Στις 11/11/1990 έφυγε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, φωτογραφία από την επίσκεψη του ποιητή στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, στις 26 Απριλίου 1985, καλεσμένος από όλους τους φορείς εκπροσώπησης των κατοίκων Άσπρων Σπιτιών και Αντίκυρας, από το Γιάννης Ρίτσος | Η επίσημη ιστοσελίδα του μεγάλου μας ποιητή!..
Γιάννης Ρίτσος – Το έργο του (Της Μαρίας Σκουρολιάκου)
‘‘ΑΓΙΑΣΘΗΤΩ Ο ΟΙΝΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ’’
« Λέω πως αν ο κόσμος διάβαζε ποίηση
η ειρήνη δεν θα είχε τόσο βαθιά πληγωθεί
η αγάπη δεν θα ήταν έτσι περιφρονημένη»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης καλεί, μέσα από επετειακές ημέρες, να θυμηθούμε στίχους που γράφτηκαν σε πέτρινα
χρόνια, σε συνθήκες πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα.
Από τον αμπελώνα της ποίησης αυτής, στα εκατόχρονα της γέννησής του, σαν το παλιό κρασί, σαν ένα τρισάγιο και μια σπονδή, σαν ένα δοκιμαστήριο των στίχων και των οραμάτων του, σαν φόρο τιμής που δεν του αποδόθηκε εν ζωή, ας θυμηθούμε το έργο του, πικρό, τρυφερό που απηχεί την Ελλάδα, την αγάπη, τον Άνθρωπο, την Ελευθερία .
“Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903πΧ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα. Επάγγελμά μου: «Λόγια»
Μονεμβασιά. Ένας Ποιητής γεννιέται. Αυτός στον οποίο ο Κωστής Παλαμάς θα υποκλιθεί και θα πει «να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις».
Πέρασε και σφράγισε το ελληνικό ποιητικό τοπίο με μια ιδιαίτερη πορεία. Του μάρτυρα και του πνευματικού στρατιώτη. Πάλεψε «με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα». Ομολόγησε « πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο».
Προφήτευσε «όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα».
Μέσα σε τραγικά οικογενειακά χτυπήματα στάθηκε όρθιος και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας σύρθηκε σε τόπους εξορίας με επιπτώσεις για τον ίδιο και το έργο του.
Ώσπου, στις πέντε Ηπείρους, τούτο το έργο έφτασε στα χείλη πνευματικών ανθρώπων αναγνωρίστηκε, βραβεύτηκε με επτά Διεθνή βραβεία, προτάθηκε πέντε φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά μολονότι δεν ευτύχησε να λάβει την αναγνώριση αυτή, τη βίωσε από τη δημόσια δήλωση του Πάμπλο Νερούντα, ο οποίος όταν έλαβε το βραβείο το 1972 είπε «ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι αυτή την τιμή: το Γιάννη Ρίτσο».
Στις αποσκευές του είχε ένα «βραβείο Λένιν», την τιμή μέλους των περισσοτέρων Διεθνών Ακαδημιών» εκτός της Ελληνικής και το παράσημο της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Στις αποσκευές μας, άφησε την εργογραφία του σε πιο πολλούς από 140 τόμους με ποίηση, πεζά, αισθητικά και κριτικά κείμενα και θεατρικά έργα.
Υμνώντας την Κυρά των Αμπελιών «Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο / κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα / είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα».
Γι αυτή τη μικρή πατρίδα εξεγέρθηκε κατά του άδικου με το γόνιμο δρόμο του ανυπότακτου, με την αριστερή έννοια του ήθους, της άρνησης σε ότι καταστρέφει τη ζωή. Με την έννοια πως στη Ρωμιοσύνη :
«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό.
Αυτές οι πέτρες δεν βολεύονται κάτω από ξένα βήματα .
Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο.
Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».
Τώρα σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, η φωτιά ποίησή του βγάζει την ανθρώπινη αγωνία, την ωραιότητα της πίστης του ποιητή και την ανιδιοτέλεια. Τα οράματά του είτε τα πιστεύει κανείς είτε όχι οδηγούν σε βαθιά κατάδυση στο είναι. Γιατί ευλογούν τον έρωτα, την ομορφιά, την αρμονία, την επανάσταση. Γιατί αγάπησε πολύ τον κόσμο και την ποίηση:
«χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί χωρίς νερό πάνω σε πέτρες κι αγκάθια / για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα».
Κι όλα τούτα άνθισαν με το αίμα, καθώς, δεσμώτης στο φοβερό κολαστήριο της Μακρονήσου αναμετρήθηκε με τις πιο αδύναμες κι ανθρώπινες στιγμές. Καθώς ο Αισχύλος και ο Τυρταίος έπεφτε στη μάχη περιγράφοντας κείνους που ανεβαίνουν τη σκάλα του ήλιου μέσα στη φωτιά.
«άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως εσύ
τη λευτεριά και την ειρήνη».
Μας δείχνει το δρόμο «Είδες τι απλά που περπατάνε οι άνθρωποι μέσα στον ήλιο;»
Πλούτισε τον κόσμο «με μόχθο κι εγκαρτέρηση» και σύστησε την «Αγρύπνια» «να μην πεινάσει φως ο κόσμος», ακολουθώντας πιστά το στίχο του Σολωμού «πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
Αγρυπνάει στη σιωπηλή εποχή όπου με σφαλιστά κλεισμένα στόματα πνίγονται οι κραυγές περιμένοντας το «μεγάλο κήρυγμα των ανέμων».
«Τώρα πρέπει να βρούμε κάποια ονόματα να στέκονται γερά στα πόδια τους / μην περιμένεις πια να σ’ ανοίξουν. Πρέπει μονάχος να νοιαστείς.
Μας κλέψαν τα δέντρα και τη θάλασσα / μας κλέψαν τον αγέρα και τον ήλιο».
Γι αυτόν τούτα τα αρχέγονα στοιχεία με τη μορφή της μνήμης δεν πρέπει να λείψουν, δεν μπορεί να μας τα πάρουν. Πόση τραγική αλήθεια σταλάζουν οι στίχοι:
«Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα / με τόσα φλάμπουρα λάμπει ο ουρανός. Και τούτοι μες τα σίδερα και κείνοι μες το χώμα».
Ο συγκλονισμός των νοημάτων είναι πως φεύγουν από το βιωμένο χρόνο και τόπο και βαθιά στη διαχρονική διάσταση
εικονίζουν το τοπίο της πατρίδας, της γης, τη λευτεριά και το μαχαίρι,το φως και το σκοτάδι. Σε κείνες τις μεγάλες ώρες του υπέρτατου πόνου, της κοινωνικής ύπαρξης του ανθρώπου, η «Αγρύπνια» του ποιητή γίνεται καμπάνα, λάβαρο και δάδα «αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».
Ξεδιπλώνει τις περγαμηνές του αγώνα ιστορώντας κατάσαρκα το μαρτύριο, το σφίξιμο των δοντιών, την παρηγορία της ελπίδας, όπου τα στοιχεία της φύσης, συντροφικά παραστέκουν και συμπάσχουν και μιλούν, συνωμοτούν για το δίκιο, γίνονται προσκεφάλι για τα τυραννισμένα κορμιά, δροσιά για τις καρδιές και βάλσαμο. Κι εκεί στη δίψα και στα βράχια, «όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό στην πίκρα τους».
Κι οι πέτρες στην ποίηση του Ρίτσου έχουν προορισμό και κρατούν μυστικά και ονόματα. Είναι γαλήνιες, στέρεες, οριστικές. Σ’ αυτές βρίσκει εξομολόγηση, η οργή, το βογγητό, οι σκιές. Άλλωστε αυτές όρισαν τον ίδιο το χρόνο «πέτρινος χρόνος», «πάνω στα καραούλια πετρωμένοι», «κάθε που βραδιάζει με το θυμάρι στον κόρφο της πέτρας». Στις πέτρες έδωσε πρόσωπο και ψυχή ο ποιητής ζωγραφίζοντας στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του, ελευθερώνοντας το κρυμμένο πνεύμα, το αόρατο μυστικό τους .
Ορατά ποιήματα που τα δώριζε, μοιράζοντας την καρδιά του με το όνειρο να ενώσει τον κόσμο « γιατί εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».
Την ίδια δε ώρα που «όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνω στην πίκρα τους .. με τα μάτια κόκκινα απ’ την αγρύπνια», ο ποιητής εμβάλλει την ελπίδα και συνομιλεί με τις μάνες που καρτεράνε, με όσους που ονειρεύονται τον ήλιο και το φως και τον καινούργιο κόσμο.
Ξάφνου «ο αγέρας μυρίζει λεϊμονάνθι / μυρίζει φρεσκοπλυμένο πουκάμισο / μυρίζει χνώτο παιδιού.
Δεν έχουμε παιδιά.
Έχουμε, έχουμε. Να τα παιδιά μας. Όλου του κόσμου τα παιδιά, παιδιά μας.
Τα παιδιά είναι μέσα μας / κι ο κόσμος μέσα μας /κι ο ήλιος μέσα μας.
Πως μυρίζει ο αγέρας. / Μοσκοβολάει νεραντζάνθι και τριαντάφυλλο».
Όνειρο, παραίσθηση, όραμα κι ευχή. Ένας καημός «βαθιά βαθιά στα μάτια τους /σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι».
Κι εκεί ακριβώς σε κάνει να βρίσκεις το στίγμα σου με τη βεβαιότητα της λεβεντιάς «όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο /όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελδόνι φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους».
Μεμιάς τραντάζει το κορμί της ιστορίας του κόσμου «όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα / με σημαίες και με ταμπούρλα».
Κι ο καθένας, για τον ποιητή, στην Ασκητική του ανθρώπου «είναι σίγουρος πως ο δρόμος ο πιο μακρινός / είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του θεού».
Η τρυφεράδα του Ρίτσου αγεωγράφητη, ανεξερεύνητη και πληγωμένη. Το γράμμα στο Ζολιό Κιουρί, γραμμένο στον Αϊ Στράτη, συντρίβει τη σκληράδα κάθε άδικης προσέγγισης. Κυρίως πλημμυρίζει την ψυχή πρωτόγνωρα συναισθήματα, εκλύοντας ότι εμποδίζει η επιφανειακή κρίση. Ένα πέλαγο που δονεί την ύπαρξη κάθε απλού ανθρώπου ο οποίος ξέρει γιατί γεννήθηκε, γιατί οφείλει να ζει. Και τούτο μέσα στην Ελληνική πάντοτε εκδοχή του ηρωισμού όπου του υποκειμενικό ταυτίζεται με το αντικειμενικό. Σωκρατικά και πλατωνικά στοιχεία και ο δρόμος. Ο δρόμος για τη λευτεριά και την ειρήνη.
«Αγαπημένε μου Ζολιό έχω καιρό ν’ ακούσω ένα αστέρι / να σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου /για να φυτέψει ένα λουλούδι. / Νάμαστε ολημερίς μέσα στον ήλιο / και να μην έχουμε δυο πήχεις θάλασσα / να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται/ να κουβαλάμε ολοχρονίς το μπόγο μας / τον καημό μας τον καημό των δικών μας τον καημό του κόσμου /…
Αλήθεια δεν θυμόμαστε / πως χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα / πως σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια / τι χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου στο νερό / τι σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ’ τ’ άσπρο σεντόνι / θυμόμαστε μονάχα κείνους που πεθάνανε / για τη λευτεριά και την ειρήνη…
Γιαυτό δεν ντρέπεται ο στίχος μου / να περπατήσει ανάμεσό σας με τις αρβύλες του / ν’ αφήσει την καρδιά μου αδέξια πάνου στο τραπέζι σας /όπως αφήνει ο χωρικός ένα μικρό άσπρο πρόβατο / απάνου στην ποδιά της λευτεριάς και της ειρήνης…»
Στον «Επιτάφιο» η απώλεια άχρονη και διαχρονική, της αρχαίας τραγωδίας, της Παναγίας, η σφαγμένη άνοιξη της ζωής, η κομμένη στα δυο ελπίδα, η απόλυτη οδύνη της αιώνιας μάνας του κόσμου και μεταφορικά μια καταχώρηση της εθνικής και φυλετικής μας ταυτότητας. «Γιέ μου σπλάχνο των σπλάχνων μου / καρδούλα της καρδιάς μου / πουλάκι της φτωχιάς αυλής / ανθέ της ερημιάς μου. Γιέ μου ποια μοίρα στο γραψε / και ποια μου τόχε γράψει / τέτοιο καημό τέτοια φωτιά / τα στήθια μου ν’ ανάψει;»
Μας σεργιάνισε στις γειτονιές του κόσμου όπου «δε θέλει να σωπάσει τούτος ο άνεμος». «Φυσάει ανακατώνοντας τις φωτιές και τις σελίδες της Ιστορίας/ανακατώνει τις σπίθες απ’ τις γειτονιές του κόσμου /τραντάζει ένα μεγάλο δάσος ελπίδας».
Μας μεταδίδει την πίστη του για τις γειτονιές του κόσμου όταν στις κυψέλες των ανθρώπων τα μικρά όνειρα, όπως το ψωμί, χορταίνοντας μεγαλώνουν κι ανοίγουν τα παράθυρα της άνοιξης και ξεκλειδώνουν οι καρδιές και τα σπίτια.
«Πολλά χέρια τόνα μέσα στ’ άλλο / τούτα τα χέρια φτιάχναν ένα μεγάλο δίχτυ / τούτο το δίχτυ ξέραμε μπορούσε να ψαρέψει τ’ άστρα, τα πουλιά, τα σύννεφα / μπορούσε να ψαρέψει την ευτυχία του κόσμου».
Μας μίλησε για τη «Δοκιμασία», όπου η στέρηση ενδημεί και γυμνώνει την ύπαρξη οδηγώντας στο άλλο φως.
«Ο δρόμος είναι δύσκολος κι είναι γυμνός / σαν ένα χέρι που ποτέ δε χάιδεψε / και που ποτέ δε συγχωρεί. Ο δρόμος που οδηγεί κοντά μου βρίσκεται εντός σου / σκύψε βαθιά πολύ βαθιά σου / τόσο που να λυγίσεις όπως ένα τόξο. / Εκεί ανατέλλει το φως μου που αγαπάς / το δικό σου φως/το φως όλου του κόσμου».
Η μαγεία των λόγων του ξεδιπλώνεται στα τοπία της γέννησης ενός παιδιού που θριαμβεύει η ζωή και το θαύμα της εκφέρεται με τη συστράτευση όλης της πλάσης, όπου δέντρα, αστέρια, λουλούδια, πουλιά, ουρανός, γη σμίγουν στο κάλεσμα του ποιητή καθώς εκείνος έκθαμβος παρακαλεί την κόρη του «κράτησέ με» όταν αργότερα της μαθαίνει «η χαρά δε γράφεται με πράσινο /γράφεται με κόκκινο/.Η χαρά είναι κόκκινο γαρίφαλο. Να το θυμάσαι. Κόκκινο γαρίφαλο».
Το διδάσκει συλλαβίζοντας τον άνθρωπο «άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη απ’ τη χαρά που δίνεις».
Του μετράει τα χρόνια με αμέτρητη ευτυχία «ένα καροτσάκι / τέσσερες Απρίληδες το σέρνουν / τέσσερες Απρίληδες με σέρνουν μες τον ουρανό».
Φτιάχνει το «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» με μια αριθμητική καινούργια στων παιδιών τον κόσμο:
«άλλοτε διαβάζαμε τα μαθήματά μας και λέγαμε πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα. / Τώρα δυο λουλούδια και δυο αχτίδες δεν κάνουν τέσσερα/ κάνουν την ψυχή μας .
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυο / κάνουν ένα Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα».
Τρυφερά τραγούδια, ήχοι, μουσικές εικόνες. Ο Ρίτσος ακούει «..τον ήχο από’ να δέντρο που ξεφλουδιζόταν μόνο του…» ...αφουγκράζεται τα πυκνά, συντεταγμένα βήματα των σταφυλιών, τους σπόρους που ανοίγουν…».
Ακούει τις δροσοσταλίδες που «..γλιστρούν από φύλλο σε φύλλο / κι είναι το δάσος όλο ένας ψαλμός μες την απέραντη εκκλησιά του».
Μιλά σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.
Κι «όταν περνούσε η Παναγιά σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα / κανένας δεν την άκουσε… / Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτησαν κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε / σα μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι που τ’ ακούσαν μόνο / τα παιδιά στον ύπνο τους και γύρισαν απ’ τ’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας …»
Τραγουδάει, μάχεται, σαλπίζει. Στο « Εμβατήριο του ωκεανού» αποφαίνεται «δεν έχει σύνορα η καρδιά μας πουαγάπησε τη θάλασσα» και ρωτάει «ποιος εξορίζει τον ήλιο απ’ τα μαλλιά των παιδιών;» Ο ποιητής χωρεί στην τέταρτη διάσταση σ’ ένα κύκλο εσωτερικής πολυσημίας και αναζήτησης.
Έχοντας τις ατέλειωτες περγαμηνές των συλλογών του που τις συνόψιζε ο ίδιος σε τρείς λέξεις, Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος, αφού καταδύθηκε στο μύχιο βάθος της ύπαρξης με τη γνώση «πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο» κινούμενος στο άπειρο που θεωρεί ότι μπορεί να κατακτηθεί μόνο με τη συμμετοχή στην «παγκόσμια τρυφερότητα», μεστός στα εκφραστικά του μέσα, δίνει «Τη σονάτα του σεληνόφωτος», όπου μετριέται η κλίμακα της ποιητικής του πνοής και αποκαλύπτει, υπερρεαλιστικά, με απίστευτη ευαισθησία και διεισδυτική ματιά τον ψυχικό κόσμο της γυναίκας, σ’ ένα παραλήρημα μέσα απ’ το χρόνο που φεύγει. Ο μεγάλος διανοητής ποιητής Λουί Αραγκόν θα μιλήσει εντυπωσιασμένος για «βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας».
Η ποίησή του θεμελιώθηκε στο αιώνιο. «Έχτιζε» για την αιωνιότητα, την παγκοσμιότητα, την τρυφεράδα και την ιερότητα των απλών στιγμών της ζωής χωρίς να κλείνει τα μάτια μπρος στην ασκήμια.
Η ποίησή του μια ισόβια μάχη για το φως το οποίο μοιράζεται αγωνιωδώς, γεννάει και πέμπει μηνύματα διαχρονικά με αναφορές στον Όμηρο, στα Ευαγγέλια, τραγουδώντας την ομορφιά, το όραμα, τον αγώνα, την Ελλάδα, αναδεικνύοντας το βάρος της λέξης «λαός», της λέξης
«σύμπαν», της λέξης «ελευθερία», της λέξης «ειρήνη».
«…Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη…»
Με το όραμά του για την ειρήνη, με τη Ρωμιοσύνη «να καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» ας τον θυμόμαστε και ας του αποδώσουμε τιμή για το αληθινό πρόσωπο της ποίησής του.
Καταθέτοντας το ελάχιστο σ’ αυτή τη φωνή, αφήνω στο βωμό της από τα «Επινίκια» με το δοξαστικό «Αγιασθήτω», ένα «άσμα ασμάτων» που είχε αφιερώσει στο Μάνο Κατράκη.
«... εδώ η Αρχή εδώ η Ποίηση κι ο Έρως
εδώ το μάρμαρο και το αίμα και το πνεύμα
εδώ το βλέμμα περιηγείται από τα μέσα
την αρχιτεκτονική των αγαλμάτων.
Εδώ οι ωραίοι νεκροί μπορούν να κοιμηθούν
μέσα στον ύπνο δικαιωμένοι
αγιασθήτω το όνομα του Ανθρώπου
αγιασθήτω το όνομα του κόσμου
αγιασθήτω το όνειρο και το έργο
αγιασθήτω ο Ήλιος και η Σελήνη
αγιασθήτω ο Άρτος των λαϊκών αγώνων
αγιασθήτω ο ύμνος των ποιημάτων
αγιασθήτω η ενάρετη Ειρήνη επί Γης και εν Υψίστοις .-
_
γράφει Μαρία Σκουρολιάκου
τοβιβλίο.net | Διάβασέ το!
‘‘ΑΓΙΑΣΘΗΤΩ Ο ΟΙΝΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ’’
« Λέω πως αν ο κόσμος διάβαζε ποίηση
η ειρήνη δεν θα είχε τόσο βαθιά πληγωθεί
η αγάπη δεν θα ήταν έτσι περιφρονημένη»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης καλεί, μέσα από επετειακές ημέρες, να θυμηθούμε στίχους που γράφτηκαν σε πέτρινα
χρόνια, σε συνθήκες πέρα από τα ανθρώπινα μέτρα.
Από τον αμπελώνα της ποίησης αυτής, στα εκατόχρονα της γέννησής του, σαν το παλιό κρασί, σαν ένα τρισάγιο και μια σπονδή, σαν ένα δοκιμαστήριο των στίχων και των οραμάτων του, σαν φόρο τιμής που δεν του αποδόθηκε εν ζωή, ας θυμηθούμε το έργο του, πικρό, τρυφερό που απηχεί την Ελλάδα, την αγάπη, τον Άνθρωπο, την Ελευθερία .
“Χρονολογία της γέννησής μου πιθανόν το 903πΧ. Εσπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στη σύγχρονη σχολή του Αγώνα. Επάγγελμά μου: «Λόγια»
Μονεμβασιά. Ένας Ποιητής γεννιέται. Αυτός στον οποίο ο Κωστής Παλαμάς θα υποκλιθεί και θα πει «να παραμερίσουμε ποιητή για να περάσεις».
Πέρασε και σφράγισε το ελληνικό ποιητικό τοπίο με μια ιδιαίτερη πορεία. Του μάρτυρα και του πνευματικού στρατιώτη. Πάλεψε «με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα». Ομολόγησε « πιστεύω στην ποίηση, στον έρωτα, στο θάνατο».
Προφήτευσε «όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα».
Μέσα σε τραγικά οικογενειακά χτυπήματα στάθηκε όρθιος και μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας σύρθηκε σε τόπους εξορίας με επιπτώσεις για τον ίδιο και το έργο του.
Ώσπου, στις πέντε Ηπείρους, τούτο το έργο έφτασε στα χείλη πνευματικών ανθρώπων αναγνωρίστηκε, βραβεύτηκε με επτά Διεθνή βραβεία, προτάθηκε πέντε φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά μολονότι δεν ευτύχησε να λάβει την αναγνώριση αυτή, τη βίωσε από τη δημόσια δήλωση του Πάμπλο Νερούντα, ο οποίος όταν έλαβε το βραβείο το 1972 είπε «ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι αυτή την τιμή: το Γιάννη Ρίτσο».
Στις αποσκευές του είχε ένα «βραβείο Λένιν», την τιμή μέλους των περισσοτέρων Διεθνών Ακαδημιών» εκτός της Ελληνικής και το παράσημο της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Στις αποσκευές μας, άφησε την εργογραφία του σε πιο πολλούς από 140 τόμους με ποίηση, πεζά, αισθητικά και κριτικά κείμενα και θεατρικά έργα.
Υμνώντας την Κυρά των Αμπελιών «Κι έτσι στητή και δυνατή καταμεσής στον κόσμο / κρατώντας στο ζερβί σου χέρι τη μεγάλη ζυγαριά και στο δεξί την άγια σπάθα / είσαι η ομορφιά κι η λεβεντιά κι είσαι η Ελλάδα».
Γι αυτή τη μικρή πατρίδα εξεγέρθηκε κατά του άδικου με το γόνιμο δρόμο του ανυπότακτου, με την αριστερή έννοια του ήθους, της άρνησης σε ότι καταστρέφει τη ζωή. Με την έννοια πως στη Ρωμιοσύνη :
«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό.
Αυτές οι πέτρες δεν βολεύονται κάτω από ξένα βήματα .
Αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο.
Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο».
Τώρα σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, η φωτιά ποίησή του βγάζει την ανθρώπινη αγωνία, την ωραιότητα της πίστης του ποιητή και την ανιδιοτέλεια. Τα οράματά του είτε τα πιστεύει κανείς είτε όχι οδηγούν σε βαθιά κατάδυση στο είναι. Γιατί ευλογούν τον έρωτα, την ομορφιά, την αρμονία, την επανάσταση. Γιατί αγάπησε πολύ τον κόσμο και την ποίηση:
«χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί χωρίς νερό πάνω σε πέτρες κι αγκάθια / για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα».
Κι όλα τούτα άνθισαν με το αίμα, καθώς, δεσμώτης στο φοβερό κολαστήριο της Μακρονήσου αναμετρήθηκε με τις πιο αδύναμες κι ανθρώπινες στιγμές. Καθώς ο Αισχύλος και ο Τυρταίος έπεφτε στη μάχη περιγράφοντας κείνους που ανεβαίνουν τη σκάλα του ήλιου μέσα στη φωτιά.
«άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο
άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας
εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως εσύ
τη λευτεριά και την ειρήνη».
Μας δείχνει το δρόμο «Είδες τι απλά που περπατάνε οι άνθρωποι μέσα στον ήλιο;»
Πλούτισε τον κόσμο «με μόχθο κι εγκαρτέρηση» και σύστησε την «Αγρύπνια» «να μην πεινάσει φως ο κόσμος», ακολουθώντας πιστά το στίχο του Σολωμού «πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
Αγρυπνάει στη σιωπηλή εποχή όπου με σφαλιστά κλεισμένα στόματα πνίγονται οι κραυγές περιμένοντας το «μεγάλο κήρυγμα των ανέμων».
«Τώρα πρέπει να βρούμε κάποια ονόματα να στέκονται γερά στα πόδια τους / μην περιμένεις πια να σ’ ανοίξουν. Πρέπει μονάχος να νοιαστείς.
Μας κλέψαν τα δέντρα και τη θάλασσα / μας κλέψαν τον αγέρα και τον ήλιο».
Γι αυτόν τούτα τα αρχέγονα στοιχεία με τη μορφή της μνήμης δεν πρέπει να λείψουν, δεν μπορεί να μας τα πάρουν. Πόση τραγική αλήθεια σταλάζουν οι στίχοι:
«Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα / με τόσα φλάμπουρα λάμπει ο ουρανός. Και τούτοι μες τα σίδερα και κείνοι μες το χώμα».
Ο συγκλονισμός των νοημάτων είναι πως φεύγουν από το βιωμένο χρόνο και τόπο και βαθιά στη διαχρονική διάσταση
εικονίζουν το τοπίο της πατρίδας, της γης, τη λευτεριά και το μαχαίρι,το φως και το σκοτάδι. Σε κείνες τις μεγάλες ώρες του υπέρτατου πόνου, της κοινωνικής ύπαρξης του ανθρώπου, η «Αγρύπνια» του ποιητή γίνεται καμπάνα, λάβαρο και δάδα «αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας».
Ξεδιπλώνει τις περγαμηνές του αγώνα ιστορώντας κατάσαρκα το μαρτύριο, το σφίξιμο των δοντιών, την παρηγορία της ελπίδας, όπου τα στοιχεία της φύσης, συντροφικά παραστέκουν και συμπάσχουν και μιλούν, συνωμοτούν για το δίκιο, γίνονται προσκεφάλι για τα τυραννισμένα κορμιά, δροσιά για τις καρδιές και βάλσαμο. Κι εκεί στη δίψα και στα βράχια, «όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό στην πίκρα τους».
Κι οι πέτρες στην ποίηση του Ρίτσου έχουν προορισμό και κρατούν μυστικά και ονόματα. Είναι γαλήνιες, στέρεες, οριστικές. Σ’ αυτές βρίσκει εξομολόγηση, η οργή, το βογγητό, οι σκιές. Άλλωστε αυτές όρισαν τον ίδιο το χρόνο «πέτρινος χρόνος», «πάνω στα καραούλια πετρωμένοι», «κάθε που βραδιάζει με το θυμάρι στον κόρφο της πέτρας». Στις πέτρες έδωσε πρόσωπο και ψυχή ο ποιητής ζωγραφίζοντας στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του, ελευθερώνοντας το κρυμμένο πνεύμα, το αόρατο μυστικό τους .
Ορατά ποιήματα που τα δώριζε, μοιράζοντας την καρδιά του με το όνειρο να ενώσει τον κόσμο « γιατί εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».
Την ίδια δε ώρα που «όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνω στην πίκρα τους .. με τα μάτια κόκκινα απ’ την αγρύπνια», ο ποιητής εμβάλλει την ελπίδα και συνομιλεί με τις μάνες που καρτεράνε, με όσους που ονειρεύονται τον ήλιο και το φως και τον καινούργιο κόσμο.
Ξάφνου «ο αγέρας μυρίζει λεϊμονάνθι / μυρίζει φρεσκοπλυμένο πουκάμισο / μυρίζει χνώτο παιδιού.
Δεν έχουμε παιδιά.
Έχουμε, έχουμε. Να τα παιδιά μας. Όλου του κόσμου τα παιδιά, παιδιά μας.
Τα παιδιά είναι μέσα μας / κι ο κόσμος μέσα μας /κι ο ήλιος μέσα μας.
Πως μυρίζει ο αγέρας. / Μοσκοβολάει νεραντζάνθι και τριαντάφυλλο».
Όνειρο, παραίσθηση, όραμα κι ευχή. Ένας καημός «βαθιά βαθιά στα μάτια τους /σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι».
Κι εκεί ακριβώς σε κάνει να βρίσκεις το στίγμα σου με τη βεβαιότητα της λεβεντιάς «όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο /όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελδόνι φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους».
Μεμιάς τραντάζει το κορμί της ιστορίας του κόσμου «όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα / με σημαίες και με ταμπούρλα».
Κι ο καθένας, για τον ποιητή, στην Ασκητική του ανθρώπου «είναι σίγουρος πως ο δρόμος ο πιο μακρινός / είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του θεού».
Η τρυφεράδα του Ρίτσου αγεωγράφητη, ανεξερεύνητη και πληγωμένη. Το γράμμα στο Ζολιό Κιουρί, γραμμένο στον Αϊ Στράτη, συντρίβει τη σκληράδα κάθε άδικης προσέγγισης. Κυρίως πλημμυρίζει την ψυχή πρωτόγνωρα συναισθήματα, εκλύοντας ότι εμποδίζει η επιφανειακή κρίση. Ένα πέλαγο που δονεί την ύπαρξη κάθε απλού ανθρώπου ο οποίος ξέρει γιατί γεννήθηκε, γιατί οφείλει να ζει. Και τούτο μέσα στην Ελληνική πάντοτε εκδοχή του ηρωισμού όπου του υποκειμενικό ταυτίζεται με το αντικειμενικό. Σωκρατικά και πλατωνικά στοιχεία και ο δρόμος. Ο δρόμος για τη λευτεριά και την ειρήνη.
«Αγαπημένε μου Ζολιό έχω καιρό ν’ ακούσω ένα αστέρι / να σκάβει μια γούβα στην καρδιά μου /για να φυτέψει ένα λουλούδι. / Νάμαστε ολημερίς μέσα στον ήλιο / και να μην έχουμε δυο πήχεις θάλασσα / να τυλίξουμε την καρδιά μας που καίγεται/ να κουβαλάμε ολοχρονίς το μπόγο μας / τον καημό μας τον καημό των δικών μας τον καημό του κόσμου /…
Αλήθεια δεν θυμόμαστε / πως χαιρετάει ένα πράσινο φύλλο τη μέρα / πως σεργιανάει η λιακάδα στα περβόλια / τι χρώμα παίρνει η σκιά του δέντρου στο νερό / τι σχήμα παίρνει το σώμα της γυναίκας κάτου απ’ τ’ άσπρο σεντόνι / θυμόμαστε μονάχα κείνους που πεθάνανε / για τη λευτεριά και την ειρήνη…
Γιαυτό δεν ντρέπεται ο στίχος μου / να περπατήσει ανάμεσό σας με τις αρβύλες του / ν’ αφήσει την καρδιά μου αδέξια πάνου στο τραπέζι σας /όπως αφήνει ο χωρικός ένα μικρό άσπρο πρόβατο / απάνου στην ποδιά της λευτεριάς και της ειρήνης…»
Στον «Επιτάφιο» η απώλεια άχρονη και διαχρονική, της αρχαίας τραγωδίας, της Παναγίας, η σφαγμένη άνοιξη της ζωής, η κομμένη στα δυο ελπίδα, η απόλυτη οδύνη της αιώνιας μάνας του κόσμου και μεταφορικά μια καταχώρηση της εθνικής και φυλετικής μας ταυτότητας. «Γιέ μου σπλάχνο των σπλάχνων μου / καρδούλα της καρδιάς μου / πουλάκι της φτωχιάς αυλής / ανθέ της ερημιάς μου. Γιέ μου ποια μοίρα στο γραψε / και ποια μου τόχε γράψει / τέτοιο καημό τέτοια φωτιά / τα στήθια μου ν’ ανάψει;»
Μας σεργιάνισε στις γειτονιές του κόσμου όπου «δε θέλει να σωπάσει τούτος ο άνεμος». «Φυσάει ανακατώνοντας τις φωτιές και τις σελίδες της Ιστορίας/ανακατώνει τις σπίθες απ’ τις γειτονιές του κόσμου /τραντάζει ένα μεγάλο δάσος ελπίδας».
Μας μεταδίδει την πίστη του για τις γειτονιές του κόσμου όταν στις κυψέλες των ανθρώπων τα μικρά όνειρα, όπως το ψωμί, χορταίνοντας μεγαλώνουν κι ανοίγουν τα παράθυρα της άνοιξης και ξεκλειδώνουν οι καρδιές και τα σπίτια.
«Πολλά χέρια τόνα μέσα στ’ άλλο / τούτα τα χέρια φτιάχναν ένα μεγάλο δίχτυ / τούτο το δίχτυ ξέραμε μπορούσε να ψαρέψει τ’ άστρα, τα πουλιά, τα σύννεφα / μπορούσε να ψαρέψει την ευτυχία του κόσμου».
Μας μίλησε για τη «Δοκιμασία», όπου η στέρηση ενδημεί και γυμνώνει την ύπαρξη οδηγώντας στο άλλο φως.
«Ο δρόμος είναι δύσκολος κι είναι γυμνός / σαν ένα χέρι που ποτέ δε χάιδεψε / και που ποτέ δε συγχωρεί. Ο δρόμος που οδηγεί κοντά μου βρίσκεται εντός σου / σκύψε βαθιά πολύ βαθιά σου / τόσο που να λυγίσεις όπως ένα τόξο. / Εκεί ανατέλλει το φως μου που αγαπάς / το δικό σου φως/το φως όλου του κόσμου».
Η μαγεία των λόγων του ξεδιπλώνεται στα τοπία της γέννησης ενός παιδιού που θριαμβεύει η ζωή και το θαύμα της εκφέρεται με τη συστράτευση όλης της πλάσης, όπου δέντρα, αστέρια, λουλούδια, πουλιά, ουρανός, γη σμίγουν στο κάλεσμα του ποιητή καθώς εκείνος έκθαμβος παρακαλεί την κόρη του «κράτησέ με» όταν αργότερα της μαθαίνει «η χαρά δε γράφεται με πράσινο /γράφεται με κόκκινο/.Η χαρά είναι κόκκινο γαρίφαλο. Να το θυμάσαι. Κόκκινο γαρίφαλο».
Το διδάσκει συλλαβίζοντας τον άνθρωπο «άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη απ’ τη χαρά που δίνεις».
Του μετράει τα χρόνια με αμέτρητη ευτυχία «ένα καροτσάκι / τέσσερες Απρίληδες το σέρνουν / τέσσερες Απρίληδες με σέρνουν μες τον ουρανό».
Φτιάχνει το «Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού» με μια αριθμητική καινούργια στων παιδιών τον κόσμο:
«άλλοτε διαβάζαμε τα μαθήματά μας και λέγαμε πως δυο και δυο κάνουν τέσσερα. / Τώρα δυο λουλούδια και δυο αχτίδες δεν κάνουν τέσσερα/ κάνουν την ψυχή μας .
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυο / κάνουν ένα Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα».
Τρυφερά τραγούδια, ήχοι, μουσικές εικόνες. Ο Ρίτσος ακούει «..τον ήχο από’ να δέντρο που ξεφλουδιζόταν μόνο του…» ...αφουγκράζεται τα πυκνά, συντεταγμένα βήματα των σταφυλιών, τους σπόρους που ανοίγουν…».
Ακούει τις δροσοσταλίδες που «..γλιστρούν από φύλλο σε φύλλο / κι είναι το δάσος όλο ένας ψαλμός μες την απέραντη εκκλησιά του».
Μιλά σιγά στ’ αυτί μιας πεταλούδας.
Κι «όταν περνούσε η Παναγιά σιωπηλή κάτου απ’ τα δέντρα / κανένας δεν την άκουσε… / Μονάχα τα τριζόνια τη χαιρέτησαν κι ένα μεγάλο αστέρι χτύπησε / σα μια χορδή κάποιο άγνωστο τραγούδι που τ’ ακούσαν μόνο / τα παιδιά στον ύπνο τους και γύρισαν απ’ τ’ άλλο τους πλευρό χαμογελώντας …»
Τραγουδάει, μάχεται, σαλπίζει. Στο « Εμβατήριο του ωκεανού» αποφαίνεται «δεν έχει σύνορα η καρδιά μας πουαγάπησε τη θάλασσα» και ρωτάει «ποιος εξορίζει τον ήλιο απ’ τα μαλλιά των παιδιών;» Ο ποιητής χωρεί στην τέταρτη διάσταση σ’ ένα κύκλο εσωτερικής πολυσημίας και αναζήτησης.
Έχοντας τις ατέλειωτες περγαμηνές των συλλογών του που τις συνόψιζε ο ίδιος σε τρείς λέξεις, Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος, αφού καταδύθηκε στο μύχιο βάθος της ύπαρξης με τη γνώση «πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο» κινούμενος στο άπειρο που θεωρεί ότι μπορεί να κατακτηθεί μόνο με τη συμμετοχή στην «παγκόσμια τρυφερότητα», μεστός στα εκφραστικά του μέσα, δίνει «Τη σονάτα του σεληνόφωτος», όπου μετριέται η κλίμακα της ποιητικής του πνοής και αποκαλύπτει, υπερρεαλιστικά, με απίστευτη ευαισθησία και διεισδυτική ματιά τον ψυχικό κόσμο της γυναίκας, σ’ ένα παραλήρημα μέσα απ’ το χρόνο που φεύγει. Ο μεγάλος διανοητής ποιητής Λουί Αραγκόν θα μιλήσει εντυπωσιασμένος για «βίαιο τράνταγμα της μεγαλοφυΐας».
Η ποίησή του θεμελιώθηκε στο αιώνιο. «Έχτιζε» για την αιωνιότητα, την παγκοσμιότητα, την τρυφεράδα και την ιερότητα των απλών στιγμών της ζωής χωρίς να κλείνει τα μάτια μπρος στην ασκήμια.
Η ποίησή του μια ισόβια μάχη για το φως το οποίο μοιράζεται αγωνιωδώς, γεννάει και πέμπει μηνύματα διαχρονικά με αναφορές στον Όμηρο, στα Ευαγγέλια, τραγουδώντας την ομορφιά, το όραμα, τον αγώνα, την Ελλάδα, αναδεικνύοντας το βάρος της λέξης «λαός», της λέξης
«σύμπαν», της λέξης «ελευθερία», της λέξης «ειρήνη».
«…Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη…»
Με το όραμά του για την ειρήνη, με τη Ρωμιοσύνη «να καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» ας τον θυμόμαστε και ας του αποδώσουμε τιμή για το αληθινό πρόσωπο της ποίησής του.
Καταθέτοντας το ελάχιστο σ’ αυτή τη φωνή, αφήνω στο βωμό της από τα «Επινίκια» με το δοξαστικό «Αγιασθήτω», ένα «άσμα ασμάτων» που είχε αφιερώσει στο Μάνο Κατράκη.
«... εδώ η Αρχή εδώ η Ποίηση κι ο Έρως
εδώ το μάρμαρο και το αίμα και το πνεύμα
εδώ το βλέμμα περιηγείται από τα μέσα
την αρχιτεκτονική των αγαλμάτων.
Εδώ οι ωραίοι νεκροί μπορούν να κοιμηθούν
μέσα στον ύπνο δικαιωμένοι
αγιασθήτω το όνομα του Ανθρώπου
αγιασθήτω το όνομα του κόσμου
αγιασθήτω το όνειρο και το έργο
αγιασθήτω ο Ήλιος και η Σελήνη
αγιασθήτω ο Άρτος των λαϊκών αγώνων
αγιασθήτω ο ύμνος των ποιημάτων
αγιασθήτω η ενάρετη Ειρήνη επί Γης και εν Υψίστοις .-
_
γράφει Μαρία Σκουρολιάκου
τοβιβλίο.net | Διάβασέ το!
Εδώ πραγματικά περιτέυουν τα σχολεια γιά τέτοιους ημίθεους σαν τον Ρίτζο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδώ πραγματικά περιτέυουν τα σχολεια γιά τέτοιους ημίθεους σαν τον Ρίτζο.
ΑπάντησηΔιαγραφή