Γιώργου Βάμβουκα
ΜΕΡΟΣ Γ’
Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μας, είδαμε ότι ο Βενιζέλος με ταπεινότητα και βάζοντας υπεράνω όλων το καλό της πατρίδας, δεχόταν να συμμετάσχει σε Οικουμενική Κυβέρνηση ως απλό μέλος. Ο Βενιζέλος, προτείνοντας τη συγκρότηση Οικουμενικής Κυβέρνησης ή Κυβέρνησης Εθνικού Συνασπισμού, επεσήμανε την αναγκαιότητα, η Ελλάδα να φανεί συνεπής στο μέλλον στις δαπάνες εξυπηρέτησης του εξωτερικού της χρέους. Ακράδαντα πίστευε στις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδος και την επίλυση των οικονομικών της προβλημάτων, στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις. Αναγκαία και βασική προϋπόθεση, για την αξιοποίηση των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων και την υλοποίηση του έργου της οικονομικής ανασυγκροτήσεως, είναι η ομόνοια στον ελληνικό λαό και η πολιτική σταθερότητα.
Δυστυχώς, η πορεία των γεγονότων τον διέψευσαν. Ο αρχηγός του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, Παναγής Τσαλδάρης (1868-1936) τορπίλισε την προσπάθεια σχηματισμού Οικουμενικής Κυβέρνησης για τη σωτηρία της χώρας. Σε συνθήκες σφοδρότατων πολιτικών αντιπαραθέσεων, κλιμακούμενης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, προπαγάνδας από διάφορα αυλικά-στρατιωτικά κέντρα περί επερχόμενου κομμουνιστικού κινδύνου, διχασμένο το λαό και διογκούμενης της θύελλας της εγχώριας οικονομικής ύφεσης, η χρεοκοπία της χώρας ήταν νομοτελειακό γεγονός. Η Ελλάδα αφέθηκε στη μοίρα της από τις προστάτιδες δυνάμεις και τους παραδοσιακούς ξένους πιστωτές, με ολέθρια συνέπεια να υποχρεωθεί να κηρύξει πτώχευση στις 16 Απριλίου του 1932.
Με την πτώχευση του Απριλίου 1932, η χώρα μας εγκατέλειψε το νομισματικό σύστημα του κανόνα χρυσού. Υπουργός Οικονομικών ανέλαβε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος. Σε κλίμα δριμύτατων κομματικών διενέξεων και τρομακτικής επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, ο Βενιζέλος έχασε στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 και της 5ης Μαρτίου 1933, κλείνοντας έτσι τον πολυκύμαντο κύκλο του στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος. Ο μεγαλύτερος Εθνάρχης του νεώτερου ελληνικού κράτους πέρασε πλέον στο πάνθεον των αθανάτων. Ωστόσο, η τέταρτη πτώχευση της Ελλάδος υπήρξε το λίπασμα, που έθρεψε και έφερε το ναζιστικό κόμμα του Ιωάννη Μεταξά (1871-1941) στην κυβερνητική εξουσία. Οι εντονότατες πολιτικές αντιπαλότητες, η όξυνση του εθνικού διχασμού, η αδυναμία του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, να συγκροτήσει ικανές κυβερνήσεις που να επιλύσουν τα τεράστια οικονομικά προβλήματα του τόπου, η δημαγωγία κατά του κομμουνιστικού κινδύνου, το φιλοβασιλικό πραξικόπημα του 1935, η επαναφορά του θεσμού της Βασιλείας μέσω δημοψηφίσματος και οι συχνές εναλλαγές ανίκανων κυβερνήσεων στην εξουσία, υπήρξαν τα πρωταρχικά αίτια της εγκαθίδρυσης φασιστικού καθεστώτος στη χώρα.
Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο πρωθυπουργός της δικτατορικής κυβέρνησης της περιόδου 1936-1940, σε άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή (15.1.1934) θα ισχυριστεί: «...Εάν αφήσωμεν τα πράγματα ως έχουν με την μοιραίαν αυτών φοράν, ο κοινοβουλευτισμός όπως κατάντησε θα μας αγάγη εις τας αγκάλας του κομμουνισμού...Συνεπώς δι’ ημάς τους Έλληνας το πρόβλημα δεν είνε πως θα μείνωμεν εις τον κοινοβουλευτισμόν, αλλά δια ποίας θύρας θα εξέλθωμεν εξ αυτού. Δια της θύρας του κομμουνισμού ή δια της θύρας του εθνικού κράτους: Ας εκλέξωμεν». Στις 4 Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς και οι ομοϊδεάτες του, εκμεταλλευόμενοι την διογκούμενη εσωτερική οικονομική- πολιτική κρίση και με τη σιωπηλή στήριξη της ανακτορικής αυλής, επέβαλαν δικτατορικό καθεστώς στη χώρα.
Μετά την πτώχευση του 1932, η Ελλάδα έβαλε χρεοστάσιο. Ουσιαστικά και τυπικά, ανεστάλησαν οι δαπάνες τοκοχρεολυσίων, για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Παρ’ ότι η Ελλάδα μετά το 1932 έκανε στάση πληρωμών, αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, συνέχισαν να εισρέουν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Τυπικά, το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1940, με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και την είσοδό μας στη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το εξωτερικό χρέος ήταν όσο και το 1932, δηλαδή 515 εκατ. δολάρια. Μετά τη λήξη του πολέμου, η χώρα μας την περίοδο 1945-1950 έλαβε δωρεάν οικονομική βοήθεια τουλάχιστον δύο δις δολαρίων (Σχέδιο Μάρσαλ, κ.λπ.), με συνέπεια το 1950 το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας να είναι μηδέν δολάρια. Σήμερα εν έτη 2015, το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας προσεγγίζει τα 600 δις δολάρια. Γιατί όμως το εξωτερικό χρέος της χώρας από μηδέν δολάρια το 1950 εκτοξεύτηκε σχεδόν σε 600 δις δολάρια το 2015; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής μας εμπεριστατωμένης και διεισδυτικής ανάλυσης.
Oταν ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, διαβεβαίωνε τον ελληνικό λαό ότι η εθνική οικονομία είναι θωρακισμένη και η Ελλάδα θα βγει τελικά αλώβητη από τον παγκόσμιο οικονομικό τυφώνα, ο ευφυέστατος οικονομολόγος Ανδρέας Ανδρεάδης (1876-1935), καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στο αντικείμενο των Δημοσίων Οικονομικών, είχε τελείως διαφορετική άποψη.
Ο Ανδρεάδης θεωρούσε ότι οι διαρθρωτικές ασθένειες της ελληνικής οικονομίας και του πολιτικού συστήματος, όπως οι πελατειακές σχέσεις του πολιτικού συστήματος (ρουσφέτι), η ελεφαντίαση του κρατικού μηχανισμού με τη δημιουργία άχρηστων δημόσιων οργανισμών, οι τεράστιες κρατικές δαπάνες, τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το λαθρεμπόριο, η φαυλοκρατία, κ.λπ., καθιστούσαν την ελληνική οικονομία τρωτή και ανυπεράσπιστη στο επερχόμενο παλιρροιακό κύμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Για τον Ανδρεάδη, οι αρρώστιες αυτές ήταν η κακιά κληρονομιά του παρελθόντος, καθώς υπήρξαν οι βασικοί αιτιώδεις παράγοντες που προκάλεσαν τις τρεις πτωχεύσεις του νεοελληνικού κράτους κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Οι συγκεκριμένες ασθένειες αποτέλεσαν τα κύρια αίτια, που εκτόξευσαν τα κρατικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος σε εξωπραγματικά επίπεδα, εξαναγκάζοντας την Ελλάδα σε τέταρτη ταπεινωτική πτώχευση τον Απρίλιο του 1932. Εκτός του Ανδρέα Ανδρεάδη, αξιόλογοι οικονομολόγοι της εποχής εκείνης, όπως οι Κυριάκος Βαρβαρέσος (1884-1957), Δημήτριος Μάξιμος (1873-1955), Ξενοφών Ζολώτας (1904-2004), κ.ά., υποστήριζαν την άμεση εγκατάλειψη της Ελλάδος του νομισματικού συστήματος του κανόνα χρυσού και την υιοθέτηση του μηχανισμού των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ορισμένοι εκ των οικονομολόγων αυτών σαν τον Δημήτριο Μάξιμο, ισχυρίζονταν ότι λόγω των υπέρμετρων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του υπερβολικού εξωτερικού χρέους, η Ελλάδα θα έπρεπε να προχωρήσει σε στάση πληρωμών, δηλαδή να κηρύξει πτώχευση των δημοσίων οικονομικών της. Ο παραλληλισμός με το σήμερα είναι λίαν διδακτικός, όπου αρκετοί έλληνες οικονομολόγοι και πολιτικοί επιθυμούν την πτώχευση της Ελλάδας, την οριστική ρήξη με τους πιστωτές, τη στάση πληρωμών, την έξοδο από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή.
Ο Βενιζέλος από το καλοκαίρι του 1931 έως τις αρχές Απριλίου, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να χαλιναγωγήσει την οικονομική κρίση και η Ελλάδα να αποφύγει τη χρεοκοπία. Τον Ιανουάριο του 1932 ζήτησε από τις προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, κ.ά.), τη χορήγηση δανείου στη χώρα μας αξίας 50.000.000 δολαρίων, με πενταετή αναστολή καταβολής των τοκοχρεολυσίων για την εξυπηρέτησή του. Οι προστάτιδες δυνάμεις δεν έκαναν αποδεκτά τα αιτήματα του Βενιζέλου. Η κατεύθυνση της Ελλάδος προς τον γκρεμό της τέταρτης χρεοκοπίας ήταν αναπότρεπτη. Οι οξύτατες διενέξεις των πολιτικών κομμάτων και ιδίως των Φιλελευθέρων με το Λαϊκό, σε συνδυασμό με το ταξικό μίσος και τη διχόνοια, που είχε αφήσει στην ελληνική κοινωνία ο εθνικός διχασμός, επιτάχυναν την πτώχευση της Ελλάδος. Προσέξτε το αντλούμενο δίδαγμα της ιστορίας. Στη θέση του Βενιζέλου βρέθηκε ο Σαμαράς και παράλληλα βρίσκεται σήμερα ο Τσίπρας. Η προηγούμενη μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά ικέτευε την τρόικα, η αποπληρωμή των χρεολυσίων να μεταφερθεί στο μέλλον. Παρομοίως, η σημερινή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα, παρακαλάει τους πιστωτές να αποπληρώσουμε λήγοντα δάνεια σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Δυστυχώς, οι ξένοι πιστωτές δυσπιστούν και δεν μας κάνουν εύκολα τα χατίρια.
Στις 20 Μαρτίου 1932, ο Βενιζέλος σε δραματικό διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό θα πει: «Η Ελλάς...οδηγείται εις καταστροφήν. Το κράτος θ’ αποκηρύξη τας υποχρεώσεις του. Τα φιλανθρωπικά μας ιδρύματα θα χάσουν τας περιουσίας των....Η παγκόσμιος κρίσις δεν ημπορούσε να μας αφήση αθίκτους μέχρι τέλους....Η παγκόσμιος κρίσις.....κατέστησεν όλως διόλου προβληματικήν την συνέχισιν της δι’ εξωτερικών δανείων χρηματοδοτήσεως των παραγωγικών έργων και επέτεινε κατ’ αναγκαίαν συνέπειαν και την νομισματικήν μας κρίσιν....Αλλά και αν μας λείψη η εξωτερική επικουρία δεν υπάρχει φόβος να καταστραφώμεν. Η χώρα τότε θ’ αναγκασθή να επιδιώξη, και κανείς φόβος δεν υπάρχει ότι δεν θα επετύχη, λύσεις αι οποίαι θα της επιτρέψουν να συμπληρώση το έργον της οικονομικής της ανασυγκροτήσεως, ώστε εντός πενταετίας να ευρεθή εις θέσιν να συνεχίση την ακεραίαν πληρωμήν και των εξωτερικών της υποχρεώσεων....τας λύσεις ταύτας πρέπει να επιδιώξη νέα κυβέρνησις ....εθνικού συνασπισμού....δεν θα διστάσω να συμμετάσχω της κυβερνήσεως αυτής ως απλούν αυτής μέλος». Ο Βενιζέλος προείδε το τσουνάμι της χρεοκοπίας. Προφητικά λόγια ενός Εθνάρχη, που προπορεύτηκε της εποχής του και αν οι σύγχρονοί του υιοθετούσαν τις επιλογές του, η Μικρασιατική Καταστροφή θα είχε αποφευχθεί και η Κωνσταντινούπολη θα αποτελούσε γεωγραφικό τμήμα της σημερινής Ελλάδας.
Για τον Ανδρεάδη, οι αρρώστιες αυτές ήταν η κακιά κληρονομιά του παρελθόντος, καθώς υπήρξαν οι βασικοί αιτιώδεις παράγοντες που προκάλεσαν τις τρεις πτωχεύσεις του νεοελληνικού κράτους κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Οι συγκεκριμένες ασθένειες αποτέλεσαν τα κύρια αίτια, που εκτόξευσαν τα κρατικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος σε εξωπραγματικά επίπεδα, εξαναγκάζοντας την Ελλάδα σε τέταρτη ταπεινωτική πτώχευση τον Απρίλιο του 1932. Εκτός του Ανδρέα Ανδρεάδη, αξιόλογοι οικονομολόγοι της εποχής εκείνης, όπως οι Κυριάκος Βαρβαρέσος (1884-1957), Δημήτριος Μάξιμος (1873-1955), Ξενοφών Ζολώτας (1904-2004), κ.ά., υποστήριζαν την άμεση εγκατάλειψη της Ελλάδος του νομισματικού συστήματος του κανόνα χρυσού και την υιοθέτηση του μηχανισμού των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ορισμένοι εκ των οικονομολόγων αυτών σαν τον Δημήτριο Μάξιμο, ισχυρίζονταν ότι λόγω των υπέρμετρων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του υπερβολικού εξωτερικού χρέους, η Ελλάδα θα έπρεπε να προχωρήσει σε στάση πληρωμών, δηλαδή να κηρύξει πτώχευση των δημοσίων οικονομικών της. Ο παραλληλισμός με το σήμερα είναι λίαν διδακτικός, όπου αρκετοί έλληνες οικονομολόγοι και πολιτικοί επιθυμούν την πτώχευση της Ελλάδας, την οριστική ρήξη με τους πιστωτές, τη στάση πληρωμών, την έξοδο από την Ευρωζώνη και την επιστροφή στη δραχμή.
Ο Βενιζέλος από το καλοκαίρι του 1931 έως τις αρχές Απριλίου, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να χαλιναγωγήσει την οικονομική κρίση και η Ελλάδα να αποφύγει τη χρεοκοπία. Τον Ιανουάριο του 1932 ζήτησε από τις προστάτιδες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, κ.ά.), τη χορήγηση δανείου στη χώρα μας αξίας 50.000.000 δολαρίων, με πενταετή αναστολή καταβολής των τοκοχρεολυσίων για την εξυπηρέτησή του. Οι προστάτιδες δυνάμεις δεν έκαναν αποδεκτά τα αιτήματα του Βενιζέλου. Η κατεύθυνση της Ελλάδος προς τον γκρεμό της τέταρτης χρεοκοπίας ήταν αναπότρεπτη. Οι οξύτατες διενέξεις των πολιτικών κομμάτων και ιδίως των Φιλελευθέρων με το Λαϊκό, σε συνδυασμό με το ταξικό μίσος και τη διχόνοια, που είχε αφήσει στην ελληνική κοινωνία ο εθνικός διχασμός, επιτάχυναν την πτώχευση της Ελλάδος. Προσέξτε το αντλούμενο δίδαγμα της ιστορίας. Στη θέση του Βενιζέλου βρέθηκε ο Σαμαράς και παράλληλα βρίσκεται σήμερα ο Τσίπρας. Η προηγούμενη μνημονιακή κυβέρνηση Σαμαρά ικέτευε την τρόικα, η αποπληρωμή των χρεολυσίων να μεταφερθεί στο μέλλον. Παρομοίως, η σημερινή κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα, παρακαλάει τους πιστωτές να αποπληρώσουμε λήγοντα δάνεια σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Δυστυχώς, οι ξένοι πιστωτές δυσπιστούν και δεν μας κάνουν εύκολα τα χατίρια.
Στις 20 Μαρτίου 1932, ο Βενιζέλος σε δραματικό διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό θα πει: «Η Ελλάς...οδηγείται εις καταστροφήν. Το κράτος θ’ αποκηρύξη τας υποχρεώσεις του. Τα φιλανθρωπικά μας ιδρύματα θα χάσουν τας περιουσίας των....Η παγκόσμιος κρίσις δεν ημπορούσε να μας αφήση αθίκτους μέχρι τέλους....Η παγκόσμιος κρίσις.....κατέστησεν όλως διόλου προβληματικήν την συνέχισιν της δι’ εξωτερικών δανείων χρηματοδοτήσεως των παραγωγικών έργων και επέτεινε κατ’ αναγκαίαν συνέπειαν και την νομισματικήν μας κρίσιν....Αλλά και αν μας λείψη η εξωτερική επικουρία δεν υπάρχει φόβος να καταστραφώμεν. Η χώρα τότε θ’ αναγκασθή να επιδιώξη, και κανείς φόβος δεν υπάρχει ότι δεν θα επετύχη, λύσεις αι οποίαι θα της επιτρέψουν να συμπληρώση το έργον της οικονομικής της ανασυγκροτήσεως, ώστε εντός πενταετίας να ευρεθή εις θέσιν να συνεχίση την ακεραίαν πληρωμήν και των εξωτερικών της υποχρεώσεων....τας λύσεις ταύτας πρέπει να επιδιώξη νέα κυβέρνησις ....εθνικού συνασπισμού....δεν θα διστάσω να συμμετάσχω της κυβερνήσεως αυτής ως απλούν αυτής μέλος». Ο Βενιζέλος προείδε το τσουνάμι της χρεοκοπίας. Προφητικά λόγια ενός Εθνάρχη, που προπορεύτηκε της εποχής του και αν οι σύγχρονοί του υιοθετούσαν τις επιλογές του, η Μικρασιατική Καταστροφή θα είχε αποφευχθεί και η Κωνσταντινούπολη θα αποτελούσε γεωγραφικό τμήμα της σημερινής Ελλάδας.
Στην προηγούμενη επιφυλλίδα μας, είδαμε ότι ο Βενιζέλος με ταπεινότητα και βάζοντας υπεράνω όλων το καλό της πατρίδας, δεχόταν να συμμετάσχει σε Οικουμενική Κυβέρνηση ως απλό μέλος. Ο Βενιζέλος, προτείνοντας τη συγκρότηση Οικουμενικής Κυβέρνησης ή Κυβέρνησης Εθνικού Συνασπισμού, επεσήμανε την αναγκαιότητα, η Ελλάδα να φανεί συνεπής στο μέλλον στις δαπάνες εξυπηρέτησης του εξωτερικού της χρέους. Ακράδαντα πίστευε στις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδος και την επίλυση των οικονομικών της προβλημάτων, στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις. Αναγκαία και βασική προϋπόθεση, για την αξιοποίηση των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων και την υλοποίηση του έργου της οικονομικής ανασυγκροτήσεως, είναι η ομόνοια στον ελληνικό λαό και η πολιτική σταθερότητα.
Δυστυχώς, η πορεία των γεγονότων τον διέψευσαν. Ο αρχηγός του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, Παναγής Τσαλδάρης (1868-1936) τορπίλισε την προσπάθεια σχηματισμού Οικουμενικής Κυβέρνησης για τη σωτηρία της χώρας. Σε συνθήκες σφοδρότατων πολιτικών αντιπαραθέσεων, κλιμακούμενης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, προπαγάνδας από διάφορα αυλικά-στρατιωτικά κέντρα περί επερχόμενου κομμουνιστικού κινδύνου, διχασμένο το λαό και διογκούμενης της θύελλας της εγχώριας οικονομικής ύφεσης, η χρεοκοπία της χώρας ήταν νομοτελειακό γεγονός. Η Ελλάδα αφέθηκε στη μοίρα της από τις προστάτιδες δυνάμεις και τους παραδοσιακούς ξένους πιστωτές, με ολέθρια συνέπεια να υποχρεωθεί να κηρύξει πτώχευση στις 16 Απριλίου του 1932.
Με την πτώχευση του Απριλίου 1932, η χώρα μας εγκατέλειψε το νομισματικό σύστημα του κανόνα χρυσού. Υπουργός Οικονομικών ανέλαβε ο Κυριάκος Βαρβαρέσος. Σε κλίμα δριμύτατων κομματικών διενέξεων και τρομακτικής επιδείνωσης της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, ο Βενιζέλος έχασε στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932 και της 5ης Μαρτίου 1933, κλείνοντας έτσι τον πολυκύμαντο κύκλο του στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος. Ο μεγαλύτερος Εθνάρχης του νεώτερου ελληνικού κράτους πέρασε πλέον στο πάνθεον των αθανάτων. Ωστόσο, η τέταρτη πτώχευση της Ελλάδος υπήρξε το λίπασμα, που έθρεψε και έφερε το ναζιστικό κόμμα του Ιωάννη Μεταξά (1871-1941) στην κυβερνητική εξουσία. Οι εντονότατες πολιτικές αντιπαλότητες, η όξυνση του εθνικού διχασμού, η αδυναμία του εγχώριου πολιτικού προσωπικού, να συγκροτήσει ικανές κυβερνήσεις που να επιλύσουν τα τεράστια οικονομικά προβλήματα του τόπου, η δημαγωγία κατά του κομμουνιστικού κινδύνου, το φιλοβασιλικό πραξικόπημα του 1935, η επαναφορά του θεσμού της Βασιλείας μέσω δημοψηφίσματος και οι συχνές εναλλαγές ανίκανων κυβερνήσεων στην εξουσία, υπήρξαν τα πρωταρχικά αίτια της εγκαθίδρυσης φασιστικού καθεστώτος στη χώρα.
Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο πρωθυπουργός της δικτατορικής κυβέρνησης της περιόδου 1936-1940, σε άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή (15.1.1934) θα ισχυριστεί: «...Εάν αφήσωμεν τα πράγματα ως έχουν με την μοιραίαν αυτών φοράν, ο κοινοβουλευτισμός όπως κατάντησε θα μας αγάγη εις τας αγκάλας του κομμουνισμού...Συνεπώς δι’ ημάς τους Έλληνας το πρόβλημα δεν είνε πως θα μείνωμεν εις τον κοινοβουλευτισμόν, αλλά δια ποίας θύρας θα εξέλθωμεν εξ αυτού. Δια της θύρας του κομμουνισμού ή δια της θύρας του εθνικού κράτους: Ας εκλέξωμεν». Στις 4 Αυγούστου 1936, ο Μεταξάς και οι ομοϊδεάτες του, εκμεταλλευόμενοι την διογκούμενη εσωτερική οικονομική- πολιτική κρίση και με τη σιωπηλή στήριξη της ανακτορικής αυλής, επέβαλαν δικτατορικό καθεστώς στη χώρα.
Μετά την πτώχευση του 1932, η Ελλάδα έβαλε χρεοστάσιο. Ουσιαστικά και τυπικά, ανεστάλησαν οι δαπάνες τοκοχρεολυσίων, για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Παρ’ ότι η Ελλάδα μετά το 1932 έκανε στάση πληρωμών, αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό, συνέχισαν να εισρέουν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Τυπικά, το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1940, με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και την είσοδό μας στη λαίλαπα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, το εξωτερικό χρέος ήταν όσο και το 1932, δηλαδή 515 εκατ. δολάρια. Μετά τη λήξη του πολέμου, η χώρα μας την περίοδο 1945-1950 έλαβε δωρεάν οικονομική βοήθεια τουλάχιστον δύο δις δολαρίων (Σχέδιο Μάρσαλ, κ.λπ.), με συνέπεια το 1950 το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας να είναι μηδέν δολάρια. Σήμερα εν έτη 2015, το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας προσεγγίζει τα 600 δις δολάρια. Γιατί όμως το εξωτερικό χρέος της χώρας από μηδέν δολάρια το 1950 εκτοξεύτηκε σχεδόν σε 600 δις δολάρια το 2015; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής μας εμπεριστατωμένης και διεισδυτικής ανάλυσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου