχουμε πολλά προτερήματα. Και εργατικοί είμαστε, και φιλότιμοι είμαστε. Μη βλέπετε τις εξαιρέσεις. Να βλέπετε τα εκατομμύρια.
Κρ.Π.: Η Γερακίνα, ίσως θα έπρεπε σήμερα να είναι ο εθνικός μας ύμνος, για να σώσουμε επιπλέον την περηφάνια, την αγωνιστικότητα, την περηφάνεια και την αξιοπρέπεια που βγαίνει μέσα από αυτούς τους στίχους…
Κ.Β.: Ε, οι περισσότεροι το νιώθουν. Οι περισσότεροι. Όχι όλοι, οι περισσότεροι.
Κρ.Π.: Δηλαδή να μη μας κλαίνε… Θα επιβιώσουμε, θα πάμε καλά ως χώρα;
Κ.Β: Πολύ καλά θα πάμε. Παρόλο που δεν έχουμε. Λαϊκά! Ο ένας με τον άλλον… Μεταδίδει. Ο καλός ο στιχουργός αυτό πρέπει να κάνει, να ανεβάζει το ηθικό των ανθρώπων.
Κρ.Π.: Τι θα λέγατε στους νέους στιχουργούς;
Κ.Β.: Να είναι καθαροί πάντα. Να γράφουν εκείνα που πιστεύουν Να είναι προοδευτικοί. Και κοινωνικά και γενικώς. Τότε γράφουν πιο δυνατούς στίχους και πιο ωραίους. Ο στιχουργός παίζει το δυναμικότερο ρόλο στο τραγούδι! Όταν είναι καλός! Όταν είναι στιχουργός! Ένας στίχος μπορεί να αξίζει όσο αξίζει ένα βιβλίο ή και πέντε βιβλία…
Κρ.Π.: Τι θα απαντούσατε στην ερώτηση της Έρευνας για την Κρίση (2010-2014), εκδ. Κέδρος: «Ποιες αιτίες μας έφεραν ως εδώ και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε;».
Κ.Β.: Τι να κάνουμε; Αγώνα! Να αντιδράσουμε. Να αντιδράσουμε δυναμικά! Και εκεί που δεν παίρνουν τα λόγια μας, ακόμα πιο δυναμικά. Τί άλλο;
Κρ.Π.: Ποιό τραγούδι θα αφιερώνατε σήμερα στους Έλληνες που αγωνίζονται να επιβιώσουν;
Κ.Β.: Ποιο τραγούδι θα αφιέρωνα σήμερα στους Έλληνες; Το «Εγώ δε ζω γονατιστός». Τη Γερακίνα…
Ούτε στρώμα να πλαγιάσω,
ούτε φως για να διαβάσω
το γλυκό σου γράμμα, ωχ, μανούλα μου
Καλοκαίρι κι είναι κρύο
ένα μέτρο επί δύο
είναι το κελί μου, ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός,
είμαι της γερακίνας γιος
Τι κι αν μ’ ανοίγουνε πληγές
εγώ αντέχω τις φωτιές
Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις
Ένα ρούχο ματωμένο
στρώνω για να ξαποσταίνω
στο υγρό τσιμέντο, ωχ, μανούλα μου
Στο κελί το διπλανό μου
φέραν κάποιον αδελφό μου
πόσο θα τραβήξει, ωχ, μανούλα μου
Μα εγώ δε ζω γονατιστός…
***(Φωτο: Ο Κώστας Βίρβος με την σύζυγό του Καίτη)
*Η συνέντευξη δόθηκε πριν από το σοβαρό ισχυρό εγκεφαλικό επεισόδιο που πρόσφατα υπέστη ο Κώστας Βίρβος. Έκτοτε όπως λέει η κόρη του Μαρία Βίρβου «Έχει νοσηλευθεί τρεις φορές σε νοσοκομεία, και παρ’ όλες τις απαισιόδοξες προβλέψεις των γιατρών, ευτυχώς έχει αρχίσει να πηγαίνει πολύ καλύτερα. Έδωσε μεγάλη μάχη αλλά είναι από τους ανθρώπους που ξέρουν να αγωνίζονται! Τραγουδούσε μόνος του στο νοσοκομείο το Εγώ δεν ζω γονατιστός, κι έπαιρνε δύναμη από τους δικούς του στίχους. Κι όταν κάποια στιγμή είχε χάσει την επαφή με το περιβάλλον, ήρθε στο νοσοκομείο ο Γιώργος Μαργαρίτης (Τρικαλινός κι αυτός) και του το τραγούδησε δυνατά δίπλα στο κρεβάτι του. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω τους, ασθενείς, γιατροί, επισκέπτες, νοσοκόμες, και από εκείνη την ώρα άρχισε να βρίσκει πάλι τον εαυτό του! Σαν να πέρασε το τραγούδι μέσα του και τον έκανε καλα!»
**Αποσπάσματα από την εκπομπή του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Εν αρχή ην ο λόγος» στην ΕΡΤ, και από το βιβλίο Κώστας Βίρβος, Λαϊκή Στιχουργική Ανθολογία, Εκδόσεις Βιβλιοεκδοτική Αναστασάκη, 1989.
(Οδός Κώστα Βίρβου στα Τρίκαλα)
—
ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΡΒΟΣ
Μάρτιος, Τρίκαλα αρχίζει η ιστορία
Και βρίσκει μπάρκο το χαμένο μου κορμί
Σε ένα πλοίο που το λεν Σάντα Μαρία
Κι έχει λιμάνι το ουζερί του Μπελαμή
Πόλεμος, φτώχεια, προσφυγιά και ανταρσία
Σύλληψη ένα επί δύο το κελί
Με το μπατίρη το Λουκά στην Εγνατία
Μια στεναχώρια κι ούτε μια ζαριά καλή
Μα εγώ δε ζω γονατιστός
Είμαι ο τόπος μου φτυστός
Και οι ψυχές του
Που όταν πέφτει καταχνιά
Κάνουν τον πόνο τους πενιά
Και ρίχνουν τις στροφές τους
Ένας απόκληρος επί διαταράξει
Απ’ την καρδιά μου δίνω τα χρυσά κλειδιά
Τα δίνω όλα κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει
Έξω από τ’ άδικο και κάθε ξενιτιά
Στίχοι: Λίνα Δημοπούλου
Μουσική: Μιχάλης Κουμπιός
afigisizois.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου