Σάββατο 23 Απριλίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ: ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Ο ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΜΑΡΞ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΓΟΝΩΝ

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΤΕΛΗ

Η μετά τους ιδρυτές του μαρξισμού πορεία αυτής της παράδοσης, εκτός μερικών λαμπρών εξαιρέσεων, συνδέεται εν πολλοίς με ποικίλες ερμηνείες διαφόρων επιγόνων, δογματικού και αναθεωρητικού χαρακτήρα, αλλά και με επιδράσεις διαφόρων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας (βλ. τεχνολογικός ντετερμινισμός και οικονομικός ντετερμινισμός, ηθικός σοσιαλισμός, αυστρομαρξισμός, Κάουτσκι κλπ.).
Η επίσημη σοβιετική ιδεολογία, αλλά και σημαντικό μέρος της αριστεράς μέχρι σήμερα, υπό τον όρο «μαρξισμός-λενινισμός» εννοούσε ένα άμορφο, εσωτερικά μη διαφοροποιημένο και ιστορικά απροσδιόριστο συνονθύλευμα εργαλειακά χρησιμοποιούμενων θέσεων των κλασικών, δίκην αποσπασματικών «παραθεμάτων» κατά το δοκούν, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν το επίπεδο θεωρητικής ανάπτυξης, το μεθοδολογικό βάθος, την ιδιοτυπία και τις διαφορές προσέγγισης διαφορετικών θεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων που διευθετούσε ο καθένας τους σε διάφορα στάδια ιστορικής ανάπτυξης του μαρξισμού, αλλά και το όλο πλαίσιο (διαλόγου, πολεμικής, συγκειμένων, περιρρέουσας προβληματικής κ.ο.κ.) εντός του οποίου έχουν διατυπωθεί οι εκάστοτε θέσεις.



Αυτή η εργαλειακή-απολογητική χρήση του μαρξισμού συνοδευόταν από μια δογματική ανιστορική, αντιιστορική και αφηρημένη (εν πολλοίς θεοκρατικού τύπου) αντίληψη για τους «κλασικούς», οι οποίοι προέβαλλαν ως «τριάς ομοούσιος και αχώριστος» (αργότερα ως «τετράς», «πεντάς» με εναλλασσόμενες εκδοχές αναφορικά με το πρόσωπο-«ενσάρκωση» της 4ης κλπ. υπόστασης…) χωρίς καν να εξετάζονται οι διαφορές τους. Αργότερα, στο συνονθύλευμα εργαλειακά χρησιμοποιούμενων θέσεων και αποσπασματικών «παραθεμάτων» κατά το δοκούν, προστέθηκαν και τα εκάστοτε θεωρούμενα ως ορθά επίσημα κείμενα εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων.

Μετά τους κλασικούς του μαρξισμού, υπήρξαν πολλά εγχειρήματα συστηματοποίησης κατ' αρχάς των θέσεων (ρήσεων, χωρίων κ.ο.κ.) από τα κείμενα των κλασικών, στη βάση των οποίων θα μπορούσε να συστηματοποιηθεί μια παρουσίαση του ιστορικού υλισμού. Στη συνέχεια υπήρξαν πολλά εγχειρήματα συγκροτημένης και συνεκτικής διατύπωσης των κομβικών εννοιών, κατηγοριών και αρχών του ιστορικού υλισμού, τόσο σε επίπεδο έρευνας, όσο και σε επίπεδο εκλαΐκευσης, με τη μορφή εύληπτων εγχειριδίων. Στην ΕΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες του πρώιμου σοσιαλισμού του 20ου αι., η τελευταία μορφή συνδέθηκε με την ανάγκη προπαγάνδισης του μαρξισμού-λενινισμού ως επίσημης ιδεολογίας. Η διερεύνηση της ιστορίας όλων των παραπάνω εγχειρημάτων, σε συνάρτηση με την εκάστοτε αντίληψη που είχαν οι άνθρωποι για τα συγκεκριμένα ιστορικά καθήκοντα και τις ανάγκες του επαναστατικού κινήματος και την όποια σοσιαλιστική οικοδόμηση, απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση, που υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες και το χαρακτήρα αυτού του μαθήματος.

Στην καθιερωμένη επίσημη σοβιετική εκδοχή του μαρξισμού, ο ιστορικός υλισμός θεωρείται συστατικό στοιχείο της μαρξιστικής - λενινιστικής φιλοσοφίας και ταυτόχρονα γενική κοινωνιολογική θεωρία, επιστήμη για τους γενικούς και ειδικούς νόμους λειτουργίας και ανάπτυξης του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Ως φιλοσοφική αντίληψη της ιστορικής διαδικασίας, ο ιστορικός υλισμός προβάλλει -κατά την δογματοποιημένη εκδοχή του μαρξισμού- ως «η επέκταση των αρχών του διαλεκτικού υλισμού στον τομέα των κοινωνικών φαινομένων». Στην πραγματική ιστορία του μαρξισμού και της επιστήμης εν γένει,ουδέποτε υπήρξε τέτοια κατάσταση, κατά την οποία έλαβε χώρα κάποια επέκταση των αρχών κάποιου προϋπάρχοντος «διαλεκτικού υλισμού στον τομέα των κοινωνικών φαινομένων», ως τρόπον τινά ολοκλήρωση της δομής του υλισμού με την ένταξη στο εξηγητικό του πεδίου της κοινωνίας και την εμφάνιση της επιστημονικής κοινωνιολογίας. Η θέση αυτή ανατρέχει για την τεκμηρίωσή της σε κάποιες σχετικές αναφορές του Λένιν, όπως αυτές που υπάρχουν π.χ. στο λήμμα “Κ. Μαρξ” (1914-1915) για το εγκυκλοπαιδικό λεξικό “Γκρανάτ”: «Η συναίσθηση της ανακολουθίας, της ατέλειας και της μονομέρειας του παλιού υλισμού έπεισε το Μαρξ ότι είναι ανάγκη «να εναρμονιστεί η επιστήμη για την κοινωνία με την υλιστική βάση και να αναδιοργανωθεί σε αντιστοιχία με τη βάση αυτή» (Λένιν Β. Ι., Άπαντα, τ. 26, σελ. 55). Στο κείμενο αυτό, ο Λένιν, παραπέμπει στο σχετικό χωρίο περί «εναρμόνισης της επιστήμης για την κοινωνία με την υλιστική βάση» από το έργο του Ένγκελς “Ο Λ. Φόιερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας”. Η θέση αυτή, έχει εδραιωθεί αρκούντως, χάρη στην σχηματική της απλότητα.

Από την άλλη πλευρά, οι συνδεόμενες με τα ρεύματα του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού» (βλέπε τις διάφορες εκδοχές του νεομαρξισμού) επιφανειακές απόπειρες αντιπαράθεσης των κλασικών του μαρξισμού (στους οποίους οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνεται και ο Λένιν) ανάγουν ουσιαστικά τον λενινισμό σε μια από τις πολλές (ιστορικά και γεωγραφικά περιορισμένες) ερμηνείες του μαρξισμού, γεγονός που οδηγεί ουσιαστικά σε απολογητική και σε περαιτέρω απόσπαση της θεωρίας από την επαναστατική πολιτική πρακτική, στον εκφυλισμό του μαρξισμού σε ακαδημαϊκή, «καθηγητική» (Μαρξ), «νόμιμη» και ανώδυνη για τις εκμεταλλεύτριες τάξεις ενασχόληση.

Η θεωρητική και μεθοδολογική αποτίμηση του έργου του Λένιν απαιτεί ξεχωριστές μελέτες. Με τον Λένιν κλείνει ουσιαστικά ο κύκλος των επαναστατών ηγετών της πολιτικής πράξης που βρίσκονταν ταυτοχρόνως, στις επάλξεις της επαναστατικής κοινωνικής θεωρίας και φιλοσοφίας.

Στα πλαίσια των εντυπωσιακής ποικιλομορφίας τάσεων και αποχρώσεων του μαρξισμού, μπορούμε να διακρίνουμε δύο εκ πρώτης όψεως αντίθετες κατευθύνσεις: του δογματισμού και του αναθεωρητισμού-σκεπτικισμού .

Ο αναθεωρητισμός, ως τάση επανεξέτασης, αμφισβήτησης και διασκευής συνοδεύει τη μετεξέλιξη κάθε ιδεολογικού, κοσμοθεωρητικού και θεωρητικού συστήματος από μέρος των επιγόνων των θεμελιωτών του και συνήθως, έπεται της δογματικής προάσπισής του από άλλους (ή και τους ίδιους μεταλλαγμένους) επιγόνους.

Στην ιστορία της φιλοσοφίας οι εκπρόσωποι του σκεπτικισμού χαρακτήριζαν δογματισμό κάθε φιλοσοφία, στο βαθμό που προέβαλλε θέσεις ως πεποιθήσεις και βεβαιότητες, συμβάλλοντας με την κριτική τους στην προαγωγή της διαλεκτικής αλλά και στη διάκριση δογματισμού – σκεπτικισμού, ως ακραίων πόλων της μεταφυσικής νόησης.

Ο δογματισμός αντιμετωπίζει τον μαρξισμό αποκλειστικά ως ολοκληρωμένο, άρτιο, πλήρες, μη αντιφατικό, κλειστό και αύταρκες σύστημα, έτοιμο ως έχει για κάθε «χρήση», ως ανιστορικό ανεπίδεκτο ανάπτυξης πάγιο μόρφωμα. Ενώ ο δογματισμός επιδιώκει την άνευ όρων συντήρηση και παρωχημένων στοιχείων του μαρξισμού, ο αναθεωρητισμός, επικαλούμενος τα «νέα γεγονότα», απορρίπτει τον ουσιώδη πυρήνα του, που διατηρεί τη σημασία του και στις μεταβεβλημένες συνθήκες, αναδεικνύοντας και απολυτοποιώντας στοιχεία που θεωρεί ότι σηματοδοτούν τον πεπερασμένο, περιορισμένο και παρωχημένο χαρακτήρα των θεμελιωδέστερων θέσεών του, ανάγοντας έτσι τον μαρξισμό (με μιαν οπτική ιστορικού σχετικισμού) σε ένα κατ’ εξοχήν ιστορικά περιορισμένο φαινόμενο, ήσσονος εμβέλειας, ευμετάβλητο, αναθεωρήσιμο και γι’ αυτό αναθεωρούμενο διαρκώς κατά το δοκούν. Σε αντιδιαστολή με τον δογματισμό, που απολυτοποιεί τη διαφορά, την ασυνέχεια του μαρξισμού με προγενέστερες και σύγχρονες αντίπαλες θεωρήσεις, ο αναθεωρητισμός απολυτοποιεί τη συνέχεια, αγνοώντας την ποιοτική και ουσιώδη διαφορά του μαρξισμού, απορρίπτοντάς τον βαθμιαία και αντικαθιστώντας τον με μιαν εκλεκτική συρραφή αστικών και μικροαστικών θέσεων, που τις προβάλλει ως «ανανέωση». Και οι δύο τάσεις αντιμετωπίζουν μονόπλευρα την ενιαία στην αντιφατικότητά της γνωστική διαδικασία, απολυτοποιώντας είτε τη στιγμή του απόλυτου της αλήθειας των κεκτημένων γνώσεων (δογματισμός) είτε τη στιγμή του σχετικού, της σχετικότητας κάθε γνώσης, απορρίπτοντας τελικά την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας (αναθεωρητισμός).

Από μεθοδολογικής σκοπιάς και οι δύο τάσεις παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα, δεδομένου ότι ο μεν δογματισμός συστηματοποιεί και χειρίζεται τις αποστεωμένες και αδιάσειστες αλήθειες ισάξιας εγκυρότητας, πληρότητας και επικαιρότητας στις οποίες ανάγει τον μαρξισμό (με τη βοήθεια της λογικής της μη αντιφατικότητας, της τυπικής λογικής), ο δε αναθεωρητισμός αντικαθιστά τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο με τον γραμμικό εξελικτισμό και την εκλεκτική συρραφή ανομοιογενών και ετερόκλητων θέσεων. Έτσι και οι δύο αυτές τάσεις παραμένουν προσκολλημένες μεταφυσικά στην προ-διαλεκτική βαθμίδα της νόησης, στη διάνοια, υποκαθιστώντας με διάφορους τρόπους τη θεωρία με τον έρποντα εμπειρισμό.

Στο ζήτημα της συσχέτισης στρατηγικής και τακτικής, ο μεν δογματισμός απολυτοποιεί μονόπλευρα την πρώτη (κατά την ιησουίτικη αρχή: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»), ο δε αναθεωρητισμός τη δεύτερη («ο σκοπός είναι ένα τίποτε, το παν είναι το κίνημα», κατά τον Ε. Μπερνστάιν), γεγονός που οδηγεί αμφότερους σε δύο κατευθύνσεις του πολιτικού καιροσκοπισμού-τακτικισμού: στον αριστερό οπορτουνισμό (αριστερισμό, σεχταρισμό) και στον δεξιό οπορτουνισμό-ρεφορμισμό. Η μεθοδολογική εγγύτητα των εν λόγω τάσεων, σε τελευταία ανάλυση, απορρέει από τον μικροαστισμό που χαρακτηρίζει ορισμένα στρώματα του εργατικού κινήματος (προνομιούχα τμήματα της εργατικής τάξης, εργατική «αριστοκρατία» και γραφειοκρατία συνδικαλιστικών, κομματικών κ.ο.κ. μηχανισμών), αλλά σε σημαντικό βαθμό και τα ηγετικά κλιμάκια των χωρών στις οποίες είχε δρομολογηθεί εναλλακτικού ως προς την κεφαλαιοκρατία τύπου ανάπτυξη.

Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η δογματική αναγωγή του μαρξισμού σε οικονομικό ντετερμινισμό και σε θεωρία των παραγόντων, που μετεξελίχθηκε στη συνέχεια στον νεοκαντιανού τύπου «ηθικό σοσιαλισμό», είτε η δογματική κωδικοποίησή του, που οδηγήθηκε τελικά στον ιδεολογικό εκφυλισμό της «περεστρόικα» και σε υιοθέτηση αντιδραστικών ιδεολογημάτων.

Σήμερα απαιτείται μια δημιουργική ανάπτυξη-«άρση» του θεωρητικού και φιλοσοφικού κεκτημένου του μαρξισμού, ικανή να υπερβεί την άγονη αντιπαλότητα δογματισμού-αναθεωρητισμού, ως τεκμηρίωση-πρόγνωση των προοπτικών του επικείμενου επαναστατικού κινήματος και ως θετική επιστημονική ερμηνεία των υπαρκτών νέων κοινωνικών και επιστημονικών προβλημάτων, τα οποία ο μεν δογματισμός τα αγνοεί, ο δε αναθεωρητισμός συχνά τα εντοπίζει, αλλά αδυνατεί να τα ερμηνεύσει ορθά.

Εδώ, είναι σκόπιμο να γίνει μία –έστω και συνοπτική– αναφορά στις δυνατότητες και στους περιορισμούς των μαρξιστών, ή μαρξιστικής αναφοράς, ερευνητών. Στην κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον 20ό αιώνα μετά τη νίκη και την εδραίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης, η μαρξιστική, είτε μαρξιστικής αναφοράς, διανόηση, τόσο στις ανεπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όσο και στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες του «πρώιμου σοσιαλισμού», χωρίστηκε σε δυο αλληλοτροφοδοτούμενες, αλλά διακριτές, κατηγορίες: σε εκείνους που βρήκαν καταφύγιο στην ακαδημαϊκή δραστηριότητα του πανεπιστημίου και στους άμεσα εμπλεκόμενους στην εξυπηρέτηση των τρεχουσών κομματικών ιδεολογικών αναγκών.

Στην ανεπτυγμένη κεφαλαιοκρατική Δύση, η διανόηση αυτή έφερε το στίγμα της ήττας των επαναστατικών κινημάτων μετά τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο και της μακροχρόνιας ειρηνικής περιόδου του συστήματος με τη συνακόλουθη ενσωμάτωση σε αυτό. Ένα στίγμα που δρομολόγησε τη βαθμιαία περαιτέρω απόσπαση της θεωρίας από την πρακτική των πολιτικών φορέων της εργατικής τάξης. Η απόσπαση αυτή μεγάλωνε όσο απομακρυνόταν η ρεαλιστική προοπτική του σοσιαλισμού σε αυτές τις χώρες, όσο απουσίαζε ένα ρωμαλέο επαναστατικό κίνημα.

Έτσι, οι άμεσα στρατευμένοι κομματικοί ιδεολόγοι, ως κατεξοχήν ασχολούμενοι με τη «θεωρητική» επένδυση των εκάστοτε ειλημμένων αποφάσεων πολιτικών ηγεσιών, ήταν αδύνατο να αναπτύξουν τη θεωρία. Άλλωστε, ο τακτικισμός που συνόδευε τη σταδιακή ενσωμάτωση και τη γραφειοκρατικοποίηση αυτών των κομμάτων, που έλκουν την καταγωγή τους αρχικά από την Β’ και στη συνέχεια από την Γ’ Διεθνή, δεν είχε ανάγκη από θεμελιώδη ανάπτυξη της θεωρίας (που μόνο προβλήματα θα δημιουργούσε στη διαχείριση της ενσωμάτωσης από τις ηγεσίες). Τη θέση της θεωρίας παίρνουν φραστικά-συνθηματολογικά υποκατάστατα. Η εγγύτητα που έχουν οι γραφειοκρατικοποιημένοι και ενσωματωμένοι κομματικοί μηχανισμοί των καταλοίπων των πάλαι ποτέ επαναστατικών πολιτικών φορέων προς την επαναστατική κοινωνική θεωρία και φιλοσοφία είναι αντιστρόφως ανάλογη της απόσπασης της τακτικής από τη στρατηγική.

Οι απομονωμένοι στα πανεπιστήμια θεωρητικοί μαρξιστικής αναφοράς (οι όλο και λιγότεροι εναπομείναντες), εντασσόμενοι ούτως ή άλλως στις ομάδες αναφοράς και στις διαδικασίες αλλεπάλληλων αξιολογήσεων αυτού του θεσμού, οδηγούνται σε ποικίλες μονομέρειες και επαναπροσανατολισμούς. Μέρος τους επιδίδεται σε έναν αφηρημένο μεθοδολογισμό. Άλλοι, ακολουθώντας πορεία ευθέως αντίστροφη αυτής του γίγνεσθαι του κλασικού μαρξισμού, συρρικνώνουν το πεδίο ενασχόλησής τους, ολοένα απομακρυνόμενοι από την οικονομία και την πολιτική προς την ακαδημαϊκή φιλοσοφία, την αισθητική και τη φιλοσοφία της τέχνης. Για τον “ακαδημαϊκό μαρξισμό” και την “καθηγητική επιστήμη”, ο μαρξισμός δεν είναι παρά ένα από τα ρεύματα της σκέψης στην ιστορία των ιδεών. Η όποια αναφορά σε αυτόν, αν και όποτε βρίσκει κάπου θέση, κατά κανόνα γίνεται στα πλαίσια της πληρότητας και της πολυφωνίας της πραγμάτευσης κάποιων θεματικών, στα πλαίσια της πληρότητας της έκθεσης/παράθεσης ιδεών. Η ακαδημαϊκή ενασχόληση με τα κείμενα των κλασικών –αποσπασμένη από τη διερεύνηση πραγματικών γνωστικών αντικειμένων– οδηγεί σε (κάθε άλλο παρά πάντοτε ακριβή) αναδρομική-αναγωγική αναζήτηση των πνευματικών καταβολών του μαρξισμού, καθώς και σε ποικίλες ωσμώσεις με ποικίλα αστικά ρεύματα του συρμού (νεοκαντιανισμό, φαινομενολογία, νεοχεγκελιανισμό, φαινομενολογία, νεοσπινοζισμό, νεοθετικισμό, επιστημονισμό, υπαρξισμό, στρουκτουραλισμό, φροϋδισμό, μεταμοντέρνο κ.ο.κ.). Υπάρχουν τάσεις π.χ. που βλέπουν τον μαρξισμό ως μια προέκταση του αστικού διαφωτισμού. Οι θιασώτες της στρουκτουραλιστικής ερμηνείας του μαρξισμού, πασχίζουν να εξοβελίσουν από τον μαρξισμό «το ζεύγος Υποκείμενο/Σκοπός» (ως δήθεν «μυστικοποίηση» της εγελιανής διαλεκτικής!), αναζητώντας στο παρελθόν των ιδεών προπομπούς του «θεωρητικού αντιανθρωπισμού» τους και των στρουκτουραλιστικών κατασκευών «ιστορίας χωρίς υποκείμενο» (βλ. π.χ. Αλτουσέρ). Άλλοι πάλι, «εμπλουτίζοντας» τον μαρξισμό τους με ιδέες της φιλοσοφίας της ζωής και του φροϋδισμού, υποβάλλουν σε κριτική τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, όχι ως κεφαλαιοκρατική, αλλά ως «παντοκρατορία του εργαλειοποιημένου λόγου», για να καταλήξουν τελικά σε ρομαντικές ουτοπικές αποδράσεις, στο επίπεδο του προμαρξικού υποκειμενικού ιδεαλισμού (Μαρκούζε), είτε και στην παραίτηση από τη θεωρία υπέρ της «πρωτοποριακής» τέχνης (Αντόρνο).

Σε μια πορεία αντίστροφη αυτής που διέγραψε ο κλασικός μαρξισμός, την οποία έχει περιγράψει ο Ένγκελς ως μετατροπή του σοσιαλισμού από ουτοπία σε επιστήμη, σήμερα παρατηρείται μια οπισθοδρόμηση από την επιστημονική θεωρία ξανά σε ουτοπικές εκδοχές παραμυθίας. Η τάση αυτή εμφιλοχωρεί σε κύκλους της διανόησης που η αδυναμία τους να εξηγήσουν επιστημονικά τα αίτια της αντεπανάστασης και της κεφαλαιοκρατικής παλινόρθωσης στις πρώιμες σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ου αι., σε συνδυασμό με την αγωνία τους να μην αναλάβουν την ευθύνη της όποιας ταύτισής τους με τους ηττημένους και λοιδορούμενους από την αστική προπαγάνδα, καταφεύγουν εκ νέου σε νεκρανάσταση της προμαρξικής ουτοπίας, με διάφορες επανανοηματοδοτήσεις... Έχουν διατυπωθεί και ανοικτές προτροπές για μετάβαση από τον Μαρξ στον Φουριέ (βλ. Marcuse H. «An Essay on Liberation», Boston 1969, σ. 21-22). Επιπλέον, οι παραπάνω τάσεις οδηγούν σε όλο και πιο απροσπέλαστα και αυτοαναφορικά ιδιόλεκτα, που αναιρούν την αξίωση καθολικότητας την οποία κληροδότησε στην κοινωνική θεωρία ο μαρξισμός και ακυρώνουν τη διεθνιστική απεύθυνσή της.

Στην εποχή που η ανάγκη για ολοκληρωμένα εξηγητικά εγχειρήματα και ελπιδοφόρες προοπτικές γίνεται όλο και πιο έντονη, στα όρια της φιλοσοφίζουσας δημοσιολογίας περί της σύγχρονης κοινωνίας κινούνται ορισμένες προβεβλημένες απόψεις, που συντάσσονται εσπευσμένα, αποσπασματικά και εκ του προχείρου, μέσω εκλεκτικών συρραφών συγκεχυμένων εμπειρικών-φαινομενολογικών περιγραφών πτυχών και εκφάνσεων της σύγχρονης κοινωνίας. Άνθρωποι, κοινό γνώρισμα των οποίων είναι η κακή γνώση είτε η παντελής άγνοια της κοινωνικής θεωρίας του ιστορικού υλισμού και γενικότερα του μαρξισμού, παρεμβαίνουν δίκην προφητών επί βασικών προβλημάτων της ιστορίας και της εποχής μας. Εκ των πραγμάτων ακυρώνονται τα εγχειρήματα συγκάλυψης και παράκαμψης θεωρητικών και μεθοδολογικών δυσκολιών με προκατασκευασμένα σχήματα που έλκουν την καταγωγή τους από ιστορικές αναλογίες, είτε (και) διά της ονοματοθεσίας… Επ’ ουδενί λόγω δεν συνιστά θεωρία η σπουδή που επιδεικνύουν κάποιοι σε φραστικά υποκατάστατα της πραγματικής διερεύνησης της ολότητας των πλευρών της πραγματικότητας που «αντιστέκονται» στη διαύγαση, απλώς «προσάπτοντας κατηγορούμενο στο υποκείμενο» (Χέγκελ). Ορισμένοι, φέρ’ ειπείν, έσπευσαν να αποκαλέσουν τη νυν παγκόσμια συγκυρία «αυτοκρατορία» (M. Hardt & Α. Negri) και να υποκαταστήσουν την συγκεκριμένη ιστορική κατηγορία «εργατική τάξη» με το απροσδιόριστο «πλήθος», τροφοδοτώντας ειδυλλιακές αυταπάτες και απολογητικά ιδεολογήματα που συγκαλύπτουν την αντιφατικότητα και τα καταστροφικά αδιέξοδα του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για μια διαδικασία «αποεδαφικοποιημένης» πλανητικής ενοποίησης της ανθρωπότητας, ενός εθελούσιου καταμερισμού εργασίας, όπου όλοι λειτουργούν ως αλληλέγγυοι και ισότιμοι εταίροι με καθολική πρόσβαση σε ελευθέρως ρέοντα αγαθά, υπηρεσίες, πληροφορία, γνώση, επικοινωνία κ.ο.κ. Δεν θεμελιώνεται προοπτική με πλαστή αισιοδοξία και κατασκευές υποκειμένων με τα «υλικά» του μεταμοντέρνου χυλού.

Έχει διαμορφωθεί μια ολόκληρη παράδοση, που αρκείται στην καταγραφή, είτε στην απλή κριτική και στην άρνηση του εντεύθεν πρακτικά ανυπέρβλητου παρόντος, υπό το πρίσμα ενός επέκεινα ουτοπικού σχεδιάσματος, δηλαδή, υπό το πρίσμα μίας επιπλέον υποστασιοποιημένης εξιδανίκευσης, αντιστροφής και μετάθεσης αυτού του ανυπέρβλητου παρόντος. Η βιωματική εσωτερίκευση της ήττας, του αδιέξοδου και της απουσίας προοπτικής, όσο κι αν υποστασιοποιείται στη θετικά αντεστραμμένη συμβολική νοηματοδότησή της, δεν μεταφράζεται σε νικηφόρο σάλπισμα διεξόδου και προοπτικής ενός νέου ιστορικού υποκειμένου. Αλίμονο σ’ αυτούς που έχουν ως μοναδική τους ελπίδα την αντεστραμμένη εξιδανίκευση – ουτοπική υποστασιοποίηση της απελπισίας τους. Καμία μεσαιωνικής θεολογικής εμπνεύσεως τελεολογία του «εισέτι μη όντος» δεν υποκαθιστά την ανάγκη της εντός της ιστορίας θεωρητικής διάγνωσης, πρόγνωσης και μεθοδολογικής θεμελίωσης των μέσων και των δρόμων αυτής της προοπτικής. Η ιστορία δεν εκτυλίσσεται τελεολογικά-εσχατολογικά, σαν να έλκεται, σαν να σύρεται από την ουτοπική και μυστικιστικά παρούσα μελλοντική συγκρότησή της. Η προοπτική δεν έρχεται με «συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος».



ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ ΤΟΥ ΚΛΑΣΙΚΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ



Α) Η ΜΑΡΞΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κατά τις δεκαετίες του 1850 και 1860 η κεφαλαιοκρατία βρίσκεται ήδη στο στάδιο της ωριμότητάς της (Αγγλία), ενώ η αστική κλασική πολιτική οικονομία είχε ήδη εν πολλοίς ολοκληρώσει την ανάβαση από το αισθητηριακό συγκεκριμένο στο αφηρημένο, με βασικό επίτευγμα την εργασιακή υπόθεση περί της αξίας. Τα παραπάνω επέτρεψαν στον Μαρξ, βάσει της θεωρίας της υπεραξίας (της δεύτερης επιστημονικής ανακάλυψής του), να συγκροτήσει, με τη διαλεκτική μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, τη νοητή αναπαράσταση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αίροντας την πολιτική οικονομία της κεφαλαιοκρατίας στο στάδιο της ωριμότητάς της, γεγονός που καθιστά την πολιτική οικονομία την πλέον ανεπτυγμένη από την άποψη της διαλεκτικής λογικής και μεθοδολογίας επιστήμη του μαρξισμού (άκου και: .

Αυτό φυσικά επ’ ουδενί λόγω δεν σημαίνει ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαντλούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας της κεφαλαιοκρατίας. Ο Μαρξ δεν ολοκλήρωσε ούτε το 1/6 του αρχικού οικονομικού ερευνητικού του προγράμματος, το οποίο βέβαια τροποποίησε μετά τον 1ο τόμο του «Κεφαλαίου». Η ανάπτυξη αυτή είναι εφικτή και αναγκαία. Προϋποθέτει την αφομοίωση, την ανάπτυξη και τη χρήση των μεν είτε των δε πλευρών, των θέσεων της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να αναπτυχθεί φέρ’ ειπείν η οικονομική ιστορία και ο θεωρητικός αναστοχασμός της σύγχρονης βαθμίδας της ανάπτυξης του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Αυτό επιτρέπει την άρση των περιορισμών της εξέτασης της οικονομίας υπό το πρίσμα ενός και μόνου εθνικού κράτους, όπως ήδη κατέδειξε ο Λένιν, με τη συνεισφορά του στη μελέτη του ιμπεριαλισμού των αρχών του 20ού αι., ως οικονομικού πρωτίστως φαινομένου του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

Με τη διαλεκτική μέθοδο που αναπτύσσει στο «Κεφάλαιο», ο Μαρξ εγκαινιάζει την εποχή της αυστηρά επιστημονικής (απελευθερωμένης από τον μυστικισμό) νοητικής ανασύστασης της ουσίας, της εσωτερικής συνάφειας των αναπτυξιακών διαδικασιών, την εποχή της αυστηρά επιστημονικής αντίληψης περί της ίδιας της νόησης, την εποχή κατά την οποία αρχίζει να δεσπόζει η συνθετική (ως άρση της αναλυτικής) έρευνα. Υπό αυτή την έννοια, από φιλοσοφικής και μεθοδολογικής πλευράς, το «Κεφάλαιο» προηγήθηκε των λοιπών επιστημών κατά πολλές δεκαετίες.

Ωστόσο, εκείνο που προβάλλει άμεσα στο «Κεφάλαιο» είναι η αυστηρά πολιτικοοικονομική, η συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα, ενώ η λογική, η μέθοδος αυτού του πολιτικοοικονομικού έργου είναι παρούσα σε λανθάνουσα μορφή.

Η ανάδειξη της λογικής του «Κεφαλαίου» του Μαρξ (εν γένει και εν συνόλω της διαλεκτικής της επιστημονικής νόησης περί του οργανικού όλου, της λογικής του αναπτυσσόμενου όλου) είναι μια θεμελιώδης επιστημονική ανακάλυψη, ένα τεράστιας σημασίας επίτευγμα των φιλοσοφικών και μεθοδολογικών ερευνών με μοναδική ευρετική σημασία. Ένα επίτευγμα που συνιστά, μεταξύ άλλων, και μεθοδολογική προϋπόθεση της άρσης της αντίθεσης μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού, στον βαθμό που αίρει κατ’ αρχήν τις κυρίαρχες μέχρι σήμερα αντιδιαλεκτικές ακρότητες στη γνωσιολογία και τη μεθοδολογία: την αναγωγή της κίνησης και των ιδιοτήτων του απεικονιζόμενου αντικειμένου στην κίνηση και στις ιδιότητες της απεικονίζουσας νόησης (που είναι ουσιαστικά ιδεαλισμός) και της αναγωγής της κίνησης και των ιδιοτήτων της απεικονίζουσας νόησης στην κίνηση και στις ιδιότητες του απεικονιζόμενου αντικειμένου (που ουσιαστικά είναι υλισμός).



Β) ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
ΤΗΣ ΥΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικές συνοπτικές επισημάνσεις κριτική αποτίμηση του θεωρητικού κεκτημένου της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Κατ’ αρχήν, όπως επισημάναμε, ο βαθμός θεωρητικής και μεθοδολογικής πληρότητας και επάρκειας της διερεύνησης του οργανικού όλου είναι σε τελευταία ανάλυση ευθέως ανάλογος του επιπέδου ανάπτυξης του πραγματικού αντικειμένου. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με το επίπεδο θεωρητικής διάγνωσης της ιστορίας αυτού του αντικειμένου.

Όσον αφορά την ανθρώπινη κοινωνία γνωστικό αντικείμενο, η κεφαλαιοκρατία συνιστά, κατά τον Μαρξ, τον τελευταίο εκμεταλλευτικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, την τελευταία βαθμίδα της διαμόρφωσής της, της «προϊστορίας» της, άρα, κατά τη διάρκεια της ζωής του Μαρξ, δεν έχουν καν δρομολογηθεί, έστω και κάποια πρώτα εγχειρήματα μετάβασης στην ωριμότητά της.

Η κλασική αστική κοινωνική φιλοσοφία έχει ήδη επιχειρήσει, τη συστηματική εξέταση της κοινωνίας βάσει της ιδεοκρατικά υποστασιοποιημένης αφηρημένης πνευματικής δραστηριότητας και του Κράτους ως ενσάρκωσης της «γενολογικής ουσίας του ανθρώπου» (Χέγκελ). Από μεθοδολογικής πλευράς, η προμαρξική κοινωνική θεωρία βρίσκεται σε κατώτερη βαθμίδα της διαμόρφωσής της, από αυτήν της σύγχρονής της αστικής πολιτικής οικονομίας. Αυτή η γνωσιακή συγκυρία, με τους ιστορικούς περιορισμούς της, επέτρεψε στους Μαρξ και Ένγκελς τη συγκρότηση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της θεωρίας περί κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών (πρόκειται για την πρώτη επιστημονική ανακάλυψη του Μαρξ με τη γόνιμη συμβολή του Ένγκελς), αρχικά ως υπόθεσης («Γερμανική Ιδεολογία») και στη συνέχεια ως αποδεδειγμένης θεωρίας («Κεφάλαιο»). Βασικά στοιχεία αυτής της θεωρίας είναι η υλιστική διαμεσολαβημένη «αναγωγή» όλων των σφαιρών της κοινωνικής ζωής στην οικονομία (βλ. κοινωνικό είναι-κοινωνική συνείδηση, βάση και εποικοδόμημα κλπ.) και η αντίστοιχη αντίληψη για τη δομή της κοινωνίας: ανάγκες – παραγωγικές δυνάμεις – σχέσεις παραγωγής – διανομής – ανταλλαγής – κατανάλωσης – μορφές κοινωνικής συνείδησης (ηθική, πολιτική, δίκαιο, αισθητική, θρησκεία, φιλοσοφία) – εποικοδόμημα. Η «υλιστική αντίληψη της ιστορίας του Κ. Μαρξ, αποτελούσε κατ’ εξοχήν γενίκευση των αποτελεσμάτων που προέρχονταν από την πορεία κατά την οποία η περί της κοινωνίας γνώση κινούταν από την επιφάνεια προς την ουσία, ενώ η πορεία της περί της κοινωνίας γνωστικής διαδικασίας από την ουσία προς το φαινόμενο και την πραγματικότητα δεν κατέστη δεσπόζουσα στην αντίληψη της διάρθρωσης της κοινωνίας που υπάρχει στα έργα των θεμελιωτών του μαρξισμού» . Επομένως, στον κλασικό μαρξισμό και ιδιαίτερα στον ιστορικό υλισμό, εκ των πραγμάτων δεσπόζει η αναγωγή (επ’ ουδενί λόγω ο αναγωγισμός που χαρακτηρίζει πολλούς επιγόνους), π.χ. των μορφών της συνείδησης και του εποικοδομήματος στην οικονομική βάση, ενώ η επιστημονική έρευνα δεν έχει προβεί στην επόμενη βαθμίδα της σύνθεσης, άρα δεν έχει φτάσει στο επίπεδο της συστηματικής ανάδειξης της αντίστροφης πορείας, της κλιμακωτά διαμεσολαβημένης «εξαγωγής» των εν λόγω μορφών από την απλούστατη σχέση και την ουσία της κοινωνίας.

Κατά την κριτική αποτίμηση του θεωρητικού κεκτημένου του ιστορικού υλισμού, χρειάζεται να εξετασθείο τρόπος και ο βαθμός διάγνωσης και ανάδειξης των νομοτελειών που διέπουν τη δομή και την ανάπτυξη της κοινωνίας, σε συνάρτηση με τους τρεις βασικούς νόμους της διαλεκτικής.Συστηματική ανάλυση αυτής της προβληματικής είναι ανέφικτη στα πλαίσια αυτού του μαθήματος. Ενδεικτικά θα αναφερθώ στον ιστορικό υλισμό, σε συνάρτηση με δύο από τους νόμους της διαλεκτικής.

Το στίγμα της άρνησης της κεφαλαιοκρατίας χαρακτηρίζει και την αντίληψη περί του νόμου που χαρακτηρίζει την ουσία του συστήματος, του νόμου της ενότητας και πάλης των αντιθέτων. Έτσι, κατά την εξέταση της λειτουργίας αυτού του νόμου, δίνεται έμφαση στην ανάδειξη των πλευρών και επιπέδων της σχέσης και αλληλεπίδρασης του βασικού ουσιώδους δίπολου και των παραγώγων αυτού, που χαρακτηρίζονται κατεξοχήν από εμφάσεις στα στοιχεία της διάκρισης, της διαφοράς και ιδιαίτερα της αντίθεσης (όπου ο ένας πόλος προϋποθέτει τον άλλο, ο ένας πόλος αποκλείει τον άλλο, σε μια σχέση αμοιβαίου αρνητικού ετεροπροσδιορισμού), με αντίστοιχη υποβάθμιση και παραγνώριση των στοιχείων της αφετηριακής ταύτισης, της ενότητας, της αμοιβαίας αναπαραγωγής των πόλων, αλλά και της βαθμίδας της καθαυτό αντίφασης, όπου επέρχεται αλληλοδιείσδυση των πόλων και αμοιβαία μετατροπή των πόλων στο θεμέλιο της περαιτέρω ανάπτυξης. Με αυτό το στίγμα της έμφασης στην άρνηση της κεφαλαιοκρατίας και της αντίστοιχης μεθοδολογικής μονομέρειας, συνδέεται και ορισμένη ανιστορική αντίληψη περί των τάξεων, περί της πάλης των τάξεων στην ιστορία, με τη συνακόλουθη απολυτοποίηση της ταξικής πάλης, το στείρο εργατισμό, κ.ο.κ. Χαρακτηριστική είναι εδώ (στον πρώιμο Λούκατς και όχι μόνο) η μεταφυσική απολυτοποίηση και υποστασιοποίηση της εργατικής τάξης. Εδώ δεν απολυτοποιείται-υποστασιοποιείται η συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση της εργασίας σε τοπική και σε παγκόσμια κλίμακα (ο χαρακτήρας της εργασίας των συνιστωσών της τάξης, των εργασιακών σχέσεων, οι εκάστοτε ενοποιητικές ή/και διχαστικές τάσεις εντός της, οι επαναστατικές δυνατότητες αλλά και οι αντιφάσεις και οι ιστορικοί περιορισμοί της εκάστοτε εργατικής τάξης ως οργανικού στοιχείου του όλου συστήματος, στον συσχετισμό και τους αμοιβαίους προσδιορισμούς της με τις λοιπές σύμμαχες και αντίπαλες τάξεις και στρώματα), αλλά μια αφαιρετική-νοητική και συχνά φαντασιακή εξιδανίκευσή της[1].

Το στίγμα της νομοτελούς για την παραπάνω εποχή και συγκυρία έμφασης στην ανάγκη άρνησης της κεφαλαιοκρατίας, είναι ιδιαίτερα έκδηλο στην αντίληψη περί του νόμου της άρνησης της άρνησης. Στη μεθοδολογία του οργανικού όλου, στη Λογική της Ιστορίας, ο νόμος αυτός χαρακτηρίζει την όλη κίνηση, την ανάπτυξη του συστήματος που συνιστά οργανικό όλο, την άρνηση από το αντικείμενο του ίδιου του εαυτού του, ενώ αφορά την όλη νομοτελή κίνηση της ιστορίας, τις πολλαπλές και πολυεπίπεδες εκφάνσεις της ανάπτυξης. Το ως άνω στίγμα εκφράζεται με τη μονομερή-μηχανιστική αντίληψη αυτού του θεμελιώδους νόμου της διαλεκτικής ή/και με την πλήρη άρνηση και απόρριψή του. Ο νόμος αυτός –σε βαθμό πιο έντονο ακόμα και από αυτόν της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων– προσκρούει στα στερεότυπα των προσλαμβανουσών παραστάσεων του κοινού νου και της αγοραίας καθημερινής συνείδησης του φορέα των κυρίαρχων επί κεφαλαιοκρατίας εμπορευματικών και χρηματικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αυτός ο νόμος είναι ο πιο δύσκολος στην κατανόηση νόμος της διαλεκτικής, ακόμα και από ανθρώπους με σχετική φιλοσοφική παιδεία. Προβάλλει ως απλός παραλογισμός για τον «ορθολογισμό» του υπολογιστικού «νου» της καθημερινής αγοραίας πραγματικότητας. Απείρως πιο εύληπτη για τον κοινό νου είναι η σαφής οριοθέτηση κάθε κατάφασης και άρνησης, του θετικού και του αρνητικού, του καλού και του κακού κ.ο.κ.[2]

Βάσει της αντίληψης των κλασικών περί της δομής της κοινωνίας συγκροτείται η θεωρία των «κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών» και η αντίστοιχη περιοδολόγηση της ιστορίας κατά σχηματισμούς (πρωτόγονος κοινοτικός, δουλοκτητικός, φεουδαρχικός, κεφαλαιοκρατικός, κομμουνιστικός). Η κατηγορία του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού βάσει ορισμένου τρόπου παραγωγής (ενός ιστορικά προσδιορισμένου πλέγματος σχέσεων παραγωγής στην ενότητά του με ορισμένου χαρακτήρα παραγωγικές δυνάμεις) παρέχει τη δυνατότητα σχετικά σφαιρικής διάκρισης των χαρακτηριστικών των κύριων βαθμίδων ιστορικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες κατηγορίες του ιστορικού υλισμού, από την άποψη της δομής αυτών των βαθμίδων. Το περιεχόμενο αυτής της κατηγορίας συγκεκριμενοποιείται και αποκτά περαιτέρω επιστημονική τεκμηρίωση κατά τις δεκαετίες 1850 και 1860, όταν ο Μαρξ διερευνά την ουσία, την εσωτερική διάρθρωση των σχέσεων παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή του πλέον ανεπτυγμένου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού της εποχής του.

Η έρευνα αυτή: 1) διάνοιξε δυνατότητες για λεπτομερέστερη αντιπαραβολή των προκεφαλαιοκρατικών σχηματισμών με την κεφαλαιοκρατία και την εξέταση της εσωτερικής διάρθρωσης των σχηματισμών· 2)επέτρεψε τη διάκριση σε καθαρότερη μορφή της κατηγορίας «σχέσεις παραγωγής» και τη σαφέστερη αποκάλυψη της λεπτής δομής της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων, σχέσεων παραγωγής και κοινωνίας συνολικά· 3) αποκάλυψε σε θεωρητικό επίπεδο την αναγκαιότητα άρσης της κεφαλαιοκρατίας, αναδεικνύοντας τον ιστορικά παροδικό χαρακτήρα της ως σχηματισμού και παρέχοντας δυνατότητες περαιτέρω διερεύνησης των νομοτελειών μετάβασης από τον έναν σχηματισμό στον άλλο και 4) επέτρεψε ορισμένου επιπέδου θεωρητική θεμελίωση της περιοδολόγησης της ιστορίας (δεδομένου ότι -όπως ήδη αναφέραμε- κάθε περιοδολόγηση της ιστορίας εδράζεται σε ορισμένη αντίληψη περί της δομής της κοινωνίας).

Ωστόσο, η περί σχηματισμών θεωρία του Μαρξ αντανακλά ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης της θεωρίας περί της ανθρώπινης κοινωνίας ως ολότητας, που συνδέεται:

1) με τη βαθμίδα ανάπτυξης της τότε κοινωνίας και τη συνακόλουθη γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε, χαρακτηριστικό της οποίας ήταν και η παντελής απουσία θετικής ή αρνητικής εμπειρίας υπαρκτών ιστορικών εγχειρημάτων εναλλακτικού –έναντι της κεφαλαιοκρατίας, σοσιαλιστικού– τύπου ανάπτυξης της κοινωνίας, και

2) με σκοποθεσίες που έχουν ως αφετηρία το βασικό ζητούμενο της εποχής (από την άποψη των βαθύτερων αναγκών της ανθρωπότητας και του κομμουνιστικού κινήματος): την επαναστατική ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού. Υπό το πρίσμα αυτού του ζητούμενου η κεφαλαιοκρατία εξετάζεται ορθά ως κατεξοχήν ιστορικά παροδικό μόρφωμα και όλα τα υπόλοιπα στάδια της ιστορίας προβάλλουν ως σχηματισμοί. Η ιστορική μεταβολή της δομής της κοινωνίας εκλαμβάνεται εδώ ως μεταβολή του ειδικού, ενώ διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι μεταβάλλεται-αναπτύσσεται και το ίδιο το γενικό, το γεγονός ότι ο κάθε σχηματισμός δεν αποτελεί απλώς αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά στάδιο, στιγμή της ανάπτυξης, του γίγνεσθαι της κοινωνίας, του μετασχηματισμού του φυσικού στοιχείου από το κοινωνικό. Ως δομικά στοιχεία των σχηματισμών στα πλαίσια της κατά σχηματισμούς προσέγγισης διακρίνονται εκείνα τα κοινά (γενικά) στοιχεία, τα εν πολλοίς επαναλαμβανόμενα σταθερά χαρακτηριστικά που συνάγονται (ή μάλλον θεωρείται ότι συνάγονται) μέσω της συγκριτικής αντιπαραβολής των διαφόρων σταδίων. Τα χαρακτηριστικά αυτά εκλαμβάνονται ως αμετάβλητη ομοιότητα, ως κάτι το πάγιο και διαχρονικά αμετάβλητο (παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή, κυκλοφορία, κατανάλωση, παραγωγικές δυνάμεις, σχέσεις παραγωγής, τρόπος παραγωγής κλπ.). Μάλιστα αυτά τα σταθερά γενικά χαρακτηριστικά φέρουν ανεξίτηλα τη σφραγίδα της κεφαλαιοκρατίας, δηλαδή του σχηματισμού εκείνου κατά τον οποίο όλες οι πλευρές του κοινωνικού όλου προβάλλουν ως σαφώς διακριτές, διαφορετικές και αντίθετες. Φερ' ειπείν, δεν πρόκειται η ιστορική έρευνα να καταδείξει με σαφήνεια τις παραγωγικές δυνάμεις ως διακριτές από τις σχέσεις παραγωγής και από τη φύση και σε αντιδιαστολή με τις σχέσεις παραγωγής στις προκεφαλαιοκρατικές βαθμίδες της ιστορίας. Π.χ. Ο δούλος, είναι ταυτόχρονα μέσο παραγωγής “ομιλούν εργαλείον” κατά τον Αριστοτέλη, κληροδότημα της φύσης, αλλά και υποκείμενο των σχέσεων παραγωγής. Το ίδιο ισχύει και συνολικά για τις βαθμίδες εκείνες, όπου βασικά μέσα βιοπορισμού, άγρας ή/και παραγωγής παραμένουν κληροδοτήματα της φύσης (άνθρωπος, γη, ζώα) και όχι δημιουργημένα από τον άνθρωπο μέσα.

Στα πλαίσια του ιστορικού υλισμού, λόγω ακριβώς της μη οργανικής διαλεκτικής ένταξης στην προβληματική των φυσικών & κοινοτικών δεσμών, είναι μάλλον ανέφικτη η δυνατότητα διάκρισης των κοινωνικών τάξεων από τις κατεστημένες τάξεις (και τα προκεφαλαιοκρατικά κληροδοτήματά τους).

Η προβληματική των κοινωνικών τάξεων και της όλης διαστρωμάτωσης της κοινωνίας, δεν μπορεί να καταστεί σαφής και λειτουργική, αποσπασμένη από το όλο της κοινωνίας στη δομή και στην ιστορία της, από τους πολλαπλούς και πολυεπίπεδους προσδιορισμούς τους, από τα εκάστοτε δίπολα εντός των οποίων αλληλοπροσδιορίζονται αντιφατικά και από την συγκεκριμένη ιστορική αντιμετώπισή τους, εκτός διαλεκτικής μεθοδολογίας. Η γραμμική, στατική και ενίοτε δογματική αναγωγή όλων των προβλημάτων στην ταξική προβληματική, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω όροι, μάλλον συσκοτίζει παρά φωτίζει την εν λόγω προβληματική. Η μονομερής αναγωγή των πάντων στην πάλη των τάξεων, μπορεί σε ορισμένους κύκλους να φαντάζει ως κοινωνικοπολιτική και μεθοδολογική συνέπεια. Ωστόσο, ηαπολυτοποίηση της ταξικής προσέγγισης είναι εγγενώς ανιστορική, μιας και εκ των πραγμάτων παραγνωρίζει την αντίληψη των ιστορικών όρων εμφάνισης –άρα και εξαφάνισης– των τάξεων και τη σύμφυσή τους με φυσικής και κοινοτικής προέλευσης δεσμούς επί δουλοκτησίας και φεουδαρχίας. Έτσι, εμποδίζει και τη διακρίβωση των φυσικής προέλευσης δεσμών που ενυπάρχουν σε διάφορες μετασχηματισμένες μορφές στις προκεφαλαιοκρατικές τάξεις, της ιστορικής θέσης και του ρόλου των όρων και των ορίων εμφάνισης και εξάλειψης των εκάστοτε τάξεων αλλά και των τάξεων εν γένει, της εκάστοτε συσχέτισης-διαπλοκής των ταξικών σχέσεων με άλλες μορφές και δομές ιστορικών κοινοτήτων (εθνοφυλετικών, λαοτήτων, εθνών κ.ο.κ.), του γεγονότος ότι οι ίδιες οι ταξικές αντιθέσεις και οι τάξεις δεν είναι αιώνιες και διαχρονικά απαράλλακτες και επίσης, της νομοτελούς αναγκαιότητας άρσης αυτών των αντιθέσεων.

Η προτεινόμενη στη Λογική της Ιστορίας άρση των μονομερειών της ταξικής προσέγγισης, επ’ ουδενί λόγω δεν συνιστά υποβάθμιση ή άρνηση της ταξικής πάλης, συναινετική συγκάλυψη των ταξικών αντιθέσεων και κέλευσμα για παραίτηση από τις ταξικά συνεπείς θέσεις των επαναστατών. Τουναντίον, συνιστά αναγκαία διακρίβωση των όρων και των ορίων της ταξικής προσέγγισης, συνιστά συγκεκριμενοποίηση και αναβάθμιση της τελευταίας, ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερος ο αγώνας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Ένας αγώνας, όχι απλώς για την «κατάργηση» της αστικής τάξης, αλλά για τον επαναστατικό μετασχηματισμό, για τη διαλεκτική άρση όχι μόνο των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, αλλά και όλων των προκεφαλαιοκρατικών (φυσικών και κοινωνικών) κληροδοτημάτων του γίγνεσθαι της ιστορίας. Με τη συμβολή της Λογικής της Ιστορίας, ο επαναστατικός αγώνας για τη χειραφέτηση της εργασίας, προσανατολίζεται με συνέπεια όχι στη μονομερή άρνηση του αστισμού, αλλά στο θετικό προσδιορισμό της στρατηγικής της κομμουνιστικής ενοποίησης της ανθρωπότητας. Όχι στη διαιώνιση μιας εξιδανικευμένης εικόνας για την εργασία και την «καλή» εργατική τάξη, με απλή απάλειψη του «κακού» αντίποδά της (της αστικής τάξης, της αλλοτρίωσης κ.ο.κ.) στο διηνεκές, αλλά στην άρση του ίδιου του ανταγωνιστικού τύπου καταμερισμού της εργασίας που γεννά τις τάξεις, στη διαλεκτική άρση της εργασίας, όπως τη γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, με τη μετατροπή της σε καθολική πολιτισμική δραστηριότητα-παιδεία ολόπλευρα αναπτυσσόμενων προσωπικοτήτων.

Το κεφαλαιοκρατικό «στίγμα», που χαρακτηρίζει εν πολλοίς τις εννοιολογήσεις και τις κατηγορίες του ιστορικού υλισμού, είναι ιδιαίτερα εμφανές λοιπόν στον τρόπο προσέγγισης της διαλεκτικής παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, δηλαδή στην προσέγγιση του τρόπου παραγωγής, ο οποίος συνιστά την ουσία του κοινωνικού όλου. Η μετέπειτα έρευνα (ιδιαίτερα στα πλαίσια της Λογικής της Ιστορίας) κατέδειξε ότι η εν λόγω διαλεκτική αντίφαση, καθώς και οι πόλοι που την απαρτίζουν, διανύει κατά την ανάπτυξή της ορισμένα νομοτελή στάδια: υπό ορισμένες προϋποθέσεις ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει. Η ανάπτυξη αυτή συνδέεται οργανικά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της παραγωγικής επενέργειας του ανθρώπου στη φύση. Η τελευταία παραπέμπει άμεσα στο πρόβλημα του χαρακτήρα της εργασίας, στο πρόβλημα της συσχέτισης απλής και σύνθετης, επαναλαμβανόμενης και μεταβαλλόμενης εργασίας.

Επί κεφαλαιοκρατίας, που συνιστά την τελευταία βαθμίδα διαμόρφωσης της κοινωνίας, φυσικά υπάρχει ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μία ανάπτυξη ασύγκριτα ανώτερη σε σύγκριση με αυτή που χαρακτηρίζει τους προγενέστερους σχηματισμούς. Ο Μαρξ αναδεικνύει στο «Κεφάλαιο» με κλασικό τρόπο αυτή την ανάπτυξη στα πλαίσια της κλιμάκωσης της παραγωγής σχετικής υπεραξίας. Ωστόσο, επί κεφαλαιοκρατίας η μεταβαλλόμενη εργασία δεν συνιστά κυρίαρχο παράγοντα, δεδομένου ότι υποτάσσεται στη διαδικασία συσσώρευσης προϊόντων της εργασίας και προπαντός στη διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου. Συνεπώς, η αλληλουχία των βαθμίδων παραγωγής σχετικής υπεραξίας κλιμακώνεται μεν μέσω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, ωστόσο, οι τελευταίες λειτουργούν εδώ ως απαραίτητο μέσο, ως κάτι το εξωτερικό έναντι της κύριας σχέσης παραγωγής της κεφαλαιοκρατίας (της παραγωγής υπεραξίας). Αυτή η εξωτερική σχέση παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής είναι χαρακτηριστική του σταδίου εκείνου της διαλεκτικής αντίφασης που χαρακτηρίζεται ως αντίθεση (οι πλευρές αλληλοπροϋποτίθενται μέσω του αμοιβαίου αποκλεισμού τους). Είναι χαρακτηριστική δηλαδή για τη διαδικασία διαμόρφωσης του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και ιδιαίτερα για την κεφαλαιοκρατική φάση της ανάπτυξής του.

Με τις παραπάνω επισημάνσεις συνδέεται το γεγονός ότι, στα πλαίσια της επικρατούσας σήμερα παράδοσης του ιστορικού υλισμού, η συσχέτιση παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής στην καλύτερη περίπτωση εκλαμβάνεται ως συσχέτιση-αντιστοιχία περιεχομένου και μορφής. Ωστόσο, η αντίφαση παραγωγικών δυνάμεων-σχέσεων παραγωγής ωριμάζει, περνά στο στάδιο της καθαυτό αντίφασης, όταν συγκροτεί τον καθαυτό κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, την πραγματική (και όχι απλώς τυπική) κοινωνικοποίηση της παραγωγής. Εδώ, στην ώριμη κοινωνία, η καθεμία από τις πλευρές της αντίφασης μετατρέπεται στον αντίποδά της: οι παραγωγικές δυνάμεις συνιστούν σχέσεις παραγωγής και οι σχέσεις παραγωγής συνιστούν παραγωγικές δυνάμεις. Επομένως, η καθαυτό αντίφαση της ουσίας του κοινωνικού όλου (και η διαδικασία επίλυσης-άρσης αυτής της αντίφασης) χαρακτηρίζει την ώριμη κοινωνία, την αταξική κομμουνιστική κοινωνία.

Προς το συμπέρασμα αυτό κατέτεινε σε ορισμένο βαθμό ο Μαρξ στα πλαίσια των οικονομικών ερευνών του. Ωστόσο, η γνωσιακή συγκυρία που προαναφέραμε και η επικέντρωση της προσοχής στη διερεύνηση της κεφαλαιοκρατίας έθεταν ιστορικούς και μεθοδολογικούς περιορισμούς στην προσέγγισή του. Τα παραπάνω καθιστούν σχετικά περιορισμένο τον χαρακτήρα της περιοδολόγησης της ιστορίας βάσει των σχηματισμών, δεδομένου ότι στα πλαίσιά της δεν διακριβώνεται ο «μηχανισμός» εσωτερικής αυτοανάπτυξης της κοινωνίας, αλλά απλώς επισημαίνεται η μία ιστορική μορφή δίπλα στην άλλη, ως παρακείμενες αλλήλων «προοδευτικές εποχές του οικονομικού-κοινωνικού σχηματισμού» (βλ. π.χ. Μαρξ, «Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας»).

Η εναλλαγή των τρόπων παραγωγής επέρχεται βάσει της σταθερά εμφανιζόμενης αντίθεσης ανάμεσα στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, οι οποίες αποτελούν το εσωτερικό περιεχόμενο της αναπτυξιακής διαδικασίας, και στις εκάστοτε καθορισμένες σχέσεις παραγωγής, οι οποίες προβάλλουν ως (μάλλον εξωτερική) μορφή αυτής της διαδικασίας.

Ο σχετικά τυπικός-ταξινομικός χαρακτήρας της κατά σχηματισμούς προσέγγισης της ιστορίας προβάλλει ανάγλυφα (και χωρίς την αυθεντική, δημιουργική πνοή του μαρξικού έργου) στη μετέπειτα μαρξιστικής αναφοράς βιβλιογραφία (π.χ. τεχνολογικός ντετερμινισμός, οικονομικός ντετερμινισμός, στρουκτουραλιστική ερμηνεία, βουλησιαρχική αντίληψη για τον τρόπο παραγωγής και την κοινωνικοποίηση κλπ.). Η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση της ιστορίας μετατρέπεται σε σχήμα-καλούπι, στο οποίο προσπαθούν να εντάξουν την ιστορία, ανάγοντας την έρευνα σε απλή λειτουργία-εφαρμογή του για όλα τα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Αυτό εκφράζεται π.χ. με την αναζήτηση «καθαρής» βάσης και εποικοδομήματος σ’ όλες τις κοινωνίες, είτε (έχοντας υπόψη την αστική και τη σοσιαλιστική επανάσταση) με τη θεώρηση της κλιμάκωσης της ταξικής πάλης και της επανάστασης ως «εκ των ων ουκ άνευ όρο» της μετάβασης από σχηματισμό σε σχηματισμό, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται ούτε θεωρητικά, ούτε πραγματολογικά στην ιστορία πριν από την άνοδο της κεφαλαιοκρατίας.

Στα πλαίσια του μαρξισμού η κατά σχηματισμούς περιοδολόγηση συνυπάρχει με την τριαδική (προταξική - ταξικές - αταξική κοινωνία). Εδώ θεμελιώδη ρόλο διαδραματίζει η ταξική βαθμίδα έναντι της οποίας προσδιορίζονται κατ’ εξοχήν αρνητικά οι υπόλοιπες βαθμίδες. Ως κύριο κριτήριο αναδεικνύεται εδώ η αλληλοδιαδοχή κοινοτικής, ιδιωτικής και κοινωνικής ιδιοκτησίας (με την ιδιωτική ιδιοκτησία να διαδραματίζει τον κομβικό ρόλο του ορόσημου αναφοράς), γεγονός που συνιστά ουσιώδη πλευρά της ιστορικής ανάπτυξης, χωρίς ωστόσο, να ξεπερνά τις μονομέρειες (όσο περιορίζεται η προσέγγιση στην ιδιοκτησιακή πλευρά και βάση αναφοράς είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία). Συχνά η περιοδολόγηση αυτή γίνεται προσφιλής σε κύκλους που τείνουν να υπερεκτιμούν τις ομοιότητες μεταξύ προταξικής και αταξικής κοινωνίας. Η τάση αυτή ενισχύεται και από την ψυχολογικά εύλογη αναζήτηση ενός «συμμετρικού αντικατοπτρισμού», μιας υπαρκτής στο παρελθόν αναλογίας έστω και «πρωτόγονου» κομμουνισμού (ιδιαίτερα σε κύκλους οι οποίοι επιλέγουν ως μέσο αυτοπροσδιορισμού της επαναστατικής-ιδεολογικής καθαρότητάς τους την αποκήρυξη και απόρριψη της όποιας υπαρκτής εμπειρίας σοσιαλιστικής οικοδόμησης). Με αυτή τη τάση συνδέεται και η αναπαλαίωση στις μέρες μας της προβληματικής της Β’ Διεθνούς του μεσοπολέμου περί «ασιατικού τρόπου παραγωγής».

Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας είναι μια ιδιοφυής επιστημονική ανακάλυψη των κλασικών του μαρξισμού. «Ο ιστορικός υλισμός του Μαρξ αποτελεί μέγιστη κατάκτηση της επιστημονικής σκέψης. Το χάος και η αυθαιρεσία που βασίλευαν ως τότε στις αντιλήψεις για την ιστορία και την πολιτική, αντικαταστάθηκαν από μια καταπληκτικά ολοκληρωμένη και αρμονική επιστημονική θεωρία, που δείχνει πώς μέσα από μια μορφή της κοινωνικής ζωής αναπτύσσεται, σαν συνέπεια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μια άλλη, ανώτερη μορφή, από τη δουλοπαροικία π.χ. γεννιέται ο καπιταλισμός...» (Λένιν, Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά του Μαρξισμού). Συνιστά τη μέγιστη δυνατή θεωρητική αφομοίωση της κοινωνίας, όσο αυτή βρίσκεται στην τελευταία φάση της διαμόρφωσής της ενώ η κοινωνική θεωρία (φιλοσοφία), ως υλιστική αντίληψη της ιστορίας, κινείται επίσης στο στάδιο της διαμόρφωσής της. Ταυτοχρόνως, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ώριμη κοινωνική θεωρία (για τη συγκρότησή της με τη μέθοδο της ανάβασης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο). Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι εξαντλούνται οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης επί μέρους ζητημάτων του ιστορικού υλισμού στα πλαίσια που έθεσαν οι ιδρυτές του.

Ο ιστορικός υλισμός ανέκυψε και αναπτύχθηκε ως θεωρία στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατίας και τα επιστημονικά κεκτημένα του ισχύουν και θα ισχύουν, όσο βασικό ζητούμενο της εποχής μας παραμένει η άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, η μετάβαση από την κεφαλαιοκρατία στον σοσιαλισμό, η οποία αρχικά προβάλλει ως εναλλαγή σχηματισμών, ως άρνηση της κεφαλαιοκρατίας από τον σοσιαλισμό.

Η περαιτέρω ανάπτυξη της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., συνδέεται: πρώτον, με την απόπειρα θεωρητικής γενίκευσης των νέων δεδομένων των ιστορικών επιστημών της εποχής, η οποία οδηγεί μεν στην επισήμανση των προϋποθέσεων της κοινωνίας και της αφετηριακής σχέσης της κοινωνίας, χωρίς ωστόσο, η τελευταία να διακρίνεται ρητά από την ουσία της κοινωνίας. Χαρακτηριστική είναι απ’ αυτή την άποψη -όπως είδαμε- η επισήμανση από τον Ένγκελς δύο ειδών παραγωγής και αναπαραγωγής της άμεσης ζωής: «Αφ’ ενός μεν παραγωγή μέσων προς το ζην: τροφίμων, ρουχισμού, κατοικίας και των απαραίτητων γι’ αυτό εργαλείο, αφ’ ετέρου δε παραγωγή του ίδιου του ανθρώπου, συνέχιση του γένους» (βλ. τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης της «Καταγωγής της οικογένειας»). Δεύτερον, με την εμβάθυνση των σχετικών με το «Κεφάλαιο» ερευνών του Μαρξ, οι οποίες τον οδήγησαν στη συνειδητοποίηση: α) του γεγονότος ότι ο κομμουνισμός είναι το προϊόν της ανάπτυξης της παγκόσμιας ιστορίας, η «άρση» προταξικής και ταξικής κοινωνίας (η «καθαυτό ανθρώπινη κοινωνία» που ξεπερνά την «προϊστορία» της ανθρωπότητας) και β) της αναγκαιότητας μιας –αντίστροφης προς αυτήν της «αναγωγής»– «εξαγωγής» (συναγωγής) από την οικονομική ζωή της κοινωνίας των υπολοίπων σφαιρών και επιπέδων της κοινωνίας.

Ωστόσο, ο Μαρξ δεν πρόλαβε να αναπτύξει περαιτέρω τις νέες κατευθύνσεις που ανιχνεύει στο τέλος της ζωής του. Έτσι, η υλιστική αντίληψη της ιστορίας φέρει το στίγμα μιας θεώρησης που συνάγεται κατ’ εξοχήν από την κεφαλαιοκρατική κοινωνία και της συγκριτικής αντιπαραβολής (προεκβολής) αυτής της θεώρησης προς την προγενέστερη αλλά και μελλοντική ιστορία.



Γ) Η ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΤΑΞΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Στην εποχή των θεμελιωτών του μαρξισμού, η πλέον δυσμενής γνωσιακή συγκυρία χαρακτηρίζει τον επιστημονικό σοσιαλισμό, δεδομένης της απουσίας έστω και πρώιμων εγχειρημάτων, ιστορικών εκδοχών εμπειρικά υπαρκτής σοσιαλιστικής οικοδόμησης και λόγω του εικοτολογικού-ουτοπικού χαρακτήρα των σχετικών προμαρξικών και σύγχρονων του Μαρξ αντιλήψεων. Οι σχετικές θεωρητικές θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς συνιστούν πρωτοφανή και ιδιοφυή επιστημονική πρόβλεψη τεράστιας θεωρητικής και πρακτικής (επαναστατικής) σημασίας, μέσω της διερεύνησης των σχετικών τάσεων, των νομοτελειών, των αντιφάσεων και των εμβρύων της νέας (ώριμης, αταξικής) κοινωνίας στα πλαίσια της παλαιάς, δηλαδή αποκλειστικά βάσει των ιστορικών προϋποθέσεων της νέας κοινωνίας. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά το μέρος εκείνο του επιστημονικού σοσιαλισμού που αφορά τη θεωρητική θεμελίωση των νικηφόρων επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης, την επαναστατική θεωρία με τη στενή έννοια του όρου.



ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ:

Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ-ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ-ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΥΛΙΣΜΟΥ. Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.

Από την εποχή των κλασικών, η κοινωνία έχει αλλάξει ριζικά. Ο Ένγκελς έλεγε ότι η διαλεκτική αλλάζει με κάθε μεγάλη επιστημονική ανακάλυψη. Το ίδιο ισχύει και για την διαλεκτική-υλιστική αντίληψη της κοινωνίας. Πόσες επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνολογικές καινοτομίες έχουν μεσολαβήσει από τότε; Πόσες αλλαγές έχουν επέλθει στην κοινωνία, στην ίδια την κεφαλαιοκρατία; Πόσο σημαντική είναι η ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος από τον 19ο μέχρι τον 21ο αι., των πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων συμπεριλαμβανομένων; (βλ. σχετικά και Διδάγματα της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και οι προοπτικές της ανθρωπότητας).

Οι αλλαγές αυτές, οι θεμελιώδεις ανάγκες μετασχηματισμού της κοινωνίας, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που διάνοιξε η ανάδειξη της Λογικής του “Κεφαλαίου” του Μαρξ σε καθαρή μορφή, επέτρεψαν τη δημιουργική ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας, τη μετάβαση στη σύγχρονη μορφή του μαρξισμού, μέσω μιας πρωτότυπης επιστημονικής ανακάλυψης: της εννοιολογικής σύλληψης της δομής της κοινωνίας και της ανάπτυξής της. Στη γνωσιακή συγκυρία που προέκυψε στην ΕΣΣΔ περίπου δύο δεκαετίες πριν τη διάλυσή της έγινε αντιληπτό ότι «το επόμενο αντικείμενο, κατά τη διερεύνηση του οποίου θα ήταν εφικτή η εμβάθυνση και η συνολική ανάπτυξη του μαρξισμού (συμπεριλαμβανομένης και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου) ήταν η μελέτη της ιστορίας της ανθρωπότητας, η οποία από τον καιρό των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς (ακόμα και του Β. Ι. Λένιν) έχει αλλάξει ουσιωδώς» .

Αυτή η δημιουργική ανάπτυξη του ιστορικού υλισμού, δεν είναι ακαδημαϊκού τύπου ενασχόληση με τη θεωρία, αλλά απαραίτητη επαναστατικοποίηση της θεωρίας ως θεωρητικός εξοπλισμός της επανάστασης.

Η ανακάλυψη αυτή εκτίθεται στο έργο του Β. Α. Βαζιούλιν “Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας” (2η έκδοση ΚΨΜ, Αθήνα, 2013). Είναι η μοναδική μετά το Κεφάλαιο του Κ. Μαρξ διαλεκτική σύνθεση στο πεδίο της κοινωνικής θεωρίας και της κοινωνικής φιλοσοφίας. Μια σύνθεση πουδρομολογεί την διαλεκτική υπέρβαση-άρση του κεκτημένου της κοινωνικής θεωρίας, και ιδιαίτερα του κλασικού μαρξισμού. Προέκυψε μέσω της δημιουργικής χρησιμοποίησης και ανάπτυξης της λογικής του Κεφαλαίου, που επέτρεψε στον συγγραφέα να αναδείξει συστηματικά την ενδότερη αμοιβαία συνάφεια των νόμων και των κατηγοριών της θεωρίας της κοινωνικής ανάπτυξης. Εδώ αποκαλύπτεται η εσωτερική συστηματική αλληλοσύνδεση των νόμων και των κατηγοριών της κοινωνικής θεωρίας, που απεικονίζει τη δομή της αναπτυγμένης κοινωνίας, και με την ανάδειξη της θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας της ανθρωπότητας (των νομοτελειών της αρχής, της πρωταρχικής εμφάνισης, της διαμόρφωσης και της ωριμότητάς της, του κομμουνισμού) υπό το πρίσμα της αλληλεπίδρασης φυσικών και κοινωνικών παραγόντων, αίρεται-αναβαθμίζεται διαλεκτικά το επιστημονικό κεκτημένο του μαρξισμού, μέσω της άρσης των νομοτελών μονομερειών της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της ταξικής προσέγγισης.

Η δομή της κοινωνίας δεν συνιστά παγιωμένη κατάσταση, αλλά ένα δυναμικό, πολυεπίπεδο, διατεταγμένο και αναπτυσσόμενο οργανικό όλο, ένα πεδίο που συγκροτείται από τη διαδικασία, τους όρους και τα αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεων των ανθρώπων με τη φύση και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ανθρώπων. Οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης, και το «εποικοδόμημα» (τα μέσα και οι θεσμικοί κ.ο.κ. τρόποι επενέργειας του ανθρώπου ως υποκειμένου στους αντικειμενικούς όρους της ύπαρξής του) δεν ανάγονται απλώς στην «οικονομική βάση», αλλά εξάγονται, συνάγονται από την αμεσότητα των ανθρώπων ως έμβιων όντων, την διαμεσολαβημένη εργασιακή επενέργεια των ανθρώπων στη φύση και τις αντίστοιχες εργασιακές – παραγωγικές σχέσεις τους, ως εκφάνσεις, μέσα και τρόποι συγκρότησης και δραστηριοποίησης του ανθρώπου-υποκειμένου.

Το ιστορικό γίγνεσθαι είναι η περίπλοκη και αντιφατική πορεία της ανθρωπο-κοινωνιογένεσης, της ανάδειξης των προϋποθέσεων, της πρωταρχικής εμφάνισης, της διαμόρφωσης και ανάπτυξης του ενιαίου στην πολυμορφία του πολιτισμού. Μια πορεία, εντός της οποίας πραγματοποιείται η μετάβαση από την αγέλη στην πρωτόγονη κοινότητα και στην κοινωνία, και από το άτομο με ζωώδη ψυχισμό στο άτομο με κοινωνική συνείδηση και στην προσωπικότητα. Μια πορεία, κατά την οποία μετασχηματίζονται και αναπτύσσονται όλες οι διαμεσολαβήσεις, τα υλικά και ιδεατά μέσα και οι τρόποι, αλλά και οι τύποι των σχέσεων-αλληλεπιδράσεων των ανθρώπων με τη φύση και των ανθρώπων προς αλλήλους. Ο κομμουνισμός προβάλλει ως εντελώς διαφορετικός τύπος ανάπτυξης, ως ο αυθεντικός πολιτισμός της δημιουργικότητας της ενοποιημένης ανθρωπότητας. Δεν είναι μια απλή άρνηση της κεφαλαιοκρατίας, ένας δέσμιος της ετερονομίας του “αντικαπιταλισμός”, αλλά η θετική διαλεκτική άρση και μετασχηματισμός όλης της προγενέστερης πορείας της ανθρωπότητας, του συνόλου των προταξικών και ταξικών εκμεταλλευτικών μορφών του ιστορικού γίγνεσθαι.

Η ιστορία δεν είναι αποκλειστικό πεδίο δράσης του τυχαίου και της βουλητικής αυθαιρεσίας. Το παρελθόν, το παρόν και οι προοπτικές ανάπτυξης της ανθρωπότητας συγκροτούν μιαν ενιαία νομοτελή (αλλά όχι τελεολογική) διαδικασία. Οι νόμοι που διέπουν την κοινωνική ανάπτυξη δεν είναι στατικοί και αμετάβλητοι. Η νομοτέλεια της ιστορίας ανακύπτει, διαμορφώνεται και ωριμάζει μέσα στο γίγνεσθαι της κοινωνικής ολότητας και εκδηλώνεται ιδιότυπα στις εκάστοτε εποχές, ως τάση εντός ορισμένου φάσματος δυνατοτήτων, που εκτυλίσσεται μέσω της δράσης των ανθρώπων, σε μια διαδικασία αναβάθμισης του ρόλου του υποκειμένου, αίροντας βαθμηδόν την απροσδιοριστία της. Οι άνθρωποι, με τη συνείδηση και τη δράση τους, μπορούν να επιταχύνουν είτε να επιβραδύνουν αυτή την νομοτελή ιστορική ανάπτυξη, να επιτείνουν τις οδύνες από τις παλινδρομήσεις, κ.ο.κ., αλλά δεν μπορούν να την καταργήσουν ή να την αγνοήσουν.

Η δυνατότητα διαλεκτικής άρσης της αντίθεσης ιδεαλισμού και υλισμού, που ανέκυψε ως υπόθεση στο μεθοδολογικό επίπεδο στη λογική του Κεφαλαίου του Μαρξ, γίνεται με τη Λογική της Ιστορίας «θεωρητική πραγματικότητα», αποδεδειγμένη θεωρία, δεδομένου ότι εδώ πλέον η προτρέχουσα σύλληψη του μέλλοντος της κοινωνίας, συγκεκριμενοποιεί τον νομοτελή «μηχανισμό» της υπέρβασης, διαλεκτικής άρσης της ιστορικής γενεσιουργού αντίθεσης αυτού του διαζευκτικού κοσμοθεωρητικού δίπολου: της αντίθεσης μεταξύ φυσικής και πνευματικής εργασίας. Ο υλισμός εν γένει και ο ιστορικός υλισμός, επιτελούν προοδευτικό επιστημονικό ρόλο, στο βαθμό που αντιπαρατίθενται στην αντιεπιστημονική ιδεαλιστική απόσπαση της νόησης, της ιδέας, της συνείδησης από την υλική πραγματικότητα και στην απολυτοποίησή τους, στη συνακόλουθη μεταφυσική της ιστορίας. Η νομοτελής διαδικασία κοινωνικοποίησης της εργασίας, η άρση του ανταγωνιστικού τύπου καταμερισμού της εργασίας, αίρει και την αντικειμενική βάση αναπαραγωγής του διπόλου ιδεαλισμός-υλισμός.

Η ιστορική διαδικασία αναλύεται εδώ υπό το πρίσμα της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ φυσικού και κοινωνικού. Η ώριμη αταξική κοινωνία, η χειραφετημένη από την εκμετάλλευση και ενοποιημένη σε παγκόσμια κλίμακα ανθρωπότητα, εξετάζεται ως η αυθεντικά ανθρώπινη ιστορία έναντι της προϊστορίας της ανθρωπότητας, στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης (όχι εμπειρικής-περιγραφικής, ούτε και σχηματικής) θεωρητικής περιοδολόγησης της ιστορίας.

Μέσω αυτής της διαλεκτικής ανάπτυξης-άρσης, αναδεικνύεται με θετικό τρόπο η νομοτελήςαναγκαιότητα και η επικαιρότητα του κομμουνισμού: «Αποδεικνύεται ότι υψηλός σκοπός της κοινωνίας αυτής καθ’ εαυτής είναι ο σκοπός της κομμουνιστικής κοινωνίας. Και αυτό δεν είναι τυχαίο, διότι η κομμουνιστική κοινωνία είναι η αυθεντική ιστορία της ανθρωπότητας, είναι η ώριμη ανθρώπινη κοινωνία».



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Harnecker Marta, Βασικές έννοιες του Ιστορικού Υλισμού. Αθήνα : Παπαζήσης, 1976.

Vazjulin, V.A. Die Logik der Geschichte. Frage der Theorie und Methode. Auflage, 2011.

Vazjulin, V.A. Die Logik des "Kapitals" von Karl Marx. Auflage, 2005.

Άντερσον Π., Ο δυτικός μαρξισμός. Ράππα, Αθήνα 1978.

Βαζιούλιν Β. Α. Εκ νέου περί της διαλεκτικής άρσης του μαρξισμού.

Βαζιούλιν Β. Α. Μήπως είναι νωρίς να παραδοθεί ο Μαρξ στο μουσείο αρχαιοτήτων; Νέα προοπτική 72, 1993.

Βαζιούλιν Β. Α. Μόνο επιστημονικά αναδεικνύεται η αναγκαιότητα του κομμουνισμού.

Βαζιούλιν Β.Α. Η διαλεκτική της ιστορικής διαδικασίας και η μέθοδος έρευνάς της. Μετάφραση Μ. Κυριακάτου, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1988.

Βαζιούλιν Β.Α. Ιστορία και κομμουνιστικό ιδανικό. Διαλεκτική, τ. 2, 1990, σ. 63-64.

Βαζιούλιν Β.Α. Το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα λογικής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Επιστημονική σκέψη, Νο 36, 1987, σ. 75-82.

Βαζιούλιν, Β. Α. Για τη σημασία της Λογικής του «Κεφαλαίου» του Κ. Μαρξ. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, Νο 26, Ιούνιος-Ιούλιος 2008, σελ. 21-25.

Βαζιούλιν, Β. Α. Η λογική της ιστορίας της αλληλεπίδρασης ηθικής και πολιτικής. ΔΙΑΠΛΟΥΣ Νο 14, Ιούνιος-Ιούλιος 2006, σελ. 18-22.

Βαζιούλιν, Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Έκδ. Β'. ΚΨΜ. Αθήνα 2013.

Βιγκότσκι Β. Η οικονομική θεμελίωση της θεωρίας του σοσιαλισμού. Σ.Ε.,1982.

Βρανίτσκι Π. Ιστορία του Μαρξισμού, τ. 1, Οδυσσέας 1976.

Βρανίτσκι Π. Ιστορία του Μαρξισμού, τ. 2, Οδυσσέας 1976.

Γκαροντύ Ρ. Κ. Μαρξ. Εγνατία Κεφ. 2. Μαρξισμός. Μια επανάσταση στη Φιλοσοφία.

Γκράμσι Α., Ιστορικός υλισμός – τετράδια της φυλακής. Οδυσσέας.

Δαφέρμου Μ., Παυλίδη Π., Πατέλη Δ., Ποια κληρονομιά απαρνούμαστε. Ουτοπία, Νο 13, 1994, σ. 55-67.

Δεληγιώργη Α., Ο κριτικός Μαρξ 1843-44, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985.

Ένγκελς Φ. Η διαλεκτική της φύσης, μετάφραση Ε. Μπιτσάκη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1984.

Ένγκελς Φ. Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Εκδ. Μπάιρον. Αθήνα.

Ένγκελς Φ., Αντι Ντύρινγκ. Σ.Ε.

Ένγκελς Φ., Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός.

Ένγκελς Φ., Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους.Σ.Ε.

Ένγκελς Φ., Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία. Σ.Ε.

Η Λογική της Ιστορίας (Δ.Σ.Λ.Ι.). Κείμενα του Βαζιούλιν Β. Α. και της διεθνούς ερευνητικής ομάδας στην ελληνική γλώσσα, βλ. στην ιστοσελίδα: ilhs.tuc.gr/gr

Ιλιένκοφ Ε. Β., Διαλεκτική λογική. Gutenberg, Αθήνα, 1983.

Ιλιένκοφ Ε.Β., Η Διαλεκτική του Λένιν και η μεταφυσική του Θετικισμού. Σ. Εποχή, 1988.

Ιμβριώτη Γ. Δοκίμια μαρξιστικής φιλοσοφίας. Σ. Εποχή.

Ιμβριώτη Γ. Η φιλοσοφία του Ι. Καντ. Διαγόρας, 1974

Κακαρίνου Γ. Κομμουνιστική στρατηγική και «Λογική της Ιστορίας». Ριζοσπάστης, Τετάρτη 11 Φλεβάρη 2009.

ΚΜΕ., O Xέγκελ και ο μαρξισμός. Σ.Ε., 1982.

Κονδύλη Π., Ο Μαρξ και η αρχαία Ελλάδα, εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1984.

Κουτσούκαλη Α. Οι θεμελιωτές του μαρξισμού. Εκδ. Επικαιρότητα. Αθήνα, 1981. σελ. 11 – 50.

Λένιν Β. Ι. «Άπαντα», Σ.Ε.

Λένιν Β. Ι. Καρλ Μαρξ. Άπαντα, τ. 23.

Λένιν Β. Ι. Οι ιστορικές τύχες της διδασκαλίας του Κ. Μαρξ. Άπαντα ,τομ.23.

Λένιν Β. Ι. Τρεις πηγές και τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού. Άπαντα, τ. 23.

Λένιν Β. Ι., Για την επανάσταση μας. Άπαντα, τ. 45

Λένιν Β. Ι., Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση. Άπαντα, τ. 11

Λένιν Β. Ι., Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Άπαντα, τ. 39.

Λένιν Β. Ι., Η παιδική αρρώστια του «αριστερισμού» στον κομμουνισμό. Άπαντα, τ. 41.

Λένιν Β. Ι., Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι. Άπαντα, τ. 36

Λένιν Β. Ι., Ο ιμπεριαλισμός ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Άπαντα, τ. 27

Λένιν Β. Ι., Τι είναι οι «φίλοι του λαού» και πώς πολεμούν κατά των σοσιαλδημοκρατών;, Άπαντα, τ. 1

Λένιν Β. Ι., Τι να κάνουμε;. Άπαντα, τ. 6

Λένιν Β. Ι., Τρεις πηγές και τρία συστατικά του μαρξισμού. Άπαντα, τ. 23

Λένιν Β.Ι., Άπαντα. Έκδοση Σύγχρονη Εποχή.

Λογοθέτη Κ. Ι., Η μετά Κάντιον ιδεοκρατική φιλοσοφία. Αθήνα, 1958.

Μαξίμοφ Μ.Β. Η κρίση του κομμουνιστικού κινήματος και η ανάγκη ανάπτυξης της κοινωνικής θεωρίας. Αριστερή ανασύνταξη, τ. 11-12, 1997, σ. 101-110.

Μαξίμοφ Μ.Β. Ο ρόλος του επαναστάτη σε συνθήκες αντεπανάστασης. Με περικοπές στο: Ουτοπία. Νο 46, 2001, σελ. 85-100. Πλήρες: .

Μαρξ Κ. – Ζασούλιτς Β., Αλληλογραφία (Ουτοπία, τ.94)

Μαρξ Κ., Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. (Grundrisse...). μετ. Δ. Διβάρη. Τομ. Α,Β,Γ. Εκδόσεις Στοχαστής. Αθήνα, 1989-1992.

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ (Αποσπάσματα – Μετάφραση: Θανάσης Γκιούρας)

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. Θέσεις για τον Φόυερμπαχ. Ο Λούντβιχ Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, Εκδόσεις Ερατώ, 2004.

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Για τον αναρχισμό.

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Η Αγία οικογένεια ή κριτική της κριτικής κριτικής, ενάντια στον Μπρούνο Μπάουερ και Σια. Εκδ. Φιλοσοφία.

Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ., Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης.

Μαρξ Κ., Η αθλιότητα της φιλοσοφίας. Εκδ. Νέοι Στόχοι.

Μαρξ Κ., Η δεκάτη όγδοη Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.

Μαρξ Κ., Η διαφορά δημοκρίτειας και επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας. Διδακτορική διατριβή. Εισαγωγή - μετάφραση – υπομνήματα - πρόλογος Π. Κονδύλη. Εκδ. Γνώση, Αθήνα 1983.

Μαρξ Κ., Κείμενα από τη δεκαετία του 1840. Μετάφραση - Επιλογή- Επιμέλεια: Θανάσης Γκιούρας. Κ.Ψ.Μ., 2014.

Μαρξ Κ., Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου. Μετάφρ. Μπ. Λυκούδης. Εκδ. Παπαζήσης. Αθήνα, 1978.

Μαρξ Κ., Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Σ.Ε.

Μαρξ Κ., Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Σ.Ε.

Μαρξ Κ., Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο. Σ.Ε.

Μαρξ Κ., Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία. Σ.Ε. 2000.

Μαρξ Κ., Οι θέσεις για τον Φοϋερμπαχ.

Μαρξ Κ., Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850. Σ.Ε.

Μαρξ Κ., Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα. Μετ. Μπ. Γραμμένος. Εκδ. Γλάρος. Αθήνα, 1975.

Μαρξ Κ., Το εβραϊκό ζήτημα. Μετ. Γ. Κρητικός, εισαγωγή Μ. Ρόσι. Εκδ. Οδυσσέας. Αθήνα, 1978.

Μαρξ Κ., Το Κεφάλαιο, τόμοι 1-3. Έκδοση Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Κ., Χειρόγραφα 1844: Πολιτική Οικονομία και Φιλοσοφία, μετάφραση Ν. Μπαλής, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα 21978.

Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία. Μετάφραση Κ. Φιλίνη. Τόμος Α. Gutenberg. Αθήνα, χ.χ.

Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ. Η γερμανική ιδεολογία. Μετάφραση Κ. Φιλίνη. Τόμος Β. Gutenberg. Αθήνα, χ.χ.

Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ., «Διαλεχτά Έργα». Τόμοι Α-Β.

Μαρξ Κ.,Ένγκελς Φ., Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1982.

Μεσάρος Ίστβαν. Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση. Μετ. Ε. Κωνσταντέλου. Εκδ. Ράππα. Αθήνα, 1981.

Μπαγιόνας Α., Διαλεκτική και Πολιτική στον πρώιμο Μαρξ.

Νικολάεφσκι Μπ. – Μαίνχεν-Χέλφεν Ο. Καρλ Μαρξ. Εκδ. Ράππα. Αθήνα, 1983.

Νούτσου Π. Προβλήματα ερμηνείας της σκέψης του Μαρξ. Δωδώνη, τομ.15. Επιστ. Επετηρίδα Τμήματος ΦΠΨ. Φιλοσ. Σχ. Πανεπ. Ιωαννίνων, 1986.

ΟΜΙΛΟΣ για τη μελέτη της ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ο Κ. Μαρξ και η φιλοσοφία. Gutenberg. 1987.

Πατέλη Δ., Αντικομμουνισμός, περί “ολοκληρωτισμού” ιδεολογήματα και αριστερά... ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ. 31, Δεκ. -Ιαν. 2009, σ. 31-36.

Πατέλη Δ., Δημοκρατία και διαλεκτική υποκειμενικού παράγοντα-αντικειμενικών όρων στη Λογική της Ιστορίας. ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τ. 25, Απρίλιος-Μάιος 2008, σ. 37-40.

Πατέλη Δ., Διδάγματα της ιστορίας. Οκτωβριανή επανάσταση: οι αντιφάσεις του πρώιμου σοσιαλισμού και οι προοπτικές της ανθρωπότητας. Σύγχρονη Εκπαίδευση, τεύχος 151, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2007, σελ. 66-78.

Πατέλη Δ., Δικαιοσύνη και προοπτικές ενοποίησης της ανθρωπότητας. Στο: «Αξίες και δικαιοσύνη στην εποχή της οικουμενικότητας», επιμ. Κ. Βουδούρη, Ε. Μαραγγιανού, ΙΩΝΙΑ, Αθήνα, 2007, σ. 180-194.

Πατέλη Δ., Επίμετρο στη δεύτερη ελληνική έκδοση της Λογικής της Ιστορίας. (Βαζιούλιν, Β. Α. Η λογική της ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Έκδ. Β'. ΚΨΜ. Αθήνα 2013.)

Πατέλη Δ., Ζητήματα μεθοδολογίας της ανάπτυξης του μαρξισμού. Η συμβολή του Ένγκελς. Στο : Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση τ. 1., 1995, σ. 85-94.

Πατέλη Δ., Η διαλεκτική του γίγνεσθαι της πολιτικής οικονομίας. Επιθεώρηση Οικονομικών Επιστημών, τεύχος 6, 2004, σελ. 103 – 128.

Πατέλη Δ., Η θρησκεία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης. Ουτοπία, Νο 34, 1999, σελ. 99-123.

Πατέλη Δ., Κοινωνικές Επιστήμες και μεθοδολογία του οργανικού όλου: Πέραν του διπόλου ποιοτικών και ποσοτικών μονομερειών. Μ.Πουρκός & Μ.Δαφέρμος, (επιμ), Ποιοτική έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες. Αθήνα: Τόπος, 2010, σ. 207-297.

Πατέλη Δ., Κοινωνική νομοτέλεια: θεωρητικό κεκτημένο και «Λογική της Ιστορίας». Εννοιολογικές και μεθοδολογικές επισημάνσεις. Στο: Ζητήματα Θεωρίας και Μεθόδου των Κοινωνικών Επιστημών. Επιμ. Σ. Παπαϊωάννου. Εκδ. Κριτική. Αθήνα, 2007, σελ. 266-285.

Πατέλη Δ., Οι δρόμοι της κοινωνικής θεωρίας και μεθοδολογίας Από τον κλασικό μαρξισμό στη Λογική της Ιστορίας. .

Πατέλη Δ., Σειρά λημμάτων στο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, τόμοι 1-5. Εκδόσεις ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ. Αθήνα, 1994-1995.

Παυλίδη Π. Η ιδεολογία του λενινισμού. Ελευθεροτυπία, Ιστορικά, τεύχος 257, 14/10/2004.

Ριαζάνοφ Ντ. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς (όχι μόνο για αρχάριους), Εκδόσεις Γράμματα.

Ρικάρντο Ντ. Αρχαί πολιτικής οικονομίας και φορολογίας. Γκοβόστη, Αθ. 1938.

Σλάιφσταϊν Γιόζεφ. Εισαγωγή στη μελέτη του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν. Εκδ. Επίκουρος. Αθήνα, 1976. σελ. 7 – 58.

Σμιθ Άνταμ., Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών. Μετ. Χ. Βαλλιάνου. Το Βήμα, Αθήνα 2010.

Φοϋερμπαχ Λ. Για την κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας. Εκδ. Αναγνωστίδης.

Χέγκελ Γκ. Β., Η λογική. Μετ. Π . Γρατσάτσου, Αθήνα, 1916.

Χέγκελ Γκ. Β., Η Επιστήμη της Λογικής. Δωδώνη 1991.

Χέγκελ Γκ. Β., Φαινομενολογία του πνεύματος. Μετ. Δ. Τζορτζόπουλου. Δωδώνη, τ. 1-2.

Χρύση Α., Ο Μαρξ της δημοκρατίας. ΚΨΜ 2014.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Αυτού του τύπου η μεταφυσική εξιδανίκευση, είναι ιδιαίτερα βολική για τον λόγο που αρθρώνουν όσοι αρέσκονται να ομιλούν ως αυτόκλητες πρωτοπορίες και «καθοδηγητές» της εργατικής τάξης. Όσο αναντίστοιχες της σημερινής πραγματικής θέσης και του ρόλου της εργατικής τάξης γίνονται κάποιες πάλαι ποτέ ή/και αυτόκλητες «πρωτοπορίες της εργατικής τάξης», τόσο πιο πολύ εμπλέκονται σε αυτή τη μεταφυσική υποστασιοποίηση της εργατικής τάξης, σε βαθμό που υποκαθιστούν πλήρως την πραγματικότητα με την απογειωμένη αντεστραμμένη φενάκη τους: στη δική τους αντίληψη, δεν είναι η πραγματική σημερινή κατάσταση της εργατικής τάξης και οι ανάγκες της βάση και αφετηρία αναφοράς για την όποια συγκρότηση της ίδιας και της πρωτοπορίας της ως υποκείμενου, αλλά τουναντίον, όλοι οφείλουν να αναγνωρίζουν το δικό τους «μοναδικό συνεπές» μόρφωμα, κόμμα κ.ο.κ., ως a priori «πρωτοπορία», βάση και αφετηρία αναφοράς...

[2] Χαρακτηριστική αυτού του στίγματος είναι και η διαδεδομένη στον λόγο που αρθρώνουν φορείς και συνιστώσες του κινήματος της Αριστεράς «αντικαπιταλιστική» διάθεση, ως βασικό στοιχείο ταυτότητας και αυτοπροσδιορισμού. Η σκέτη άρνηση γίνεται πρακτικά στείρα άρνηση, και τότε, η συνακόλουθη σπουδή για αυτοπροσδιορισμό γίνεται πρακτικά πλήρης ετεροπροσδιορισμός. Τα μεταφυσικά άκρα τελικά συγκλίνουν αν δεν ταυτίζονται. Το υποκείμενο που προτάσσει το πρόθεμα «αντι-» για να αυτοπροσδιοριστεί, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι (και καλά θα κάνει να το συνειδητοποιήσει κάποτε) θέτει ως βασικό σύστημα αναφοράς αυτό που αρνείται (το μόνο σταθερό σύστημα αναφοράς π.χ. στον «αντικαπιταλισμό» είναι ο καπιταλισμός, στην αταξική κοινωνία η ταξική κ.ο.κ.). Αν π.χ. είναι δεδομένη η αρνητική σχέση προς την κεφαλαιοκρατία, η όποια εναλλακτική πορεία της κεφαλαιοκρατίας ή θα πρέπει να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, απολύτως διαφορετική από ό,τι ενδέχεται να παραπέμπει έστω και σε στοιχεία της τελευταίας, ή θεωρείται ότι συνιστά απλή εκδοχή της τελευταίας... Έτσι, ο αφηρημένος “αντικαπιταλισμός” μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα ως σύμπτωμα και ως παράγοντας θεωρητικής και πρακτικής στρατηγικής ανεπάρκειας, τακτικισμού που εκλαμβάνεται ως “στρατηγική καθαρότητα”, ενώ στην πράξη ευνουχίζει την προοπτική του επαναστατικού κινήματος, απωθώντας το θετικό προσδιορισμό του επαναστατικού σκοπού. Εξ ου και η εμμονή σε αυστηρά οριοθετημένα ταξινομικά σχήματα με τη μορφή αποκλειστικών διαζεύξεων. Βάσει των παραπάνω, δεν είναι τυχαία η διάδοση των απόψεων περί «άρνησης» και περί «αρνητικής διαλεκτικής» του Th. W. Adorno, εκπροσώπων της Σχολής της Φρανκφούρτης και άλλων εκδοχών του «νεομαρξισμού».

* Πηγή: www.kordatos.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου