Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Με αφορμή την Ουκρανία – Απόπειρες προσέγγισης του εθνικού ζητήματος

Το κείμενο δημοσεύτηκε στο τεύχος 5 της επιθεώρησης Praxis (Μάης-Αύγουστος 2014)
γράφει ο Βαγγέλης Μπάδας,
Η Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της ρωσικής πλέον, όπως δείχνουν τα πράγματα, Κριμαίας, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της Ευρώπης (603.628 km2) μετά τη Ρωσία και αριθμεί περίπου 45.000.000 κατοίκους. Δύσκολα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «ουκρανικό έθνος» με τους ίδιους όρους με τους οποίους μιλά συνήθως για «Έλληνες», «Τούρκους» ή «Γάλλους». Πέρα από το γεγονός ότι εντός του σημερινού ουκρανικού κράτους κατοικούν διαφορετικές εθνότητες (κυρίως Μεγαλορώσοι, αλλά και Τάταροι, Μολδαβοί, Έλληνες, Καυκάσιοι κ.ά.), οι ίδιοι οι Ουκρανοί αφενός διακρίνονται σε τρεις γλωσσικές ομάδες (έχουμε Πολωνόφωνους, Ουκρανόφωνους και Ρωσόφωνους) και αφετέρου ανήκουν σε τρία διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα (το καθολικό, το ουνιτικό και το ορθόδοξο – για να μην αναφερθούμε στο πολύ μεγάλο ποσοστό άθεων).

Επιπλέον, η γλώσσα, η ιστορία και ο πολιτισμός των Ουκρανών (που ενίοτε αναφέρονται ως Μικρορώσοι) δύσκολα μπορούν να γίνουν αντιληπτά αποκομμένα από την ιστορική πορεία των κυρίως ειπείν Ρώσων. Έτσι, ειδικά η διαδικασία συγκρότησης του ουκρανικού κράτους απέχει αρκετά από τη διαμόρφωση των λίγο ως πολύ «καθαρών χώρων» που επέβαλε η ανάδυση των εθνικών κρατών στη δυτική Ευρώπη. Πόσω μάλλον που ένα ανεξάρτητο ουκρανικό κράτος δεν εμφανίζεται στο σύγχρονο κόσμο παρά μόνο με τη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης και τη συγκρότηση της Σοβιετικής Ένωσης, πράγμα που όχι μόνο δεν αποτελούσε εμπόδιο, αλλά αντίθετα προωθούσε τη συνύπαρξη των πιο διαφορετικών εθνοτήτων σε μια κοινή γεωγραφική περιοχή.

Το κείμενο που ακολουθεί δεν σκοπεύει να υπεισέλθει σε πολιτισμικά εθνολογικά ζητήματα, ούτε εμφορείται από το ιερό μένος των γεωπολιτικών αναλύσεων που πυρπολούν σε καθημερινή βάση τη λαϊκή φαντασία. Αντίθετα, με αφορμή τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, θα γίνει μια προσπάθεια να φωτιστούν τα αδιέξοδα της κυρίαρχης αστικής φιλελεύθερης σκέψης γύρω από το εθνικό ζήτημα. Επίσης, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε περιληπτικά κάποιες από τις κρίσιμες εννοιολογικές και ιστορικές καμπές της εν λόγω αντιπαράθεσης στους κόλπους του μαρξισμού.

«Κάθε έθνος ένα κράτος» ή δύο και τρία έθνη ένα κράτος;

Οι αντιλήψεις των φιλελεύθερων γύρω από το έθνος κυριαρχούνται από τις ίδιες ανεξάλειπτες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε λογικό τους σχήμα. Το πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο παράγονται οι έννοιες στην αστική σκέψη. Αφηρημένα μορφικά σχήματα που δεν αντανακλούν τίποτε άλλο πέρα από τον πόθο για διαιώνιση των κυρίαρχων παραγωγικών σχέσεων αξιώνουν να εμφανίζονται ως καθολικές και πανανθρώπινες μορφές που τακτοποιούν την υλική πραγματικότητα και τη συνείδηση.

Κάτω από αυτή την οπτική, το ίδιο το ζήτημα του έθνους αντιμετωπίζεται έξω από τις αντικειμενικές ιστορικές προϋποθέσεις της εισόδου του στην Ιστορία. Μολονότι υπάρχει σήμερα μια μάλλον γενικευμένη συμφωνία πως ο χωρισμός της ανθρωπότητας σε κρατικές αυτοτελείς διοικήσεις με βάση την εθνοτική διαφοροποίηση είναι αίτημα και προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι ηγεμονικοί μηχανισμοί παραγωγής ιδεολογίας εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που προκύπτουν από μια τέτοια διαδικασία στα α-ιστορικά πεδία κάποιας «ορθολογικής», κουλτουραλιστικής ή δικαϊκής προσέγγισης.

Η πρώτη άλυτη αντίφαση στο πλαίσιο τέτοιων προσεγγίσεων ενυπάρχει ήδη στο αρχικό εθνικιστικό αίτημα, το οποίο μπορεί να συμπυκνωθεί στο σύνθημα «κάθε έθνος ένα κράτος». Πίσω από τους πύρινους λόγους του Mazzini ή τα σπαράγματα του Ρομαντισμού εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τις πολύ πιο γήινες προσδοκίες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής για πολιτική και οικονομική ενότητα και σταθερότητα, χωρίς φυσικά κάτι τέτοιο να αποτελεί πρόβλημα. Η εμπορευματική ανάπτυξη, ειδικά στα πρωταρχικά της στάδια, δεν αγαπά ούτε τις εθνοθρησκευτικές διενέξεις ούτε τον πολυδιάστατο κατακερματισμό των αυτοκρατοριών. Ωστόσο, το ίδιο το πολεμικό σύνθημα του εθνικισμού, που αρχικά κινήθηκε προς τη δημιουργία τέτοιων κρατικών ενοτήτων με άξονα τη συνένωση όλων των Ιταλών ή των Γερμανών, σχεδόν ταυτόχρονα εκδήλωσε και την ενυπάρχουσα αντίστροφη ροπή του, αυτή της απόσχισης και της αυτονομίας.

Το ίδιο το «εθνικό ζήτημα», λοιπόν, στη φιλελεύθερη μορφική καθαρότητά του δεν είναι παρά μια αμφιλογία που εμπεριέχει δύο εντελώς αντίστροφες τάσεις. Μια «συμπεριληπτική», η οποία αξιώνει το ευρύτερο δυνατό γεωγραφικό και πολιτικό αγκάλιασμα «ομοεθνών», και μια «αποκλειστική», η οποία αποζητά τη μεγαλύτερη δυνατή «ομοιογένεια», πράγμα που στρέφεται υποχρεωτικά στην κατεύθυνση της δημιουργίας μικρών (έως πολύ μικρών) κρατικών οντοτήτων. Φαίνεται μάλιστα πως και οι δύο αυτές τάσεις ανταποκρίνονται με ίσες αξιώσεις στο αστικό αίτημα περί «ενότητας».

Επιπλέον, ο φιλελευθερισμός έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τους λογικούς όρους που ο ίδιος έθεσε. Για παράδειγμα, πώς διαχειρίστηκε ιστορικά το ζήτημα της αυτοδιάθεσης όσον αφορά τα αποικιακά-υποτελή έθνη; Και επιπλέον, δεδομένου ότι η διαδικασία της εθνικής αυτοσυνείδησης δεν είναι μια διαδικασία που συντελείται άπαξ στον ιστορικό χρόνο, πώς στέκεται απέναντι σε μια μόνιμη εστία έντασης που ανατροφοδοτείται συνεχώς, απειλώντας την κρατική κυριαρχία; Οποιαδήποτε λύση εντός της φιλελεύθερης εννοιολογικής περιμέτρου φαίνεται να κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της. Αρκετοί προσπάθησαν να άρουν το συγκεκριμένο αδιέξοδο, προσφεύγοντας σε κάποιου είδους αυτοτελή πολιτιστική ανάπτυξη ή πολιτική αυτονομία στο πλαίσιο μιας ενιαίας κρατικής δομής· ωστόσο, τέτοιες απόπειρες ενδιάμεσης τοποθέτησης στην πράξη μάλλον επιδείνωσαν την κατάσταση. Σε αυτό το παιχνίδι μάλιστα μπήκαν και σοσιαλιστές σαν τον Otto Bauer (γύρω από το έργο του γίνεται πολύς λόγος τελευταία), στον οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια, καθώς και κάθε λογής μετανεωτερικοί ιεροφάντες.

Τούτη η αντινομία περνά αυτούσια και στο αστικό-δικαϊκό πλαίσιο, αποκτώντας νομική υπόσταση, για να αποδειχτεί περαιτέρω η ουσιαστική της ένδεια. Ο ΟΗΕ, για παράδειγμα, από τη μια ορίζει ρητά το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των εθνών, που εδράζεται αυτούσιο στο φιλελεύθερο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του ατόμου, και από την άλλη απαγορεύει την οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια απόσχισης, προστατεύοντας την αρχή της κρατικής κυριαρχίας, που εδράζεται στην επίσης απαραβίαστη αστική αρχή της διατήρησης της «ειρήνης» και της «ασφάλειας».

Σε κάθε περίπτωση, ο Νόμος δεν είναι παρά η μεταμόρφωση όχι μόνο της εμπορευματικής κυριαρχίας, αλλά και της εγγενούς φιλελεύθερης αντίφασης στο χώρο του πνεύματος. Έτσι, ανοίγεται ο ιστορικά μοναδικός δρόμος για την ερμηνεία και την επιβολή του Δικαίου: αυτός της ιμπεριαλιστικής βίας, που αποφάσισε πως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας είχε προτεραιότητα το δικαίωμα στην απόσχιση, ενώ στην περίπτωση της Κριμαίας έπρεπε να πρυτανεύσει η σταθερότητα και η ειρήνη. Μάλιστα, ο Schröder, προκειμένου να φορέσει ένα φύλλο συκής στη σημερινή θέση του γερμανικού ιμπεριαλισμού, υποστήριξε ωμά ότι η επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία ήταν νομικά… λάθος!

Από την άλλη, ομάδες ή προσωπικότητες της Αριστεράς (ίσως για να απαλύνουν τις εντυπώσεις από την προηγούμενη στήριξή τους στις «δυνάμεις δημοκρατίας της Μεϊντάν») δήλωσαν πως αποστασιοποιούνται από τη νέα τάξη πραγμάτων στο Κίεβο, αλλά καταδικάζουν κάθε απόπειρα απόσχισης της Κριμαίας ως defacto παράνομη και απειλή για την ειρήνη. Ίσως νιώθουν έτσι ότι είναι συνεπείς με τη γραμμή «μη επέμβασης» στο Κόσοβο, αλλά ουσιαστικά δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να είναι συνεπείς με την αρχή της… Βεστφαλίας. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να ψάξουν στο αστικό νομικό οπλοστάσιο προκειμένου να ανακαλύψουν ερείσματα που θα τους βοηθήσουν να υπερασπιστούν, για παράδειγμα, τη θέση τους σε σχέση με το παλαιστινιακό κίνημα.

Όπως και να ’χει, η βιωμένη πραγματικότητα της ιμπεριαλιστικής βίας προβάλλει τόσο γυμνή, ώστε υποχρεώνει ακόμα και τους πιο ραφινάτους διανοούμενους να πάρουν θέση. Ο «πολύς» Žižek, ο Bauman και ο Ginzburg στήριξαν την «ουκρανική άνοιξη» με την ίδια ζέση που οHabermas είχε στηρίξει τους ανθρωπιστικούς βομβαρδισμούς στο Κόσοβο και στο Ιράκ. Και στις τρεις περιπτώσεις έδεσαν τα σχοινοτενή, γεμάτα ευαισθησία κείμενά τους στις ξιφολόγχες των νεοαποικιοκρατών.

«Γεννήθηκα άνθρωπος από τη φύση και Γάλλος από τύχη» – «Είμαι Γερμανός και είμαι άνθρωπος χάρη στη γερμανική μου ιδιότητα»

Από τα παραπάνω συνάγεται πως, για να λυθεί το αδιέξοδο στη διαδικασία συγκρότησης των εθνικών κρατών, οι φιλελεύθεροι κάθε κοπής είτε καταφεύγουν σ’ έναν πρόχειρο εμπειρισμό, υποταγμένο τις περισσότερες φορές στις άμεσες προτεραιότητες του ιμπεριαλισμού, είτε υποχρεώνονται να προσφύγουν σε μια ευρύτερη υπερβατολογική ηθική, που τους αναγκάζει να προσδιορίσουν με λιγότερο ή περισσότερο apriori όρους έννοιες όπως «έθνος», «άτομο» κ.λπ. Για τη σύγχρονη πολιτική επιστήμη αποτελεί κοινό τόπο η διάκριση των εθνικισμών σε δύο βασικές παραδόσεις: τη γαλλική, που βλέπει στο έθνος απλώς το πλαίσιο για τη χειραφέτηση του ατόμου, και τη γερμανική, που αντιλαμβάνεται την εθνική κοινότητα ως απαραίτητο συγκροτησιακό στοιχείο του ανθρώπου.

Η πρώτη παράδοση φέρει το βάρος των συμβασιακών, ατομοκεντρικών αντιλήψεων του Διαφωτισμού και η δεύτερη, ακουμπώντας κυρίως σε ρομαντικούς όπως ο Schlegel, ο Schelling, αλλά και ο Fichte (γιατί όχι και ο Rousseau), επιχειρεί να εισχωρήσει σε υπαρκτικά μονοπάτια. Όλα τα παραπάνω ασφαλώς μπορούν να αποτελέσουν βάση για μια απόπειρα γενεαλογίας του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος. Ωστόσο, μάλλον δεν χρειάζεται να πάρει κανείς τούτη τη διάκριση πιο σοβαρά απ’ όσο πρέπει, αντικαθιστώντας εκ των υστέρων και με χοντροκομμένο τρόπο την πραγματική σύγκρουση με μια βιβλιογραφική μάχη φαντασμάτων. Αντίστροφα, η προβληθείσα ανάγκη εννοιολογικής διάκρισης στην αστική σκέψη αποδεικνύει την εγγενή αντίφαση και εντέλει την αδυναμία και το τεχνικό της συγκρότησης της ίδιας της Ευρώπης στη βάση αυτών των ιδεολογημάτων.

Βεβαίως, οι μεγάλοι αστοί στοχαστές του 18ου-19ου αιώνα ελάχιστη σχέση έχουν με την «κατηγοριοποίηση των εθνικισμών» στην οποία προβαίνουν οι σύγχρονοι σοφοί, με κριτήριο πόσα «γαλλικά» ή «γερμανικά» στοιχεία έχει εκείνη ή η άλλη ιστορική ανάπτυξη των εθνικών κρατών και ιδεολογιών. Πίσω από τις εννοιολογήσεις κρύβεται το απόλυτα ενιαίο και αντικειμενικό πρόγραμμα δράσης κάθε αστικού εθνικισμού. Η γλωσσική, θρησκευτική και πολιτιστική κάθαρση υπήρξε το μοναδικό επιχείρημα της ανερχόμενης εθνικής αστικής τάξης. Αυτό φυσικά αφορά και το γαλλικό μοντέλο, το οποίο παραδοσιακά καταχωρίζεται ως πιο προοδευτικό, ίσως λόγω του συναλλακτικού του χαρακτήρα. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις διώξεις που εξαπέλυσαν τόσο οι Γιακωβίνοι, όσο και το Διευθυντήριο, όσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα, κυνηγώντας κάθε άλλη διάλεκτο (συμπεριλαμβανομένης και της νότιας οξιτανικής) ως γλώσσα του μοναρχισμού και επιβάλλοντας τη «μοναδική γλώσσα της επανάστασης, της δημοκρατίας και της διοίκησης».

Το έργο της εθνικής ομογενοποίησης αποτέλεσε πρωταρχικό μέλημα κάθε αστικής δημοκρατίας, ειδικά στα νεο-απελευθερωμένα εθνικά κράτη του ύστερου 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα (στη δυτική Ευρώπη οι δεσποτείες είχαν ξεκινήσει αυτό το έργο τρεις τέσσερις αιώνες νωρίτερα). Ας έχουν υπόψη τους οι λάτρεις των αριθμών (οι οποίοι τις περισσότερες φορές τυγχάνει να είναι και θρηνωδοί των «σταλινικών εκτοπίσεων») ότι το 40% του ελληνικού εθνικού κορμού (1.600.000) προέκυψε από την ανταλλαγή πληθυσμών που προέβλεπε μόνο η Συνθήκη της Λωζάννης(1).

Είναι μάλλον περιττό να συμπληρώσουμε ότι η «γαλλικής» έμπνευσης αρχική ιδέα πως η συγκρότηση των λαών σε έθνη-κράτη κατά τα πρότυπα των φιλελεύθερων κοινωνιών θα ρύθμιζε όλα τα προβλήματα αποδείχτηκε χίμαιρα. Αυτό οφείλεται όχι τόσο στην αδυναμία των πρωτοπόρων αστών θεωρητικών να συλλάβουν την ιστορική πολυπλοκότητα, όσο στην ίδια την ιστορική φύση του καπιταλισμού. Η αστική τάξη, που αγωνίστηκε ρωμαλέα για την εθνική ολοκλήρωση στα μεγάλα κράτη της Δύσης, αρνήθηκε αυτό το δικαίωμα στα μικρότερα έθνη της υπόλοιπης Ευρώπης· πόσω μάλλον στα αποικιακά έθνη και στους «βάρβαρους» λαούς. Η στάση των μπολσεβίκων απέναντι σε έθνη όπως οι Γιακούτοι, οι Μπασκίροι ή οι Τκούτσι αποτελούσε σκάνδαλο για μια ιμπεριαλιστική Ευρώπη στην οποία ο ρατσισμός και το αίσθημα πολιτισμικής ανωτερότητας ενείχαν θέση επιστημονικών συμπερασμάτων.

Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα η Δύση ανακάλυψε την «πολυπολιτισμικότητα», μια κατά τα άλλα εντελώς κούφια έννοια, που δίνει όμως στους φιλελεύθερους το δικαίωμα να καμαρώνουν αυτάρεσκα για το πόσο ανεκτικοί είναι στις γαστρονομικές, μουσικές και ενδυματολογικές προτιμήσεις των πρώην αγρίων. Παράλληλα, ο πιο ανενδοίαστος ρατσισμός εξακολουθεί να είναι η ημιεπίσημη πρακτική του αμερικανικού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται οι Ρώσοι, οι Σλάβοι και, εν γένει, οι λαοί της ανατολικής Ευρώπης. Πρόκειται μάλλον για θρησκόληπτους και καθυστερημένους φτωχοδιαβόλους, των οποίων η μόνη ελπίδα να αποφύγουν τη μοίρα τους είναι να έρθουν πιο κοντά στην «Ευρώπη», η οποία και ταυτίζεται χυδαία και ανιστόρητα με την ΕΕ.

Οι διαθέτοντες γερό στομάχι θα άξιζε να διαβάσουν και αναθεωρητική ιστορία, όπου ο αντιφασιστικός αγώνας στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο παρουσιάζεται, μεταξύ άλλων, ως πολιτισμική σύγκρουση ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ένας ευρωπαϊκός πολιτισμός που είναι ασφαλώς ενιαίος, από τον Καρλομάγνο ως τον Χέλμουτ Κολ, αν εξαιρέσουμε κάποια οικογενειακά μικροεπεισόδια που στοίχισαν εκατομμύρια ζωές.

Αντίστοιχα, στη συνείδηση του δυτικού ανθρώπου αποτυπώνονται αυτούσιοι οι αποικιοκρατικοί μύθοι. Μύθοι που ενισχύονται με την υπερπροβολή του πολιτισμικού στοιχείου. Η Σοβιετική Ένωση είναι αναφανδόν συνέχεια του τσαρικού σκοταδισμού, οι Νοτιοευρωπαίοι είναι τεμπέληδες, οι Άραβες (εσχάτως και οι Βενεζουελανοί) έχουν για ηγέτες μοχθηρούς δικτατορίσκους, που προφανώς κατασκευάζουν πυρηνικά σε παλαιάς σοβιετικής τεχνολογίας εγκαταστάσεις, και τέλος δεν φαίνεται περίεργο για τα ήθη των Απωανατολιτών η ρίψη των πολιτικών αντιπάλων τους στα σκυλιά.

Έθνος και σοσιαλιστικό κίνημα, οι πρώτες οσμώσεις

Πώς στάθηκαν ωστόσο οι μαρξιστές απέναντι στο εθνικό πρόβλημα και ποιες είναι εκείνες οι διανοητικές και πρακτικές παρακαταθήκες που καθορίζουν τη θέση της σημερινής Αριστεράς, όπως και αν αυτοπροσδιορίζεται; Η ενασχόληση με τις σχετικές αντιλήψεις του Marx αποκτά ένα επιπλέον ενδιαφέρον για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω. Η αλήθεια είναι πως ο Γερμανός επαναστάτης δεν μας άφησε ένα συγκροτημένο συγγραφικό έργο γύρω από το θέμα και αρχικά κινήθηκε με περισσότερο πολιτικό-εμπειρικό κριτήριο παρά βάσει αυστηρά ενοποιημένων αρχών. Εξάλλου, στα μέσα του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ούτε την ιστορική έκταση και ένταση που θα αποκτούσαν οι εθνικοί αγώνες ούτε, πολύ περισσότερο, τη σύνδεσή τους με το σοσιαλιστικό αίτημα στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή που ο εθνικισμός είναι απόλυτα συνδεδεμένος με τη δημοκρατία και την ενοποιητική προσπάθεια των μεγάλων λαών της δυτικής Ευρώπης. Είναι η εποχή που ακόμα και οι πιο διορατικοί φιλελεύθεροι, σαν τον J. S. Mill, απορούν ειλικρινά με τους Ιρλανδούς, για παράδειγμα, που δεν φροντίζουν να επωφεληθούν από την επαφή τους με περισσότερο ανεπτυγμένα έθνη, όπως οι Άγγλοι. Ο γεωγραφικός ορίζοντας του Marx είναι η Ευρώπη και το βλέμμα του είναι συνεχώς στραμμένο στην επερχόμενη επανάσταση· το ζήτημα της αυτοδιάθεσης είναι γι’ αυτόν αρχικά δευτερεύον και τον απασχολεί μόνο στο βαθμό που μπορεί να επιταχύνει ή να προκαλέσει επιπλοκές στη διαδικασία ανατροπής του καπιταλισμού. Εδώ ερείζονται και οι περισσότερες αρνητικές κρίσεις του για τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της ανατολικής Ευρώπης, και ειδικότερα των Βαλκανίων. Έτσι, λόγου χάρη, βλέπει με συμπάθεια τους Πολωνούς και τους Τσέχους, λόγω του σχετικά ανεπτυγμένου εργατικού κινήματος, και αρθρογραφεί με ένταση ενάντια στις επεκτάσεις καθυστερημένων «νανολαών», όπως οι Βαλκάνιοι, επειδή πίσω τους παραμονεύει η φοβερή σκιά για κάθε προοδευτικό άνθρωπο της εποχής: η τσαρική απολυταρχία με το θρησκευτικό και πολιτικό της σκοταδισμό. Επιπλέον, οποιαδήποτε γεωπολιτική μεταβολή τέτοιου μεγέθους θα μπορούσε «να θέσει σε κίνδυνο την υπόθεσή μας [την επανάσταση] που τελευταία προχωρά θαυμάσια» (Marx, 1990). Δηλαδή το ταξικό κριτήριο, ως καθολικό κριτήριο, προτάσσεται και πρυτανεύει. Αυτό και μόνο είναι το πνεύμα που διέπει τις σημειώσεις των Marx-Engels για το ανατολικό ζήτημα, οι οποίες εσχάτως περιφέρονται αρκούντως προβοκατόρικα.

Το σίγουρο είναι πως ο Marx, στο βαθμό που αντιμετωπίζει το εθνικό με μεγαλύτερη προσοχή και σχετική αυτοτέλεια, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Ήδη στο Μανιφέστο η πολλάκις κακοποιημένη πρότασή του για τους προλετάριους που «δεν έχουν πατρίδα» ερμηνεύεται αμέσως παρακάτω, όπου και τονίζεται ότι ο αγώνας του προλεταριάτου είναι εθνικός και ότι οι εργάτες πρέπει να γίνουν κυρίαρχη τάξη του έθνους και να αποτελέσουν οι ίδιοι το έθνος (Marx, 1998). Περαιτέρω, μεταστρέφεται ως προς το ζήτημα της ιρλανδικής αλλά και κάθε εθνικής αυτοδιάθεσης, θεματοποιώντας χωριστά την καταπίεση έθνους από έθνος, η οποία θα εκλείψει μαζί με την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο. Επιτίθεται μάλιστα στον Lafargue, που πίστευε ότι τα έθνη είναι «απαρχαιωμένες προλήψεις», απαντώντας του πως έτσι «υποστηρίζει ασυνείδητα την απορρόφηση των εθνών σε ένα και μόνο, το γαλλικό» (Lenin, 1985)(2). Ο απόηχος τέτοιων απόψεων αποκρυσταλλώνεται στο συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στο Λονδίνο (1896), όπου αναφέρεται ρητά η υποστήριξή της στον αγώνα όλων των εθνοτήτων.

Ωστόσο, το θέμα δεν θα τεθεί στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης στους κόλπους των σοσιαλιστών παρά μονάχα μετά τον Marx: όταν έγινε φανερό αφενός πως το εθνικό ζήτημα δεν υποχωρούσε με την ανάπτυξη του καπιταλισμού (που στα τέλη του 19ου αιώνα φτάνει στην ιμπεριαλιστική του μορφή) και αφετέρου πως η «λύση» του συνιστούσε αναπόδραστο όρο για την επιτυχία του επαναστατικού εγχειρήματος. Στη φαντασία πολλών αυτή η μη υποχώρηση των αξιωματικών προϋποθέσεων που η ίδια η αστική σκέψη προέβαλλε στο «έθνος» ταυτίστηκε με την έννοια της παράδοσης ή του πολιτισμού, προσδίδοντας οιονεί «αρχαϊκά» χαρακτηριστικά, διάρκεια στο χρόνο κ.ο.κ. Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται μια ποικιλία γραμμών, από έναν «αφελή» διεθνισμό μέχρι το σοσιαλσοβινισμό.

Η «πολωνική αίρεση», ο Bauer και οι άλλοι…

Τη δεκαετία του 1890 κάνουν αισθητή την παρουσία τους κάποιοι αυστρομαρξιστές, με προεξέχοντες τους Bauer και Renner. Πολλοί σήμερα αναγνωρίζουν στη σκέψη του Bauer τον ιδεώδη αντίλογο ενός ανοιχτού μυαλού απέναντι στο μαρξιστικό «ντετερμινισμό» και στο σταλινικό «αντικειμενισμό». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια μάλλον φιλελεύθερη προσέγγιση (για την οποία κάναμε αναφορά στο πρώτο μέρος), που αντιμετωπίζει το έθνος με υπερβατολογικούς όρους και το ορίζει ως ένα σύνολο ανθρώπων συνδεδεμένο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και κοινή μοίρα. Επίσης, η διαδικασία εθνικής συγκρότησης είναι διαρκής και αυτονομημένη από την παραγωγική βάση των κοινωνιών. Επί του πρακτέου, προτείνει κάποια ιδέα πολιτιστικής ελευθερίας και πολιτικής αυτονομίας στο πλαίσιο των υφιστάμενων κρατών. Πολλοί σύγχρονοι μελετητές κάνουν πως αγνοούν ότι πίσω από αυτές τις θέσεις βρίσκεται ο ριζωμένος φόβος του Bauer και άλλων σοσιαλιστών για την προοπτική διάλυσης της Αυστροουγγαρίας. Επιπλέον, οι δήθεν αντιντετερμινιστικές απόψεις του δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προβάλλουν πάσης φύσεως εθνικούς διαχωρισμούς στο διηνεκές, μακριά από την ιστορική, αστική φύση του έθνους. Έτσι, διατυπώνει ρητά πως η ανθρωπότητα θα χωρίζεται για πάντα σε εθνικές κοινότητες ανεξάρτητα κοινωνικοπολιτικής μορφής (Bauer, 2000). Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Lenin στο κείμενό του για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης τον αντιμετωπίζει ως συγκεκαλυμμένο εθνικιστή μαζί με τον Liebmann και τους μπουντιστές (Lenin, 1985).

Μια ακόμα γραμμή πάνω στο θέμα ήταν αυτή της Luxemburg. Η Ρόζα, αφοσιωμένη στον αγώνα της τόσο ενάντια στον πολωνικό σοσιαλεθνικισμό, όσο και στο σοβινισμό της Β΄ Διεθνούς, ουσιαστικά δεν μπόρεσε να χαράξει μια πολιτική στηριγμένη στο πραγματικό βάθος του προβλήματος. Έτσι, απηχώντας έναν «παλαιού τύπου» μονόπλευρο διεθνισμό, αναπτύσσει μια θέση που, ούτε λίγο ούτε πολύ, καταδικάζει κάθε εθνική διεκδίκηση στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος ως επικίνδυνη εθνικιστική παρέκκλιση. Με αυτό τον τρόπο «έχασε» από την οπτική της τη διάκριση ανάμεσα στα αστικοδημοκρατικά απελευθερωτικά αιτήματα των καταπιεσμένων εργατών και εθνοτήτων και στις εθνοπατριωτικές κραυγές της παλαιοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστική η κριτική που ασκεί στους μπολσεβίκους για τη «δημοκοπική» τους πρόθεση να παραχωρήσουν αυτοδιάθεση στους λαούς της τσαρικής Ρωσίας. Είναι επίσης χαρακτηριστική (όσο και επίκαιρη) η στάση της απέναντι στους Ουκρανούς, των οποίων ο εθνικισμός είναι διαφορετικός από το φινλανδικό ή τον τσεχικό, είναι «ένα καπρίτσιο μερικών μικροαστών διανοουμένων […] χωρίς καμιά χωριστή από τη Ρωσία κουλτούρα […] εκτός από τα αντιδραστικά-ρομαντικά ποιήματα του Σεβτσένκο», για να συνεχίσει πως είναι το ίδιο «σαν να ζητούν μια ωραία πρωία ανεξαρτησία [από τη Γερμανία] οι κάτοικοι της Κάτω Σαξονίας» (Luxemburg, 2009).

Μέσα στην ορμή των επιχειρημάτων της η Ρόζα πέφτει σε ένα σοβαρό λάθος, συνδέοντας, μέσα στα άλλα, τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στην αυτοδιάθεση ενός λαού με το πόσο «πραγματική είναι η εθνική του συγκρότηση», παραβλέποντας ότι η ιστορική εθνική διαδικασία δεν διέπεται από τους αντικειμενικούς νόμους που ορίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων. Εξάλλου, καμία εθνική συγκρότηση δεν είναι «πραγματική» και όλες ανεξαιρέτως οι εθνικές διεκδικήσεις δεν μπορεί παρά να είναι αστικές διεκδικήσεις. Και για να το θέσουμε πιο ξεκάθαρα: Οι επαναστάτες σήμερα δεν στέκονται απέναντι σε «κινήματα τύπου Μεϊντάν» επειδή η ουκρανική γλώσσα είναι παρακλάδι της ρωσικής ή επειδή το Κίεβο είναι μια από τις ιστορικές κοιτίδες των Ρώσων. Οι κομμουνιστές στέκονται απέναντι στη συγκεκριμένη κίνηση επειδή στο όνομα μιας ψευτοεθνικής ολοκλήρωσης θέτει το κατ’ αυτούς ζητούμενο ως δεδομένο της κρατικής τους οντότητας, επειδή αυτή έφερε στην επιφάνεια την ιστορική σαβούρα του φασισμού, επειδή οι παπάδες ευλογούσαν από τα μικρόφωνα της πλατείας τα «επαναστατημένα πλήθη», επειδή τα μόνα πολιτικά προγράμματα που προέκυψαν από την εν λόγω διαδικασία ήταν αυτά των ναζήδων και των διεφθαρμένων ολιγαρχών, επειδή ο αντισημιτισμός και ο εθνοφυλετικός αντιρωσισμός προσπαθούν να σαρώσουν οποιαδήποτε κουλτούρα συνύπαρξης οικοδομήθηκε με κόπους στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και μέσα από τις επαναστατικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος.

Η αυτοδιάθεση, η ενότητα και οι μπολσεβίκοι

«Τι είναι όμως η προσάρτηση; Είναι εύκολο να πειστεί κανείς

ότι η διαμαρτυρία ενάντια στις προσαρτήσεις είτε καταλήγει

στην αναγνώριση της αυτοδιάθεσης των εθνών είτε βασίζεται

στην πασιφιστική φράση που υπερασπίζει το στάτους κβο

και διάκειται εχθρικά απέναντι σε κάθε βία – ακόμα και

στην επαναστατική βία. Μια παρόμοια φράση είναι βασικά

ψεύτικη και δεν συμβιβάζεται με το μαρξισμό».

Lenin

Το εθνικό αποτέλεσε για τους μπολσεβίκους κεντρικής σημασίας ζήτημα και έτυχε ολοκληρωμένης επεξεργασίας από τον Lenin. Κι αυτό επειδή το ακανθώδες θεωρητικό πρόβλημα τροφοδοτούνταν συνεχώς από τις πιο κατεπείγουσες πολιτικές ανάγκες. Η βάση της λενινιστικής επεξεργασίας θα μπορούσε να συνοψιστεί στα εξής: Το αίτημα ενός έθνους για αυτοδιάθεση είναι αστικοδημοκρατικό αίτημα. Ως τέτοιο, χαρακτηρίζεται μερικό και, όπως κάθε αστικό αίτημα, χρειάζεται να περάσει τη διαδικασία αναγωγής του στο καθολικό. Τα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα προκύπτουν ιστορικά μόνο στον αστικό κατακερματισμό και, ενώ επιζητούν την πραγμάτωσή τους ως πανανθρώπινες αξίες, αδυνατούν να υπερβούν τις εγγενείς αντιθέσεις που τα γέννησαν.

Έτσι, ζητήματα όπως η δημοκρατία ή η εθνική απελευθέρωση, ενώ για τους κομμουνιστές είναι θέματα αρχών, δεν έχουν επ’ ουδενί απόλυτο χαρακτήρα, εφόσον η επίλυσή τους είναι άρρηκτα δεμένη με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε για «επίλυση», αλλά για απάλειψη των αναγκών που τα δημιούργησαν. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να βρεθεί μια θεωρητική, πόσω μάλλον μια πολιτική, μαγική φόρμουλα που θα τακτοποιεί ικανοποιητικά το ζήτημα της εθνικής ισοτιμίας μέσα στον ιμπεριαλισμό, ο οποίος είναι συνυφασμένος με τον παγκόσμιο καταμερισμό και την ανισόμετρη ανάπτυξη.

Ο Lenin, τόσο στο κείμενό του για την αυτοδιάθεση των εθνών, όσο και σε άλλα γραπτά του, υποστήριξε με συνέπεια την αντίληψη πως οι μαρξιστές οφείλουν να εξετάζουν συγκεκριμένα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά κάθε εθνικού κινήματος, τη σύνδεσή τους με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα κ.λπ. Είναι σαφές για τον Lenin πως ο εθνικισμός ενός Γάλλου ή Γερμανού διαφέρει εντελώς από τον εθνικό αγώνα ενός λαού ενάντια στην ιμπεριαλιστική κυριαρχία ή την απολυταρχία. Εξετάζεται επίσης και η ίδια η φύση των εθνικών κινημάτων, όπως, για παράδειγμα, το κατά πόσο τα «μαυροεκατονταρχίτικα» και «κληρικαλικά» στοιχεία κυριαρχούν σε αυτά και έχουν παραμερίσει τις ενυπάρχουσες σε κάθε λαό δημοκρατικές ή εργατικές παραδόσεις (Lenin, 1985). Πριν κάποιος κατηγορήσει τον μπολσεβίκο ηγέτη για τακτικισμό, να θυμίσουμε ότι αυτή δεν είναι παρά μια πάγια θέση των επαναστατών ήδη από τη δεκαετία του 1890. Τακτικισμός είναι η συγκυριακή και κατά περίπτωση επιβολή μιας πολιτικής με βάση αντινομικές «αξίες» που προτάσσονται ως κεκτημένα του «ανθρώπινου πολιτισμού», ενώ το μόνο που εξασφαλίζουν είναι τα κεκτημένα της αποικιοκρατίας, παλιάς και νέας.

Το ζήτημα των εθνοτήτων θα πάρει νέα διάσταση στην προοπτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης· μια διάσταση που γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη καθώς απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο η προοπτική μιας γενικευμένης ευρωπαϊκής επανάστασης – μαζί της και η όποια καλή πίστη πως ο ρόλος των αστικών εθνικών κρατών ολοκλήρωνε έναν ιστορικό κύκλο (ενδεικτική αυτής της πίστης είναι και η δήλωση του Trotsky, ο οποίος με την τοποθέτησή του ως Λαϊκού Επιτρόπου για τις Εξωτερικές Υποθέσεις ανήγγειλε ότι, αφού βγάλει στους υπόλοιπους λαούς ένα επαναστατικό διάγγελμα, «θα κλείσει το μαγαζί» [Losurdo, 2008]).

Η γραμμή που θα επικρατήσει είναι αυτή του Lenin, ο οποίος διακήρυττε πως καθήκον μιας εργατικής δημοκρατίας είναι η απάλειψη κάθε γλωσσικού ή εθνικού προνομίου σε κάθε σημείο της επικράτειάς της. Πολλές φορές του καταλογίστηκε πως η ανυποχώρητη στάση του σχετικά με το δικαίωμα των λαών της Ρωσικής αυτοκρατορίας δυναμίτιζε την ενότητα ενός πιθανού μελλοντικού εργατικού κράτους. Όμως ο Lenin με αυτό ακριβώς το σύνθημα κατάφερε όχι μόνο να αναχαιτίσει την εθνική και γεωγραφική αποσύνθεση του κράτους, αλλά και να την αναστρέψει. Χάρη στους μπολσεβίκους, το σύνθημα για εθνική ανεξαρτησία μετατράπηκε από αστική πολιτιστική μυθολογία σε πολιτικό διακύβευμα, αποκτώντας την πραγματική διλημματική του διάσταση: ή «ανεξαρτησία» υπό την κηδεμονία του ιμπεριαλισμού ή ελεύθερη επιλογή σύνδεσης με το νεαρό εργατικό κράτος. Έτσι, στα μετόπισθεν των λευκών και των ξένων εισβολέων δημιουργείται μια νέα εστία αντίστασης, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο δυνάμεων που προσβλέπουν σε μια δίκαιη διευθέτηση του εθνικού τους ζητήματος στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής ένωσης.

Μόνο ένας δεδηλωμένος αντικομμουνιστής θα αμφισβητούσε τις ειλικρινείς προθέσεις των μπολσεβίκων απέναντι στους λαούς της ΕΣΣΔ. Επιλέγουμε να μην αναφερθούμε στη διαδικασία ενσωμάτωσης αυτών των λαών στη Σοβιετική Ένωση λόγω του ασύλληπτου ιστορικού μεγέθους του όλου εγχειρήματος. Σύμφωνα με μια τελευταία τσαρική απογραφή, στην προεπαναστατική Ρωσία κατοικούσαν πάνω από διακόσιες εθνότητες που μιλούσαν εκατοντάδες διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους (Carr, 1977). Πολλά από αυτά τα έθνη χρειάστηκε να διασχίσουν χιλιάδες ιστορικά μίλια μέχρι να ικανοποιηθεί το δημοκρατικό αίτημα για εθνική ισοτιμία στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μάλιστα, για να είμαστε ακριβείς, στους περισσότερους από αυτούς τους λαούς ένα τέτοιο αίτημα δεν ετίθετο καν από τους ίδιους, εφόσον η κοινωνική τους οργάνωση ήταν εντελώς πρωτόγονη, χωρίς καν να διακρίνεται ούτε ίχνος του αστικού πολιτισμού στις εσχατιές της Σιβηρίας, της Άπω Ανατολής και του Καυκάσου.

Από αυτή τη συγκρότηση δεν έλειψαν βέβαια τα προβλήματα. Όπου υπήρχε, για παράδειγμα, ισχυρό προηγούμενο εθνικό κίνημα (Γεωργία, Φινλανδία, Ουκρανία) και σχετικά ανεπτυγμένες παραγωγικές σχέσεις, εκδηλώθηκαν αποσχιστικές τάσεις. Ωστόσο, οι μπολσεβίκοι κάθε εθνότητας κατάφεραν να ασκήσουν μια υποδειγματική (όχι μόνο για τα μέτρα της εποχής) πολιτική ανάμεσα σε δύο παγκόσμιους πολέμους, ξένες επεμβάσεις, συνεχείς ταξικούς αγώνες και εθνοτικές συγκρούσεις, προσπαθώντας παράλληλα να ξεφύγουν από το φάσμα της πιο σκοταδιστικής καθυστέρησης και της πιο ανέντιμης φτώχειας. Πολλές φορές, η σοβιετική εξουσία κατηγορήθηκε αφενός επειδή αναβίωσε «τεχνητά», στήνοντας σχολεία και δημιουργώντας αλφάβητα, γλώσσες και παραδόσεις που βρίσκονταν στο χείλος της ιστορικής τους εξαφάνισης, και αφετέρου επειδή ενίσχυσε τις σοβιετικές δημοκρατίες γεωγραφικά, πληθυσμιακά και οικονομικά σε βάρος των Μεγαλορώσων.

Δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει και το βαρετό πλέον κλαψούρισμα για το «κυνήγι» των Εβραίων, των Τατάρων, των Τσετσένων, των Ποντίων κ.ά. Όσα από τα παραπάνω δεν απηχούν γελοία κατασκευάσματα (π.χ. ο θρυλούμενος σοβιετικός… αντισημιτισμός!) πρέπει, συν τοις άλλοις, να αναγνωστούν σε διαλεκτική συνάρτηση με τον ιστορικό όγκο που αντιμετώπισαν οι μπολσεβίκοι (όγκο που αρκετοί δείχνουν να αγνοούν). Σε καμία περίπτωση, πάντως, βάση των οποιωνδήποτε προβλημάτων δεν υπήρξε ο βιοφυλετισμός και η εθνική μισαλλοδοξία, εγκλήματα που επισείουν βαρύτατη ποινή.

Η μόνη σύγκριση που μπορεί να γίνει ιστορικά είναι η εξής: τη στιγμή που έθνη των οποίων ακόμα και το όνομα δύσκολα προφέρεται από ινδοευρωπαϊκά χείλη αποκτούσαν την καταγραφή τους στην ιστορία, η προγραμματική γενοκτονία εξακολουθούσε να είναι μέσο άσκησης πολιτικής για τις δυτικές αποικιακές δημοκρατίες και όχι μόνο, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος. Οι αναμφίβολα προοδευτικότερες ΗΠΑ δεν θα τελείωναν την ινδιάνικη υπόθεση πριν από τις αρχές του 20ού αιώνα (το ζήτημα των εγχρώμων νομικά τακτοποιήθηκε πριν από λίγα χρόνια), η Γερμανία αφάνιζε ολόκληρα έθνη στην ανατολική Αφρική, ενώ η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία, έχοντας περάσει ιστορικά το στάδιο της «πρώτης κατάκτησης», χρησιμοποιούσαν την ένοπλη βία μόνο όταν οι άγριοι δεν συνετίζονταν διαφορετικά. Ίσως παραξενευτεί ο σύγχρονος αναγνώστης, αλλά ακόμα και οι προοδευτικότεροι φιλελεύθεροι διανοούμενοι της εποχής ελάχιστα προβληματίζονταν για τα στοιχειώδη αστικά δικαιώματα μη ευρωπαϊκών λαών.

----------

Την επομένη της διάλυσης της ΕΣΣΔ οι κομμουνιστές αλλά και οι δημοκράτες όλου του κόσμου βρέθηκαν μπροστά σε μια πρωτόγνωρη εικόνα, αλλά και σε ένα μεγάλο δίλημμα. Το περιεχόμενο των εθνικών αγώνων, που τις δεκαετίες μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο τροφοδοτούσαν τα επαναστατικά όνειρα στην «κουρασμένη» Δύση, ξαφνικά διανθίστηκε: ενώ παραδοσιακά η σημαία της ανεξαρτησίας υπήρξε είτε η τρικολόρε των αστών είτε η κόκκινη της εργατικής τάξης, παράξενα σύμβολα, όπως σταυροί και ξίφη ή ακόμα ταύροι, δικέφαλοι αετοί, λέοντες και άλλα ζωντανά του Θεού, άρχισαν να ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά της ανατολικής Ευρώπης. Ήταν οι σημαίες και οι θυρεοί νεοπαγών κρατών που, ενώ μιλούσαν για εθνικά δικαιώματα, καλλιεργούσαν το μίσος για τους ομοεθνείς γείτονές τους, ενώ μιλούσαν για δημοκρατία, απαγόρευαν τη λειτουργία κομμουνιστικών κομμάτων, ενώ μιλούσαν για ευρωπαϊκό πολιτισμό, κυνηγούσαν στην επικράτειά τους αλλοεθνείς με τις ευλογίες της ΕΕ και, ενώ μιλούσαν για ανεξαρτησία, μετατρέπονταν σε αμερικανικές βάσεις που περικύκλωναν την καπιταλιστική Ρωσία του Γέλτσιν αρχικά και τώρα του Πούτιν.

Δεν υπάρχουν τα περιθώρια να αναφερθούμε στη στάση της όποιας Αριστεράς απέναντι στις πορτοκαλί, μοβ ή άλλες επαναστάσεις. Σήμερα η επαναστατική Αριστερά έχει το περίσσευμα μιας εικοσάχρονης πείρας αλλά και το θεωρητικό οπλοστάσιο για να απαντήσει στα πολυσχιδή προβλήματα που γεννιούνται από γεγονότα παρόμοια με αυτά της Ουκρανίας.

Αυτό που ενδεχομένως της λείπει ακόμα είναι η πίστη στην ιστορία και το θάρρος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bauer, Otto, The Question of Nationalities and Social Democracy, University of Minnesota Press, Minneapolis 2000.
Bourdieu, Pierre, Γλώσσα και Συμβολική Εξουσία, μτφρ. Κική Καψαμπέλη, Ινστιτούτο του Βιβλίου- Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1999.
Carr, E. H., Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης – Α΄ 1917-1923, τόμ. 1, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα 1977.
Dumont, Louis, Δοκίμια για τον Ατομικισμό, μτφρ. Μπ. Λυκούδης, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1988.
Ellenstein, Jean, Ιστορία της ΕΣΣΔ, 2 τόμ., μτφρ. Β. Σταυροπούλου, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1980.
Hobsbawm, Eric, Η Εποχή των Άκρων – Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, μτφρ. Β. Καπετανγιάννης, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2006.
Huntington, Samuel, Η Σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης, μτφρ. Σ. Ριζοθανάση, TerzoBooks, 1999.
Lenin, V. I., Άπαντα, τόμ. 17, 18, 24, 25, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1985.
Losurdo, Domenico, «Ο Στάλιν, οι διαψεύσεις του επαναστατικού μηχανισμού και ο μύθος της προδομένης επανάστασης» στο Ουτοπία – Επιθεώρηση Θεωρίας και Πολιτισμού, τχ.77, Ιανουάριος 2008.
Luxemburg, Rosa, Η Ρωσική Επανάσταση, μτφρ. Γ. Μπαρουξής, Το Ποντίκι, Αθήνα 2009.
Marx, Karl, Το Κεφάλαιο, τόμ. Α΄, μτφρ. Π. Μαυρομάττη, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1996.
Marx, Carl – Engels, Friedrich, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1998.
Marx, Carl – Engels, Friedrich, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, μτφρ. Π. Κονδύλης, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1990.
Schmitt Karl, The Crisis of Parliamentary Democracy, MIT Press Ltd, 1988.
Stalin, I. V., «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα» στο Άπαντα, τόμ. Β΄ (1907-1913), εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, 1952, σσ. 327-412.



[1] Πράγμα που δεν διαφεύγει την προσοχή του C. Schmitt, ο οποίος επικαλείται την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμού για να υποστηρίξει την ταύτιση δημοκρατίας και ομοιογένειας στο προβοκατόρικο κείμενό του.

[2] Αυτή ακριβώς την επιχειρηματολογία θα ακολουθήσει και ο Lenin στη γραμμή αντιπαράθεσής του τόσο με την «πολωνική αίρεση» της Rosa Luxemburg, όσο και με τους Μεγαλορώσους «διεθνιστές».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου