Video http://www.youtube.com/watch?v=FZbjQaLh_AI&feature=player_embedded ακολουθεί αφιέρωμα .Με τη μουσική του που αναριγούσε από τα ρεύματα του αέρα που έφερναν καινούργια μηνύματα, με τη μουσική του που αναριγούσε από τις απουσίες που όλο και πλήθαιναν, με τη μουσική του που αναριγούσε μπροστά στην επερχόμενη έλευση των λωτοφάγων, των αδιάφορων, του κέρδους και του ευδαιμονισμού, που τόσο φοβόταν και είχε δίκιο, με τη μουσική αυτή άνοιξε παράθυρα στη λιακάδα, με τη μουσική αυτή χάραξε μαύρα πουλιά στους τοίχους της πολιτείας.
Η μουσική του έγινε τραγούδι, κερασμένο απλόχερα στις αγνές καρδιές.
Στις χορδές της κιθάρας του ζωγραφίστηκε ένα κυριακάτικο απόγευμα, η δύναμη μιας διαδήλωσης, η μοναξιά ενός καφενέ.
Η μουσική του περιπλανήθηκε σε έρημους σταθμούς και στάθηκε με μάτια γεμάτα παράπονο, μπροστά στην πινακίδα του “καλού” ζαχαροπλαστείου επαρχιακής πόλης: “Απαγορεύεται η είσοδος σε στρατιώτες”…
Τα τραγούδια του μοίρασαν προκηρύξεις μαζί με απεργούς εργάτες, τα τραγούδια του μελέτησαν μαρξιστική πολιτική οικονομία, τα τραγούδια του έγιναν καντάδα, χορός, γλέντι, κυριακάτικο ξύπνημα και νωχέλεια της Ανατολής, στα χείλη της Χαρούλας.
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν Κυπριακής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του που καταγόταν από τους Αγίους Βαβατσινιάς, μια κοινότητα στην Λάρνακα, ενώ η μητέρα του καταγόταν από την Ρόδο.
Ως μαθητής του Αβερώφειου Γυμνασίου της Αλεξάνδρειας άρχισε να μαθαίνει βιολί αλλά κατέληξε στην κιθάρα, ενώ το 1954 ο πατέρας του δώρισε στον Μάνο το πρώτο του πιάνο.
Το 1955 ο Μάνος Λοΐζος εγγράφηκε φοιτητής της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία εγκατέλειψε αργότερα και εισήλθε στην Ανωτάτη Εμπορική.
Το 1958 παρέα με τον συμφοιτητή του Φώτη Κωνσταντινίδη ανακαλύπτει τον μαρξισμό αλλά και το νέο μουσικό ρεύμα που διαμορφώνεται υπό την επιρροή του Μάνου Χατζιδάκι και την αποκάλυψη των θησαυρών του ρεμπέτικου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Μάνος Λοΐζος εγκαταλείπει την Ανωτάτη Εμπορική και επιβιώνει κάνοντας διάφορες δουλειές. Ταυτόχρονα, αρχίζει να συνθέτει εντατικότερα ενώ έρχεται σε επαφή και με τους φοιτητικούς πολιτιστικούς συλλόγους της εποχής εκείνης.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1961 ως μέλος των “Φίλων της Μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη”, υπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας για τον αποκλεισμό των τραγουδιών του Θεοδωράκη από τις εκπομπές των κρατικών ραδιοφωνικών σταθμών.
Με τη μεσολάβηση του Μίμη Πλέσσα με τον οποίο ήλθε σε επαφή το 1962 ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι που ήταν το “Τραγούδι του δρόμου”. Το τραγούδι αυτό ήταν ένα ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα με ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου.
Την ίδια περίοδο γίνεται μέλος και αντιπρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής που δημιουργήθηκε με στήριξη του Μίκη Θεοδωράκη και στον οποίο συγκεντρώθηκαν μια σειρά νέοι δημιουργοί μεταξύ των οποίων ήταν ο Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Μαρκόπουλος, Διονύσης Σαββόπουλος, Νότης Μαυρουδής, Μαρία Φαραντούρη, Φώντας Λάδης και Μάνος Ελευθερίου.
Ο Μάνος Λοΐζος ανέλαβε επίσης την διεύθυνση της χορωδίας του Συλλόγου και με αυτήν συμμετείχε το καλοκαίρι του 1962 στις παραστάσεις της θρυλικής μουσικής επιθεώρησης “Όμορφη Πόλη” που ανέβηκε στο θέατρο Παρκ.
Τον Μάρτιο του 1963 ο Μάνος Λοΐζος και ο Χρήστος Λεοντής έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στο θέατρο “Ακροπόλ” τα έσοδα της οποίας διατέθηκαν για το Δ Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Την συναυλία προλόγισε ο Μίκης Θεοδωράκης μιλώντας με τα καλύτερα λόγια για τον Λοΐζο και τον Λεοντή.
Το 1964 εμφανίστηκε στην μπουάτ “Στοά” στο Κολωνάκι με την Μαρία Φαραντούρη και τον επίσης αξέχαστο Γιώργο Ζωγράφο ενώ την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με την Κωστούλα Μητροπούλου που του έδωσε στίχους για τα τραγούδια του “Ο δρόμος” και “Ο στρατιώτης”.
Τον Μάρτιο του 1965 ο Μάνος Λοΐζος παντρεύτηκε με την Μάρω Λήμνου με την οποία είχε γνωριστεί στα παρασκήνια της “Όμορφης Πόλης”, ενώ μαζί είχαν γράψει και τα τραγούδια “”Νύχτα μικρή αρχόντισσα” και το “Φεγγάρι έρημο” τα οποία τραγούδησε σε δίσκο 45 στροφών ο Γιάννης Πουλόπουλος, εγκαινιάζοντας τη μικρή του συνεργασία με την δισκογραφική εταιρία Lyra του Αλέκου Πατσιφά.
Ο Λοΐζος γνωρίστηκε με τον Γιάννη Νεγρεπόντη και πάνω σε στίχους του έγραψε τον “Στρατιώτη”, τον “Τρίτο Παγκόσμιο” και αρκετά ακόμα τραγούδια που παρέμειναν αρχικά ανέκδοτα στη δισκογραφία, ωστόσο ακούστηκαν αρκετά στα πλαίσια του νεολαιίστικου κινήματος της εποχής.
Επίσης, ο Μάνος Λοΐζος γράφει μουσική για το έργο του Λόρκα “Το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα” από την Αλέκα Κατσέλη, για τη “Ρέστια” που ανεβάζει η Αλκηστις Γάσπαρη και για το “Ένα Κορίτσι στο Παράθυρο” που ανεβάζει ο Μίμης Φωτόπουλος. Με μουσικές και τραγούδια του γυρίζεται επίσης η ταινία “Μπετόβεν και Μπουζούκι” του Ορέστη Λάσκου.
Τον Αύγουστο του 1966 γεννιέται η κόρη του Μυρσίνη και κυκλοφορεί από την εταιρεία Odeon το πρώτο τραγούδι που γράφει πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ήταν το τραγούδι “Αυτό το αγόρι” που ερμήνευσε η Αλέκα Μαβίλη.
Τον Δεκέμβριο του 1966 παρουσίασε για πρώτη φορά σε συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά τον κύκλο τραγουδιών “Τα Νέγρικα” σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη και με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο.
Το 1967 ακούγεται το τραγούδι του “Η δουλειά κάνει τους άντρες” σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και με ερμηνεύτρια την Ελένη Ροδά. Το τραγούδι ακούστηκε στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου “Τρούμπα ’67″.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ματαίωσε τις συναυλίες της “Πανσπουδαστικής” όπου επρόκειτο να παρουσιαστούν τα “Νέγρικα”. Προκειμένου να αποφύγει την σύλληψη ο Μάνος Λοΐζος εγκαταλείπει την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς και εγκαθίσταται για ένα εξάμηνο στο Λονδίνο, όπου προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του έπαιζε μπουζούκι σε κυπριακές ταβέρνες.
Επιστρέφει στην Αθήνα το 1968 και μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ετοιμάζει τον πρώτο του μεγάλο δίσκο με τίτλο “Ο Σταθμός” που κυκλοφορεί στο τέλος εκείνης της χρονιάς εγκαινιάζοντας παράλληλα και την ετικέτα Minos για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας.
Ταυτόχρονα γράφει τραγούδια και μουσική για τις ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου “Το Λεβεντόπαιδο” και η “Νεράιδα και το Παλικάρι”.
Το 1969 ο Μάνος Λοΐζος και πάλι σε συνεργασία με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο υπογράφουν την μουσική και τα τραγούδια του μουσικοθεατρικού έργου του Άλκη Παππά “Γη S.O.S.” με τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
“Θαλασσογραφίες” είναι ο τίτλος του δεύτερου μεγάλου δίσκου του Μάνου Λοΐζου πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου που κυκλοφόρησε το 1970. Παράλληλα ο συνθέτης ηχογραφεί σκόρπια τραγούδια με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Γιάννη Καλατζή.
Η δεκαετία του ’70 είναι μια δεκαετία στην διάρκεια της οποίας σημειώθηκαν σοβαρές μεταβολές στο ελληνικό τραγούδι. Πρώτα-πρώτα σημειώνεται σαφής υποχώρηση του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού, αν και ορισμένα πρώτα ονόματα συνεχίζουν να κάνουν επιτυχίες. Ωστόσο η ποιότητα των στίχων πέφτει, και η θεματολογία τους αρχίζει και μετατοπίζεται στον “προδομένο έρωτα” ανεκπλήρωτο και στην “καψούρα”
Μια ακόμα σημαντικότερη μεταβολή είναι η βαθμιαία υποχώρηση των συνθετών από την “κεντρική σκηνή” του τραγουδιού. Στην πρώτη γραμμή αρχίζουν και εμφανίζονται οι τραγουδιστές, και αρχίζει στο χώρο του τραγουδιού και δημιουργείται ο ερμηνευτής-στάρ. Βαθμιαία χάνεται και το ιδιαίτερο ηχόχρωμα του κάθε συνθέτη.
Οι εταιρείες δίσκων αρχίζουν και αποστασιοποιούνται από το λαϊκό τραγούδι και στρέφονται σε άλλες κατευθύνσεις, σε πια ανάλαφρα τραγούδια και δεν υποστηρίζουν πια τους λαϊκούς καλλιτέχνες.
Η τηλεόραση αρχίζει και εισβάλλει στη ζωή και τα λαϊκά κέντρα χάνουν τον αυθεντικό τους χαρακτήρα, ενώ χάνεται και ένα πολύ σπουδαίο χαρακτηριστικό τους το οποίο, αναφέρεται βέβαια, αλλά με ψιλά γράμματα. Οι καλλιτέχνες , συνθέτες, τραγουδιστές κλπ στα κέντρα δοκίμαζαν τα καινούργια τους τραγούδια, εκεί γινόταν η πρώτη ακρόαση και αν το τραγούδι πήγαινε καλά, έπαιρνε τον δρόμο της δισκογραφίας. Τώρα πια αυτό σταματάει να συμβαίνει, τα κέντρα χάνουν τον χαρακτήρα τους, καταργείται το φαγητό, το κρασί, η μπύρα και το ούζο και επικρατεί το ουίσκι και το σπάσιμο των πιάτων.
Αυτή είναι μια άσχημη κατάσταση που θα γιγαντωθεί τις επόμενες δεκαετίες. Οι οικογένειες που σύχναζαν στα κέντρα αυτά τα εγκαταλείπουν καθώς αρχίζει και κυριαρχεί η “γκλαμουριά” και το σπάσιμο των πιάτων.
Σε αυτό συμβάλλει και η απουσία των μεγάλων ονομάτων. Ο Θεοδωράκης είναι απαγορευμένος, ο Χατζιδάκις είναι στις ΗΠΑ, ο Καζαντζίδης έχει σταματήσει τις εμφανίσεις από το 1966, ενώ φεύγουν από την ζωή και μεγάλοι καλλιτέχνες που είχαν ακόμα πολλά να δώσουν, είτε στο πάλκο, είτε ως παρουσίες: Στράτος Παγιουμτζής το 1971 σε ηλικία 67 ετών, Γιάννης Παπαϊωάννου το 1972 σε ηλικία 59 ετών, Μάρκος Βαμβακάρης, το 1972 σε ηλικία 67 ετών, Μανώλης Χιώτης, το 1970 σε ηλικία 50 ετών, Βασίλης Καραπατάκης, το 1974 σε ηλικία 52 ετών. Από τη ζωή έφυγε επίσης οι Γιώργος Λαύκας, Κώστας Ρούκουνας, Ρόζα Εσκενάζυ, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Γιώργος Ροβερτάκης, Γιάννης Κυριαζής.
Όλο αυτό το κενό καλύφθηκε από μια νέα γενιά συνθετών: Ξαρχάκος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Μούτσης, Κουγιουμτζής, Χατζηνάσιος, Κηλαηδόνης, Σπανός, Πλέσσας, Κατσαρός και βέβαια ο Μάνος Λοΐζος, η δουλειά του οποίου ξεχωρίζει, καθώς οι δημιουργίες του σαφώς περιέχουν κοινωνικές αιχμές από τη μια ενώ από την άλλη προσπαθεί με κάθε του δουλειά να ανανεώνει το μουσικό του ύφος, με μεγάλη μαστοριά.
1971 και όποιος θέλει να δεί πως ήταν η Ελλάδα τότε, ας αναζητήσει την ταινία “Ευδοκία” του Αλέξη Δαμιανού, μια ταινία που δείχνει μια Ελλάδα που ματώνει χορεύοντας πάνω σε σπασμένα γυαλιά το Ζεϊμπέκικο του Μάνου Λοΐζου.
Το 1972 κυκλοφορεί ο τρίτος μεγάλος δίσκος του με τίτλο “Να ‘χαμε τι να ‘χαμε” σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου με τον οποίο έγραψε παράλληλα και μερικά τραγούδια που δεν πέρασαν από την λογοκρισία της εποχής. Τα τραγούδια αυτά ήταν “Ο αρχηγός” και το “Θα κλείσω το παράθυρο”. Επίσης ο Λοΐζος έγραψε ο ίδιος τα τραγούδια “Τσε” και ο “Μέρμηγκας”.
Την ίδια χρονιά ο Μάνος είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΜΣΕ, του συνδικαλιστικού σωματείου των δημιουργών που ξεκίνησε με αφορμή την μεγάλη έκταση της πειρατείας στο χώρο της δισκογραφίας.
Το 1973 στην ταινία των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού “Μαύρο-Άσπρο” ακούστηκε με την φωνή της Χαρούλας Αλεξίου ένα τραγούδι που έλεγε “Βγήκαμε κάποτε στο δρόμο κι ήμασταν δυό”. Η μελωδία του τραγουδιού αυτού που σήμανε και την συνεργασία του Λοΐζου με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου, έγινε πασίγνωστη λίγο αργότερα με στίχους και πάλι του Δημήτρη Χριστοδούλου στο τραγούδι “Καλημέρα Ήλιε”.
Παράλληλα ο Μάνος Λοΐζος αρχίζει την μελοποίηση ποιημάτων του Τούρκου κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με ελληνική απόδοση του Γιάννη Ρίτσου.
Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973 ο συνθέτης συνελήφθη από τα όργανα της χούντας στο σπίτι του στον Χολαργό και κρατήθηκε επί δέκα μέρες.
Τον Απρίλιο του 1974 κυκλοφόρησε ο δίσκος “Καλημέρα Ήλιε” με στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου.
Ο Μάνος Λοΐζος συμμετέχει σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου και στο τέλος του 1974 κυκλοφόρησε τον δίσκο “Τα Τραγούδια του Δρόμου” που περιείχε όλα τα τραγούδια που είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια, είτε δεν είχε επιτρέψει να ηχογραφηθούν η λογοκρισία της χούντας.
Στα τέλη του 1975, εννέα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή τους σε συναυλίες κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά ηχογραφημένα “Τα Νέγρικα”.
Στα πλαίσια των εκδηλώσεων του 2ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή στην Καισαριανή ο Μάνος Λοΐζος, προσέφερε τον κύκλο τραγουδιών “Τα Τραγούδια μας” πάνω σε στίχους του Φώντα Λάδη. Τα τραγούδια κατέγραφαν με άμεσο λόγο το πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης.
Τριανταπέντε χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή τους δεν υπάρχει εργατικός, λαϊκός ή νεολαιίστικος αγώνας που να μην ακουστεί τουλάχιστον ένα τραγούδι από αυτόν τον κύκλο τραγουδιών.
Το 1978 ο Μάνος Λοΐζος αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΜΣΕ και πρωτοστατεί στην δημιουργία φορέα είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων. Την ίδια χρονιά παντρεύεται με την Δώρα Σιτζάνη.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1979 όταν τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς ο Μάνος Λοΐζος πάνω σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη “επιστρέφει” στο “καθημερινό λαϊκό τραγούδι” με “Τα Τραγούδια της Χαρούλας”.
“Για μια Μέρα Ζωής” ήταν ο τίτλος του τελευταίου δίσκου του Μάνου Λοΐζου που κυκλοφόρησε το 1980 και στον οποίο μελοποίησε με “ηλεκτρικό” ήχο στίχους διαφόρων στιχουργών.
Το 1981 πραγματοποίησε μια σειρά συναυλιών στον Καναδά, τις ΗΠΑ, την Αγγλία και την Σουηδία, ενώ τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς έδωσε σειρά συναυλιών ανά την Ελλάδα μαζί με τον Χρήστο Λεοντή και τον Θάνο Μικρούτσικο.
Η υγεία του ήταν ήδη κλονισμένη καθώς από το ’74 οι γιατροί είχαν διαπιστώσει νεφρική ανεπάρκεια.
Στις 8 Ιουνίου του ’82 ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, νοσηλεύεται στο Γενικό Κρατικό. Αναχωρεί για την Μόσχα προκειμένου να επισκεφτεί ειδικούς γιατρούς. Ενόσω νοσηλεύεται παθαίνει δεύτερο εγκεφαλικό στις 7 Σεπτεμβρίου. Με την βοήθεια των γιατρών κρατήθηκε στην ζωή για 10 μέρες ακόμα. Στις 17 του μηνός, ώρα 3 το απόγευμα ο Μάνος Λοΐζος έφυγε για το ταξίδι στις θάλασσες που δεν είχε ακόμα ταξιδέψει.
Κύπρος-Αλεξάνδρεια-Αθήνα-Μόσχα, ένα χελιδόνι που πάλεψε να “πετάξει σ’ αυτό τον μαύρο τον ουρανό”, ένας Οδυσσέας που έκανε το ταξίδι του χωρίς να χρειαστεί να τον δέσουν στο κατάρτι. Δεν φοβόταν τις σειρήνες, τους λωτοφάγους φοβόταν και το λαμπερό τους νησί με τους τέσσερεις “ναούς” του Κέρδους, του Ευδαιμονισμού, της Λήθης και της Αδιαφορίας που οι τοίχοι τους τον εμπόδιζαν να δεί τον αναθρώσκοντα καπνό της Ιθάκης…
Μάτωσαν τα χέρια του να σκάβει “μπετά” μέχρι να φανεί το καστανό χώμα της Μεσόγειος και της Ιστορίας και ύστερα έσπειρε, σπόρους μελωδικούς που πήρε από τα ροζιασμένα χέρια, εκείνων που γράφουν την Ιστορία.
Με υλικά από τον ταρσανά του αγώνα των λαϊκών ανθρώπων ο Μάνος Λοΐζος σκάρωσε ένα καράβι με κόκκινα πανιά που αρμενίζει στις θάλασσες της ψυχής των ανθρώπων.
Σουρουπώνει στα λιμάνια όλου του κόσμου, όμως, εκεί στην άκρη της νύχτας μπορούν, κάθε βράδυ, οι “αλαφροΐσκιωτοι” να δουν έναν καπετάνιο να καπνίζει την πίπα του την φτιαγμένη από το μυθικό και άπιαστο γιούσουρι, το μαγικό δέντρο των δικών μας θαλασσών. Με το πρώτο φώς της αυγής χάνεται, για να επιστρέψει και πάλι την νύχτα, όμως μένει στον αέρα η μυρωδιά από τον καπνό της πίπας του, σαν χαμόγελο, σαν κλείσιμο του ματιού, σαν χαιρετισμός στον σπόρο που έσπειρε στις ψυχές μας και που αν και δεν πρόλαβε να τον δει καρπό, μολαταύτα ήξερε πως θα δέσει.
Γιώργος Μηλιώνης.
Δισκογραφία
1968 Ο Σταθμός
1969 Θαλασσογραφίες
1972 Να ‘χαμε τι να ‘χαμε
1974 Καλημέρα Ήλιε
1974 Τα Τραγούδια του δρόμου
1975 Τα Νέγρικα
1976 Τα τραγούδια μας
1979 Πρώτες εκτελέσεις
1979 Τα τραγούδια της Χαρούλας
1980 Για μια μέρα ζωής
1983 Γράμματα στην αγαπημένη (Μελοποιημένη ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ)
1985 Ο δρόμος του Μάνου
1985 Αφιέρωμα από το Ολυμπιακό στάδιο
1992 Οι μπαλάντες του Μάνου
1995 Κάτω από ένα κουνουπίδι
1997 Ενθύμιο Τρυφερότητας
2002 Εκτός Σειράς. Σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις
2003 Τα τραγούδια του Σεβάχ
2007 Αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο (Χάρις Αλεξίου)
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Θανάσης Συλιβός, “Μάνος Λοΐζος η δική του ιστορία”, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Κώστας Μπαλαχούτης, “Άπονες Εξουσίες, Το λαϊκό τραγούδι στην δεκαετία του ’70″, εκδόσεις Ατραπός,
Περιοδικό “Μετρονόμος”, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2002 http://www.parakato.gr/
Η μουσική του έγινε τραγούδι, κερασμένο απλόχερα στις αγνές καρδιές.
Στις χορδές της κιθάρας του ζωγραφίστηκε ένα κυριακάτικο απόγευμα, η δύναμη μιας διαδήλωσης, η μοναξιά ενός καφενέ.
Η μουσική του περιπλανήθηκε σε έρημους σταθμούς και στάθηκε με μάτια γεμάτα παράπονο, μπροστά στην πινακίδα του “καλού” ζαχαροπλαστείου επαρχιακής πόλης: “Απαγορεύεται η είσοδος σε στρατιώτες”…
Τα τραγούδια του μοίρασαν προκηρύξεις μαζί με απεργούς εργάτες, τα τραγούδια του μελέτησαν μαρξιστική πολιτική οικονομία, τα τραγούδια του έγιναν καντάδα, χορός, γλέντι, κυριακάτικο ξύπνημα και νωχέλεια της Ανατολής, στα χείλη της Χαρούλας.
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν Κυπριακής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του που καταγόταν από τους Αγίους Βαβατσινιάς, μια κοινότητα στην Λάρνακα, ενώ η μητέρα του καταγόταν από την Ρόδο.
Ως μαθητής του Αβερώφειου Γυμνασίου της Αλεξάνδρειας άρχισε να μαθαίνει βιολί αλλά κατέληξε στην κιθάρα, ενώ το 1954 ο πατέρας του δώρισε στον Μάνο το πρώτο του πιάνο.
Το 1955 ο Μάνος Λοΐζος εγγράφηκε φοιτητής της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία εγκατέλειψε αργότερα και εισήλθε στην Ανωτάτη Εμπορική.
Το 1958 παρέα με τον συμφοιτητή του Φώτη Κωνσταντινίδη ανακαλύπτει τον μαρξισμό αλλά και το νέο μουσικό ρεύμα που διαμορφώνεται υπό την επιρροή του Μάνου Χατζιδάκι και την αποκάλυψη των θησαυρών του ρεμπέτικου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Μάνος Λοΐζος εγκαταλείπει την Ανωτάτη Εμπορική και επιβιώνει κάνοντας διάφορες δουλειές. Ταυτόχρονα, αρχίζει να συνθέτει εντατικότερα ενώ έρχεται σε επαφή και με τους φοιτητικούς πολιτιστικούς συλλόγους της εποχής εκείνης.
Στις 30 Δεκεμβρίου 1961 ως μέλος των “Φίλων της Μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη”, υπέγραψε κείμενο διαμαρτυρίας για τον αποκλεισμό των τραγουδιών του Θεοδωράκη από τις εκπομπές των κρατικών ραδιοφωνικών σταθμών.
Με τη μεσολάβηση του Μίμη Πλέσσα με τον οποίο ήλθε σε επαφή το 1962 ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι που ήταν το “Τραγούδι του δρόμου”. Το τραγούδι αυτό ήταν ένα ποίημα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα με ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου.
Την ίδια περίοδο γίνεται μέλος και αντιπρόεδρος του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής που δημιουργήθηκε με στήριξη του Μίκη Θεοδωράκη και στον οποίο συγκεντρώθηκαν μια σειρά νέοι δημιουργοί μεταξύ των οποίων ήταν ο Χρήστος Λεοντής, Γιάννης Μαρκόπουλος, Διονύσης Σαββόπουλος, Νότης Μαυρουδής, Μαρία Φαραντούρη, Φώντας Λάδης και Μάνος Ελευθερίου.
Ο Μάνος Λοΐζος ανέλαβε επίσης την διεύθυνση της χορωδίας του Συλλόγου και με αυτήν συμμετείχε το καλοκαίρι του 1962 στις παραστάσεις της θρυλικής μουσικής επιθεώρησης “Όμορφη Πόλη” που ανέβηκε στο θέατρο Παρκ.
Τον Μάρτιο του 1963 ο Μάνος Λοΐζος και ο Χρήστος Λεοντής έδωσαν την πρώτη τους συναυλία στο θέατρο “Ακροπόλ” τα έσοδα της οποίας διατέθηκαν για το Δ Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Την συναυλία προλόγισε ο Μίκης Θεοδωράκης μιλώντας με τα καλύτερα λόγια για τον Λοΐζο και τον Λεοντή.
Το 1964 εμφανίστηκε στην μπουάτ “Στοά” στο Κολωνάκι με την Μαρία Φαραντούρη και τον επίσης αξέχαστο Γιώργο Ζωγράφο ενώ την ίδια χρονιά γνωρίστηκε με την Κωστούλα Μητροπούλου που του έδωσε στίχους για τα τραγούδια του “Ο δρόμος” και “Ο στρατιώτης”.
Τον Μάρτιο του 1965 ο Μάνος Λοΐζος παντρεύτηκε με την Μάρω Λήμνου με την οποία είχε γνωριστεί στα παρασκήνια της “Όμορφης Πόλης”, ενώ μαζί είχαν γράψει και τα τραγούδια “”Νύχτα μικρή αρχόντισσα” και το “Φεγγάρι έρημο” τα οποία τραγούδησε σε δίσκο 45 στροφών ο Γιάννης Πουλόπουλος, εγκαινιάζοντας τη μικρή του συνεργασία με την δισκογραφική εταιρία Lyra του Αλέκου Πατσιφά.
Ο Λοΐζος γνωρίστηκε με τον Γιάννη Νεγρεπόντη και πάνω σε στίχους του έγραψε τον “Στρατιώτη”, τον “Τρίτο Παγκόσμιο” και αρκετά ακόμα τραγούδια που παρέμειναν αρχικά ανέκδοτα στη δισκογραφία, ωστόσο ακούστηκαν αρκετά στα πλαίσια του νεολαιίστικου κινήματος της εποχής.
Επίσης, ο Μάνος Λοΐζος γράφει μουσική για το έργο του Λόρκα “Το Σπίτι της Μπερνάρντα Αλμπα” από την Αλέκα Κατσέλη, για τη “Ρέστια” που ανεβάζει η Αλκηστις Γάσπαρη και για το “Ένα Κορίτσι στο Παράθυρο” που ανεβάζει ο Μίμης Φωτόπουλος. Με μουσικές και τραγούδια του γυρίζεται επίσης η ταινία “Μπετόβεν και Μπουζούκι” του Ορέστη Λάσκου.
Τον Αύγουστο του 1966 γεννιέται η κόρη του Μυρσίνη και κυκλοφορεί από την εταιρεία Odeon το πρώτο τραγούδι που γράφει πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ήταν το τραγούδι “Αυτό το αγόρι” που ερμήνευσε η Αλέκα Μαβίλη.
Τον Δεκέμβριο του 1966 παρουσίασε για πρώτη φορά σε συναυλία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά τον κύκλο τραγουδιών “Τα Νέγρικα” σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη και με ερμηνευτές την Μαρία Φαραντούρη και τον Γιώργο Ζωγράφο.
Το 1967 ακούγεται το τραγούδι του “Η δουλειά κάνει τους άντρες” σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και με ερμηνεύτρια την Ελένη Ροδά. Το τραγούδι ακούστηκε στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου “Τρούμπα ’67″.
Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ματαίωσε τις συναυλίες της “Πανσπουδαστικής” όπου επρόκειτο να παρουσιαστούν τα “Νέγρικα”. Προκειμένου να αποφύγει την σύλληψη ο Μάνος Λοΐζος εγκαταλείπει την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς και εγκαθίσταται για ένα εξάμηνο στο Λονδίνο, όπου προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του έπαιζε μπουζούκι σε κυπριακές ταβέρνες.
Επιστρέφει στην Αθήνα το 1968 και μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο ετοιμάζει τον πρώτο του μεγάλο δίσκο με τίτλο “Ο Σταθμός” που κυκλοφορεί στο τέλος εκείνης της χρονιάς εγκαινιάζοντας παράλληλα και την ετικέτα Minos για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας.
Ταυτόχρονα γράφει τραγούδια και μουσική για τις ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου “Το Λεβεντόπαιδο” και η “Νεράιδα και το Παλικάρι”.
Το 1969 ο Μάνος Λοΐζος και πάλι σε συνεργασία με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο υπογράφουν την μουσική και τα τραγούδια του μουσικοθεατρικού έργου του Άλκη Παππά “Γη S.O.S.” με τον Αλέκο Αλεξανδράκη.
“Θαλασσογραφίες” είναι ο τίτλος του δεύτερου μεγάλου δίσκου του Μάνου Λοΐζου πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου που κυκλοφόρησε το 1970. Παράλληλα ο συνθέτης ηχογραφεί σκόρπια τραγούδια με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Γιάννη Καλατζή.
Η δεκαετία του ’70 είναι μια δεκαετία στην διάρκεια της οποίας σημειώθηκαν σοβαρές μεταβολές στο ελληνικό τραγούδι. Πρώτα-πρώτα σημειώνεται σαφής υποχώρηση του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού, αν και ορισμένα πρώτα ονόματα συνεχίζουν να κάνουν επιτυχίες. Ωστόσο η ποιότητα των στίχων πέφτει, και η θεματολογία τους αρχίζει και μετατοπίζεται στον “προδομένο έρωτα” ανεκπλήρωτο και στην “καψούρα”
Μια ακόμα σημαντικότερη μεταβολή είναι η βαθμιαία υποχώρηση των συνθετών από την “κεντρική σκηνή” του τραγουδιού. Στην πρώτη γραμμή αρχίζουν και εμφανίζονται οι τραγουδιστές, και αρχίζει στο χώρο του τραγουδιού και δημιουργείται ο ερμηνευτής-στάρ. Βαθμιαία χάνεται και το ιδιαίτερο ηχόχρωμα του κάθε συνθέτη.
Οι εταιρείες δίσκων αρχίζουν και αποστασιοποιούνται από το λαϊκό τραγούδι και στρέφονται σε άλλες κατευθύνσεις, σε πια ανάλαφρα τραγούδια και δεν υποστηρίζουν πια τους λαϊκούς καλλιτέχνες.
Η τηλεόραση αρχίζει και εισβάλλει στη ζωή και τα λαϊκά κέντρα χάνουν τον αυθεντικό τους χαρακτήρα, ενώ χάνεται και ένα πολύ σπουδαίο χαρακτηριστικό τους το οποίο, αναφέρεται βέβαια, αλλά με ψιλά γράμματα. Οι καλλιτέχνες , συνθέτες, τραγουδιστές κλπ στα κέντρα δοκίμαζαν τα καινούργια τους τραγούδια, εκεί γινόταν η πρώτη ακρόαση και αν το τραγούδι πήγαινε καλά, έπαιρνε τον δρόμο της δισκογραφίας. Τώρα πια αυτό σταματάει να συμβαίνει, τα κέντρα χάνουν τον χαρακτήρα τους, καταργείται το φαγητό, το κρασί, η μπύρα και το ούζο και επικρατεί το ουίσκι και το σπάσιμο των πιάτων.
Αυτή είναι μια άσχημη κατάσταση που θα γιγαντωθεί τις επόμενες δεκαετίες. Οι οικογένειες που σύχναζαν στα κέντρα αυτά τα εγκαταλείπουν καθώς αρχίζει και κυριαρχεί η “γκλαμουριά” και το σπάσιμο των πιάτων.
Σε αυτό συμβάλλει και η απουσία των μεγάλων ονομάτων. Ο Θεοδωράκης είναι απαγορευμένος, ο Χατζιδάκις είναι στις ΗΠΑ, ο Καζαντζίδης έχει σταματήσει τις εμφανίσεις από το 1966, ενώ φεύγουν από την ζωή και μεγάλοι καλλιτέχνες που είχαν ακόμα πολλά να δώσουν, είτε στο πάλκο, είτε ως παρουσίες: Στράτος Παγιουμτζής το 1971 σε ηλικία 67 ετών, Γιάννης Παπαϊωάννου το 1972 σε ηλικία 59 ετών, Μάρκος Βαμβακάρης, το 1972 σε ηλικία 67 ετών, Μανώλης Χιώτης, το 1970 σε ηλικία 50 ετών, Βασίλης Καραπατάκης, το 1974 σε ηλικία 52 ετών. Από τη ζωή έφυγε επίσης οι Γιώργος Λαύκας, Κώστας Ρούκουνας, Ρόζα Εσκενάζυ, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Γιώργος Ροβερτάκης, Γιάννης Κυριαζής.
Όλο αυτό το κενό καλύφθηκε από μια νέα γενιά συνθετών: Ξαρχάκος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Μούτσης, Κουγιουμτζής, Χατζηνάσιος, Κηλαηδόνης, Σπανός, Πλέσσας, Κατσαρός και βέβαια ο Μάνος Λοΐζος, η δουλειά του οποίου ξεχωρίζει, καθώς οι δημιουργίες του σαφώς περιέχουν κοινωνικές αιχμές από τη μια ενώ από την άλλη προσπαθεί με κάθε του δουλειά να ανανεώνει το μουσικό του ύφος, με μεγάλη μαστοριά.
1971 και όποιος θέλει να δεί πως ήταν η Ελλάδα τότε, ας αναζητήσει την ταινία “Ευδοκία” του Αλέξη Δαμιανού, μια ταινία που δείχνει μια Ελλάδα που ματώνει χορεύοντας πάνω σε σπασμένα γυαλιά το Ζεϊμπέκικο του Μάνου Λοΐζου.
Το 1972 κυκλοφορεί ο τρίτος μεγάλος δίσκος του με τίτλο “Να ‘χαμε τι να ‘χαμε” σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου με τον οποίο έγραψε παράλληλα και μερικά τραγούδια που δεν πέρασαν από την λογοκρισία της εποχής. Τα τραγούδια αυτά ήταν “Ο αρχηγός” και το “Θα κλείσω το παράθυρο”. Επίσης ο Λοΐζος έγραψε ο ίδιος τα τραγούδια “Τσε” και ο “Μέρμηγκας”.
Την ίδια χρονιά ο Μάνος είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ΕΜΣΕ, του συνδικαλιστικού σωματείου των δημιουργών που ξεκίνησε με αφορμή την μεγάλη έκταση της πειρατείας στο χώρο της δισκογραφίας.
Το 1973 στην ταινία των Θανάση Ρεντζή και Νίκου Ζερβού “Μαύρο-Άσπρο” ακούστηκε με την φωνή της Χαρούλας Αλεξίου ένα τραγούδι που έλεγε “Βγήκαμε κάποτε στο δρόμο κι ήμασταν δυό”. Η μελωδία του τραγουδιού αυτού που σήμανε και την συνεργασία του Λοΐζου με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου, έγινε πασίγνωστη λίγο αργότερα με στίχους και πάλι του Δημήτρη Χριστοδούλου στο τραγούδι “Καλημέρα Ήλιε”.
Παράλληλα ο Μάνος Λοΐζος αρχίζει την μελοποίηση ποιημάτων του Τούρκου κομμουνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ με ελληνική απόδοση του Γιάννη Ρίτσου.
Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου 1973 ο συνθέτης συνελήφθη από τα όργανα της χούντας στο σπίτι του στον Χολαργό και κρατήθηκε επί δέκα μέρες.
Τον Απρίλιο του 1974 κυκλοφόρησε ο δίσκος “Καλημέρα Ήλιε” με στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου.
Ο Μάνος Λοΐζος συμμετέχει σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου και στο τέλος του 1974 κυκλοφόρησε τον δίσκο “Τα Τραγούδια του Δρόμου” που περιείχε όλα τα τραγούδια που είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια, είτε δεν είχε επιτρέψει να ηχογραφηθούν η λογοκρισία της χούντας.
Στα τέλη του 1975, εννέα χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή τους σε συναυλίες κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά ηχογραφημένα “Τα Νέγρικα”.
Στα πλαίσια των εκδηλώσεων του 2ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή στην Καισαριανή ο Μάνος Λοΐζος, προσέφερε τον κύκλο τραγουδιών “Τα Τραγούδια μας” πάνω σε στίχους του Φώντα Λάδη. Τα τραγούδια κατέγραφαν με άμεσο λόγο το πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης.
Τριανταπέντε χρόνια μετά την πρώτη παρουσίασή τους δεν υπάρχει εργατικός, λαϊκός ή νεολαιίστικος αγώνας που να μην ακουστεί τουλάχιστον ένα τραγούδι από αυτόν τον κύκλο τραγουδιών.
Το 1978 ο Μάνος Λοΐζος αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΜΣΕ και πρωτοστατεί στην δημιουργία φορέα είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων. Την ίδια χρονιά παντρεύεται με την Δώρα Σιτζάνη.
Το ημερολόγιο έδειχνε 1979 όταν τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς ο Μάνος Λοΐζος πάνω σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη “επιστρέφει” στο “καθημερινό λαϊκό τραγούδι” με “Τα Τραγούδια της Χαρούλας”.
“Για μια Μέρα Ζωής” ήταν ο τίτλος του τελευταίου δίσκου του Μάνου Λοΐζου που κυκλοφόρησε το 1980 και στον οποίο μελοποίησε με “ηλεκτρικό” ήχο στίχους διαφόρων στιχουργών.
Το 1981 πραγματοποίησε μια σειρά συναυλιών στον Καναδά, τις ΗΠΑ, την Αγγλία και την Σουηδία, ενώ τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς έδωσε σειρά συναυλιών ανά την Ελλάδα μαζί με τον Χρήστο Λεοντή και τον Θάνο Μικρούτσικο.
Η υγεία του ήταν ήδη κλονισμένη καθώς από το ’74 οι γιατροί είχαν διαπιστώσει νεφρική ανεπάρκεια.
Στις 8 Ιουνίου του ’82 ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο, νοσηλεύεται στο Γενικό Κρατικό. Αναχωρεί για την Μόσχα προκειμένου να επισκεφτεί ειδικούς γιατρούς. Ενόσω νοσηλεύεται παθαίνει δεύτερο εγκεφαλικό στις 7 Σεπτεμβρίου. Με την βοήθεια των γιατρών κρατήθηκε στην ζωή για 10 μέρες ακόμα. Στις 17 του μηνός, ώρα 3 το απόγευμα ο Μάνος Λοΐζος έφυγε για το ταξίδι στις θάλασσες που δεν είχε ακόμα ταξιδέψει.
Κύπρος-Αλεξάνδρεια-Αθήνα-Μόσχα, ένα χελιδόνι που πάλεψε να “πετάξει σ’ αυτό τον μαύρο τον ουρανό”, ένας Οδυσσέας που έκανε το ταξίδι του χωρίς να χρειαστεί να τον δέσουν στο κατάρτι. Δεν φοβόταν τις σειρήνες, τους λωτοφάγους φοβόταν και το λαμπερό τους νησί με τους τέσσερεις “ναούς” του Κέρδους, του Ευδαιμονισμού, της Λήθης και της Αδιαφορίας που οι τοίχοι τους τον εμπόδιζαν να δεί τον αναθρώσκοντα καπνό της Ιθάκης…
Μάτωσαν τα χέρια του να σκάβει “μπετά” μέχρι να φανεί το καστανό χώμα της Μεσόγειος και της Ιστορίας και ύστερα έσπειρε, σπόρους μελωδικούς που πήρε από τα ροζιασμένα χέρια, εκείνων που γράφουν την Ιστορία.
Με υλικά από τον ταρσανά του αγώνα των λαϊκών ανθρώπων ο Μάνος Λοΐζος σκάρωσε ένα καράβι με κόκκινα πανιά που αρμενίζει στις θάλασσες της ψυχής των ανθρώπων.
Σουρουπώνει στα λιμάνια όλου του κόσμου, όμως, εκεί στην άκρη της νύχτας μπορούν, κάθε βράδυ, οι “αλαφροΐσκιωτοι” να δουν έναν καπετάνιο να καπνίζει την πίπα του την φτιαγμένη από το μυθικό και άπιαστο γιούσουρι, το μαγικό δέντρο των δικών μας θαλασσών. Με το πρώτο φώς της αυγής χάνεται, για να επιστρέψει και πάλι την νύχτα, όμως μένει στον αέρα η μυρωδιά από τον καπνό της πίπας του, σαν χαμόγελο, σαν κλείσιμο του ματιού, σαν χαιρετισμός στον σπόρο που έσπειρε στις ψυχές μας και που αν και δεν πρόλαβε να τον δει καρπό, μολαταύτα ήξερε πως θα δέσει.
Γιώργος Μηλιώνης.
Δισκογραφία
1968 Ο Σταθμός
1969 Θαλασσογραφίες
1972 Να ‘χαμε τι να ‘χαμε
1974 Καλημέρα Ήλιε
1974 Τα Τραγούδια του δρόμου
1975 Τα Νέγρικα
1976 Τα τραγούδια μας
1979 Πρώτες εκτελέσεις
1979 Τα τραγούδια της Χαρούλας
1980 Για μια μέρα ζωής
1983 Γράμματα στην αγαπημένη (Μελοποιημένη ποίηση του Ναζίμ Χικμέτ)
1985 Ο δρόμος του Μάνου
1985 Αφιέρωμα από το Ολυμπιακό στάδιο
1992 Οι μπαλάντες του Μάνου
1995 Κάτω από ένα κουνουπίδι
1997 Ενθύμιο Τρυφερότητας
2002 Εκτός Σειράς. Σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις
2003 Τα τραγούδια του Σεβάχ
2007 Αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο (Χάρις Αλεξίου)
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Θανάσης Συλιβός, “Μάνος Λοΐζος η δική του ιστορία”, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
Κώστας Μπαλαχούτης, “Άπονες Εξουσίες, Το λαϊκό τραγούδι στην δεκαετία του ’70″, εκδόσεις Ατραπός,
Περιοδικό “Μετρονόμος”, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2002 http://www.parakato.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου