Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την συμπλήρωση 45 χρόνων από την άνανδρη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία στις 9 Οκτώβρη 1967.
Του Νικόλαου Μόττα*
Μάρτης 1952, Χιλή. Ο Ερνέστο βγαίνει απ’ το δωμάτιο της ετοιμοθάνατης, ασθματικής γερόντισας. Στο μυαλό του, σαν πρόκα, είχε καρφωθεί το καρτερικό βλέμμα της άρρωστης γυναίκας που, παρά τα πρόβληματα υγείας της, μέχρι και πριν λίγους μήνες εργάζονταν ως καθαρίστρια για να τα βγάλει πέρα. Θα γράψει αργότερα στο ημερολόγιο του: «εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η...
τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου […] Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας» [1]. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ο, 24χρονος τότε, Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άϊρες, έρχονταν σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα της εργατικής τάξης της λατινικής Αμερικής. Η απαρχή ίσως μιας πολιτικής συνειδητοποίησης που μετέτρεψε έναν αστό φοιτητή, “ένα παιδί του περιβάλλοντος του” σύμφωνα με τον ίδιο τον Γκεβάρα, σε ατρόμητο μαρξιστή αντάρτη, πρωταγωνιστή της εποποιίας της κουβανικής Επανάστασης.
Εάν δεν είχε ικανοποιήσει την περιέργεια του να γνωρίσει την λατινική ήπειρο, ο Ερνέστο ίσως να μην μετατρέπονταν ποτέ σε “Τσε”. Ο ίδιος θα γράψει αργότερα στην εισαγωγή των απομνημονευμάτων του νεανικού ταξιδιού που πραγματοποίησε με το φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο, πως τα όσα είδε και έζησε τον άλλαξαν. «Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις σημειώσεις “πέθανε” μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της Αργεντινής και αυτός που τις τακτοποιεί και τις «ξαναχτενΐζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον. Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε περισσότερο απ’ ό,τι πίστευα» [2]. Τι βίωσε όμως ο νεαρός Γκεβάρα στη “μεγάλη λατινική ήπειρο” που ενστάλαξε μέσα του την ανάγκη να υπερασπιστεί – δίνοντας και τη ζωή του ακόμη – το δικαίωμα των ανθρώπων για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, χωρίς ταξικές και άλλες διακρίσεις;
Το Μάρτη του 1952 ο Γκεβάρα και ο Γκρανάδο επισκέπτηκαν τα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα, στην Χιλή. Εκεί ο Ερνέστο γίνεται κοινωνός της καθημερινότητας του λατινοαμερικάνικου προλεταριάτου, των ταξικών ανισοτήτων και του αγώνα των χιλιανών μεταλλωρύχων για το μεροκάματο. Εκεί θα περάσει ένα βράδυ, μέσα στο κρύο, με ένα ζευγάρι κομμουνιστών που διώκονταν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Ο νεαρός αργεντίνος, γόνος εύπορης (για τα δεδομένα της εποχής) μεσοαστικής τάξης, αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που γνώριζε μέχρι τότε. Αυτή του η αντίληψη ενισχύεται στον χώρο των μεταλλείων, εκεί όπου, όπως θα γράψει αργότερα ο ίδιος, «η ψυχρή αποτελεσματικότητα και η ανίσχυρη μνησικακία συμβαδίζουν στο μεγάλο ορυχείο, ενωμένες, παρά το μίσος, από την κοινή ανάγκη επιβίωσης από τη μια μεριά και κερδοσκοπίας απ’ την άλλη» [3]. Η μαρξιστική θεωρία των βιβλίων μετουσιώνεται στα μάτια του Γκεβάρα σε ζωντανή εικόνα, καθώς αρχίζει να του γίνεται βίωμα η ασυμβατότητα των συμφερόντων αυτού που παράγει τον πλούτο (εργάτες) και αυτού που τον καρπώνεται (καπιταλιστές – εν προκειμένω η πολυεθνική Chile Exploration Company). «Προβλέποντας ότι θα βγουν απο δω εκατομμύρια δολάρια, κι ότι για την ώρα εξορύσσονται ενενήντα χιλιάδες τόνοι μεταλλεύματος κάθε μέρα, καταλαβαίνει κανείς ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα» [4] γράφει σε ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων του ταξιδιού του, στο οποίο μνημονεύει τους εργάτες των μεταλλείων που έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί.
Η νεανική αστική συνείδηση του Ερνέστο Γκεβάρα ριζοσπαστικοποιείται, οδηγούμενη στον μαρξισμό, καθώς παγιώνονται μέσα του δύο αντιλήψεις: πρώτον, η εγκληματική φύση του ιμπεριαλισμού ως παράγοντας διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων στη λατινική Αμερική και δεύτερον, η ανάγκη της πλήρους και οριστικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης απ’ το κεφάλαιο ως προαπαιτούμενο για την εξάλειψη των ανισοτήτων αυτών. Το παράδειγμα υπήρχε και είχε λάβει χώρα τέσσερις δεκαετίες πριν, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι ηγετικές προσωπικότητες του Βλαντιμίρ Λένιν και του Ιωσήφ Στάλιν ωθούν το Γκεβάρα στην αναζήτηση πολιτικών προτύπων, λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ αποτελούσε το αντίπαλο δέος στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό της εποχής. Αργότερα, τη δεκαετία του ’60, στα χρόνια της θητείας του ως σημαίνων στέλεχος της επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας, ο Τσε θα ασκήσει δριμεία κριτική, μέσα από τα γραπτά του, στην σοβιετική πολιτική οικονομία και γραφειοκρατία ως αποκλίνουσα από τα λενινιστικά ιδεώδη.
Ο νεαρός όμως Ερνέστο του 1953 εμπνέεται από την φυσιογνωμία του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν, του ανθρώπου που συνέβαλε αποφασιστικά στην συντριβή του ναζισμού κατά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε ένα ταξίδι του στη Γουατεμάλα, το 1954, γράφει στη θεία του Βεατρίκη: «Στο Ελ Πάσο είχα την ευκαιρία να περάσω από τα εκτεταμένες εγκαταστάσεις της United Fruit Company. Για άλλη μια φορά πείστηκα για το πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα τότε μπροστά σε μια εικόνα του παλαιού και πολυθρηνημένου συντρόφου μας Στάλιν, ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να εξοντωθούν τα χταπόδια αυτά» [5]. Λίγα χρόνια αργότερα, το Δεκέμβρη του 1957, εν μέσω του αντάρτικου αγώνα στην Σιέρρα Μαέστρα, ο Τσε θα επανέλθει στον Στάλιν σε μια επιστολή του προς τον σύντροφο και συναγωνιστή Ρενέ Ράμος Λατούρ: «Πρέπει να μελετήσεις τον Στάλιν στο ιστορικό πλαίσιο που κινήθηκε, όχι να τον δεις (αποκλειστικά) ως ένα είδος αγριανθρώπου, αλλά στα συγκεκριμένα ιστορικά όρια». Τα «χταπόδια» του Ιμπεριαλισμού, λοιπόν, έμελλε να είναι ο εχθρός τον οποίο ο Τσε, με σταλινικό πείσμα και πυγμή, θα πολεμούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η περίοδος της διαμονής του στη Γουατεμάλα υπήρξε καθοριστική. Έχοντας ήδη εντρυφήσει στον μαρξισμό, ο νεαρός αστός ταξιδιώτης των προηγουμένων μηνών μετατρέπονταν σταδιακά σε κομμουνιστή έτοιμο να ριχτεί στη μάχη για την υπεράσπιση των ιδανικών που “χτίζονταν” μέσα του. Σύμφωνα με τον κουβανό Μάριο Νταλμάου, ο οποίος γνώρισε τον Τσε στη Γουατεμάλα, ο Τσε είχε ήδη«πολύ ξεκάθαρη μαρξιστική σκέψη», έχοντας διαβάσει «ολόκληρη μαρξιστική βιβλιοθήκη» [6]. Τη μελέτη του μαρξισμού ο Γκεβάρα την συνέχισε και στο Μεξικό όπου συνέχισε να εμβαθύνει στις μεγάλες αλήθειες που έκρυβε το “Κεφάλαιο” του Καρλ Μαρξ, το “μνημείο της ανθρώπινης εξυπνάδας” όπως το αποκαλούσε ο ίδιος.
Τον Ιούνη του 1954 η Γουατεμάλα δέχεται επίθεση από βομβαρδιστικά των ΗΠΑ – ο Γκεβάρα εξοργίζεται: «Οι γιάνκηδες έβγαλαν επιτέλους τη μάσκα του “καλού” που τους είχε φορέσει ο Ρουσβελτ και τώρα προκαλούν τη μήνη. Υπάρχει πραγματικά κλίμα μάχης» θα γράψει στη μητέρα του στις 20 Ιούνη [7]. Ταυτόχρονα, η στενή επαφή του με την, μαρξιστικών πεποιθήσεων, περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, την οποία θα παντρευτεί το 1955, ριζοσπαστικοποιεί περαιτέρω την πολιτική του σκέψη. Σε αυτό ασφαλώς συμβάλει και η εντατικοποίηση της ιμπεριαλιστικής παρεμβατικότητας στη χώρα με στόχο την πτώση της κυβέρνησης του δημοκρατικά εκλεγμένου Γιακόμπο Άρμπενς. Αναφερόμενος στην αλληλεγγύη και το δυναμισμό που επιδεικνύουν οι κομμουνιστές της χώρας γράφει τον Ιούλη του ’54 στη μητέρα του: «Οι κομμουνιστές κράτησαν την πίστη και την συντροφικότητα τους ζωντανή και είναι η μόνη οργάνωση που ακόμη αντιστέκεται. Αξίζουν πιστεύω τον σεβασμό και αργά η γρήγορα και ‘γω ο ίδιος θα γίνω μέλος του κόμματος» [8].
Στη Γουατεμάλα ο Τσε είδε να ξεδιπλώνεται μπροστά στη μάτια του η ωμή φύση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες των φτωχών αυτόχθονων περουβιανών, στη Λίμα και το Μάτσου Πίτσου, που δούλευαν σαν είλωτες για ένα κομμάτι ψωμί στην ίδια τους την πατρίδα – την ίδια στιγμή που τα μέσα παραγωγής και ο πλούτος της χώρας ανήκε στους απογόνους εύπορων ευρωπαίων αποικιοκρατών. Η “δική του Αμερική” – αυτή του Σιμόν Μπολίβαρ, του Εμιλιάνο Ζαπάτα, του Χοσέ Μαρτί, του μαρξιστή φιλοσόφου Μαριάτεγκι, του Πάμπλο Νερούδα – δεν ήταν παρά ένα βιλαέτι του, κατά Λένιν, μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατέτρωγε τις σάρκες της λατινοαμερικάνικης εργατικής τάξης. Ο Γκεβάρα αντιλήφθηκε ότι δεν αρκεί να νιώθει συμπόνια για τους φτωχούς και κατατρεγμένους, αλλά έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Η πλήρης αδυναμία και διστακτικότητα της “αριστερής” κυβέρνησης του Άρμπενς να τα βάλει με τον ντόπιο και ξένο καπιταλισμό διαμορφώνει μέσα του μια ισχυρή πεποίθηση: ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωση των λαών είναι η αταλάντευτη ταξική πάλη ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και τους υπηρέτες του, η μηδενική ανοχή απέναντι στα «καπιταλιστικά χταπόδια». Σε αυτήν την πεποίθηση έμεινε πιστός μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1965, δύο μόλις χρόνια πριν την άνανδρη δολοφονία του στη Βολιβία και έχοντας ιδεολογικά “ανδρωθεί” μέσα απ’ την εμπειρία της κουβανικής επανάστασης, θα γράψει στο τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του: «Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνισθεί. Πιστεύω στην ένοπλη πάλη σαν μοναδική λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωση τους και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου» [9].
Ο Τσε δεν έτρεφε αυταπάτες. Τα όσα είχε δει και βιώσει στις χώρες της λατινικής Αμερικής που ταξίδεψε, μεταξύ 1951 και 1956, είχαν ριζώσει μέσα του μιαν αλήθεια: καμία “εθνική επανάσταση” της οποίας θα ηγούνταν η ντόπια μπουρζουαζία δεν ήταν πραγματική επανάσταση. Όπως έδειξε και η εμπειρία της Κούβας, η αστική τάξη – όσο ριζοσπαστικοποιημένη κι’ αν εμφανίζονταν και όσες διαφορές και αν είχε με το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο – κατέληγε πάντα συμμαχική δύναμη των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Όπως ο Μαρξ επέκρινε το 1844 την στάση της τότε γερμανικής μπουρζουαζίας απέναντι στη φεουδαρχική μοναρχία, έτσι και ο Γκεβάρα βάζει στο στόχαστρο του την, υποταγμένη στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, λατινοαμερικάνικη αστική τάξη της εποχής του. «Η μεγαλοαστική τάξη δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους μεγάλους αγροκτηματίες για να πολεμήσουν το λαό και να φράξουν το δρόμο προς την επανάσταση»γράφει το 1963 [10]. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει μια επαναστατική εμπροσθοφυλακή. Για τον Τσε, ο λενινισμός του 1917 παρείχε ένα λαμπρό παράδειγμα στον αγώνα για τη λαϊκή εξουσία. «Εάν υπήρχε μια προλεταριακή πρωτοπορία που να ήταν ικανή να προβάλει τις ουσιώδεις διεκδικήσεις του προλεταριάτου, να δεί καθαρά που πρέπει να στραφεί, και να επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, για να εγκαταστήσει μια νέα κοινωνία θα ήταν δυνατόν να τραβήξει μπροστά παρακάμπτοντας τα εμπόδια» σημείωνε σε πολιτικό του κείμενο [11].
Κατά τη διάρκεια της κουβανικής επανάστασης ο Γκεβάρα σχηματίζει την άποψη πως, με τις επικρατούσες τότε συνθήκες (στην Κούβα η εργατική τάξη ήταν ακόμη αδύναμη και ανοργάνωτη) και δεδομένης της πολιτικής δειλίας που επιδείκνυε η πλειοψηφία της αριστεράς στη λατινική Αμερική, το αντάρτικο ήταν αναπότρεπτο για την ελευθερία των λαών. Παρά το γεγονός όμως ότι έδωσε βάση στον ανταρτοπόλεμο ως μέσο για το πέρασμα στη λαϊκή εξουσία, ο Τσε ουδέποτε υποτίμησε τους εργατικούς αγώνες. Το αντίθετο μάλιστα. Έβλεπε τον αντάρτικο αγώνα ως προμετωπίδα ενός γενικότερου επαναστατικού ρεύματος στο οποίο ασφαλώς ουσιαστικό ρόλο θα έπαιζε η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. «Όσοι θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας τον μαζικό αγώνα, σαν να επρόκειτο για αγώνες αντίθετους, είναι επικριτέοι» θα γράψει στο γνωστό του έργο “Ανταρτοπόλεμος, μια Μέθοδος”. Στα κείμενα του Τσε Γκεβάρα γίνεται κατανοητό ότι το να πάρει κάποιος το όπλο δεν είναι αυτοσκοπός. «Ο ειρηνικός αγώνας μπορεί να διεξαχθεί από μαζικά κινήματα»έγραφε, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονης κρίσης, με την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει ισχυρό, ριζοσπαστικό και μαζικό λαϊκό εργατικό κίνημα που θα παρέλυε το αστικό κράτος και θα έπαιρνε αυτό την εξουσία.
Η εμπειρία της Γουατεμάλας, παρ’ όλα αυτά, είχε αφήσει έντονα τα σημάδια της στην σκέψη του Τσε. Έγραφε, λοιπόν, αναφορικά με την ειρηνική – και σύμφωνα με τους αστικούς νόμους – κατάκτηση της εξουσίας: «Όταν μας μιλούν για κατάκτηση της εξουσίας με μιαν εκλογική διαδικασία, η ερώτηση μας είναι πάντα η ίδια: αν ένα λαϊκό κίνημα αρπάξει την κυβέρνηση κερδίζοντας τη μεγάλη λαϊκή ψήφο και αποφασίσει να αρχίσει τους μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που διαμορφώνουν το πρόγραμματα του, δεν θα βρεθεί τάχα αμέσως σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές τάξεις της χώρας; Ο στρατός άραγε δεν υπήρξε πάντα όργανο αυτών των τάξεων; [...] Με ένα λίγο-πολύ αιματηρό πραξικόπημα, η κυβέρνηση μπορεί να ανατραπεί και το παλιό παιχνίδι να ξαναρχίσει επ’ άπειρον» [12]. Αυτό δεν συνέβη ουσιαστικά στην Χιλή του Αλιέντε τον Σεπτέμβρη του 1973; Επομένως, ο ένοπλος αγώνας ήταν το έσχατο καταφύγιο των καταπιεσμένων (αγροτική και εργατική τάξη) όταν ο πολιτικός, ταξικός αγώνας απέναντι στο αστικό κατεστημένο δεν είναι εφικτός ή δεν θεμελιώνονταν στο ξερίζωμα των μονοπωλίων και της δύναμης της αστικής τάξης. Βιώνοντας την πολιτική κατάσταση στη Γουατεμάλα, τη Βολιβία και, ασφαλώς, στην Κούβα ο Τσε οδηγήθηκε σε αυτό το συμπέρασμα.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης συμμετοχής του στην επαναστατική κουβανική κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο ο Γκεβάρα θα μελετήσει σε βάθος τη μαρξιστική και λενινιστική πολιτική οικονομία και θα πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν την Κούβα: μεγάλης κλίμακας αγροτική μεταρρύθμιση, εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού, κοινωνικοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ίδρυση ερευνητικών και αναπτυξιακών κέντρων για την εκβιομηχάνιση, προώθηση διακρατικών εμπορικών συμφωνιών μεταξύ Κούβας, Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας. Για τον Τσε, η εντρύφηση στο μαρξισμό ήταν μια διαρκής διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, κριτικής προσέγγισης και ανάλυσης της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Κάτω από τον μπερέ του ατρόμητου αντάρτη, υπήρχε ένας ακούραστος μελετητής των θεωριών των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος. Γι’ αυτο άλλωστε προέτρεπε και τη νέα γενιά, τους νέους κομμουνιστές, να μελετούν, να συζητούν, να οργανώνουν σχολές μαρξισμού.
Η πολιτική σκέψη του Τσε Γκεβάρα (η οποία, ασφαλώς, είναι αδύνατο να εξαντληθεί στις γραμμές ενός μόνο άρθρου) περέμεινε ανολοκλήρωτη και και η, ούτως η άλλως, σπουδαία συνεισφορά του ημιτελής καθώς οι σφαίρες του ιμπεριαλισμού έκοψαν το νήμα της ζωής του στις 9 Οκτώβρη 1967 στο χωριό Λα Ιγκέρα της Βολιβίας. Καμία σφαίρα όμως, όσο ισχυρή κι’ αν είναι, δεν στάθηκε ικανή να σβήσει την επαναστατική κληρονομιά του κομμουνιστή Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα που δεν του αρκούσε “να ερμηνεύει τον κόσμο” αλλά, όπως θα’ γραφε κι’ ο Μαρξ, “προσπάθησε να τον αλλάξει”. Μια κληρονομιά βαθιά πολιτική, φωτεινός φάρος για όσους δε διστάζουν “να είναι ρεαλιστές” και να ζητάνε “το αδύνατο” σε δύσκολες εποχές…
* Ο Νικόλαος Μόττας είναι υποψ. διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας & ιδρυτής του Ελληνικού Αρχείου Τσε Γκεβάρα.Υποσημειώσεις:[1] Guevara, Ernesto.Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας, Λιβάνης Ν.Σ, Αθήνα: 2004, σελ. 131.[2] ο.π., σελ. 63.[3] ο.π., σελ. 151.[4] Κορμιέ, Ζαν. Τσε Γκεβάρα, Καστανιώτης, Αθήνα: 1995, σελ. 32.[5] Taibo, Paco Ignacio. Guevara, also known as Che, St.Martin’s Griffin, 1999, p.31.[6] Συνέντευξη στην εφημ. Granma, 20 Οκτώβρη 1967. Αναφέρεται στο βιβλίο του Μισέλ Λεβί, “Η Φιλοσοφική σκέψη του Τσε Γκεβάρα”, Εκδόσεις Καρανάση, 1982.[7] Guevara, Ernesto. Back On The Road: A Journey To Central America, Harvill Press, 2001.[8] ο.π.[9] Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα: 2009, σελ. 192.[10] Πολιτικά Κείμενα. Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού”, Τόμος Α΄, Καρανάση, Αθήνα: 1970, σελ. 102.[11] ο.π., Τόμος Β’, Καρανάση, Αθήνα: 1971, σελ. 64.[12] Ernesto Che Guevara, Textes Politiques, Oeuvres III, σελ.69"guevaristas"
Του Νικόλαου Μόττα*
Μάρτης 1952, Χιλή. Ο Ερνέστο βγαίνει απ’ το δωμάτιο της ετοιμοθάνατης, ασθματικής γερόντισας. Στο μυαλό του, σαν πρόκα, είχε καρφωθεί το καρτερικό βλέμμα της άρρωστης γυναίκας που, παρά τα πρόβληματα υγείας της, μέχρι και πριν λίγους μήνες εργάζονταν ως καθαρίστρια για να τα βγάλει πέρα. Θα γράψει αργότερα στο ημερολόγιο του: «εκεί, στις τελευταίες ώρες για τους ανθρώπους των οποίων ο ορίζοντας δεν εκτείνεται πέρα από το αύριο, εκεί επικεντρώνεται η...
τραγωδία της ζωής του προλεταριάτου όλου του κόσμου […] Ως πότε θα συνεχιστεί αυτή η τάξη πραγμάτων που βασίζεται σε μια παράλογη διαίρεση, στις κοινωνικές τάξεις; Είναι κάτι στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά είναι καιρός οι κυβερνώντες να αφιερώσουν λιγότερο χρόνο στην προπαγάνδα της ποιότητας των καθεστώτων τους και περισσότερα χρήματα, πολύ περισσότερα, για έργα κοινωνικής ωφέλειας» [1]. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ο, 24χρονος τότε, Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, φοιτητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μπουένος Άϊρες, έρχονταν σε επαφή με την σκληρή πραγματικότητα της εργατικής τάξης της λατινικής Αμερικής. Η απαρχή ίσως μιας πολιτικής συνειδητοποίησης που μετέτρεψε έναν αστό φοιτητή, “ένα παιδί του περιβάλλοντος του” σύμφωνα με τον ίδιο τον Γκεβάρα, σε ατρόμητο μαρξιστή αντάρτη, πρωταγωνιστή της εποποιίας της κουβανικής Επανάστασης.
Εάν δεν είχε ικανοποιήσει την περιέργεια του να γνωρίσει την λατινική ήπειρο, ο Ερνέστο ίσως να μην μετατρέπονταν ποτέ σε “Τσε”. Ο ίδιος θα γράψει αργότερα στην εισαγωγή των απομνημονευμάτων του νεανικού ταξιδιού που πραγματοποίησε με το φίλο του Αλμπέρτο Γκρανάδο, πως τα όσα είδε και έζησε τον άλλαξαν. «Το πρόσωπο που έγραψε αυτές τις σημειώσεις “πέθανε” μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στη γη της Αργεντινής και αυτός που τις τακτοποιεί και τις «ξαναχτενΐζει», «εγώ», δεν είμαι εγώ. Δεν είμαι ο ίδιος, εσωτερικά τουλάχιστον. Τούτη η άσκοπη περιπλάνηση στη «Μεγάλη Αμερική Μας» με άλλαξε περισσότερο απ’ ό,τι πίστευα» [2]. Τι βίωσε όμως ο νεαρός Γκεβάρα στη “μεγάλη λατινική ήπειρο” που ενστάλαξε μέσα του την ανάγκη να υπερασπιστεί – δίνοντας και τη ζωή του ακόμη – το δικαίωμα των ανθρώπων για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, χωρίς ταξικές και άλλες διακρίσεις;
Το Μάρτη του 1952 ο Γκεβάρα και ο Γκρανάδο επισκέπτηκαν τα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα, στην Χιλή. Εκεί ο Ερνέστο γίνεται κοινωνός της καθημερινότητας του λατινοαμερικάνικου προλεταριάτου, των ταξικών ανισοτήτων και του αγώνα των χιλιανών μεταλλωρύχων για το μεροκάματο. Εκεί θα περάσει ένα βράδυ, μέσα στο κρύο, με ένα ζευγάρι κομμουνιστών που διώκονταν για τα πολιτικά τους φρονήματα. Ο νεαρός αργεντίνος, γόνος εύπορης (για τα δεδομένα της εποχής) μεσοαστικής τάξης, αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που γνώριζε μέχρι τότε. Αυτή του η αντίληψη ενισχύεται στον χώρο των μεταλλείων, εκεί όπου, όπως θα γράψει αργότερα ο ίδιος, «η ψυχρή αποτελεσματικότητα και η ανίσχυρη μνησικακία συμβαδίζουν στο μεγάλο ορυχείο, ενωμένες, παρά το μίσος, από την κοινή ανάγκη επιβίωσης από τη μια μεριά και κερδοσκοπίας απ’ την άλλη» [3]. Η μαρξιστική θεωρία των βιβλίων μετουσιώνεται στα μάτια του Γκεβάρα σε ζωντανή εικόνα, καθώς αρχίζει να του γίνεται βίωμα η ασυμβατότητα των συμφερόντων αυτού που παράγει τον πλούτο (εργάτες) και αυτού που τον καρπώνεται (καπιταλιστές – εν προκειμένω η πολυεθνική Chile Exploration Company). «Προβλέποντας ότι θα βγουν απο δω εκατομμύρια δολάρια, κι ότι για την ώρα εξορύσσονται ενενήντα χιλιάδες τόνοι μεταλλεύματος κάθε μέρα, καταλαβαίνει κανείς ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από άνθρωπο δεν πρόκειται να σταματήσει σύντομα» [4] γράφει σε ένα απόσπασμα των απομνημονευμάτων του ταξιδιού του, στο οποίο μνημονεύει τους εργάτες των μεταλλείων που έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθεια να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί.
Η νεανική αστική συνείδηση του Ερνέστο Γκεβάρα ριζοσπαστικοποιείται, οδηγούμενη στον μαρξισμό, καθώς παγιώνονται μέσα του δύο αντιλήψεις: πρώτον, η εγκληματική φύση του ιμπεριαλισμού ως παράγοντας διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων στη λατινική Αμερική και δεύτερον, η ανάγκη της πλήρους και οριστικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης απ’ το κεφάλαιο ως προαπαιτούμενο για την εξάλειψη των ανισοτήτων αυτών. Το παράδειγμα υπήρχε και είχε λάβει χώρα τέσσερις δεκαετίες πριν, με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι ηγετικές προσωπικότητες του Βλαντιμίρ Λένιν και του Ιωσήφ Στάλιν ωθούν το Γκεβάρα στην αναζήτηση πολιτικών προτύπων, λαμβάνοντας υπ’ όψη το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ αποτελούσε το αντίπαλο δέος στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό της εποχής. Αργότερα, τη δεκαετία του ’60, στα χρόνια της θητείας του ως σημαίνων στέλεχος της επαναστατικής κυβέρνησης της Κούβας, ο Τσε θα ασκήσει δριμεία κριτική, μέσα από τα γραπτά του, στην σοβιετική πολιτική οικονομία και γραφειοκρατία ως αποκλίνουσα από τα λενινιστικά ιδεώδη.
Ο νεαρός όμως Ερνέστο του 1953 εμπνέεται από την φυσιογνωμία του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν, του ανθρώπου που συνέβαλε αποφασιστικά στην συντριβή του ναζισμού κατά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε ένα ταξίδι του στη Γουατεμάλα, το 1954, γράφει στη θεία του Βεατρίκη: «Στο Ελ Πάσο είχα την ευκαιρία να περάσω από τα εκτεταμένες εγκαταστάσεις της United Fruit Company. Για άλλη μια φορά πείστηκα για το πόσο απαίσια είναι αυτά τα καπιταλιστικά χταπόδια. Ορκίστηκα τότε μπροστά σε μια εικόνα του παλαιού και πολυθρηνημένου συντρόφου μας Στάλιν, ότι δεν θα ησυχάσω μέχρι να εξοντωθούν τα χταπόδια αυτά» [5]. Λίγα χρόνια αργότερα, το Δεκέμβρη του 1957, εν μέσω του αντάρτικου αγώνα στην Σιέρρα Μαέστρα, ο Τσε θα επανέλθει στον Στάλιν σε μια επιστολή του προς τον σύντροφο και συναγωνιστή Ρενέ Ράμος Λατούρ: «Πρέπει να μελετήσεις τον Στάλιν στο ιστορικό πλαίσιο που κινήθηκε, όχι να τον δεις (αποκλειστικά) ως ένα είδος αγριανθρώπου, αλλά στα συγκεκριμένα ιστορικά όρια». Τα «χταπόδια» του Ιμπεριαλισμού, λοιπόν, έμελλε να είναι ο εχθρός τον οποίο ο Τσε, με σταλινικό πείσμα και πυγμή, θα πολεμούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η περίοδος της διαμονής του στη Γουατεμάλα υπήρξε καθοριστική. Έχοντας ήδη εντρυφήσει στον μαρξισμό, ο νεαρός αστός ταξιδιώτης των προηγουμένων μηνών μετατρέπονταν σταδιακά σε κομμουνιστή έτοιμο να ριχτεί στη μάχη για την υπεράσπιση των ιδανικών που “χτίζονταν” μέσα του. Σύμφωνα με τον κουβανό Μάριο Νταλμάου, ο οποίος γνώρισε τον Τσε στη Γουατεμάλα, ο Τσε είχε ήδη«πολύ ξεκάθαρη μαρξιστική σκέψη», έχοντας διαβάσει «ολόκληρη μαρξιστική βιβλιοθήκη» [6]. Τη μελέτη του μαρξισμού ο Γκεβάρα την συνέχισε και στο Μεξικό όπου συνέχισε να εμβαθύνει στις μεγάλες αλήθειες που έκρυβε το “Κεφάλαιο” του Καρλ Μαρξ, το “μνημείο της ανθρώπινης εξυπνάδας” όπως το αποκαλούσε ο ίδιος.
Τον Ιούνη του 1954 η Γουατεμάλα δέχεται επίθεση από βομβαρδιστικά των ΗΠΑ – ο Γκεβάρα εξοργίζεται: «Οι γιάνκηδες έβγαλαν επιτέλους τη μάσκα του “καλού” που τους είχε φορέσει ο Ρουσβελτ και τώρα προκαλούν τη μήνη. Υπάρχει πραγματικά κλίμα μάχης» θα γράψει στη μητέρα του στις 20 Ιούνη [7]. Ταυτόχρονα, η στενή επαφή του με την, μαρξιστικών πεποιθήσεων, περουβιανή οικονομολόγο Ίλδα Γκαδέα, την οποία θα παντρευτεί το 1955, ριζοσπαστικοποιεί περαιτέρω την πολιτική του σκέψη. Σε αυτό ασφαλώς συμβάλει και η εντατικοποίηση της ιμπεριαλιστικής παρεμβατικότητας στη χώρα με στόχο την πτώση της κυβέρνησης του δημοκρατικά εκλεγμένου Γιακόμπο Άρμπενς. Αναφερόμενος στην αλληλεγγύη και το δυναμισμό που επιδεικνύουν οι κομμουνιστές της χώρας γράφει τον Ιούλη του ’54 στη μητέρα του: «Οι κομμουνιστές κράτησαν την πίστη και την συντροφικότητα τους ζωντανή και είναι η μόνη οργάνωση που ακόμη αντιστέκεται. Αξίζουν πιστεύω τον σεβασμό και αργά η γρήγορα και ‘γω ο ίδιος θα γίνω μέλος του κόμματος» [8].
Στη Γουατεμάλα ο Τσε είδε να ξεδιπλώνεται μπροστά στη μάτια του η ωμή φύση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στο μυαλό του ήρθαν οι εικόνες των φτωχών αυτόχθονων περουβιανών, στη Λίμα και το Μάτσου Πίτσου, που δούλευαν σαν είλωτες για ένα κομμάτι ψωμί στην ίδια τους την πατρίδα – την ίδια στιγμή που τα μέσα παραγωγής και ο πλούτος της χώρας ανήκε στους απογόνους εύπορων ευρωπαίων αποικιοκρατών. Η “δική του Αμερική” – αυτή του Σιμόν Μπολίβαρ, του Εμιλιάνο Ζαπάτα, του Χοσέ Μαρτί, του μαρξιστή φιλοσόφου Μαριάτεγκι, του Πάμπλο Νερούδα – δεν ήταν παρά ένα βιλαέτι του, κατά Λένιν, μονοπωλιακού καπιταλισμού που κατέτρωγε τις σάρκες της λατινοαμερικάνικης εργατικής τάξης. Ο Γκεβάρα αντιλήφθηκε ότι δεν αρκεί να νιώθει συμπόνια για τους φτωχούς και κατατρεγμένους, αλλά έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Η πλήρης αδυναμία και διστακτικότητα της “αριστερής” κυβέρνησης του Άρμπενς να τα βάλει με τον ντόπιο και ξένο καπιταλισμό διαμορφώνει μέσα του μια ισχυρή πεποίθηση: ο μόνος δρόμος για την απελευθέρωση των λαών είναι η αταλάντευτη ταξική πάλη ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και τους υπηρέτες του, η μηδενική ανοχή απέναντι στα «καπιταλιστικά χταπόδια». Σε αυτήν την πεποίθηση έμεινε πιστός μέχρι και το τέλος της ζωής του. Το 1965, δύο μόλις χρόνια πριν την άνανδρη δολοφονία του στη Βολιβία και έχοντας ιδεολογικά “ανδρωθεί” μέσα απ’ την εμπειρία της κουβανικής επανάστασης, θα γράψει στο τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του: «Ο μαρξισμός μου έχει βαθιές ρίζες και έχει εξαγνισθεί. Πιστεύω στην ένοπλη πάλη σαν μοναδική λύση για τους λαούς που αγωνίζονται για την απελευθέρωση τους και είμαι συνεπής με τις πεποιθήσεις μου» [9].
Ο Τσε δεν έτρεφε αυταπάτες. Τα όσα είχε δει και βιώσει στις χώρες της λατινικής Αμερικής που ταξίδεψε, μεταξύ 1951 και 1956, είχαν ριζώσει μέσα του μιαν αλήθεια: καμία “εθνική επανάσταση” της οποίας θα ηγούνταν η ντόπια μπουρζουαζία δεν ήταν πραγματική επανάσταση. Όπως έδειξε και η εμπειρία της Κούβας, η αστική τάξη – όσο ριζοσπαστικοποιημένη κι’ αν εμφανίζονταν και όσες διαφορές και αν είχε με το ξένο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο – κατέληγε πάντα συμμαχική δύναμη των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Όπως ο Μαρξ επέκρινε το 1844 την στάση της τότε γερμανικής μπουρζουαζίας απέναντι στη φεουδαρχική μοναρχία, έτσι και ο Γκεβάρα βάζει στο στόχαστρο του την, υποταγμένη στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, λατινοαμερικάνικη αστική τάξη της εποχής του. «Η μεγαλοαστική τάξη δεν διστάζει να συμμαχήσει με τον ιμπεριαλισμό και τους μεγάλους αγροκτηματίες για να πολεμήσουν το λαό και να φράξουν το δρόμο προς την επανάσταση»γράφει το 1963 [10]. Γι’ αυτό έπρεπε να υπάρχει μια επαναστατική εμπροσθοφυλακή. Για τον Τσε, ο λενινισμός του 1917 παρείχε ένα λαμπρό παράδειγμα στον αγώνα για τη λαϊκή εξουσία. «Εάν υπήρχε μια προλεταριακή πρωτοπορία που να ήταν ικανή να προβάλει τις ουσιώδεις διεκδικήσεις του προλεταριάτου, να δεί καθαρά που πρέπει να στραφεί, και να επιχειρήσει να καταλάβει την εξουσία, για να εγκαταστήσει μια νέα κοινωνία θα ήταν δυνατόν να τραβήξει μπροστά παρακάμπτοντας τα εμπόδια» σημείωνε σε πολιτικό του κείμενο [11].
Κατά τη διάρκεια της κουβανικής επανάστασης ο Γκεβάρα σχηματίζει την άποψη πως, με τις επικρατούσες τότε συνθήκες (στην Κούβα η εργατική τάξη ήταν ακόμη αδύναμη και ανοργάνωτη) και δεδομένης της πολιτικής δειλίας που επιδείκνυε η πλειοψηφία της αριστεράς στη λατινική Αμερική, το αντάρτικο ήταν αναπότρεπτο για την ελευθερία των λαών. Παρά το γεγονός όμως ότι έδωσε βάση στον ανταρτοπόλεμο ως μέσο για το πέρασμα στη λαϊκή εξουσία, ο Τσε ουδέποτε υποτίμησε τους εργατικούς αγώνες. Το αντίθετο μάλιστα. Έβλεπε τον αντάρτικο αγώνα ως προμετωπίδα ενός γενικότερου επαναστατικού ρεύματος στο οποίο ασφαλώς ουσιαστικό ρόλο θα έπαιζε η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης. «Όσοι θέλουν να κάνουν αντάρτικο ξεχνώντας τον μαζικό αγώνα, σαν να επρόκειτο για αγώνες αντίθετους, είναι επικριτέοι» θα γράψει στο γνωστό του έργο “Ανταρτοπόλεμος, μια Μέθοδος”. Στα κείμενα του Τσε Γκεβάρα γίνεται κατανοητό ότι το να πάρει κάποιος το όπλο δεν είναι αυτοσκοπός. «Ο ειρηνικός αγώνας μπορεί να διεξαχθεί από μαζικά κινήματα»έγραφε, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονης κρίσης, με την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει ισχυρό, ριζοσπαστικό και μαζικό λαϊκό εργατικό κίνημα που θα παρέλυε το αστικό κράτος και θα έπαιρνε αυτό την εξουσία.
Η εμπειρία της Γουατεμάλας, παρ’ όλα αυτά, είχε αφήσει έντονα τα σημάδια της στην σκέψη του Τσε. Έγραφε, λοιπόν, αναφορικά με την ειρηνική – και σύμφωνα με τους αστικούς νόμους – κατάκτηση της εξουσίας: «Όταν μας μιλούν για κατάκτηση της εξουσίας με μιαν εκλογική διαδικασία, η ερώτηση μας είναι πάντα η ίδια: αν ένα λαϊκό κίνημα αρπάξει την κυβέρνηση κερδίζοντας τη μεγάλη λαϊκή ψήφο και αποφασίσει να αρχίσει τους μεγάλους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που διαμορφώνουν το πρόγραμματα του, δεν θα βρεθεί τάχα αμέσως σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές τάξεις της χώρας; Ο στρατός άραγε δεν υπήρξε πάντα όργανο αυτών των τάξεων; [...] Με ένα λίγο-πολύ αιματηρό πραξικόπημα, η κυβέρνηση μπορεί να ανατραπεί και το παλιό παιχνίδι να ξαναρχίσει επ’ άπειρον» [12]. Αυτό δεν συνέβη ουσιαστικά στην Χιλή του Αλιέντε τον Σεπτέμβρη του 1973; Επομένως, ο ένοπλος αγώνας ήταν το έσχατο καταφύγιο των καταπιεσμένων (αγροτική και εργατική τάξη) όταν ο πολιτικός, ταξικός αγώνας απέναντι στο αστικό κατεστημένο δεν είναι εφικτός ή δεν θεμελιώνονταν στο ξερίζωμα των μονοπωλίων και της δύναμης της αστικής τάξης. Βιώνοντας την πολιτική κατάσταση στη Γουατεμάλα, τη Βολιβία και, ασφαλώς, στην Κούβα ο Τσε οδηγήθηκε σε αυτό το συμπέρασμα.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης συμμετοχής του στην επαναστατική κουβανική κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο ο Γκεβάρα θα μελετήσει σε βάθος τη μαρξιστική και λενινιστική πολιτική οικονομία και θα πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν την Κούβα: μεγάλης κλίμακας αγροτική μεταρρύθμιση, εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού, κοινωνικοποίηση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ίδρυση ερευνητικών και αναπτυξιακών κέντρων για την εκβιομηχάνιση, προώθηση διακρατικών εμπορικών συμφωνιών μεταξύ Κούβας, Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας. Για τον Τσε, η εντρύφηση στο μαρξισμό ήταν μια διαρκής διαδικασία συνεχούς εκμάθησης, κριτικής προσέγγισης και ανάλυσης της κοινωνικής και ιστορικής πραγματικότητας. Κάτω από τον μπερέ του ατρόμητου αντάρτη, υπήρχε ένας ακούραστος μελετητής των θεωριών των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν και τέτοιος παρέμεινε μέχρι το τέλος. Γι’ αυτο άλλωστε προέτρεπε και τη νέα γενιά, τους νέους κομμουνιστές, να μελετούν, να συζητούν, να οργανώνουν σχολές μαρξισμού.
Η πολιτική σκέψη του Τσε Γκεβάρα (η οποία, ασφαλώς, είναι αδύνατο να εξαντληθεί στις γραμμές ενός μόνο άρθρου) περέμεινε ανολοκλήρωτη και και η, ούτως η άλλως, σπουδαία συνεισφορά του ημιτελής καθώς οι σφαίρες του ιμπεριαλισμού έκοψαν το νήμα της ζωής του στις 9 Οκτώβρη 1967 στο χωριό Λα Ιγκέρα της Βολιβίας. Καμία σφαίρα όμως, όσο ισχυρή κι’ αν είναι, δεν στάθηκε ικανή να σβήσει την επαναστατική κληρονομιά του κομμουνιστή Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα που δεν του αρκούσε “να ερμηνεύει τον κόσμο” αλλά, όπως θα’ γραφε κι’ ο Μαρξ, “προσπάθησε να τον αλλάξει”. Μια κληρονομιά βαθιά πολιτική, φωτεινός φάρος για όσους δε διστάζουν “να είναι ρεαλιστές” και να ζητάνε “το αδύνατο” σε δύσκολες εποχές…
* Ο Νικόλαος Μόττας είναι υποψ. διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας & ιδρυτής του Ελληνικού Αρχείου Τσε Γκεβάρα.Υποσημειώσεις:[1] Guevara, Ernesto.Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας, Λιβάνης Ν.Σ, Αθήνα: 2004, σελ. 131.[2] ο.π., σελ. 63.[3] ο.π., σελ. 151.[4] Κορμιέ, Ζαν. Τσε Γκεβάρα, Καστανιώτης, Αθήνα: 1995, σελ. 32.[5] Taibo, Paco Ignacio. Guevara, also known as Che, St.Martin’s Griffin, 1999, p.31.[6] Συνέντευξη στην εφημ. Granma, 20 Οκτώβρη 1967. Αναφέρεται στο βιβλίο του Μισέλ Λεβί, “Η Φιλοσοφική σκέψη του Τσε Γκεβάρα”, Εκδόσεις Καρανάση, 1982.[7] Guevara, Ernesto. Back On The Road: A Journey To Central America, Harvill Press, 2001.[8] ο.π.[9] Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: Κείμενα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα: 2009, σελ. 192.[10] Πολιτικά Κείμενα. Κούβα: Μοναδική περίπτωση ή πρωτοπόρος στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού”, Τόμος Α΄, Καρανάση, Αθήνα: 1970, σελ. 102.[11] ο.π., Τόμος Β’, Καρανάση, Αθήνα: 1971, σελ. 64.[12] Ernesto Che Guevara, Textes Politiques, Oeuvres III, σελ.69"guevaristas"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου