Λένε πως η εργασία παράγει πλούτο!
Τότε γιατί οι εργάτες δεν είναι πλούσιοί;
Berthold Brecht
Από http://christostsantis.com
(Αναδημοσίευση από την τριμηνιαία επιστημονική έκδοση του ΑΠΘ «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία).
Ο Σκεύος Παπαϊωάννου είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας και Διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης*.
Εισήγηση στο Συνέδριο «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία», στη θεματική ενότητα «Κοινωνικός Αποκλεισμός», 20-21/10/2007, Θεσσαλονίκη.
A. Εισαγωγικές σκέψεις
Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Ένας μεγάλος μετασχηματισμός βρίσκεται σε εξέλιξη και που κατά μερικούς έχει οδηγήσει σε αλλαγή παραδείγματος. Ανεξάρτητα αν πρόκειται για μετανεωτερικότητα, για ένα ανολοκλήρωτο πρόγραμμα της νεωτερικότητας, για μια καπιταλιστική ή μετακαπιταλιστική κοινωνία, για μια κοινωνία των κινδύνων ή για μια κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης, έρχεται από πολύ μακριά και δεν αφήνει τίποτα ανέπαφο.
Ούτως ή άλλως η νεοφιλελεύθερη αντίληψη έχει διαδοθεί ανά τον κόσμο δίκην επιδημίας και απειλεί με αλλαγή εποχής, αλλαγή παραδείγματος. Αυτή παράγει και απελευθερώνει τεράστιο δυναμικό από ανασφάλεια, αδυναμία, κοινωνική απένταξη, περιθωριοποίηση και κοινωνικό αποκλεισμό, ανεργία, φτώχεια, ανισότητες και ανορθολογικότητα, αποσυλλογικοποίηση και εξατομίκευση.
Οικείες δομές και κοινότητες αλληλεγγύης, αξίες, συμπεριφορές και στρατηγικές ζωής διαβρώνονται, αποδυναμώνουν και δεν προσφέρουν πλέον καμιά σιγουριά. Αγώνες αιώνων για μια τάξη της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της δικαιοσύνης αμφισβητούνται. Όλα αυτά παγκοσμιοποιούνται και ισχύουν όχι μόνο για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και για χώρες της περιφέρειας γενικά και ιδιαίτερα για τις αγροτικές και δομικά μη αναπτυγμένες περιοχές. «Ποτέ άλλοτε στην ιστορία αυτού του πλανήτη και της ανθρωπότητας δεν έπληξαν η βία, η ανισότητα, ο αποκλεισμός, η πείνα και διαμέσου αυτών η οικονομική καταπίεση τόσες πολλές ανθρώπινες υπάρξεις» (W. Siebel, 1977, σελ. 74)
Στις τελευταίες μάλιστα περιοχές η κατάσταση είναι ακόμη πιο δραματική, αφού αντιδρούν πολύ αργά έναντι αυτών των αλλαγών και μάλιστα, απροετοίμαστες όπως είναι, αντιδρούν, βασιζόμενες σε παραδοσιακές μορφές συνείδησης και συμπεριφοράς, αμυντικά, εν μέρει με απόλυτη απόρριψη, εν μέρει με άκριτη αποδοχή ή ακόμη και με έναν αναποτελεσματικό συνδυασμό και των δύο.
Σε μια τέτοια μεταβατική φάση από την παράδοση στη νεωτερικότητα διαλύονται παλιές δομές, αλλά δεν δημιουργούνται νέες και πάντως όχι αμέσως. Εξάλλου, οι όποιες προσπάθειες δημιουργίας δομών προέρχονται συνήθως από τα πάνω και ειδικότερα στην Ελλάδα με αφορμή την ύπαρξη πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κοινωνία των πολιτών, εθισμένη σε μια δημοκρατία μέσω αντιπροσώπων, τους οποίους θεωρεί συνήθως ως υπόχρεους προσωπικών εξυπηρετήσεων, είναι απλώς θεατής μιας εξέλιξης την οποία βιώνει εν μέρει καρτερικά εν μέρει τραυματικά.
Οι υποκειμενικές δομές είναι βέβαια πιο επίμονες και δύσκαμπτες ενάντια σε αλλαγές και βρίσκονται σε σχέση ασύγχρονη, αναντίστοιχη προς τις αντικειμενικές συνθήκες. Η κοινωνική διαδικασία εκσυγχρονισμού οδηγεί στο επίπεδο των σχέσεων ζωής σε φαινόμενα μιας κοινωνικής αλλαγής, που διαλύουν το σχετικά σταθερό και προβλέψιμο σύνθετο παιγνίδι των οικονομικών, αξιακών και πολιτιστικών κανόνων με τους υποκειμενικούς τρόπους επεξεργασίας και πρότυπα προσανατολισμού, το οποίο μέχρι τώρα χαρακτήριζε μια συλλογική σχετικά ισχύουσα κατανόηση της κανονικότητας («κανονική» ζωή, «κανονική βιογραφία»). Αυτό σημαίνει όμως, ταυτόχρονα, ότι ένας μεγάλος αριθμός διασυνδέσεων μεταξύ των συνθηκών ζωής και των πρότυπων των υποκειμενικών τρόπων ζωής έγινε εφικτός και (τουλάχιστον εν μέρει) κοινωνική πραγματικότητα. Ο Münchmeier μιλάει σε σχέση με αυτό το φαινόμενο για έναν«πολλαπλασιασμό των προτύπων κανονικότητας». Η διάλυση της συλλογικής δεσμευτικότητας του θεσμού της «κανονικής βιογραφίας» συνεπάγεται ταυτόχρονα την «εξατομίκευση» των προτύπων ζωής. Αυτό σημαίνει ότι αυτά θα πρέπει να τύχουν επεξεργασίας, να παραχθούν και να νομιμοποιηθούν ατομικά και μάλιστα συγκριτικά πιο έντονα (R. Münchmeier, 1992, σελ. 134). Αυτό οδηγεί σε μια σειρά από φαινόμενα κρίσης, που θέτουν παραδοσιακές δομές υπό αμφισβήτηση. Όσο βέβαια οι παραδοσιακές δομές λειτουργούν ακόμη, είναι αυτές σε θέση να αντιμετωπίζουν τις κρίσεις αποτελεσματικά, έτσι που να αποφεύγονται οι δραματικές αρνητικές επιδράσεις.
Η συζήτηση γύρω από αυτά τα φαινόμενα έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο διεξάγεται αντιφατικά και κυρίως σε σχέση με «οδηγίες και πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη συζήτηση κατέχει η έννοια του «κοινωνικού αποκλεισμού». Χωρίς να έχουμε ως κύρια πρόθεση στο πλαίσιο αυτής της εργασίας τη συστηματική κριτική ανάλυση αυτής ή άλλων παρόμοιων εννοιών, θα πρέπει να μας επιτραπούν ορισμένες παρατηρήσεις.
Η χρήση της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού, όπως εξάλλου και η χρήση άλλων εννοιών, μπορεί να παραπέμπουν συνειρμικά σε ριζοσπαστικές παραδόσεις και τρόπους σκέψης και πράξης, ουσιαστικά, ωστόσο, προκαλούν σύγχυση και συσκότιση γύρω από καυτά κοινωνικά προβλήματα και ιδιαίτερα όσον αφορά την ιστορική και κοινωνική τους γενεσιουργό διαδικασία. O κοινωνικός αποκλεισμός είναι το Sammelsurium όλων των δεινών, προβλημάτων, καταστάσεων και ομάδων που αποκλίνουν από το υποτιθέμενο ενσωματωμένο, ενιαίο, συμπαγές και ομοιογενές κοινωνικό σώμα. Χαρακτηρίζει συμπτώματα και αποτελέσματα δυσλειτουργίας κοινωνικών συστημάτων που μπορεί να είναι οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού χαρακτήρα, αλλά αφήνει ασαφή και απροσδιόριστη τη διαδικασία «αποκλεισμού», μεταθέτοντας το πρόβλημα από τις δομές και τις κοινωνικές σχέσεις στο ατομικό και θεσμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα τον σαφή προσδιορισμό των πολιτικών, των μέτρων για την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού: χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και συμπεριφορές του κοινωνικά αποκλεισμένου θα πρέπει να αλλάξουν για να καταστεί δυνατή η κοινωνική επανένταξή του. Ο ασαφής και απροσδιόριστος χαρακτήρας του κοινωνικού αποκλεισμού, του προσδίδει μια περίπου μεταφυσική διάσταση, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται συχνά από τους πληττόμενους ως μοιραίο και να αποφεύγεται έτσι ο κριτικός αναστοχασμός και η αναζήτηση των αιτίων στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, εκμετάλλευσης, καταπίεσης.
Η χρήση της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού θεωρεί τους κοινωνικά αποκλεισμένους και ανεξάρτητα από τους λόγους αποκλεισμού (φτωχοί, άνεργοι, άστεγοι, μετανάστες, εξαρτημένοι, ψυχασθενείς κλπ.) ως μια ομοιογενή, συμπαγή κοινωνική αμάδα, κοινωνική τάξη και αντίστοιχα τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, που είναι ενσωματωμένα, τα θεωρεί επίσης ως μια κοινωνική τάξη χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις. Αυτή η άποψη προφανώς εξυπηρετεί το status quo, αφού οι μεν ενσωματωμένοι, ως ομογενοποιημένη ομάδα, υπογραμμίζουν την αρμονία και την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας, ενώ οι αποκλεισμένοι εκλαμβάνονται ως απειλή ακριβώς αυτής της αρμονίας, που μάλιστα ευθύνονται προσωπικά για την δυσμενή κοινωνική κατάστασή τους.
Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας θα επιχειρήσουμε εν συντομία να αναδείξουμε τον χαρακτήρα των κοινωνικών ανισοτήτων στις σύγχρονες κοινωνίες και να συνδέσουμε τις μορφές του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της απένταξης, της φτώχειας με τη συγκεκριμένη οργάνωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και ιδιαίτερα των οικονομικών και των πολιτικών.
Β. Κοινωνικές ανισότητες στις σύγχρονες κοινωνίες
α. Κοινωνικές ανισότητες: Μια εισαγωγή
O μεγάλος Γερμανός ποιητής και σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Berthold Brecht βάζει τον κ. Κόϊνερ στο βιβλίο του «Οι ιστορίες του κ. Κόϊνερ» να ρωτά έναν καθηγητή:Λένε πως η εργασία παράγει πλούτο! Τότε γιατί οι εργάτες δεν είναι πλούσιοι; Αυτή η φαινομενικά απλοϊκή ερώτηση αποκαλύπτει μιαν αντίφαση, η οποία αναφέρεται στον πυρήνα ενός κοινωνικού φαινομένου και προβλήματος που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα σχεδόν όλες τις κοινωνίες: τις κοινωνικές ανισότητες.
Σίγουρα έχουμε όλοι παρατηρήσει ή ακόμη και βιώσει ότι στις κοινωνίες μας ο παραγόμενος κοινωνικός πλούτος δεν κατανέμεται δίκαια ούτε σύμφωνα με τις ανάγκες όλων. Ειδικά για τους εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας και ακόμη ειδικότερα για τους ανέργους η αδικία αυτή αποτελεί κατά τον Oskar Negt το θεμελιώδες κοινωνικό σκάνδαλο των σύγχρονων κοινωνιών. Από τη μια συσσωρεύεται όλο και περισσότερος πλούτος σε όλο και λιγότερους και από την άλλη όλο και περισσότεροι στερούνται του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος για μια αξιοπρεπή ζωή.
Πλούτος σημαίνει να διαθέτεις ό,τι θέλεις και φτώχεια σημαίνει στέρηση και των πιο στοιχειωδών για τη ζωή. Ο πλούτος όσο και η φτώχεια, ωστόσο, κληρονομούνται και δύσκολα αλλάζουν.
β. Τι είναι οι κοινωνικές ανισότητες, υπάρχουν ακόμη σήμερα και ποια η σημασία τους;
Κατά τη συνύπαρξή τους οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι στο πλαίσιο αυτών των κοινωνικών θεσμών, δομών, μορφωμάτων, να δημιουργούν σχέσεις, τις κοινωνικές σχέσεις και να καταλαμβάνουν διάφορες και διαφορετικές κοινωνικές θέσεις και ρόλους. Σε αυτές τις σχέσεις οι άνθρωποι εμφανίζονται ως συνεργαζόμενοι ή ως ανταγωνιστές, ως ασκούντες το ίδιο επάγγελμα ή εργασία, ως άνδρες ή γυναίκες, ως προϊστάμενοι ή υπάλληλοι, ως αφεντικά ή σκλάβοι, ως φτωχοί ή πλούσιοι, ως εξουσιαστές ή εξουσιαζόμενοι, ως ισχυροί ή ανίσχυροι, ως κυρίαρχοι ή ως υποτακτικοί, ως ντόπιοι ή ξένοι και πολλά άλλα. Σχετικά με αυτό το θέμα έγραφαν στα 1848 οι μεγάλοι γερμανοί θεωρητικοί Karl Marx και Friedrich Engels στο βιβλίο τους «Το κομμουνιστικό Μανιφέστο»: «Μέχρι τώρα, η ιστορία όλης της κοινωνίας είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με δυο λόγια καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε συνεχή αντίθεση μεταξύ τους, σ’ έναν αδιάκοπο πόλεμο, άλλοτε κρυφό, άλλοτε φανερό, που κάθε φορά τέλειωνε ή με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων. Στις προηγούμενες ιστορικές εποχές βρίσκουμε σχεδόν παντού μια πλήρη διάρθρωση της κοινωνίας από διαφορετικές τάξεις, μια ποικίλη διαβάθμιση των κοινωνικών θέσεων. Στην αρχαία Ρώμη έχουμε πατρίκιους, ιππείς, πληβείους, σκλάβους• στο Μεσαίωνα, φεουδάρχες, υποτελείς, μαστόρους, καλφάδες, δουλοπάροικους, και επιπλέον σχεδόν σε κάθε μια απ’ αυτές τις τάξεις βρίσκουμε πάλι ιδιαίτερες διαβαθμίσεις».
Ανάλογα με την κοινωνική θέση που κάθε φορά κατέχει κανείς παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά, ομοιότητες ή διαφορές με άλλους που κατέχουν αντίστοιχες ή παρόμοιες κοινωνικές θέσεις από τη μία πλευρά, ή διαφορετικές κοινωνικές θέσεις από την άλλη. Με πολλές ωστόσο κοινωνικές θέσεις συνδέονται συνθήκες ζωής και εργασίας, οι οποίες δεν αφήνουν να εμφανιστούν οι κάτοχοι αυτών των θέσεων απλά ως διαφορετικοί, αλλά ταυτόχρονα ως κατέχοντες καλύτερη ή χειρότερη, ανώτερη ή κατώτερη, προνομιούχο ή μη προνομιούχο κοινωνική θέση, ως κοινωνικά ενταγμένοι ή απενταγμένοι /αποκλεισμένοι, πλούσιοι ή φτωχοί και είναι ως εκ τούτου ισχυρότεροι ή ανίσχυροι ως προς το οικονομικό, το πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο που διαθέτουν. Αυτού του είδους οι διαφορές ονομάζονται κοινωνικές ανισότητες.
Η κοινωνική ανισότητα, με την ευρεία έννοια του όρου, υπάρχει παντού, όπου οι δυνατότητες της πρόσβασης στα γενικά διαθέσιμα και επιδιωκόμενα κοινωνικά αγαθά ή/και κοινωνικές θέσεις, που είναι φορείς άνισων δυνατοτήτων δύναμης/ισχύος ή/και αλληλόδρασης, υφίστανται διαρκείς περιορισμούς και διαμέσου αυτών επιδρούν αρνητικά ή θετικά στις ευκαιρίες ζωής των ατόμων, των ομάδων ή των κοινωνιών (R. Kreckel, 1992, σελ. 17).
Μια σειρά από ανθρώπινες επιθυμίες, όνειρα, σχέδια ζωής, προσδοκίες, ελπίδες, ουτοπίες, δραστηριότητες, απογοητεύσεις, ευχαριστήσεις, δυσαρέσκειες, βάσανα, πόνοι, απελπισίες, ζήλιες και ζηλοφθονίες, ακυρώσεις βρίσκονται σε άμεση σχέση με τα φαινόμενα των κοινωνικών ανισοτήτων. Πέραν τούτου επίσης μια σειρά από πολιτικές συγκρούσεις και διαφορές, όπως όταν πρόκειται για ιδεολογίες και πολιτικά προγράμματα, αλλά και για ανώτατες αξίες της κοινωνίας μας, όπως δημοκρατία, ελευθερία, αλληλεγγύη και ισότητα, ή για συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας, της φτώχειας, της δικαιότερης φορολογίας, της βελτίωσης του συστήματος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, της εκπαίδευσης και του περιβάλλοντος, της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων, της κοινωνικής ένταξης με πλήρη δικαιώματα των αναπήρων, των μεταναστών κ.λπ., έχουν άμεση σχέση με τα φαινόμενα των κοινωνικών ανισοτήτων (S. Hradil, 2001, σελ. 15). Η γνώση και η επίγνωση των φαινομένων και των μορφών που προσλαμβάνουν κάθε φορά οι κοινωνικές ανισότητες, των μηχανισμών, των διαδικασιών, των κοινωνικών και ιστορικών τους προϋποθέσεων, είναι εκ των ων ουκ άνευ, απαρέγκλιτη, απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για ατομική προστασία, άμυνα και διεκδίκηση των δικαιωμάτων στον αγώνα για προσωπική ολοκλήρωση και εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ζωής, αλλά και για τη μετατροπή μας σε πραγματικούς Πολίτες με Π κεφαλαίο, κοινωνικά όντα που μάχονται, αγωνίζονται, παρεμβαίνουν καθημερινά, συνειδητά και σκόπιμα για τη βελτίωση της συνολικής κοινωνίας και, γιατί όχι, για τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας πιο ανθρώπινης για όλους, όπου θα έχουν ισότιμη θέση όλοι και θα φωλιάζουν τα όνειρα, η δημιουργία, η ισότητα, η ευγενής άμιλλα, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, το νόημα στη ζωή, η φαντασία, ο αγώνας για το καλόν κ’ αγαθόν, η ανθρώπινη τιμή και η αξιοπρέπεια.
γ. Φαινόμενα, μορφές και διαστάσεις της κοινωνικής ανισότητας
Οι κοινωνικές ανισότητες προσλαμβάνουν διάφορες διαστάσεις όπως: Υλική/οικονομική ευμάρεια, ισχύς και εξουσία, προνομιακή κοινωνική θέση και αναγνώριση. Οι διαστάσεις αυτές θεωρούνται βασικές, καθότι επηρεάζουν θετικά τις ευκαιρίες για μια καλή ζωή που έχει κάποιος. Μια τέταρτη διάσταση που στις μέρες μας αποκτά όλο και πιο μεγάλη σημασία είναι η Εκπαίδευση, η οποία ενώ εξαρτάται από τις προηγούμενες έχει η ίδια τεράστια σημασία για τη βιογραφία και την πορεία ζωής των ανθρώπων. Μια πέμπτη διάσταση είναι το λεγόμενο πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Για τις κοινωνικές ανισότητες είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ποιες πολιτιστικές αξίες, αντιλήψεις, ικανότητες, δεξιότητες, αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις και τα δίκτυα που διαθέτει ένα άτομο.
Στη σύγχρονη κοινωνία και κοινωνική κατάσταση που ζούμε αποκτούν ιδιαίτερη σημασία εκτός από αυτές τις διαστάσεις των κοινωνικών ανισοτήτων και οι εξής τέσσερις: συνθήκες και περιεχόμενο εργασίας, συνθήκες κατοικίας, συνθήκες περιβάλλοντος και συνθήκες ελεύθερου χρόνου.
Όπως ήδη αναφέραμε μόλις παραπάνω, οι ανισότητες σε σχέση με τις διαστάσεις των κοινωνικών ανισοτήτων φαίνονται να είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ειδικά οι πρώτες τρεις, και ακόμη ειδικότερα η υλική/οικονομική ευμάρεια και η σχέση προς τα μέσα παραγωγής, είναι πρωταρχικής σημασίας παράγοντας που καθορίζει και τους υπόλοιπους. Φυσικά και οι άλλοι με τη σειρά τους και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τους πρώτους.
δ. Όμως πώς και γιατί εμφανίζονται οι κοινωνικές ανισότητες και πώς μπορούν να εξαφανιστούν;
Η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι ένα προϊόν φυσικό ή τυχαίο, αλλά είναι ένα προϊόν συνειδητής ανθρώπινης πράξης, δράσης στο παρελθόν και στο παρόν σε σχέση με το μέλλον.Εξ αυτού συμπεραίνεται ότι και η κοινωνική ανισότητα είναι ένα ανθρώπινο -κοινωνικό και ιστορικό- δημιούργημα που έχει τα αίτιά του στην ίδια τη δομή και οργάνωση της κοινωνίας και επομένως μπορεί κατά βάση ο ίδιος ο άνθρωπος και η κοινωνία να αλλάξει αυτό το θεμελιακό δομικό χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνικής μας ζωής. Αρκετά συχνά ωστόσο γίνεται αποδεκτή από τους εμπλεκόμενους και αυτούς που τους πλήττει ως φυσικό δεδομένο, ως μοιραίο και άρα ως κάτι που δεν αλλάζει. Εδώ γεννάται βέβαια το ερώτημα: Πώς είναι δυνατό σε μια κοινωνία, στον κόσμο ολόκληρο, κατά τη διανομή σημαντικών αγαθών, θέσεων και προνομίων μια πλειοψηφία ανθρώπων που διαρκώς βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, που εμποδίζεται να καθορίσει αυτόνομα τη μοίρα, τη ζωή και το μέλλον της και που διακρίνεται πολλαπλά αρνητικά, να αποδέχεται αυτή την κατάσταση, πολύ συχνά αδιαμαρτύρητα;
Σε αυτό το σημείο αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως πίσω και κάτω από αυτή την κατάσταση βρίσκονται μηχανισμοί, θεσμοί και συμφέροντα, τα οποία ακόμη καταφέρνουν να συγκαλύπτουν την πραγματική κατάσταση και τα αίτιά της και να αποπροσανατολίζουν την οπτική των ανθρώπων από το μέρος όπου συντελείται αυτό το σκάνδαλο. Να αναφέρουμε εδώ ότι μια από τις αρμοδιότητες του κριτικού κοινωνικού επιστήμονα και κάθε ανθρώπου ή συλλογικότητας που συμφωνεί με αυτή τη διαπίστωση είναι ακριβώς να αποκαλύπτει αυτούς τους μηχανισμούς και τα συμφέροντα που με τον τρόπο που λειτουργούν καθαγιάζουν τα εγωιστικά συμφέροντα των λίγων ενάντια σε αυτά των πολλών, παγιώνουν τις κοινωνικές ανισότητες και οδηγούν πλήθος κόσμου στην ανέχεια, την απελπισία, την απόγνωση, την εξαθλίωση, την απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την ατίμωση. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει η ελπίδα, ότι με τη διαύγαση, την ακριβέστερη παρατήρηση στον τρόπο εμφάνισης και επίδρασης των κοινωνικών ανισοτήτων και την άσκηση κριτικής θα διαταραχθεί ο αυτονόητος, ο φυσικός και ο σχεδόν μοιραίος χαρακτήρας τους (R. Kreckel, 1992, σελ. 13).
Για τα αίτια των κοινωνικών ανισοτήτων υπάρχουν ως γνωστό διάφορες θεωρίες. Οι θεωρίες των κοινωνικών ανισοτήτων προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα, μεταξύ άλλων τα εξής:
1. Γιατί εμφανίστηκαν οι κοινωνικές ανισότητες (π.χ. άνιση διανομή του πλούτου) και οι δομές κοινωνικών ανισοτήτων συνολικά (ψηλά και χαμηλά στην κοινωνία); Γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν; (δομικό στοιχείο)
2. Γιατί ευνοούνται συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων έναντι άλλων εντός των δομών κοινωνικής ανισότητας; (προσωπικό στοιχείο)
3. Γιατί εμφανίζονται κοινωνικές ανισότητες, έστω κι αν αυτές παίρνουν διαφορετική μορφή και έκταση, σε όλες τις μέχρι τώρα γνωστές κοινωνίες; (γενικότητα των κοινωνικών ανισοτήτων)
4. Γιατί διαφέρουν οι ανισότητες από κοινωνία σε κοινωνία;
5. Είναι οι κοινωνικές ανισότητες αναγκαστικές ή μπορούν να εκλείψουν;
6. Κατά πόσο μπορούν οι κοινωνικές ανισότητες να δικαιολογηθούν;
Στα παραπάνω ερωτήματα, και σε άλλα παρόμοια, αλλά και για τις αιτίες των κοινωνικών ανισοτήτων, δίνουν διαφορετικές απαντήσεις διάφορες κοινωνιολογικές θεωρίες.
Οι κοινωνιολογικές θεωρίες για τις κοινωνικές ανισότητες εμφανίστηκαν τη στιγμή που αμφισβητήθηκε η άποψη ότι αυτές είναι αποτέλεσμα θεϊκής βούλησης ή της φύσης.
Ακόμη και σήμερα ωστόσο συναντά κανείς την άποψη ότι οι κοινωνικές ανισότητες οφείλονται σε βιολογικές διαφορές και ιδιαίτερα στο διαφορετικό δείκτη νοημοσύνης, εξυπνάδας μεταξύ των ανθρώπων (θα πρέπει να πούμε εδώ ότι ταυτόχρονα με τις παραπάνω απόψεις είχαμε σποραδικά και απόψεις που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο έθεταν το ζήτημα του κοινωνικού προσδιορισμούς των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτές βρίσκονταν κυρίως διασκορπισμένες σε κοινωνικές ουτοπίες διαφόρων μορφών: όπως πχ στον Πλάτωνα, Πολιτεία, γύρω στο 370 π.Χ., Αριστοτέλη, Πολιτικά, γύρω στο 350 π.Χ., Thomas Morus, Utopia, 1506, Thomas Campanella, Der Sonnenstaat, 1602, Francis Bacon, Nova Atlantis, 1627.
Σε σχέση με τις παραπάνω θεωρίες είναι απαραίτητο να κάνουμε σε αυτή τη θέση μερικές παρατηρήσεις.
Οι κοινωνικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των κοινωνικών ανισοτήτων, δηλαδή τέτοιοι που προέρχονται από την οργάνωση της κοινωνίας και τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων στο πλαίσιο της συμβίωσής τους, πέρασαν στο προσκήνιο και κυριάρχησαν, ενώ παράλληλα έχασαν σε ισχύ οι περί θεϊκού και φυσικού προσδιορισμού θεωρίες των κοινωνικών ανισοτήτων κατά τον 18ο αιώνα κάτω από την καταλυτική επίδραση της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, της Γαλλικής, αλλά και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Κατά την περίοδο αυτή επεκράτησαν οι φιλοσοφικές ιδέες για το φυσικό δίκαιο σχετικά με την ισότητα των ανθρώπων. Έτσι, έγραφε ο Άγγλος φιλόσοφος John Locke σχετικά ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σαφές από το ότι δημιουργήματα (εννοεί τους ανθρώπους) που έχουν το ίδιο επίπεδο, τα οποία έχουν γεννηθεί χωρίς διαφορές ως προς την απόλαυση των ίδιων προνομίων της φύσης και ως προς τη χρήση των ιδίων ικανοτήτων, δεν μπορεί να ζουν υποταγμένα και ιεραρχημένα παρά μόνο ως ισότιμα.
Οι ιδέες περί φυσικού δικαίου επιμένουν ιδιαίτερα στο ότι πριν από κάθε μορφή συμβίωσης, σε μια αρχέγονη κατάσταση, δεν υπήρχε καμιά ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Αυτές οι ιδέες βασίζονται στην αντίληψη ότι υπήρξε μια αρχέγονη κατάσταση της ανθρωπότητας, στην οποία δεν υπήρχαν εκκλησιαστικές ή ηγεμονικές εξουσιαστικές σχέσεις που να καθορίζουν και να μοιράζουν άνισα τα προνόμια ζωής μεταξύ των ανθρώπων. Οι ιδέες αυτές επηρέασαν καταλυτικά, όπως ήδη αναφέραμε, μεταξύ άλλων την Γαλλική Επανάσταση και εκφράστηκαν στη Διακήρυξη των Ανθρώπινων και Πολιτικών Δικαιωμάτων το 1789, όπου αναφέρεται: «Οι άνθρωποι είναι γεννημένοι ελεύθεροι και ως προς τα δικαιώματά τους ίσοι».
Η συνειδητοποίηση των κοινωνικών προσδιοριστικών παραγόντων της κοινωνικής ανισότητας οδήγησε κατά τον 18ο αιώνα στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες εναντίον προνομίων λόγω της γέννησης και στο αίτημα να εξαρτώνται οι υλικές και κοινωνικές ευκαιρίες του καθενός από τις ατομικές του επιδόσεις. Είναι πολλοί αυτοί που είχαν την άποψη ότι η αιτία των ανισοτήτων μεταξύ των ανθρώπων οφείλεται στην ύπαρξη ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
O γάλλος φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau, π.χ. διαχώριζε τη φυσική ανισότητα που χαρακτήριζε την αρχέγονη ανθρώπινη κατάσταση και η οποία όμως δεν έκανε τους ανθρώπους δυστυχισμένους, από την ηθική και πολιτική ανισότητα, η οποία εμφανίστηκε στην πορεία του εκπολιτισμού της ανθρωπότητας. Σχετικά με αυτό έγραφε: «Ο πρώτος που κατέλαβε ένα κομμάτι γη και το περιέφραξε και είχε την ιδέα να φωνάξει: αυτό είναι δικό μου και βρήκε ανθρώπους, που ήταν αρκετά επιπόλαιοι να τον πιστέψουν, ήταν ο πραγματικός θεμελιωτής της αστικής κοινωνίας. Από πόσα εγκλήματα, πόσους πολέμους, πόσες δολοφονίες, πόση στέρηση και δυστυχία και από πόση βαρβαρότητα θα είχε γλιτώσει την ανθρωπότητα αυτός που θα ξήλωνε την περίφραξη ή θα έκλεινε τους λάκκους που μπήκαν οι πάσσαλοι και θα είχε φωνάξει στους συνανθρώπους του: Προστατευτείτε και μην ακούτε αυτό τον απατεώνα. Είστε χαμένοι αν ξεχάσετε ότι τα φρούτα ανήκουν σε όλους και η γη σε κανέναν».
Οι κοινωνιολογικές θεωρίες περί κοινωνικών ανισοτήτων εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, όταν έγινε πλέον εμφανές ότι οι κοινωνικές ανισότητες προκαλούνται από τους ίδιους τους ανθρώπους και ειδικότερα από τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν τα πρωτόγνωρα σε οξύτητα προβλήματα που προκάλεσε η εκβιομηχάνιση και η εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος. Πολλές θεωρίες εκείνης της περιόδου απέδιδαν τις ανισότητες στις οικονομικές σχέσεις εξουσίας, δηλαδή στην άνιση δυνατότητα πρόσβασης στα κοινωνικά αγαθά, αλλά και στην οικειοποίηση του μόχθου των εργαζομένων. Τότε εμφανίστηκαν ταξικές θεωρίες, δηλαδή τέτοιες που υποστήριζαν ότι δημιουργήθηκε ένα σύστημα με δύο κοινωνικές τάξεις, τους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες, των οποίων τα συμφέροντα είναι εντελώς αντίθετα. Τέτοιες θεωρίες υποστήριξαν π.χ. ο Claude Henri de Saint-Simon, ο Charles Fourier και ο Robert Owen.
Προεξάρχουσα θέση ωστόσο σχετικά με την κοινωνική εξήγηση των κοινωνικών ανισοτήτων έχουν οι απόψεις, οι αναλύσεις και τα επιχειρήματα του Karl Marx. Οι ιδέες του Karl Marx αναπτύχθηκαν γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα με την εμφάνιση του βιομηχανικού καπιταλισμού και είναι ενταγμένες σε μια γενική θεωρία του για την εξέλιξη της κοινωνίας και ιδιαίτερα της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Με την εμφάνιση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής οδηγήθηκαν οι κοινωνίες σε μια κατάσταση, όπου σχηματίστηκαν δυο κοινωνικές τάξεις: οι εργάτες, που δεν κατέχουν τίποτα πέρα από την εργατική τους δύναμη, και οι κεφαλαιοκράτες, που κατέχουν τα μέσα παραγωγής. Οι εργάτες για να επιβιώσουν είναι υποχρεωμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη στους κεφαλαιοκράτες και λαμβάνουν μια αμοιβή για αυτό, το μισθό. Αυτό σημαίνει ότι οι εργάτες εξαρτώνται από τους κεφαλαιοκράτες. Με αυτό τον τρόποπροέκυψε διαμέσου της κατοχής κεφαλαίου η κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους.Η κατάσταση αυτή παγιώνεται και οδηγεί στην παραγωγή συνεχών ανισοτήτων, αφού οι μεν εργοδότες προσπαθούν να μην αλλάξει η κοινωνία σε βάρος τους για να μην χάσουν τα προνόμιά τους, ενώ οι εργάτες προσπαθούν να αλλάξουν την κοινωνία για να βελτιώσουν την κατάστασή τους. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί έναν ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των δυο τάξεων και έχει ως αποτέλεσμα τις συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ τους, προκειμένου ο καθένας να υποστηρίξει τα δικά του συμφέροντα. Οι κεφαλαιοκράτες για να είναι ανταγωνιστικοί με άλλους παραγωγούς θα πρέπει να παράγουν όλο και περισσότερο σε χαμηλότερες τιμές. Για να καταφέρουν αυτό χρησιμοποιούν την πίεση στους εργάτες για χαμηλούς μισθούς και χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τεχνολογίες, ενώ απολύουν εργάτες. Οι άνεργοι λειτουργούν ως φόβητρο σε όσους έχουν εργασία, γιατί δέχονται τους χαμηλούς μισθούς για να μην χάσουν τη δουλειά τους. Οι έχοντες όμως κατά τον Karl Marx την οικονομική δύναμη μπορούν να ελέγχουν και την πολιτική, τον πολιτισμό, την επιστήμη, την εκπαίδευση, την εκκλησία και θρησκεία, το κυρίαρχο σύστημα ιδεολογιών και αξιών σε μια κοινωνία. Ο έλεγχος βέβαια αυτών των θεσμών παγιώνει τις κοινωνικές ανισότητες και κάνει την κοινωνική κινητικότητα για τις κατώτερες τάξεις σχεδόν αδύνατη. Το κλειδί επομένως για την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων για τον Karl Marx είναι η κατάργηση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Γ. Φαινόμενα κρίσης και υποθέσεις για μια διέξοδο
Με δεδομένο τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, που μας βάζει προ αλλαγών στο επίπεδο θεσμών που αφορούν στην οικονομία, την πολιτική, τον πολιτισμό, τις κοινωνικές σχέσεις και τα κοινωνικά προβλήματα, φαίνεται μια οικονομία της αλληλεγγύης, οικολογικά, κοινωνικά και πολιτιστικά συμβατή να είναι όχι μόνο λογική και αυτονόητη, αλλά και κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η μόνη εφικτή και επείγουσα απάντηση στα επαπειλούμενα και συσσωρευμένα κοινωνικά προβλήματα, και ιδιαίτερα αυτά του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας.
Ιδιαίτερα σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών οι μεταβολές αυτές προσλαμβάνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, αφού έρχονται να αμφισβητήσουν δομές, θεσμούς, διαδικασίες και πρακτικές με μεγάλη σταθερότητα εδώ και αιώνες. Η οικονομία π.χ. με καθαρά οικογενειακό και ανταλλακτικό χαρακτήρα τείνει να ενταχθεί πλήρως στη λεγάμενη ελεύθερη καπιταλιστική αγορά, ενώ ταυτόχρονα διαδικασίες αστικοποίησης και εξατομίκευσης έχουν αλλάξει ριζικά τη δομή, τη λειτουργία και τον χαρακτήρα της οικογένειας. Όλες οι κοινοτιστικές και συλλογικές δομές και πρακτικές παρουσιάζουν χαρακτηριστικά διάλυσης και θρυμματισμού.
Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία φαίνεται η ανθρώπινη εργασία όχι μόνο να μην είναι απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά να είναι και εμπόδιο. Για τα άτομα οι συνέπειες αυτών των ριζικών αλλαγών, όπως ανεργία, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός, όχι μόνο είναι συνδεδεμένες με πρωτόγνωρες ανασφάλειες των προσδοκιών σχετικά με τις προοπτικές και τα σχέδια ζωής τους, αλλά επιδρούν δραματικά στην ψυχική υγεία των ανθρώπων και διαβρώνουν την κοινωνική αλληλεγγύη.
Οι κοινωνικές και οικονομικές πολώσεις μεταξύ και εντός των πόλεων και των περιφερειών, όπως και η εμφάνιση συσσωρευμένων προβλημάτων σε ορισμένα τμήματα των πόλεων και των περιφερειών, έχουν φτάσει σε ένα δραματικό σημείο. Απογοήτευση, φόβος, παραίτηση, απόσυρση και άσκοπη βία είναι αντιδράσεις που γίνονται αντιληπτές στο πλαίσιο της κοινότητας. Για όλο και περισσότερους ανθρώπους τίθεται το ερώτημα για μια βιογραφική προοπτική και για τη δυνατότητα κατοχύρωσης της ύπαρξης από τη δική τους και μόνο δυνατότητα.
Οι κοινωνίες καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης των ανθρώπων, τους οποίους φαίνεται να μην χρειάζεται πλέον η παγκοσμιοποίηση. Το γεγονός αυτό έχει συνέπειες για την κατανόηση του κράτους δικαίου και της ευημερίας. Όταν άνθρωποι και ολόκληρες περιοχές δεν είναι πλέον απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη, μπορούν και πρέπει να βρεθούν σε αυτές τις κοινωνικές κοινότητες άλλοι, εναλλακτικοί δρόμοι. Η κοινωνική πολιτική που στόχο είχε την εξασφάλιση κανονικών σχέσεων εργασίας για όλους και συνδεόταν με την προσπάθεια να εξαλειφθούν οι κίνδυνοι κοινωνικής απένταξης και περιθωριοποίησης έχει χάσει τη βάση και τη λειτουργία της. Πολύ περισσότερο μάλιστα η ευθύνη για τέτοια φαινόμενα αποδίδεται στα ίδια τα άτομα. Με αυτή τη λογική τα θύματα γίνονται θύτες. Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία το ύψος και ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Αυτό το όνειρο ωστόσο μετατρέπεται στο αντίθετό του, αφού η παραγωγικότητα της απενταγμένης από την κοινωνία οικονομίας δεν στοχεύει πλέον στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά έχει γίνει αυτοσκοπός.
Οι άνθρωποι στις βιομηχανικές αναπτυγμένες κοινωνίες απωθούνται στις μικρές τοπικές κοινωνίες και κοινότητες, οι οποίες πρέπει πάλι να γίνουν ο κεντρικός τόπος για την εξασφάλιση και τη διαχείριση της ζωής. Οι τοπικές κοινωνίες και κοινότητες καλούνται επομένως να διαμορφώσουν τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να ξαναβρούν προοπτική, νόημα και περιεχόμενο στη ζωή.
Η εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, κοινωνικής συμμετοχής, αλληλεγγύης και συλλογικής ανάπτυξης, αλλά και της διατήρησης και ανάπτυξης του κοινωνικού κεφαλαίου στις τοπικές κοινωνίες, πρέπει να αποτελούν κεντρικούς στόχους των τοπικών κοινωνιών. Φαίνεται λοιπόν να είναι απαραίτητη μια ενεργός και ενεργοποιητική κοινωνική πολιτική, η οποία να υποστηρίζει λύσεις οικολογικά, κοινωνικά και πολιτιστικά συμβατές με τη συμμετοχή των ανθρώπων στις τοπικές κοινωνίες.
Όλες οι τοπικές κοινωνικές δυνάμεις και θεσμοί που αντιλαμβάνονται τα προστάγματα των καιρών θα πρέπει να συμμετάσχουν στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός τοπικού κοινωνικού κράτους, το οποίο θα εξασφαλίζει μια πιο δίκαιη διανομή των κοινωνικών αγαθών και ευκαιριών. Θα πρέπει να συμβάλουν στην αποκατάσταση των διαρρηγμένων πολιτιστικών, κοινωνικών, οικολογικών και οικονομικών σχέσεων στις τοπικές κοινωνίες και να αποχαιρετήσουν ρητά και κατηγορηματικά ατομικιστικές απαντήσεις σε συλλογικά ερωτήματα. Τα νέα συλλογικά ερωτήματα και οι κοινωνικές, οικολογικές, πολιτιστικές και οικονομικές αναπτυξιακές ανάγκες θα πρέπει να αποτελούν τον οδηγό για την αναζήτηση επαρκών και ικανοποιητικών λύσεων με προοπτική (S. Elsen, 1998, σελ. 7).
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να δημιουργηθούν νέες δομές, που αφορούν στο σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας και συνύπαρξης και οι οποίες ενώ θα στηρίζονται σε όρους δημοκρατίας, αλληλεγγύης, συνεργασίας, ισότητας, ενδυνάμωσης και κοινωνικής χειραφέτησης, θα σκοπεύουν ταυτόχρονα στην εξασφάλιση των υλικών όρων για την επιβίωση, την ισόρροπη, αειφόρο, οικολογική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη που αναδεικνύει τον πολιτισμό, την παράδοση και τη φύση σε πρωταρχικής σημασίας παράγοντες για τον παραπάνω σκοπό και που ταυτόχρονα θα πρέπει -γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο- να συμβάλει στη διατήρηση, την ανάπτυξη και την εξέλιξή τους. Σε σχέση με αυτές τις διαπιστώσεις έχουν οι απόψεις του Ferdinand Tönnies από το βιβλίο του Gemeinschaft und Gesellschaft (1887) και σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
«Όταν μετά από τις δραματικές δονήσεις που προκαλεί το καπιταλιστικό-κοινωνικό παγκόσμιο σύστημα, τώρα επιπλέον ενεργοποιεί ασύστολα τις διαλυτικές του δυνάμεις• όταν μπροστά σε αυτά τα φαινόμενα δυναμώνει η φωνή για «κοινότητα»(…) τότε μπορεί πιθανά να αποκτήσει αυτή η φωνή ακόμη πιο μεγάλη εμπιστοσύνη, όσο πιο λίγο διαδηλώνεται μια μεσσιανική ελπίδα με την επίκληση του ‘πνεύματος’• γιατί το πνεύμα ως ένα ιδιαίτερο ον υπάρχει πραγματικά μόνο στην πίστη σε φαντάσματα• για να ζήσει κανείς, θα πρέπει να φαίνεται ότι τον αγγίζει το σώμα μιας ικανής να ζήσει και να αναπτυχθεί αρχής• μια τέτοια, είναι η ιδέα της συνεταιριστικής αυτοεξασφάλισης, όταν βεβαίως ξέρει να αυτοπροστατευτεί από τη διολίσθηση στη λειτουργία μιας απλής επιχείρησης» (F. Tönnies, 1991, σελ. 175).
Δ. Παρέκβαση: η κρίση ως ευκαιρία
Ενώ αυτές οι κρίσεις κατανοούνται συνήθως ως καταστροφή, αποδιοργάνωση και απειλή, μπορούν αυτές επίσης να κατανοηθούν ως ευκαιρία. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός συνδέεται εξάλλου πάντα με κρίσεις (S. Papaioannou, 1994, σελ. 15)
«Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η εξαιρετική κατάσταση στην οποία ζούμε αποτελεί τον κανόνα. Θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια έννοια της ιστορίας που να ανταποκρίνεται σε αυτό. Τότε θα αναχθεί σε καθήκον μας η επιβολή της πραγματικής εξαιρετικής κατάστασης» (W. Benjamin, 1965, σ. 78-94) έγραψε ο Walter Benjamin στις Geschichtsphilosophische Thesen (Ιστορικοφιλοσοφικές θέσεις).
Από τα ελληνικά γνωρίζουμε ότι: «Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού».Παρόλο που η κρίση θεωρείται κάτι το ξαφνικό, έντονο και προσωρινό, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από αλληλοδιαδεχόμενες και αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις. Ανεξάρτητα από το πού οφείλεται αυτό, η «κατάσταση κρίσης» έχει αποκτήσει μια εμμονή και μονιμότητα. Η κρίση, είτε αυτή θεωρείται ως μια νομοτελειακά αναγκαστική και μεταφυσικά επενδεδυμένη αποκάλυψη, είτε ως συνεπές αποτέλεσμα ενός ιστορικά συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή του βιομηχανικού καπιταλισμού, φώλιασε σε μας και απειλεί να γίνει κανονικότητα της ζωής μας. Ως συστατικά στοιχεία του βιόκοσμου και της εμπειρίας των ανθρώπων μπορούν οι κρίσεις να προκαλέσουν αντιδράσεις και αντιστάσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα είτε την υπέρβαση -μετασχηματισμό και/ή κάθαρση των καταστάσεων κρίσης- είτε μια αμυντική, παθητική στάση. «Αλλά όπου υπάρχει κίνδυνος, μεγαλώνει και η δυνατότητα σωτηρίας» είχε γράψει ο γερμανός ποιητής Hölderlin.
Από την έννοια κρίνειν προέρχονται οι έννοιες κρίσις, κριτική, κρίσιμος, κριτήριον, κριτής κ.λπ. Κρίνειν σήμαινε αρχικά αξιολογώ, εκτιμώ, ερευνώ, αποφασίζω, κρίνω (ασκώ κριτική), αποφαίνομαι, υποψιάζομαι, φρονώ, υποθέτω, νομίζω, σχολιάζω. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ωστόσο, εμπεριέχεται μια συστηματική θεμελίωση στη βάση κριτηρίων και μια αγωνιστική, προσανατολισμένη προς τη διένεξη στιγμή.
Αναλογικά με τα παραπάνω κρίσις σημαίνει αφενός αξιολόγηση, ετυμηγορία, τοποθέτηση/θέση, εκτίμηση, διερεύνηση, απόφαση, απόφανση, γνώμη, ικανότητα κρίσης, ευθυκρισία, δικαστική απόφαση, και αφετέρου κίνδυνο, κορύφωση δυσμενούς στιγμής, μια ακραία, οριακή στιγμή, που τοποθετείται άμεσα πριν από ένα ριζοσπαστικό, ανατρεπτικό γεγονός, του οποίου η ανάπτυξη και η τελείωση προκαλεί μια εντελώς νέα κατάσταση.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι ήδη ο Ιπποκράτης ο Κώος (460-377 π.Χ.) πριν από περίπου 2500 χρόνια χρησιμοποίησε την έννοια κρίσις σε σχέση με την ιατρική (Περί Κρισιών, στο Άπαντα, τόμος 3, εκδόσεις Κάκτος, 1992, καθώς και στο Περί Κρισίμων). Ο Ιπποκράτης συμπεριλάμβανε στην ιατρική έννοια της κρίσεως στοιχεία που είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για μια κοινωνιολογική έννοια της κρίσης: Η κρίση εμφανίζεται πάντα, όταν κατά τη διάρκεια μιας αρρώστιας υπάρχει μια αποφασιστική μεταβολή που μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη ίαση, σε κώμα ή στο θάνατο (R. Starm, «Historische Aspekte des Krisenbegriffs», στο: Jänicke M. (Hrsg.), 1973, σ. 53, όπως αναφέρεται στο: v. Alemann U., 1983, στο Mattes J. (Hrsg.), 1983, (σ. 535-553), σ. 535). Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση κρίσης δεν έχει ειπωθεί ακόμα η τελευταία λέξη. Είναι η στιγμή στην οποία συνυπάρχει ο κίνδυνος με την ελπίδα.
Ανεξάρτητα από το εάν αντιλαμβανόμαστε την κρίση ως θετική δυνατότητα υπέρβασης κρίσιμων καταστάσεων ή ως απειλή ενάντια σε υπάρχουσες και θετικά αξιολογούμενες καταστάσεις και προσπαθούμε να την αποτρέψουμε, χρειαζόμαστε κριτική.
«Η σχέση σημασίας μεταξύ κρίσης και κριτικής δεν εξαφανίστηκε ιστορικά ποτέ. Γι’ αυτό θα πρέπει κάθε έννοια της κρίσης να μένει συνδεδεμένη με μια έννοια της κριτικής» (E. Becker & T. Jahn, 1989. Από τη σειρά: Sozial-ökologische Arbeitspapiere, της ερευνητικής ομάδας Soziale Ökologie, σ. 6. Οι παραπάνω συγγραφείς στηρίζονται σχετικά στο: R. Kosselek, 1973).
Η συνείδηση της κρίσης μπορεί μόνο διαμέσου της κριτικής να αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία για τη δράση, έτσι που να γίνει δυνατόν να κατανοηθεί η κρίση ως ευκαιρία. Υπό αυτή την έννοια ο ρόλος της κριτικής επιστήμης και της διανόησης δεν είναι η τεχνοκρατική, συστημική αντιμετώπιση και διαχείριση της κρίσης, αλλά αντίθετα η πρόκληση κρίσεων διαμέσου της κριτικής, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν.
Όλες οι μεγάλες ιδέες και πράξεις, επιστημονικές, πολιτιστικές και πολιτικές, που υπερβαίνουν τα δεδομένα και οδηγούν σε ριζικές αλλαγές, προκαλούν κρίσεις. Η κρίση μπροστά στην οποία βρισκόμαστε όχι μόνο δεν αλλάζει τον ρόλο του διανοούμενου, του πραγματικού πολιτικού και του κάθε κριτικά σκεπτόμενου πολίτη, αντίθετα μάλιστα τον κάνει πιο επιτακτικό και αναγκαίο.
Κατά τον Umberto Eco, ο οποίος αποδεχόμενος την ελληνική κλασική έννοια της κρίσης, διακρίνει την αρνητική της σημασία από τη θετική, «ο διανοούμενος υποχρεούται, σε αντίθεση με τον πολιτικό, να παράγει κρίσεις ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν. Κάθε εφεύρεση στο πεδίο των φυσικών και των ανθρωπιστικών επιστημών, μια επιστημονική επανάσταση, η οποία καταρρίπτει, περιθωριοποιεί ή αντικαθιστά μέχρι τώρα ισχύουσες αρχές ή επιστημονικά παραδείγματα, προκαλεί κρίση. Κάθε δημιουργικός Λόγος (Diskurs) ακόμη κι αν είναι ένα ποίημα, ένα φιλμ, ένας μεταφυσικός στοχασμός, προκαλεί κρίση, αφού ερμηνεύει τον κόσμο με ένα πρωτόγνωρο τρόπο… Το καθήκον του δεν είναι η νομιμοποίηση αυτού που υπάρχει. Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται ο πολιτικός να απαιτεί από τον διανοούμενο, να θεραπεύσει την κρίση. Ο διανοούμενος, ακόμη και όταν είναι πολιτικά στρατευμένος, δεν αποτελεί την γκάιντα της επανάστασης (και πολύ λιγότερο της αντεπανάστασης/της παλινόρθωσης). Ρωτήστε μας, εάν θέλετε, για τα αίτια της κρίσης. Αλλά μην απαιτείτε από μας καμιά συνταγή, γιατί όλοι οι άρρωστοι και όχι μόνο οι κατά φαντασία ασθενείς, είναι συνεργάτες της αρρώστιας τους. Προκαλέστε μας καλύτερα να παράγουμε κρίσεις, κρίσεις, περισσότερες κρίσεις, με την έννοια της κριτικής, της εκτίμησης, της υποψίας, της ανησυχίας, της ερμηνείας και της διένεξης» (U. Eco, 1983).
Αυτό προϋποθέτει την κατανόηση ότι, όταν μας μιλούν για κρίσεις τις οποίες τάχα στο τέλος θα τις υπερβούμε, μας εγκλωβίζουν σε μια αυταπάτη (V. Forrester, 1997, σ. 8). Η οικονομική ανάπτυξη, όπως όλα δείχνουν, δεν έχει αντίστοιχη αυξητική επίδραση στην απασχόληση, ούτε στο επίπεδο ζωής όλων. Εξάλλου, «καμιά πρόοδος του κόσμου δεν επιτρέπει να αγνοηθεί ότι σε απόλυτους αριθμούς ποτέ, ποτέ πριν επί της γης τόσο πολλοί άνδρες, γυναίκες και παιδιά δεν ήταν σκλάβοι, πέθαναν από πείνα ή θανατώθηκαν» (J. Derrida, 1996, σ. 139).
Ας κρατήσουμε σε αυτό το σημείο ότι η πολιτική, εκτός από τη διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων, έχει μια κοινωνική εντολή: να ασκεί κριτική, να αποκαλύπτει, να διαφωτίζει, να παράγει και να ασκεί πολιτισμό και παιδεία, να συμβάλει στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, όπου οι άνθρωποι θα δημιουργούν, θα εκφράζονται ελεύθερα, θα βρίσκουν νόημα στη ζωή, θα ερωτεύονται, θα ονειρεύονται και θα χαλκεύουν ουτοπίες κοντινές και μακρινές, ενάντια στο σκοταδισμό, τη μεταφυσική, τη θεοκρατία και τις θρησκοληψίες, τον τεχνοκρατισμό, τον λαϊκισμό, την αλλοτρίωση, τις κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις μισαλλοδοξίες.
Ε. O μεγάλος μετασχηματισμός των μικρών τοπικών κοινωνιών και η ανάγκη εναλλακτικών παρεμβάσεων
Το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει ο Karl Polanyi (K. Polanyi, 1977, σ. 81 και 64), «η οικονομία δεν είναι πλέον ενταγμένη μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά αντίθετα οι κοινωνικές σχέσεις είναι ενταγμένες στο σύστημα οικονομίας», οδηγεί αναγκαστικά σε κοινωνικό αποκλεισμό και διασπά τις διανθρώπινες σχέσεις και απειλεί τον φυσικό ζωτικό χώρο του ανθρώπου με εξαφάνιση.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι απαραίτητο να διαμορφωθεί μια κατάλληλη, οξυδερκής πολιτική που να υπερβαίνει το σύνηθες και να ανοίγει νέους δρόμους, επεξεργαζόμενη την παρούσα κατάσταση στην ιστορική της διαδρομή και αντιλαμβανόμενη έγκαιρα τα όσα προμηνύονται. Η πολιτική αυτή και θα πρέπει να εμπεριέχει κοινωνικο-μαθησιακές προκλήσεις και διαδικασίες, θα πρέπει επιπλέον να συνδέεται και να συμπληρώνεται με πρωτοβουλίες πολιτιστικής, εκπαιδευτικής και επιμορφωτικής κατεύθυνσης, καθώς και με παρεμβάσεις κοινωνικής πολιτικής και προστασίας του περιβάλλοντος εναλλακτικού χαρακτήρα, χωρίς όμως να «εξέρχονται» και να αυτοπεριορίζονται από την καθιερωμένη κοινωνία, αλλά να αποτελούν την πραγματική εναλλακτική πρόταση και αντίσταση στα πλαίσια και σε αντιπαράθεση με δομές και αντιλήψεις που (ανα)παράγουν τα δοσμένα κοινωνικά και ανθρώπινα αδιέξοδα (Βλέπε σχετικά P. Alheit, “Abshied von der Lohnarbeit? Bemerkungen zu einer Erweiterung des Arbeitsbegriffs”, στο: Alheit P. et al 1990, (σ. 22-25). Βλέπε σχετικά επίσης U. Beck, 1988, σ. 25).
Να αποτελούν με άλλα λόγια μια ρεαλιστική ουτοπία με την έννοια του Ernst Bloch. Το «όραμα προς τα εμπρός», το ουτοπικό «όχι ακόμη», δεν συνίσταται πλέον στην ανακάλυψη ενός μακρινού Eldorado, μιας μακρινής Εδέμ, αλλά στο πρόταγμα για ανακατασκευή αυτού, μέρος του οποίου αποτελούμε (E. Bloch, 1959).
ΣΤ. Κοινωνικός μετασχηματισμός και κοινωνική πολιτική
α. Εισαγωγικές σκέψεις
Ενώ οι διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού -και ιδιαίτερα η αναδιάρθρωση των τοπικών οικονομιών- προκαλούν μια σειρά από κοινωνικά προβλήματα, άγνωστα μέχρι τώρα σε αυτές τις κοινωνίες, εάν παρατηρήσουμε ωστόσο την κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα διαπιστώσουμε ότι σε πλήρη αρμονία με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (P. Barthelheimer, 2001, σ. 60-61) ξεκινά από τη θέση πως η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός οφείλονται σε ατομική ευθύνη και επομένως θα πρέπει να καταπολεμηθούν με μέτρα, τα οποία να στοχεύουν στην αλλαγή των ιδίων των αποκλεισμένων. Αυτή η συντηρητική, νεοφιλελεύθερη εκδοχή της κοινωνικής πολιτικής υποστηρίζει ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι αποτέλεσμα έλλειψης προσωπικών προϋποθέσεων ενσωμάτωσης των ιδίων των αποκλεισμένων. «Το πρόβλημα της ενσωμάτωσης μετατοπίζεται έτσι στους αποκλεισμένους. Αυτοί είναι εκείνοι, που θα πρέπει να γίνουν ενσωματώσιμοι» (M. Kronauer, 2000). Το ερώτημα σε ποιες κοινωνικές σχέσεις θα πρέπει να ενσωματωθούν και σε ποιο βαθμό αυτές οι σχέσεις συμβάλουν στη συστηματική αναπαραγωγή ανισοτήτων και κοινωνικού αποκλεισμού δεν τίθεται πλέον (S. Herkommer, Deklassiert, ausgeschlossen, chancenlos–die Überzähligen im globalisierten Kapitalismus, στο: S. Herkommer (Hrsg.), 1999, σ. 10).
β. Η σημερινή κατάσταση της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα
Εδώ και δεκαετίες η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία, στις αγροτικές, ορεινές, μικρονησιωτικές κ.ά. περιοχές ήταν -και είναι ακόμη κατά πολύ- σχεδόν αποκλειστικά αρμοδιότητα του κράτους και περιορίζεται σε υποτυπώδη ιατροφαρμακευτική και ασφαλιστική κάλυψη.
Είναι σαφές ότι η κοινωνική πολιτική ξεκινάει από την παραδοχή ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός, στον οποίο εκπίπτουν τα άτομα, έχει ως αιτία τις ελλιπείς προσωπικές προϋποθέσεις ενσωμάτωσης των ιδίων των κοινωνικά αποκλεισμένων. Αυτό που όμως χρειαζόμαστε σε αυτή την κατάσταση είναι περισσότερο μια Κοινωνιακή Πολιτική (Gesellschaftspolitik) και λιγότερο μια Κοινωνική Πολιτική (Sozialpolitik), με την καθιερωμένη έννοια του όρου, χρειαζόμαστε δηλαδή μια πολιτική ανάπτυξης, που να κινητοποιεί τους πολίτες προς την κατεύθυνση της δημιουργίας νέων δομών στο χώρο της οικονομίας, του πολιτισμού, της πολιτικής και των κοινωνικών σχέσεων και προβλημάτων. Σε πολλές τοπικές κοινωνίες, ακόμη και στην περιφέρεια, γίνεται εμφανής μια προσπάθεια -σχεδόν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80- να δημιουργηθούν δομές και να εφαρμοστούν προγράμματα και δράσεις, που σκοπεύουν προς την παραπάνω κατεύθυνση μιας κοινωνικής οικονομίας και μιας κοινωνικής πολιτικής που υπερβαίνει την παλιά περιοριστική αντίληψη και εμπεριέχει στοιχεία συνολικής Κοινωνιακής Πολιτικής. Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, που μάλιστα εντάθηκε τη δεκαετία του ’90, λόγω των προγραμμάτων δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένα έλλειμμα συνολικής, συστηματικής κοινωνικής πολιτικής που να στηρίζεται συνειδητά στην ιδέα ότι εν πολλοίς η πιο αποτελεσματική κοινωνική πολιτική είναι σχεδόν ταυτόσημη με την Κοινωνιακή Πολιτική, αφού το ζητούμενο δεν είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση των εξατομικευμένων κοινωνικών προβλημάτων, αλλά η πρόληψή τους.
Ας πάρουμε το παράδειγμα του επαρχιακού αγροτικού, ορεινού και νησιωτικού χώρου. Μια συστηματική παρατήρηση αυτού του χώρου μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε τα εξής:
Αυτές οι τοπικές κοινωνίες διαθέτουν έναν αξιοθαύμαστο πλούτο παραδοσιακού, ιστορικού, πολιτισμικού, φυσικού και κοινωνικού κεφαλαίου. Πολλά από αυτά τα στοιχεία είναι ακόμη και σήμερα εγγενή συνθετικά στοιχεία της καθημερινότητας των ανθρώπων. Υπό αυτή την έννοια τίθεται το ερώτημα εάν και κατά πόσον είναι δυνατόν μερικές από αυτές τις δομές, γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες, εμπειρίες και αντιλήψεις συνειδητά να αποτελέσουν τη βάση, επάνω στην οποία να αναπτυχθεί μια αναπτυξιακή πολιτική που να μεριμνά και να συμπεριλαμβάνει το σύνολο των κοινωνικών δεδομένων και σχέσεων σε μια τοπική κοινωνία. Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει βέβαια να λάβει υπόψη της τη νέα κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε και να εμπλουτιστεί από τις εμπειρίες όλων των κοινωνικών κινημάτων, παλαιών και νέων, καθώς και από κάθε μεμονωμένη εναλλακτική προσπάθεια. Αυτό που βέβαια λείπει είναι μια αντίστοιχη συνείδηση σχετικά με την ιδιαίτερη σημασία αυτού του πολύτιμου κεφαλαίου, ένας σχεδιασμός και μια πολιτική που να επικεντρώνει στο παραπάνω.
Ένα άλλο ενδιαφέρον φαινόμενο που εντοπίζεται στις παραδοσιακές τοπικές κοινωνίες είναι αυτό της λεγάμενης «άτυπης, δεύτερης οικονομίας», η οποία κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να απελευθερώσει ένα μεγάλο δυναμικό νεωτεριστικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων.
Ωστόσο, όπως διαπιστώσαμε παραπάνω, δεν είναι στους περισσότερους πολίτες αυτών των περιοχών συνειδητή η σπουδαιότητα αυτής της άτυπης οικονομίας.
Από τη σχετική συζήτηση γνωρίζουμε ότι η διπλή οικονομία αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους των νέων κοινωνικών κινημάτων. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι κατ’ αυτό τον τρόπο εκφράζεται μια αντίσταση ενάντια στην κυρίαρχη αλλοτριωτική Οικονομία. Αυτή αποτελεί, τέλος, μια συνειδητή και επεξεργασμένη αντίδραση ενάντια στις καταστροφικές επιδράσεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Το ερώτημα είναι πώς από αυτή τη «μη συνειδητή άτυπη οικονομική δραστηριότητα» μπορεί να αναπτυχθεί μια «συνειδητή κοινωνική οικονομία», με την έννοια του Oskar Negt: «Πρόκειται για μια οικονομία, η οποία δεν απολυτοποιεί το οικονομικό, αλλά φροντίζει, στη λογική της πρωταρχικής σημασίας της έννοιας του ‘οίκου’, για ολόκληρο το ‘σπίτι’, για τους ανέργους, αλλά και για το περιβάλλον, για την υγεία, αλλά και για την κατανομή της εργασίας μεταξύ των φύλων» (O. Negt, 1995).
γ. Σκέψεις γύρω από μια εναλλακτική κοινωνική οικονομία, κοινωνική πολιτική και κοινωνική εργασία με κοινότητες
ι. Για την αναγκαιότητα μιας εναλλακτικής κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής
Οι όποιες επιφυλάξεις μας για την πολιτικοκοινωνική δυνατότητα εναλλακτικών προτάσεων δε μας εμποδίζουν να υποστηρίξουμε τέτοιες προτάσεις ως μέσο αναβάθμισης του κριτικού πολιτικο-κοινωνικού λόγου, της κοινωνικής συνείδησης και πράξης, του πολιτισμού και του κοινωνικού ελέγχου, αλλά και να επιμείνουμε στο γεγονός ότι, κάτω από τις σημερινές συνθήκες σε όλο τον κόσμο, οι εναλλακτικές προτάσεις δείχνουν το δρόμο προς τον «τόπο» όπου θα πρέπει να ψάξει κανείς για διεξόδους. H πρόσκρουση των ουτοπικών ιδανικών, των στόχων, των αιτημάτων για μια «άλλη κοινωνία» στα όριά τους και η «διόρθωσή» τους από την κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα με τις «κυρίαρχες σχέσεις», αλλά και από τα παγιωμένα δόγματα πολλών από τους ίδιους τους «εναλλακτικούς», δεν μπορεί να μειώσει τη σημασία που μπορεί να έχει η τόλμη να εγκαταλείψει κανείς την πεπατημένη, τον εφησυχασμό, την πελαγοδρόμηση σε τρόπους ζωής και πράξης χωρίς νόημα, προοπτική και ελπίδα για την αναζήτηση και δημιουργία «πατρίδας» με την έννοια του Ernst Bloch. H ελπίδα βέβαια εδώ, ως προσανατολισμένη προς το μέλλον, που υπόσχεται κάτι πραγματικά νέο, γνωστική δραστηριότητα, έχει ως αντικείμενό της «τα οράματα μιας καλύτερης ζωής»
ιι. Για τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις μιας εναλλακτικής κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής
Αυτή η σκέψη αποκτά ένα ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εάν αναλογιστούμε όλες αυτές τις ριζικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο, στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως. Αλλαγές που, ανεξάρτητα από την ερμηνεία τους, προκαλούν κρίσεις και φαινόμενα εξαθλίωσης σε ολόκληρες περιοχές, ακόμη και στις αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες και φυσικά ακόμη πιο έντονα σε χώρες του τρίτου λεγάμενου κόσμου, αλλά και σε αυτές που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης.
Επειδή όμως μια περιφέρεια σε κρίση έγινε τέτοια διότι δεν μπορούσε να σταθεί στον υπερπερφερειακό ανταγωνισμό, δεν μπορεί πια, να ανακτήσει την υπερπεριφερειακή ικανότητα ανταγωνισμού, αφού είναι μια περιφέρεια σε κρίση. Με άλλα λόγια: Με τα κλασικά εργαλεία της διαρθρωτικής πολιτικής είναι σχεδόν αδύνατη μια αναδιάρθρωση περιφερειών που βρίσκονται σε κρίση (K. Birkhölzer, 1995, σ. 503).
Η διατήρηση της δυνατότητας ζωής των Τόπων και των κοινοτήτων τους θα πρέπει επομένως να αναχθεί σε ένα κεντρικό αίτημα για κάθε μελλοντικά προσανατολισμένη αναπτυξιακή στρατηγική.
Η περίπλοκα αλληλοεξαρτώμενη αποδιοργάνωση που συνδέεται με την κρίση μπορεί με αυτό τον τρόπο να κατανοηθεί και ως ευκαιρία για μια νέα αρχή, για μια αυτοδύναμη ορισμένη Ανάπτυξη.
Z. H αναγκαιότητα ανάπτυξης εναλλακτικών προτάσεων-προγραμμάτων και ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο
Η κατάσταση αυτή κάνει επείγουσα την αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων. Η αναζήτηση προτάσεων εναλλακτικών προς το υπάρχον δεν αποτελεί κοινωνικο-ιστορικά κάτι το νέο (K.-W. Brand, D. Büsser, D. Rucht, 1984, σ. 154).
Αυτή χαρακτηρίζεται από την ανάγκη για νόημα στη ζωή, για χρησιμότητα, για ταυτότητα και αρμονία, αλλά και για αντίσταση και άρνηση έναντι των δοσμένων κοινωνικών δομών και κανόνων. Οι παραπάνω στόχοι και αξίες, ως διαστάσεις της κοινωνικής συνείδησης, απορρέουν από μια κοινή «εναλλακτική ηθική» που συνθετικά χαρακτηριστικά της στοιχεία είναι μεταξύ άλλων: «Το ενδιαφέρον για αλληλέγγυες μορφές επικοινωνίας, η άρση των κοινωνικών και οικονομικών προνομίων, η δυνατότητα εποπτείας της οργάνωσης διαμέσου της αποκέντρωσης, η οικολογική συνείδηση, η άρση της αλλοτρίωσης από την εργασία, η παραγωγή αξιών χρήσης, η άρση του χωρισμού της πνευματικής από την χειρωνακτική εργασία, η αλλαγή κληρονομημένων οικογενειακών δομών, η άρση των παραδοσιακών ρόλων-προτύπων, η σύνδεση της πολιτικής πράξης με την ατομική χειραφέτηση» (K. Müschen, 1982, σ. 33).
Η αναγκαιότητα των εναλλακτικών προτάσεων -πειραμάτων υπαγορεύεται από τις γενικότερες εξελίξεις των μοντέρνων κοινωνιών.
Η. Αντί επιλόγου
Κλείνοντας να πω μόνο τούτο: Οι κοινωνικές ανισότητες είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης οργάνωσης της κοινωνίας μας, δημιούργημα ανθρώπινο και ως τέτοιο είναι εφικτό να εκλείψει, ακριβώς όπως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός: ένας κόσμος της δημοκρατίας, της ελευθερίας, του πολιτισμού, της δημιουργίας, της ρεαλιστικής ουτοπίας, του οράματος, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, του πειράματος, της αναζήτησης, ένας κόσμος που να έχει νόημα και να αξίζει να τον ζήσεις κανείς.
* Ο Σκεύος Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1947 στην Κέφαλο της Κω. Μετά από σπουδές στην οικονομία και τις πολιτικές επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σπούδασε κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια Ludwig-Maximilian-Universitat του Μονάχου και Friedrich-Αlexander Universitat της Νυρεμβέργης, απ’ όπου πήρε τον διδακτορικό του τίτλο. Από το 1985 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου σήμερα είναι καθηγητής κοινωνιολογίας. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στο Universitat Bremen (1991-1992), στο Πανεπιστήμιο του Roskilde της Δανίας, στο Ινστιτούτο Επιμόρφωσης Ενηλίκων της Φρανκφούρτης, στο Πανεπιστήμιο του Linkcopping της Σουηδίας και στο Πανεπιστήμιο του Gottingen της Γερμανίας. Το χειμερινό εξάμηνο του 2003-2004 δίδαξε ως τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κassel της Γερμανίας. Είναι συγγραφέας πολλών ελληνικών και ξενόγλωσσων βιβλίων.
(βιογραφικό από τη βιβλιονετ).
Βιβλιογραφία
Alemann, U. v. (1983): Krisen der Arbeitsgesellschaft-Katharsis der Interessenvermittlung?, oto: Matthes, J. (Hrsg.): Krise der Arbeitsgesellschaft? Verhandlungen des 21. Deutschen Soziologentages in Bamberg 1982. Frankfurt a/M.
Alheit, P. et al. (Hrg) (1990): Abschied von der Lohnarbeit? Uni¬versität Bremen, Forschungsreihe des Forschungsschwer¬punkts Arbeit und Bildung, Bd.12.
Alheit, P. (1990): “Abschied von der Lohnarbeit? Bemerkungen zu einer Erweiterung des Arbeitsbegriffs”, oto: Alheit P., et al, ö.n.
Altvater, E. et al. (Hrg) (1985), Arbeit 2000, Hamburg.
Barthelheimer, P. (2001): Sozialberichterstattung für die _Soziale Stadt”. Methodische Probleme und politische Möglichkeiten, Frankfurt a. M., New York
Beck, U. (1988): Gegengifte. Die organisierte Unverantwortlichkeit, Frankfurt a/M
Becker, E., Jahn, T. (1989): Soziale Ökologie als Krisenwis¬senschaft. 2. unver. Auflage, AP1 aus der Reihe sozial-ökol¬ogischer Arbeitspapiere der Forschungsgruppe Soziale Ökolo¬gie, Frankfurt a/M.
Benjamin, W. (1965): Geschichtsphilosophische Thesen, στο: Der¬selbe: Zur Kritik der Gewalt und andere Aufsätze. Frankfurt a/M., S. 78-94.
Benseler, F., et al (Hrg) (1982): Zukunft der Arbeit, Hamburg.
Berger, J. et al. (Hrg) (1982): Kongress Zukunft der Arbeit, Biele¬feld.
Birkhölzer, K. (1995): «Lokale Ökonomie», στο: Flieger/Nico- laisen/Schwendter (Hrg.), Gemeinsam mehr erreichen. Ko¬operation und Vernetzung alternativ-ökonomischer Betriebe und Projekte, AG SPAK Bücher, München (σελ. 501-522)
Bloch, E. (1959): Das Prinzip Hoffnung, 3 Bd., Frankfurt a/M.
Brand, K.E., et al (Hrg) (1984): Aufbruch in eine andere Gesellschaft. Neue soziale Bewegungen in der Bundesre¬publik, Frankfurt a/M.
Derrida, J. (1996): Marx’ Gespenster, Frankfurt am Main.
Eco, U. (1983): Vortrag auf dem Kongress «Creation et devel- opement» im Februar 1983 an der Sorbonne in Paris, στο: Frankfurter Rundschau 19.03.1983.
Elsen, S. (1998): Gemeinwesenökonomie-eine Antwort auf Ar-beitslosigkeit, Armut und soziale Ausgrenzung? Neuwied.
Forrester V. (1997): Der Terror der Ökonomie, Wien.
Heinze R.G., Olk T. (1982): “Selbsthilfe, Eigenarbeit, Schatten-wirtschaft”, στο: Benseler F., et al (Hrg), (1982): Zukunft der Arbeit, Hamburg.
Herkommer, S. (1999): Deklassiert, ausgeschlossen, chancenlos – die Überzähligen im globalisierten Kapitalismus, στο: Herkommer S. (Hrg.): Soziale Ausgrenzungen. Gesichter des neuen Kapitalismus. Hamburg.
Hradil, S. (2001): Soziale Ungleichheit in Deutschland, Opladen,
8. Auflage.
Ingelhart, R. (1979): “Wertewandel in den westlichen Gesellschaften: Politische Konsequenzen von materialistis¬chen und postmaterialistischen Prioritäten”, στο: Klages H. (Hrg) (1979): Wertewandel und gesellschaftlicher Wandel, Frankfurt a/M..
Ιπποκράτης (1992) Περί κρισίων, στο: Άπαντα, τόμ. 3, εκδ. Κάκτος, καθώς και στο Περί κρισίμων του ιδίου.
Klöck, T. (Hg.) (1998): Solidarische Ökonomie und Empowerment. Jahrbuch Gemeinwesenarbeit 6, AG SPAK Bücher, München, (S. 51-67.)
Kosselek, R.(1973): Kritik und Krise. Frankfurt a/ M.
Kreckel, R. (1992, 1997): Politische Soziologie der sozialen Un¬gleichheit, Frankfurt am Main.
Kronauer, M. (2000): Exklusion. Die Gefährdung des Sozialen im entwickelten Kapitalismus. (Typoskript), Göttingen.
Μαρξ, K., Ένγκελς. (1999): Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Εκδόσεις θεμέλιο, Αθήνα.
Münchmeier, R. (1992): “Krise als Chance”, στο: Rauschen- bach/Gängler (Hrg.) (1992): Soziale Arbeit und Erziehung in der Risikogesellschaft, Neuwied, Kriftel, Berlin (S.133-147).
Müschen, K. (1982): Lieber lebendig als normal. Selbstorgani¬sation, kollektive Lebensformen und alternative Ökonomie, Bensheim.
Negt, O. (1995): Die Krise der Arbeitsgesellschaft, στο: Aus Poli¬tik und Zeitgeschichte 7.4.1995.
Negt, O. (2001). Arbeit und menschliche Würde, Göttingen.
Papaioannou S. (1994): Modernisierung und Bildung in Griechen¬land. Vol. Nr.27, Werkstattberichte des Forschungsschwer¬punkts Arbeit und Bildung Universität Bremen, Bremen.
Παπαϊωάννου, Σ. κ.ά. (1998): Κοινωνικός Μετασχηματισμός, Εκπαίδευση και Τοπική Κοινωνία, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο.
Polanyi, K. (1977): The Great Transformation. Politische und Ökonomische Ursprünge von Gesellschaften und Wirtschafts-systemen, Wien.
Rosanvallon, P. (1979): “Für eine Wirtschaft der Autonomie”, στο: Huber J., (Hrg), (1979): Anders arbeiten-anders wirtschaften, Frankfurt, a/M., (S. 213-227)
Schwendter, R. (1975): “Notate zur Kritik der alternativen Ökonomie”, στο: Arbeitsgemeinschaft sozialpolitischer Ar¬beitskreise (Hrg) (1975): Materialien zur Alternativen Ökonomie I. Berlin.
Siebel, W. (1997): «Armut oder Ausgrenzung?», στο: Leviathan, Heft 1/1997.
Starm, R. (1973): Historische Aspekte des Krisenbegriffs, στο: Jänicke M. (Hrg.) (1973): Politische Systemkrisen. Köln
Toffler, A. (1980): Die Zukunftschance, München.
Tönnies, F. (1991): Gemeinschaft und Gesellschaft, Neudruck der achten Auflage von 1935, 3., unveränderte Auflage.
Vonderach, G. (1982): “Eigeninitiativen-Beginn einer kulturellen Mutation?”, στο: Benseler F., et al (Hrg) (1982): Zukunft der Arbeit, Hamburg.
Wallimann, I. (1998): Soziale Ökonomie: Existenzsicherung in Krisen und Grundlagen eines nachhaltigen Daseins, στο: Klöck T. (Hrg.) (1998): Solidarische Ökonomie und Empowerment. Jahrbuch Gemeinwesenarbeit 6, AG SPAK Bücher, München, (S. 51-67.)
Εισήγηση στο Συνέδριο «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία», στη θεματική ενότητα «Κοινωνικός Αποκλεισμός», 20-21/10/2007, Θεσσαλονίκη.
A. Εισαγωγικές σκέψεις
Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων αλλαγών. Ένας μεγάλος μετασχηματισμός βρίσκεται σε εξέλιξη και που κατά μερικούς έχει οδηγήσει σε αλλαγή παραδείγματος. Ανεξάρτητα αν πρόκειται για μετανεωτερικότητα, για ένα ανολοκλήρωτο πρόγραμμα της νεωτερικότητας, για μια καπιταλιστική ή μετακαπιταλιστική κοινωνία, για μια κοινωνία των κινδύνων ή για μια κοινωνία της πληροφορίας και της γνώσης, έρχεται από πολύ μακριά και δεν αφήνει τίποτα ανέπαφο.
Ούτως ή άλλως η νεοφιλελεύθερη αντίληψη έχει διαδοθεί ανά τον κόσμο δίκην επιδημίας και απειλεί με αλλαγή εποχής, αλλαγή παραδείγματος. Αυτή παράγει και απελευθερώνει τεράστιο δυναμικό από ανασφάλεια, αδυναμία, κοινωνική απένταξη, περιθωριοποίηση και κοινωνικό αποκλεισμό, ανεργία, φτώχεια, ανισότητες και ανορθολογικότητα, αποσυλλογικοποίηση και εξατομίκευση.
Οικείες δομές και κοινότητες αλληλεγγύης, αξίες, συμπεριφορές και στρατηγικές ζωής διαβρώνονται, αποδυναμώνουν και δεν προσφέρουν πλέον καμιά σιγουριά. Αγώνες αιώνων για μια τάξη της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της ισότητας και της δικαιοσύνης αμφισβητούνται. Όλα αυτά παγκοσμιοποιούνται και ισχύουν όχι μόνο για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και για χώρες της περιφέρειας γενικά και ιδιαίτερα για τις αγροτικές και δομικά μη αναπτυγμένες περιοχές. «Ποτέ άλλοτε στην ιστορία αυτού του πλανήτη και της ανθρωπότητας δεν έπληξαν η βία, η ανισότητα, ο αποκλεισμός, η πείνα και διαμέσου αυτών η οικονομική καταπίεση τόσες πολλές ανθρώπινες υπάρξεις» (W. Siebel, 1977, σελ. 74)
Στις τελευταίες μάλιστα περιοχές η κατάσταση είναι ακόμη πιο δραματική, αφού αντιδρούν πολύ αργά έναντι αυτών των αλλαγών και μάλιστα, απροετοίμαστες όπως είναι, αντιδρούν, βασιζόμενες σε παραδοσιακές μορφές συνείδησης και συμπεριφοράς, αμυντικά, εν μέρει με απόλυτη απόρριψη, εν μέρει με άκριτη αποδοχή ή ακόμη και με έναν αναποτελεσματικό συνδυασμό και των δύο.
Σε μια τέτοια μεταβατική φάση από την παράδοση στη νεωτερικότητα διαλύονται παλιές δομές, αλλά δεν δημιουργούνται νέες και πάντως όχι αμέσως. Εξάλλου, οι όποιες προσπάθειες δημιουργίας δομών προέρχονται συνήθως από τα πάνω και ειδικότερα στην Ελλάδα με αφορμή την ύπαρξη πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κοινωνία των πολιτών, εθισμένη σε μια δημοκρατία μέσω αντιπροσώπων, τους οποίους θεωρεί συνήθως ως υπόχρεους προσωπικών εξυπηρετήσεων, είναι απλώς θεατής μιας εξέλιξης την οποία βιώνει εν μέρει καρτερικά εν μέρει τραυματικά.
Οι υποκειμενικές δομές είναι βέβαια πιο επίμονες και δύσκαμπτες ενάντια σε αλλαγές και βρίσκονται σε σχέση ασύγχρονη, αναντίστοιχη προς τις αντικειμενικές συνθήκες. Η κοινωνική διαδικασία εκσυγχρονισμού οδηγεί στο επίπεδο των σχέσεων ζωής σε φαινόμενα μιας κοινωνικής αλλαγής, που διαλύουν το σχετικά σταθερό και προβλέψιμο σύνθετο παιγνίδι των οικονομικών, αξιακών και πολιτιστικών κανόνων με τους υποκειμενικούς τρόπους επεξεργασίας και πρότυπα προσανατολισμού, το οποίο μέχρι τώρα χαρακτήριζε μια συλλογική σχετικά ισχύουσα κατανόηση της κανονικότητας («κανονική» ζωή, «κανονική βιογραφία»). Αυτό σημαίνει όμως, ταυτόχρονα, ότι ένας μεγάλος αριθμός διασυνδέσεων μεταξύ των συνθηκών ζωής και των πρότυπων των υποκειμενικών τρόπων ζωής έγινε εφικτός και (τουλάχιστον εν μέρει) κοινωνική πραγματικότητα. Ο Münchmeier μιλάει σε σχέση με αυτό το φαινόμενο για έναν«πολλαπλασιασμό των προτύπων κανονικότητας». Η διάλυση της συλλογικής δεσμευτικότητας του θεσμού της «κανονικής βιογραφίας» συνεπάγεται ταυτόχρονα την «εξατομίκευση» των προτύπων ζωής. Αυτό σημαίνει ότι αυτά θα πρέπει να τύχουν επεξεργασίας, να παραχθούν και να νομιμοποιηθούν ατομικά και μάλιστα συγκριτικά πιο έντονα (R. Münchmeier, 1992, σελ. 134). Αυτό οδηγεί σε μια σειρά από φαινόμενα κρίσης, που θέτουν παραδοσιακές δομές υπό αμφισβήτηση. Όσο βέβαια οι παραδοσιακές δομές λειτουργούν ακόμη, είναι αυτές σε θέση να αντιμετωπίζουν τις κρίσεις αποτελεσματικά, έτσι που να αποφεύγονται οι δραματικές αρνητικές επιδράσεις.
Η συζήτηση γύρω από αυτά τα φαινόμενα έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο διεξάγεται αντιφατικά και κυρίως σε σχέση με «οδηγίες και πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη συζήτηση κατέχει η έννοια του «κοινωνικού αποκλεισμού». Χωρίς να έχουμε ως κύρια πρόθεση στο πλαίσιο αυτής της εργασίας τη συστηματική κριτική ανάλυση αυτής ή άλλων παρόμοιων εννοιών, θα πρέπει να μας επιτραπούν ορισμένες παρατηρήσεις.
Η χρήση της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού, όπως εξάλλου και η χρήση άλλων εννοιών, μπορεί να παραπέμπουν συνειρμικά σε ριζοσπαστικές παραδόσεις και τρόπους σκέψης και πράξης, ουσιαστικά, ωστόσο, προκαλούν σύγχυση και συσκότιση γύρω από καυτά κοινωνικά προβλήματα και ιδιαίτερα όσον αφορά την ιστορική και κοινωνική τους γενεσιουργό διαδικασία. O κοινωνικός αποκλεισμός είναι το Sammelsurium όλων των δεινών, προβλημάτων, καταστάσεων και ομάδων που αποκλίνουν από το υποτιθέμενο ενσωματωμένο, ενιαίο, συμπαγές και ομοιογενές κοινωνικό σώμα. Χαρακτηρίζει συμπτώματα και αποτελέσματα δυσλειτουργίας κοινωνικών συστημάτων που μπορεί να είναι οικονομικού, κοινωνικού, πολιτιστικού χαρακτήρα, αλλά αφήνει ασαφή και απροσδιόριστη τη διαδικασία «αποκλεισμού», μεταθέτοντας το πρόβλημα από τις δομές και τις κοινωνικές σχέσεις στο ατομικό και θεσμικό επίπεδο, με αποτέλεσμα τον σαφή προσδιορισμό των πολιτικών, των μέτρων για την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού: χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και συμπεριφορές του κοινωνικά αποκλεισμένου θα πρέπει να αλλάξουν για να καταστεί δυνατή η κοινωνική επανένταξή του. Ο ασαφής και απροσδιόριστος χαρακτήρας του κοινωνικού αποκλεισμού, του προσδίδει μια περίπου μεταφυσική διάσταση, με αποτέλεσμα να εκλαμβάνεται συχνά από τους πληττόμενους ως μοιραίο και να αποφεύγεται έτσι ο κριτικός αναστοχασμός και η αναζήτηση των αιτίων στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις εξουσίας, εκμετάλλευσης, καταπίεσης.
Η χρήση της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού θεωρεί τους κοινωνικά αποκλεισμένους και ανεξάρτητα από τους λόγους αποκλεισμού (φτωχοί, άνεργοι, άστεγοι, μετανάστες, εξαρτημένοι, ψυχασθενείς κλπ.) ως μια ομοιογενή, συμπαγή κοινωνική αμάδα, κοινωνική τάξη και αντίστοιχα τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, που είναι ενσωματωμένα, τα θεωρεί επίσης ως μια κοινωνική τάξη χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις. Αυτή η άποψη προφανώς εξυπηρετεί το status quo, αφού οι μεν ενσωματωμένοι, ως ομογενοποιημένη ομάδα, υπογραμμίζουν την αρμονία και την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας, ενώ οι αποκλεισμένοι εκλαμβάνονται ως απειλή ακριβώς αυτής της αρμονίας, που μάλιστα ευθύνονται προσωπικά για την δυσμενή κοινωνική κατάστασή τους.
Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας θα επιχειρήσουμε εν συντομία να αναδείξουμε τον χαρακτήρα των κοινωνικών ανισοτήτων στις σύγχρονες κοινωνίες και να συνδέσουμε τις μορφές του κοινωνικού αποκλεισμού, της περιθωριοποίησης, της απένταξης, της φτώχειας με τη συγκεκριμένη οργάνωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων και ιδιαίτερα των οικονομικών και των πολιτικών.
Β. Κοινωνικές ανισότητες στις σύγχρονες κοινωνίες
α. Κοινωνικές ανισότητες: Μια εισαγωγή
O μεγάλος Γερμανός ποιητής και σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Berthold Brecht βάζει τον κ. Κόϊνερ στο βιβλίο του «Οι ιστορίες του κ. Κόϊνερ» να ρωτά έναν καθηγητή:Λένε πως η εργασία παράγει πλούτο! Τότε γιατί οι εργάτες δεν είναι πλούσιοι; Αυτή η φαινομενικά απλοϊκή ερώτηση αποκαλύπτει μιαν αντίφαση, η οποία αναφέρεται στον πυρήνα ενός κοινωνικού φαινομένου και προβλήματος που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα σχεδόν όλες τις κοινωνίες: τις κοινωνικές ανισότητες.
Σίγουρα έχουμε όλοι παρατηρήσει ή ακόμη και βιώσει ότι στις κοινωνίες μας ο παραγόμενος κοινωνικός πλούτος δεν κατανέμεται δίκαια ούτε σύμφωνα με τις ανάγκες όλων. Ειδικά για τους εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας και ακόμη ειδικότερα για τους ανέργους η αδικία αυτή αποτελεί κατά τον Oskar Negt το θεμελιώδες κοινωνικό σκάνδαλο των σύγχρονων κοινωνιών. Από τη μια συσσωρεύεται όλο και περισσότερος πλούτος σε όλο και λιγότερους και από την άλλη όλο και περισσότεροι στερούνται του βασικού ανθρώπινου δικαιώματος για μια αξιοπρεπή ζωή.
Πλούτος σημαίνει να διαθέτεις ό,τι θέλεις και φτώχεια σημαίνει στέρηση και των πιο στοιχειωδών για τη ζωή. Ο πλούτος όσο και η φτώχεια, ωστόσο, κληρονομούνται και δύσκολα αλλάζουν.
β. Τι είναι οι κοινωνικές ανισότητες, υπάρχουν ακόμη σήμερα και ποια η σημασία τους;
Κατά τη συνύπαρξή τους οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι στο πλαίσιο αυτών των κοινωνικών θεσμών, δομών, μορφωμάτων, να δημιουργούν σχέσεις, τις κοινωνικές σχέσεις και να καταλαμβάνουν διάφορες και διαφορετικές κοινωνικές θέσεις και ρόλους. Σε αυτές τις σχέσεις οι άνθρωποι εμφανίζονται ως συνεργαζόμενοι ή ως ανταγωνιστές, ως ασκούντες το ίδιο επάγγελμα ή εργασία, ως άνδρες ή γυναίκες, ως προϊστάμενοι ή υπάλληλοι, ως αφεντικά ή σκλάβοι, ως φτωχοί ή πλούσιοι, ως εξουσιαστές ή εξουσιαζόμενοι, ως ισχυροί ή ανίσχυροι, ως κυρίαρχοι ή ως υποτακτικοί, ως ντόπιοι ή ξένοι και πολλά άλλα. Σχετικά με αυτό το θέμα έγραφαν στα 1848 οι μεγάλοι γερμανοί θεωρητικοί Karl Marx και Friedrich Engels στο βιβλίο τους «Το κομμουνιστικό Μανιφέστο»: «Μέχρι τώρα, η ιστορία όλης της κοινωνίας είναι ιστορία ταξικών αγώνων. Ελεύθερος και δούλος, πατρίκιος και πληβείος, βαρόνος και δουλοπάροικος, μάστορας και κάλφας, με δυο λόγια καταπιεστής και καταπιεζόμενος, βρίσκονταν σε συνεχή αντίθεση μεταξύ τους, σ’ έναν αδιάκοπο πόλεμο, άλλοτε κρυφό, άλλοτε φανερό, που κάθε φορά τέλειωνε ή με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων. Στις προηγούμενες ιστορικές εποχές βρίσκουμε σχεδόν παντού μια πλήρη διάρθρωση της κοινωνίας από διαφορετικές τάξεις, μια ποικίλη διαβάθμιση των κοινωνικών θέσεων. Στην αρχαία Ρώμη έχουμε πατρίκιους, ιππείς, πληβείους, σκλάβους• στο Μεσαίωνα, φεουδάρχες, υποτελείς, μαστόρους, καλφάδες, δουλοπάροικους, και επιπλέον σχεδόν σε κάθε μια απ’ αυτές τις τάξεις βρίσκουμε πάλι ιδιαίτερες διαβαθμίσεις».
Ανάλογα με την κοινωνική θέση που κάθε φορά κατέχει κανείς παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά, ομοιότητες ή διαφορές με άλλους που κατέχουν αντίστοιχες ή παρόμοιες κοινωνικές θέσεις από τη μία πλευρά, ή διαφορετικές κοινωνικές θέσεις από την άλλη. Με πολλές ωστόσο κοινωνικές θέσεις συνδέονται συνθήκες ζωής και εργασίας, οι οποίες δεν αφήνουν να εμφανιστούν οι κάτοχοι αυτών των θέσεων απλά ως διαφορετικοί, αλλά ταυτόχρονα ως κατέχοντες καλύτερη ή χειρότερη, ανώτερη ή κατώτερη, προνομιούχο ή μη προνομιούχο κοινωνική θέση, ως κοινωνικά ενταγμένοι ή απενταγμένοι /αποκλεισμένοι, πλούσιοι ή φτωχοί και είναι ως εκ τούτου ισχυρότεροι ή ανίσχυροι ως προς το οικονομικό, το πολιτικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο που διαθέτουν. Αυτού του είδους οι διαφορές ονομάζονται κοινωνικές ανισότητες.
Η κοινωνική ανισότητα, με την ευρεία έννοια του όρου, υπάρχει παντού, όπου οι δυνατότητες της πρόσβασης στα γενικά διαθέσιμα και επιδιωκόμενα κοινωνικά αγαθά ή/και κοινωνικές θέσεις, που είναι φορείς άνισων δυνατοτήτων δύναμης/ισχύος ή/και αλληλόδρασης, υφίστανται διαρκείς περιορισμούς και διαμέσου αυτών επιδρούν αρνητικά ή θετικά στις ευκαιρίες ζωής των ατόμων, των ομάδων ή των κοινωνιών (R. Kreckel, 1992, σελ. 17).
Μια σειρά από ανθρώπινες επιθυμίες, όνειρα, σχέδια ζωής, προσδοκίες, ελπίδες, ουτοπίες, δραστηριότητες, απογοητεύσεις, ευχαριστήσεις, δυσαρέσκειες, βάσανα, πόνοι, απελπισίες, ζήλιες και ζηλοφθονίες, ακυρώσεις βρίσκονται σε άμεση σχέση με τα φαινόμενα των κοινωνικών ανισοτήτων. Πέραν τούτου επίσης μια σειρά από πολιτικές συγκρούσεις και διαφορές, όπως όταν πρόκειται για ιδεολογίες και πολιτικά προγράμματα, αλλά και για ανώτατες αξίες της κοινωνίας μας, όπως δημοκρατία, ελευθερία, αλληλεγγύη και ισότητα, ή για συγκεκριμένες πολιτικές προτάσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας, της φτώχειας, της δικαιότερης φορολογίας, της βελτίωσης του συστήματος υγείας και κοινωνικής ασφάλισης, της εκπαίδευσης και του περιβάλλοντος, της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων, της κοινωνικής ένταξης με πλήρη δικαιώματα των αναπήρων, των μεταναστών κ.λπ., έχουν άμεση σχέση με τα φαινόμενα των κοινωνικών ανισοτήτων (S. Hradil, 2001, σελ. 15). Η γνώση και η επίγνωση των φαινομένων και των μορφών που προσλαμβάνουν κάθε φορά οι κοινωνικές ανισότητες, των μηχανισμών, των διαδικασιών, των κοινωνικών και ιστορικών τους προϋποθέσεων, είναι εκ των ων ουκ άνευ, απαρέγκλιτη, απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για ατομική προστασία, άμυνα και διεκδίκηση των δικαιωμάτων στον αγώνα για προσωπική ολοκλήρωση και εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς ζωής, αλλά και για τη μετατροπή μας σε πραγματικούς Πολίτες με Π κεφαλαίο, κοινωνικά όντα που μάχονται, αγωνίζονται, παρεμβαίνουν καθημερινά, συνειδητά και σκόπιμα για τη βελτίωση της συνολικής κοινωνίας και, γιατί όχι, για τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας πιο ανθρώπινης για όλους, όπου θα έχουν ισότιμη θέση όλοι και θα φωλιάζουν τα όνειρα, η δημιουργία, η ισότητα, η ευγενής άμιλλα, η δικαιοσύνη, η αλληλεγγύη, το νόημα στη ζωή, η φαντασία, ο αγώνας για το καλόν κ’ αγαθόν, η ανθρώπινη τιμή και η αξιοπρέπεια.
γ. Φαινόμενα, μορφές και διαστάσεις της κοινωνικής ανισότητας
Οι κοινωνικές ανισότητες προσλαμβάνουν διάφορες διαστάσεις όπως: Υλική/οικονομική ευμάρεια, ισχύς και εξουσία, προνομιακή κοινωνική θέση και αναγνώριση. Οι διαστάσεις αυτές θεωρούνται βασικές, καθότι επηρεάζουν θετικά τις ευκαιρίες για μια καλή ζωή που έχει κάποιος. Μια τέταρτη διάσταση που στις μέρες μας αποκτά όλο και πιο μεγάλη σημασία είναι η Εκπαίδευση, η οποία ενώ εξαρτάται από τις προηγούμενες έχει η ίδια τεράστια σημασία για τη βιογραφία και την πορεία ζωής των ανθρώπων. Μια πέμπτη διάσταση είναι το λεγόμενο πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Για τις κοινωνικές ανισότητες είναι ιδιαίτερα σημαντικό το ποιες πολιτιστικές αξίες, αντιλήψεις, ικανότητες, δεξιότητες, αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις και τα δίκτυα που διαθέτει ένα άτομο.
Στη σύγχρονη κοινωνία και κοινωνική κατάσταση που ζούμε αποκτούν ιδιαίτερη σημασία εκτός από αυτές τις διαστάσεις των κοινωνικών ανισοτήτων και οι εξής τέσσερις: συνθήκες και περιεχόμενο εργασίας, συνθήκες κατοικίας, συνθήκες περιβάλλοντος και συνθήκες ελεύθερου χρόνου.
Όπως ήδη αναφέραμε μόλις παραπάνω, οι ανισότητες σε σχέση με τις διαστάσεις των κοινωνικών ανισοτήτων φαίνονται να είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ειδικά οι πρώτες τρεις, και ακόμη ειδικότερα η υλική/οικονομική ευμάρεια και η σχέση προς τα μέσα παραγωγής, είναι πρωταρχικής σημασίας παράγοντας που καθορίζει και τους υπόλοιπους. Φυσικά και οι άλλοι με τη σειρά τους και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τους πρώτους.
δ. Όμως πώς και γιατί εμφανίζονται οι κοινωνικές ανισότητες και πώς μπορούν να εξαφανιστούν;
Η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι ένα προϊόν φυσικό ή τυχαίο, αλλά είναι ένα προϊόν συνειδητής ανθρώπινης πράξης, δράσης στο παρελθόν και στο παρόν σε σχέση με το μέλλον.Εξ αυτού συμπεραίνεται ότι και η κοινωνική ανισότητα είναι ένα ανθρώπινο -κοινωνικό και ιστορικό- δημιούργημα που έχει τα αίτιά του στην ίδια τη δομή και οργάνωση της κοινωνίας και επομένως μπορεί κατά βάση ο ίδιος ο άνθρωπος και η κοινωνία να αλλάξει αυτό το θεμελιακό δομικό χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνικής μας ζωής. Αρκετά συχνά ωστόσο γίνεται αποδεκτή από τους εμπλεκόμενους και αυτούς που τους πλήττει ως φυσικό δεδομένο, ως μοιραίο και άρα ως κάτι που δεν αλλάζει. Εδώ γεννάται βέβαια το ερώτημα: Πώς είναι δυνατό σε μια κοινωνία, στον κόσμο ολόκληρο, κατά τη διανομή σημαντικών αγαθών, θέσεων και προνομίων μια πλειοψηφία ανθρώπων που διαρκώς βρίσκεται σε μειονεκτική θέση, που εμποδίζεται να καθορίσει αυτόνομα τη μοίρα, τη ζωή και το μέλλον της και που διακρίνεται πολλαπλά αρνητικά, να αποδέχεται αυτή την κατάσταση, πολύ συχνά αδιαμαρτύρητα;
Σε αυτό το σημείο αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως πίσω και κάτω από αυτή την κατάσταση βρίσκονται μηχανισμοί, θεσμοί και συμφέροντα, τα οποία ακόμη καταφέρνουν να συγκαλύπτουν την πραγματική κατάσταση και τα αίτιά της και να αποπροσανατολίζουν την οπτική των ανθρώπων από το μέρος όπου συντελείται αυτό το σκάνδαλο. Να αναφέρουμε εδώ ότι μια από τις αρμοδιότητες του κριτικού κοινωνικού επιστήμονα και κάθε ανθρώπου ή συλλογικότητας που συμφωνεί με αυτή τη διαπίστωση είναι ακριβώς να αποκαλύπτει αυτούς τους μηχανισμούς και τα συμφέροντα που με τον τρόπο που λειτουργούν καθαγιάζουν τα εγωιστικά συμφέροντα των λίγων ενάντια σε αυτά των πολλών, παγιώνουν τις κοινωνικές ανισότητες και οδηγούν πλήθος κόσμου στην ανέχεια, την απελπισία, την απόγνωση, την εξαθλίωση, την απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και την ατίμωση. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει η ελπίδα, ότι με τη διαύγαση, την ακριβέστερη παρατήρηση στον τρόπο εμφάνισης και επίδρασης των κοινωνικών ανισοτήτων και την άσκηση κριτικής θα διαταραχθεί ο αυτονόητος, ο φυσικός και ο σχεδόν μοιραίος χαρακτήρας τους (R. Kreckel, 1992, σελ. 13).
Για τα αίτια των κοινωνικών ανισοτήτων υπάρχουν ως γνωστό διάφορες θεωρίες. Οι θεωρίες των κοινωνικών ανισοτήτων προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα, μεταξύ άλλων τα εξής:
1. Γιατί εμφανίστηκαν οι κοινωνικές ανισότητες (π.χ. άνιση διανομή του πλούτου) και οι δομές κοινωνικών ανισοτήτων συνολικά (ψηλά και χαμηλά στην κοινωνία); Γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν; (δομικό στοιχείο)
2. Γιατί ευνοούνται συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων έναντι άλλων εντός των δομών κοινωνικής ανισότητας; (προσωπικό στοιχείο)
3. Γιατί εμφανίζονται κοινωνικές ανισότητες, έστω κι αν αυτές παίρνουν διαφορετική μορφή και έκταση, σε όλες τις μέχρι τώρα γνωστές κοινωνίες; (γενικότητα των κοινωνικών ανισοτήτων)
4. Γιατί διαφέρουν οι ανισότητες από κοινωνία σε κοινωνία;
5. Είναι οι κοινωνικές ανισότητες αναγκαστικές ή μπορούν να εκλείψουν;
6. Κατά πόσο μπορούν οι κοινωνικές ανισότητες να δικαιολογηθούν;
Στα παραπάνω ερωτήματα, και σε άλλα παρόμοια, αλλά και για τις αιτίες των κοινωνικών ανισοτήτων, δίνουν διαφορετικές απαντήσεις διάφορες κοινωνιολογικές θεωρίες.
Οι κοινωνιολογικές θεωρίες για τις κοινωνικές ανισότητες εμφανίστηκαν τη στιγμή που αμφισβητήθηκε η άποψη ότι αυτές είναι αποτέλεσμα θεϊκής βούλησης ή της φύσης.
Ακόμη και σήμερα ωστόσο συναντά κανείς την άποψη ότι οι κοινωνικές ανισότητες οφείλονται σε βιολογικές διαφορές και ιδιαίτερα στο διαφορετικό δείκτη νοημοσύνης, εξυπνάδας μεταξύ των ανθρώπων (θα πρέπει να πούμε εδώ ότι ταυτόχρονα με τις παραπάνω απόψεις είχαμε σποραδικά και απόψεις που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο έθεταν το ζήτημα του κοινωνικού προσδιορισμούς των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτές βρίσκονταν κυρίως διασκορπισμένες σε κοινωνικές ουτοπίες διαφόρων μορφών: όπως πχ στον Πλάτωνα, Πολιτεία, γύρω στο 370 π.Χ., Αριστοτέλη, Πολιτικά, γύρω στο 350 π.Χ., Thomas Morus, Utopia, 1506, Thomas Campanella, Der Sonnenstaat, 1602, Francis Bacon, Nova Atlantis, 1627.
Σε σχέση με τις παραπάνω θεωρίες είναι απαραίτητο να κάνουμε σε αυτή τη θέση μερικές παρατηρήσεις.
Οι κοινωνικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των κοινωνικών ανισοτήτων, δηλαδή τέτοιοι που προέρχονται από την οργάνωση της κοινωνίας και τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων στο πλαίσιο της συμβίωσής τους, πέρασαν στο προσκήνιο και κυριάρχησαν, ενώ παράλληλα έχασαν σε ισχύ οι περί θεϊκού και φυσικού προσδιορισμού θεωρίες των κοινωνικών ανισοτήτων κατά τον 18ο αιώνα κάτω από την καταλυτική επίδραση της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, της Γαλλικής, αλλά και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Κατά την περίοδο αυτή επεκράτησαν οι φιλοσοφικές ιδέες για το φυσικό δίκαιο σχετικά με την ισότητα των ανθρώπων. Έτσι, έγραφε ο Άγγλος φιλόσοφος John Locke σχετικά ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σαφές από το ότι δημιουργήματα (εννοεί τους ανθρώπους) που έχουν το ίδιο επίπεδο, τα οποία έχουν γεννηθεί χωρίς διαφορές ως προς την απόλαυση των ίδιων προνομίων της φύσης και ως προς τη χρήση των ιδίων ικανοτήτων, δεν μπορεί να ζουν υποταγμένα και ιεραρχημένα παρά μόνο ως ισότιμα.
Οι ιδέες περί φυσικού δικαίου επιμένουν ιδιαίτερα στο ότι πριν από κάθε μορφή συμβίωσης, σε μια αρχέγονη κατάσταση, δεν υπήρχε καμιά ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων. Αυτές οι ιδέες βασίζονται στην αντίληψη ότι υπήρξε μια αρχέγονη κατάσταση της ανθρωπότητας, στην οποία δεν υπήρχαν εκκλησιαστικές ή ηγεμονικές εξουσιαστικές σχέσεις που να καθορίζουν και να μοιράζουν άνισα τα προνόμια ζωής μεταξύ των ανθρώπων. Οι ιδέες αυτές επηρέασαν καταλυτικά, όπως ήδη αναφέραμε, μεταξύ άλλων την Γαλλική Επανάσταση και εκφράστηκαν στη Διακήρυξη των Ανθρώπινων και Πολιτικών Δικαιωμάτων το 1789, όπου αναφέρεται: «Οι άνθρωποι είναι γεννημένοι ελεύθεροι και ως προς τα δικαιώματά τους ίσοι».
Η συνειδητοποίηση των κοινωνικών προσδιοριστικών παραγόντων της κοινωνικής ανισότητας οδήγησε κατά τον 18ο αιώνα στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες εναντίον προνομίων λόγω της γέννησης και στο αίτημα να εξαρτώνται οι υλικές και κοινωνικές ευκαιρίες του καθενός από τις ατομικές του επιδόσεις. Είναι πολλοί αυτοί που είχαν την άποψη ότι η αιτία των ανισοτήτων μεταξύ των ανθρώπων οφείλεται στην ύπαρξη ιδιωτικής ιδιοκτησίας.
O γάλλος φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau, π.χ. διαχώριζε τη φυσική ανισότητα που χαρακτήριζε την αρχέγονη ανθρώπινη κατάσταση και η οποία όμως δεν έκανε τους ανθρώπους δυστυχισμένους, από την ηθική και πολιτική ανισότητα, η οποία εμφανίστηκε στην πορεία του εκπολιτισμού της ανθρωπότητας. Σχετικά με αυτό έγραφε: «Ο πρώτος που κατέλαβε ένα κομμάτι γη και το περιέφραξε και είχε την ιδέα να φωνάξει: αυτό είναι δικό μου και βρήκε ανθρώπους, που ήταν αρκετά επιπόλαιοι να τον πιστέψουν, ήταν ο πραγματικός θεμελιωτής της αστικής κοινωνίας. Από πόσα εγκλήματα, πόσους πολέμους, πόσες δολοφονίες, πόση στέρηση και δυστυχία και από πόση βαρβαρότητα θα είχε γλιτώσει την ανθρωπότητα αυτός που θα ξήλωνε την περίφραξη ή θα έκλεινε τους λάκκους που μπήκαν οι πάσσαλοι και θα είχε φωνάξει στους συνανθρώπους του: Προστατευτείτε και μην ακούτε αυτό τον απατεώνα. Είστε χαμένοι αν ξεχάσετε ότι τα φρούτα ανήκουν σε όλους και η γη σε κανέναν».
Οι κοινωνιολογικές θεωρίες περί κοινωνικών ανισοτήτων εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, όταν έγινε πλέον εμφανές ότι οι κοινωνικές ανισότητες προκαλούνται από τους ίδιους τους ανθρώπους και ειδικότερα από τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξαν τα πρωτόγνωρα σε οξύτητα προβλήματα που προκάλεσε η εκβιομηχάνιση και η εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος. Πολλές θεωρίες εκείνης της περιόδου απέδιδαν τις ανισότητες στις οικονομικές σχέσεις εξουσίας, δηλαδή στην άνιση δυνατότητα πρόσβασης στα κοινωνικά αγαθά, αλλά και στην οικειοποίηση του μόχθου των εργαζομένων. Τότε εμφανίστηκαν ταξικές θεωρίες, δηλαδή τέτοιες που υποστήριζαν ότι δημιουργήθηκε ένα σύστημα με δύο κοινωνικές τάξεις, τους εργάτες και τους κεφαλαιοκράτες, των οποίων τα συμφέροντα είναι εντελώς αντίθετα. Τέτοιες θεωρίες υποστήριξαν π.χ. ο Claude Henri de Saint-Simon, ο Charles Fourier και ο Robert Owen.
Προεξάρχουσα θέση ωστόσο σχετικά με την κοινωνική εξήγηση των κοινωνικών ανισοτήτων έχουν οι απόψεις, οι αναλύσεις και τα επιχειρήματα του Karl Marx. Οι ιδέες του Karl Marx αναπτύχθηκαν γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα με την εμφάνιση του βιομηχανικού καπιταλισμού και είναι ενταγμένες σε μια γενική θεωρία του για την εξέλιξη της κοινωνίας και ιδιαίτερα της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Με την εμφάνιση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής οδηγήθηκαν οι κοινωνίες σε μια κατάσταση, όπου σχηματίστηκαν δυο κοινωνικές τάξεις: οι εργάτες, που δεν κατέχουν τίποτα πέρα από την εργατική τους δύναμη, και οι κεφαλαιοκράτες, που κατέχουν τα μέσα παραγωγής. Οι εργάτες για να επιβιώσουν είναι υποχρεωμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη στους κεφαλαιοκράτες και λαμβάνουν μια αμοιβή για αυτό, το μισθό. Αυτό σημαίνει ότι οι εργάτες εξαρτώνται από τους κεφαλαιοκράτες. Με αυτό τον τρόποπροέκυψε διαμέσου της κατοχής κεφαλαίου η κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους.Η κατάσταση αυτή παγιώνεται και οδηγεί στην παραγωγή συνεχών ανισοτήτων, αφού οι μεν εργοδότες προσπαθούν να μην αλλάξει η κοινωνία σε βάρος τους για να μην χάσουν τα προνόμιά τους, ενώ οι εργάτες προσπαθούν να αλλάξουν την κοινωνία για να βελτιώσουν την κατάστασή τους. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί έναν ανταγωνισμό μεταξύ αυτών των δυο τάξεων και έχει ως αποτέλεσμα τις συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ τους, προκειμένου ο καθένας να υποστηρίξει τα δικά του συμφέροντα. Οι κεφαλαιοκράτες για να είναι ανταγωνιστικοί με άλλους παραγωγούς θα πρέπει να παράγουν όλο και περισσότερο σε χαμηλότερες τιμές. Για να καταφέρουν αυτό χρησιμοποιούν την πίεση στους εργάτες για χαμηλούς μισθούς και χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τεχνολογίες, ενώ απολύουν εργάτες. Οι άνεργοι λειτουργούν ως φόβητρο σε όσους έχουν εργασία, γιατί δέχονται τους χαμηλούς μισθούς για να μην χάσουν τη δουλειά τους. Οι έχοντες όμως κατά τον Karl Marx την οικονομική δύναμη μπορούν να ελέγχουν και την πολιτική, τον πολιτισμό, την επιστήμη, την εκπαίδευση, την εκκλησία και θρησκεία, το κυρίαρχο σύστημα ιδεολογιών και αξιών σε μια κοινωνία. Ο έλεγχος βέβαια αυτών των θεσμών παγιώνει τις κοινωνικές ανισότητες και κάνει την κοινωνική κινητικότητα για τις κατώτερες τάξεις σχεδόν αδύνατη. Το κλειδί επομένως για την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων για τον Karl Marx είναι η κατάργηση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Γ. Φαινόμενα κρίσης και υποθέσεις για μια διέξοδο
Με δεδομένο τον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, που μας βάζει προ αλλαγών στο επίπεδο θεσμών που αφορούν στην οικονομία, την πολιτική, τον πολιτισμό, τις κοινωνικές σχέσεις και τα κοινωνικά προβλήματα, φαίνεται μια οικονομία της αλληλεγγύης, οικολογικά, κοινωνικά και πολιτιστικά συμβατή να είναι όχι μόνο λογική και αυτονόητη, αλλά και κάτω από τις σημερινές συνθήκες, η μόνη εφικτή και επείγουσα απάντηση στα επαπειλούμενα και συσσωρευμένα κοινωνικά προβλήματα, και ιδιαίτερα αυτά του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας.
Ιδιαίτερα σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών οι μεταβολές αυτές προσλαμβάνουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, αφού έρχονται να αμφισβητήσουν δομές, θεσμούς, διαδικασίες και πρακτικές με μεγάλη σταθερότητα εδώ και αιώνες. Η οικονομία π.χ. με καθαρά οικογενειακό και ανταλλακτικό χαρακτήρα τείνει να ενταχθεί πλήρως στη λεγάμενη ελεύθερη καπιταλιστική αγορά, ενώ ταυτόχρονα διαδικασίες αστικοποίησης και εξατομίκευσης έχουν αλλάξει ριζικά τη δομή, τη λειτουργία και τον χαρακτήρα της οικογένειας. Όλες οι κοινοτιστικές και συλλογικές δομές και πρακτικές παρουσιάζουν χαρακτηριστικά διάλυσης και θρυμματισμού.
Για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία φαίνεται η ανθρώπινη εργασία όχι μόνο να μην είναι απαραίτητη για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά να είναι και εμπόδιο. Για τα άτομα οι συνέπειες αυτών των ριζικών αλλαγών, όπως ανεργία, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός, όχι μόνο είναι συνδεδεμένες με πρωτόγνωρες ανασφάλειες των προσδοκιών σχετικά με τις προοπτικές και τα σχέδια ζωής τους, αλλά επιδρούν δραματικά στην ψυχική υγεία των ανθρώπων και διαβρώνουν την κοινωνική αλληλεγγύη.
Οι κοινωνικές και οικονομικές πολώσεις μεταξύ και εντός των πόλεων και των περιφερειών, όπως και η εμφάνιση συσσωρευμένων προβλημάτων σε ορισμένα τμήματα των πόλεων και των περιφερειών, έχουν φτάσει σε ένα δραματικό σημείο. Απογοήτευση, φόβος, παραίτηση, απόσυρση και άσκοπη βία είναι αντιδράσεις που γίνονται αντιληπτές στο πλαίσιο της κοινότητας. Για όλο και περισσότερους ανθρώπους τίθεται το ερώτημα για μια βιογραφική προοπτική και για τη δυνατότητα κατοχύρωσης της ύπαρξης από τη δική τους και μόνο δυνατότητα.
Οι κοινωνίες καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα της κοινωνικής ενσωμάτωσης των ανθρώπων, τους οποίους φαίνεται να μην χρειάζεται πλέον η παγκοσμιοποίηση. Το γεγονός αυτό έχει συνέπειες για την κατανόηση του κράτους δικαίου και της ευημερίας. Όταν άνθρωποι και ολόκληρες περιοχές δεν είναι πλέον απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη, μπορούν και πρέπει να βρεθούν σε αυτές τις κοινωνικές κοινότητες άλλοι, εναλλακτικοί δρόμοι. Η κοινωνική πολιτική που στόχο είχε την εξασφάλιση κανονικών σχέσεων εργασίας για όλους και συνδεόταν με την προσπάθεια να εξαλειφθούν οι κίνδυνοι κοινωνικής απένταξης και περιθωριοποίησης έχει χάσει τη βάση και τη λειτουργία της. Πολύ περισσότερο μάλιστα η ευθύνη για τέτοια φαινόμενα αποδίδεται στα ίδια τα άτομα. Με αυτή τη λογική τα θύματα γίνονται θύτες. Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία το ύψος και ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη. Αυτό το όνειρο ωστόσο μετατρέπεται στο αντίθετό του, αφού η παραγωγικότητα της απενταγμένης από την κοινωνία οικονομίας δεν στοχεύει πλέον στην ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, αλλά έχει γίνει αυτοσκοπός.
Οι άνθρωποι στις βιομηχανικές αναπτυγμένες κοινωνίες απωθούνται στις μικρές τοπικές κοινωνίες και κοινότητες, οι οποίες πρέπει πάλι να γίνουν ο κεντρικός τόπος για την εξασφάλιση και τη διαχείριση της ζωής. Οι τοπικές κοινωνίες και κοινότητες καλούνται επομένως να διαμορφώσουν τις συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν στους ανθρώπους να ξαναβρούν προοπτική, νόημα και περιεχόμενο στη ζωή.
Η εξασφάλιση μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, κοινωνικής συμμετοχής, αλληλεγγύης και συλλογικής ανάπτυξης, αλλά και της διατήρησης και ανάπτυξης του κοινωνικού κεφαλαίου στις τοπικές κοινωνίες, πρέπει να αποτελούν κεντρικούς στόχους των τοπικών κοινωνιών. Φαίνεται λοιπόν να είναι απαραίτητη μια ενεργός και ενεργοποιητική κοινωνική πολιτική, η οποία να υποστηρίζει λύσεις οικολογικά, κοινωνικά και πολιτιστικά συμβατές με τη συμμετοχή των ανθρώπων στις τοπικές κοινωνίες.
Όλες οι τοπικές κοινωνικές δυνάμεις και θεσμοί που αντιλαμβάνονται τα προστάγματα των καιρών θα πρέπει να συμμετάσχουν στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός τοπικού κοινωνικού κράτους, το οποίο θα εξασφαλίζει μια πιο δίκαιη διανομή των κοινωνικών αγαθών και ευκαιριών. Θα πρέπει να συμβάλουν στην αποκατάσταση των διαρρηγμένων πολιτιστικών, κοινωνικών, οικολογικών και οικονομικών σχέσεων στις τοπικές κοινωνίες και να αποχαιρετήσουν ρητά και κατηγορηματικά ατομικιστικές απαντήσεις σε συλλογικά ερωτήματα. Τα νέα συλλογικά ερωτήματα και οι κοινωνικές, οικολογικές, πολιτιστικές και οικονομικές αναπτυξιακές ανάγκες θα πρέπει να αποτελούν τον οδηγό για την αναζήτηση επαρκών και ικανοποιητικών λύσεων με προοπτική (S. Elsen, 1998, σελ. 7).
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να δημιουργηθούν νέες δομές, που αφορούν στο σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας και συνύπαρξης και οι οποίες ενώ θα στηρίζονται σε όρους δημοκρατίας, αλληλεγγύης, συνεργασίας, ισότητας, ενδυνάμωσης και κοινωνικής χειραφέτησης, θα σκοπεύουν ταυτόχρονα στην εξασφάλιση των υλικών όρων για την επιβίωση, την ισόρροπη, αειφόρο, οικολογική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη που αναδεικνύει τον πολιτισμό, την παράδοση και τη φύση σε πρωταρχικής σημασίας παράγοντες για τον παραπάνω σκοπό και που ταυτόχρονα θα πρέπει -γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο- να συμβάλει στη διατήρηση, την ανάπτυξη και την εξέλιξή τους. Σε σχέση με αυτές τις διαπιστώσεις έχουν οι απόψεις του Ferdinand Tönnies από το βιβλίο του Gemeinschaft und Gesellschaft (1887) και σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
«Όταν μετά από τις δραματικές δονήσεις που προκαλεί το καπιταλιστικό-κοινωνικό παγκόσμιο σύστημα, τώρα επιπλέον ενεργοποιεί ασύστολα τις διαλυτικές του δυνάμεις• όταν μπροστά σε αυτά τα φαινόμενα δυναμώνει η φωνή για «κοινότητα»(…) τότε μπορεί πιθανά να αποκτήσει αυτή η φωνή ακόμη πιο μεγάλη εμπιστοσύνη, όσο πιο λίγο διαδηλώνεται μια μεσσιανική ελπίδα με την επίκληση του ‘πνεύματος’• γιατί το πνεύμα ως ένα ιδιαίτερο ον υπάρχει πραγματικά μόνο στην πίστη σε φαντάσματα• για να ζήσει κανείς, θα πρέπει να φαίνεται ότι τον αγγίζει το σώμα μιας ικανής να ζήσει και να αναπτυχθεί αρχής• μια τέτοια, είναι η ιδέα της συνεταιριστικής αυτοεξασφάλισης, όταν βεβαίως ξέρει να αυτοπροστατευτεί από τη διολίσθηση στη λειτουργία μιας απλής επιχείρησης» (F. Tönnies, 1991, σελ. 175).
Δ. Παρέκβαση: η κρίση ως ευκαιρία
Ενώ αυτές οι κρίσεις κατανοούνται συνήθως ως καταστροφή, αποδιοργάνωση και απειλή, μπορούν αυτές επίσης να κατανοηθούν ως ευκαιρία. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός συνδέεται εξάλλου πάντα με κρίσεις (S. Papaioannou, 1994, σελ. 15)
«Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η εξαιρετική κατάσταση στην οποία ζούμε αποτελεί τον κανόνα. Θα πρέπει να οδηγηθούμε σε μια έννοια της ιστορίας που να ανταποκρίνεται σε αυτό. Τότε θα αναχθεί σε καθήκον μας η επιβολή της πραγματικής εξαιρετικής κατάστασης» (W. Benjamin, 1965, σ. 78-94) έγραψε ο Walter Benjamin στις Geschichtsphilosophische Thesen (Ιστορικοφιλοσοφικές θέσεις).
Από τα ελληνικά γνωρίζουμε ότι: «Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού».Παρόλο που η κρίση θεωρείται κάτι το ξαφνικό, έντονο και προσωρινό, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη από αλληλοδιαδεχόμενες και αλληλοσυνδεόμενες κρίσεις. Ανεξάρτητα από το πού οφείλεται αυτό, η «κατάσταση κρίσης» έχει αποκτήσει μια εμμονή και μονιμότητα. Η κρίση, είτε αυτή θεωρείται ως μια νομοτελειακά αναγκαστική και μεταφυσικά επενδεδυμένη αποκάλυψη, είτε ως συνεπές αποτέλεσμα ενός ιστορικά συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή του βιομηχανικού καπιταλισμού, φώλιασε σε μας και απειλεί να γίνει κανονικότητα της ζωής μας. Ως συστατικά στοιχεία του βιόκοσμου και της εμπειρίας των ανθρώπων μπορούν οι κρίσεις να προκαλέσουν αντιδράσεις και αντιστάσεις, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα είτε την υπέρβαση -μετασχηματισμό και/ή κάθαρση των καταστάσεων κρίσης- είτε μια αμυντική, παθητική στάση. «Αλλά όπου υπάρχει κίνδυνος, μεγαλώνει και η δυνατότητα σωτηρίας» είχε γράψει ο γερμανός ποιητής Hölderlin.
Από την έννοια κρίνειν προέρχονται οι έννοιες κρίσις, κριτική, κρίσιμος, κριτήριον, κριτής κ.λπ. Κρίνειν σήμαινε αρχικά αξιολογώ, εκτιμώ, ερευνώ, αποφασίζω, κρίνω (ασκώ κριτική), αποφαίνομαι, υποψιάζομαι, φρονώ, υποθέτω, νομίζω, σχολιάζω. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ωστόσο, εμπεριέχεται μια συστηματική θεμελίωση στη βάση κριτηρίων και μια αγωνιστική, προσανατολισμένη προς τη διένεξη στιγμή.
Αναλογικά με τα παραπάνω κρίσις σημαίνει αφενός αξιολόγηση, ετυμηγορία, τοποθέτηση/θέση, εκτίμηση, διερεύνηση, απόφαση, απόφανση, γνώμη, ικανότητα κρίσης, ευθυκρισία, δικαστική απόφαση, και αφετέρου κίνδυνο, κορύφωση δυσμενούς στιγμής, μια ακραία, οριακή στιγμή, που τοποθετείται άμεσα πριν από ένα ριζοσπαστικό, ανατρεπτικό γεγονός, του οποίου η ανάπτυξη και η τελείωση προκαλεί μια εντελώς νέα κατάσταση.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι ήδη ο Ιπποκράτης ο Κώος (460-377 π.Χ.) πριν από περίπου 2500 χρόνια χρησιμοποίησε την έννοια κρίσις σε σχέση με την ιατρική (Περί Κρισιών, στο Άπαντα, τόμος 3, εκδόσεις Κάκτος, 1992, καθώς και στο Περί Κρισίμων). Ο Ιπποκράτης συμπεριλάμβανε στην ιατρική έννοια της κρίσεως στοιχεία που είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για μια κοινωνιολογική έννοια της κρίσης: Η κρίση εμφανίζεται πάντα, όταν κατά τη διάρκεια μιας αρρώστιας υπάρχει μια αποφασιστική μεταβολή που μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη ίαση, σε κώμα ή στο θάνατο (R. Starm, «Historische Aspekte des Krisenbegriffs», στο: Jänicke M. (Hrsg.), 1973, σ. 53, όπως αναφέρεται στο: v. Alemann U., 1983, στο Mattes J. (Hrsg.), 1983, (σ. 535-553), σ. 535). Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση κρίσης δεν έχει ειπωθεί ακόμα η τελευταία λέξη. Είναι η στιγμή στην οποία συνυπάρχει ο κίνδυνος με την ελπίδα.
Ανεξάρτητα από το εάν αντιλαμβανόμαστε την κρίση ως θετική δυνατότητα υπέρβασης κρίσιμων καταστάσεων ή ως απειλή ενάντια σε υπάρχουσες και θετικά αξιολογούμενες καταστάσεις και προσπαθούμε να την αποτρέψουμε, χρειαζόμαστε κριτική.
«Η σχέση σημασίας μεταξύ κρίσης και κριτικής δεν εξαφανίστηκε ιστορικά ποτέ. Γι’ αυτό θα πρέπει κάθε έννοια της κρίσης να μένει συνδεδεμένη με μια έννοια της κριτικής» (E. Becker & T. Jahn, 1989. Από τη σειρά: Sozial-ökologische Arbeitspapiere, της ερευνητικής ομάδας Soziale Ökologie, σ. 6. Οι παραπάνω συγγραφείς στηρίζονται σχετικά στο: R. Kosselek, 1973).
Η συνείδηση της κρίσης μπορεί μόνο διαμέσου της κριτικής να αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία για τη δράση, έτσι που να γίνει δυνατόν να κατανοηθεί η κρίση ως ευκαιρία. Υπό αυτή την έννοια ο ρόλος της κριτικής επιστήμης και της διανόησης δεν είναι η τεχνοκρατική, συστημική αντιμετώπιση και διαχείριση της κρίσης, αλλά αντίθετα η πρόκληση κρίσεων διαμέσου της κριτικής, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν.
Όλες οι μεγάλες ιδέες και πράξεις, επιστημονικές, πολιτιστικές και πολιτικές, που υπερβαίνουν τα δεδομένα και οδηγούν σε ριζικές αλλαγές, προκαλούν κρίσεις. Η κρίση μπροστά στην οποία βρισκόμαστε όχι μόνο δεν αλλάζει τον ρόλο του διανοούμενου, του πραγματικού πολιτικού και του κάθε κριτικά σκεπτόμενου πολίτη, αντίθετα μάλιστα τον κάνει πιο επιτακτικό και αναγκαίο.
Κατά τον Umberto Eco, ο οποίος αποδεχόμενος την ελληνική κλασική έννοια της κρίσης, διακρίνει την αρνητική της σημασία από τη θετική, «ο διανοούμενος υποχρεούται, σε αντίθεση με τον πολιτικό, να παράγει κρίσεις ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν. Κάθε εφεύρεση στο πεδίο των φυσικών και των ανθρωπιστικών επιστημών, μια επιστημονική επανάσταση, η οποία καταρρίπτει, περιθωριοποιεί ή αντικαθιστά μέχρι τώρα ισχύουσες αρχές ή επιστημονικά παραδείγματα, προκαλεί κρίση. Κάθε δημιουργικός Λόγος (Diskurs) ακόμη κι αν είναι ένα ποίημα, ένα φιλμ, ένας μεταφυσικός στοχασμός, προκαλεί κρίση, αφού ερμηνεύει τον κόσμο με ένα πρωτόγνωρο τρόπο… Το καθήκον του δεν είναι η νομιμοποίηση αυτού που υπάρχει. Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται ο πολιτικός να απαιτεί από τον διανοούμενο, να θεραπεύσει την κρίση. Ο διανοούμενος, ακόμη και όταν είναι πολιτικά στρατευμένος, δεν αποτελεί την γκάιντα της επανάστασης (και πολύ λιγότερο της αντεπανάστασης/της παλινόρθωσης). Ρωτήστε μας, εάν θέλετε, για τα αίτια της κρίσης. Αλλά μην απαιτείτε από μας καμιά συνταγή, γιατί όλοι οι άρρωστοι και όχι μόνο οι κατά φαντασία ασθενείς, είναι συνεργάτες της αρρώστιας τους. Προκαλέστε μας καλύτερα να παράγουμε κρίσεις, κρίσεις, περισσότερες κρίσεις, με την έννοια της κριτικής, της εκτίμησης, της υποψίας, της ανησυχίας, της ερμηνείας και της διένεξης» (U. Eco, 1983).
Αυτό προϋποθέτει την κατανόηση ότι, όταν μας μιλούν για κρίσεις τις οποίες τάχα στο τέλος θα τις υπερβούμε, μας εγκλωβίζουν σε μια αυταπάτη (V. Forrester, 1997, σ. 8). Η οικονομική ανάπτυξη, όπως όλα δείχνουν, δεν έχει αντίστοιχη αυξητική επίδραση στην απασχόληση, ούτε στο επίπεδο ζωής όλων. Εξάλλου, «καμιά πρόοδος του κόσμου δεν επιτρέπει να αγνοηθεί ότι σε απόλυτους αριθμούς ποτέ, ποτέ πριν επί της γης τόσο πολλοί άνδρες, γυναίκες και παιδιά δεν ήταν σκλάβοι, πέθαναν από πείνα ή θανατώθηκαν» (J. Derrida, 1996, σ. 139).
Ας κρατήσουμε σε αυτό το σημείο ότι η πολιτική, εκτός από τη διαχείριση των καθημερινών υποθέσεων, έχει μια κοινωνική εντολή: να ασκεί κριτική, να αποκαλύπτει, να διαφωτίζει, να παράγει και να ασκεί πολιτισμό και παιδεία, να συμβάλει στη δημιουργία ενός άλλου κόσμου, όπου οι άνθρωποι θα δημιουργούν, θα εκφράζονται ελεύθερα, θα βρίσκουν νόημα στη ζωή, θα ερωτεύονται, θα ονειρεύονται και θα χαλκεύουν ουτοπίες κοντινές και μακρινές, ενάντια στο σκοταδισμό, τη μεταφυσική, τη θεοκρατία και τις θρησκοληψίες, τον τεχνοκρατισμό, τον λαϊκισμό, την αλλοτρίωση, τις κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις, τη φτώχεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις μισαλλοδοξίες.
Ε. O μεγάλος μετασχηματισμός των μικρών τοπικών κοινωνιών και η ανάγκη εναλλακτικών παρεμβάσεων
Το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει ο Karl Polanyi (K. Polanyi, 1977, σ. 81 και 64), «η οικονομία δεν είναι πλέον ενταγμένη μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά αντίθετα οι κοινωνικές σχέσεις είναι ενταγμένες στο σύστημα οικονομίας», οδηγεί αναγκαστικά σε κοινωνικό αποκλεισμό και διασπά τις διανθρώπινες σχέσεις και απειλεί τον φυσικό ζωτικό χώρο του ανθρώπου με εξαφάνιση.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι απαραίτητο να διαμορφωθεί μια κατάλληλη, οξυδερκής πολιτική που να υπερβαίνει το σύνηθες και να ανοίγει νέους δρόμους, επεξεργαζόμενη την παρούσα κατάσταση στην ιστορική της διαδρομή και αντιλαμβανόμενη έγκαιρα τα όσα προμηνύονται. Η πολιτική αυτή και θα πρέπει να εμπεριέχει κοινωνικο-μαθησιακές προκλήσεις και διαδικασίες, θα πρέπει επιπλέον να συνδέεται και να συμπληρώνεται με πρωτοβουλίες πολιτιστικής, εκπαιδευτικής και επιμορφωτικής κατεύθυνσης, καθώς και με παρεμβάσεις κοινωνικής πολιτικής και προστασίας του περιβάλλοντος εναλλακτικού χαρακτήρα, χωρίς όμως να «εξέρχονται» και να αυτοπεριορίζονται από την καθιερωμένη κοινωνία, αλλά να αποτελούν την πραγματική εναλλακτική πρόταση και αντίσταση στα πλαίσια και σε αντιπαράθεση με δομές και αντιλήψεις που (ανα)παράγουν τα δοσμένα κοινωνικά και ανθρώπινα αδιέξοδα (Βλέπε σχετικά P. Alheit, “Abshied von der Lohnarbeit? Bemerkungen zu einer Erweiterung des Arbeitsbegriffs”, στο: Alheit P. et al 1990, (σ. 22-25). Βλέπε σχετικά επίσης U. Beck, 1988, σ. 25).
Να αποτελούν με άλλα λόγια μια ρεαλιστική ουτοπία με την έννοια του Ernst Bloch. Το «όραμα προς τα εμπρός», το ουτοπικό «όχι ακόμη», δεν συνίσταται πλέον στην ανακάλυψη ενός μακρινού Eldorado, μιας μακρινής Εδέμ, αλλά στο πρόταγμα για ανακατασκευή αυτού, μέρος του οποίου αποτελούμε (E. Bloch, 1959).
ΣΤ. Κοινωνικός μετασχηματισμός και κοινωνική πολιτική
α. Εισαγωγικές σκέψεις
Ενώ οι διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού -και ιδιαίτερα η αναδιάρθρωση των τοπικών οικονομιών- προκαλούν μια σειρά από κοινωνικά προβλήματα, άγνωστα μέχρι τώρα σε αυτές τις κοινωνίες, εάν παρατηρήσουμε ωστόσο την κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα διαπιστώσουμε ότι σε πλήρη αρμονία με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (P. Barthelheimer, 2001, σ. 60-61) ξεκινά από τη θέση πως η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός οφείλονται σε ατομική ευθύνη και επομένως θα πρέπει να καταπολεμηθούν με μέτρα, τα οποία να στοχεύουν στην αλλαγή των ιδίων των αποκλεισμένων. Αυτή η συντηρητική, νεοφιλελεύθερη εκδοχή της κοινωνικής πολιτικής υποστηρίζει ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι αποτέλεσμα έλλειψης προσωπικών προϋποθέσεων ενσωμάτωσης των ιδίων των αποκλεισμένων. «Το πρόβλημα της ενσωμάτωσης μετατοπίζεται έτσι στους αποκλεισμένους. Αυτοί είναι εκείνοι, που θα πρέπει να γίνουν ενσωματώσιμοι» (M. Kronauer, 2000). Το ερώτημα σε ποιες κοινωνικές σχέσεις θα πρέπει να ενσωματωθούν και σε ποιο βαθμό αυτές οι σχέσεις συμβάλουν στη συστηματική αναπαραγωγή ανισοτήτων και κοινωνικού αποκλεισμού δεν τίθεται πλέον (S. Herkommer, Deklassiert, ausgeschlossen, chancenlos–die Überzähligen im globalisierten Kapitalismus, στο: S. Herkommer (Hrsg.), 1999, σ. 10).
β. Η σημερινή κατάσταση της κοινωνικής πολιτικής στην Ελλάδα
Εδώ και δεκαετίες η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία, στις αγροτικές, ορεινές, μικρονησιωτικές κ.ά. περιοχές ήταν -και είναι ακόμη κατά πολύ- σχεδόν αποκλειστικά αρμοδιότητα του κράτους και περιορίζεται σε υποτυπώδη ιατροφαρμακευτική και ασφαλιστική κάλυψη.
Είναι σαφές ότι η κοινωνική πολιτική ξεκινάει από την παραδοχή ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός, στον οποίο εκπίπτουν τα άτομα, έχει ως αιτία τις ελλιπείς προσωπικές προϋποθέσεις ενσωμάτωσης των ιδίων των κοινωνικά αποκλεισμένων. Αυτό που όμως χρειαζόμαστε σε αυτή την κατάσταση είναι περισσότερο μια Κοινωνιακή Πολιτική (Gesellschaftspolitik) και λιγότερο μια Κοινωνική Πολιτική (Sozialpolitik), με την καθιερωμένη έννοια του όρου, χρειαζόμαστε δηλαδή μια πολιτική ανάπτυξης, που να κινητοποιεί τους πολίτες προς την κατεύθυνση της δημιουργίας νέων δομών στο χώρο της οικονομίας, του πολιτισμού, της πολιτικής και των κοινωνικών σχέσεων και προβλημάτων. Σε πολλές τοπικές κοινωνίες, ακόμη και στην περιφέρεια, γίνεται εμφανής μια προσπάθεια -σχεδόν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80- να δημιουργηθούν δομές και να εφαρμοστούν προγράμματα και δράσεις, που σκοπεύουν προς την παραπάνω κατεύθυνση μιας κοινωνικής οικονομίας και μιας κοινωνικής πολιτικής που υπερβαίνει την παλιά περιοριστική αντίληψη και εμπεριέχει στοιχεία συνολικής Κοινωνιακής Πολιτικής. Παρά τη θετική αυτή εξέλιξη, που μάλιστα εντάθηκε τη δεκαετία του ’90, λόγω των προγραμμάτων δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένα έλλειμμα συνολικής, συστηματικής κοινωνικής πολιτικής που να στηρίζεται συνειδητά στην ιδέα ότι εν πολλοίς η πιο αποτελεσματική κοινωνική πολιτική είναι σχεδόν ταυτόσημη με την Κοινωνιακή Πολιτική, αφού το ζητούμενο δεν είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση των εξατομικευμένων κοινωνικών προβλημάτων, αλλά η πρόληψή τους.
Ας πάρουμε το παράδειγμα του επαρχιακού αγροτικού, ορεινού και νησιωτικού χώρου. Μια συστηματική παρατήρηση αυτού του χώρου μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε τα εξής:
Αυτές οι τοπικές κοινωνίες διαθέτουν έναν αξιοθαύμαστο πλούτο παραδοσιακού, ιστορικού, πολιτισμικού, φυσικού και κοινωνικού κεφαλαίου. Πολλά από αυτά τα στοιχεία είναι ακόμη και σήμερα εγγενή συνθετικά στοιχεία της καθημερινότητας των ανθρώπων. Υπό αυτή την έννοια τίθεται το ερώτημα εάν και κατά πόσον είναι δυνατόν μερικές από αυτές τις δομές, γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες, εμπειρίες και αντιλήψεις συνειδητά να αποτελέσουν τη βάση, επάνω στην οποία να αναπτυχθεί μια αναπτυξιακή πολιτική που να μεριμνά και να συμπεριλαμβάνει το σύνολο των κοινωνικών δεδομένων και σχέσεων σε μια τοπική κοινωνία. Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει βέβαια να λάβει υπόψη της τη νέα κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε και να εμπλουτιστεί από τις εμπειρίες όλων των κοινωνικών κινημάτων, παλαιών και νέων, καθώς και από κάθε μεμονωμένη εναλλακτική προσπάθεια. Αυτό που βέβαια λείπει είναι μια αντίστοιχη συνείδηση σχετικά με την ιδιαίτερη σημασία αυτού του πολύτιμου κεφαλαίου, ένας σχεδιασμός και μια πολιτική που να επικεντρώνει στο παραπάνω.
Ένα άλλο ενδιαφέρον φαινόμενο που εντοπίζεται στις παραδοσιακές τοπικές κοινωνίες είναι αυτό της λεγάμενης «άτυπης, δεύτερης οικονομίας», η οποία κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να απελευθερώσει ένα μεγάλο δυναμικό νεωτεριστικών πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων.
Ωστόσο, όπως διαπιστώσαμε παραπάνω, δεν είναι στους περισσότερους πολίτες αυτών των περιοχών συνειδητή η σπουδαιότητα αυτής της άτυπης οικονομίας.
Από τη σχετική συζήτηση γνωρίζουμε ότι η διπλή οικονομία αποτελεί έναν από τους κύριους στόχους των νέων κοινωνικών κινημάτων. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι κατ’ αυτό τον τρόπο εκφράζεται μια αντίσταση ενάντια στην κυρίαρχη αλλοτριωτική Οικονομία. Αυτή αποτελεί, τέλος, μια συνειδητή και επεξεργασμένη αντίδραση ενάντια στις καταστροφικές επιδράσεις του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Το ερώτημα είναι πώς από αυτή τη «μη συνειδητή άτυπη οικονομική δραστηριότητα» μπορεί να αναπτυχθεί μια «συνειδητή κοινωνική οικονομία», με την έννοια του Oskar Negt: «Πρόκειται για μια οικονομία, η οποία δεν απολυτοποιεί το οικονομικό, αλλά φροντίζει, στη λογική της πρωταρχικής σημασίας της έννοιας του ‘οίκου’, για ολόκληρο το ‘σπίτι’, για τους ανέργους, αλλά και για το περιβάλλον, για την υγεία, αλλά και για την κατανομή της εργασίας μεταξύ των φύλων» (O. Negt, 1995).
γ. Σκέψεις γύρω από μια εναλλακτική κοινωνική οικονομία, κοινωνική πολιτική και κοινωνική εργασία με κοινότητες
ι. Για την αναγκαιότητα μιας εναλλακτικής κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής
Οι όποιες επιφυλάξεις μας για την πολιτικοκοινωνική δυνατότητα εναλλακτικών προτάσεων δε μας εμποδίζουν να υποστηρίξουμε τέτοιες προτάσεις ως μέσο αναβάθμισης του κριτικού πολιτικο-κοινωνικού λόγου, της κοινωνικής συνείδησης και πράξης, του πολιτισμού και του κοινωνικού ελέγχου, αλλά και να επιμείνουμε στο γεγονός ότι, κάτω από τις σημερινές συνθήκες σε όλο τον κόσμο, οι εναλλακτικές προτάσεις δείχνουν το δρόμο προς τον «τόπο» όπου θα πρέπει να ψάξει κανείς για διεξόδους. H πρόσκρουση των ουτοπικών ιδανικών, των στόχων, των αιτημάτων για μια «άλλη κοινωνία» στα όριά τους και η «διόρθωσή» τους από την κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα με τις «κυρίαρχες σχέσεις», αλλά και από τα παγιωμένα δόγματα πολλών από τους ίδιους τους «εναλλακτικούς», δεν μπορεί να μειώσει τη σημασία που μπορεί να έχει η τόλμη να εγκαταλείψει κανείς την πεπατημένη, τον εφησυχασμό, την πελαγοδρόμηση σε τρόπους ζωής και πράξης χωρίς νόημα, προοπτική και ελπίδα για την αναζήτηση και δημιουργία «πατρίδας» με την έννοια του Ernst Bloch. H ελπίδα βέβαια εδώ, ως προσανατολισμένη προς το μέλλον, που υπόσχεται κάτι πραγματικά νέο, γνωστική δραστηριότητα, έχει ως αντικείμενό της «τα οράματα μιας καλύτερης ζωής»
ιι. Για τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις μιας εναλλακτικής κοινωνικής οικονομίας και κοινωνικής πολιτικής
Αυτή η σκέψη αποκτά ένα ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εάν αναλογιστούμε όλες αυτές τις ριζικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο, στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως. Αλλαγές που, ανεξάρτητα από την ερμηνεία τους, προκαλούν κρίσεις και φαινόμενα εξαθλίωσης σε ολόκληρες περιοχές, ακόμη και στις αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες και φυσικά ακόμη πιο έντονα σε χώρες του τρίτου λεγάμενου κόσμου, αλλά και σε αυτές που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης.
Επειδή όμως μια περιφέρεια σε κρίση έγινε τέτοια διότι δεν μπορούσε να σταθεί στον υπερπερφερειακό ανταγωνισμό, δεν μπορεί πια, να ανακτήσει την υπερπεριφερειακή ικανότητα ανταγωνισμού, αφού είναι μια περιφέρεια σε κρίση. Με άλλα λόγια: Με τα κλασικά εργαλεία της διαρθρωτικής πολιτικής είναι σχεδόν αδύνατη μια αναδιάρθρωση περιφερειών που βρίσκονται σε κρίση (K. Birkhölzer, 1995, σ. 503).
Η διατήρηση της δυνατότητας ζωής των Τόπων και των κοινοτήτων τους θα πρέπει επομένως να αναχθεί σε ένα κεντρικό αίτημα για κάθε μελλοντικά προσανατολισμένη αναπτυξιακή στρατηγική.
Η περίπλοκα αλληλοεξαρτώμενη αποδιοργάνωση που συνδέεται με την κρίση μπορεί με αυτό τον τρόπο να κατανοηθεί και ως ευκαιρία για μια νέα αρχή, για μια αυτοδύναμη ορισμένη Ανάπτυξη.
Z. H αναγκαιότητα ανάπτυξης εναλλακτικών προτάσεων-προγραμμάτων και ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο
Η κατάσταση αυτή κάνει επείγουσα την αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων. Η αναζήτηση προτάσεων εναλλακτικών προς το υπάρχον δεν αποτελεί κοινωνικο-ιστορικά κάτι το νέο (K.-W. Brand, D. Büsser, D. Rucht, 1984, σ. 154).
Αυτή χαρακτηρίζεται από την ανάγκη για νόημα στη ζωή, για χρησιμότητα, για ταυτότητα και αρμονία, αλλά και για αντίσταση και άρνηση έναντι των δοσμένων κοινωνικών δομών και κανόνων. Οι παραπάνω στόχοι και αξίες, ως διαστάσεις της κοινωνικής συνείδησης, απορρέουν από μια κοινή «εναλλακτική ηθική» που συνθετικά χαρακτηριστικά της στοιχεία είναι μεταξύ άλλων: «Το ενδιαφέρον για αλληλέγγυες μορφές επικοινωνίας, η άρση των κοινωνικών και οικονομικών προνομίων, η δυνατότητα εποπτείας της οργάνωσης διαμέσου της αποκέντρωσης, η οικολογική συνείδηση, η άρση της αλλοτρίωσης από την εργασία, η παραγωγή αξιών χρήσης, η άρση του χωρισμού της πνευματικής από την χειρωνακτική εργασία, η αλλαγή κληρονομημένων οικογενειακών δομών, η άρση των παραδοσιακών ρόλων-προτύπων, η σύνδεση της πολιτικής πράξης με την ατομική χειραφέτηση» (K. Müschen, 1982, σ. 33).
Η αναγκαιότητα των εναλλακτικών προτάσεων -πειραμάτων υπαγορεύεται από τις γενικότερες εξελίξεις των μοντέρνων κοινωνιών.
Η. Αντί επιλόγου
Κλείνοντας να πω μόνο τούτο: Οι κοινωνικές ανισότητες είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης οργάνωσης της κοινωνίας μας, δημιούργημα ανθρώπινο και ως τέτοιο είναι εφικτό να εκλείψει, ακριβώς όπως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός: ένας κόσμος της δημοκρατίας, της ελευθερίας, του πολιτισμού, της δημιουργίας, της ρεαλιστικής ουτοπίας, του οράματος, της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας, της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας, του πειράματος, της αναζήτησης, ένας κόσμος που να έχει νόημα και να αξίζει να τον ζήσεις κανείς.
* Ο Σκεύος Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1947 στην Κέφαλο της Κω. Μετά από σπουδές στην οικονομία και τις πολιτικές επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, σπούδασε κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια Ludwig-Maximilian-Universitat του Μονάχου και Friedrich-Αlexander Universitat της Νυρεμβέργης, απ’ όπου πήρε τον διδακτορικό του τίτλο. Από το 1985 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, όπου σήμερα είναι καθηγητής κοινωνιολογίας. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στο Universitat Bremen (1991-1992), στο Πανεπιστήμιο του Roskilde της Δανίας, στο Ινστιτούτο Επιμόρφωσης Ενηλίκων της Φρανκφούρτης, στο Πανεπιστήμιο του Linkcopping της Σουηδίας και στο Πανεπιστήμιο του Gottingen της Γερμανίας. Το χειμερινό εξάμηνο του 2003-2004 δίδαξε ως τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κassel της Γερμανίας. Είναι συγγραφέας πολλών ελληνικών και ξενόγλωσσων βιβλίων.
(βιογραφικό από τη βιβλιονετ).
Βιβλιογραφία
Alemann, U. v. (1983): Krisen der Arbeitsgesellschaft-Katharsis der Interessenvermittlung?, oto: Matthes, J. (Hrsg.): Krise der Arbeitsgesellschaft? Verhandlungen des 21. Deutschen Soziologentages in Bamberg 1982. Frankfurt a/M.
Alheit, P. et al. (Hrg) (1990): Abschied von der Lohnarbeit? Uni¬versität Bremen, Forschungsreihe des Forschungsschwer¬punkts Arbeit und Bildung, Bd.12.
Alheit, P. (1990): “Abschied von der Lohnarbeit? Bemerkungen zu einer Erweiterung des Arbeitsbegriffs”, oto: Alheit P., et al, ö.n.
Altvater, E. et al. (Hrg) (1985), Arbeit 2000, Hamburg.
Barthelheimer, P. (2001): Sozialberichterstattung für die _Soziale Stadt”. Methodische Probleme und politische Möglichkeiten, Frankfurt a. M., New York
Beck, U. (1988): Gegengifte. Die organisierte Unverantwortlichkeit, Frankfurt a/M
Becker, E., Jahn, T. (1989): Soziale Ökologie als Krisenwis¬senschaft. 2. unver. Auflage, AP1 aus der Reihe sozial-ökol¬ogischer Arbeitspapiere der Forschungsgruppe Soziale Ökolo¬gie, Frankfurt a/M.
Benjamin, W. (1965): Geschichtsphilosophische Thesen, στο: Der¬selbe: Zur Kritik der Gewalt und andere Aufsätze. Frankfurt a/M., S. 78-94.
Benseler, F., et al (Hrg) (1982): Zukunft der Arbeit, Hamburg.
Berger, J. et al. (Hrg) (1982): Kongress Zukunft der Arbeit, Biele¬feld.
Birkhölzer, K. (1995): «Lokale Ökonomie», στο: Flieger/Nico- laisen/Schwendter (Hrg.), Gemeinsam mehr erreichen. Ko¬operation und Vernetzung alternativ-ökonomischer Betriebe und Projekte, AG SPAK Bücher, München (σελ. 501-522)
Bloch, E. (1959): Das Prinzip Hoffnung, 3 Bd., Frankfurt a/M.
Brand, K.E., et al (Hrg) (1984): Aufbruch in eine andere Gesellschaft. Neue soziale Bewegungen in der Bundesre¬publik, Frankfurt a/M.
Derrida, J. (1996): Marx’ Gespenster, Frankfurt am Main.
Eco, U. (1983): Vortrag auf dem Kongress «Creation et devel- opement» im Februar 1983 an der Sorbonne in Paris, στο: Frankfurter Rundschau 19.03.1983.
Elsen, S. (1998): Gemeinwesenökonomie-eine Antwort auf Ar-beitslosigkeit, Armut und soziale Ausgrenzung? Neuwied.
Forrester V. (1997): Der Terror der Ökonomie, Wien.
Heinze R.G., Olk T. (1982): “Selbsthilfe, Eigenarbeit, Schatten-wirtschaft”, στο: Benseler F., et al (Hrg), (1982): Zukunft der Arbeit, Hamburg.
Herkommer, S. (1999): Deklassiert, ausgeschlossen, chancenlos – die Überzähligen im globalisierten Kapitalismus, στο: Herkommer S. (Hrg.): Soziale Ausgrenzungen. Gesichter des neuen Kapitalismus. Hamburg.
Hradil, S. (2001): Soziale Ungleichheit in Deutschland, Opladen,
8. Auflage.
Ingelhart, R. (1979): “Wertewandel in den westlichen Gesellschaften: Politische Konsequenzen von materialistis¬chen und postmaterialistischen Prioritäten”, στο: Klages H. (Hrg) (1979): Wertewandel und gesellschaftlicher Wandel, Frankfurt a/M..
Ιπποκράτης (1992) Περί κρισίων, στο: Άπαντα, τόμ. 3, εκδ. Κάκτος, καθώς και στο Περί κρισίμων του ιδίου.
Klöck, T. (Hg.) (1998): Solidarische Ökonomie und Empowerment. Jahrbuch Gemeinwesenarbeit 6, AG SPAK Bücher, München, (S. 51-67.)
Kosselek, R.(1973): Kritik und Krise. Frankfurt a/ M.
Kreckel, R. (1992, 1997): Politische Soziologie der sozialen Un¬gleichheit, Frankfurt am Main.
Kronauer, M. (2000): Exklusion. Die Gefährdung des Sozialen im entwickelten Kapitalismus. (Typoskript), Göttingen.
Μαρξ, K., Ένγκελς. (1999): Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Εκδόσεις θεμέλιο, Αθήνα.
Münchmeier, R. (1992): “Krise als Chance”, στο: Rauschen- bach/Gängler (Hrg.) (1992): Soziale Arbeit und Erziehung in der Risikogesellschaft, Neuwied, Kriftel, Berlin (S.133-147).
Müschen, K. (1982): Lieber lebendig als normal. Selbstorgani¬sation, kollektive Lebensformen und alternative Ökonomie, Bensheim.
Negt, O. (1995): Die Krise der Arbeitsgesellschaft, στο: Aus Poli¬tik und Zeitgeschichte 7.4.1995.
Negt, O. (2001). Arbeit und menschliche Würde, Göttingen.
Papaioannou S. (1994): Modernisierung und Bildung in Griechen¬land. Vol. Nr.27, Werkstattberichte des Forschungsschwer¬punkts Arbeit und Bildung Universität Bremen, Bremen.
Παπαϊωάννου, Σ. κ.ά. (1998): Κοινωνικός Μετασχηματισμός, Εκπαίδευση και Τοπική Κοινωνία, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο.
Polanyi, K. (1977): The Great Transformation. Politische und Ökonomische Ursprünge von Gesellschaften und Wirtschafts-systemen, Wien.
Rosanvallon, P. (1979): “Für eine Wirtschaft der Autonomie”, στο: Huber J., (Hrg), (1979): Anders arbeiten-anders wirtschaften, Frankfurt, a/M., (S. 213-227)
Schwendter, R. (1975): “Notate zur Kritik der alternativen Ökonomie”, στο: Arbeitsgemeinschaft sozialpolitischer Ar¬beitskreise (Hrg) (1975): Materialien zur Alternativen Ökonomie I. Berlin.
Siebel, W. (1997): «Armut oder Ausgrenzung?», στο: Leviathan, Heft 1/1997.
Starm, R. (1973): Historische Aspekte des Krisenbegriffs, στο: Jänicke M. (Hrg.) (1973): Politische Systemkrisen. Köln
Toffler, A. (1980): Die Zukunftschance, München.
Tönnies, F. (1991): Gemeinschaft und Gesellschaft, Neudruck der achten Auflage von 1935, 3., unveränderte Auflage.
Vonderach, G. (1982): “Eigeninitiativen-Beginn einer kulturellen Mutation?”, στο: Benseler F., et al (Hrg) (1982): Zukunft der Arbeit, Hamburg.
Wallimann, I. (1998): Soziale Ökonomie: Existenzsicherung in Krisen und Grundlagen eines nachhaltigen Daseins, στο: Klöck T. (Hrg.) (1998): Solidarische Ökonomie und Empowerment. Jahrbuch Gemeinwesenarbeit 6, AG SPAK Bücher, München, (S. 51-67.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου