Οι επιπτώσεις για την Ελλάδα που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα την προηγούμενη εβδομάδα, θα αναλυθούν σε νέο άρθρο τις επόμενες μέρες.
Που βαδίζει η παγκόσμια οικονομία;
Η παγκόσμια αναταραχή έχει τις ρίζες της στη δομική κρίση του 2007-9, η οποία αντιμετωπίστηκε με κρατική παρέμβαση, χωρίς όμως να επέλθει και οριστική επίλυση των προβλημάτων που τη γέννησαν. Το κράτος παρενέβη κυρίως με άφθονη παροχή ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες – με πρώτη την αμερικανική Φεντ – αλλά και με ενέσεις κεφαλαίου στο τραπεζικό σύστημα. Προς το τέλος του 2009 οι αγορές είχαν σταθεροποιηθεί, αλλά κίνδυνος παρέμενε τόσο έντονος ώστε η αμερικανική κυβέρνηση - στην οποία φυσιολογικά έπεσε ο κλήρος να κρατήσει την παγκόσμια οικονομία όρθια - αναγκάστηκε να συνεχίσει την παροχή ρευστότητας σε τεράστιες ποσότητες, κρατώντας παράλληλα τα δημόσια επιτόκια συνεχώς κοντά στο 0%.
Το Μάιο του 2013 η Φεντ έκανε την πρώτη δειλή ανακοίνωση ότι σταδιακά θα περιορίσει τη ρευστότητα και άρα κάποια στιγμή τα επιτόκια θα αρχίσουν να κινούνται ανοδικά. Στους δεκαοκτώ μήνες που πέρασαν από τότε αυξήθηκε βαθμιαία η ένταση στις αγορές, αλλά παράλληλα συνεχίστηκε η κερδοσκοπική αξιοποίηση της φθηνής ρευστότητας. Φάνηκε δηλαδή για μια ακόμη φορά πόσο βαθιά είναι η παθογένεια και το αδιέξοδο του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού της εποχής μας. Η αναταραχή της προηγούμενης εβδομάδας έδωσε τα πρώτα σημάδια της επόμενης κρίσης που πιθανόν να αντιμετωπίσει η παγκόσμια οικονομία και η οποία έχει δύο βασικές αιτίες.
Η πρώτη είναι ότι στα πέντε χρόνια από το 2009 και μετά, η καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας – ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία – δεν έχει δείξει απολύτως κανέναν αναπτυξιακό δυναμισμό. Η κερδοφορία του κεφαλαίου ανέκαμψε, καθώς οι πραγματικοί μισθοί δέχτηκαν εντονότατες πιέσεις προς τα κάτω, αλλά ο πυρήνας του ώριμου καπιταλισμού παρέμεινε ουσιαστικά σε στασιμότητα. Ακόμη και οι πλέον βαρύγδουποι εκφραστές της επίσημης οικονομικής σκέψης στις ΗΠΑ άρχισαν να μιλούν για μια ‘νέα κανονικότητα’ που θα είναι η έλλειψη ανάπτυξης. Τα αποτελέσματά της θα είναι φυσικά η αδυναμία της απασχόλησης, τα χαμηλά εισοδήματα, η συνεχιζόμενη φθορά των βασικών υποδομών, η περαιτέρω υποχώρηση του κράτους πρόνοιας και η διευρυνόμενη ανισότητα. Η ροπή προς τη στασιμότητα βρίσκεται πίσω και από την τάση αποπληθωρισμού – που παίρνει ήδη τη μορφή πτώσης των τιμών – εξέλιξη που έχει ιστορικά αποδειχθεί καταστρεπτική για την καπιταλιστική οικονομία. Αν προσθέσουμε και τον πολιτικό αυταρχισμό που γίνεται ολοένα και εντονότερος, η εικόνα η οποία αναδύεται είναι τρομακτική.
Η μόνη πηγή δυναμισμού στην παγκόσμια οικονομία κατά το διάστημα αυτό ήταν οι αναπτυσσόμενες χώρες και κυρίως η Κίνα, όπου η ανάπτυξη συνέχισε να σημειώνει υψηλούς ρυθμούς. Η Κίνα λειτούργησε και ως μεγάλη αγορά για τα προϊόντα μιας σειράς αναπτυσσομένων χωρών, όπως η Βραζιλία και χώρες της Αφρικής. Όμως, η υποχώρηση του κινεζικού ρυθμού ανάπτυξης από το 10,5% το 2010 στο 7,5% το 2014 και ίσως στο 7% του 2015 σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή: οι ρυθμοί ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες υποχώρησαν έντονα το 2013-14 και αν το επόμενο διάστημα παρουσιάσουν στασιμότητα και οι αναπτυσσόμενες χώρες, τότε η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να οδηγείται σε ένα τέλμα χωρίς προηγούμενο.
Η δεύτερη αιτία είναι ότι τα πέντε αυτά χρόνια από το 2009 και μετά η χρηματιστικοποίηση συνεχίστηκε και εντάθηκε απορροφώντας πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Ο κυριότερος μοχλός χρηματιστικοποίησης ήταν η παροχή άφθονης κρατικής ρευστότητας, η οποία ξεπέρασε τα $7τρις σε ολόκληρο τον κόσμο υπό την καθοδήγηση της Φεντ, της οποίας ο ισολογισμός έφτασε αισίως τα $4,5τρις. Στην ουσία οι κεντρικές τράπεζες απορρόφησαν τις διατραπεζικές αγορές και αφαίρεσαν το παραδοσιακό περιεχόμενο από τις εμπορικές διατραπεζικές πράξεις ρευστότητας. Για τις τράπεζες και τις υπόλοιπες χρηματοπιστωτικές εταιρείες η πηγή ρευστότητας έγινε μία, αστείρευτη και πάμφθηνη: η κεντρική τράπεζα βασισμένη στη δημόσια πίστη.
Το αποτέλεσμα ήταν, αφ’ ενός, να συσσωρευτούν τεράστια ποσά ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που δεν κατέληγαν στην πραγματική οικονομία, η οποία δεν έδειχνε κανέναν δυναμισμό. Τα ποσά αυτά, αφ’ ετέρου, ενίσχυσαν την αφανή πλευρά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τις λεγόμενες ‘σκιώδεις’ τράπεζες που είναι ισχυρότατες στις ΗΠΑ, αλλά και πλήθος από χετζ φαντς και άλλους ‘επενδυτές’ τέτοιου τύπου. Το φθηνό κρατικό χρήμα και τα χαμηλά επιτόκια ώθησαν τον συρφετό αυτόν σε αναζήτηση υψηλών αποδόσεων παγκοσμίως, με ιδιαίτερη έμφαση στις αναπτυσσόμενες χώρες που φαίνονταν να έχουν κάποιον δυναμισμό. Η εισροή κεφαλαίων επέτεινε τη χρηματιστικοποίηση των αναπτυσσομένων χωρών δημιουργώντας φαινόμενα υπερεπέκτασης του δανεισμού σε πολλές απ’ αυτές. Η πρόσφατη Μελέτη της Γενεύης για το 2014 δείχνει ότι το συνολικό παγκόσμιο χρέος των μη-χρηματοπιστωτικών εταιρειών διογκώθηκε από περίπου 195% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2009 σε περίπου 215% το 2013.
Ο συνδυασμός προϊούσας στασιμότητας και διευρυνόμενου χρέους είναι δυνάμει εκρηκτικός και αποτελεί την κύρια πηγή κρίσης για την παγκόσμια οικονομία.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη η εμφάνιση τάσεων ανταγωνισμού στις διεθνείς ισοτιμίες.Τα χρόνια μετά την κρίση οι κεντρικές ισοτιμίες της παγκόσμιας αγοράς παρέμειναν σχετικά σταθερές, πράγμα που συνέβαλε στη σταθεροποίηση του συστήματος συνολικότερα. Από το 2013 όμως το ιαπωνικό γεν υποχωρεί συστηματικά, δεδομένου ότι η κυβέρνηση Άμπε έχει διακηρυγμένη πολιτική ανόδου το πληθωρισμού σε μια προσπάθεια τόνωσης της εγχώριας ζήτησης. Το ευρώ επίσης παρουσιάζει τάσεις υποχώρησης εδώ και μήνες καθώς υπάρχει η προσδοκία από πλευράς χρηματοπιστωτικών αγορών ότι η ΕΚΤ θα υιοθετήσει νομισματική χαλάρωση. Κανείς δε γνωρίζει τι ακριβώς θα συμβεί με το κινεζικό γουάν το επόμενο διάστημα καθώς η χρήση του γίνεται ολοένα και ευρύτερη. Αν υπάρξει περίοδος πολέμου στις ισοτιμίες τα πράγματα θα γίνουν εξαιρετικά δύσκολα για μια παγκόσμια οικονομία που δεν έχει δυναμισμό.
Δεν είναι καθόλου περίεργο λοιπόν που οι συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές σταδιακά έχουν γίνει εξαιρετικά τεταμένες, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η διακηρυγμένη απόφαση της Φεντ να περιορίσει τη δημόσια ρευστότητα. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς θα αποκαλυφθεί εάν και όταν οι δραστηριότητες των ‘σκιωδών’ επενδυτών έρθουν στο φως. Παράλληλα, είναι βέβαιο ότι οι διατραπεζικές αγορές έχουν χάσει μεγάλο μέρος της ικανότητάς τους να γενούν ρευστότητα, αφού τόσον καιρό στηρίζονται στην κρατική. Στο κλίμα αυτό ήταν αρκετές ορισμένες προβληματικές ειδήσεις για την πορεία των μεγεθών της παγκόσμιας οικονομίας για να γενικευτεί η αστάθεια την προηγούμενη εβδομάδα, να επέλθει ραγδαία υποχώρηση των χρηματιστηρίων, να εκτοξευτεί η ‘μεταβλητότητα’ των αποδόσεων και να εξαπλωθεί φόβος.
Η επίμονη κρίση της Ευρωζώνης
Την πρωτοκαθεδρία στην αστάθεια είχε φυσικά η Ευρωζώνη, η οποία πλήττεται από την αποτυχία της νομισματικής ένωσης. Η κρίση της ΟΝΕ το 2010-12 αντιμετωπίστηκε μεταφέροντας το κόστος εξ ολοκλήρου στην περιφέρεια, επιβάλλοντας σκληρή λιτότητα και μειώνοντας το εργατικό κόστος. Τα δημοσιονομικά της περιφέρειας σταθεροποιήθηκαν με τεράστιο κόστος, καθώς η λιτότητα προκάλεσε βαθύτατη ύφεση και χειροτέρεψε το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ. Παράλληλα, κάτω από γερμανική πίεση η ΟΝΕ έγινε ακόμη πιο σκληρή στα θέματα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ απορρίφθηκε χωρίς συζήτηση η προοπτική ‘αμοιβαιοποίησης’ του δημόσιου χρέους. Η νομισματική ένωση έχει εξελιχθεί σε μια μέγγενη που φέρνει ασφυξία σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το τραγικό ήταν ότι η καταστροφή της περιφέρειας δεν έφερε τη λύση, παρά τα όσα φαντάζονταν τα σοφά μυαλά των Βρυξελλών και του Βερολίνου, γιατί η δομική δυσλειτουργία της Ευρωζώνης δεν προήλθε από τα προβληματικά δημόσια οικονομικά της περιφέρειας, αλλά από τη δεκαπενταετή καθήλωση των ονομαστικών μισθών στη Γερμανία. Οι καθηλωμένοι μισθοί έδωσαν ένα τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο γερμανικό κεφάλαιο μέσα στην Ευρωζώνη, εφόσον δεν υπήρχε η δυνατότητα υποτίμησης για τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας. Η Γερμανία σημείωσε ένα τεράστιο άλμα στο λόγο των εξαγωγών προς το ΑΕΠ: το 2013 έφτασε το 51%, ενώ της Κίνας ήταν μόλις 26%. Την ίδια χρονιά το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών ήταν $274δις - το μεγαλύτερο στον κόσμο - ενώ της Κίνας ήταν $183δις.
Ταυτόχρονα, η οικονομία της Γερμανίας είναι επισφαλής ακριβώς διότι η εμπορική της κυριαρχία στηρίζεται σε χαμηλούς μισθούς και όχι στις επενδύσεις, ή στην άνοδο της παραγωγικότητας. Η εγχώρια ζήτηση παραμένει εξαιρετικά ασθενής και η μόνη πηγή ανάπτυξης είναι οι εξαγωγές, για τις οποίες δεν υπάρχει φυσικά καμία βεβαιότητα. Κυριαρχώντας στην Ευρωζώνη η Γερμανία έχει μεταβληθεί σε νεομερκαντιλιστικό φρούριο που απορροφά ζήτηση από ολόκληρο τον κόσμο, καθώς η παγκόσμια οικονομία οδεύει προς τη στασιμότητα. Πραγματικά πρόκειται για μια πολιτική που οδηγεί στη χρεοκοπία του γείτονα, αφού πρώτα φέρει φτώχεια στον εγχώριο πληθυσμό.
Το γερμανικό εξαγωγικό κεφάλαιο και οι γερμανικές τράπεζες δεν έχουν φυσικά κανένα κίνητρο να αλλάξουν την πολιτική αυτή. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η γερμανική πολιτική δημιουργεί τεράστια προβλήματα στη Γαλλία και την Ιταλία, οικονομίες που πλέον έχουν μεγάλο ανταγωνιστικό έλλειμμα και πνίγονται μέσα στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα η γερμανική οικονομία οδεύει προς την ύφεση το 2014-15, καθώς η εγχώρια ζήτηση είναι πολύ αδύναμη. Εν ολίγοις, η κρίση της Ευρωζώνης έχει μετατραπεί σε σιγανή φωτιά που κατατρώει τις χώρες του πυρήνα.
Αξίζει να τονιστεί ότι, όσοι νομίζουν πως η λύση για την Ευρωζώνη μπορεί να βρεθεί με γαλλικό ή ιταλικό "αντάρτικο κατά της λιτότητας", καθώς για παράδειγμα η Γαλλία αρνήθηκε να φέρει το έλλειμμα της στο 3% του ΑΕΠ έως το 2015 αλλά θα το κάνει έως το 2017, απλώς δεν έχουν κατανοήσει τη φύση του προβλήματος. Λύση θα επέλθει μόνο αν η Γερμανία αλλάξει πολιτική μισθών και δημοσιονομικής ισορροπίας απαλείφοντας έτσι το δομικό κενό ανταγωνιστικότητας μέσα στην ΟΝΕ. Είναι προφανές ότι αυτό θα συμβεί μόνο μετά από βαθιά κοινωνική αλλαγή στη Γερμανία. Για την ώρα δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι είναι εφικτή.
Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο που η διάχυτη ένταση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές εκδηλώθηκε με έντονη δυσπιστία προς την Ευρωζώνη. Ειδικά την προηγούμενη εβδομάδα η μεταβλητότητα των ισπανικών και ιταλικών αποδόσεων στα ομόλογα εκτοξεύτηκε και οι τιμές μετοχών σημείωσαν κάθετη πτώση. Ταυτόχρονα σημειώθηκε στροφή των χρηματοπιστωτικών αγορών προς τα γερμανικά ομόλογα (αλλά και τα γαλλικά για τα οποία υπάρχει η αίσθηση ότι θα συνεχίσουν να αποπληρώνονται κανονικά) ως καταφύγιο ασφαλείας. Δεν υπήρξε βέβαια επιστροφή στις μέρες του 2010-12, αλλά έγινε φανερό ότι η Ευρωζώνη παραμένει η κύρια περιοχή αστάθειας στην παγκόσμια οικονομία. Την τιμητική της είχε και πάλι η Ελλάδα.
Δύσκολες επιλογές
Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων κατέδειξαν με ενάργεια το πνιγηρό αδιέξοδο που πλέον αντιμετωπίζει ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός της εποχής μας. Είναι απαραίτητο να ειπωθεί ότι αυτό που συνέβη ήταν απλώς ένας σπασμός που αποκάλυψε τη φύση της παγκόσμιας αστάθειας. Ακόμη και η άνοδος των ελληνικών επιτοκίων, τα οποία έφτασαν το 9%, δεν είχε καμία σχέση με το 2010-12 όταν τα επιτόκια ξεπερνούσαν το 30%. Η κατάσταση πιθανώς θα σταθεροποιηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα κυρίως γιατί οι κεντρικές τράπεζες θα δράσουν καθησυχαστικά όσον αφορά τις επικείμενες αυξήσεις των επιτοκίων. Αλλά οι οιωνοί είναι σαφείς: οι πιέσεις εντός της παγκόσμιας οικονομίας πλησιάζουν το σημείο έκρηξης, η προοπτική χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι πραγματική και η Ευρωζώνη κινδυνεύει να βρεθεί στο επίκεντρό της.
Στο πλαίσιο αυτό τα περιθώρια παρέμβασης του αμερικανικού δημοσίου είναι πλέον πολύ περιορισμένα. Η νομισματική πολιτική έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της, καθώς ο ισολογισμός της Φεντ έχει ήδη γιγαντωθεί, ενώ τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια για πέντε χρόνια δεν κατάφεραν να οδηγήσουν σε επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Σε περίπτωση κρίσης είναι πιθανό ότι θα τεθεί ευθέως θέμα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και γενικευμένης κρατικής παρέμβασης στις υποδομές και στην παραγωγή. Είναι επίσης πιθανό ότι θα τεθεί ξανά θέμα δομικού ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τέτοιες δράσεις θα φέρουν αναπόφευκτα μεγάλες κοινωνικές εντάσεις θέτοντας σε αμφισβήτηση την πορεία της χρηματιστικοποίησης και άρα η υιοθέτησή τους δεν θα είναι καθόλου απλή υπόθεση.
Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Από τεχνικής πλευράς, τα περιθώρια παρέμβασης της ΕΚΤ είναι τεράστια κυρίως γιατί ο κ. Ντράγκι, παρά τα όσα πιστεύονται, έχει σημαντικά περιορίσει την παροχή ρευστότητας από το 2012 και μετά, όπως μπορούν να πιστοποιήσουν και οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες δανείζονται με όλο και λιγότερη ρευστότητα από το Ευρωσύστημα. Η σταθεροποίηση που επέφερε ο κ. Ντράγκι με το περίφημο "θα κάνω ό,τι χρειαστεί" του 2012 οφειλόταν καθαρά στην απειλή που εμπεριείχε για τους κερδοσκόπους. Η ΕΚΤ μπορεί δυνάμει να αγοράσει πολύ μεγάλες ποσότητες ομολόγων, αλλά η δράση της περιορίζεται από το καταστατικό της, το οποίο και αντανακλά τη βασική λογική της ΟΝΕ.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν παρέμβει μαζικά στις δευτερογενείς αγορές ο κ. Ντράγκι, όπως δεσμεύτηκε ότι θα κάνει μετά το 2012, αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρη νομική βάση για τέτοια παρέμβαση, θα πρέπει να "αποστειρώσει" τις δράσεις του απορροφώντας άλλα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Η προοπτική δε ότι θα παρέμβει εκτενώς στις πρωτογενείς αγορές σε μια προσπάθεια δημιουργίας ρευστότητας (ποσοτικής χαλάρωσης) αντίστοιχης της Φεντ, ελάχιστα πείθει δεδομένης της απόλυτα αρνητικής στάσης της Γερμανίας. Αλλά και αυτό αν γίνει, το θεμελιώδες πρόβλημα της ΟΝΕ δεν θα έχει λυθεί, όπως ήδη αναλύθηκε παραπάνω.
Αξίζει να τονιστεί ότι όσοι (κυρίως στην Αριστερά, αλλά και στο Κέντρο και στη Δεξιά) νομίζουν ότι είναι απλώς θέμα χρόνου να γίνει αντιληπτή η "αδήριτη ανάγκη" της νομισματικής επέκτασης από πλευράς ΕΚΤ και της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής δεν εκτιμούν ορθά τη φύση της ΟΝΕ. Η υποτιθέμενη "ανάγκη" μπορεί να είναι μεγάλη, αλλά ακόμη μεγαλύτεροι είναι οι περιορισμοί που θέτει η ΟΝΕ απαγορεύοντας την ανάληψη του χρέους μιας χώρας από άλλη. Το ευρώ δεν είναι ένας απλός μανδύας πάνω στο σώμα της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως πολλοί αρέσκονται να πιστεύουν, αλλά ένας πραγματικός περιορισμός για τα κράτη-μέλη. Η δε ΟΝΕ είναι μια διακρατική συμφωνία 17 ανεξάρτητων κρατών και όχι ένα βήμα προς το σχηματισμό ενιαίου "ευρωπαϊκού" κράτους. Είναι πιθανότερο η ΟΝΕ να διαρραγεί παρά να υπάρξει γενικευμένη νομισματική και δημοσιονομική χαλάρωση που θα επέβαλλε στη Γερμανία να επωμισθεί το κόστος των αποφάσεων άλλων χωρών.
Τις συνέπειες για τη χώρα που μας ενδιαφέρουν άμεσα, ιδιαίτερα σε μία στιγμή που φαίνεται να οδεύει προς μεγάλη πολιτική αλλαγή, θα τις εξετάσουμε τις επόμενες μέρες.
από Costas Lapavitsas
Η παγκόσμια αναταραχή έχει τις ρίζες της στη δομική κρίση του 2007-9, η οποία αντιμετωπίστηκε με κρατική παρέμβαση, χωρίς όμως να επέλθει και οριστική επίλυση των προβλημάτων που τη γέννησαν. Το κράτος παρενέβη κυρίως με άφθονη παροχή ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες – με πρώτη την αμερικανική Φεντ – αλλά και με ενέσεις κεφαλαίου στο τραπεζικό σύστημα. Προς το τέλος του 2009 οι αγορές είχαν σταθεροποιηθεί, αλλά κίνδυνος παρέμενε τόσο έντονος ώστε η αμερικανική κυβέρνηση - στην οποία φυσιολογικά έπεσε ο κλήρος να κρατήσει την παγκόσμια οικονομία όρθια - αναγκάστηκε να συνεχίσει την παροχή ρευστότητας σε τεράστιες ποσότητες, κρατώντας παράλληλα τα δημόσια επιτόκια συνεχώς κοντά στο 0%.
Το Μάιο του 2013 η Φεντ έκανε την πρώτη δειλή ανακοίνωση ότι σταδιακά θα περιορίσει τη ρευστότητα και άρα κάποια στιγμή τα επιτόκια θα αρχίσουν να κινούνται ανοδικά. Στους δεκαοκτώ μήνες που πέρασαν από τότε αυξήθηκε βαθμιαία η ένταση στις αγορές, αλλά παράλληλα συνεχίστηκε η κερδοσκοπική αξιοποίηση της φθηνής ρευστότητας. Φάνηκε δηλαδή για μια ακόμη φορά πόσο βαθιά είναι η παθογένεια και το αδιέξοδο του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού της εποχής μας. Η αναταραχή της προηγούμενης εβδομάδας έδωσε τα πρώτα σημάδια της επόμενης κρίσης που πιθανόν να αντιμετωπίσει η παγκόσμια οικονομία και η οποία έχει δύο βασικές αιτίες.
Η πρώτη είναι ότι στα πέντε χρόνια από το 2009 και μετά, η καρδιά της παγκόσμιας οικονομίας – ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία – δεν έχει δείξει απολύτως κανέναν αναπτυξιακό δυναμισμό. Η κερδοφορία του κεφαλαίου ανέκαμψε, καθώς οι πραγματικοί μισθοί δέχτηκαν εντονότατες πιέσεις προς τα κάτω, αλλά ο πυρήνας του ώριμου καπιταλισμού παρέμεινε ουσιαστικά σε στασιμότητα. Ακόμη και οι πλέον βαρύγδουποι εκφραστές της επίσημης οικονομικής σκέψης στις ΗΠΑ άρχισαν να μιλούν για μια ‘νέα κανονικότητα’ που θα είναι η έλλειψη ανάπτυξης. Τα αποτελέσματά της θα είναι φυσικά η αδυναμία της απασχόλησης, τα χαμηλά εισοδήματα, η συνεχιζόμενη φθορά των βασικών υποδομών, η περαιτέρω υποχώρηση του κράτους πρόνοιας και η διευρυνόμενη ανισότητα. Η ροπή προς τη στασιμότητα βρίσκεται πίσω και από την τάση αποπληθωρισμού – που παίρνει ήδη τη μορφή πτώσης των τιμών – εξέλιξη που έχει ιστορικά αποδειχθεί καταστρεπτική για την καπιταλιστική οικονομία. Αν προσθέσουμε και τον πολιτικό αυταρχισμό που γίνεται ολοένα και εντονότερος, η εικόνα η οποία αναδύεται είναι τρομακτική.
Η μόνη πηγή δυναμισμού στην παγκόσμια οικονομία κατά το διάστημα αυτό ήταν οι αναπτυσσόμενες χώρες και κυρίως η Κίνα, όπου η ανάπτυξη συνέχισε να σημειώνει υψηλούς ρυθμούς. Η Κίνα λειτούργησε και ως μεγάλη αγορά για τα προϊόντα μιας σειράς αναπτυσσομένων χωρών, όπως η Βραζιλία και χώρες της Αφρικής. Όμως, η υποχώρηση του κινεζικού ρυθμού ανάπτυξης από το 10,5% το 2010 στο 7,5% το 2014 και ίσως στο 7% του 2015 σηματοδοτεί μια μεγάλη αλλαγή: οι ρυθμοί ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες υποχώρησαν έντονα το 2013-14 και αν το επόμενο διάστημα παρουσιάσουν στασιμότητα και οι αναπτυσσόμενες χώρες, τότε η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να οδηγείται σε ένα τέλμα χωρίς προηγούμενο.
Η δεύτερη αιτία είναι ότι τα πέντε αυτά χρόνια από το 2009 και μετά η χρηματιστικοποίηση συνεχίστηκε και εντάθηκε απορροφώντας πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Ο κυριότερος μοχλός χρηματιστικοποίησης ήταν η παροχή άφθονης κρατικής ρευστότητας, η οποία ξεπέρασε τα $7τρις σε ολόκληρο τον κόσμο υπό την καθοδήγηση της Φεντ, της οποίας ο ισολογισμός έφτασε αισίως τα $4,5τρις. Στην ουσία οι κεντρικές τράπεζες απορρόφησαν τις διατραπεζικές αγορές και αφαίρεσαν το παραδοσιακό περιεχόμενο από τις εμπορικές διατραπεζικές πράξεις ρευστότητας. Για τις τράπεζες και τις υπόλοιπες χρηματοπιστωτικές εταιρείες η πηγή ρευστότητας έγινε μία, αστείρευτη και πάμφθηνη: η κεντρική τράπεζα βασισμένη στη δημόσια πίστη.
Το αποτέλεσμα ήταν, αφ’ ενός, να συσσωρευτούν τεράστια ποσά ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που δεν κατέληγαν στην πραγματική οικονομία, η οποία δεν έδειχνε κανέναν δυναμισμό. Τα ποσά αυτά, αφ’ ετέρου, ενίσχυσαν την αφανή πλευρά του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τις λεγόμενες ‘σκιώδεις’ τράπεζες που είναι ισχυρότατες στις ΗΠΑ, αλλά και πλήθος από χετζ φαντς και άλλους ‘επενδυτές’ τέτοιου τύπου. Το φθηνό κρατικό χρήμα και τα χαμηλά επιτόκια ώθησαν τον συρφετό αυτόν σε αναζήτηση υψηλών αποδόσεων παγκοσμίως, με ιδιαίτερη έμφαση στις αναπτυσσόμενες χώρες που φαίνονταν να έχουν κάποιον δυναμισμό. Η εισροή κεφαλαίων επέτεινε τη χρηματιστικοποίηση των αναπτυσσομένων χωρών δημιουργώντας φαινόμενα υπερεπέκτασης του δανεισμού σε πολλές απ’ αυτές. Η πρόσφατη Μελέτη της Γενεύης για το 2014 δείχνει ότι το συνολικό παγκόσμιο χρέος των μη-χρηματοπιστωτικών εταιρειών διογκώθηκε από περίπου 195% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2009 σε περίπου 215% το 2013.
Ο συνδυασμός προϊούσας στασιμότητας και διευρυνόμενου χρέους είναι δυνάμει εκρηκτικός και αποτελεί την κύρια πηγή κρίσης για την παγκόσμια οικονομία.
Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη η εμφάνιση τάσεων ανταγωνισμού στις διεθνείς ισοτιμίες.Τα χρόνια μετά την κρίση οι κεντρικές ισοτιμίες της παγκόσμιας αγοράς παρέμειναν σχετικά σταθερές, πράγμα που συνέβαλε στη σταθεροποίηση του συστήματος συνολικότερα. Από το 2013 όμως το ιαπωνικό γεν υποχωρεί συστηματικά, δεδομένου ότι η κυβέρνηση Άμπε έχει διακηρυγμένη πολιτική ανόδου το πληθωρισμού σε μια προσπάθεια τόνωσης της εγχώριας ζήτησης. Το ευρώ επίσης παρουσιάζει τάσεις υποχώρησης εδώ και μήνες καθώς υπάρχει η προσδοκία από πλευράς χρηματοπιστωτικών αγορών ότι η ΕΚΤ θα υιοθετήσει νομισματική χαλάρωση. Κανείς δε γνωρίζει τι ακριβώς θα συμβεί με το κινεζικό γουάν το επόμενο διάστημα καθώς η χρήση του γίνεται ολοένα και ευρύτερη. Αν υπάρξει περίοδος πολέμου στις ισοτιμίες τα πράγματα θα γίνουν εξαιρετικά δύσκολα για μια παγκόσμια οικονομία που δεν έχει δυναμισμό.
Δεν είναι καθόλου περίεργο λοιπόν που οι συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές σταδιακά έχουν γίνει εξαιρετικά τεταμένες, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η διακηρυγμένη απόφαση της Φεντ να περιορίσει τη δημόσια ρευστότητα. Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς θα αποκαλυφθεί εάν και όταν οι δραστηριότητες των ‘σκιωδών’ επενδυτών έρθουν στο φως. Παράλληλα, είναι βέβαιο ότι οι διατραπεζικές αγορές έχουν χάσει μεγάλο μέρος της ικανότητάς τους να γενούν ρευστότητα, αφού τόσον καιρό στηρίζονται στην κρατική. Στο κλίμα αυτό ήταν αρκετές ορισμένες προβληματικές ειδήσεις για την πορεία των μεγεθών της παγκόσμιας οικονομίας για να γενικευτεί η αστάθεια την προηγούμενη εβδομάδα, να επέλθει ραγδαία υποχώρηση των χρηματιστηρίων, να εκτοξευτεί η ‘μεταβλητότητα’ των αποδόσεων και να εξαπλωθεί φόβος.
Η επίμονη κρίση της Ευρωζώνης
Την πρωτοκαθεδρία στην αστάθεια είχε φυσικά η Ευρωζώνη, η οποία πλήττεται από την αποτυχία της νομισματικής ένωσης. Η κρίση της ΟΝΕ το 2010-12 αντιμετωπίστηκε μεταφέροντας το κόστος εξ ολοκλήρου στην περιφέρεια, επιβάλλοντας σκληρή λιτότητα και μειώνοντας το εργατικό κόστος. Τα δημοσιονομικά της περιφέρειας σταθεροποιήθηκαν με τεράστιο κόστος, καθώς η λιτότητα προκάλεσε βαθύτατη ύφεση και χειροτέρεψε το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ. Παράλληλα, κάτω από γερμανική πίεση η ΟΝΕ έγινε ακόμη πιο σκληρή στα θέματα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ απορρίφθηκε χωρίς συζήτηση η προοπτική ‘αμοιβαιοποίησης’ του δημόσιου χρέους. Η νομισματική ένωση έχει εξελιχθεί σε μια μέγγενη που φέρνει ασφυξία σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το τραγικό ήταν ότι η καταστροφή της περιφέρειας δεν έφερε τη λύση, παρά τα όσα φαντάζονταν τα σοφά μυαλά των Βρυξελλών και του Βερολίνου, γιατί η δομική δυσλειτουργία της Ευρωζώνης δεν προήλθε από τα προβληματικά δημόσια οικονομικά της περιφέρειας, αλλά από τη δεκαπενταετή καθήλωση των ονομαστικών μισθών στη Γερμανία. Οι καθηλωμένοι μισθοί έδωσαν ένα τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο γερμανικό κεφάλαιο μέσα στην Ευρωζώνη, εφόσον δεν υπήρχε η δυνατότητα υποτίμησης για τους κύριους εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας. Η Γερμανία σημείωσε ένα τεράστιο άλμα στο λόγο των εξαγωγών προς το ΑΕΠ: το 2013 έφτασε το 51%, ενώ της Κίνας ήταν μόλις 26%. Την ίδια χρονιά το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών ήταν $274δις - το μεγαλύτερο στον κόσμο - ενώ της Κίνας ήταν $183δις.
Ταυτόχρονα, η οικονομία της Γερμανίας είναι επισφαλής ακριβώς διότι η εμπορική της κυριαρχία στηρίζεται σε χαμηλούς μισθούς και όχι στις επενδύσεις, ή στην άνοδο της παραγωγικότητας. Η εγχώρια ζήτηση παραμένει εξαιρετικά ασθενής και η μόνη πηγή ανάπτυξης είναι οι εξαγωγές, για τις οποίες δεν υπάρχει φυσικά καμία βεβαιότητα. Κυριαρχώντας στην Ευρωζώνη η Γερμανία έχει μεταβληθεί σε νεομερκαντιλιστικό φρούριο που απορροφά ζήτηση από ολόκληρο τον κόσμο, καθώς η παγκόσμια οικονομία οδεύει προς τη στασιμότητα. Πραγματικά πρόκειται για μια πολιτική που οδηγεί στη χρεοκοπία του γείτονα, αφού πρώτα φέρει φτώχεια στον εγχώριο πληθυσμό.
Το γερμανικό εξαγωγικό κεφάλαιο και οι γερμανικές τράπεζες δεν έχουν φυσικά κανένα κίνητρο να αλλάξουν την πολιτική αυτή. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η γερμανική πολιτική δημιουργεί τεράστια προβλήματα στη Γαλλία και την Ιταλία, οικονομίες που πλέον έχουν μεγάλο ανταγωνιστικό έλλειμμα και πνίγονται μέσα στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα η γερμανική οικονομία οδεύει προς την ύφεση το 2014-15, καθώς η εγχώρια ζήτηση είναι πολύ αδύναμη. Εν ολίγοις, η κρίση της Ευρωζώνης έχει μετατραπεί σε σιγανή φωτιά που κατατρώει τις χώρες του πυρήνα.
Αξίζει να τονιστεί ότι, όσοι νομίζουν πως η λύση για την Ευρωζώνη μπορεί να βρεθεί με γαλλικό ή ιταλικό "αντάρτικο κατά της λιτότητας", καθώς για παράδειγμα η Γαλλία αρνήθηκε να φέρει το έλλειμμα της στο 3% του ΑΕΠ έως το 2015 αλλά θα το κάνει έως το 2017, απλώς δεν έχουν κατανοήσει τη φύση του προβλήματος. Λύση θα επέλθει μόνο αν η Γερμανία αλλάξει πολιτική μισθών και δημοσιονομικής ισορροπίας απαλείφοντας έτσι το δομικό κενό ανταγωνιστικότητας μέσα στην ΟΝΕ. Είναι προφανές ότι αυτό θα συμβεί μόνο μετά από βαθιά κοινωνική αλλαγή στη Γερμανία. Για την ώρα δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι είναι εφικτή.
Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι καθόλου παράδοξο που η διάχυτη ένταση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές εκδηλώθηκε με έντονη δυσπιστία προς την Ευρωζώνη. Ειδικά την προηγούμενη εβδομάδα η μεταβλητότητα των ισπανικών και ιταλικών αποδόσεων στα ομόλογα εκτοξεύτηκε και οι τιμές μετοχών σημείωσαν κάθετη πτώση. Ταυτόχρονα σημειώθηκε στροφή των χρηματοπιστωτικών αγορών προς τα γερμανικά ομόλογα (αλλά και τα γαλλικά για τα οποία υπάρχει η αίσθηση ότι θα συνεχίσουν να αποπληρώνονται κανονικά) ως καταφύγιο ασφαλείας. Δεν υπήρξε βέβαια επιστροφή στις μέρες του 2010-12, αλλά έγινε φανερό ότι η Ευρωζώνη παραμένει η κύρια περιοχή αστάθειας στην παγκόσμια οικονομία. Την τιμητική της είχε και πάλι η Ελλάδα.
Δύσκολες επιλογές
Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων κατέδειξαν με ενάργεια το πνιγηρό αδιέξοδο που πλέον αντιμετωπίζει ο χρηματιστικοποιημένος καπιταλισμός της εποχής μας. Είναι απαραίτητο να ειπωθεί ότι αυτό που συνέβη ήταν απλώς ένας σπασμός που αποκάλυψε τη φύση της παγκόσμιας αστάθειας. Ακόμη και η άνοδος των ελληνικών επιτοκίων, τα οποία έφτασαν το 9%, δεν είχε καμία σχέση με το 2010-12 όταν τα επιτόκια ξεπερνούσαν το 30%. Η κατάσταση πιθανώς θα σταθεροποιηθεί το αμέσως επόμενο διάστημα κυρίως γιατί οι κεντρικές τράπεζες θα δράσουν καθησυχαστικά όσον αφορά τις επικείμενες αυξήσεις των επιτοκίων. Αλλά οι οιωνοί είναι σαφείς: οι πιέσεις εντός της παγκόσμιας οικονομίας πλησιάζουν το σημείο έκρηξης, η προοπτική χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι πραγματική και η Ευρωζώνη κινδυνεύει να βρεθεί στο επίκεντρό της.
Στο πλαίσιο αυτό τα περιθώρια παρέμβασης του αμερικανικού δημοσίου είναι πλέον πολύ περιορισμένα. Η νομισματική πολιτική έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της, καθώς ο ισολογισμός της Φεντ έχει ήδη γιγαντωθεί, ενώ τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια για πέντε χρόνια δεν κατάφεραν να οδηγήσουν σε επανεκκίνηση της ανάπτυξης. Σε περίπτωση κρίσης είναι πιθανό ότι θα τεθεί ευθέως θέμα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και γενικευμένης κρατικής παρέμβασης στις υποδομές και στην παραγωγή. Είναι επίσης πιθανό ότι θα τεθεί ξανά θέμα δομικού ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Τέτοιες δράσεις θα φέρουν αναπόφευκτα μεγάλες κοινωνικές εντάσεις θέτοντας σε αμφισβήτηση την πορεία της χρηματιστικοποίησης και άρα η υιοθέτησή τους δεν θα είναι καθόλου απλή υπόθεση.
Στην Ευρώπη τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Από τεχνικής πλευράς, τα περιθώρια παρέμβασης της ΕΚΤ είναι τεράστια κυρίως γιατί ο κ. Ντράγκι, παρά τα όσα πιστεύονται, έχει σημαντικά περιορίσει την παροχή ρευστότητας από το 2012 και μετά, όπως μπορούν να πιστοποιήσουν και οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες δανείζονται με όλο και λιγότερη ρευστότητα από το Ευρωσύστημα. Η σταθεροποίηση που επέφερε ο κ. Ντράγκι με το περίφημο "θα κάνω ό,τι χρειαστεί" του 2012 οφειλόταν καθαρά στην απειλή που εμπεριείχε για τους κερδοσκόπους. Η ΕΚΤ μπορεί δυνάμει να αγοράσει πολύ μεγάλες ποσότητες ομολόγων, αλλά η δράση της περιορίζεται από το καταστατικό της, το οποίο και αντανακλά τη βασική λογική της ΟΝΕ.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν παρέμβει μαζικά στις δευτερογενείς αγορές ο κ. Ντράγκι, όπως δεσμεύτηκε ότι θα κάνει μετά το 2012, αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρη νομική βάση για τέτοια παρέμβαση, θα πρέπει να "αποστειρώσει" τις δράσεις του απορροφώντας άλλα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Η προοπτική δε ότι θα παρέμβει εκτενώς στις πρωτογενείς αγορές σε μια προσπάθεια δημιουργίας ρευστότητας (ποσοτικής χαλάρωσης) αντίστοιχης της Φεντ, ελάχιστα πείθει δεδομένης της απόλυτα αρνητικής στάσης της Γερμανίας. Αλλά και αυτό αν γίνει, το θεμελιώδες πρόβλημα της ΟΝΕ δεν θα έχει λυθεί, όπως ήδη αναλύθηκε παραπάνω.
Αξίζει να τονιστεί ότι όσοι (κυρίως στην Αριστερά, αλλά και στο Κέντρο και στη Δεξιά) νομίζουν ότι είναι απλώς θέμα χρόνου να γίνει αντιληπτή η "αδήριτη ανάγκη" της νομισματικής επέκτασης από πλευράς ΕΚΤ και της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής δεν εκτιμούν ορθά τη φύση της ΟΝΕ. Η υποτιθέμενη "ανάγκη" μπορεί να είναι μεγάλη, αλλά ακόμη μεγαλύτεροι είναι οι περιορισμοί που θέτει η ΟΝΕ απαγορεύοντας την ανάληψη του χρέους μιας χώρας από άλλη. Το ευρώ δεν είναι ένας απλός μανδύας πάνω στο σώμα της ευρωπαϊκής οικονομίας, όπως πολλοί αρέσκονται να πιστεύουν, αλλά ένας πραγματικός περιορισμός για τα κράτη-μέλη. Η δε ΟΝΕ είναι μια διακρατική συμφωνία 17 ανεξάρτητων κρατών και όχι ένα βήμα προς το σχηματισμό ενιαίου "ευρωπαϊκού" κράτους. Είναι πιθανότερο η ΟΝΕ να διαρραγεί παρά να υπάρξει γενικευμένη νομισματική και δημοσιονομική χαλάρωση που θα επέβαλλε στη Γερμανία να επωμισθεί το κόστος των αποφάσεων άλλων χωρών.
Τις συνέπειες για τη χώρα που μας ενδιαφέρουν άμεσα, ιδιαίτερα σε μία στιγμή που φαίνεται να οδεύει προς μεγάλη πολιτική αλλαγή, θα τις εξετάσουμε τις επόμενες μέρες.
από Costas Lapavitsas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου