Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Διδάγματα της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και οι προοπτικές της ανθρωπότητας.

Δημήτρης Σ. ΠΑΤΕΛΗΣ*

[Δημοσιεύθηκε στη δίμηνη επιθεώρηση εκπαιδευτικών θεμάτων ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, τεύχος 151, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2007, σελ. 66-78].

Περίληψη.
Στο κείμενο αυτό γίνεται αναφορά στην αναγκαιότητα υπέρβασης δογματικών αγκυλώσεων και άντλησης διδαγμάτων από τον θεωρητικό και μεθοδολογικό αναστοχασμό της Λογικής της Ιστορίας, εντός της οποίας εξετάζεται ο νομοτελής ρόλος της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας για την προώθηση της χειραφέτησης στην πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα. Αναδεικνύεται η αναγκαιότητα θεωρητικής επαναθεμελίωσης αυτής της προοπτικής, μέσω της διάκρισης των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, καθώς και η βασική αντίφαση του σοσιαλισμού (μεταξύ τυπικής και πραγματικής κοινωνικοποίησης), η μη επίλυση-προώθηση της οποίας οδηγεί στην αντεπανάσταση και στην κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση. Έμφαση δίδεται στο ιστορικό γίγνεσθαι του υποκειμένου της επαναστατικής διαδικασίας, ο χαρακτήρας και οι δυνατότητες του οποίου καθορίζονται μεν πρωτίστως από τον εκάστοτε συγκεκριμένο χαρακτήρα της εργασίας που επικρατεί στατιστικά, αλλά εξαρτώνται κατά πολύ και από την όλη προπαρασκευή του, από την διαπαιδαγώγηση, από την πολιτική του συγκρότηση, από την οργάνωση και την αγωνιστική του δράση.

Κλειδιά θεματικής ταξινόμησης:
Ιστορία, διδακτική ιστορίας, κοινωνική επανάσταση, κοινωνικά κινήματα, κοινωνική θεωρία, κοινωνική φιλοσοφία.




Οι μεγάλες ιστορικές επέτειοι είναι πρόσφορες αφορμές για συνειδητό αναστοχασμό της ιστορίας, για να αντλούν οι άνθρωποι διδάγματα από την ιστορική εμπειρία. Μήπως όμως έχει βάση ο απαισιόδοξος σκεπτικισμός του Μπέρναρ Σω, ο οποίος θεωρούσε τον άνθρωπο ανεπίδεκτο μαθήσεως από την ιστορική εμπειρία; Μήπως ισχύει ο αφορισμός του Γκ. Χέγκελ: «αυτό που διδάσκει η εμπειρία και η ιστορία είναι ότι οι λαοί […] δεν διδάχτηκαν ποτέ το παραμικρό από την ιστορία και ποτέ δεν έπραξαν σύμφωνα με τα διδάγματα που θα μπορούσε να είχαν δεχτεί απ’ αυτή» (Χέγκελ, σ.15);

Την 7η Νοεμβρίου του 2007 συμπληρώθηκαν 90 χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 στη Ρωσία. Το ενδιαφέρον του κοινού γι’ αυτή την επανάσταση διαρκώς αναβαθμίζεται, όπως φαίνεται και από την πληθώρα των εκδηλώσεων και των σχετικών δημοσιευμάτων. Γιατί συμβαίνει αυτό; Η Μεγάλη Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση αποτελεί αδιαμφισβήτητα το σημαντικότερο γεγονός του 20ου αι. Αποτελεί ένα ορόσημο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ήταν η πρώτη νικηφόρος «έφοδος στους ουρανούς» των καταπιεσμένων, η πρώτη πρώιμη νικηφόρος σοσιαλιστική επανάσταση, μια επανάσταση κοσμοϊστορικής σημασίας, με την οποία δρομολογείται η πραγματική (σε αντιδιαστολή με την φαντασιακή-ουτοπική είτε την κατ’ εξοχήν θεωρητική) ιστορική διαδικασία των εγχειρημάτων πρακτικού μετασχηματισμού της κοινωνίας στην κατεύθυνση προς τον κομμουνισμό. Μια επανάσταση, με θριαμβευτικές κατακτήσεις και δραματικές συγκρούσεις, η μη επίλυση των νομοτελών αντιφάσεων της οποίας, οδήγησε τελικά στην αντεπανάσταση και στην κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση.

Η επανάσταση αυτή, μαζί με τις άλλες πρώιμες επαναστάσεις του 20ου αι., με το ρήγμα που δημιούργησε στην ιστορία, εγκαινίασε την εποχή της μετάβασης της ανθρωπότητας σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση.

Εξυπακούεται, ότι τέτοιου είδους ιστορικά γεγονότα δεν εγγράφονται στην «πολιτικώς ορθή» αντίληψη περί ιστορίας της «νέας τάξης πραγμάτων», και ως εκ τούτου, κατά τους νικητές του ψυχρού πολέμου και τους ιθύνοντες διαμορφωτές της κοινής γνώμης, θα όφειλαν αν όχι να διαγραφούν παντελώς απ’ την ιστορική μνήμη, τουλάχιστον, να αμαυρωθούν ανεπανόρθωτα, να συνδεθούν συνειρμικά (σε επίπεδο εξαρτημένων αντανακλαστικών) με παραστάσεις αποκρουστικές και αποτρόπαιες, ώστε να απωθούνται μονοσήμαντα στο ασυνείδητο. Κάθε άλλο παρά τυχαία και η «διόρθωση της ιστορικής μνήμης» δια της παντελούς απουσίας κάθε αναφοράς στην Οκτωβριανή Επανάσταση στο διαβόητο βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι ομιλούσες εξ’ ονόματος της μεταμοντέρνας ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης σειρήνες της αντίδρασης, οι πάσης φύσεως και αποχρώσεως «πλουραλιστικές φωνές» του αναγόμενου στην κεφαλαιοκρατική βαρβαρότητα «τέλους της ιστορίας» και οι απανταχού προφήτες της αγοράς, μας προτρέπουν να απαρνηθούμε την Οκτωβριανή επανάσταση, αλλά και κάθε προοπτική επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Από τη διερεύνηση εκ μέρους του Μαρξ του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και της ιστορίας συνολικά, δεν ανακύπτει μια αντίληψη περί του κομμουνισμού, ως τέλειας και ολοκληρωμένης κατάστασης, αλλά ως ανώτερης βαθμίδας και τύπου ανάπτυξη της κοινωνίας. Η αντίληψη εκείνη που βλέπει τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό ως απολύτως τέλεια κατάσταση, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η παντελής απουσία αντιφάσεων, άρα και η παντελής απουσία κίνησης, είναι εντελώς ουτοπική και ιδεαλιστική, και ως προς την ταξική της υφή -μικροαστική. Η αντίληψη αυτή, είτε το συνειδητοποιούν οι φορείς της είτε όχι, εδράζεται ουσιαστικά στην αναγωγή της στάσης του μικροαστού διανοούμενου σε μεθοδολογική αρχή. Πως αντιλαμβάνεται ο ριζοσπαστικών διαθέσεων μικροαστός την ριζική αλλαγή της κοινωνίας, τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό; Ακριβώς όπως του υπαγορεύει η επαμφοτερίζουσα στάση του, οι αμφιταλαντεύσεις του μεταξύ των δύο βασικών πόλων της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας: του κεφαλαίου και της εργασίας. Τα πράγματα επί κεφαλαιοκρατίας έχουν για τον μικροαστό μια «καλή» μια «θετική» πλευρά και μια «κακή», «αρνητική». Η όλη αντίληψή του περί σοσιαλισμού (τον οποίο ως εκ τούτου αδυνατεί παντελώς να διακρίνει απ’ τον κομμουνισμό) συνίσταται στην αυταπάτη περί δήθεν εφικτού της διατήρησης της «καλής» πλευράς της κεφαλαιοκρατίας (του πλούτου) και κατάργησης (φυσικά στα λόγια) της «κακής» (της αθλιότητας) βάσει της θέσπισης της αρχής της ισότητας από την «κοινωνική μεγαλοφυΐα» (κατά Προυντόν). Την «μεθοδολογία» αυτή συνέτριψε ο Μαρξ θεωρητικά, καταδεικνύοντας τα αδιέξοδά της από το 1847 στο έργο του «Η αθλιότητα της φιλοσοφίας». Ωστόσο, η «μεθοδολογία» αυτή επέδειξε θαυμαστή βιωσιμότητα σε κύκλους της αριστερής διανόησης, ιδιαίτερα μετά την ήττα του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ου αι. Σε μια πορεία αντίστροφη αυτής που διέγραψε ο κλασικός μαρξισμός, την οποία έχει περιγράψει ο Ένγκελς ως μετατροπή του σοσιαλισμού από ουτοπία σε επιστήμη, σήμερα παρατηρείται μια οπισθοδρόμηση από την επιστημονική θεωρία ξανά σε ουτοπικές εκδοχές παραμυθίας.

Τα επαναστατικά εγχειρήματα δεν συνεισφέρουν μόνο με τις νίκες τους, αλλά και με τις ήττες τους, εφ’ όσον αυτές γίνονται αντικείμενο αναστοχασμού, ως παρακαταθήκες για το μέλλον, εάν και εφ’ όσον άνθρωποι που δεν αρκούνται στην φυσική ύπαρξή τους ως παθητικά αντικείμενα-ενεργούμενα, αλλά αντλούν διδάγματα από την συστηματική θεωρητική διερεύνηση της ιστορικής εμπειρίας ώστε να καταστούν συνειδητά υποκείμενα-συνδιαμορφωτές των προοπτικών της ιστορίας. Υποκείμενο συνειδητό, προσωπικότητα, είναι ο άνθρωπος, ο οποίος δεν φέρεται και άγεται από τις περιστάσεις, δεν ετεροπροσδιορίζεται θετικά ή αρνητικά, αλλά αυτοπροσδιορίζεται, νοηματοδοτώντας κοινωνικά τους σκοπούς του, την δραστηριότητα, τις σχέσεις και την επικοινωνία του. Είναι καθήκον όσων ανθρώπων δεν θεωρούν την κεφαλαιοκρατική βαρβαρότητα κορύφωση του πολιτισμού, να αναστοχαστούν κριτικά και επαναστατικά τα κεκτημένα και τις αντιφάσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης υπό το πρίσμα της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας και της προοπτικής των επικείμενων νικηφόρων επαναστάσεων για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας. Υπάρχει άραγε κάποια ανταπόκριση σε αυτό το καθήκον;

Εάν αφήσουμε κατά μέρος τις απροκάλυπτα αντιδραστικές αντιλήψεις απόρριψης κάθε επαναστατικού εγχειρήματος χειραφέτησης της εργασίας ως εξ’ υπαρχής φαύλου, δύο είναι οι βασικές εκδοχές αντιμετώπισης της ιστορικής εμπειρίας των επαναστάσεων και των κοινωνικών μετασχηματισμών που δρομολογήθηκαν με την Οκτωβριανή Επανάσταση κατά τον 20ο αι. «με καλές προθέσεις»: 1. η αναπόληση του πρώιμου σοσιαλισμού, με την οπτική των «θετικών» κατακτήσεών του, σαν να είναι δοκιμασμένο μοντέλο, έτοιμο προς χρήση ως έχει, δεδομένου ότι «απλώς ατύχησε» για εξωτερικής προελεύσεως λόγους, που ανάγονται τελικά σε υποκειμενικές αδυναμίες και ανεπάρκειες (συνομωσίες, παραβίαση δημοκρατικών αρχών λειτουργίας, ελλιπής επαγρύπνηση των οργάνων, κ.ο.κ.). 2. η συλλήβδην απόρριψη του πρώιμου υπαρκτού σοσιαλισμού ως «ανύπαρκτου», βέβηλου και μιαρού, με έμφαση στις «αρνητικές» πλευρές του, στην αναντιστοιχία του με το «καθαρό, αγνό, άσπιλο και αμόλυντο» όραμα. Εξυπακούεται ότι αμφότερες οι ως άνω εκδοχές δεν μπορούν αλλά και δεν θέλουν να δουν νομοτελείς αντιφάσεις στην κίνηση του πρώιμου σοσιαλισμού. Αμφότερες εκφράζουν τα υπαρξιακά αδιέξοδα μιας αριστεράς της ήττας, χωρίς θεωρία, στρατηγική και προοπτική.

Αμφότερες οι εκδοχές αντιμετώπισης του πρώιμου σοσιαλισμού ανάγονται σε αδιέξοδες στάσεις εμπλοκής σε ένα παρελθόν με το οποίο αδυνατούν να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους, εμπλεκόμενες σε δύο τύπους μνημόνευσης νεκρού: στην αγιοποίηση του μακαρίτη, και στο ανάθεμα στη μνήμη του. Δεν συνιστά συνεισφορά στην κατεύθυνση της υπέρβασης της υπαρξιακής κρίσης της διανόησης της αριστεράς ούτε η λατρευτική αγιοποίηση (με τα αντίστοιχα μνημόσυνα), ούτε και η δαιμονολογική απόρριψη και απαξίωση τόσο της Οκτωβριανής Επανάστασης, όσο και των υπόλοιπων πρώιμων ηττημένων επαναστάσεων.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η σκοπιά, η οπτική γωνία, η στάση ζωής, υπό το πρίσμα της οποίας επιχειρείται η αποτίμηση και ο κριτικός αναστοχασμός της Οκτωβριανής Επανάστασης, δεδομένου ότι κατά την αποτίμηση τέτοιας κλίμακας και βάθους κοσμοϊστορικών γεγονότων, η όποια αξίωση περί ιδεολογικής, αξιακής, πολιτικής, κοινωνικής, κ.ο.κ. ουδετερότητας και αμεροληψίας είναι δηλωτική είτε άγνοιας, είτε απάτης. Οι μεγάλες επαναστατικές καμπές της ιστορίας πολώνουν την κοινωνία, ωθούν τους ανθρώπους σε στρατεύσεις βάσει επιλογών, που έχουν τον χαρακτήρα αποκλειστικής διάζευξης. Η Οκτωβριανή Επανάσταση, ως η πρώτη και κορυφαία των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, εκ των πραγμάτων εξακολουθεί και θα εξακολουθεί επί μακρόν να λειτουργεί πολωτικά: μας καλεί να τοποθετηθούμε είτε με το στρατόπεδο της επανάστασης, της εργασίας, των καταπιεσμένων, της (συνυφασμένης με κομμουνιστική προοπτική) προόδου, είτε με το στρατόπεδο της αντεπανάστασης, του κεφαλαίου, των καταπιεστών, της συντήρησης, της αντίδρασης, της οπισθοδρόμησης και της καταστροφής της ανθρωπότητας. Και δεν αρκεί εδώ μια απλή δήλωση συμπάθειας, σαν ρομαντική αναπόληση ενός πάλαι ποτέ ένδοξου επαναστατικού παρελθόντος που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, «απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου» (Διον. Σολωμός). Αυτή η κριτική αποτίμηση είναι απαραίτητη από την σκοπιά της προετοιμασίας του επαναστατικού κινήματος που θα οδηγήσει στις νικηφόρες (ενδεχομένως κάποιες πρώιμες, αλλά κυρίως ύστερες) επαναστάσεις του μέλλοντος.

Οι επαναστάσεις, σε αντιδιαστολή με τα προβαλλόμενα ιστοριογραφικά ιδεολογήματα της νέας τάξης πραγμάτων της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης, δεν είναι «ατυχή περιστατικά», είτε «βίαιες εξάρσεις καθυστερημένων μαζών», απότοκες μιας ατυχούς «διαχείρισης κρίσεων» εκ μέρους των κρατούντων, που ενδέχεται να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες και «πολιτικώς μη ορθές» συμπεριφορές, η επικαιρότητα των οποίων έχει δήθεν παρέλθει ανεπιστρεπτί στις «σύγχρονες δημοκρατίες» του 21ο αι.

Η πολωτική λειτουργία της επανάστασης, δεν επαφίεται σε υποκειμενικές και ψυχολογικές φορτίσεις, αλλά απορρέει από τον αντικειμενικό και νομοτελή ρόλο της στην ιστορία: από τον ρόλο του πολωτή και επιταχυντή της ιστορίας, με την ακραία συμπύκνωση, ανάδειξη και συνειδητοποίηση σε ευρεία κλίμακα των αντιφάσεων του κοινωνικού γίγνεσθαι, για την δρομολόγηση της επίλυσής τους. Δεν είναι οι κοινωνικές επαναστάσεις πραξικοπηματικές κινήσεις, που πραγματώνονται και υποκινούνται από τις βουλητικές ενέργειες κάποιας δόλιας ή πεφωτισμένης μειοψηφίας σε τυχαίο χώρο και χρόνο κατά το δοκούν. Οι επαναστάσεις είναι εκείνες οι νομοτελείς ρηγματώσεις της συνέχειας του ιστορικού χωροχρόνου, στις οποίες η επίσπευση του ρου της ιστορίας επιτυγχάνεται ως ποιοτικό άλμα, με την ενεργό συστράτευση εκατομμυρίων ανθρώπων για την επίλυση ζωτικών προβλημάτων τους, που απορρέουν από την βασική και τις παράγωγες αντιφάσεις του κυρίαρχου σχηματισμού, η ριζική ανατροπή, η άρνηση-διαλεκτική άρση του οποίου τίθεται επιτακτικά στην ημερήσια διάταξη ως ζήτημα ζωής ή θανάτου της πλειοψηφίας. Είναι, για να θυμηθούμε τον Μαρξ, οι ατμομηχανές της ιστορίας και το πανηγύρι των καταπιεσμένων.

Η επιστημονική διάγνωση της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, της θέσης και του ρόλου κάθε συγκεκριμένης ιστορικής συνεισφοράς σε αυτή τη διαδικασία, είναι εφικτή μόνο στα πλαίσια της θεωρητικής και μεθοδολογικής διερεύνησης των νομοτελειών, της λογικής της ιστορίας της ανθρωπότητας ως ολότητας (βλ. Βαζιούλιν 2004). Υπό το πρίσμα αυτής της θεώρησης, η σοσιαλιστική επανάσταση προβάλλει ως αναγκαία μορφή ώθησης της κοινωνίας στη νομοτελή πορεία της προς την πραγματικά κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα, προς τον κομμουνισμό.

Οι ίδιοι οι λατινογενείς όροι –σοσιαλισμός, κομμουνισμός (που αποδόθηκαν από τους έλληνες επαναστάτες στα τέλη του 19ου αι. με τον όρο: κοινωνισμός)– παραπέμπουν ακριβώς στην προοπτική της «αυθεντικά ανθρώπινης» κοινωνίας. Η κοινωνικότητα του ανθρώπου, υπό το πρίσμα της λογικής της ιστορίας, δεν είναι δεδομένη άπαξ και δια παντός. Έχει ορισμένες προϋποθέσεις στη φύση (περιβαλλοντικές, όρθια στάση και δίποδη βάδιση, αγελαίος τρόπος ζωής), εμφανίζεται κάποτε πρωταρχικά ως πρωτόγονη κοινότητα (υπό μετασχηματισμό ή μετασχηματισθείσα αγέλη) στα σπλάχνα της φύσης (ως επιστέγασμα της εξέλιξης των ειδών και ως οριοθέτηση του αδιέξοδου αυτής της εξέλιξης), με την δρομολόγηση μιας ριζικά διαφορετικής (έναντι των υπολοίπων εμβίων) όντων στρατηγικής επιβίωσης, όπου η επιβίωση δεν διασφαλίζεται δια της προσαρμογής του ζώντος στις αλλαγές του περιβάλλοντος, αλλά τουναντίον, δια της προσαρμογής του περιβάλλοντος στις ανάγκες του ανθρώπου. Δια της τεχνολογικά και κοινωνικά διαμεσολαβημένης επενέργειας στη φύση δεν μετασχηματίζεται μόνον η έξω φύση αλλά και η ίδια η φύση του ανθρώπου αρχίζει να κοινωνικοποιείται, να γίνεται πολιτισμικά και κοινωνικά διαμεσολαβημένη φύση. Ο άνθρωπος δια της εργασίας αρχίζει να μεταβολίζει κοινωνικά (όχι άμεσα κατ’ άτομα ή κατ’ αγέλες, αλλά δια της συλλογικής και τεχνολογικά διαμεσολαβημένης εργασιακής επενέργειας που ασκεί στη φύση), ενώ ο ίδιος ο φορέας της απομνημόνευσης και διαγενεακής μεταβίβασης των μέσων και των τρόπων της κατ’ εξοχήν ειδοποιού στρατηγικής επιβίωσης του γένους, εκτείνεται πέραν της βιολογικής μνήμης του γονιδιώματος, στο σύνολο των υλικών και πνευματικών δημιουργημάτων του πολιτισμού. Η ίδια η φύση του ανθρώπου, δεν παραμένει αμετάβλητη, αλλά μετασχηματίζεται κοινωνικά κατ’ αντιστοιχία με τις ως άνω αλλαγές, ενώ ο ζωώδης ψυχισμός μετατρέπεται βαθμηδόν σε ανθρώπινη συνείδηση (με αντίστοιχες αλλαγές στο υλικό υπόστρωμά του: εμφάνιση του δευτέρου συστήματος σήμανσης και του φλοιού του εγκεφάλου).

Κατά τη διαμόρφωση της κοινωνίας, η κλιμάκωση των εκάστοτε κυρίαρχων τρόπων παραγωγής-αναβαθμών των σχέσεων της ιδιωτικής ιδιοκτησίας (δουλοκτητικής, φεουδαρχικής και κεφαλαιοκρατικής) συνιστά και κλιμάκωση του μετασχηματισμού από το γίγνεσθαι του κοινωνικού των κληροδοτημάτων του φυσικού και του κοινοτικού στοιχείου. Η ίδια η ιδιωτική ιδιοκτησία, κορύφωση της οποίας συνιστά η κεφαλαιοκρατική ιδιωτική ιδιοκτησία, δεν είναι παρά η πρώτη άρνηση της φύσης και της κοινότητας, γεγονός που σηματοδοτείται και από το ανταγωνιστικό στοιχείο της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης των ταξικών κοινωνιών, ως ελλιπώς μετασχηματισμένη από το γίγνεσθαι της κοινωνίας έκφανση του ζωώδους αγώνα για επιβίωση. Σε αυτή την αντιφατική πορεία γεννιέται, διαμορφώνεται και ωριμάζει ο ίδιος ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας, της παραγωγής, το θεμέλιο της κοινωνικοποίησης του ανθρώπου και της κοινωνίας. Η ιδιωτική ιδιοκτησία στην αντιφατική πορεία της εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξής της (με κορύφωση την κεφαλαιοκρατία) προάγει τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή θέτει ποικίλους φραγμούς στην περαιτέρω ανάπτυξή του. Εδώ εγείρεται στο προσκήνιο η ανάγκη του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας για την δεύτερη άρνηση, για την άρνηση της άρνησης, για την διαλεκτική υπέρβαση όχι μόνο της κεφαλαιοκρατίας, αλλά και του συνόλου των προκεφαλαιοκρατικών (ζωωδών, κοινοτικών, διχαστικών, ανταγωνιστικών, κ.ο.κ.) κληροδοτημάτων της ιστορίας (με διατήρηση σε μετασχηματισμένη μορφή όλων των ζωτικής σημασίας κεκτημένων του πολιτισμού) και την μετάβαση στην ενοποιημένη ανθρωπότητα (σε αρμονική σχέση προς την φύση), όχι πλέον με τη μορφή μικρών μεμονωμένων κοινοτήτων σε χωριστά ενδιαιτήματα (όπως στις προταξικές πρωτόγονες κοινότητες), αλλά καταρχάς σε πλανητική κλίμακα.

Η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της κοινωνίας προωθείται επί κεφαλαιοκρατίας άκρως αντιφατικά. Όπως είχαμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε αλλού (Πατέλης 2005), εξωτερικό όριο της εκτατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας, είναι ο σχηματισμός του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος (τα όρια του οποίου συρρικνώνονται με τη δημιουργία του παγκόσμιου σοσιαλι­στικού συστήματος). Εσωτερικό δε όριο της εκτατικής ανάπτυξής της, είναι το όριο της επέκτασης (δια της συγκέντρωσης – συγκεντροποίησης) της κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας ως οικονομικού μορφώματος, δηλαδή το μονοπώλιο (βλ. και Λένιν σ.403, 428). Η εντατική ανάπτυξή της γίνεται κυρίαρχη μόνο στο στάδιο του ιμπεριαλισμού. Η αναντιστοιχία παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής εντείνεται, ωστόσο δεν μπορεί να είναι απόλυτη, διότι η απόλυτη αναντιστοιχία προϋποθέτει τον απόλυτο εκτοπισμό της ζωντανής εργασίας από την παραγωγική διαδικασία, την απόλυτη αυτοματοποίηση της παραγωγής συνολικά (τη μεγιστοποίηση του στα­θερού κεφαλαίου και την αναγωγή στο μηδέν του μεταβλητού). Ωστόσο, αυτό είναι ένα όριο – άκρον άωτον (της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας), η επίτευξη του οποίου ανάγεται στο άπειρο. Η επίτευξη αυτού του ορίου θα σήμαινε και υπέρβαση του μέτρου ύπαρξης της κεφαλαιοκρατίας ως ποιότητας και ουσίας, όπως αυτό υπαγορεύεται από τον ενδότερο πυρήνα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, από τη θέση της ζωντανής εργασίας στην παραγωγική αλληλεπίδραση της κοινωνίας με τη φύση. Από αυτήν την άποψη, η αυτόματη κατάρρευση της κεφαλαιοκρατίας είναι ανέφικτη και απραγματοποίητη. Αλλά η εγγενής αντιφατικότητα της κεφαλαιοκρατίας γεννά το πραγματικό ιστορικό όριο της εντατικής ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατίας: την σοσιαλιστική επανάσταση, η ουσία της οποίας είναι η εξάλειψη της κυριαρχίας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής.

Οι αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατίας και οι όροι για τη διεξαγωγή της σοσιαλιστικής επανάστασης (ως κατ’ αρχάς άρνησης της κεφαλαιοκρατίας) ωριμάζουν από τη στιγμή που ο κοινωνικός χαρακτήρας της παρα­γωγής γίνεται τεχνική αναγκαιότητα, με τη μετάβαση στη μηχανοποιημένη παραγωγή (με τη μετάβαση από τη τυπική στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο). Όμως με την αρχή της μετάβασης στην μηχανοποιημένη παραγωγή, ο κοινωνικός, είτε για την ακρίβεια, ο καθαυτό κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, μόλις εμφανίζεται. Στο στάδιο δε της ωρίμανσης του, ο κοινωνικός χαρακτήρας της πα­ραγωγής φτάνει με την μετάβαση στην αυτοματοποιημένη παραγωγή, σε ένα ενιαίο αυτοματοποιημένο σύμπλεγμα (αυτοματοποιημένο όχι μόνο στο επίπεδο των αλυσίδων συνεχούς εν αλληλουχία παραγωγής, τμημάτων εργοστασίων κ.λπ., αλλά και ολόκληρων τομέων και του συνόλου των τομέων, του όλου πλέγματος της παραγωγής στην κοινωνία).

Οι αντικειμενικοί όροι που προσδιορίζουν την δυνατότητα και την αναγκαιότητα της επανάστασης, δεν ανάγονται στην οικονομία και στην τεχνολογία, στην ύπαρξη ορισμένου επιπέδου ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσε­ων παραγωγής, κ.λπ. Εκ των ων ουκ άνευ όρος για το ξέσπασμα της σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η συγκυρία της επαναστατικής κατάστασης, που εκδηλώνεται μέσω ενός πλέγματος κρισιακών φαινομένων οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα. Κύρια γνωρίσματα της είναι, κατά τον Β. Ι. Λένιν, τα εξής: 1) αδυνα­μία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν α­μετάβλητη τη μορφή κυριαρχίας τους με έκδη­λη αντίθεση των κυριαρχούμενων σε ενδεχό­μενη παράταση της ισχύος αυτής της μορφής κυριαρχίας· 2) εξαιρετική επιδείνωση της ανέ­χειας και της δυστυχίας των καταπιεσμένων τάξεων (απόλυτη είτε σχετική εξαθλίωση)· 3) σημαντική άνοδος της πολιτικής ενεργητικό­τητας των μαζών, οι οποίες ωθούνται από την κρισιακή συγκυρία και από τη στάση των κυ­ρίαρχων τάξεων σε αυτοτελή ιστορική παρέμ­βαση.

Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές μεταβο­λές, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη θέλη­ση όχι μόνο ομάδων και κομμάτων, αλλά και ο­λόκληρων τάξεων, είναι ανέ­φικτη η εκδήλωση επανάστασης. Η βαθμιαία κλιμάκωση της επαναστατικής κατάστασης, ως αποτέλεσμα συσχετισμού δυνάμεων σε ε­θνικό και διεθνές επίπεδο, δεν οδηγεί αυτόμα­τα σε νίκη μιας κοινωνικής επανάστασης, αν δεν συνοδεύεται από αντίστοιχους υποκειμε­νικούς όρους (θεωρητική θεμελίωση της στρατηγικής και τακτικής του επανα­στατικού υποκειμένου, μαχητική οργάνωση της επαναστατικής του πάλης σε όλα τα επίπεδα, κ.λπ.). Η επαναστατική κατάσταση είναι εκείνη η αντικειμενική συγκυρία, στην οποία εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη ένταση η αναγκαιότητα συλλογικής συγκρότησης και παρέμβασης του υποκειμένου της επανάστασης, ο χαρακτήρας του οποίου καθορίζεται μεν πρωτίστως από τον εκάστοτε συγκεκριμένο χαρακτήρα της εργασίας που επικρατεί στατιστικά, αλλά εξαρτάται κατά πολύ και από την όλη προπαρασκευή του, από την διαπαιδαγώγηση, από την πολιτική του συγκρότηση, από την οργάνωση και την αγωνιστική του δράση.

Το κέντρο της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας, λόγω της εγγενούς ανισομέρειας της ανάπτυξης επί κεφαλαιοκρατίας (η οποία επιτείνεται στις μέρες μας), οριοθετείται χωροχρονικά, με την διαπλοκή, την όξυνση και την συμπύκνωση εσωτερικών και εξωτερικών αντιφάσεων, ιστορικών κληροδοτημάτων, κ.ο.κ., του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, σε διάφορες χώρες, ομάδες χωρών και περιφέρειες. Το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό «οργανικό σύστημα» (Μεσζάρος) δεν εκτείνεται, ούτε και εδραιώνεται ισομερώς σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Υπαγάγει την ανθρωπότητα σε ένα παγκόσμιο πλέγμα-χωροδικτύωμα («αλυσίδα» κατά τον Λένιν) σχέσεων (παραγωγής, αλληλεξαρτήσεων, κυριαρχίας, κ.ο.κ.), οι αντοχές του οποίου σε διάφορα μήκη και πλάτη κυμαίνονται στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία, σε συνάρτηση με το επίπεδο ανισομερούς ανάπτυξης της παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά. Η αντιφατικότητα του συστήματος, τα κρισιακά του φαινόμενα και οι επαναστατικές καταστάσεις, ως αντικειμενικοί όροι της σοσιαλιστικής κοινωνικής (και όχι απλώς πολιτικής) επανάστασης, εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση και συχνότητα στους εκάστοτε «ασθενείς κρίκους» αυτού του χωροδικτυώματος.

Το φαινόμενο αυτό δεν συνιστά παρωχημένο ιδεολόγημα που «παρασιτεί και σήμερα μαζί με τις θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό» (Πολίτης, 2007,σ.16), αλλά βασική νομοτέλεια της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας (με ισχύ αύξουσα σήμερα λόγω της επίτασης της ανισομέρειας), χωρίς τη διάγνωση της οποίας διαδίδονται επικίνδυνες αυταπάτες, που τροφοδοτούν απογοητεύσεις, ματαιώσεις προσδοκιών και ιδιώτευση των μαζών. Όπως διαπίστωνε ήδη από το 1850 ο Μαρξ, «οι βίαιοι σπασμοί του αστικού οργανισμού θα πρέπει φυσικά να ξεσπάσουν νωρίτερα στα άκρα του, απ’ ότι στην καρδιά του, όπου οι δυνατότητες αναπλήρωσης είναι μεγαλύτερες» (σ.467).

Παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, οι νικηφόροι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούν να αρχίσουν άμεσα στην καρδιά του καπιταλισμού. Το πού θα ξαναρχίσουν, δεν είναι θέμα γούστου ή υποκειμενικών επιλογών, αλλά καθορίζεται από τον νομοτελή προσδιορισμό του εκάστοτε κέντρου (των κέντρων) της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας.

Η υποβάθμιση της κοσμοϊστορικής σημασίας των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων μπορεί να ξεπεραστεί μέσω της ανάδειξης της θέσης και του ρόλου που αυτές διαδραματίζουν εντός της δυναμικής της μεταβαλλόμενης διάρθρωσης της μεταβατικής εποχής που τις γεννά, στην κίνησή της από φάση σε φάση, εντός της διαλεκτικής παγκόσμιου, περιφερειακού και τοπικού κατά τη μετάβαση της ανθρωπότητας στον κομμουνισμό, μέσω της αποκάλυψης σε αυτή τη βάση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ καθολικού-γενικού, ειδικού-επιμέρους και μοναδιαίου στην νομοτελή εκδήλωση, κλιμάκωση και αποκλιμάκωσή τους, στη σύγκρουση επαναστατικών και αντεπαναστατικών τάσεων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαία η διάκριση δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε παγκόσμια κλίμακα ως απαραίτητος όρος για την θεωρητική επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής προοπτικής.

Η αντίληψη αυτή, δεν έρχεται να προστεθεί στην πληθώρα των σχετικών δοξασιών της αριστεράς, ώστε να διεκδικήσει «ζωτικό χώρο», με όρους αγοραίας μικροκομματικής αντιπαράθεσης, αλλά για να καταδείξει θεωρητικά και μεθοδολογικά τους τρόπους και τα μέσα θετικής επίλυσης κατ’ αρχάς στο πεδίο της επαναστατικής θεωρίας εκείνου του πλέγματος προβλημάτων, που λειτουργεί ως υπαρξιακής σημασίας λυδία λίθος προσεγγίσεων και δογμάτων της αριστεράς. Η υιοθέτηση αυτής της θεωρητικής και μεθοδολογικής προσέγγισης από όλο και πιο πολλούς διανοητές (κυρίως νέους), προερχόμενους από ποικίλες παραδόσεις και συνιστώσες της αριστεράς, είναι πλέον γεγονός. Ωστόσο, υπάρχει και μια δυσκολία πρόσληψης αυτών των εννοιών, η οποία δεν οφείλεται μόνο στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις εκείνων οι οποίοι (στο άκουσμα και μόνο του όρου) ανακαλούν συνειρμούς από τον χώρο των πρώιμων κηπευτικών…, αλλά και στην στερεοτυπική παγίωση ψευδοερμηνευτικών σχημάτων.

Για τον ιστορικά και διαλεκτικά πεπαιδευμένο νου, είναι σαφές ότι κάθε περίπλοκη ιστορική διαδικασία χρειάζεται να περάσει από πρώιμες-ασθενείς εκδοχές και φάσεις, μέχρι να εδραιωθεί και να ωριμάσει στις ύστερες μορφές της. Η παγκόσμια επαναστατική διαδικασία και η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν μπορούν να αποτελούν ιστορική εξαίρεση από αυτόν τον κανόνα.

Υπενθυμίζω λοιπόν ότι το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας, αποτελείται από κύματα των «πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων» σε χώρες με ανεπαρκώς κοινωνικοποιημένο επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγής. Οι πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ανακύπτουν νομοτελώς εκεί όπου εμφανίζονται οι αντικειμενικοί τους όροι, μεταξύ των οποίων και η επαναστατική κατάσταση.

Οι παραπάνω διαδικασίες δεν συνιστούν αλτουσεριανών προδιαγραφών «διαδικασίες χωρίς υποκείμενο» και υπεράνω πολιτικής. Δεδομένης μιας εν πολλοίς ανιστορικής και αδιαφοροποίητης αντίληψης περί της εργατικής τάξης, εκδοχές της οποίας (από οικονομίστικες έως και μεταφυσικές-μεσσιανικές) επικρατούν στην αριστερά, είναι σκόπιμο να αναφερθούμε επιγραμματικά στο χαρακτήρα του υποκειμένου των πρώιμων και των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Υποκείμενο των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι το παραδοσιακό προλεταριάτο, η βιομηχανική εργατική τάξη, η οποία εμπλέκεται κατ’ εξοχήν σε επαναλαμβανόμενες, χειρωνακτικές, εκτελεστικές, κοπιώδεις, μονομερείς και συχνά ανθυγιεινές εργασιακές διαδικασίες, που προβάλλουν ως μέσο για την (πρωτίστως ποσοτική) ικανοποίηση πάγιων αναγκών. Ο χαρακτήρας της εργασίας αυτής της εργατικής τάξης, συνδέεται με την μετάβαση από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, που απορρέει από την εκμηχάνιση της παραγωγής, αποτέλεσμα της οποίας είναι η μετατροπή του καταμερισμού της εργασίας σε τεχνική αναγκαιότητα, υπαγορευόμενη από τους εμπράγματους όρους της παραγωγής. Με την ιστορική αναγκαιότητα μετατροπής αυτής της παραδοσιακής εργατικής τάξης από τάξη «εν εαυτή» σε «τάξη δι εαυτήν» συνδέεται εν πολλοίς και η ανάπτυξη του θεωρητικού κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού, η ιδεολογική πρόσληψη και χρήση αυτού του κεκτημένου και τα αντίστοιχα πολιτικά-οργανωτικά μορφώματα (π.χ. το λενινιστικό κόμμα «νέου τύπου»).

Ως αποτέλεσμα της δράσης αυτού του υποκειμένου και των συμμάχων του, εμφανίζονται οι πρώιμες νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, προκύπτει ο «πρώιμος σοσιαλισμός», τα βασικά γνωρίσματα και τις νομοτέλειες του οποίου ανέδειξε πρωτίστως η ιστορική εμπειρία της Ε.Σ.Σ.Δ. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του πρώιμου σοσιαλισμού που προκύπτει από τις νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις: α)ανακύπτει και αναπτύσσεται επί μιας (κληροδοτημένης από την εκδοχή εκείνη της κεφαλαιοκρατίας που ανατρέπει) υλικοτεχνικής και πολιτισμικής βάσης, η οποία δεν είναι καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού (πολλώ μάλλον δε της άμεσης προοπτικής μετάβασης στον κομμουνισμό), σε συνθήκες ανεπαρκώς κοινωνικοποιημένου χαρακτήρα της εργασίας και β)ανακύπτει στα πλαίσια συσχετισμών δυνάμεων υπεροχής του κεφαλαιοκρατικού κόσμου.

Τα κληροδοτήματα του χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων (με έντονη την παρουσία της προκεφαλαιοκρατικών καταβολών χειρωνακτικής-εκτελεστικής εργασίας), προσδίδουν εκ των πραγμάτων στις επιβαλλόμενες σχέσεις παραγωγής τον χαρακτήρα της τυπικής κοινωνικοποίησης. Λόγω του ότι οι νικηφόρες πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις ξεσπούν αρχικά σε μία και αργότερα σε μερικές χώρες, τελούν υπό κεφαλαιοκρατική περικύκλωση από υπέρτερης ισχύος εχθρούς, υφίστανται ξένες επεμβάσεις, και πολέμους –Β΄ Παγκόσμιος, Ψυχρός Πόλεμος, πληθώρα τοπικών θερμών– για την αντιμετώπιση των οποίων ωθούνται σε βεβιασμένη επίσπευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (βλ. εκβιομηχάνιση και κολεκτιβοποίηση στην Ε.Σ.Σ.Δ.) με «στρατιωτικοποίηση» της κοινωνίας, σε γεωπολιτικές τακτικές για βεβιασμένη απόσπαση και προάσπιση του μέγιστου «ζωτικού χώρου» για τον σοσιαλισμό, κ.ο.κ. Η ανισομερής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, οδηγεί και σε χαμηλό επίπεδο ολοκλήρωσης μεταξύ των χωρών του πρώιμου σοσιαλισμού, σε εντάσεις με στοιχεία γεωπολιτικών του παρελθόντος, ενίοτε μάλιστα και σε εμπόλεμες μεταξύ τους συρράξεις (βλ. π.χ. την σύγκρουση Γιουγκοσλαβίας-Ε.Σ.Σ.Δ., την σινο-σοβιετική σύρραξη, την σινο-βιετναμική, κ.ο.κ.).

Κατά το στάδιο της ανωριμότητας, της διαδικασίας δηλαδή διαμόρφωσης, ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, μπορούν να υπάρχουν τόσο σοσιαλιστικές όσο και κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Το στάδιο αυτό συνιστά την υλικοτεχνική βάση της αναγκαιότητας των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, της συνύπαρξης των δύο κοινωνικών συστημάτων, αλλά και των παλινορθωτικών αντεπαναστατικών εγχειρημάτων που νομοτελώς συνοδεύουν τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

Στο βαθμό που ο κοινωνικός χαρακτή­ρας της παραγωγής δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί πλήρως, δεν έχει ωριμάσει, παρατηρείται μια αναντιστοιχία με την κοινωνική ιδιοκτησία και κατά συνέ­πεια (στο βαθμό που έχει θέση αυτή η αναντιστοιχία) η κοινωνική ιδιοκτησία είναι ακόμα τυπική (νομική κ.λπ.). Η μετάβαση από την τυπική στην ουσιαστική-πραγματική κοινωνικοποίηση είναι μια διαδικασία η οποία (πα­ρά τις αντίθετες διαδεδομένες απόψεις) δεν ανάγεται σε «δημοκρατικές», «συμμετοχικές» κ.λπ. διαδικασίες του εποικοδομήματος (παρά την τεράστια και σχετικά αυτοτελή σημασία των τελευταίων). Είναι ζήτημα κατ’ εξοχήν του χαρακτήρα των παραγωγικών-εργασιακών διαδικασιών και των ιδιοτήτων του υποκειμένου τους (των πολιτικών-συνειδησιακών συμπεριλαμβανομένων).

Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ο βαθμός ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής που είναι αναγκαίος και επαρκής για να διαρραγεί ο αδύναμος κρίκος, για την ανατροπή, για την άρνηση του καπιταλισμού, δεν είναι επαρκής για τη θετική πλέον οικοδόμηση, για τη διαμόρφωση και την ανάπτυξη του κομμουνισμού. Στη δεύτερη περίπτωση τα κριτήρια εκτίμησης του βαθμού ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής (αλλά και των υπόλοιπων πλευρών του κοινωνικού όλου) δεν είναι πλέον τα κριτήρια της κεφαλαιοκρατίας, αλλά τα κριτήρια του κομμουνισμού ως διαδικασίας. Υπάρχει συνεπώς μια αναπτυσσόμενη διαδικασία αντιστοιχίας-αναντιστοιχίας του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής με τις σο­σιαλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Επομένως, η βασική αντίφαση του πρώιμου σοσιαλισμού (αλλά και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εν γένει, ως διαδικασίας διαμόρφωσης του κομμουνισμού) είναι η αντίφαση μεταξύ κοινωνικής ιδιοκτησίας (αρχικά τυπικής κοινω­νικοποίησης, κρατικοποίησης) των μέσων παραγωγής και ανεπαρκούς ανάπτυξης, «ανωριμότητας» του κοινωνικού χαρακτήρα της παρα­γωγής, ή με άλλα λόγια, η αντίφαση μεταξύ τυπικής, και πραγματικής κοινωνικοποίησης. Βάσει της εμπειρίας της Ε.Σ.Σ.Δ., της Λαϊκής Κίνας, και των υπολοίπων χωρών που προέκυψαν από τις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι., η ισχύς αυτής της αντίφασης, σε συνάρτηση με την οποία κινούνται και οι λοιπές αντιφάσεις του σοσιαλισμού (χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, εκτελεστικών και διοικητικών λειτουργιών, άστεως και υπαίθρου, κ.ο.κ.) είναι νομοτελής. Η ιστορική εμπειρία κατέδειξε ότι ο πρώιμος σοσιαλισμός (και κάθε σοσιαλισμός) είτε θα επιλύει, θα προάγει αυτήν την αντίφαση κινούμενος προς τον κομμουνισμό, είτε θα παλινδρομεί κατά την επίλυσή της, θα υπαναχωρεί, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα την υπονόμευση των κεκτημένων της επανάστασης, την βαθμιαία ενίσχυση αντεπαναστατικών και παλινορθωτικών τάσεων και την τελική επικράτησή τους.

Η ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου, οδηγεί στη μετάβαση στην εποχή των «ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων», με τις οποίες και θα εκλείψει η κεφαλαιοκρατία, οριστικά και αμετάκλητα από την αρένα της ιστορίας. Μόνον η ανάπτυξη του διεθνούς επαναστατικού κινήματος και του σοσιαλισμού σε κλίμακα και κατά τρόπο που θα απαλείψει τις δυνατότητες παρασιτισμού των ανεπτυγμένων κεφαλαιοκρατικών χωρών (και τις δυνατότητες εξαγοράς-χειραγώγησης όλων των συνιστωσών της εργατικής τους τάξης, παραδοσιακής και νέας), θα οδηγήσει στην επαναστατικοποίηση του υποκειμένου των ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και στην εκδήλωση σοσιαλιστικών επαναστάσεων στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, θα μετατοπίσει το κέντρο βάρους του αγώνα στην καρδιά του καπιταλισμού.

Αντίστοιχα, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν την έναρξη της εποχής του ύστερου σοσιαλισμού: α) η έναρξη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού επί υλικοτεχνικής βάσης η οποία είναι πλέον καθ’ όλα αντίστοιχη του σοσιαλισμού στην κατεύθυνση προς τον κομμουνισμό και β) οι δυνάμεις του σοσιαλισμού αρχίζουν να υπερέχουν έναντι των δυνάμεων του κόσμου του κεφαλαίου.

Υποκείμενο των επικείμενων ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι ένας άλλος τύπος εργαζόμενου, ο οποίος διαμορφώνεται και αναπτύσσεται σε εργασιακές διαδικασίες, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ανανέωση, η ανάπτυξη, η δημιουργικότητα, η ανάπτυξη δημιουργικών ικανοτήτων, η σφαιρική-καθολική απεύθυνση και η ανάγκη για εργασία (όχι η εργασία ως μέσο και προϊόν πειθαναγκασμού της πείνας ή της καταστολής). Είναι το υποκείμενο των συνδεόμενων με την αυτοματοποίηση δραστηριοτήτων, οι οποίες παύουν να συνιστούν εργασία με την παραδοσιακή έννοια του όρου, προαπείκασμα της ανεπτυγμένης μορφής των οποίων μας παρέχουν οι δημιουργικότερες στιγμές της ερευνητικής επιστημονικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας, αυτού που ο Μαρξ αποκαλούσε «καθολική εργασία». Το υποκείμενο αυτό παράγεται και αναπαράγεται σήμερα από το παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα ανισομερώς ως «τάξη εν εαυτή». Το υποκείμενο αυτής της εργασίας δεν υπάγεται άμεσα στην ακαμψία δεδομένων και παγιωμένων εμπράγματων όρων. Γίνεται χειριστής και δημιουργός καθολικής εμβέλειας αναπτυξιακών και αναπτυσσόμενων υλικών και ιδεατών μέσων και τρόπων επενέργειας του ανθρώπου στο περιβάλλον του, που συνιστούν ταυτοχρόνως μέσα και τρόπους συσχέτισης, αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας των ανθρώπων. Ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να διακρίνουν το υποκείμενο που θα φέρει συνειδητά σε πέρας την βασική αντίφαση του σοσιαλισμού, που θα συνιστά ταυτοχρόνως και την άρση της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής (όπου οι παραγωγικές δυνάμεις θα μετατραπούν σε σχέσεις παραγωγής και τανάπαλιν).

Νομοτελής και εκ των ων ουκ άνευ όρος της πορείας της ανθρωπότητας προς τον κομμουνισμό, είναι η συνειδητή εμπλοκή του υποκειμένου στην προώθηση των επαναστατικών μετασχηματισμών, σε βαθμό ευθέως ανάλογο του εύρους και του βάθους αυτών των μετασχηματισμών. Εξ ου και η ζωτική σημασία της θεμελιώδους ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας, μέσω της διαλεκτικής άρσης του κεκτημένου του κλασικού μαρξισμού (βλ. Βαζιούλιν, 2004) για να συγκροτηθεί αυτό το υποκείμενο ως «τάξη δι’ εαυτήν».

Ωστόσο, θα πρέπει κατ’ αρχάς να υπάρχει αυτό το υποκείμενο ως φορέας των αντίστοιχων γνωστικών και συνειδησιακών ιδιοτήτων, οι οποίες δεν μπορούν να οφείλονται σε κάποια επιφοίτηση αγίου ή δαιμονίου πνεύματος, αλλά πρωτίστως στον χαρακτήρα της άγουσας εργασιακής του δραστηριότητας και στην συνδεόμενη με αυτόν ευρύτερη πολιτισμική παιδεία-καλλιέργειά του.

Όταν στην Ε.Σ.Σ.Δ. προέκυψε στο προσκήνιο η ανάγκη μετάβασης από τον εκτατικό στον εντατικό τύπο ανάπτυξης (τέλη δεκαετίας του 1950-1960, αρχές της δεκαετίας του 1960-1970), το νέο υποκείμενο που θα μπορούσε να προωθήσει αυτή τη μετάβαση οδηγώντας την βασική αντίφαση του σοσιαλισμού σε ανώτερο επίπεδο, ήταν στατιστικά, κοινωνικά και πολιτικά αμελητέο (ψήγματά του είχαν κάνει την παρουσία τους σε κλάδους της επιστήμης, της αεροδιαστημικής και της πολεμικής βιομηχανίας).

Το υπέρτερο σε δυνάμεις παγκόσμιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, παρά τις αντιφάσεις του, ή ακριβέστερα, με τις αντιφάσεις του, μπόρεσε να προαγάγει σε ανώτερο βαθμό την κοινωνικοποίηση της εργασίας, και τελικά κατέβαλλε σχεδόν ολοσχερώς το πρώιμο σοσιαλιστικό σύστημα. Η αντεπανάσταση και η κεφαλαιοκρατική παλινόρθωση, αποτελούν αναγκαία και νομοτελή (αν και όχι αναπόφευκτη) στιγμή αυτού του σταδίου. Ο θάνατος του πρώιμου σοσιαλισμού, η ήττα –σε τελευταία ανάλυση– των περισσότερων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι πάρα πολύ πιθανή ως έκβαση αυτής της ιστορικής περιόδου (χωρίς ωστόσο να συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα).

Οι αντικειμενικοί όροι στο εσωτερικό αυτών των χωρών και σε διεθνή κλίμακα, δημιούργησαν μια κατάσταση στην οποία «θα ανα­παράγονταν αναγκαστικά όλες οι παλιές βρωμιές» (βλ. Μαρξ-Ένγκελς σ. 81). Η ήττα οφείλεται στο γεγονός ότι εκδηλώθηκαν σε οξεία μορφή οι (συνδεόμενες με την μη επίλυση της βασικής αντίφασης) αντικειμενικές αντιθέσεις του πρώιμου σοσιαλισμού, η (αναγκαία για την επιβίωσή του και την προώθηση των μετασχηματισμών προς τον κομμουνισμό) επίλυση των οποίων απαιτούσε σοβαρή, συστηματική διερεύνηση και την ανάληψη αντίστοιχης δράσης. Εντούτοις, ακολουθήθηκε η ευκολότερη οδός: οι αντιφάσεις αυτές δεν διερευνήθηκαν και οι «λύσεις» που υιοθετούνταν επέσπευσαν την τελική επικράτηση της αντεπανάστασης και την παλινόρθωση της κεφαλαιοκρατίας (Πατέλης 1994) .

Οι δυνατότητες παλινόρθωσης του ιστορικά παρωχημένου καθεστώτος είναι αντιστρόφως ανάλογες του εύρους και του βάθους των αλλαγών που έχει επιφέρει η επανάσταση. Αλλά καμία αντεπανάσταση δεν μπορεί να καταστρέψει ολοσχερώς τις επαναστατικές κατακτήσεις που αντιμάχεται.

Τα διδάγματα που έχει να αντλήσει η ανθρωπότητα από την εμπειρία των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων είναι ανεκτίμητα. Αρκεί να συνειδητοποιηθεί η δυνατότητα και η αναγκαιότητα αναστοχασμού της ιστορίας υπό το πρίσμα της επαναστατικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Τα διδάγματα αυτά συνδέονται πρωτίστως με την υπέρβαση απλουστευτικών σχημάτων, δογμάτων και αυταπατών, με την διαλεκτική ανάπτυξη-άρση του ίδιου του κλασικού μαρξισμού (βλ. Λογική της Ιστορίας), με την συγκεκριμενοποίηση της αντιφατικότητας της ιστορικής επαναστατικής διαδικασίας, αλλά και με την συγκεκριμενοποίηση της νομοτελούς προοπτικής της κοινωνικοποιημένης ανθρωπότητας, όχι ως απλής άρνησης της κεφαλαιοκρατίας, αλλά ως άλλου τύπου παιδείας, πολιτισμού, εντός του οποίου αίρεται διαλεκτικά το σύνολο του ιστορικού γίγνεσθαι της ανθρωπότητας.



Βιβλιογραφία



Parenti M. Blackshirts and Reds. Rational Fascism and the Overthrow of Communism. City lights Books. San Francisco, 1997.

Salomoni A. Ο Λένιν και η Ρώσικη επανάσταση. Κέδρος, Αθήνα 2006

Βαζιούλιν Β. Α. Για τη Ρωσία και τον κομμουνισμό σήμερα. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994, σ. 45-69, και http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Sinenteuxi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 2004.

Βαζιούλιν Β. Α. Μόνο επιστημονικά αναδεικνύεται η αναγκαιότητα του κομμουνισμού. http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Vazioulinsinenteuxi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Γουότερς Μ.Α. Από το 1848 μέχρι σήμερα: ο κομμουνισμός και ο αγώνας για μια λαϊκή επαναστατική κυβέρνηση. Διεθνές Βήμα, χ.χ.

Διεθνής Σχολή «Λογική της Ιστορίας» (Δ.Σ.Λ.Ι.) http://www.ilhs.tuc.gr/gr/index.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Λένιν Β. Ι. Ιμπεριαλισμός. Στο: Άπαντα, τ.27.

Λένιν Β.Ι. Κράτος και επανάσταση. http://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1917/staterev/index.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Μαρξ Κ. Η αθλιότητα της φιλοσοφίας. 4η έκδ. Αναγνωστίδης, Αθήνα, χ.χ.

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Η Γερμανική Ιδεολογία, τομ. Ι, Θεμέλιο. Αθήνα 1979.

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Τρίτη διεθνής επισκόπηση. Neue Rheinisce Zeitung, Νο 5-6,1950, (στη ρωσική, έργα τ.7).

Μεσζάρος Ι. Κοινωνικός μετασχηματισμός και επανάσταση. ΑΡΙΣΤΕΡΑ, αρ.φ.10,19.10.2007.

Όμιλος για την μελέτη της επαναστατικής θεωρίας. http://www.omilos.tuc.gr/, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Παλιούρας Α. Η «κριτική», η αναμέτρηση με το παρελθόν και η σκληρή πραγματικότητα. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 14, Ιούνιος-Ιούλιος 2005, σελ. 8.

Πατέλη Δ. Για την αναγκαιότητα διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 18, Φεβρ.-Μαρτ.2007, σ.20-24.

Πατέλη Δ. Για την κλιμάκωση της αστικής αντεπανάστασης στη Ρωσία. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 4-5, 1994, σ. 71-79 & http://www.ilhs.tuc.gr/gr/klimakosi.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Πατέλη Δ. Ιμπεριαλιστική «παγκοσμιοποίηση» και προοπτική χειραφέτησης της ανθρωπότητας. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 9, Αύγουστος Σεπτέμβριος 2005, σελ. 28-32.

Πατέλη Δ. Οι δρόμοι της κοινωνικής θεωρίας και μεθοδολογίας. Από τον κλασικό μαρξισμό στη Λογική της ιστορίας. Στο: Βαζιούλιν Β. Α. Η λογική της ιστορίας…

Πατέλη Δ., Δαφέρμου Μ., Παυλίδη Π. Για τις νομοτέλειες της μετάβασης στον κομμουνισμό. Σοσιαλισμός, κομμουνισμός και αντεπανάσταση. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 7-8, 1995, σ. 47-76 & http://www.ilhs.tuc.gr/gr/nomoteleiesmetavasis.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Πατέλη Δ., Δαφέρμου Μ., Παυλίδη Π. Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε. Ουτοπία, Νο 13, 1994, σ. 55-67 & http://www.ilhs.tuc.gr/gr/Poiaklironomiaaparnoumaste.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Παυλίδη Π. Η ιδεολογία του λενινισμού. Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, τεύχος 257, 14/10/2004 & http://www.ilhs.tuc.gr/gr/ideologia_lelninismou.htm, ημερομηνία ανάκτησης: 1.12.2007.

Παυλίδη Π. Το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ. ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ. Αθήνα, 2001.

Πολίτη Δ. Η επικαιρότητα του σοσιαλισμού στον 21ο αι. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 15, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2006, σ. 15-21.

Πολίτη Δ. Προς ένα νέο μαρξιστικό κεκτημένο. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 20, Ιούνιος-Ιούλιος 2007, σελ. 12-17.

Προς ένα νέο μαρξιστικό κεκτημένο. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 20, Ιούνιος-Ιούλιος 2007, σελ. 12-17.

Ρεπούση Μ., Ανδρεάδου Χ., Πουταχίδη Α., Τσίβα Α. Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού. ΟΕΔΒ. Αθήνα, χ.χ.

Ρούσης Γ. Κομμουνισμός: Τέλος ή η αρχή της ιστορίας; Στάχυ. Αθήνα, χ.χ.

Τρότσκι Λ. Τα μαθήματα του Οχτώβρη. Αλλαγή. Αθήνα, 1979.

Χέγκελ Γ., Φιλοσοφία της ιστορίας, τ. α΄, Νεφέλη, Αθήνα,1980.




* Ο Δ.Σ. Πατέλης είναι Επ. Καθηγητής στον Τομέα Κοινωνικών Επιστημών του Γενικού Τμήματος του Πολυτεχνείου Κρήτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου