Ο Ντέιβιντ Τουρκάτο εργάζεται ως γλωσσολόγος στο Βανκούβερ του Καναδά και ερευνά την ιστορία του αναρχισμού για πολλά χρόνια σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ. Είναι συντάκτης της πολύτομης συλλογής των έργων του Ερρίκο Μαλατέστα. Τμήματα της παρούσας εισαγωγής προέρχονται από μια εργασία που παρουσιάστηκε στο Έβδομο Συνέδριο Ευρωπαϊκών Κοινωνικών Επιστημών της Ιστορίας που έγινε στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας από 26 Φεβρουαρίου έως 1 Μαρτίου 2008. Το κείμενο “Νοηματοδοτώντας τον Αναρχισμό” είναι η εισαγωγή στο δεύτερο τόμο “ΤheEmergenceoftheNewAnarchism (1939-1977)” της δίτομης συλλογής “Anarchism, ADocumentaryHistoryof Libertarian Ideas” και γράφτηκε τον Ιούλιο του 2008.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο George Woodcock είχε πει ότι το έτος 1939 σημάδεψε “τον αληθινό θάνατο του αναρχικού κινήματος στην Ισπανία”. Οι ομάδες, τα περιοδικά, τα σχολεία και οι κοινότητες που ακολούθησαν “σχημάτισαν μόνο το φάντασμα του ιστορικού αναρχικού κινήματος”1. Ο ισχυρισμός θα εκλαμβανόταν ως αληθοφανής και δεν θα εμφανιζόταν στις αναλύσεις για τον αναρχισμό απ’ τις απαρχές του. Για μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας οι αναρχικοί ήσαν πάντοτε αναγκαστικά αποτυχημένοι. Ο αναρχισμός, με τη σειρά του, περιγράφεται ως νεκρή, θνήσκουσα ή καταδικασμένη ιδεολογία, ανάλογα με την χρονολογική σκοπιά του καθενός. Η εξήγηση γιατί δεν μπορεί να είναι αλλιώς, γίνεται το έργο του ιστορικού.
Η μαρξιστική ιστοριογραφία ακολουθεί μια γραμμή καθιερωμένη από τον ίδιο τον Μαρξ που ονόμασε τον αναρχισμό μια μορφή σεχταρισμού τυπικής των πρώιμων σταδίων στην ανάπτυξη του προλεταριάτου. Μέσα σε αυτή την γραμμή ο αναρχισμός εντοπίζεται πάντοτε με την πλευρά των χαμένων στην ιστορική πορεία. Έτσι, η κύρια αφηγηματική της μαρξιστικής ιστοριογραφίας για τον αναρχισμό περιστρέφεται γύρω από το “τέλος”, το “θάνατο” ή τη “διάλυσή” του. Για παράδειγμα, ο ιταλικός αναρχισμός φαινομενικά πέθανε μεταξύ 1877 και 1891, παρότι υπέβοσκε μεταξύ των χαμηλών τάξεων μέχρι και την επαύριο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου. Εν περιλήψει η μαρξιστική γραμμή έχει ως εξής: ασχέτως της υπό εξέταση περιόδου, μετά από μια εφήμερη ακτιβιστική ώθηση ο αναρχισμός υπέκυψε κατά το τέλος αυτής της περιόδου, φθίνοντας μετέπειτα επ’ αόριστον, και συχνά επιδεικνύοντας εκπληκτική ζωτικότητα στον επιθανάτιο αγώνα του2.
Η κριτική της φιλελεύθερης ιστοριογραφίας χρωματίζεται από συγκατάβαση. Μια από τις πρώτες νεκρολογίες εκδόθηκε το 1911 από τον Ernest Alfred Vizetelly ο οποίος αναγνώρισε ότι ο αναρχισμός αξίζει συμπάθειας, αλλά ισχυρίστηκε ότι οι υπερβολές του τον καταδίκασαν σε αποτυχημένη κατάληξη. Ο Irving Louis Horowitz επιβεβαιώνει ότι “ο αναρχισμός καταδικάστηκε εκ των προτέρων σε αποτυχία” διότι αποτελεί θολή άποψη. Όμως, “οι ίδιες οι ασάφειες και οι ανεπάρκειές του” εν μέρει εξελίχθηκαν από την σύγχρονη κοινωνία: “οι αναρχικοί είναι ρομαντική, αφηρημένη ράτσα που δεν μπορεί, δόξα τω θεώ, να συμβιβασθεί με τις καταπιεστικές υπερβολές του πολιτισμού”. Για τον Raymond Carr οι αναρχικοί “ήσαν ειλικρινείς” αλλά “απλοϊκοί σε αυτοκαταστροφικό βαθμό”. Τέλος, για τον James Joll η ιστορία του αναρχισμού απεικονίζει την ανακολουθία του και το αδύνατο της εφαρμογής του. Παραδέχεται, ακόμη, ότι ο αναρχισμός αποτέλεσε σταθερή απειλή για την μικροαστική αυταρέσκεια, καταλήγοντας: “Υπήρξαν λίγες στιγμές στην ιστορία όπου κάτι τέτοιο το είχαμε περισσότερη ανάγκη από ό,τι σήμερα”. Συνοψίζοντας και σε αντιδιαστολή με την μαρξιστική ιστοριογραφία, η οποία σπεύδει να σημάνει πένθιμα για τον αναρχισμό, η φιλελεύθερη ιστοριογραφία εύχεται στον αναρχισμό μακροζωία ως μονίμως αποτυχημένου κινήματος3.
Ως πεπρωμένο του αναρχισμού η οπισθοδρόμηση και ο παραλογισμός του συνδυάζονται στην σημαντική ανάλυση του Eric J. Hobsbawm Πρωτόγονοι Επαναστάτες που γράφτηκε το 1959. Ο Hobsbawm ερμηνεύει τον αναρχισμό ως ένα χιλιαστικό κίνημα. Αφηρημένη επαναστατικότητα και αδιαφορία για την πρακτική πολιτική σημαίνουν για τον Hobsbawm ότι ο αναρχισμός δεν είναι μόνο παράλογος αλλά και αμετάβλητος. Όπως σημειώνει ο Jerom Mintz, στο βιβλίο του Hobsbawm οι αναρχικές “νοοτροπίες και πεποιθήσεις των ετών 1903-5, 1918-20, 1933 και 1936 αναμιγνύονται ή θεωρούνται εναλλάξιμες”. Επιπλέον, η σταθερότητα αποτελεί το έδαφος όπου ο Hobsbawm επεκτείνει την ετυμηγορία του από το παρελθόν προς το μέλλον, καταλήγοντας ότι ο αναρχισμός έχει μια ιστορία ανεπίλυτης αποτυχίας, δεσμευμένης να ηττηθεί μαζί με τους προφήτες που, “αν και όχι άοπλοι, δεν γνώριζαν τι να κάνουν με τα όπλα τους και ηττήθηκαν για πάντα”4.
Τα γεγονότα του 1968 και η εμφάνιση της “νέας κοινωνικής ιστορίας” άλλαξαν το σενάριο. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον αναρχισμό προκάλεσε τη δημιουργία πολυάριθμων έργων που έθεσαν το κίνημα αυτό υπό θετικό φως, υπογραμμίζοντας την αναρχική προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά η απόδοση παραλογισμού δεν σταμάτησε αλλά ελαττώθηκε σε λιγότερο ωμές, μα εξίσου σοβαρές, διατυπώσεις. Για παράδειγμα, το εγκυκλοπαιδικό Απαιτώντας το Αδύνατο του Peter Marshall υποστηρίζει με πάθος την σχετικότητα του αναρχισμού, πασχίζοντας να αποκαταστήσει παρανοήσεις όπως εκείνη της σχέσης του με την τρομοκρατία. Όμως καθοδηγούμενη από τέτοιες προκαταλήψεις η συζήτησή του για την αναρχική βία καταλήγει να επιβεβαιώνει μερικά από τα εξαίρετα στοιχεία (γαλλικά στο κείμενο: “pieces de resistance”) του παραλογιστικού στερεότυπου, καθώς σημειώνει ότι, “οι πιο βίαιες ενέργειές τους δεν προχωρούν πέρα από το στήσιμο οδοφραγμάτων ή την είσοδο σε χωριά με στοιχειώδη οπλισμό”, όπως κάνει και το χιλιαστικό στερεότυπο. Μερικά παραδείγματα που αφορούν διαφορετικές περιόδους και χώρες ίσως φωτίσουν περαιτέρω το σημείο αυτό5.
Το βιβλίο Πέρα από τους Μάρτυρες του Bruce C. Nelson καταπιάνεται με την υπόθεση της Χέιμάρκετ, εστιάζοντας όχι στα “δένδρα”, τους μαρτυρίσαντες ηγέτες, αλλά στο “δάσος”, το κίνημα και την κουλτούρα του το οποίο ενσωμάτωνε την πραγματική κινηματική ιδεολογία. Υποστηρίζει ότι, η “ιδέα του Σικάγο” κατανοείται καλύτερα όχι ως αναρχική αλλά ως έκφραση μιας παράδοσης ρεπουμπλικανισμού των τεχνιτών, ανασχηματισμένου με σοσιαλιστικούς όρους. Ο Νέλσον καταλήγει ότι, ενώ ο αναρχισμός του Σικάγο τελείωσε με την Χέιμάρκετ, το ευρύτερο κίνημα ενσωματώθηκε στο ευρύτερο ρεύμα της αμερικανικής εργατιάς συνιστώντας, έτσι, την αληθινή κληρονομιά της Χέιμάρκετ. Στο βιβλίο του Εργάτες, Γείτονες και Πολίτες ο John Lear παρέχει μια παρόμοια αφήγηση για τους αστικούς εργάτες του Μέξικο γύρω από την Μεξικανική επανάσταση, όταν ήσαν οργανωμένοι από την αναρχική Εστία του Παγκόσμιου Εργάτη (“Casa del Obrero Mundial”). Το σχετικό ρεύμα της έρευνας εστιάζει στις θέσεις της αντικουλτούρας και της αντι-κοινότητας. Στο Οι Αναρχικές Ιδέες και αντι-κουλτούρες στη Βρετανία, 1880-1914 ο Matthew Thomas καταγγέλλει την ασχετοσύνη του βρετανικού αναρχισμού. Αναλύοντας τις αναρχικές αντικουλτούρες που αφορούν στις σεξουαλικές σχέσεις, την παιδαγωγική, τον εναλλακτικό κομμουνισμό και την εργασία, ο Thomas αποκαλύπτει την επίδρασή τους στην ευρύτερη πολιτική κουλτούρα. Μέσα σε αυτή την διαδικασία σκιαγραφεί την αντίθεση μεταξύ του πραγματιστικού εφικτού και του καθαρολογικού ανέφικτου. Ισχυρίζεται ότι οι αναρχικοί ήσαν αποτελεσματικοί στο βαθμό που συμβιβάζονταν με την καθαρολογία, συνιστώντας, έτσι “καταγγελία του αναρχισμού ως ιδεολογίας”. Η κίνηση από το θεσμικό προς το πολιτισμικό πεδίο εξετάζεται περισσότερο από τον Richard D. Sonn στο Αναρχισμός και Πολιτισμική Πολιτική στην Παρηκμασμένη Γαλλία. Για τον Sonn η αναρχική υποκουλτούρα ερμήνευσε επιτυχώς την νοοτροπία των παριζιάνικων κατώτερων τάξεων και είλκυσε τους αβάν-γκαρντ καλλιτέχνες. Εντούτοις η πολιτισμική ζύμωση είχε αντίστροφη σχέση προς την ικανότητα των αναρχικών να οργανώνονται και να προωθούν τους στόχους τους. Με τρόπο όμοιο στο Το Παρίσι και οι Αναρχικοί ο Alexander Varias ασχολείται με την σχέση μεταξύ αναρχισμού και παρισινής κουλτούρας. Υποστηρίζει ότι, η δύναμη του παρισινού αναρχισμού ήταν η διαφορετικότητά του που του επέτρεψε να καταπιαστεί με ζητήματα κεντρικά στην παρισινή ζωή. Αυτή η διαφορετικότητα ήταν, όμως, και η αδυναμία του αφού το Παρίσι ήταν πόλη των αντιθέσεων τις οποίες αντικαθρέφτιζε ο αναρχισμός6.
Αν και διαφορετικά τα έργα αυτά υπογραμμίζουν τον ρεαλισμό και την αποτελεσματικότητα του αναρχισμού. Αλλά η αποτελεσματικότητα δεν μετράται σύμφωνα με τους στόχους των αναρχικών, παρά εν αντιθέσει με αυτούς. Για τα εργατικά κινήματα των Nelson και Lear, καθώς και για τις αντι-κουλτούρες του Thomas, οι αναρχικοί στόχοι θεωρούνται, τελικά, ως υποχρέωση. Είτε αγνοήθηκαν, αν και όχι ονομαστικά, ή μετατράπηκαν σε επαχθή εμπόδια. Ρεαλισμός, ευελιξία, σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα παρουσιάζονται ως ασύμβατες με τους αναρχικούς στόχους έννοιες, στόχοι που αντιμετωπίζονται ως συνώνυμοι της καθαρότητας και του αδύνατου. Για τους Sonn και Varias, ομοίως, η διαφορετικότητα που επέτρεψε στους αναρχικούς να παλέψουν για σύγχρονα ζητήματα τους εμπόδισε την επιδίωξη των στόχων τους.
Από τη σκοπιά του ορθολογισμού και υπό την έννοια της συνάφειας μεταξύ επιθυμιών, πεποιθήσεων και συμπεριφορών, όσοι συμφωνούν με την άποψη του Hobsbawm περί “μνημειώδους αναποτελεσματικότητας” και όσοι αναζητούν να σώσουν τον αναρχισμό από αυτήν την κατηγορία αποτελούν τις δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος και συνοψίζονται από την κοινή αντίληψη του αναρχισμού ως αναγκαστικά αποτυχημένου ή ενός μονίμως αποτυχημένου κινήματος. Η πρώτη άποψη δίνει βάρος στους δηλωμένους στόχους των αναρχικών και υπογραμμίζει την ανεπάρκεια και ματαιότητα των μέσων που αναπτύσσουν για τις επιδιώξεις τους. Η δεύτερη δίνει βάρος στα μέσα των αναρχικών, υπογραμμίζοντας την προσαρμοστικότητα και αποτελεσματικότητα, αλλά τις σταθμίζει με μέτρα διαφορετικά από τους διακηρυγμένους στόχους των πρωταγωνιστών που αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως νεκρό γράμμα ή, στην χειρότερη, ως νεκρό φορτίο. Και στις δυο περιπτώσεις η έλλογη κατανόηση του τρόπου, με τον οποίο οι αναρχικοί επιλέγουν τα μέσα υπό το φως των σκοπών τους, είναι ελλιπής. Γι’ αυτούς ο αναρχισμός λαμβάνει νόημα εισάγοντας στοιχεία παραδοξότητας, ανακολουθίας ή παραλογισμού, με την μορφή ανέφικτων στόχων, μάταιων μέσων ή θολών πεποιθήσεων. Δυστυχώς, η απόδοση παραλογισμού έχει αρνητική επίδραση στον τρόπο που οι ιστορικοί καταγίνονται με τα έργα τους. Είναι ένας γρήγορος τρόπος για την ανάπτυξη επιπόλαιων εξηγήσεων, αντί για σαφείς ερμηνείες. Τίποτα δεν είναι παράξενο ή γριφώδες όταν ο παραλογισμός είναι εύκαιρος ως αρμόζουσα εξήγηση. Εν ολίγοις, η απόδοση παραλογισμού προσιδιάζει στην ευτελή ιστοριογραφία.
Οι παραλογιστικές εξηγήσεις, όμως, δεν είναι ασυνήθιστες στην ιστοριογραφία. Η απόδοση παραλογισμού έχει συζητηθεί πολύ στις πολιτικές επιστήμες. Ιδιαιτέρως έχει εξετασθεί σθεναρά από θεωρίες οι οποίες αντιμετωπίζουν τον ορθολογισμό μάλλον ως μεθοδολογική αρχή παρά ως εμπειρικό υπόβαθρο. Οι θεωρίες αυτές είναι πρόσφορες στο ιστοριογραφικό πεδίο και παρέχουν ένα μοντέλο εναλλακτικό του παραλογιστικού. Συγκεκριμένα, ο ορθολογισμός βρίσκεται στο κέντρο της ερμηνευτικής θεωρίας που εκφράζουν οι φιλόσοφοι Willard V.O. Quine και Donald Davidson. Η θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι ένας θεμελιώδης περιορισμός για την ερμηνεία κάποιου προσώπου είναι η αντιμετώπισή του ως έλλογου παράγοντα. Στον πυρήνα αυτής της θεωρίας βρίσκεται η μεθοδολογική αρχή γνωστή ως “αρχή της επιείκειας” την οποία ο Quine εφαρμόζει στο πρόβλημα ερμηνείας. Υποστηρίζει ότι, “όταν αντιμετωπίζονται εξαιρετικά λανθασμένοι ισχυρισμοί είναι πιθανό να ενεργοποιήσουν κρυφές γλωσσικές διαφορές” και θωρεί ότι “η ανοησία κάποιου συνομιλητή μας, πέραν κάποιου συγκεκριμένου σημείου, είναι λιγότερο πιθανή από μια κακή ερμηνεία”. Όσο πιο παράλογες οι καταλογιζόμενες πεποιθήσεις, τόσο πιο ύποπτη είναι η ερμηνεία7.
Το σημείο εκκίνησης του Davidson είναι ότι “ούτε η γλώσσα ούτε η σκέψη μπορούν να εξηγηθούν πλήρως με όρους της μιας ή της άλλης, και καμία δεν έχει αντιληπτική προτεραιότητα”. Η παρουσία ταυτόχρονα μιας θεωρίας των πεποιθήσεων και μιας θεωρίας των νοημάτων πιθανόν να αποδίδει άλογες σκέψεις και πράξεις σε κάποιο άτομο αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί φορτίο για τέτοιες αποδόσεις. “Αν δούμε κάποιον να τραβά και τις δυο άκρες ενός σχοινιού μπορούμε να υποθέσουμε ότι θέλει να κινήσει το σχοινί προς ασύμβατες κατευθύνσεις. Μια τέτοια εξήγηση απαιτεί ανάλυση της επικουρικής βοήθειας. Το πρόβλημα δεν υφίσταται αν η εξήγηση αυτής της ενέργειας είναι η κοπή του σχοινιού”. Για τον Davidson, κλειδί για την επίλυση της ταυτόχρονης αναγνώρισης νοημάτων, πεποιθήσεων και επιθυμιών ενός κάποιου παράγοντα είναι μια “πολιτική έλλογου συμβιβασμού”: “Η πολιτική αυτή μας καλεί να προσαρμόσουμε τις θέσεις μας... με τα λόγια και τις συμπεριφορές των άλλων προσώπων με τρόπο που να ερμηνεύει κατανοητικά τα λεγόμενα και τις νοοτροπίες τους. Αυτό απαιτεί να βλέπουμε τους άλλους σαν τους εαυτούς μας ως προς τον ειρμό και την ορθότητα”. Ο Davidson τονίζει ότι, η πολιτική του δεν είναι μεταξύ πολλών άλλων επιτυχημένων. Αλλά, μάλλον, “είναι η μόνη διαθέσιμη πολιτική, αν επιθυμούμε να κατανοήσουμε τους άλλους ανθρώπους”8.
Μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας για τον αναρχισμό βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση του έλλογου συμβιβασμού. Σε αντίθεση με την υπογράμμιση του Davidson της ολιστικής διασύνδεσης πεποιθήσεων, επιθυμιών και του κόσμου, καθώς και των προτάσεών του για βελτίωση της συνέπειας με την αλήθεια, η ανάλυση που αναφέρουμε πιο πάνω εισάγει, σε κάποιο βαθμό, μορφές αποσύνδεσης από την πραγματικότητα, την εσωτερική ασυνέπεια ή τις ασήμαντες πεποιθήσεις. Η επιείκεια, με την έννοια της αυστηρής μεθοδολογικής προσέγγισης, απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό από την ιστοριογραφία περί αναρχισμού. Η κατανόηση του αναρχισμού με τους δικούς του όρους σημαίνει ότι, κάθε φορά που τον κατανοούμε με όρους που φαίνονται παράξενοι ή παράλογοι, είναι η κατανόησή μας που πρέπει να εξετασθεί. Τόσο εξαιτίας των εγγενών χαρακτηριστικών της θεωρίας και της τακτικής του, όσο και επειδή συχνά οδηγούνταν με τη βία στην παρανομία ο αναρχισμός, διαθέτοντας πηγές και πόρους διαφορετικού είδους από άλλα κινήματα. Έτσι, τα συμβατικά προβλήματα πρέπει να προσεγγίζονται με αντισυμβατικούς τρόπους ώστε να απαλλαχθεί ο αναρχισμός από την φαινομενική του παραδοξότητα.
Το χάσμα μεταξύ του φαίνεσθαι και της πραγματικότητας του αναρχισμού απεικονίζεται καλά και μέσα από το ζήτημα της οργάνωσης. Για παράδειγμα, αν αποφάσιζε να μελετήσει τον ιταλικό αναρχισμό μέσω των οργανώσεών του κατά την διάρκεια των σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών μεταξύ της Πρώτης Διεθνούς και του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, δεν θα είχε και πολλή δουλειά να κάνει. Μόνον μια βραχύβια απόπειρα δημιουργίας κόμματος που συνέβη το 1891. Η επόμενη τυπική οργάνωση εθνικής εμβέλειας σχηματίστηκε το 1919. Η ιστορία του ιταλικού αναρχισμού ακολουθεί μια κυκλική πορεία, αποτελούμενης από ξεσπάσματα εξεγέρσεων που ακολουθούνται από περιόδους αδρανειών και αναζωπυρώσεων, παρόμοιων με εκείνων που ο Hobsbawm αναγνωρίζει στην Ισπανία. Έτσι, ακόμη και ιστορικοί που απορρίπτουν την χιλιαστική προσέγγιση, όπως ο Nunzio Pernicone, διαπιστώνουν ότι το ιταλικό αναρχικό κίνημα φαινόταν να είναι “εγκλωβισμένο σε έναν βίαιο κύκλο ανάπτυξης και υποχώρησης” όπου κάθε αναζωογόνηση συνέπιπτε με ένα νέο κύμα καταστολής που εξάλειφε κάθε τι που είχε επιτευχθεί. Ένα τέτοιο μοτίβο δημιουργεί εικόνα αδυναμίας ενώπιον της καταστολής και της κυκλικής επανεμφάνισης σαν κάποιας αυθόρμητης βλάστησης, δίνοντας έτσι αφορμές για ερμηνείες που βλέπουν ασυνέχειες, αυθορμητισμό και απουσία οργάνωσης ως στοιχείων του αναρχισμού9.
Η πολιτική του έλλογου συμβιβασμού, όμως, μπορεί να θέσει τον ιστορικό σε πορεία αμφισβητούμενων εμφανίσεων. Στην πορεία αυτή πιθανόν να θεωρήσει ότι η απουσία τυπικής οργάνωσης δεν σημαίνει ότι οι αναρχικοί δεν οργανώνονταν, αλλά, ίσως, ότι δεν οργανώνονταν τυπικά. Έτσι, ο ιστορικός δε θα αναζητήσει κογκρέσο, κομματικά προγράμματα και κομματικές δομές, αλλά πρέπει, μάλλον, να ερευνήσει το πυκνό δίκτυο διασυνδέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων, αν θέλει να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε συλλογικά ο αναρχισμός. Στις διαρκείς, και πολλών κατευθύνσεων, προσωπικές διασυνδέσεις μεταξύ των ατόμων και των ομάδων μπορεί κανείς να εντοπίσει τον συντονισμό και την συνέχεια που αναζητούνται συνήθως στις απρόσωπες δομές και τους παγιωμένους ρόλους των τυπικών οργανώσεων. Οι αναρχικοί όντως οργανώνονταν, αλλά ο αναγκαστικά παράνομος χαρακτήρας αυτού του οργανωτικού έργου το εξαφανίζει από τον ιστορικό απολογισμό. Οι κινητοποιήσεις που προκαλούνταν μέσα από παράνομες προετοιμασίες εκδηλώνονταν με την μορφή αυθόρμητων αναστατώσεων του φλογερού πλήθους, ενισχύοντας έτσι το παραλογιστικό στερεότυπο. Παρομοίως, οι φαινομενικές εξαφανίσεις του ιταλικού αναρχισμού είναι σφάλμα του ιστορικού και όχι του κινήματος που διέθετε περισσότερη συνέχεια και οργανωτικά μέσα από όσα αποκαλύπτει η εθνική εμβέλεια. Ο ιταλικός αναρχισμός ήταν ένα διεθνικό κίνημα που εξαπλωνόταν στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού και της Μεσογείου. Οι φαινομενικές είσοδοι και έξοδοι από την ιταλική σκηνή στην ουσία αντιστοιχούν στις μετατοπίσεις της πρωτοβουλίας από την ιταλική περιοχή στο διεθνές πεδίο, ιδιαιτέρως σε καιρούς καταστολής10.
Το χάσμα μεταξύ φαίνεσθαι και πραγματικότητας είναι εξίσου εντυπωσιακό ως προς τις αναρχικές ιδέες περί οργάνωσης. Όπως παρατηρεί ο Gerald Brenan, “η πραγματική ιστορία του αναρχικού κινήματος δεν περιέχεται στα βιβλία αλλά στα καθημερινά φύλλα και τις αναμνήσεις των εν ζωή αναρχικών”11. Μελετώντας, έτσι, τους σημαίνοντες διανοητές και τα βιβλία τους για να ανιχνεύσουμε τις αναρχικές ιδέες ίσως παραπλανούμαστε. Για παράδειγμα, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπάρχει σημαντικό βιβλίο ή φυλλάδιο στην αναρχική φιλολογία σχετικά με την οργάνωση. Επιπλέον, η οργάνωση ήταν αντικείμενο των πιο έντονων, διχαστικών και μακρόχρονων αντιθέσεων του ιταλικού αναρχισμού που μεταφέρθηκε επί δεκαετίες στον τύπο. Οι αντιθέσεις αυτές είχαν ευρύ αντίκτυπο, ιδιαιτέρως όσον αφορά στη συμμετοχή στο εργατικό κίνημα. Επιπλέον, η αντιθέσεις των Ιταλών έμοιαζαν σημαντικά σε εκείνες που υπήρχαν μεταξύ των κολλεκτίβων και των κομμουνιστών στην Ισπανία. Βεβαίως η τελευταία αυτή αντιπαράθεση εκδηλώθηκε και σε επίπεδο τακτικής. Καθώς οι αναρχοκομμουνιστικές ιδέες διαπερνούσαν την Ισπανία, τα αντικαθεστωτικά στοιχεία μετατρέπονταν σε απόστολους της νέας ιδεολογίας, αλλά οι θεωρητικές αποκλίσεις παρέμειναν συνδεδεμένες με τις οργανωτικές. Ως την δεκαετία 1890 οι αντιθέσεις περιορίστηκαν στα θεωρητικά στοιχεία, αλλά παρέμεναν οι ρωγμές στην τακτική. Εν ολίγοις, η τακτική δεν ήταν μόνον ένα σημαντικό, πλην βοηθητικό, στοιχείο των αντιθέσεων στην Ισπανία, αλλά ο ίδιος ο πυρήνας τους12.
Στο τέλος, και σε αντίθεση με την απουσία μέριμνας για τα πρακτικά ζητήματα που προϋποθέτει η χιλιαστική ερμηνεία, η πλέον συνεχής έγνοια των αναρχικών στην Ιταλία και την Ισπανία δεν ήσαν οι απώτερες ουτοπίες αλλά τα βέλτιστα μέσα προς χρήση εδώ και τώρα. Η έμφαση των οργανώσεων σε αυτές τις φροντίδες συνεπάγεται μια διαφορετική θεώρηση για τον αναρχισμό. Για παράδειγμα, καθίσταται προβληματική η εξέταση της Ισπανίας ως εξαιρετικής περίπτωσης στην οποία ο κολλεκτιβισμός παρατάθηκε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Αντίθετα, τα ίδια ζητήματα τακτικής συζητούνταν στην Ισπανία και αλλού επί δεκαετίες. Γενικότερα, μια ριζική αλλαγή στην ταξινόμηση των αναρχικών ρευμάτων είναι επιβεβλημένη. Καθιερωμένες κατηγοριοποιήσεις βασισμένες σε ετικέτες, όπως ατομικισμός, κολλεκτιβισμός, κομμουνισμός και αναρχοσυνδικαλισμός, συχνά αποκρύπτουν περισσότερα από όσα αποκαλύπτουν. Μια κατηγοριοποίηση, αντίθετα, βασισμένη στην οργάνωση και τη συμμετοχή σε εργατικά κινήματα φανερώνει παραμελημένες συγγένειες μεταξύ ιταλών οργανωτών, ισπανών κολλεκτιβιστών και γάλλων συνδικαλιστών.
Παρά το εύρος της η συζήτηση αναρχικών για την οργάνωση έχει περάσει απαρατήρητη έξω από τους αναρχικούς κύκλους. Επιπλέον, ήταν μια συζήτηση με μεγάλη επιτήδευση. Σε αντίθεση με το χονδροειδές στερεότυπο του αναρχικού που απορρίπτει την οργάνωση αυτοστιγμεί, πολλές από τις ιδέες που συζητήθηκαν μεταξύ οργανωτικών και αντιοργανωτικών έχουν καταστεί κοινή αξία στην σοσιαλιστική φιλολογία, ιδιαιτέρως μέσα από τα έργα του Rober Michels του οποίο το βιβλίο Πολιτικά Κόμματα αξιολογείται ως “ένα από τα πλέον σημαίνοντα βιβλία του εικοστού αιώνα”. Ο Michels αναγνωρίζει ότι “οι αναρχικοί ήσαν οι πρώτοι που επέμεναν στις ιεραρχικές και ολιγαρχικές επιπτώσεις των κομματικών οργανώσεων”13. Τα ερωτήματα που έμπαιναν δεν ήταν περί οργανωτικότητας ή μη, αλλά περί τυπικής οργάνωσης. Οι αντι-οργανωτικοί καταψήφιζαν την συμμόρφωση σε κανόνες που επιφέρει η γραφειοκρατία, ζήτημα του οποίου η σπουδαιότητα, και οι συνέπειες αναγνωρίστηκαν, μετέπειτα, από κοινωνιολόγους όπως ο Rober K. Merton. Οι αντι-οργανωτικοί ήθελαν την διακοπή της οργάνωσης στο σημείο όπου μετατρεπόταν σε γραφειοκρατία. Εστιάζοντας στα πιθανά εξουσιαστικά αποτελέσματα της αναρχικής οργάνωσης, παρά τις προθέσεις των συμμετεχόντων, η αντιπαράθεση αφορούσε την “αθέλητες συνέπειες της σκόπιμης κοινωνικής δράσης”.
Σε ένα άλλο κλασσικό κείμενο των κοινωνικών επιστημών, το Η Λογική της Συλλογικής Δράσης του Mancur Olson, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι, τα συλλογικά αγαθά δεν παρέχονται σε μεγάλες ομάδες, εκτός και αν υπάρχει καταναγκασμός ή ειδικά κίνητρα. Ο Olson αντιπαραθέτει την θέση αυτή με την “αναρχική πλάνη” ότι “μόλις καταρριφθεί το υπάρχον, καταπιεστικό, εκμεταλλευτικό κράτος μια νέα, εθελοντική, φυσική οντότητα θα προκύψει και θα πάρει την θέση του”. Την ίδια στιγμή ισχυρίζεται ότι, οι μικρές ομάδες είναι αποτελεσματικότερες από τις μεγάλες. Η αλήθεια είναι ότι, αυτή ήταν η κύρια διαφωνία των αντι-οργανωτικών. Ο Olson παραδέχεται ότι οι ομόσπονδες ομάδες εξαιρούνται αυτού του κανόνα. Πράγματι, η ομοσπονδία ήταν η καθιερωμένη μορφή αναρχικής οργάνωσης. Τελικά, αναγνωρίζει ο Olson, ότι “ακόμη και μια μεγάλη ομάδα που πασχίζει για μια ουτοπία μπορεί να έχει λόγο να ενεργήσει ως ομάδα”. Έτσι, αναπάντεχα κατά κάποιον τρόπο, ο Olson εκών-άκων δικαιώνει τον ορθολογισμό των αναρχικών ιδεών περί οργάνωσης σε πείσμα της παραχάραξης της πραγματικότητας για τον αναρχισμός14.
Η αναγνώριση ότι η λογική ενός ατόμου είναι μια μεθοδολογική εικασία, μάλλον, παρά μια εμπειρικά ελεγχόμενη υπόθεση, σημαίνει ότι η απόδοση παραλογισμού καταδεικνύει περισσότερο τα μειονεκτήματα του παρατηρητή, παρά εκείνα του παρατηρούμενου. Όταν ένας επαγγελματίας ιστορικός όπως ο Perez Zagorin γράφει ότι “η ανιδιοτέλεια και ο ηρωισμός των καλύτερων αναρχικών ακτιβιστών προκαλεί τον θαυμασμό μας και, ταυτόχρονα, η ανοησία τους μας εξοργίζει και μας ακινητοποιεί” εκφράζει ένα διαδεδομένο συναίσθημα που εξηγεί σε σημαντικό βαθμό την υποβαθμισμένη ποιότητα της ιστοριογραφίας για τον αναρχισμό. Όσο πιο απροβλημάτιστα διατυπώνονται τέτοιοι ισχυρισμοί, τόσο πιο πολύ αφορούν στην “μνημειώδη αναποτελεσματικότητα” της ιστοριογραφίας που εκπροσωπούν15.
Η αναβίωση του αναρχισμού την δεκαετία του 1960 αποκάλυψε αυτή την αναποτελεσματικότητα, εξαναγκάζοντας πολλούς ιστορικούς να μετριάσουν την εμπιστοσύνη σε προγενέστερους ισχυρισμούς. Ο Hobsbawm αποκάλεσε την αναζωογόνηση αυτή “αναπάντεχη” και “εκπληκτική” καθώς και “αδικαιολόγητη”· και ο Woodcock εξέδωσε μια νέα έκδοση του βιβλίου του που, αντίθετα από την πρώτη, “δεν θα ήταν μια θρηνωδία”16. Ακόμη, οι νεώτεροι ιστορικοί ξανάρχισαν το μοτίβο του αναρχισμού ως μονίμως αποτυχημένου κινήματος. Έτσι, για τον Varias το 1968 ήταν η επανεμφάνιση ενός κινήματος “προορισμένου να είναι διηρημένο, ασυνεπές και χωρίς συγκεκριμένους στόχους” που, για τον λόγο αυτόν, “ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει κάτι άλλο από υποκουλτούρα”17.
Σε πείσμα των ανεπαρκών αλλά πεισματωδών αναλύσεων του αναρχισμού με όρους ασυνέχειας, αυθορμητισμού, κυκλικότητας και αναγκαστικής καταδίκης, η αναζωπύρωση του αναρχισμού στην δεκαετία του 1960 μπορεί να εκπλήσσει λιγότερο μέσα από μια καλύτερη κατανόηση της λογικής του. Στην καρδιά της αναρχικής θεωρίας και τακτικής βρίσκεται η αρχή της συνέπειας μεταξύ μέσων και σκοπών, η οποία δεν είναι δόγμα αλλά εκπορεύεται από την πραγματιστική προϋπόθεση να παραμένει στον σωστό δρόμο. Επομένως, οι αναρχικοί δεν αντιμετωπίζουν την ήττα ως κατηγορηματική, αναπόφευκτη αποτυχία. Και πάλι, σε αντίθεση με το παραλογιστικό στερεότυπο που θέλει τους αναρχικούς δονκιχωτικούς πρωταθλητές χαμένων αγώνων, μια τέτοια στάση κινητοποιείται λογικά από την σκοπιμότητα της επιδίωξης των αναρχικών στόχων.
Η συζήτηση μεταξύ αναρχικών για τον αντιμιλιταρισμό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου απεικονίζει το σημείο αυτό. Σε αντιπαράθεση με τον Κροπότκιν και άλλους που ένιωσαν ότι έχουν καθήκον να πάρουν συγκεκριμένη θέση μέσα στην σύγκρουση του πολέμου, ο Ερρίκο Μαλατέστα διαφώνησε ότι, κάθε φορά που οι αναρχικοί ήσαν αδύναμοι να δράσουν αποτελεσματικά ώστε να αποδυναμώσουν το Κράτος και τους καπιταλιστές, το καθήκον τους ήταν “να αρνηθούν κάθε εθελοντική βοήθεια προς τους αγώνες του εχθρού και να μείνουν στο πλάι διασώζοντας τις αρχές τους—που σημαίνει να σώσουν το μέλλον”18. Αντίθετα από την κατάρρευση της Δεύτερης Διεθνούς κατά τον πόλεμο, η θέληση της πλειοψηφίας των αναρχικών να υπερασπιστούν τις αρχές τους και να επιβιώσουν από τις αδυναμίες τις στιγμής πράγματι έσωσαν το μέλλον. Ο αντιμιλιταρισμός από τότε έγινε όχι μόνο θεμέλιο αδιαμφισβήτητο του αναρχισμού, αλλά και θεμελιώδες στοιχείο των περισσότερων ριζοσπαστικών κινημάτων.
Οι ιστορικές ήττες του αναρχισμού παραμένουν. Επιπλέον, την ώρα που οι αδυσώπητοι ιστορικοί τις θεωρούν κατηγορηματικές επιβεβαιώσεις της ματαιότητας του αναρχισμού, οι ήττες αυτές ετοιμάζουν το έδαφος για μελλοντικές αναζωπυρώσεις του αναρχισμού, αφού μέσα από τις ήττες τους οι αναρχικοί αφυπνίζονται μπροστά στην ανάγκη διάσωσης του μέλλοντος. Υπό αυτό το φως κατανοείται ο αναρχισμός μεταξύ 1940 και 1960. Ούτε η ήττα των ισπανών αναρχικών το 1939 σημάδεψε τον θάνατο του αναρχισμού, ούτε η αναζωογόνησή του το 1968 βλάστησε αυθόρμητα. Μεταξύ αυτών των σημαντικών ετών οι αναρχικοί εξακολουθούσαν την εξέλιξη των ιδεών τους. Στοιχεία της αναρχικής σκέψης διέπουν πολλές όψεις της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής, από την τέχνη ως τις επιστήμες και την τεχνολογία, ως τις σεξουαλικές σχέσεις. Αν ο αναρχισμός υπήρξε φάντασμα, ήταν ένα φάντασμα πολύ ζωηρό. Όπου οι αναρχικοί ήσαν πολύ λίγοι για να καταφέρουν έναν αντίκτυπο σαν μαζικό κίνημα, εργάστηκαν για το μέλλον και για να μεταδώσουν αναλλοίωτα ιδανικά στις μεταγενέστερες γενεές. Ασυνέχεια και αυθορμητισμός, καταβαράθρωση και αναγέννηση είναι τα αλληλοσυμπληρούμενα μέρη των παραλογιστικών ερμηνειών που διακόπτουν τις αλληλοσυνδέσεις μεταξύ των ηττών και των αναζωπυρώσεων του αναρχισμού. Απεικονίζοντας την συνέχεια της αναρχικής σκέψης και πράξης, το πλούσιο υλικό που περιέχει ο παρόν τόμος ρίχνει φως σε αυτές τις σχέσεις και βοηθά στο γεφύρωμα του χάσματος που χωρίζει τις παραλογιστικές ερμηνείες από την επαρκή κατανόηση του αναρχισμού.
Σε αντίθεση με το στερεότυπο του αναρχισμού ως δόγματος του “όλα ή τίποτα”, ο Μαλατέστα διατύπωνε ήδη στα 1899: “δεν είναι ζήτημα να πετύχουμε την αναρχία σήμερα, αύριο ή στους επόμενους δέκα αιώνες, αλλά το ζήτημα είναι ότι βαδίζουμε προς την αναρχία σήμερα, αύριο και για πάντα”. Τα κεφάλαια που ακολουθούν δείχνουν πώς οι αναρχικοί προχώρησαν πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι κατά τη διάρκεια σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, από το 1939 ως το 1977. Παρά την τάση πολλών ιστορικών να προφητεύουν για την μοίρα του αναρχισμού, ουδείς γνωρίζει αν οι αναρχικές ιδέες τελικά θα θριαμβεύσουν. Για τους αναρχικούς κάτι τέτοιο δεν θα εξαρτηθεί από το αμετάβλητο της ανθρώπινης φύσης ή το αναπόδραστο της ιστορικής πορείας, αλλά από την βούληση των κοινωνικού ακτιβιστή να καθοδηγηθεί από την αλληλεγγύη, μάλλον, παρά από τον εγωισμό. Σε κάθε περίπτωση και παρά το ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν η αναρχία θα πραγματοποιηθεί κάποτε, ο πλούτος, το εύρος και η εμπέδωση των αναρχικών ιδεών που καλλιεργεί ο παρόν τόμος δικαιολογούν μια μετριοπαθέστερη αλλά στερεότερη πρόβλεψη την οποία οι τέσσερις δεκαετίες από το 1977 ως τα σήμερα μόλις έχουν αρχίσει να επιβεβαιώνουν: ότι ο αναρχισμός είναι εδώ και θα παραμείνει.
David Turcato, Vancouver, Ιούλιος 2008
Μετάφραση: Γιώργος Φράγκος
1 George Woodcock, Anarchism (1962. Ανατύπωση Harmodnsworth, 1971), 433.
2Γιαέναπαράδειγμαστηναγγλικήγλώσσα, Richard Hostetter, The Italian Socialist Movement (Princeton, 1958)·στουςιταλούςμαρξιστέςιστορικούςπουέχουνγράψειγιατοναναρχισμόπεριλαμβάνονταιοι Elio Conti, Luciano Cafagna, Franco Della Peruta καιEnzo Santarelli.
3 Ernest Alfred Vizetelly, The Anarchists (1911·ανατύπωση, New York, 1972), 299-300·Irwing Louis Horowitz, επ., The Anarchists (New York, 1964˙ ανατύπωση, 1970), 588-9· Raymond Carr, “All or Nothing”, The New York Review of Books 24, no. 16 (13 Οκτωβρίου 1977): 22· James Joll, The Anarchists, 2ηέκδ. (1979· ανατύπωση, Cambridge, Mass., 1980), 257· James Joll, “Anarchism between Communism and Individualism”, στοAnarchici e anarchia nel mondo contemporaneo (Turin, 1971), 284.
4 E.J. Hobsbawm, Primitive Rebels (Manchester, 1959), 57-58· Jerome R. Mintz, The Anarchists of Casas Viejas (Chicago, 1982), 271.
5 Peter Marshall, Demandin the Impossible, τροποποιημένηέκδοση (London, 1993), 629-630.
6 Bruce C. Nelson, Beyond the Martyrs (New Brunswick, 1988)· John Lear, Workers, Neighbors, and Citizens (Lincoln, 2001)· Metthew Thomas,Anarchist Ideas and Counter-Cultures in Britain, 1880-1914 (Aldershot, 2005), 236-8· Richard D. Sonn, Anarchism and Cultural Politics in Fin De Siècle France (Lincoln, 1989)· Alexander Varias, Paris and the Anarchists (New York, 1996).
7 Willard V.O. Quine, Word and Object (Cambridge, Mass., 1960· ανατύπωση, 1977), 26-28, 57-59, 69.
8 Donald Davidson, Inquiries into Truth and Interpretation, 2ηέκδοση (Oxford, 2001), 144, 156, 159-160· Problems of Rationality (Oxford, 2004), 23-24.
9 Nunzio Pernicone, Italian Anarchism, 1864-1892 (Princeton, 1993), 7.
10 Davide Turcato, “Italian Anarchism as a Transnational Movement, 1885-1915”, International Review of Social History 52, αρ. 3 (December, 2007).
11 Gerald Brenan, The Spanish Labyrinth, 2ηέκδοση (ανατύπωση, Cambridge, 1990), 360.
12 George Richard Esenwein, Anarchist Ideology and theWorking-Class Movement in Spain, 1868-1898 (Berkeley, 1989), 113, 134-5· Jordi Piquè i Padró, Anarco-collectivisme i anarco-communisme (Barcelona, 1989), 134-8.
13 Robert Michels, Political Parties, (New York, 1962), 325.
14 Mancur Olson, The Logic of Collective Action (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1965), 53-54, 62-63, 130-131, 161 n 94. Για περισσότερα επιχειρήματα υποστήριξης των αναρχικών θέσεων, Michael Taylor, “Anarchy, the State and Cooperation”, κείμενο 65 στον παρόντα τόμο.
15 Perez Zagorin, βιβλιοκριτικήτουThe Anarchists του James Joll, The Journal of Modern History 38, αρ. 4 (December, 1996).
16 E.J. Hobsbawm, Revolutionaries (New York, 1973), 90-91· George Woodcock, Anarchism 2ηέκδοση (Harmondsworth, 1986), 8.
17 Varias, 168.
18 E. Malatesta, “Anarchists Have Forgotten their Principles”, Freedom (London) 28, αρ. 307 (November, 1914), 85 (ανατυπωμένοστοAnarchism: A Documentary History of Libertarian Ideas, Volume One, 286-289).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο George Woodcock είχε πει ότι το έτος 1939 σημάδεψε “τον αληθινό θάνατο του αναρχικού κινήματος στην Ισπανία”. Οι ομάδες, τα περιοδικά, τα σχολεία και οι κοινότητες που ακολούθησαν “σχημάτισαν μόνο το φάντασμα του ιστορικού αναρχικού κινήματος”1. Ο ισχυρισμός θα εκλαμβανόταν ως αληθοφανής και δεν θα εμφανιζόταν στις αναλύσεις για τον αναρχισμό απ’ τις απαρχές του. Για μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας οι αναρχικοί ήσαν πάντοτε αναγκαστικά αποτυχημένοι. Ο αναρχισμός, με τη σειρά του, περιγράφεται ως νεκρή, θνήσκουσα ή καταδικασμένη ιδεολογία, ανάλογα με την χρονολογική σκοπιά του καθενός. Η εξήγηση γιατί δεν μπορεί να είναι αλλιώς, γίνεται το έργο του ιστορικού.
Η μαρξιστική ιστοριογραφία ακολουθεί μια γραμμή καθιερωμένη από τον ίδιο τον Μαρξ που ονόμασε τον αναρχισμό μια μορφή σεχταρισμού τυπικής των πρώιμων σταδίων στην ανάπτυξη του προλεταριάτου. Μέσα σε αυτή την γραμμή ο αναρχισμός εντοπίζεται πάντοτε με την πλευρά των χαμένων στην ιστορική πορεία. Έτσι, η κύρια αφηγηματική της μαρξιστικής ιστοριογραφίας για τον αναρχισμό περιστρέφεται γύρω από το “τέλος”, το “θάνατο” ή τη “διάλυσή” του. Για παράδειγμα, ο ιταλικός αναρχισμός φαινομενικά πέθανε μεταξύ 1877 και 1891, παρότι υπέβοσκε μεταξύ των χαμηλών τάξεων μέχρι και την επαύριο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου. Εν περιλήψει η μαρξιστική γραμμή έχει ως εξής: ασχέτως της υπό εξέταση περιόδου, μετά από μια εφήμερη ακτιβιστική ώθηση ο αναρχισμός υπέκυψε κατά το τέλος αυτής της περιόδου, φθίνοντας μετέπειτα επ’ αόριστον, και συχνά επιδεικνύοντας εκπληκτική ζωτικότητα στον επιθανάτιο αγώνα του2.
Η κριτική της φιλελεύθερης ιστοριογραφίας χρωματίζεται από συγκατάβαση. Μια από τις πρώτες νεκρολογίες εκδόθηκε το 1911 από τον Ernest Alfred Vizetelly ο οποίος αναγνώρισε ότι ο αναρχισμός αξίζει συμπάθειας, αλλά ισχυρίστηκε ότι οι υπερβολές του τον καταδίκασαν σε αποτυχημένη κατάληξη. Ο Irving Louis Horowitz επιβεβαιώνει ότι “ο αναρχισμός καταδικάστηκε εκ των προτέρων σε αποτυχία” διότι αποτελεί θολή άποψη. Όμως, “οι ίδιες οι ασάφειες και οι ανεπάρκειές του” εν μέρει εξελίχθηκαν από την σύγχρονη κοινωνία: “οι αναρχικοί είναι ρομαντική, αφηρημένη ράτσα που δεν μπορεί, δόξα τω θεώ, να συμβιβασθεί με τις καταπιεστικές υπερβολές του πολιτισμού”. Για τον Raymond Carr οι αναρχικοί “ήσαν ειλικρινείς” αλλά “απλοϊκοί σε αυτοκαταστροφικό βαθμό”. Τέλος, για τον James Joll η ιστορία του αναρχισμού απεικονίζει την ανακολουθία του και το αδύνατο της εφαρμογής του. Παραδέχεται, ακόμη, ότι ο αναρχισμός αποτέλεσε σταθερή απειλή για την μικροαστική αυταρέσκεια, καταλήγοντας: “Υπήρξαν λίγες στιγμές στην ιστορία όπου κάτι τέτοιο το είχαμε περισσότερη ανάγκη από ό,τι σήμερα”. Συνοψίζοντας και σε αντιδιαστολή με την μαρξιστική ιστοριογραφία, η οποία σπεύδει να σημάνει πένθιμα για τον αναρχισμό, η φιλελεύθερη ιστοριογραφία εύχεται στον αναρχισμό μακροζωία ως μονίμως αποτυχημένου κινήματος3.
Ως πεπρωμένο του αναρχισμού η οπισθοδρόμηση και ο παραλογισμός του συνδυάζονται στην σημαντική ανάλυση του Eric J. Hobsbawm Πρωτόγονοι Επαναστάτες που γράφτηκε το 1959. Ο Hobsbawm ερμηνεύει τον αναρχισμό ως ένα χιλιαστικό κίνημα. Αφηρημένη επαναστατικότητα και αδιαφορία για την πρακτική πολιτική σημαίνουν για τον Hobsbawm ότι ο αναρχισμός δεν είναι μόνο παράλογος αλλά και αμετάβλητος. Όπως σημειώνει ο Jerom Mintz, στο βιβλίο του Hobsbawm οι αναρχικές “νοοτροπίες και πεποιθήσεις των ετών 1903-5, 1918-20, 1933 και 1936 αναμιγνύονται ή θεωρούνται εναλλάξιμες”. Επιπλέον, η σταθερότητα αποτελεί το έδαφος όπου ο Hobsbawm επεκτείνει την ετυμηγορία του από το παρελθόν προς το μέλλον, καταλήγοντας ότι ο αναρχισμός έχει μια ιστορία ανεπίλυτης αποτυχίας, δεσμευμένης να ηττηθεί μαζί με τους προφήτες που, “αν και όχι άοπλοι, δεν γνώριζαν τι να κάνουν με τα όπλα τους και ηττήθηκαν για πάντα”4.
Τα γεγονότα του 1968 και η εμφάνιση της “νέας κοινωνικής ιστορίας” άλλαξαν το σενάριο. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον αναρχισμό προκάλεσε τη δημιουργία πολυάριθμων έργων που έθεσαν το κίνημα αυτό υπό θετικό φως, υπογραμμίζοντας την αναρχική προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Παρ’ όλα αυτά η απόδοση παραλογισμού δεν σταμάτησε αλλά ελαττώθηκε σε λιγότερο ωμές, μα εξίσου σοβαρές, διατυπώσεις. Για παράδειγμα, το εγκυκλοπαιδικό Απαιτώντας το Αδύνατο του Peter Marshall υποστηρίζει με πάθος την σχετικότητα του αναρχισμού, πασχίζοντας να αποκαταστήσει παρανοήσεις όπως εκείνη της σχέσης του με την τρομοκρατία. Όμως καθοδηγούμενη από τέτοιες προκαταλήψεις η συζήτησή του για την αναρχική βία καταλήγει να επιβεβαιώνει μερικά από τα εξαίρετα στοιχεία (γαλλικά στο κείμενο: “pieces de resistance”) του παραλογιστικού στερεότυπου, καθώς σημειώνει ότι, “οι πιο βίαιες ενέργειές τους δεν προχωρούν πέρα από το στήσιμο οδοφραγμάτων ή την είσοδο σε χωριά με στοιχειώδη οπλισμό”, όπως κάνει και το χιλιαστικό στερεότυπο. Μερικά παραδείγματα που αφορούν διαφορετικές περιόδους και χώρες ίσως φωτίσουν περαιτέρω το σημείο αυτό5.
Το βιβλίο Πέρα από τους Μάρτυρες του Bruce C. Nelson καταπιάνεται με την υπόθεση της Χέιμάρκετ, εστιάζοντας όχι στα “δένδρα”, τους μαρτυρίσαντες ηγέτες, αλλά στο “δάσος”, το κίνημα και την κουλτούρα του το οποίο ενσωμάτωνε την πραγματική κινηματική ιδεολογία. Υποστηρίζει ότι, η “ιδέα του Σικάγο” κατανοείται καλύτερα όχι ως αναρχική αλλά ως έκφραση μιας παράδοσης ρεπουμπλικανισμού των τεχνιτών, ανασχηματισμένου με σοσιαλιστικούς όρους. Ο Νέλσον καταλήγει ότι, ενώ ο αναρχισμός του Σικάγο τελείωσε με την Χέιμάρκετ, το ευρύτερο κίνημα ενσωματώθηκε στο ευρύτερο ρεύμα της αμερικανικής εργατιάς συνιστώντας, έτσι, την αληθινή κληρονομιά της Χέιμάρκετ. Στο βιβλίο του Εργάτες, Γείτονες και Πολίτες ο John Lear παρέχει μια παρόμοια αφήγηση για τους αστικούς εργάτες του Μέξικο γύρω από την Μεξικανική επανάσταση, όταν ήσαν οργανωμένοι από την αναρχική Εστία του Παγκόσμιου Εργάτη (“Casa del Obrero Mundial”). Το σχετικό ρεύμα της έρευνας εστιάζει στις θέσεις της αντικουλτούρας και της αντι-κοινότητας. Στο Οι Αναρχικές Ιδέες και αντι-κουλτούρες στη Βρετανία, 1880-1914 ο Matthew Thomas καταγγέλλει την ασχετοσύνη του βρετανικού αναρχισμού. Αναλύοντας τις αναρχικές αντικουλτούρες που αφορούν στις σεξουαλικές σχέσεις, την παιδαγωγική, τον εναλλακτικό κομμουνισμό και την εργασία, ο Thomas αποκαλύπτει την επίδρασή τους στην ευρύτερη πολιτική κουλτούρα. Μέσα σε αυτή την διαδικασία σκιαγραφεί την αντίθεση μεταξύ του πραγματιστικού εφικτού και του καθαρολογικού ανέφικτου. Ισχυρίζεται ότι οι αναρχικοί ήσαν αποτελεσματικοί στο βαθμό που συμβιβάζονταν με την καθαρολογία, συνιστώντας, έτσι “καταγγελία του αναρχισμού ως ιδεολογίας”. Η κίνηση από το θεσμικό προς το πολιτισμικό πεδίο εξετάζεται περισσότερο από τον Richard D. Sonn στο Αναρχισμός και Πολιτισμική Πολιτική στην Παρηκμασμένη Γαλλία. Για τον Sonn η αναρχική υποκουλτούρα ερμήνευσε επιτυχώς την νοοτροπία των παριζιάνικων κατώτερων τάξεων και είλκυσε τους αβάν-γκαρντ καλλιτέχνες. Εντούτοις η πολιτισμική ζύμωση είχε αντίστροφη σχέση προς την ικανότητα των αναρχικών να οργανώνονται και να προωθούν τους στόχους τους. Με τρόπο όμοιο στο Το Παρίσι και οι Αναρχικοί ο Alexander Varias ασχολείται με την σχέση μεταξύ αναρχισμού και παρισινής κουλτούρας. Υποστηρίζει ότι, η δύναμη του παρισινού αναρχισμού ήταν η διαφορετικότητά του που του επέτρεψε να καταπιαστεί με ζητήματα κεντρικά στην παρισινή ζωή. Αυτή η διαφορετικότητα ήταν, όμως, και η αδυναμία του αφού το Παρίσι ήταν πόλη των αντιθέσεων τις οποίες αντικαθρέφτιζε ο αναρχισμός6.
Αν και διαφορετικά τα έργα αυτά υπογραμμίζουν τον ρεαλισμό και την αποτελεσματικότητα του αναρχισμού. Αλλά η αποτελεσματικότητα δεν μετράται σύμφωνα με τους στόχους των αναρχικών, παρά εν αντιθέσει με αυτούς. Για τα εργατικά κινήματα των Nelson και Lear, καθώς και για τις αντι-κουλτούρες του Thomas, οι αναρχικοί στόχοι θεωρούνται, τελικά, ως υποχρέωση. Είτε αγνοήθηκαν, αν και όχι ονομαστικά, ή μετατράπηκαν σε επαχθή εμπόδια. Ρεαλισμός, ευελιξία, σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα παρουσιάζονται ως ασύμβατες με τους αναρχικούς στόχους έννοιες, στόχοι που αντιμετωπίζονται ως συνώνυμοι της καθαρότητας και του αδύνατου. Για τους Sonn και Varias, ομοίως, η διαφορετικότητα που επέτρεψε στους αναρχικούς να παλέψουν για σύγχρονα ζητήματα τους εμπόδισε την επιδίωξη των στόχων τους.
Από τη σκοπιά του ορθολογισμού και υπό την έννοια της συνάφειας μεταξύ επιθυμιών, πεποιθήσεων και συμπεριφορών, όσοι συμφωνούν με την άποψη του Hobsbawm περί “μνημειώδους αναποτελεσματικότητας” και όσοι αναζητούν να σώσουν τον αναρχισμό από αυτήν την κατηγορία αποτελούν τις δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος και συνοψίζονται από την κοινή αντίληψη του αναρχισμού ως αναγκαστικά αποτυχημένου ή ενός μονίμως αποτυχημένου κινήματος. Η πρώτη άποψη δίνει βάρος στους δηλωμένους στόχους των αναρχικών και υπογραμμίζει την ανεπάρκεια και ματαιότητα των μέσων που αναπτύσσουν για τις επιδιώξεις τους. Η δεύτερη δίνει βάρος στα μέσα των αναρχικών, υπογραμμίζοντας την προσαρμοστικότητα και αποτελεσματικότητα, αλλά τις σταθμίζει με μέτρα διαφορετικά από τους διακηρυγμένους στόχους των πρωταγωνιστών που αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως νεκρό γράμμα ή, στην χειρότερη, ως νεκρό φορτίο. Και στις δυο περιπτώσεις η έλλογη κατανόηση του τρόπου, με τον οποίο οι αναρχικοί επιλέγουν τα μέσα υπό το φως των σκοπών τους, είναι ελλιπής. Γι’ αυτούς ο αναρχισμός λαμβάνει νόημα εισάγοντας στοιχεία παραδοξότητας, ανακολουθίας ή παραλογισμού, με την μορφή ανέφικτων στόχων, μάταιων μέσων ή θολών πεποιθήσεων. Δυστυχώς, η απόδοση παραλογισμού έχει αρνητική επίδραση στον τρόπο που οι ιστορικοί καταγίνονται με τα έργα τους. Είναι ένας γρήγορος τρόπος για την ανάπτυξη επιπόλαιων εξηγήσεων, αντί για σαφείς ερμηνείες. Τίποτα δεν είναι παράξενο ή γριφώδες όταν ο παραλογισμός είναι εύκαιρος ως αρμόζουσα εξήγηση. Εν ολίγοις, η απόδοση παραλογισμού προσιδιάζει στην ευτελή ιστοριογραφία.
Οι παραλογιστικές εξηγήσεις, όμως, δεν είναι ασυνήθιστες στην ιστοριογραφία. Η απόδοση παραλογισμού έχει συζητηθεί πολύ στις πολιτικές επιστήμες. Ιδιαιτέρως έχει εξετασθεί σθεναρά από θεωρίες οι οποίες αντιμετωπίζουν τον ορθολογισμό μάλλον ως μεθοδολογική αρχή παρά ως εμπειρικό υπόβαθρο. Οι θεωρίες αυτές είναι πρόσφορες στο ιστοριογραφικό πεδίο και παρέχουν ένα μοντέλο εναλλακτικό του παραλογιστικού. Συγκεκριμένα, ο ορθολογισμός βρίσκεται στο κέντρο της ερμηνευτικής θεωρίας που εκφράζουν οι φιλόσοφοι Willard V.O. Quine και Donald Davidson. Η θεωρία αυτή ισχυρίζεται ότι ένας θεμελιώδης περιορισμός για την ερμηνεία κάποιου προσώπου είναι η αντιμετώπισή του ως έλλογου παράγοντα. Στον πυρήνα αυτής της θεωρίας βρίσκεται η μεθοδολογική αρχή γνωστή ως “αρχή της επιείκειας” την οποία ο Quine εφαρμόζει στο πρόβλημα ερμηνείας. Υποστηρίζει ότι, “όταν αντιμετωπίζονται εξαιρετικά λανθασμένοι ισχυρισμοί είναι πιθανό να ενεργοποιήσουν κρυφές γλωσσικές διαφορές” και θωρεί ότι “η ανοησία κάποιου συνομιλητή μας, πέραν κάποιου συγκεκριμένου σημείου, είναι λιγότερο πιθανή από μια κακή ερμηνεία”. Όσο πιο παράλογες οι καταλογιζόμενες πεποιθήσεις, τόσο πιο ύποπτη είναι η ερμηνεία7.
Το σημείο εκκίνησης του Davidson είναι ότι “ούτε η γλώσσα ούτε η σκέψη μπορούν να εξηγηθούν πλήρως με όρους της μιας ή της άλλης, και καμία δεν έχει αντιληπτική προτεραιότητα”. Η παρουσία ταυτόχρονα μιας θεωρίας των πεποιθήσεων και μιας θεωρίας των νοημάτων πιθανόν να αποδίδει άλογες σκέψεις και πράξεις σε κάποιο άτομο αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί φορτίο για τέτοιες αποδόσεις. “Αν δούμε κάποιον να τραβά και τις δυο άκρες ενός σχοινιού μπορούμε να υποθέσουμε ότι θέλει να κινήσει το σχοινί προς ασύμβατες κατευθύνσεις. Μια τέτοια εξήγηση απαιτεί ανάλυση της επικουρικής βοήθειας. Το πρόβλημα δεν υφίσταται αν η εξήγηση αυτής της ενέργειας είναι η κοπή του σχοινιού”. Για τον Davidson, κλειδί για την επίλυση της ταυτόχρονης αναγνώρισης νοημάτων, πεποιθήσεων και επιθυμιών ενός κάποιου παράγοντα είναι μια “πολιτική έλλογου συμβιβασμού”: “Η πολιτική αυτή μας καλεί να προσαρμόσουμε τις θέσεις μας... με τα λόγια και τις συμπεριφορές των άλλων προσώπων με τρόπο που να ερμηνεύει κατανοητικά τα λεγόμενα και τις νοοτροπίες τους. Αυτό απαιτεί να βλέπουμε τους άλλους σαν τους εαυτούς μας ως προς τον ειρμό και την ορθότητα”. Ο Davidson τονίζει ότι, η πολιτική του δεν είναι μεταξύ πολλών άλλων επιτυχημένων. Αλλά, μάλλον, “είναι η μόνη διαθέσιμη πολιτική, αν επιθυμούμε να κατανοήσουμε τους άλλους ανθρώπους”8.
Μεγάλο μέρος της ιστοριογραφίας για τον αναρχισμό βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση του έλλογου συμβιβασμού. Σε αντίθεση με την υπογράμμιση του Davidson της ολιστικής διασύνδεσης πεποιθήσεων, επιθυμιών και του κόσμου, καθώς και των προτάσεών του για βελτίωση της συνέπειας με την αλήθεια, η ανάλυση που αναφέρουμε πιο πάνω εισάγει, σε κάποιο βαθμό, μορφές αποσύνδεσης από την πραγματικότητα, την εσωτερική ασυνέπεια ή τις ασήμαντες πεποιθήσεις. Η επιείκεια, με την έννοια της αυστηρής μεθοδολογικής προσέγγισης, απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό από την ιστοριογραφία περί αναρχισμού. Η κατανόηση του αναρχισμού με τους δικούς του όρους σημαίνει ότι, κάθε φορά που τον κατανοούμε με όρους που φαίνονται παράξενοι ή παράλογοι, είναι η κατανόησή μας που πρέπει να εξετασθεί. Τόσο εξαιτίας των εγγενών χαρακτηριστικών της θεωρίας και της τακτικής του, όσο και επειδή συχνά οδηγούνταν με τη βία στην παρανομία ο αναρχισμός, διαθέτοντας πηγές και πόρους διαφορετικού είδους από άλλα κινήματα. Έτσι, τα συμβατικά προβλήματα πρέπει να προσεγγίζονται με αντισυμβατικούς τρόπους ώστε να απαλλαχθεί ο αναρχισμός από την φαινομενική του παραδοξότητα.
Το χάσμα μεταξύ του φαίνεσθαι και της πραγματικότητας του αναρχισμού απεικονίζεται καλά και μέσα από το ζήτημα της οργάνωσης. Για παράδειγμα, αν αποφάσιζε να μελετήσει τον ιταλικό αναρχισμό μέσω των οργανώσεών του κατά την διάρκεια των σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών μεταξύ της Πρώτης Διεθνούς και του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, δεν θα είχε και πολλή δουλειά να κάνει. Μόνον μια βραχύβια απόπειρα δημιουργίας κόμματος που συνέβη το 1891. Η επόμενη τυπική οργάνωση εθνικής εμβέλειας σχηματίστηκε το 1919. Η ιστορία του ιταλικού αναρχισμού ακολουθεί μια κυκλική πορεία, αποτελούμενης από ξεσπάσματα εξεγέρσεων που ακολουθούνται από περιόδους αδρανειών και αναζωπυρώσεων, παρόμοιων με εκείνων που ο Hobsbawm αναγνωρίζει στην Ισπανία. Έτσι, ακόμη και ιστορικοί που απορρίπτουν την χιλιαστική προσέγγιση, όπως ο Nunzio Pernicone, διαπιστώνουν ότι το ιταλικό αναρχικό κίνημα φαινόταν να είναι “εγκλωβισμένο σε έναν βίαιο κύκλο ανάπτυξης και υποχώρησης” όπου κάθε αναζωογόνηση συνέπιπτε με ένα νέο κύμα καταστολής που εξάλειφε κάθε τι που είχε επιτευχθεί. Ένα τέτοιο μοτίβο δημιουργεί εικόνα αδυναμίας ενώπιον της καταστολής και της κυκλικής επανεμφάνισης σαν κάποιας αυθόρμητης βλάστησης, δίνοντας έτσι αφορμές για ερμηνείες που βλέπουν ασυνέχειες, αυθορμητισμό και απουσία οργάνωσης ως στοιχείων του αναρχισμού9.
Η πολιτική του έλλογου συμβιβασμού, όμως, μπορεί να θέσει τον ιστορικό σε πορεία αμφισβητούμενων εμφανίσεων. Στην πορεία αυτή πιθανόν να θεωρήσει ότι η απουσία τυπικής οργάνωσης δεν σημαίνει ότι οι αναρχικοί δεν οργανώνονταν, αλλά, ίσως, ότι δεν οργανώνονταν τυπικά. Έτσι, ο ιστορικός δε θα αναζητήσει κογκρέσο, κομματικά προγράμματα και κομματικές δομές, αλλά πρέπει, μάλλον, να ερευνήσει το πυκνό δίκτυο διασυνδέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων, αν θέλει να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε συλλογικά ο αναρχισμός. Στις διαρκείς, και πολλών κατευθύνσεων, προσωπικές διασυνδέσεις μεταξύ των ατόμων και των ομάδων μπορεί κανείς να εντοπίσει τον συντονισμό και την συνέχεια που αναζητούνται συνήθως στις απρόσωπες δομές και τους παγιωμένους ρόλους των τυπικών οργανώσεων. Οι αναρχικοί όντως οργανώνονταν, αλλά ο αναγκαστικά παράνομος χαρακτήρας αυτού του οργανωτικού έργου το εξαφανίζει από τον ιστορικό απολογισμό. Οι κινητοποιήσεις που προκαλούνταν μέσα από παράνομες προετοιμασίες εκδηλώνονταν με την μορφή αυθόρμητων αναστατώσεων του φλογερού πλήθους, ενισχύοντας έτσι το παραλογιστικό στερεότυπο. Παρομοίως, οι φαινομενικές εξαφανίσεις του ιταλικού αναρχισμού είναι σφάλμα του ιστορικού και όχι του κινήματος που διέθετε περισσότερη συνέχεια και οργανωτικά μέσα από όσα αποκαλύπτει η εθνική εμβέλεια. Ο ιταλικός αναρχισμός ήταν ένα διεθνικό κίνημα που εξαπλωνόταν στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού και της Μεσογείου. Οι φαινομενικές είσοδοι και έξοδοι από την ιταλική σκηνή στην ουσία αντιστοιχούν στις μετατοπίσεις της πρωτοβουλίας από την ιταλική περιοχή στο διεθνές πεδίο, ιδιαιτέρως σε καιρούς καταστολής10.
Το χάσμα μεταξύ φαίνεσθαι και πραγματικότητας είναι εξίσου εντυπωσιακό ως προς τις αναρχικές ιδέες περί οργάνωσης. Όπως παρατηρεί ο Gerald Brenan, “η πραγματική ιστορία του αναρχικού κινήματος δεν περιέχεται στα βιβλία αλλά στα καθημερινά φύλλα και τις αναμνήσεις των εν ζωή αναρχικών”11. Μελετώντας, έτσι, τους σημαίνοντες διανοητές και τα βιβλία τους για να ανιχνεύσουμε τις αναρχικές ιδέες ίσως παραπλανούμαστε. Για παράδειγμα, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπάρχει σημαντικό βιβλίο ή φυλλάδιο στην αναρχική φιλολογία σχετικά με την οργάνωση. Επιπλέον, η οργάνωση ήταν αντικείμενο των πιο έντονων, διχαστικών και μακρόχρονων αντιθέσεων του ιταλικού αναρχισμού που μεταφέρθηκε επί δεκαετίες στον τύπο. Οι αντιθέσεις αυτές είχαν ευρύ αντίκτυπο, ιδιαιτέρως όσον αφορά στη συμμετοχή στο εργατικό κίνημα. Επιπλέον, η αντιθέσεις των Ιταλών έμοιαζαν σημαντικά σε εκείνες που υπήρχαν μεταξύ των κολλεκτίβων και των κομμουνιστών στην Ισπανία. Βεβαίως η τελευταία αυτή αντιπαράθεση εκδηλώθηκε και σε επίπεδο τακτικής. Καθώς οι αναρχοκομμουνιστικές ιδέες διαπερνούσαν την Ισπανία, τα αντικαθεστωτικά στοιχεία μετατρέπονταν σε απόστολους της νέας ιδεολογίας, αλλά οι θεωρητικές αποκλίσεις παρέμειναν συνδεδεμένες με τις οργανωτικές. Ως την δεκαετία 1890 οι αντιθέσεις περιορίστηκαν στα θεωρητικά στοιχεία, αλλά παρέμεναν οι ρωγμές στην τακτική. Εν ολίγοις, η τακτική δεν ήταν μόνον ένα σημαντικό, πλην βοηθητικό, στοιχείο των αντιθέσεων στην Ισπανία, αλλά ο ίδιος ο πυρήνας τους12.
Στο τέλος, και σε αντίθεση με την απουσία μέριμνας για τα πρακτικά ζητήματα που προϋποθέτει η χιλιαστική ερμηνεία, η πλέον συνεχής έγνοια των αναρχικών στην Ιταλία και την Ισπανία δεν ήσαν οι απώτερες ουτοπίες αλλά τα βέλτιστα μέσα προς χρήση εδώ και τώρα. Η έμφαση των οργανώσεων σε αυτές τις φροντίδες συνεπάγεται μια διαφορετική θεώρηση για τον αναρχισμό. Για παράδειγμα, καθίσταται προβληματική η εξέταση της Ισπανίας ως εξαιρετικής περίπτωσης στην οποία ο κολλεκτιβισμός παρατάθηκε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Αντίθετα, τα ίδια ζητήματα τακτικής συζητούνταν στην Ισπανία και αλλού επί δεκαετίες. Γενικότερα, μια ριζική αλλαγή στην ταξινόμηση των αναρχικών ρευμάτων είναι επιβεβλημένη. Καθιερωμένες κατηγοριοποιήσεις βασισμένες σε ετικέτες, όπως ατομικισμός, κολλεκτιβισμός, κομμουνισμός και αναρχοσυνδικαλισμός, συχνά αποκρύπτουν περισσότερα από όσα αποκαλύπτουν. Μια κατηγοριοποίηση, αντίθετα, βασισμένη στην οργάνωση και τη συμμετοχή σε εργατικά κινήματα φανερώνει παραμελημένες συγγένειες μεταξύ ιταλών οργανωτών, ισπανών κολλεκτιβιστών και γάλλων συνδικαλιστών.
Παρά το εύρος της η συζήτηση αναρχικών για την οργάνωση έχει περάσει απαρατήρητη έξω από τους αναρχικούς κύκλους. Επιπλέον, ήταν μια συζήτηση με μεγάλη επιτήδευση. Σε αντίθεση με το χονδροειδές στερεότυπο του αναρχικού που απορρίπτει την οργάνωση αυτοστιγμεί, πολλές από τις ιδέες που συζητήθηκαν μεταξύ οργανωτικών και αντιοργανωτικών έχουν καταστεί κοινή αξία στην σοσιαλιστική φιλολογία, ιδιαιτέρως μέσα από τα έργα του Rober Michels του οποίο το βιβλίο Πολιτικά Κόμματα αξιολογείται ως “ένα από τα πλέον σημαίνοντα βιβλία του εικοστού αιώνα”. Ο Michels αναγνωρίζει ότι “οι αναρχικοί ήσαν οι πρώτοι που επέμεναν στις ιεραρχικές και ολιγαρχικές επιπτώσεις των κομματικών οργανώσεων”13. Τα ερωτήματα που έμπαιναν δεν ήταν περί οργανωτικότητας ή μη, αλλά περί τυπικής οργάνωσης. Οι αντι-οργανωτικοί καταψήφιζαν την συμμόρφωση σε κανόνες που επιφέρει η γραφειοκρατία, ζήτημα του οποίου η σπουδαιότητα, και οι συνέπειες αναγνωρίστηκαν, μετέπειτα, από κοινωνιολόγους όπως ο Rober K. Merton. Οι αντι-οργανωτικοί ήθελαν την διακοπή της οργάνωσης στο σημείο όπου μετατρεπόταν σε γραφειοκρατία. Εστιάζοντας στα πιθανά εξουσιαστικά αποτελέσματα της αναρχικής οργάνωσης, παρά τις προθέσεις των συμμετεχόντων, η αντιπαράθεση αφορούσε την “αθέλητες συνέπειες της σκόπιμης κοινωνικής δράσης”.
Σε ένα άλλο κλασσικό κείμενο των κοινωνικών επιστημών, το Η Λογική της Συλλογικής Δράσης του Mancur Olson, ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι, τα συλλογικά αγαθά δεν παρέχονται σε μεγάλες ομάδες, εκτός και αν υπάρχει καταναγκασμός ή ειδικά κίνητρα. Ο Olson αντιπαραθέτει την θέση αυτή με την “αναρχική πλάνη” ότι “μόλις καταρριφθεί το υπάρχον, καταπιεστικό, εκμεταλλευτικό κράτος μια νέα, εθελοντική, φυσική οντότητα θα προκύψει και θα πάρει την θέση του”. Την ίδια στιγμή ισχυρίζεται ότι, οι μικρές ομάδες είναι αποτελεσματικότερες από τις μεγάλες. Η αλήθεια είναι ότι, αυτή ήταν η κύρια διαφωνία των αντι-οργανωτικών. Ο Olson παραδέχεται ότι οι ομόσπονδες ομάδες εξαιρούνται αυτού του κανόνα. Πράγματι, η ομοσπονδία ήταν η καθιερωμένη μορφή αναρχικής οργάνωσης. Τελικά, αναγνωρίζει ο Olson, ότι “ακόμη και μια μεγάλη ομάδα που πασχίζει για μια ουτοπία μπορεί να έχει λόγο να ενεργήσει ως ομάδα”. Έτσι, αναπάντεχα κατά κάποιον τρόπο, ο Olson εκών-άκων δικαιώνει τον ορθολογισμό των αναρχικών ιδεών περί οργάνωσης σε πείσμα της παραχάραξης της πραγματικότητας για τον αναρχισμός14.
Η αναγνώριση ότι η λογική ενός ατόμου είναι μια μεθοδολογική εικασία, μάλλον, παρά μια εμπειρικά ελεγχόμενη υπόθεση, σημαίνει ότι η απόδοση παραλογισμού καταδεικνύει περισσότερο τα μειονεκτήματα του παρατηρητή, παρά εκείνα του παρατηρούμενου. Όταν ένας επαγγελματίας ιστορικός όπως ο Perez Zagorin γράφει ότι “η ανιδιοτέλεια και ο ηρωισμός των καλύτερων αναρχικών ακτιβιστών προκαλεί τον θαυμασμό μας και, ταυτόχρονα, η ανοησία τους μας εξοργίζει και μας ακινητοποιεί” εκφράζει ένα διαδεδομένο συναίσθημα που εξηγεί σε σημαντικό βαθμό την υποβαθμισμένη ποιότητα της ιστοριογραφίας για τον αναρχισμό. Όσο πιο απροβλημάτιστα διατυπώνονται τέτοιοι ισχυρισμοί, τόσο πιο πολύ αφορούν στην “μνημειώδη αναποτελεσματικότητα” της ιστοριογραφίας που εκπροσωπούν15.
Η αναβίωση του αναρχισμού την δεκαετία του 1960 αποκάλυψε αυτή την αναποτελεσματικότητα, εξαναγκάζοντας πολλούς ιστορικούς να μετριάσουν την εμπιστοσύνη σε προγενέστερους ισχυρισμούς. Ο Hobsbawm αποκάλεσε την αναζωογόνηση αυτή “αναπάντεχη” και “εκπληκτική” καθώς και “αδικαιολόγητη”· και ο Woodcock εξέδωσε μια νέα έκδοση του βιβλίου του που, αντίθετα από την πρώτη, “δεν θα ήταν μια θρηνωδία”16. Ακόμη, οι νεώτεροι ιστορικοί ξανάρχισαν το μοτίβο του αναρχισμού ως μονίμως αποτυχημένου κινήματος. Έτσι, για τον Varias το 1968 ήταν η επανεμφάνιση ενός κινήματος “προορισμένου να είναι διηρημένο, ασυνεπές και χωρίς συγκεκριμένους στόχους” που, για τον λόγο αυτόν, “ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει κάτι άλλο από υποκουλτούρα”17.
Σε πείσμα των ανεπαρκών αλλά πεισματωδών αναλύσεων του αναρχισμού με όρους ασυνέχειας, αυθορμητισμού, κυκλικότητας και αναγκαστικής καταδίκης, η αναζωπύρωση του αναρχισμού στην δεκαετία του 1960 μπορεί να εκπλήσσει λιγότερο μέσα από μια καλύτερη κατανόηση της λογικής του. Στην καρδιά της αναρχικής θεωρίας και τακτικής βρίσκεται η αρχή της συνέπειας μεταξύ μέσων και σκοπών, η οποία δεν είναι δόγμα αλλά εκπορεύεται από την πραγματιστική προϋπόθεση να παραμένει στον σωστό δρόμο. Επομένως, οι αναρχικοί δεν αντιμετωπίζουν την ήττα ως κατηγορηματική, αναπόφευκτη αποτυχία. Και πάλι, σε αντίθεση με το παραλογιστικό στερεότυπο που θέλει τους αναρχικούς δονκιχωτικούς πρωταθλητές χαμένων αγώνων, μια τέτοια στάση κινητοποιείται λογικά από την σκοπιμότητα της επιδίωξης των αναρχικών στόχων.
Η συζήτηση μεταξύ αναρχικών για τον αντιμιλιταρισμό κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου απεικονίζει το σημείο αυτό. Σε αντιπαράθεση με τον Κροπότκιν και άλλους που ένιωσαν ότι έχουν καθήκον να πάρουν συγκεκριμένη θέση μέσα στην σύγκρουση του πολέμου, ο Ερρίκο Μαλατέστα διαφώνησε ότι, κάθε φορά που οι αναρχικοί ήσαν αδύναμοι να δράσουν αποτελεσματικά ώστε να αποδυναμώσουν το Κράτος και τους καπιταλιστές, το καθήκον τους ήταν “να αρνηθούν κάθε εθελοντική βοήθεια προς τους αγώνες του εχθρού και να μείνουν στο πλάι διασώζοντας τις αρχές τους—που σημαίνει να σώσουν το μέλλον”18. Αντίθετα από την κατάρρευση της Δεύτερης Διεθνούς κατά τον πόλεμο, η θέληση της πλειοψηφίας των αναρχικών να υπερασπιστούν τις αρχές τους και να επιβιώσουν από τις αδυναμίες τις στιγμής πράγματι έσωσαν το μέλλον. Ο αντιμιλιταρισμός από τότε έγινε όχι μόνο θεμέλιο αδιαμφισβήτητο του αναρχισμού, αλλά και θεμελιώδες στοιχείο των περισσότερων ριζοσπαστικών κινημάτων.
Οι ιστορικές ήττες του αναρχισμού παραμένουν. Επιπλέον, την ώρα που οι αδυσώπητοι ιστορικοί τις θεωρούν κατηγορηματικές επιβεβαιώσεις της ματαιότητας του αναρχισμού, οι ήττες αυτές ετοιμάζουν το έδαφος για μελλοντικές αναζωπυρώσεις του αναρχισμού, αφού μέσα από τις ήττες τους οι αναρχικοί αφυπνίζονται μπροστά στην ανάγκη διάσωσης του μέλλοντος. Υπό αυτό το φως κατανοείται ο αναρχισμός μεταξύ 1940 και 1960. Ούτε η ήττα των ισπανών αναρχικών το 1939 σημάδεψε τον θάνατο του αναρχισμού, ούτε η αναζωογόνησή του το 1968 βλάστησε αυθόρμητα. Μεταξύ αυτών των σημαντικών ετών οι αναρχικοί εξακολουθούσαν την εξέλιξη των ιδεών τους. Στοιχεία της αναρχικής σκέψης διέπουν πολλές όψεις της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής, από την τέχνη ως τις επιστήμες και την τεχνολογία, ως τις σεξουαλικές σχέσεις. Αν ο αναρχισμός υπήρξε φάντασμα, ήταν ένα φάντασμα πολύ ζωηρό. Όπου οι αναρχικοί ήσαν πολύ λίγοι για να καταφέρουν έναν αντίκτυπο σαν μαζικό κίνημα, εργάστηκαν για το μέλλον και για να μεταδώσουν αναλλοίωτα ιδανικά στις μεταγενέστερες γενεές. Ασυνέχεια και αυθορμητισμός, καταβαράθρωση και αναγέννηση είναι τα αλληλοσυμπληρούμενα μέρη των παραλογιστικών ερμηνειών που διακόπτουν τις αλληλοσυνδέσεις μεταξύ των ηττών και των αναζωπυρώσεων του αναρχισμού. Απεικονίζοντας την συνέχεια της αναρχικής σκέψης και πράξης, το πλούσιο υλικό που περιέχει ο παρόν τόμος ρίχνει φως σε αυτές τις σχέσεις και βοηθά στο γεφύρωμα του χάσματος που χωρίζει τις παραλογιστικές ερμηνείες από την επαρκή κατανόηση του αναρχισμού.
Σε αντίθεση με το στερεότυπο του αναρχισμού ως δόγματος του “όλα ή τίποτα”, ο Μαλατέστα διατύπωνε ήδη στα 1899: “δεν είναι ζήτημα να πετύχουμε την αναρχία σήμερα, αύριο ή στους επόμενους δέκα αιώνες, αλλά το ζήτημα είναι ότι βαδίζουμε προς την αναρχία σήμερα, αύριο και για πάντα”. Τα κεφάλαια που ακολουθούν δείχνουν πώς οι αναρχικοί προχώρησαν πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι κατά τη διάρκεια σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, από το 1939 ως το 1977. Παρά την τάση πολλών ιστορικών να προφητεύουν για την μοίρα του αναρχισμού, ουδείς γνωρίζει αν οι αναρχικές ιδέες τελικά θα θριαμβεύσουν. Για τους αναρχικούς κάτι τέτοιο δεν θα εξαρτηθεί από το αμετάβλητο της ανθρώπινης φύσης ή το αναπόδραστο της ιστορικής πορείας, αλλά από την βούληση των κοινωνικού ακτιβιστή να καθοδηγηθεί από την αλληλεγγύη, μάλλον, παρά από τον εγωισμό. Σε κάθε περίπτωση και παρά το ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν η αναρχία θα πραγματοποιηθεί κάποτε, ο πλούτος, το εύρος και η εμπέδωση των αναρχικών ιδεών που καλλιεργεί ο παρόν τόμος δικαιολογούν μια μετριοπαθέστερη αλλά στερεότερη πρόβλεψη την οποία οι τέσσερις δεκαετίες από το 1977 ως τα σήμερα μόλις έχουν αρχίσει να επιβεβαιώνουν: ότι ο αναρχισμός είναι εδώ και θα παραμείνει.
David Turcato, Vancouver, Ιούλιος 2008
Μετάφραση: Γιώργος Φράγκος
1 George Woodcock, Anarchism (1962. Ανατύπωση Harmodnsworth, 1971), 433.
2Γιαέναπαράδειγμαστηναγγλικήγλώσσα, Richard Hostetter, The Italian Socialist Movement (Princeton, 1958)·στουςιταλούςμαρξιστέςιστορικούςπουέχουνγράψειγιατοναναρχισμόπεριλαμβάνονταιοι Elio Conti, Luciano Cafagna, Franco Della Peruta καιEnzo Santarelli.
3 Ernest Alfred Vizetelly, The Anarchists (1911·ανατύπωση, New York, 1972), 299-300·Irwing Louis Horowitz, επ., The Anarchists (New York, 1964˙ ανατύπωση, 1970), 588-9· Raymond Carr, “All or Nothing”, The New York Review of Books 24, no. 16 (13 Οκτωβρίου 1977): 22· James Joll, The Anarchists, 2ηέκδ. (1979· ανατύπωση, Cambridge, Mass., 1980), 257· James Joll, “Anarchism between Communism and Individualism”, στοAnarchici e anarchia nel mondo contemporaneo (Turin, 1971), 284.
4 E.J. Hobsbawm, Primitive Rebels (Manchester, 1959), 57-58· Jerome R. Mintz, The Anarchists of Casas Viejas (Chicago, 1982), 271.
5 Peter Marshall, Demandin the Impossible, τροποποιημένηέκδοση (London, 1993), 629-630.
6 Bruce C. Nelson, Beyond the Martyrs (New Brunswick, 1988)· John Lear, Workers, Neighbors, and Citizens (Lincoln, 2001)· Metthew Thomas,Anarchist Ideas and Counter-Cultures in Britain, 1880-1914 (Aldershot, 2005), 236-8· Richard D. Sonn, Anarchism and Cultural Politics in Fin De Siècle France (Lincoln, 1989)· Alexander Varias, Paris and the Anarchists (New York, 1996).
7 Willard V.O. Quine, Word and Object (Cambridge, Mass., 1960· ανατύπωση, 1977), 26-28, 57-59, 69.
8 Donald Davidson, Inquiries into Truth and Interpretation, 2ηέκδοση (Oxford, 2001), 144, 156, 159-160· Problems of Rationality (Oxford, 2004), 23-24.
9 Nunzio Pernicone, Italian Anarchism, 1864-1892 (Princeton, 1993), 7.
10 Davide Turcato, “Italian Anarchism as a Transnational Movement, 1885-1915”, International Review of Social History 52, αρ. 3 (December, 2007).
11 Gerald Brenan, The Spanish Labyrinth, 2ηέκδοση (ανατύπωση, Cambridge, 1990), 360.
12 George Richard Esenwein, Anarchist Ideology and theWorking-Class Movement in Spain, 1868-1898 (Berkeley, 1989), 113, 134-5· Jordi Piquè i Padró, Anarco-collectivisme i anarco-communisme (Barcelona, 1989), 134-8.
13 Robert Michels, Political Parties, (New York, 1962), 325.
14 Mancur Olson, The Logic of Collective Action (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1965), 53-54, 62-63, 130-131, 161 n 94. Για περισσότερα επιχειρήματα υποστήριξης των αναρχικών θέσεων, Michael Taylor, “Anarchy, the State and Cooperation”, κείμενο 65 στον παρόντα τόμο.
15 Perez Zagorin, βιβλιοκριτικήτουThe Anarchists του James Joll, The Journal of Modern History 38, αρ. 4 (December, 1996).
16 E.J. Hobsbawm, Revolutionaries (New York, 1973), 90-91· George Woodcock, Anarchism 2ηέκδοση (Harmondsworth, 1986), 8.
17 Varias, 168.
18 E. Malatesta, “Anarchists Have Forgotten their Principles”, Freedom (London) 28, αρ. 307 (November, 1914), 85 (ανατυπωμένοστοAnarchism: A Documentary History of Libertarian Ideas, Volume One, 286-289).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου