Στην Αθηνά του 1903, από τις 6 μέχρι τις 9 Νοεμβρίου είχαν ξεσπάσει αιματηρά επεισόδια, που έμειναν γνωστά στην ιστορία ως Ορεστειακά. Ήταν μια εποχή, που το γλωσσικό ζήτημα εκτός από την πολιτιστική του διάσταση, είχε λάβει κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις.
Το τότε Βασιλικό Θέατρο, του οποίου καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Στέφανος Στεφάνου, αποφάσισε να ανεβάσει την Ορέστεια του Αισχύλου, μεταφρασμένο σε απλή δημοτική γλώσσα από τον πανεπιστημιακό Γεώργιο Σωτηριάδη.
Η μετάφραση αυτή προκάλεσε την μήνη των καθαρολόγων της εποχής, των γλωσσαμυντόρων όπως λέγονταν τότε οι οπαδοί της αττικίζουσας γλώσσας. Κύριος υποκινητής των επεισοδίων αυτών ήταν ο καθηγητής Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μιστριώτης, φανατικός υπέρμαχος της αρχαΐζουσας γλώσσας, ο οποίος ξεσήκωσε φοιτητές και προσκείμενες εφημερίδες ώστε να συμμετάσχει και ο αθηναϊκός λαός σε συλλαλητήρια.
Γεώργιος Σωτηριάδης
Το πρόγραμμα της παράστασης
Η πρεμιέρα δόθηκε την 1η Νοεμβρίου, με τηνΜαρίκα Κοτοπούληνα ενσαρκώνει το ρόλο της Αθηνάς Παλλάδας. Η τότε Κυβέρνηση Δ. Ράλλη δεν αποδέχθηκε το αίτημα του Γ. Μιστριώτη, που πρέσβευε οι παραστάσεις των αρχαίων δραμάτων να γίνονται στη γλώσσα που γράφτηκαν κι έτσι ακολούθησαν επεισόδια. Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου διατάχθηκε ο στρατός να επιβάλει τη τάξη. Κατά τις συμπλοκές που ακολούθησαν στη διάλυση των διαδηλωτών κάποιοι στρατιώτες στο φόβο προσβολής τους πυροβόλησαν κατά του πλήθους με συνέπεια να φονευτούν δύο πολίτες και να τραυματιστούν επτά. Μετά από το γεγονός αυτό οι διαδηλωτές διαλύθηκαν, οι οχλαγωγίες σταμάτησαν και η αναταραχή τερματίσθηκε.
Δημοσίευμα εφημερίδας της εποχής
Το αξιοπερίεργο φαινόμενο βίαιων ταραχών με αφορμή γλωσσικά θέματα είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 1901, επίσης στην Αθήνα, με τα αποκαλούμενα Ευαγγελικά, που αφορούσαν τη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική, γεγονότα που εντάσσονται σε μία ευρύτερη διαμάχη γύρω από το το γλωσσικό ζήτημα και την ιστορία του στην Ελλάδα.
Ως «Ευαγγελικά» ή Ευαγγελιακά, έχουν καταγραφεί τα αιματηρά επεισόδια που έλαβαν χώρα στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου του 1901 με αφορμή τη δημοσίευση από την εφημερίδα Ακρόπολις των Ευαγγελίων μεταφρασμένων, (στην πραγματικότητα μεταγλωττισμένων) —ή αλλιώς, παραφρασμένων— , κατά την τρέχουσα τότε άποψη, στη δημοτική γλώσσα από τον Αλέξανδρο Πάλλη στις 9 Σεπτεμβρίου 1901.
Αλέξανδρος Πάλλης
Ο Αλέξανδρος Πάλλης (1851 – 1935) ήταν λογοτέχνης, πρωταγωνιστής στον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, ο οποίος την εποχή «αποδίδει εις την γνησίαν γλώσσαν του ελληνικού Λαού» το Ευαγγέλιο, τις τέσσερις αφηγήσεις των Ευαγγελιστών της Αγίας Γραφής που τις προσονόμασε "Η Νέα Διαθήκη κατά το Βατικανό Χειρόγραφο". Το έργο κυκλοφόρησε σε περιορισμένο αριθμό μεταξύ των Ελλήνων της Διασποράς. Όταν έφτασε και στην Αθήνα αυτή η απόδοση των Ευαγγελίων πέρασε εντελώς απαρατήρητη.
Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή όταν η εφημερίδα Ακρόπολις αποφάσισε τον Οκτώβριο του 1901 να το δημοσιεύει σε συνέχειες, υπό τον τίτλο «Το έργον της Βασιλίσσης η Ακρόπολις το συνεχίζει». Ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος θεωρείται «πατέρας» της δημοσιογραφίας της σύγχρονης Ελλάδας, φυσιογνωμία προοδευτική, έκρινε ότι«θεάρεστον έργον είναι» να φθάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι και να «γίνει απολύτως αντιληπτόν» από κάθε Ορθόδοξο Έλληνα το Ευαγγέλιο. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης ενήργησε έχοντας τη σύμφωνη γνώμη του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή Εμμανουήλ Ζολώτα.
Σκίτσο του Βλάση Γαβριηλίδη από τον Γεώργιο Ροϊλό. Περιοδικό Εστία, 1898
Παραδόξως εκείνοι που αντέδρασαν σε αυτό το έργο ήταν οι φοιτητές «του Αθήνησιν», αλλά και καθηγητές. Την εποχή εκείνη, επικρατούσε άκρατος εθνικισμός. Η βάση και η ουσία του ελληνικού έθνους ήταν η αρχαιολατρία. Έκφραση αυτής της κατάστασης αποτελούσε η αρχαΐζουσα «καθαρεύουσα» γλώσσα. Η απόκλιση από τη χρήση της θεωρούνταν εθνικό έγκλημα και όποιος την υπονόμευε προδότης, ανεξάρτητα από το αξίωμα, την κοινωνική ή πολιτική θέση που μπορεί να κατείχε. Στα πρωτοσέλιδα διαφόρων εφημερίδων οι δημοτικιστές παρουσιάζονταν ως άθεοι και προδότες.
Πηγή φωτογραφίας
Με την παρακίνηση καθηγητών τους, όπως οι «γλωσσαμύντορες» αντιδημοτικιστές ακαδημαϊκοί Κόντος, Βάσης και Μιστριώτης, οι φοιτητές άρχισαν να δραστηριοποιούνται.
Γεώργιος Μιστριώτης
Οι εφημερίδες της εποχής Εμπρός, Σκριπ και Καιροί κατέκριναν την Ακρόπολη και συστρατεύθηκαν με τους φοιτητές, μιλώντας για υποτιθέμενους «κινδύνους» τους οποίους αντιμετώπιζε το έθνος εξαιτίας της παράφρασης του Ευαγγελίου. Έτσι, στο δρόμο άρχισαν να κατεβαίνουν όχι μόνο φοιτητές αλλά και δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα, έτοιμοι να λιντσάρουν τους εχθρούς της «γλώσσας των προγόνων» μας. Το ζήτημα δεν άργησε να μετατραπεί από ένα γλωσσικό ή έστω θρησκευτικό θέμα σε πολιτικό θέμα «εθνικών διατάσεων». Υποδαυλίζονταν τα πνεύματα με απόψεις όπως ότι η «μετάφραση» του Ευαγγελίου ήταν έργο των «εχθρών της πατρίδος» και ότι η αιτία ήταν ο «σλαβικός κίνδυνος». Έτσι, δεν άργησαν τα πράγματα να εξελιχθούν σε τραγωδία.
Απεικόνιση των «Ευαγγελικών» επεισοδίων στον Τύπο της εποχής
Ο τραγικός απολογισμός των επεισοδίων αυτών ήταν οκτώ έως έντεκα, σύμφωνα με διάφορες πηγές, νεκροί. Επίσης, υπήρξαν 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες, οι οποίοι παρέμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα. Υπήρξαν όμως και άλλα θύματα. H εφημερίδα Ακρόπολις διέκοψε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και στο φύλλο της 7ης Νοεμβρίου ζήτησε συγγνώμη από τους φοιτητές δηλώνοντας ότι η εφημερίδα παραμένει «πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντως αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης εις την οποίαν εγράφη υπό των Θεοπνεύστων ανδρών». Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάστηκε να παραιτηθεί, όπως και η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου