του Σπύρου Αντωνίου
Τη θλίψη του για το θάνατο του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου εκφράζει σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Φυσικά, μαζί με τις απαραίτητες υπερβολές και το ανάλογο ιστορικό «ξέπλυμα» ενός αυθεντικού εκπροσώπου της συντηρητικής Δεξιάς.
Οι ύμνοι για την ακεραιότητα, την εντιμότητα και το πολιτικό ήθος του εκλιπόντα δίνουν και παίρνουν από το πρωί, με αποκορύφωμα το tweet του ομοϊδεάτη του, Π. Καμμένου: «το Έθνος αποχαιρετά τον Εθνικό ηγέτη, τον έντιμο Έλληνα Κωστή Στεφανόπουλο».
Βουλευτής της ΕΡΕ και μετέπειτα της ΝΔ, υπηρέτησε ως υπουργός στις κυβερνήσεις Καραμανλή και Ράλλη, την περίοδο δηλαδή αμέσως μετά την πτώση της χούντας (1974-81). Στις κυβερνήσεις της Δεξιάς που είχαν αναδείξει σε βασικό εχθρό τους το ριζοσπαστισμό της Μεταπολίτευσης, με τους μαζικούς και μαχητικούς εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες, ενώ χρησιμοποίησαν την ωμή καταστολή ως μέθοδο διακυβέρνησης.
Μετά την παραίτηση Ράλλη διεκδίκησε χωρίς επιτυχία την προεδρία της ΝΔ, την οποία κέρδισε τελικά ο Ε. Αβέρωφ, με το γνωστό ακροδεξιό προφίλ. Μετά την ήττα της ΝΔ στις ευρωεκλογές του 1984 και την νέα κρίση ηγεσίας που ακολούθησε, διεκδίκησε ξανά την προεδρία της ΝΔ, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκε από τον Κ. Μητσοτάκη. Σε εκείνη την κούρσα διαδοχής, ο Στεφανόπουλος εμφανίστηκε ως συνεχιστής του Αβέρωφ και ως εκπρόσωπος του κόσμου της «εθνικοφροσύνης», σε αντίθεση με τον κεντρογενή αλλά και νεοφιλελεύθερο, Κ. Μητσοτάκη.
Τον Αύγουστο του 1985, ο Κ.Στεφανόπουλος αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία και ίδρυσε την Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗΑΝΑ), που δεν μπόρεσε να παίξει κανέναν πολιτικό ρόλο. Όμως η αποτυχία του κόμματός του, υπήρξε το βάθρο για την προσωπική επιτυχία του.
Το 1995 βρέθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο, χάρη σε έναν τακτικό ελιγμό του Α. Παπανδρέου, για να αποφύγει τις εκλογές που επίμονα ζητούσε τότε η ΝΔ του Μ. Έβερτ. Ο Κ. Στεφανόπουλος προτάθηκε από την Πολιτική Άνοιξη του Σαμαρά (που ήταν πολιτικό «παιδί» του Αβέρωφ...), επί της ουσίας όμως εκλέχθηκε με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ, με το οποίο ήταν κάποτε πολιτικοί αντίπαλοι. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τον Στεφανόπουλο να δηλώσει αμέσως μετά την εκλογή του: «Ήδη από την εποχή που επολιτευόμουν, είχα συνειδητοποιήσει την ανάγκη της εθνικής συνεργασίας και της κοινής προσπάθειας. Να υπενθυμίζω ότι οι ευρύτερης αποδοχής λύσεις είναι ορθότερες, δικαιότερες, αποτελεσματικότερες και συμφερότερες για τον τόπο».
Αυτό που πραγματικά δήλωνε ο Στεφανόπουλος ήταν ότι η υποψηφιότητα του αποτελούσε μιαν υπέρβαση των δήθεν «αναχρονιστικών» διαχωριστικών Δεξιάς-Αριστεράς. Η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας και η προσχώρησή της στον νεοφιλελευθερισμό άνοιγε το δρόμο για τη συγκατοίκηση με τη Δεξιά από τότε και στα μετέπειτα χρόνια: Κώστας Καραμανλής-Κ. Παπούλιας, Α. Τσίπρας-Π. Παυλόπουλος. Ήταν μια αντίληψη που στα χρόνια του Σημίτη αποτυπώθηκε με την πανηγυρική επανεκλογή του Στεφανόπουλου το 2000, με 269 ψήφους επί 298 παρόντων βουλευτών στην πρώτη ψηφοφορία. Ο Στεφανόπουλος στάθηκε αρωγός στον Σημίτη, έκανε ότι δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε με τα έργα και τις ημέρες του εκσυγχρονιστικού «θαύματος» (σκάνδαλο χρηματιστηρίου, ΟΝΕ, επέμβαση στο Ιράκ, Ολυμπιακοί Αγώνες, νόμος περί ευθύνης υπουργών, φαραωνικά έργα κλπ.) και αποσύρθηκε ήρεμα το 2005.
Μια από τις τελευταίες δημόσιες παρεμβάσεις του Στεφανόπουλου, ήταν το Δεκέμβρη του 2011 με άρθρο του στην Καθημερινή, χαρακτηριστικό του ρόλου που διεκδικούσε στη νέα πορεία του. Το αντιμνημονιακό κίνημα έχει μόλις ανατρέψει τον ΓΑΠ, η πολιτική κρίση έχει οξυνθεί και η κυβέρνηση του διορισμένου τραπεζίτη Λ. Παπαδήμου προσπαθούσε να σταθεροποιήσει τον ελληνικό καπιταλισμό. Ο Στεφανόπουλος ως φωνή «σύνεσης», που δύσκολα κρύβει τον βαθύ καθεστωτισμό της, καλούσε την κοινωνία και τα κόμματα σε στάση πλήρους υποταγής: «Η χώρα δε χρειάζεται εκλογές, αλλά μια κυβέρνηση με ικανότητες που θα εργασθεί να τη βγάλει από τους κινδύνους τους οποίους διατρέχει (...) Συνεπώς τα κόμματα οφείλουν να παύσουν να ζητούν εκλογές και να αναγνωρίσουν τον συγκεκριμένο χρόνο, μέχρι της συμπληρώσεως της τετραετίας από τις προηγούμενες εκλογές, κατά τον οποίον ο κ. Παπαδήμος θα εργασθεί υπέρ του συμφέροντος της χώρας ώστε να μη μας εξαναγκάσουν σε αποχώρηση από την ευρωζώνη ή σε άλλες καταστρεπτικές εξελίξεις», σημείωνε μεταξύ άλλων.
Οι υμνολογίες για το θάνατό του, δεν μας κάνουν καμία εντύπωση. Το σύστημα είναι διαχρονικά γενναιόδωρο με αστούς πολιτικούς όπως ο Στεφανόπουλος και φροντίζει πάντοτε για την υστεροφημία τους. Στην περίπτωση του, οι «κηλίδες» της διαδρομής του είχαν συσκοτιστεί από τα χρόνια της θητείας του και οι «αγιογραφίες» των ΜΜΕ για το πρόσωπό του έδιναν και έπαιρναν από εκείνη την εποχή. Πάντα στο όνομα της «εθνικής συνεννόησης», της άμβλυνσης του ταξικού ανταγωνισμού. Προπαντός ενάντια στις «ακρότητες» του κόσμου των «από κάτω» που μπορούν να αμφισβητήσουν το νεοφιλελεύθερο δόγμα, τα μνημόνια και την ευρωλιτότητα, την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Τη θλίψη του για το θάνατο του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου εκφράζει σύσσωμος ο αστικός πολιτικός κόσμος. Φυσικά, μαζί με τις απαραίτητες υπερβολές και το ανάλογο ιστορικό «ξέπλυμα» ενός αυθεντικού εκπροσώπου της συντηρητικής Δεξιάς.
Οι ύμνοι για την ακεραιότητα, την εντιμότητα και το πολιτικό ήθος του εκλιπόντα δίνουν και παίρνουν από το πρωί, με αποκορύφωμα το tweet του ομοϊδεάτη του, Π. Καμμένου: «το Έθνος αποχαιρετά τον Εθνικό ηγέτη, τον έντιμο Έλληνα Κωστή Στεφανόπουλο».
Βουλευτής της ΕΡΕ και μετέπειτα της ΝΔ, υπηρέτησε ως υπουργός στις κυβερνήσεις Καραμανλή και Ράλλη, την περίοδο δηλαδή αμέσως μετά την πτώση της χούντας (1974-81). Στις κυβερνήσεις της Δεξιάς που είχαν αναδείξει σε βασικό εχθρό τους το ριζοσπαστισμό της Μεταπολίτευσης, με τους μαζικούς και μαχητικούς εργατικούς και νεολαιίστικους αγώνες, ενώ χρησιμοποίησαν την ωμή καταστολή ως μέθοδο διακυβέρνησης.
Μετά την παραίτηση Ράλλη διεκδίκησε χωρίς επιτυχία την προεδρία της ΝΔ, την οποία κέρδισε τελικά ο Ε. Αβέρωφ, με το γνωστό ακροδεξιό προφίλ. Μετά την ήττα της ΝΔ στις ευρωεκλογές του 1984 και την νέα κρίση ηγεσίας που ακολούθησε, διεκδίκησε ξανά την προεδρία της ΝΔ, αλλά αυτή τη φορά ηττήθηκε από τον Κ. Μητσοτάκη. Σε εκείνη την κούρσα διαδοχής, ο Στεφανόπουλος εμφανίστηκε ως συνεχιστής του Αβέρωφ και ως εκπρόσωπος του κόσμου της «εθνικοφροσύνης», σε αντίθεση με τον κεντρογενή αλλά και νεοφιλελεύθερο, Κ. Μητσοτάκη.
Τον Αύγουστο του 1985, ο Κ.Στεφανόπουλος αποχώρησε από τη Νέα Δημοκρατία και ίδρυσε την Δημοκρατική Ανανέωση (ΔΗΑΝΑ), που δεν μπόρεσε να παίξει κανέναν πολιτικό ρόλο. Όμως η αποτυχία του κόμματός του, υπήρξε το βάθρο για την προσωπική επιτυχία του.
Το 1995 βρέθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο, χάρη σε έναν τακτικό ελιγμό του Α. Παπανδρέου, για να αποφύγει τις εκλογές που επίμονα ζητούσε τότε η ΝΔ του Μ. Έβερτ. Ο Κ. Στεφανόπουλος προτάθηκε από την Πολιτική Άνοιξη του Σαμαρά (που ήταν πολιτικό «παιδί» του Αβέρωφ...), επί της ουσίας όμως εκλέχθηκε με τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ, με το οποίο ήταν κάποτε πολιτικοί αντίπαλοι. Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τον Στεφανόπουλο να δηλώσει αμέσως μετά την εκλογή του: «Ήδη από την εποχή που επολιτευόμουν, είχα συνειδητοποιήσει την ανάγκη της εθνικής συνεργασίας και της κοινής προσπάθειας. Να υπενθυμίζω ότι οι ευρύτερης αποδοχής λύσεις είναι ορθότερες, δικαιότερες, αποτελεσματικότερες και συμφερότερες για τον τόπο».
Αυτό που πραγματικά δήλωνε ο Στεφανόπουλος ήταν ότι η υποψηφιότητα του αποτελούσε μιαν υπέρβαση των δήθεν «αναχρονιστικών» διαχωριστικών Δεξιάς-Αριστεράς. Η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας και η προσχώρησή της στον νεοφιλελευθερισμό άνοιγε το δρόμο για τη συγκατοίκηση με τη Δεξιά από τότε και στα μετέπειτα χρόνια: Κώστας Καραμανλής-Κ. Παπούλιας, Α. Τσίπρας-Π. Παυλόπουλος. Ήταν μια αντίληψη που στα χρόνια του Σημίτη αποτυπώθηκε με την πανηγυρική επανεκλογή του Στεφανόπουλου το 2000, με 269 ψήφους επί 298 παρόντων βουλευτών στην πρώτη ψηφοφορία. Ο Στεφανόπουλος στάθηκε αρωγός στον Σημίτη, έκανε ότι δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε με τα έργα και τις ημέρες του εκσυγχρονιστικού «θαύματος» (σκάνδαλο χρηματιστηρίου, ΟΝΕ, επέμβαση στο Ιράκ, Ολυμπιακοί Αγώνες, νόμος περί ευθύνης υπουργών, φαραωνικά έργα κλπ.) και αποσύρθηκε ήρεμα το 2005.
Μια από τις τελευταίες δημόσιες παρεμβάσεις του Στεφανόπουλου, ήταν το Δεκέμβρη του 2011 με άρθρο του στην Καθημερινή, χαρακτηριστικό του ρόλου που διεκδικούσε στη νέα πορεία του. Το αντιμνημονιακό κίνημα έχει μόλις ανατρέψει τον ΓΑΠ, η πολιτική κρίση έχει οξυνθεί και η κυβέρνηση του διορισμένου τραπεζίτη Λ. Παπαδήμου προσπαθούσε να σταθεροποιήσει τον ελληνικό καπιταλισμό. Ο Στεφανόπουλος ως φωνή «σύνεσης», που δύσκολα κρύβει τον βαθύ καθεστωτισμό της, καλούσε την κοινωνία και τα κόμματα σε στάση πλήρους υποταγής: «Η χώρα δε χρειάζεται εκλογές, αλλά μια κυβέρνηση με ικανότητες που θα εργασθεί να τη βγάλει από τους κινδύνους τους οποίους διατρέχει (...) Συνεπώς τα κόμματα οφείλουν να παύσουν να ζητούν εκλογές και να αναγνωρίσουν τον συγκεκριμένο χρόνο, μέχρι της συμπληρώσεως της τετραετίας από τις προηγούμενες εκλογές, κατά τον οποίον ο κ. Παπαδήμος θα εργασθεί υπέρ του συμφέροντος της χώρας ώστε να μη μας εξαναγκάσουν σε αποχώρηση από την ευρωζώνη ή σε άλλες καταστρεπτικές εξελίξεις», σημείωνε μεταξύ άλλων.
Οι υμνολογίες για το θάνατό του, δεν μας κάνουν καμία εντύπωση. Το σύστημα είναι διαχρονικά γενναιόδωρο με αστούς πολιτικούς όπως ο Στεφανόπουλος και φροντίζει πάντοτε για την υστεροφημία τους. Στην περίπτωση του, οι «κηλίδες» της διαδρομής του είχαν συσκοτιστεί από τα χρόνια της θητείας του και οι «αγιογραφίες» των ΜΜΕ για το πρόσωπό του έδιναν και έπαιρναν από εκείνη την εποχή. Πάντα στο όνομα της «εθνικής συνεννόησης», της άμβλυνσης του ταξικού ανταγωνισμού. Προπαντός ενάντια στις «ακρότητες» του κόσμου των «από κάτω» που μπορούν να αμφισβητήσουν το νεοφιλελεύθερο δόγμα, τα μνημόνια και την ευρωλιτότητα, την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου