Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Ένα διήγημα «φόρος τιμής»

Η Ναντίν Γκόρντιμερ διακρίθηκε κυρίως για τα «πολιτικά» της έργα και όχι για μια γραφή η οποία θα είχε ως μέλημα την διεκτραγώδηση της ανθρώπινης περιπέτειας μόνο με εσωτερικούς όρους.
Οι ήρωες των πεζογραφημάτων της κινήθηκαν σε συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, έχοντας να αντιμετωπίσουν τη βία της πολιτικής εξουσίας.
Στο διήγημα που ακολουθεί ο εξομολογητικός τόνος της πρωτοπρόσωπης αφήγησης δίνει στο σύνολο διαστάσεις συγκινησιακές, οι οποίες στα χέρια άλλου, λιγότερου ικανού, συγγραφέα θα υπέκυπταν αμαχητί στον μελοδραματισμό.
Η Γκόρντιμερ μάλλον υπερπηδά το εμπόδιο, αν και όχι αλώβητη. Σκιτσάροντας το (αυτό)πορτρέτο του δολοφόνου προσπαθεί να πάρει τις κατάλληλες αποστάσεις- και τα καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό- αλλά παράλληλα δεν παύει να φλερτάρει με τα καλά αισθήματα.

Τ.Γ.



Ένας πυροβολισμός έσβησε το όνομα μου

της Ναντίν Γκόρντιμερ

(Το ακόλουθο διήγημα της Νοτιοαφρικανής συγγραφέως αναφέρεται στην ανεξιχνίαστη δολοφονία του Σουηδού πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε, το 1986).

Διάβασε τα χείλη μου.

Διότι εγώ δεν μιλάω. Κάθεσαι απέναντι, και όταν το βαγόνι τραντάζεται σκύβεις προς τα εμπρός για να ακούσεις. Αλλά εγώ δεν μιλάω.

Εάν τους έβρισκα θα μπορούσα να τους ζητήσω τα χρήματα που πρέπει να εισπράξω για ό,τι έκανα, αλλά έχουν φύγει. Δεν γνωρίζω πού να ψάξω να τους βρω. Υποθέτω ότι δεν βρίσκονται πλέον εδώ, βρίσκονται σε κάποια άλλη χώρα, μετακινούνται συνεχώς, έτσι εντοπίζουν ανθρώπους σαν και μένα. Φεύγουμε από τα σπίτια μας εξαιτίας κυβερνήσεων που αλλάζουν, είμαστε οι χαμένοι στη λάθος πλευρά. Ούτε δουλειά, ούτε ψωμί και λάδι στα καταστήματα, και όταν διασχίζουμε κάποια σύνορα βρισκόμαστε μπροστά σε άλλα σύνορα, και σε άλλα και σε άλλα. Ποιος είναι ο τελικός προορισμός; Δεν το γνωρίζουμε· δεν γνωρίζουμε πού μπορούμε να σταματήσουμε, από ποιο σημείο θα μας στείλουν κάπου αλλού, από ποιο στρατόπεδο μεταναστών σε ένα άλλο, σε ποια χώρα όπου δεν μπορείς να βγάλεις χαρτιά.

Δεν μιλάω ποτέ.

Μας βρίσκουν εκεί, σε ένα από αυτά τα μέρη – με βρήκαν και με έσωσαν. Μπορούν να κάνουν οτιδήποτε· με έφεραν εδώ με χαρτιά και μου έδωσαν ένα όνομα. Έθαψα το πραγματικό μου όνομα, κανείς δεν θα μου το αποσπάσει. Μου εξήγησαν τι ήθελαν να κάνω και μου έδωσαν το μισά χρήματα. Είχα για να φάω, να ντυθώ και να κοιμηθώ σε ξενοδοχείο όπου ο κόσμος διαβάζει τον κατάλογο τριών εστιατορίων, πριν αποφασίσει που θα φάει. Στο δωμάτιο υπήρχε σαμπουάν και ένα κλειδί για ένα προσωπικό χρηματοκιβώτιο, το οποίο είχε ποτά αντί για χρήματα.

Μου τα είχαν ετοιμάσει όλα. Τον είχαν παρακολουθήσει επί μήνες και γνώριζαν πότε πήγαινε κάπου συγκεκριμένα και σε ποιά ώρα. Αν και ήταν ένας τόσο σημαντικός άνθρωπος, έβγαινε μόνος με τη γυναίκα του, χωρίς προσωπική φρουρά, διότι του άρεσε να σκέπτεται ότι είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος ή διότι ήθελε να είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Γνώριζαν ότι εκείνος δεν φανταζόταν πως επρόκειτο για μια έντονη επιθυμία τους. Και αυτό τους επέτρεψε να με πληρώσουν για ό,τι πληρώθηκα να κάνω.

Δεν είμαι κανένας. Καμία χώρα δεν με συμπεριλαμβάνει στην απογραφή της, το όνομα που μου έδωσαν δεν υπάρχει: κανένας δεν διέπραξε αυτό που έγινε. Εκείνος σε ένα διάλειμμα, πήρε αγκαζέ τη γυναίκα του και πήγαν σε ένα ρεστοράν με διπλές πόρτες που προφύλασσαν από το κρύο· σε αυτό όπου πήγαιναν κάθε βδομάδα, και μετά, παρότι με είχαν ενημερώσει πως επέστρεφαν πάντα στο σπίτι, μπήκαν σε έναν κινηματογράφο. Περίμενα. Ήπια μια μπίρα στο μπαρ, αυτό ήταν όλο, και γύρισα πίσω. Τα άτομα που έβγαιναν από τον κινηματογράφο δεν φαινόταν να τον αναγνωρίζουν, διότι και ο κόσμος σ’ αυτή τη χώρα θέλει να πιστεύει ότι οι ηγέτες του είναι φυσιολογικοί. Συνόδευσε τη γυναίκα. Και το έκανα ακριβώς σε εκείνη τη γωνία της καθόδου του μετρό, όταν σαν οποιοσδήποτε απλός πολίτης παραμέρισε για να αφήσει τη γυναίκα του να περάσει. Το έκανα ακριβώς με τον τρόπο για τον οποίο με είχαν πληρώσει- έχοντας πρώτα ζυγίσει την ευστοχία μου- ευθεία στο πίσω μέρος του κρανίου.

Εκείνη έκανε το λάθος να πέσει στα γόνατα από πάνω του, πριν σηκώσει το βλέμμα να δει ποιος το έκανε. Το μόνο που μπόρεσε να πει στην αστυνομία, στις εφημερίδες και στους ερευνητές, ήταν ότι είχε δει έναν άντρα από πίσω με σκούρα ρούχα και δερμάτινο σακάκι να πηδάει τα κάγκελα της σκάλας προς ένα στενό. Αυτή εδώ η πόλη είναι γεμάτη απότομες ανηφόρες και σκοτεινά σοκάκια. Δεν μπόρεσε να δει το πρόσωπο μου. Τα επόμενα χρόνια (το διαβάζω στις εφημερίδες) συνέχισε να αφηγείται ότι δεν είχε κατορθώσει να δει το πρόσωπο του άνδρα που το είχε κάνει. Εάν είχε σηκώσει το βλέμμα της μόνο λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα, θα μπορούσαν να με είχαν βρει, ο κανένας που το είχε κάνει τότε θα ήμουν εγώ. Θα σκέφτεται συνεχώς το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με το σκούρο μπερέ, (στην πραγματικότητα δεν ήταν σκούρο ήταν πράσινο και ανοιχτό καφέ καρό, ένα ακριβό μπερέ το οποίο είχα αγοράσει με τα χρήματα της αμοιβής και στη συνέχεια πέταξα στο κανάλι με μία πέτρα). Θα σκέφτεται τον αυχένα μου, το κομμάτι του αυχένα που μάλλον είχε δει ανάμεσα στο μπερέ και το γιακά του δερμάτινου σακακιού (δεν μπορούσα να το πετάξω στο κανάλι και το έβαψα). Θα σκέφτεται πόσο γυάλιζε το δερμάτινο σακάκι στις πλάτες μου κάτω από το φως μιας λάμπας πάνω από τη σκάλα, και πόσο γρήγορα πόδια είχα καθώς εξαφανιζόμουν, ενώ εκείνη φωνάζει.

Οι αστυνομικοί συνέλαβαν έναν έμπορο ναρκωτικών που βρισκόταν στο στενό δίπλα στις σκάλες. Δεν μπορούσε να πει εάν ήταν αυτός ή όχι, διότι δεν είχε καταγράψει κάποιο πρόσωπο στη μνήμη της. Το ίδιο συνέβη και με τους άλλους, που είχαν συλλάβει οι αστυνομικοί στους γύρω δρόμους, και με όσους είχαν ποινικό μητρώο με ανθρωποκτονίες ή ήσαν πολιτικοί αντίπαλοι. Δεν είχαν υπ’ όψιν τους κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Γι’ αυτό δεν είχα τίποτα να φοβηθώ. Επί χρόνια με έδιωχναν διαδοχικά από χώρα σε χώρα, πάντα φοβισμένο. Φοβόμουν διότι δεν είχα χαρτιά, φοβόμουν ότι θα μου κάνουν ερωτήσεις, φοβόμουν ότι θα πεινούσα, αλλά τώρα δεν είχα τίποτα να φοβηθώ, ακόμα και τώρα δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Δεν μιλάω.

Διαβάζω στις εφημερίδες ό,τι γράφουν γι’ αυτό που έγινε. Οι έρευνες συνεχίζονται ακόμα, η αστυνομία, ο κόσμος, όλη η χώρα συνεχίζει να ψάχνει. Διαβάζω όλες τις θεωρίες. Μερικές φορές, όπως τώρα, στο βαγόνι του μετρό, ξεχωρίζω κάποια νέα στο οπισθόφυλλο μιας εφημερίδας. Μια ιρανική συνομωσία, μια νοτιαφρικανική πολιτική εμπλοκή…. Θα μπορούσα να πω ποιος το έκανε αλλά όχι γιατί. Όταν μου έδωσαν τα μισά χρήματα – ακριβώς έτσι, αμέσως! – δεν μου το είπαν και εγώ δεν ρώτησα. Γιατί να ρωτήσω; Καμία κυβέρνηση, κανενός κόμματος, πουθενά, δεν θα μου έδινε σημασία. Αυτοί ήταν οι μόνοι που μου πρόσφεραν κάτι.

Βέβαια εισέπραξα μόνο τα μισά από αυτά που μου είχαν υποσχεθεί. Και δεν απομένουν πολλά από αυτά που μου έδωσαν, πέντε χρόνια μετά· τον επόμενο μήνα συμπληρώνονται πέντε… Έκανα κάποιες μικρές δουλειές, που και που, ώστε να μη με ρωτήσει κανείς που έβρισκα τα λεφτά για να πληρώσω το νοίκι του δωματίου κ.λπ. Δούλεψα στον Ιππόδρομο, και μία ή δύο φορές σε νάιτ κλαμπ. Μέρη όπου δεν σε δηλώνουν στο Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας. Τι θα έκανα εάν είχα πάρει όλα τα χρήματα όπως μου είχαν υποσχεθεί; Σκέπτομαι να πάω σε μια άλλη χώρα, όπως έκαναν εκείνοι, να δείξω τα χαρτιά μου στα σύνορα και το όνομα του κανένα που μου έδωσαν, να δείξω το πρόσωπο μου…

Δεν μιλάω.

Δεν κάνω παρέα με κανέναν. Ούτε με γυναίκα. Στα μέρη όπου εργαζόμουν, μου προσέφεραν να κάνω πράγματα, να μεταφέρω κλεμμένα αντικείμενα, να εμπορεύομαι ναρκωτικά: λες και οσφραίνονταν ότι κατά κάποιον τρόπο ήμουν διατεθειμένος να κάνω κάτι τέτοιο. Όμως δεν είμαι! Δεν υπάρχω γι’ αυτήν την πόλη. Αυτή η πόλη δεν έχει δει το πρόσωπο μου, μόνον έναν άνδρα με γυρισμένη πλάτη να πηδάει τα σκαλιά για να φθάσει στο διπλανό στενό που οδηγεί στη στάση του μετρό. Το ξέρω, λέγεται ότι επιστρέφουμε στη σκηνή του εγκλήματος που διαπράξαμε. Εγώ δεν πλησιάζω ποτέ, δεν περπατάω ποτέ μπροστά στη στάση του μετρό. Δεν ξαναπήγα ποτέ σ’ αυτά τα σκαλιά. Όταν εκείνη φώναξε πίσω μου ενώ εξαφανιζόμουν, έκλεισε την πόρτα πίσω μου δια παντός.

Μου φάνηκε απίστευτο όταν διάβασα ότι δεν θα τον έθαβαν σε κοιμητήριο. Τον θάψανε στο δημόσιο πάρκο μπροστά από την εκκλησία που βρίσκεται κοντά στη στάση του μετρό. Είναι ένα συνηθισμένο μέρος με κάποια γερασμένα δέντρα τα οποία στάζουν στα μονοπάτια με το χαλίκι και στον μεγάλο δρόμο, όταν βρέχει. Υπάρχει μια επιτύμβια πλάκα και ένας χαμηλός ξύλινος φράχτης, αυτό είναι όλο. Και ο κόσμος πηγαίνει, εκεί στο μεσημεριανό διάλειμμα, όταν πάει στα μαγαζιά, ο κόσμος βγαίνει από εκείνο το μετρό, εκείνον τον κινηματογράφο, και περπατάει πάνω στα χαλίκια για να φτάσει εκεί, να σταθεί, εκεί που είναι εκείνος.

Αφήνει λουλούδια.

Πήγα εκεί. Είδα. Δεν κάθισα σε απόσταση. Είναι για μένα ένα μέρος όπως όλα τα άλλα. Κάθε φορά που πηγαίνω εκεί, ακολουθώντας τους άλλους και τα βήματα που τρίζουν στο μονοπάτι, βλέπω ακόμα και νέους να κλαίνε, να ακουμπούν άνθη και μερικές φορές χαρτιά γραμμένα με κάτι που μοιάζει με ποίημα (δεν μπορώ να διαβάσω καλά αυτή τη γλώσσα). Οι έρευνες συνεχίζονται, δεν θα τελειώσουν έως ότου βρεθεί το πρόσωπο, έως ότου δεν θα γυρίσει κάποιος την πλάτη. Και αυτό δεν θα συμβεί ποτέ. Τώρα κάνω ότι και οι άλλοι. Είναι ο μοναδικός τρόπος να είσαι ασφαλής, απόλυτα ασφαλής. Σήμερα αγόρασα ένα μάτσο φτηνά κόκκινα τριαντάφυλλα δεμένα με ένα λάστιχο στριμμένο ανάμεσα στα μαραμένα φύλλα και τα βρεγμένα αγκάθια. Το ακούμπησα εκεί, μπροστά στην επιτύμβια πλάκα, πίσω από το χαμηλό ξύλινο φράχτη, όπου το όνομα μου είναι θαμμένο μαζί με εκείνον.

Απόδοση: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ

– Η Ναντίν Γκόρντιμερ (1923-2014) ήταν Νοτιοαφρικανή μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και δοκιμιογράφος. Το έργο της διαπνέεται από αντιρατσιστικές και ανθρωπιστικές ιδέες. Υπήρξε πολέμια του Απαρτχάιντ στην πατρίδα της. Τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1991.

– Ο Ούλοφ Πάλμε (1927-1986) ήταν Σουηδός πολιτικός, Πρωθυπουργός της χώρας του από το 1969 μέχρι το 1976 και στη συνέχεια αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος μέχρι τη δολοφονία του, το 1986.

tasosgoudelis.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου