του Θανάση Σαντατσόγλου*
Οι αντικρουόμενες κοινωνικές θεωρίες
Η Κοινωνική Πολιτική, ως κλάδος ακαδημαϊκής διερεύνησης, λαμβάνει τις αναφορές της μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών επιστημών, με σκοπό την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων, με υψηλά ιεραρχούμενες την Κοινωνιολογία-η οποία θα αναλύσει κυρίως την δομή της κοινωνίας, ανιχνεύοντας τα κοινωνικά προβλήματα-και την Πολιτική Επιστήμη-η οποία θα δώσει την πολιτική τοποθέτηση και κατεύθυνση. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να επεξεργαστούν οι διάφορες κοινωνικές θεωρίες. Όμως, η διαφορετική ανάλυση των θεωριών οδηγεί σε μία διαφορετική πολιτική θεώρηση, ενώ συγχρόνως, η πολιτική θεώρηση επηρεάζεται και από ένα αξιακό πλαίσιο, το οποίο αναφέρεται σε μία θεώρηση της πολιτικής φιλοσοφίας. Οι διαφορετικές αυτές θεωρήσεις ιεραρχούν με διαφορετικό τρόπο τα κοινωνικά προβλήματα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, διαφωνούν μεταξύ τους για το κατά πόσον ένα κοινωνικό φαινόμενο μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόβλημα. Οι δύο κύριες αντικρουόμενες πολιτικές θεωρίες είναι ο Μαρξισμός και ο Νεοφιλελευθερισμός, που εντοπίζονται στην Συγκρουσιακή και Δομολειτουργική Θεωρία, αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας αυτές ως μέσο ανάλυσης των κοινωνικών δομών. Αυτές οι διαφοροποιήσεις, στο σύνολό τους, είναι ιδεολογικές.
Οι αντικρουόμενες θεωρίες σε επίπεδο εφαρμογής της Κοινωνικής Πολιτικής-
Τα δύο μοντέλα, θεσμικό και υπολειμματικό και η μαρξιστική κριτική
Όταν έχουμε ως δεδομένο την ύπαρξη αυτών των διαφορετικών ιδεολογικών αναφορών μέσα στην Κοινωνική Πολιτική, είναι σαφές πως όταν η ΚΠ γίνει αντιληπτή σε επίπεδο συγκεκριμένων και εφαρμοσμένων πολιτικών, η εκάστοτε ιδεολογική τοποθέτηση θα έχει ως συνέπεια μία-έως και-άκρα αντίθετη σύνθεση πολιτικών. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως, ανάλογα την θεωρητική εκκίνηση, κάποια ζητήματα θα θεωρηθούν ή όχι κοινωνικά προβλήματα και αυτό θα κρίνει το κατά πόσον κάποια κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες θα λάβουν-σε επίπεδο πρακτικό, δηλαδή και υλικό-κάποια υποστήριξη με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματός τους. Η μεγάλη αυτή θεωρητική σύγκρουση εκφράζεται σε εφαρμοσμένο επίπεδο, σε ό,τι αφορά την ΚΠ, με δύο βασικά μοντέλα. Αυτά είναι το Θεσμικό Μοντέλο της Κοινωνικής Πολιτικής (ΘΜΚΠ) και το Υπολειμματικό Μοντέλο Κοινωνικής Πολιτικής (ΥΜΚΠ).
Αναλύοντας τα δύο παραπάνω μοντέλα, θα αντιληφθούμε εύκολα την μεγάλη μεταξύ τους διάσταση. Από την μία, το ΘΜΚΠ, έχοντας ως ιδεολογική του αναφορά την Σοσιαλδημοκρατία, λαμβάνει ανάμικτα χαρακτηριστικά από την κοινωνική θεωρία. Αφενός δέχεται μία βασική παραδοχή της Δομολειτουργικής Θεωρίας, πως δηλαδή, η κάθε κοινωνική τάξη, κατηγορία, στρώμα βρίσκεται σε συνεργασία-κάτι που σημαίνει πως η κάθε τάξη, κατηγορία, στρώμα έχει ειδική θέση και ρόλο μέσα στην κοινωνία-με την οποιαδήποτε άλλη μέσα στην κοινωνία και μέσω της συνεργασίας αυτής η κοινωνία θα μπορέσει να αναπτυχθεί. Ταυτόχρονα, το ΘΜΚΠ επηρεάζεται θεωρητικά από την θεωρία των Συγκρούσεων, δεχόμενη λοιπόν πως οι κοινωνικές τάξεις δεν βρίσκονται σε απόλυτη μεταξύ τους ομαλότητα, αλλά αντίθετα, η πάλη των τάξεων επηρεάζει έτσι ώστε να ενυπάρχουν ανισότητες μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, με τις δυνατότερες τάξεις να πιέζουν τις κατώτερες. Σε έναν συνδυασμό των δύο θεωρήσεων, το ΘΜΚΠ θα τοποθετηθεί θεωρώντας πως μέσα στην κοινωνία υπάρχει μία επί της αρχής ομαλότητα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, κατηγοριών, στρωμάτων, η οποία όμως επηρεάζεται από την πάλη των τάξεων. Ως εκ τούτου, με σκοπό την κοινωνική ισότητα, πρέπει να υπάρξει μία παρέμβαση από τον θεσμικό «ρυθμιστή» της κοινωνίας, το κράτος, που μέσω πολιτικών θα καταφέρει να φέρει, κατά το ήττον ή μάλλον, μία ισορροπία εντός της κοινωνίας, δηλαδή αποκατάσταση της ομαλότητας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, κάτι που ως συνέπεια έχει την κοινωνική συνοχή, η οποία κατά την Σοσιαλδημοκρατία είναι βασικό στοιχείο για την καθ’ όλα ανάπτυξη της κοινωνίας. Έτσι, οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις θα παραμείνουν ανώτερες, αλλά ταυτόχρονα θα οφείλουν να προστατεύσουν τις κατώτερες, κάτι που σε επίπεδο εφαρμογής εκφράζεται με την φορολογία, το σύστημα παροχών κτλ, δηλαδή με την κάθετη αναδιανομή των πόρων. Το ΘΜΚΠ έχει ως αφετηρία την επίτευξη του Κράτους Ευημερίας, η οποία, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, επιτυγχάνεται μέσω της πρόληψης των κοινωνικών προβλημάτων, δηλαδή επιδιώκεται η προστασία των μελών της κοινωνίας, ώστε, όταν ιδωθούν τα συμπτώματα που η επιστήμη της ΚΠ θεωρεί ότι οδηγούν σε κοινωνικά προβλήματα, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλειας το οποίο θα αποτρέψει την επιδείνωση της κατάστασης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ένα κοινωνικό πρόβλημα, με πρώτο στην ιεραρχία, την φτώχεια. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα πως η ΚΠ γίνεται εργαλεία στα χέρια της κοινωνίας, με σκοπό την κοινωνική ανέλιξη των μελών της. Η εφαρμογή του ΘΜΚΠ παρατηρείται στα ευρωπαϊκά κράτη, αν και κατά την τελευταία παγκόσμια οικονομική κρίση αμφισβητήθηκε.
Επάνω στο συγκεκριμένο μοντέλο αναπτύχθηκε έντονη κριτική από την πλευρά των Μαρξιστικών αναλύσεων. Εδώ, η ΚΠ αποτελεί μία κατάκτηση που έρχεται διαλεκτικά, μέσα από την πάλη των τάξεων. Αποτελεί περισσότερο λαϊκό αίτημα, ενώ η ίδια η ΚΠ δεν κάνει κάτι περισσότερο από το να επιστρέφει μέρος της αποσπώμενης από τους κεφαλαιοκράτες υπεραξίας στις τάξεις των εργαζομένων. Τελικά, η ΚΠ σε κάθε της μορφή αναπαράγει τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Για την κοινωνική προστασία αντιπροτείνεται ένα απόλυτα αντίθετο μοντέλο από ό,τι εμπεριέχεται στο αστικό καθεστώς, που είναι ο σοσιαλισμός, κατά τον οποίον όλες οι λειτουργίες είναι επί της ουσίας ΚΠ, εφόσον ορίζεται στην αρχή «από τον καθέναν βάσει των δυνατοτήτων του, στον καθέναν βάσει των αναγκών του». Επιπρόσθετα, εφόσον προοπτική του σοσιαλισμού είναι η αταξική κοινωνία, είναι επόμενο το ίδιο το σοσιαλιστικό κράτος να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην καταπολέμηση των ανισοτήτων.
Το ΥΜΚΠ έρχεται σε πλήρη διάσταση και αντίθεση με το πρώτο. Στηριζόμενο στην Δομολειτουργική Θεωρία θα δεχθεί την ομαλότητα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, κατηγοριών, στρωμάτων και την αναγκαιότητα ύπαρξης όλων των παραπάνω, με στόχο την κοινωνική ανάπτυξη. Σε επίπεδο ιδεολογικό, τοποθετείται στον Φιλελευθερισμό, αλλά η σωστή ανάλυση, που θα λάβει υπόψιν της τις θεωρητικές συζητήσεις, ζυμώσεις και διαμορφώσεις, μας οδηγεί στο να κατατάξουμε το ΥΜΚΠ, σε ένα πιο συγκεκριμένο πολιτικό επίπεδο, στην Νεοφιλελεύθερη θεωρία. Βασική παραδοχή του Νεοφιλελευθερισμού είναι η θέση του ανταγωνισμού με σκοπό την κοινωνική ανάπτυξη. Αυτό, σε πρακτικό επίπεδο εκφράζεται με την ελεύθερη αγορά. Πιο συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός στον Νεοφιλελευθερισμό αναγνωρίζεται ως κάτι πιο προωθημένο από τον Φιλελευθερισμό. Αναφέρεται σε επίπεδο όχι μόνο τάξεων, αλλά και προσώπων. Η βασική και γενική θεώρηση είναι πως, από τη στιγμή που το άτομο δεν αντιμετωπίζει περιορισμούς-με ιδεολογικούς όρους δεν επηρεάζεται η ελευθερία του από το κράτος, κυρίως μέσω της φορολογίας-καταφέρνει να αναπτυχθεί σε προσωπικό επίπεδο, κυρίως με όρους οικονομικούς. Ως κίνητρο για το άτομο αναγνωρίζεται η προσωπική του ευημερία. Για να την επιτύχει θα πρέπει να φανεί πιο αποδοτικός σε σχέση με τους ανταγωνιστές του. Σε επίπεδο ελεύθερης αγορά, αυτό σημαίνει πως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την ελευθερία να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται. Ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων έχει ως αποτέλεσμα το να προσπαθεί η εκάστοτε επιχείρηση να αποτελέσει επιλογή του καταναλωτικού κοινού, σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις, ώστε να επιτύχει την σταθερότητά της μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και την διαιώνισή της. Ο Ροκφέλερ, είπε σχετικά πως συνέπεια αυτού θα είναι η διεύρυνση των επιχειρήσεων-κολοσσών, με αποτέλεσμα την κάλυψη αναγκών του ανθρώπου. Έτσι, επιτυγχάνεται η αξιοκρατία στην κοινωνία. Στα πλαίσια αυτά, θεωρητικοί όπως ο οικονομολόγος Φρίμαν υποστήριξαν την θεωρία του κοινωνικού δαρβινισμού, κατά την οποία η οικονομική εξέλιξη προσομοιάζει σε αυτή των ειδών και έτσι, οι δυνατότερες επιχειρήσεις επιβιώνουν, συγχρόνως με τους δυνατότερους εργαζομένους. Σε επίπεδο εφαρμοσμένης ΚΠ, το ΥΜΚΠ προτείνει με αυτά τα δεδομένα την σμίκρυνση του κράτους, δηλαδή την υποχώρηση της ισότητας, για την ανάπτυξη της ελευθερίας και την αναγνώριση της πρώτης μόνο ως ισότητα των ευκαιριών. Ως εκ τούτου, η ΚΠ θα αναφέρεται μόνο σε όσους έρχονται αντιμέτωποι με ακραία κοινωνικά προβλήματα, με σκοπό την καταστολή τους. Αυτό περιγράφεται ως ένα δίκτυ ασφαλείας, που απλά δεν επιτρέπει στους αδυνάμους να πέσουν κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο, χωρίς όμως αυτό να συμβάλει την κοινωνική τους ανέλιξη, που αποτελεί προσωπική ευθύνη. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται στις ΗΠΑ και σταδιακά διευρύνεται και στην Ευρώπη.
Η Κοινωνική Πολιτική, ως κλάδος ακαδημαϊκής διερεύνησης, λαμβάνει τις αναφορές της μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών επιστημών, με σκοπό την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων, με υψηλά ιεραρχούμενες την Κοινωνιολογία-η οποία θα αναλύσει κυρίως την δομή της κοινωνίας, ανιχνεύοντας τα κοινωνικά προβλήματα-και την Πολιτική Επιστήμη-η οποία θα δώσει την πολιτική τοποθέτηση και κατεύθυνση. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να επεξεργαστούν οι διάφορες κοινωνικές θεωρίες. Όμως, η διαφορετική ανάλυση των θεωριών οδηγεί σε μία διαφορετική πολιτική θεώρηση, ενώ συγχρόνως, η πολιτική θεώρηση επηρεάζεται και από ένα αξιακό πλαίσιο, το οποίο αναφέρεται σε μία θεώρηση της πολιτικής φιλοσοφίας. Οι διαφορετικές αυτές θεωρήσεις ιεραρχούν με διαφορετικό τρόπο τα κοινωνικά προβλήματα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, διαφωνούν μεταξύ τους για το κατά πόσον ένα κοινωνικό φαινόμενο μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόβλημα. Οι δύο κύριες αντικρουόμενες πολιτικές θεωρίες είναι ο Μαρξισμός και ο Νεοφιλελευθερισμός, που εντοπίζονται στην Συγκρουσιακή και Δομολειτουργική Θεωρία, αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας αυτές ως μέσο ανάλυσης των κοινωνικών δομών. Αυτές οι διαφοροποιήσεις, στο σύνολό τους, είναι ιδεολογικές.
Οι αντικρουόμενες θεωρίες σε επίπεδο εφαρμογής της Κοινωνικής Πολιτικής-
Τα δύο μοντέλα, θεσμικό και υπολειμματικό και η μαρξιστική κριτική
Όταν έχουμε ως δεδομένο την ύπαρξη αυτών των διαφορετικών ιδεολογικών αναφορών μέσα στην Κοινωνική Πολιτική, είναι σαφές πως όταν η ΚΠ γίνει αντιληπτή σε επίπεδο συγκεκριμένων και εφαρμοσμένων πολιτικών, η εκάστοτε ιδεολογική τοποθέτηση θα έχει ως συνέπεια μία-έως και-άκρα αντίθετη σύνθεση πολιτικών. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως, ανάλογα την θεωρητική εκκίνηση, κάποια ζητήματα θα θεωρηθούν ή όχι κοινωνικά προβλήματα και αυτό θα κρίνει το κατά πόσον κάποια κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες θα λάβουν-σε επίπεδο πρακτικό, δηλαδή και υλικό-κάποια υποστήριξη με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματός τους. Η μεγάλη αυτή θεωρητική σύγκρουση εκφράζεται σε εφαρμοσμένο επίπεδο, σε ό,τι αφορά την ΚΠ, με δύο βασικά μοντέλα. Αυτά είναι το Θεσμικό Μοντέλο της Κοινωνικής Πολιτικής (ΘΜΚΠ) και το Υπολειμματικό Μοντέλο Κοινωνικής Πολιτικής (ΥΜΚΠ).
Αναλύοντας τα δύο παραπάνω μοντέλα, θα αντιληφθούμε εύκολα την μεγάλη μεταξύ τους διάσταση. Από την μία, το ΘΜΚΠ, έχοντας ως ιδεολογική του αναφορά την Σοσιαλδημοκρατία, λαμβάνει ανάμικτα χαρακτηριστικά από την κοινωνική θεωρία. Αφενός δέχεται μία βασική παραδοχή της Δομολειτουργικής Θεωρίας, πως δηλαδή, η κάθε κοινωνική τάξη, κατηγορία, στρώμα βρίσκεται σε συνεργασία-κάτι που σημαίνει πως η κάθε τάξη, κατηγορία, στρώμα έχει ειδική θέση και ρόλο μέσα στην κοινωνία-με την οποιαδήποτε άλλη μέσα στην κοινωνία και μέσω της συνεργασίας αυτής η κοινωνία θα μπορέσει να αναπτυχθεί. Ταυτόχρονα, το ΘΜΚΠ επηρεάζεται θεωρητικά από την θεωρία των Συγκρούσεων, δεχόμενη λοιπόν πως οι κοινωνικές τάξεις δεν βρίσκονται σε απόλυτη μεταξύ τους ομαλότητα, αλλά αντίθετα, η πάλη των τάξεων επηρεάζει έτσι ώστε να ενυπάρχουν ανισότητες μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, με τις δυνατότερες τάξεις να πιέζουν τις κατώτερες. Σε έναν συνδυασμό των δύο θεωρήσεων, το ΘΜΚΠ θα τοποθετηθεί θεωρώντας πως μέσα στην κοινωνία υπάρχει μία επί της αρχής ομαλότητα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, κατηγοριών, στρωμάτων, η οποία όμως επηρεάζεται από την πάλη των τάξεων. Ως εκ τούτου, με σκοπό την κοινωνική ισότητα, πρέπει να υπάρξει μία παρέμβαση από τον θεσμικό «ρυθμιστή» της κοινωνίας, το κράτος, που μέσω πολιτικών θα καταφέρει να φέρει, κατά το ήττον ή μάλλον, μία ισορροπία εντός της κοινωνίας, δηλαδή αποκατάσταση της ομαλότητας μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, κάτι που ως συνέπεια έχει την κοινωνική συνοχή, η οποία κατά την Σοσιαλδημοκρατία είναι βασικό στοιχείο για την καθ’ όλα ανάπτυξη της κοινωνίας. Έτσι, οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις θα παραμείνουν ανώτερες, αλλά ταυτόχρονα θα οφείλουν να προστατεύσουν τις κατώτερες, κάτι που σε επίπεδο εφαρμογής εκφράζεται με την φορολογία, το σύστημα παροχών κτλ, δηλαδή με την κάθετη αναδιανομή των πόρων. Το ΘΜΚΠ έχει ως αφετηρία την επίτευξη του Κράτους Ευημερίας, η οποία, όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, επιτυγχάνεται μέσω της πρόληψης των κοινωνικών προβλημάτων, δηλαδή επιδιώκεται η προστασία των μελών της κοινωνίας, ώστε, όταν ιδωθούν τα συμπτώματα που η επιστήμη της ΚΠ θεωρεί ότι οδηγούν σε κοινωνικά προβλήματα, πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλειας το οποίο θα αποτρέψει την επιδείνωση της κατάστασης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ένα κοινωνικό πρόβλημα, με πρώτο στην ιεραρχία, την φτώχεια. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα πως η ΚΠ γίνεται εργαλεία στα χέρια της κοινωνίας, με σκοπό την κοινωνική ανέλιξη των μελών της. Η εφαρμογή του ΘΜΚΠ παρατηρείται στα ευρωπαϊκά κράτη, αν και κατά την τελευταία παγκόσμια οικονομική κρίση αμφισβητήθηκε.
Επάνω στο συγκεκριμένο μοντέλο αναπτύχθηκε έντονη κριτική από την πλευρά των Μαρξιστικών αναλύσεων. Εδώ, η ΚΠ αποτελεί μία κατάκτηση που έρχεται διαλεκτικά, μέσα από την πάλη των τάξεων. Αποτελεί περισσότερο λαϊκό αίτημα, ενώ η ίδια η ΚΠ δεν κάνει κάτι περισσότερο από το να επιστρέφει μέρος της αποσπώμενης από τους κεφαλαιοκράτες υπεραξίας στις τάξεις των εργαζομένων. Τελικά, η ΚΠ σε κάθε της μορφή αναπαράγει τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Για την κοινωνική προστασία αντιπροτείνεται ένα απόλυτα αντίθετο μοντέλο από ό,τι εμπεριέχεται στο αστικό καθεστώς, που είναι ο σοσιαλισμός, κατά τον οποίον όλες οι λειτουργίες είναι επί της ουσίας ΚΠ, εφόσον ορίζεται στην αρχή «από τον καθέναν βάσει των δυνατοτήτων του, στον καθέναν βάσει των αναγκών του». Επιπρόσθετα, εφόσον προοπτική του σοσιαλισμού είναι η αταξική κοινωνία, είναι επόμενο το ίδιο το σοσιαλιστικό κράτος να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην καταπολέμηση των ανισοτήτων.
Το ΥΜΚΠ έρχεται σε πλήρη διάσταση και αντίθεση με το πρώτο. Στηριζόμενο στην Δομολειτουργική Θεωρία θα δεχθεί την ομαλότητα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, κατηγοριών, στρωμάτων και την αναγκαιότητα ύπαρξης όλων των παραπάνω, με στόχο την κοινωνική ανάπτυξη. Σε επίπεδο ιδεολογικό, τοποθετείται στον Φιλελευθερισμό, αλλά η σωστή ανάλυση, που θα λάβει υπόψιν της τις θεωρητικές συζητήσεις, ζυμώσεις και διαμορφώσεις, μας οδηγεί στο να κατατάξουμε το ΥΜΚΠ, σε ένα πιο συγκεκριμένο πολιτικό επίπεδο, στην Νεοφιλελεύθερη θεωρία. Βασική παραδοχή του Νεοφιλελευθερισμού είναι η θέση του ανταγωνισμού με σκοπό την κοινωνική ανάπτυξη. Αυτό, σε πρακτικό επίπεδο εκφράζεται με την ελεύθερη αγορά. Πιο συγκεκριμένα, ο ανταγωνισμός στον Νεοφιλελευθερισμό αναγνωρίζεται ως κάτι πιο προωθημένο από τον Φιλελευθερισμό. Αναφέρεται σε επίπεδο όχι μόνο τάξεων, αλλά και προσώπων. Η βασική και γενική θεώρηση είναι πως, από τη στιγμή που το άτομο δεν αντιμετωπίζει περιορισμούς-με ιδεολογικούς όρους δεν επηρεάζεται η ελευθερία του από το κράτος, κυρίως μέσω της φορολογίας-καταφέρνει να αναπτυχθεί σε προσωπικό επίπεδο, κυρίως με όρους οικονομικούς. Ως κίνητρο για το άτομο αναγνωρίζεται η προσωπική του ευημερία. Για να την επιτύχει θα πρέπει να φανεί πιο αποδοτικός σε σχέση με τους ανταγωνιστές του. Σε επίπεδο ελεύθερης αγορά, αυτό σημαίνει πως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την ελευθερία να εξελίσσονται και να αναπτύσσονται. Ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων έχει ως αποτέλεσμα το να προσπαθεί η εκάστοτε επιχείρηση να αποτελέσει επιλογή του καταναλωτικού κοινού, σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις, ώστε να επιτύχει την σταθερότητά της μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και την διαιώνισή της. Ο Ροκφέλερ, είπε σχετικά πως συνέπεια αυτού θα είναι η διεύρυνση των επιχειρήσεων-κολοσσών, με αποτέλεσμα την κάλυψη αναγκών του ανθρώπου. Έτσι, επιτυγχάνεται η αξιοκρατία στην κοινωνία. Στα πλαίσια αυτά, θεωρητικοί όπως ο οικονομολόγος Φρίμαν υποστήριξαν την θεωρία του κοινωνικού δαρβινισμού, κατά την οποία η οικονομική εξέλιξη προσομοιάζει σε αυτή των ειδών και έτσι, οι δυνατότερες επιχειρήσεις επιβιώνουν, συγχρόνως με τους δυνατότερους εργαζομένους. Σε επίπεδο εφαρμοσμένης ΚΠ, το ΥΜΚΠ προτείνει με αυτά τα δεδομένα την σμίκρυνση του κράτους, δηλαδή την υποχώρηση της ισότητας, για την ανάπτυξη της ελευθερίας και την αναγνώριση της πρώτης μόνο ως ισότητα των ευκαιριών. Ως εκ τούτου, η ΚΠ θα αναφέρεται μόνο σε όσους έρχονται αντιμέτωποι με ακραία κοινωνικά προβλήματα, με σκοπό την καταστολή τους. Αυτό περιγράφεται ως ένα δίκτυ ασφαλείας, που απλά δεν επιτρέπει στους αδυνάμους να πέσουν κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο, χωρίς όμως αυτό να συμβάλει την κοινωνική τους ανέλιξη, που αποτελεί προσωπική ευθύνη. Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται στις ΗΠΑ και σταδιακά διευρύνεται και στην Ευρώπη.
* Φοιτητής του τμήματος Κοινωνικής & Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου