Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη (Κ. Βάρναλης)

Από το blog: sarantakos.wordpress.com
Τις μεγάλες τις γιορτές, πιο πολύ τα Χριστούγεννα αλλά και το Πάσχα, τις έχω συνδέσει με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και συχνά βάζω κείμενά του τέτοιες μέρες -για παράδειγμα, πέρσι το Πάσχα είχα βάλει το διήγημά του «Χωρίς στεφάνι«, ένα πασχαλινό αθηναϊκό, μαύρο και όχι χαρμόσυνο, διήγημα. Για σήμερα διάλεξα ένα κομμάτι όχι του Παπαδιαμάντη, αλλά για τον Παπαδιαμάντη, από έναν άλλον μεγάλο τεχνίτη των γραμμάτων μας, τον Κώστα Βάρναλη. Ο Βάρναλης, νέος στη Δεξαμενή, είχε γνωρίσει τον Παπαδιαμάντη και αργότερα έγραψε και ένα διήγημα «εις παπαδιαμάντειον ύφος», ίσως το ωραιότερο απ’ όσα παρόμοια έχουν γραφτεί, «Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη», που το είχα παρουσιάσει εδώ παλιότερα. Ελάχιστα γνωστό είναι αντίθετα το σημερινό μας κομμάτι, που είναι «Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη», όχι διήγημα αλλά χρονογράφημα, δημοσιευμένο κάποιο κατοχικό Πάσχα στην εφημερίδα «Πρωία».
Απ’ όσο ξέρω, το κείμενο που θα διαβάσετε είναι αθησαύριστο -αν και μπορεί να πέφτω έξω και να έχει αναδημοσιευτεί κάπου. Πάντως στο Διαδίκτυο δεν υπάρχει. Έχω μονοτονίσει και έχω εκσυγχρονίσει την ορθογραφία.

Κι επειδή το χρονογράφημα του Βάρναλη μιλάει για τη θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη, θεώρησα σκόπιμο να αναδημοσιεύσω στο τέλος ένα πρόσφατο δοκίμιο του Σταύρου Ζουμπουλάκη για το ίδιο θέμα, που αναφέρεται στο πασχαλινό παπαδιαμαντικό διήγημα «Η νοσταλγία του Γιάννη», που το ανακάλυψα πριν από τρία χρόνια, και το οποίο κυκλοφορεί πια σε τομίδιο αλλά, να θυμίσω, πρώτοι το διαβάσατε εδώ.

Και βέβαια το ιστολόγιο εύχεται σε όλους Καλή Ανάσταση!

Το Πάσχα του Παπαδιαμάντη

Πώς να μη θυμάται κανείς κάθε χρονιάρα μέρα, και μάλιστα το Πάσχα, εκείνον, που αν δεν ήτανε ο μόνος πιστός άνθρωπος, ήτανε ωστόσο ο μόνος θρησκευτικός «ποιητής» του καιρού μας, —τον Παπαδιαμάντη; Ούτε μυστικιστής και πανθεϊκός («διαστολή» του εγώ προς το Σύμπαν!) ούτε ωραιολάτρης του θρησκευτικού βίου. Χριστιανός τής ουσίας και των τύπων, της πίστης και τού δόγμα­τος, της ψυχής και του κανόνα, της θεωρίας και της πράξης. Αυτού του είδους η θρησκευτικότη­τα «ζει» στο έργο του, ενώ των άλλων (μανιέρα και… κυμβαλαλισμός!) απουσιάζει ολότελα. Ε­πειδή έτυχε να θυμηθούμε τον Παπαδιαμάντη κάνουμε αυτήν την παρατήρηση και μαζί μ’ αυτήν και μιαν άλλη: πως δεν είναι το θέμα, που δίνει αξία στο έργο παρά η ειλικρίνεια.



Και τώρα: ο κυρ Αλέξανδρος, ο ψάλτης και τυπικάρης, τη Με­γάλη Βδομάδα βρισκότανε σε ακατάπαυτη κίνηση κι αγρυπνία. Με το λαμπαδάριο Χριστοφίλη, με τον εξάδερφό του το Μωραϊτίδη, τη «σεβάσμια μητέρα» Ολυμ­πιάδα και με λιγοστούς φιλακολούθους στο ιδιωτικό παρεκκλήσι του Αγ. Ελισσαίου εκτελούσε τα χρέη του με πάθος. Έψελνε με σπανία γνώση τής βυζαντινής μουσικής, με «πενιχράν φωνήν», αλλά πολύ χρωματισμένη και κραδαινότανε ολάκερος έως οχτώ ώ­ρες. «Ψάλλων ο Παπαδιαμάντης εσκίρτα αληθώς, ηγάλλετο, εθλίβετο, και οιονεί συνέπασχε μετά του υμνωδού… Εάν φράσις τις περι­είχε επιτακτικήν τινα έννοιαν ως λ.χ. «αυτόν προσκυνήσωμεν» ήτο αδύνατον να μη συνοδεύσει το μέ­λος τούτης και με μίαν ζωηράν πλήξιν του ποδός επί του εδάφους…» Ύστερα από ένα τέτοιον αγώνα σωματικό και ψυχικό, μιας ολάκερης βδομάδας, μέρα και νύ­χτα, ύστερα από νηστεία σαράντα ημερών, κυρ Αλέξανδρος θα πή­γαινε σε καμιά ταβέρνα του Ψυρρή με τούς «συμποτικούς φίλους» (το Χριστοφίλη τον καντηλανά­φτη, τον κυρ Στρατή τον ψάλτη του Νεκροταφείου, τον κυρ Νικολάκη το Θεοφιλάτο,τoν κυρ Γρηγοράκη το Γιακουμή, το Γιάννη το Μανάφτη, το Νήφωνα Διανέλλο τον καλόγερο κτλ.) για να γιορτάσουνε με τη γκιουβετσάδα και με το κρασί τη μεγάλη μέρα.

Αλλά όχι σπάνια, στα τελευ­ταία χρόνια, ο Παπαδιαμάντης ήτανε το Πάσχα καλεσμένος στου φίλου του κυρ Στέφανου, του «Προέδρου» τής Δεξαμενής.

Ο κυρ Στέφανος, παλιός πρόε­δρος των αμαξάδων, ερχότανε με τα ποδήματά του (χειμώνα καλο­καίρι), με τη μαγκούρα του και τα γαλανά του μάτια να πάρει κατά το μεσημέρι τον κυρ Αλέξαντρο να πάνε σπίτι. Κατηφόριζαν κι οι δυο τα σκαλιά της πλατείας και λίγο παραπέρα στην οδόν Σπευσίππου ήτανε η αυλή του κυρ Στέφανου με την πλατιά πόρτα, ώστε να χωράει μέσα το αμάξι, που τώρα το δούλευε ο γιός του. Στο τραπέζι ήτανε το ταψί με τ’ αρνί και τις πατάτες, η πιατέλα με τη μαρουλοσαλάτα κι η χιλιά­ρα με το κρασί. Δίπλα στο κε­χριμπαρί τής ρετσίνας τα κόκκινα αυγά.

Πριν καθίσουν ο Παπαδιαμάντης έκανε την προσευχή: «Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται και αινέσουσι κύριον οι ευλογούντες αυτόν, ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνας αιώνων». Και τότε μο­νάχα καθότανε ο καθένας στην καρέκλα του. Και τότε γινότανε το εξής: Πριν να βάλει μπουκιά στο στόμα του ο κυρ Αλέξαντρος, γέ­μιζε μια κούπα, που την τοποθε­τούσανε μπροστά του, με «ξανθόν ρητινίτην», τη γέμιζε ώς τα χείλια και κατόπι πιάνοντάς τη με τις δυο του χούφτες, που τρέμανε, την έφερνε στο στόμα και την άδειαζε ώς κάτου. Τότε μονά­χα αστράφτανε τα μάτια του και λυνότανε η γλώσσα του κι άνοιγε η όρεξή του. Το πάθος!

Έτσι ο Παπαδιαμάντης έκανε «Πάσχα ρωμέικο να ευφρανθεί η ψυχή του». Κι όταν ο μέσα του κόσμος μαγευότανε, άρχιζε να σιγοψέλνει διάφορα τροπάρια — το άλλο του πάθος. Κι ύστερα θα μπορούσε να λέει την περίφημη φράση, που την έχει γράψει σ’ ένα διήγημά του -φράση που περιέχει όλον τον παθητικό λυρισμό του για το κρασί: «Ήτον ωραίον ρετσινάτον όλον άρωμα και πτήσις και αφρός»! Δίψα του Βάκχου και του… Δαυίδ!

Πάντα ο ποιητής της «Φόνισσας» και της «Νοσταλγού» γλεν­τούσε μονάχα με ανθρώπους τού λαού. «Ω πενιχρά και υπερτάτη ευτυχία τού φτωχού»! Κι όπως λέγει ο κ. Βαλέτας, απ’ όπου αντλήσαμε πολλές βιογραφικές πλη­ροφορίες για τον άνθρωπο: «από το λαό ξεκίνησε, με το λαό πέρασε τη ζωή του, στο λαό άνοιξε την ψυχή του».

Καναδυό σημειώσεις

* κυμβαλαλισμός: λέξη φτιαχτή από τον Βάρναλη, που παραπέμπει στο ευαγγελικό «κύμβαλον αλαλάζον» (το περίφημο χωρίο από την προς Κορινθίους επιστολή: Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον).

* «συμποτικοί φίλοι»: έκφραση του Παπαδιαμάντη από το διήγημα «Καλόγερος», όπου εμφανίζεται και ο Γιάννης ο Μανάφτης, όπως και ο κυρ Γρηγοράκης. Τα άλλα ονόματα πρέπει να εμφανίζονται επίσης σε άλλα διηγήματα ή σε επιστολές του Παπαδιαμάντη.

* ακατάπαυτη: σήμερα είναι συχνότερος ο τύπος «ακατάπαυΣτη», αλλά προπολεμικά επικρατούσε ο τύπος χωρίς σίγμα.

* «το κεχριμπαρί της ρετσίνας»: στο πρωτότυπο δεν υπάρχει τόνος, αλλά θεωρώ πιθανότερο αυτό, παρά «στο κεχριμπάρι της ρετσίνας»/

* «Φάγονται πένητες…» Προσευχή της τραπέζης, πριν από το δείπνο.

* κυρ-Στέφανος, ο Πρόεδρος: Για τον φίλο αυτό του Παπαδιαμάντη έχει γράψει ο Βάρναλης σε ένα άλλο χρονογράφημά του, «Στη Δεξαμενή«, φράσεις του οποίου επαναλαμβάνονται και εδώ.

* Ήτον ωραίον ρετσινάτον όλον άρωμα και πτήσις και αφρός: φράση από το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Τραγούδια του Θεού», όπου περιγράφεται ένα Πάσχα που έκανε καλεσμένος στο σπίτι του φίλου του Στέφανου Μ.

* «Ω πενιχρά και υπερτάτη ευτυχία του φτωχού». Παπαδιαμαντική φράση από την «Υπηρέτρα» (για την ακρίβεια: Ω, πενιχρά αλλ’ υπερτάτη ευτυχία του πτωχού!).

Και τώρα παραθέτω το άρθρο του Στ. Ζουμπουλάκη:

Χριστιανισμός υπό τους διατόρους ήχους της γκάιντας

Το 2007 προστέθηκε από τον Βασίλειο Τωμαδάκη ένα ακόμη διήγημα στο παπαδιαμαντικό corpus, «Το γιαλόξυλο», το οποίο μάλιστα πρόλαβε και συμπεριλήφθηκε στην τελευταία έκδοση των Απάντων του, από την εφ. «Το Βήμα», επιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, 2011, τόμ. 11. Τον Οκτώβριο 2014 προστέθηκε από τον Νίκο Σαραντάκο ένα ακόμη, «Η νοσταλγία του Γιάννη», που εκδόθηκε μόνο του σε κομψή έκδοση από τις εκδόσεις Ερατώ. Το αθησαύριστο διήγημα το είχε ήδη αναρτήσει ο ευρετής του, από τις 15.7.2012, στο ιστολόγιό του και πιθανολογούσε με ισχυρά επιχειρήματα την παπαδιαμαντική πατρότητα. Τα σχετικά φιλολογικά και τα πειστήρια της γνησιότητας του νεοφανούς διηγήματος τα παρέχει ο Ν. Σαραντάκος στην εισαγωγή και στο επίμετρο της έκδοσης.

Η «Νοσταλγία του Γιάννη» ανήκει στα πασχαλινά του συγγραφέα του και έχει ήρωα ένα στραβόξυλο, τον Γιάννη τον Λιοσαίο, που αγαπούσε τα μουλάρια πιο πολύ από τους ανθρώπους. Με αφετηρία τούτο το τρισχαριτωμένο διήγημα θα κάνουμε λόγο, άλλη μια φορά, για το πολυσυζητημένο θέμα του χριστιανισμού του Παπαδιαμάντη, αφού πρώτα παραθέσουμε ένα απόσπασμα.

«Την Δευτέραν και Τρίτην του Πάσχα, ακόμη και την Παρασκευήν της Ζωοδόχου Πηγής, οπότε γίνεται φαιδροτάτη πανήγυρις, και την Κυριακήν του Θωμά, ότε η Εκκλησία ψάλλει το “Σήμερον έαρ μυρίζει – και καινή κτίσις χορεύει” ο Γιάννης ο Λιοσαίος εχόρευε κι’ επήδα με την γκάϊδα του έξωθεν του μαγαζιού του Θωμαδάκη, υπό το πυκνόν των μωρεών φύλλωμα. Και την ημέραν του Αγίου Γεωργίου “ανέτειλε το έαρ, δεύτε ευωχηθώμεν…” – είχε γίνει μεγάλη σύναξις, υπό τα πελώρια δέντρα, ανδρών και παιδίων και μικρών κορασίων, διά ν’ απολαύσουν το θέαμα των αιπολικών χορών του Γιάννη και ολίγων άλλων αγροδιαίτων νέων και πανηγυριστών, κατελθόντων την δείλην από το βουνόν, όπου είχεν εορτασθή εις το εξωκκλήσιόν του ο Αγιος».

Ο χριστιανισμός του Παπαδιαμάντη είναι πρωτίστως λατρευτικός, είναι ο χριστιανισμός της λατρείας του Θεού από την κοινότητα των πιστών, σύμφωνα με τον εόρτιο εκκλησιαστικό κύκλο. Η κοινή λατρεία του Θεού τελείται με το σώμα, τον νου και την καρδιά μας, μέσα σε στολισμένες εκκλησιές, είναι άσματα και εικόνες, ασπασμοί και σταυροκοπήματα, ήχοι και μυρωδιές. Ορος της η απαρασάλευτη τήρηση του Τυπικού.

Ο χριστιανισμός του Παπαδιαμάντη είναι λαϊκή θρησκεία, δεν είναι φιλοσοφική κοσμοθεωρία, ούτε έχει αγωνία, εσωτερική πάλη, αμφιβολία. Και καθώς δεν υπάρχει θρησκεία χωρίς δεισιδαιμονία, ο χριστιανισμός του ενσωματώνει κι έναν αναπόφευκτο αριθμό δεισιδαιμονιών, τις οποίες ο ίδιος δεν αποδοκιμάζει. Εντάσσεται επιπλέον οργανικά στον φυσικό κύκλο του κόσμου, στις εποχές του χρόνου.

Είναι ένας χριστιανισμός παρηγορητικός, το πρώτο και τελευταίο καταφύγιο των πενήτων, σε τούτο τον κόσμο της αδικίας, που δεν είναι μόνο κοινωνική.

Είναι, τέλος, και σε αυτό θα ήθελα να σταθώ σήμερα, ένας χριστιανισμός ευφρόσυνος, χαρούμενος, φαιδρός. Ας προσέξουμε στο παραπάνω απόσπασμα ποια τροπάρια ανακαλεί ο Παπαδιαμάντης από τις πλούσιες ακολουθίες των ημερών αυτών. Την Παρασκευή λοιπόν της Ζωοδόχου Πηγής γίνεται φαιδρότατο πανηγύρι, την Κυριακή του Θωμά μυρίζει άνοιξη και όλη η πλάση χορεύει, ενώ την ημέρα του Αγίου Γεωργίου ανατέλλει η άνοιξη και καλούμαστε να γιορτάσουμε και να χαρούμε. Ο Παπαδιαμάντης γνώριζε και σεβόταν τον μοναχισμό, ο χριστιανισμός του όμως δεν είναι ασκητικός. Πηγή αυτής της ευφροσύνης είναι η μετοχή στη λατρεία, στον κόσμο των ιερών ακολουθιών, κυρίως των πανηγυριών στα ξωκκλήσια, όπου, μετά την απόλυση, ακολουθεί η ευωχία, δηλαδή φαγοπότι και χορός, ξεφάντωμα, μέσα στο κάλλος της φύσης.

Η χαρά του Ευαγγελίου δεν είναι ακριβώς αυτή, χωρίς όμως τούτο να σημαίνει πως είναι αντίπαλη προς αυτήν. Η ευαγγελική χαρά είναι η χαρά των καλών ειδήσεων, ότι ο Χριστός ήρθε επιτέλους στον κόσμο και έρχεται διαρκώς για να έχει ο καθένας μας «ζωήν […] και περισσόν» (Ιω. 10, 10), τώρα και για πάντα. Ο χριστιανισμός του Παπαδιαμάντη δεν μπορεί να είναι ο δικός μας χριστιανισμός σήμερα, δεν απομένει τίποτε πια από όσα τον συγκροτούσαν, που άλλωστε είχαν ήδη θρυμματισθεί από τότε που ζούσε. Είναι σημαντικό ωστόσο να κρατήσουμε από τον παπαδιαμαντικό χριστιανισμό το πολυτιμότερο στοιχείο του, το στοιχείο δηλαδή της χαράς και της ευφροσύνης, και να το εκφράσουμε με άλλο τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου