Ενσαρκώνοντας πρώτος στο έργο του τα σουρεαλιστικά «ιδεώδη», έχοντας όμως σημείο αναφοράς τον Νίτσε, υπήρξε ουσιαστικά ο πρόδρομος του Υπερρεαλισμού.
Η συμμετοχή του Ιταλού Εβαρίστο ντε Κίρικο ως επικεφαλής μηχανικού στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής του Πηλίου στα τέλη του 19ου αιώνα στάθηκε η ευτυχής συγκυρία για τη γέννηση μιας προσωπικότητας διεθνούς εμβέλειας στο Βόλο, τον Ιούλιο του 1888. Η πρωτεύουσα της Μαγνησίας θα μπορεί να καμαρώνει εις το διηνεκές για το γεγονός ότι ήταν η γενέτειρα μιας από τις πλέον σημαντικές αλλά και πλέον αμφιλεγόμενες φυσιογνωμίες της τέχνης του 20ού αιώνα, του ζωγράφου, γλύπτη και δοκιμιογράφου Τζιόρτζιο ντε Κίρικο (Giorgio de Chirico), γιου του προαναφερθέντος Εβαρίστο ντε Κίρικο.Ο ίδιος ο ντε Κίρικο αναφέρει στην αυτοβιογραφία του τα εξής: «Ο Giorgio de Chirico γεννήθηκε στο Βόλο (Ελλάδα) στις 10 Ιουλίου του 1888 από πατέρα Φλωρεντινό και μητέρα Γενοβέζα. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της νιότης του στην πατρίδα του κλασικού πολιτισμού. Έπαιξε κοντά στη θάλασσα που είδε να αποπλέει το καράβι των Αργοναυτών και στους πρόποδες του βουνού που γνώρισε τα παιδικά χρόνια του "ωκύποδος Αχιλλέως" και τις σοφές νουθεσίες του παιδαγωγού Κενταύρου. Στα δώδεκα χρόνια του παρακολουθούσε ήδη μαθήματα σχεδίου στην Αθήνα και επιδιδόταν στην αντιγραφή κλασικών αγαλμάτων, ερωτευμένος με τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης».
Οξυδερκής και ανατρεπτικός, ο Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, που υπήρξε μαθητής των μεγάλων ελλήνων ζωγράφων Γ. Ιακωβίδη, Γ. Ροϊλού και Κ. Βολανάκη στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, κατάφερε να συμπεριληφθεί στη χορεία των κορυφαίων δημιουργών και των σπουδαιότερων εκφραστών της τέχνης του 20ού αιώνα.
Φορέας νεωτεριστικών τάσεων και ένας από τους μεγάλους αιρετικούς του προηγούμενου αιώνα, ο ντε Κίρικο αντιμετώπισε την τέχνη ως μια διαρκή αναζήτηση, ως το πεδίο ενός ατέρμονου στοχασμού με θέσεις και συγκρούσεις. Κύριο χαρακτηριστικό όχι μόνον της καλλιτεχνικής δραστηριότητας αλλά και της ζωής εν γένει του ιδρυτή και κύριου εκπροσώπου της «μεταφυσικής ζωγραφικής» υπήρξαν οι αντίρροπες τάσεις και οι αντιφατικές αντιδράσεις.
Στο έργο του είναι εμφανείς οι επιδράσεις της ελληνικής παιδείας και τέχνης, έντονες οι ελληνικές αισθητικές αναζητήσεις και μνήμες. Ο ίδιος και πάλι φροντίζει να δώσει με ξεκάθαρο τρόπο το προσωπικό στίγμα του: «Η Ελλάδα είναι μια χώρα με τις σωστές διαστάσεις. Τίποτα δεν είναι υπερβολικά ψηλό ή χαμηλό. Είναι λες και η χώρα έχει γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα σε ένα θερμοκήπιο. Ο ωκεανός και οι Άλπεις βρίσκονται μακριά από την Ελλάδα. Ακόμη και ο ουρανός και η θάλασσα δεν είναι ποτέ υπερβολικά μπλε. Σαν ένα διάφανο γκρίζο πέπλο να καλύπτει όλη τη χώρα. Τα βουνά δεν είναι ποτέ υπερβολικά ψηλά. Έχεις πάντα την εντύπωση ότι μπορείς να πας παντού με τα πόδια και χωρίς προσπάθεια. Τα ποτάμια δεν είναι ποτέ υπερβολικά πλατιά και υπάρχουν υδάτινα μονοπάτια που σε προσκαλούν να περιπλανηθείς στις όχθες τους και να αφεθείς σε φιλοσοφικό διαλογισμό. Όπως στον Ιλισσό, που έρρεε στην Αθήνα και που, κατά μήκος του, τις δροσερές καλοκαιριάτικες νύχτες, περπατούσε ο Σωκράτης με τη διανοούμενη εταίρα Ασπασία, συζητώντας και αναλύοντας μαζί της τα προβλήματα της ύπαρξης και του μέλλοντος».
Εις μνήμην και προς τιμήν του φημισμένου καλλιτέχνη του περασμένου αιώνα λειτουργεί σήμερα στο Βόλο το Κέντρο Τέχνης «Τζιόρτζιο ντε Κίρικο», σύγχρονο κτίριο στον πεζόδρομο της οδού Μεταμορφώσεως. Στους εκθεσιακούς χώρους του εκτίθενται έργα της ιδιαίτερα αξιόλογης συλλογής-δωρεάς Αλέξανδρου Δάμτσα (έργα ελληνικής ζωγραφικής και χαρακτικής του 19ου και του 20ού αιώνα) και φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις ποικίλου εικαστικού ενδιαφέροντος.
Βαγγέλης Στεργιόπουλος
Το νεοκλασικό ύφος που υιοθέτησε μετά το 1919 και το σύνολο σχεδόν των έργων του μετά την περίοδο της Pittura Metafisica θεωρήθηκε από αρκετούς κριτικούς υποδεέστερο. Αντιθέτως, τα έργα της περιόδου 1911-1919 αναγνωρίστηκαν σημαίνοντα και ξεχωριστά στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης.
Οι μεταφυσικοί πίνακές του εικονίζουν τα αντικείμενα αποξενωμένα από τον πραγματικό τους χώρο. Επίσης χρησιμοποιούνται συχνά κούκλες-ανδρείκελα, που έχουν στόχο να απογυμνώσουν την ανθρώπινη μορφή από το συναισθηματικό της περιεχόμενο, να τονίσουν το στοιχείο της σιωπής και να παρουσιάσουν τη ζωή σαν ένα ασήμαντο και μάταιο κουκλοθέατρο.
«Με δεδομένη την ολοένα πιο υλιστική και πιο πραγματιστική προσέγγιση της σύγχρονης εποχής, δε θα με εξέπληττε στο μέλλον μια κοινωνία στην οποία, όσοι ζουν για τις πνευματικές απολαύσεις δε θα έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν μια θέση στον ήλιο».
Ειδικότερα, ο ντε Κίρικο, μεταξύ του 1910 και του 1916 πηγαίνοντας αντίθετα με το ρεύμα της εποχής του έχτισε το σκηνικό ενός «θεάτρου» φαντασμάτων και τον χώρα μιας ονειρικής μείξης του πραγματικού με το φανταστικό.
Οι συνθέσεις του με τα μοναχικά, σχεδόν κοιμισμένα, αγάλματα και τις κούκλες, του έρημους δρόμους, τα ρολόγια που μοιάζουν σταματημένα, τα μακρινά τραίνα που περνούν τον ορίζοντα, αποπνέουν και μεταδίδουν μια αίσθηση μοναξιάς ή μοναχικότητας. Ο χώρος ανοίγει με αντίστροφη προοπτική, οι σκιές βαριές και απειλητικές, συντείνουν στη δημιουργία μιας υπαινικτικής ατμόσφαιρας γεμάτης διφορούμενα.
Ο πύργος –ως φαλλικό σύμβολο κατά τη φροϋδική θεωρία- εμφανίζεται στα περισσότερα έργα του αυτής της περιόδου. Αυτοί οι πύργοι έχουν σχεδόν πάντοτε βαβυλωνιακό ύφος, αποτελούμενοι από τρία επίπεδα, όπως ορίζει το αρχετυπικό πρότυπο.
Η χρήση τέτοιων συμβολικών στοιχείων, κυρίως κατά τη ζωγραφική του παραγωγή στο Παρίσι από το 1911 ως το 1915 (εκτός των πύργων χρησιμοποίησε επίσης ως μοτίβα κάμαρες, στοές, πλατείες) αποτέλεσε για τους υπερρεαλιστές σημείο αναφοράς στις κατοπινές αισθητικές τους αναζητήσεις. Συν τοις άλλοις, η αποσπασματικότητα των συνθέσεών του σε συνδυασμό με την παρουσία ετερόκλητων αντικειμένων αλλά και τους τίτλους των πινάκων, αποτέλεσαν ακόμη γι' αυτούς ένα είδος αισθητικής πραγμάτωσης.
Είναι σαφές, ότι υπήρξε σύμπτωση του ζωγραφικού έργου του Ντε Κίρικο με τις επιδιώξεις του υπερρεαλιστικού ρεύματος. Ο ρόλος του ονείρου, η ανίχνευση του ασυνείδητου και το αίτημα για την υπέρβαση του πραγματικού με την παράλληλη δημιουργία της υπερπραγματικότητας ουσιαστικά πήρε σάρκα και οστά στους πίνακες του ντε Κίρικο αυτής της περιόδου.
Όμως, τα ετερόκλητα στοιχεία των έργων του της Μεταφυσικής περιόδου στην πραγματικότητα υπακούουν σε μια προκαθορισμένη λογική: Η μεταφυσική εικονογραφία του συνδέθηκε με το έργο του Νίτσε και ειδικότερα με ορισμένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά κείμενά του, όπως τα Ιδού ο άνθρωπος και Τάδε έφη Ζαρατούστρα.
Από το 1919 ο ντε Κίρικο εγκατέλειψε τη «μεταφυσική» ζωγραφική για να αφοσιωθεί σε ένα είδος κλασσικισμού, με εμφανή την επιρροή των ζωγράφων της Αναγέννησης και της Φλαμανδικής Σχολής.
Ο ντε Κίρικο άρχισε να αντιγράφει έργα των Δασκάλων της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του ήταν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι όμως αργότερα τον αποκήρυξαν εξαιτίας της στροφής του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος.
*Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο γεννήθηκε στο Βόλο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Εβαρίστο και της Τζέμα ντε Κίρικο. Το ελληνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. Από το 1903 ως το 1905 φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1906 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Νίτσε, το οποίο επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξή του και στη διαμόρφωση της τεχνοτροπίας του. Πέθανε στις 20 Νοεμβρίου του 1978 στη Ρώμη. Το 1986 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Τζόρτζιο και Ίζα ντε Κίρικο με σκοπό τη διαφύλαξη του έργου του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου