του Βασίλη Μακρίδη
Είναι ήδη γνωστό, ότι από τα μέσα Δεκεμβρίου του 2016 και, με ιδιαίτερα αυξημένη ένταση από τις 30 Ιανουαρίου 2017 και μετά, ο «επίσημος» ουκρανικός στρατός και οι νεοναζιστικές παραστρατιωτικές μονάδες που τον υποστηρίζουν, έχουν εξαπολύσει ευρείας κλίμακας επίθεση εναντίον του Λαϊκού Στρατού και του άμαχου πληθυσμού του Ντονμπάς-Νεορωσίας, με στόχο την ανακατάληψη της περιοχής και το πέρασμα του ελέγχου της στην χουντική ηγεσία του Κιέβου. Κατά ωμή παραβίαση των Συμφωνιών Μινσκ-1 και (κυρίως)Μινσκ-2, οι πραξικοπηματίες του Κιέβου καταστρέφουν συνειδητά υλικές υποδομές και σκοτώνουν άμαχους πολίτες, λειτουργώντας στην πραγματικότητα ως κανονικοί τρομοκράτες.
Μετά από αρκετές εβδομάδες υπομονής, κατά τη διάρκεια των οποίων οι δυνάμεις του Λαϊκού Στρατού του Ντονμπάς αρκέστηκαν κυρίως στην – επιτυχή – απόκρουση των επιθέσεων των δυνάμεων του ουκρανικού στρατού, στις 26 Φεβρουαρίου οι πολιτικοί ηγέτες των δύο ομόσπονδων Λαϊκών Δημοκρατιών, Αλεξάντρ Ζαχάρτσενκο της ΛΔ του Ντονιέτσκ και Ίγκορ Πλότνιτσκι της ΛΔ του Λουγκάνσκ, ανακοίνωσαν τα πρώτα «επιθετικά» πολιτικά αντίμετραεναντίον της χούντας του Κιέβου και, εν προκειμένω, την πρόθεση των ηγεσιών τους να προχωρήσει από τα μεσάνυχτα της 1ης Μαρτίου στην εθνικοποίηση όλων των ουκρανικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφος του Ντονμπάς!
Αφορμή γι’ αυτό αποτέλεσε το γεγονός, ότι εδώ και μερικές εβδομάδες η ηγεσία των πραξικοπηματιών του Κιέβου έχει δώσει, ουσιαστικά, το «πράσινο φως» σε μέλη ακροδεξιών-νεοναζιστικών οργανώσεων όπως ο «Δεξιός Τομέας», το κόμμα «Σβομπόντα» («Ελευθερία») κ.ά. να μπλοκάρει την κίνηση των τρένων που μετέφεραν κάρβουνο από τα ανθρακωρυχεία του Ντονμπάς στην Ουκρανία και να απειλούν, επίσης, με αποκλεισμό του οδικού δικτύου που συνδέει τις δύο περιοχές, αλλά και με πλήρη συγκοινωνιακή και οικονομική ασφυξία τη συγκεκριμένη περιοχή.
Η ενέργεια αυτή των Ουκρανών ακροδεξιών έχει δημιουργήσει τεράστιο ενεργειακό πρόβλημαστην Ουκρανία, τόσο σε επίπεδο λειτουργίας Ατμοηλεκτρικών Σταθμών (ΑΗΣ) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και λειτουργίας παραγωγικών επιχειρήσεων. Το σημαντικότερο, όμως, πρόβλημα δεν είναι άλλο από τη διακοπή της λειτουργίας του συστήματος κεντρικής θέρμανσηςστις πόλεις και τα χωριά της Ουκρανίας, οι κάτοικοι των οποίων έχουν υποχρεωθεί μέσα στο καταχείμωνο να ξεπαγιάζουν από το κρύο.
Τα προηγούμενα δυόμιση περίπου χρόνια, όσο δηλαδή κρατάει η στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές, οι οικονομικές σχέσεις Ουκρανίας και Ντονμπάς διατηρούνταν σε σημαντικό βαθμό, δεδομένου ότι στην περιοχή του Ντονμπάς λειτουργούσαν και λειτουργούν επιχειρήσεις που ανήκουν στη δικαιοδοσία είτε του ουκρανικού κράτους, είτε σε Ουκρανούς ιδιώτες επιχειρηματίες. Μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων βρίσκονταν και αρκετά ανθρακωρυχείακαι μεταλλωρυχεία, όπως και μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις.
Οι επιχειρήσεις αυτές εξακολουθούσαν να στέλνουν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής τους στην Ουκρανία, ενώ οι εργαζόμενοι σε αυτές πλήρωναν τους φόρους τους στο ουκρανικό κράτος, με την υποχρέωση από το τελευταίο να τους εξασφαλίζει τους μισθούς και, στους απόμαχους της εργασίας τις συντάξεις. Το χουντικό καθεστώς του Κιέβου, όμως, εδώ και καιρό και, παρόλο που εισέπραττε κανονικά τους φόρους και λάμβανε την παραγωγή αυτών των επιχειρήσεων, έχει προβεί στην διακοπή της παροχής μισθών και συντάξεων, σε μία άλλη επίδειξη κυνικής απανθρωπιάς και αγνόησης του τι σημαίνει ο όρος «συμβατικές υποχρεώσεις».
Το μπλοκάρισμα των σιδηροδρομικών οδών και η απειλή για πλήρη οικονομικό αποκλεισμό των δύο αυτοανακηρυγμένων Λαϊκών Δημοκρατιών, με την αγαστή σύμπνοια νεοφιλελεύθερων πολιτικών και νεοναζί «ακτιβιστών» ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι δύο επικεφαλής των αντίστοιχων Λαϊκών Δημοκρατιών, ανακοίνωσαν σε κοινή συνέντευξη Τύπου, ότι εάν το επίσημο ουκρανικό κράτος δεν προχωρήσει στην άμεση άρση του συγκοινωνιακού και οικονομικού αποκλεισμού της περιοχής, θα προβούν στην άμεση εθνικοποίηση των ουκρανικών επιχειρήσεων που εδρεύουν εκεί. Ο ακριβής όρος που χρησιμοποιήθηκε ήταν «εξωτερική διεύθυνση» των επιχειρήσεων, ωστόσο από την περιγραφή που έδωσαν οι δύο ηγέτες, κατέστη σαφές ότι λόγος γίνεται για εθνικοποίησή τους από τις κρατικές δομές των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών και για αναπροσαρμογή τόσο της παραγωγής τους, όσο και της διάθεσης των προϊόντων τους, προς τις αγορές της Ρωσίας και άλλων κρατών.
Το «χτύπημα» που αναμένεται να δεχθεί η οικονομία της Ουκρανίας συνολικά από μία τέτοια ενέργεια θα είναι τεράστιο, αφού ήδη από τις 16 Φεβρουαρίου η χώρα βρίσκεται επίσημα σε κατάσταση «έκτακτης ενεργειακής ανάγκης». Πέρα από την ανυπολόγιστη ζημιά που θα υποστούν αρκετοί σημαντικότατοι κλάδοι της ουκρανικής οικονομίας, για τους οποίους έγινε ήδη αναφορά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η περίοδος λειτουργίας της κεντρικής θέρμανσης λήγει κανονικά κάθε χρόνο στις 15 Απριλίου, όμως ο φετινός χειμώνας, που είναι ένας από τους βαρύτερους των τελευταίων δεκαετιών, μπορεί να παρατείνει την ανάγκη για χρήση της. Μέχρι τότε απομένει τουλάχιστον ένάμισης μήνας, χρονική περίοδος αρκετή για να υπάρξουν δεκάδεςθάνατοι από το κρύο, υπαίτιοι για τους οποίους θα πρέπει να θεωρηθούν οι νεοφιλελεύθεροι και νεοναζί εξουσιαστές του Κιέβου.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε επίσης, ότι με την ενέργεια αυτή οριστικοποιείται η σκλήρυνση της στάσης των ηγεσιών των δύο αυτοανακηρυγμένων Λαϊκών Δημοκρατιών απέναντι στους πραξικοπηματίες του Κιέβου, που ακολουθεί σε σημαντικό βαθμό και τα συναισθήματα του τοπικού πληθυσμού, που έχει πλέον χάσει την οποιαδήποτε υπομονή του και δεν είναι διατεθειμένο να προσφέρει εσαεί ανθρώπινα θύματα και ειρηνικές υλικές υποδομές βορά στις ορέξεις των νεοναζί.
Η ενέργεια αυτή των αυτονακηρυγμένων Λαϊκών Δημοκρατιών έρχεται σε ακολουθία αυτής της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που λίγες μέρες νωρίτερα ανακοίνωσε ότι δέχεται ως νόμιμα στην επικράτειά της όλα τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τις ΛΔ του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, συμπεριλαμβανομένων και των διαβατηρίων. Οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις Ρωσίας – Ντονμπάς, οι οποίες ανέκαθεν ήταν στενές, γίνονται τώρα ακόμη στενότερες, με δεδομένη την πλήρη απροθυμία της ηγεσίας του Κιέβου να εφαρμόσει τις Συμφωνίες του Μινσκ· για την ακρίβεια, την πλήρη θέλησή της για την καταπάτησή τους και την ακύρωσή τους στην πράξη, με τη δημιουργία στρατιωτικών «τετελεσμένων». Βέβαια, όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενα άρθρα, στο πεδίο των μαχών ο «επίσημος» ουκρανικός στρατός και οι ναζί συνοδοιπόροι του βαδίζουν από ήττα σε ήττα, έχοντας παράλληλα και σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ωστόσο αυτό φαίνεται να μην πτοεί, προς το παρόν, τον Ποροσένκο και τους συνεργάτες του, που εξακολουθούν να πιστεύουν (άγνωστο πάνω σε ποια βάση) στην επιτυχία της επιχείρησης που έχουν οργανώσει.
Με δεδομένο, όμως, ότι η πραγματική βούληση της χούντας του Κιέβου δεν είναι το «να τα βρει» με τις Λαϊκές Δημοκρατίες, αλλά τις καθυποτάξει και να τις υποδουλώσει, ο τοπικός πληθυσμός κατά συντριπτική πλειοψηφία δεν σηκώνει πλέον ούτε κουβέντα περί επιστροφής του Ντονμπάς στη σύνθεση της Ουκρανίας. Σε πρόσφατη, μάλιστα, δημοσκόπηση αμερικανικής (και αυτό έχει σημασία!) εταιρείας, το 60% των ερωτηθέντων κατοίκων της περιοχής δήλωσαν ότι επιθυμούν την πλήρη ανεξαρτητοποίηση του Ντονμπάς, ενώ το 32% επιθυμεί την προσάρτησή τους στη Ρωσική Ομοσπονδία!!! Το ποσοστό αυτών που θέλουν ευρεία αυτονομία της περιοχής, αλλά στη σύνθεση της Ουκρανίας είναι περί το 4,5%, ενώ αυτοί που θέλουν την επιστροφή του Ντονμπάς στην Ουκρανία άνευ όρων φτάνει μόλις και μετά βίας το…0,3%!!!
Όπως φαίνεται, οι δρόμοι του Ντονμπάς και της Ουκρανίας αργά ή γρήγορα θα χωρίσουν. Το θέμα είναι, πόσο ακριβό θα είναι το τίμημα αυτού του χωρισμού σε ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές, όπως και το αν και κατά πόσο η Ρωσία θα αναμειχθεί ενεργότερα στην υπόθεση αυτή, πέραν των πολιτικών και διπλωματικών πρωτοβουλιών και της αποστολής ανθρωπιιστικής βοήθειας στους κατοίκους του Ντονμπάς. Ο γράφων θεωρεί, ότι πολύ σύντομα αναμένεται να υπάρξουν εξελίξεις που θα καθορίσουν το γεωπολιτικό μέλλον της περιοχής αυτής για πολλά χρόνια. Ο χρόνος θα δείξει…
*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του πρώην Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού, νυν Νοτίου Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου της Ρωσίας.
Είναι ήδη γνωστό, ότι από τα μέσα Δεκεμβρίου του 2016 και, με ιδιαίτερα αυξημένη ένταση από τις 30 Ιανουαρίου 2017 και μετά, ο «επίσημος» ουκρανικός στρατός και οι νεοναζιστικές παραστρατιωτικές μονάδες που τον υποστηρίζουν, έχουν εξαπολύσει ευρείας κλίμακας επίθεση εναντίον του Λαϊκού Στρατού και του άμαχου πληθυσμού του Ντονμπάς-Νεορωσίας, με στόχο την ανακατάληψη της περιοχής και το πέρασμα του ελέγχου της στην χουντική ηγεσία του Κιέβου. Κατά ωμή παραβίαση των Συμφωνιών Μινσκ-1 και (κυρίως)Μινσκ-2, οι πραξικοπηματίες του Κιέβου καταστρέφουν συνειδητά υλικές υποδομές και σκοτώνουν άμαχους πολίτες, λειτουργώντας στην πραγματικότητα ως κανονικοί τρομοκράτες.
Μετά από αρκετές εβδομάδες υπομονής, κατά τη διάρκεια των οποίων οι δυνάμεις του Λαϊκού Στρατού του Ντονμπάς αρκέστηκαν κυρίως στην – επιτυχή – απόκρουση των επιθέσεων των δυνάμεων του ουκρανικού στρατού, στις 26 Φεβρουαρίου οι πολιτικοί ηγέτες των δύο ομόσπονδων Λαϊκών Δημοκρατιών, Αλεξάντρ Ζαχάρτσενκο της ΛΔ του Ντονιέτσκ και Ίγκορ Πλότνιτσκι της ΛΔ του Λουγκάνσκ, ανακοίνωσαν τα πρώτα «επιθετικά» πολιτικά αντίμετραεναντίον της χούντας του Κιέβου και, εν προκειμένω, την πρόθεση των ηγεσιών τους να προχωρήσει από τα μεσάνυχτα της 1ης Μαρτίου στην εθνικοποίηση όλων των ουκρανικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφος του Ντονμπάς!
Αφορμή γι’ αυτό αποτέλεσε το γεγονός, ότι εδώ και μερικές εβδομάδες η ηγεσία των πραξικοπηματιών του Κιέβου έχει δώσει, ουσιαστικά, το «πράσινο φως» σε μέλη ακροδεξιών-νεοναζιστικών οργανώσεων όπως ο «Δεξιός Τομέας», το κόμμα «Σβομπόντα» («Ελευθερία») κ.ά. να μπλοκάρει την κίνηση των τρένων που μετέφεραν κάρβουνο από τα ανθρακωρυχεία του Ντονμπάς στην Ουκρανία και να απειλούν, επίσης, με αποκλεισμό του οδικού δικτύου που συνδέει τις δύο περιοχές, αλλά και με πλήρη συγκοινωνιακή και οικονομική ασφυξία τη συγκεκριμένη περιοχή.
Η ενέργεια αυτή των Ουκρανών ακροδεξιών έχει δημιουργήσει τεράστιο ενεργειακό πρόβλημαστην Ουκρανία, τόσο σε επίπεδο λειτουργίας Ατμοηλεκτρικών Σταθμών (ΑΗΣ) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και λειτουργίας παραγωγικών επιχειρήσεων. Το σημαντικότερο, όμως, πρόβλημα δεν είναι άλλο από τη διακοπή της λειτουργίας του συστήματος κεντρικής θέρμανσηςστις πόλεις και τα χωριά της Ουκρανίας, οι κάτοικοι των οποίων έχουν υποχρεωθεί μέσα στο καταχείμωνο να ξεπαγιάζουν από το κρύο.
Τα προηγούμενα δυόμιση περίπου χρόνια, όσο δηλαδή κρατάει η στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές, οι οικονομικές σχέσεις Ουκρανίας και Ντονμπάς διατηρούνταν σε σημαντικό βαθμό, δεδομένου ότι στην περιοχή του Ντονμπάς λειτουργούσαν και λειτουργούν επιχειρήσεις που ανήκουν στη δικαιοδοσία είτε του ουκρανικού κράτους, είτε σε Ουκρανούς ιδιώτες επιχειρηματίες. Μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων βρίσκονταν και αρκετά ανθρακωρυχείακαι μεταλλωρυχεία, όπως και μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις.
Οι επιχειρήσεις αυτές εξακολουθούσαν να στέλνουν ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής τους στην Ουκρανία, ενώ οι εργαζόμενοι σε αυτές πλήρωναν τους φόρους τους στο ουκρανικό κράτος, με την υποχρέωση από το τελευταίο να τους εξασφαλίζει τους μισθούς και, στους απόμαχους της εργασίας τις συντάξεις. Το χουντικό καθεστώς του Κιέβου, όμως, εδώ και καιρό και, παρόλο που εισέπραττε κανονικά τους φόρους και λάμβανε την παραγωγή αυτών των επιχειρήσεων, έχει προβεί στην διακοπή της παροχής μισθών και συντάξεων, σε μία άλλη επίδειξη κυνικής απανθρωπιάς και αγνόησης του τι σημαίνει ο όρος «συμβατικές υποχρεώσεις».
Το μπλοκάρισμα των σιδηροδρομικών οδών και η απειλή για πλήρη οικονομικό αποκλεισμό των δύο αυτοανακηρυγμένων Λαϊκών Δημοκρατιών, με την αγαστή σύμπνοια νεοφιλελεύθερων πολιτικών και νεοναζί «ακτιβιστών» ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι δύο επικεφαλής των αντίστοιχων Λαϊκών Δημοκρατιών, ανακοίνωσαν σε κοινή συνέντευξη Τύπου, ότι εάν το επίσημο ουκρανικό κράτος δεν προχωρήσει στην άμεση άρση του συγκοινωνιακού και οικονομικού αποκλεισμού της περιοχής, θα προβούν στην άμεση εθνικοποίηση των ουκρανικών επιχειρήσεων που εδρεύουν εκεί. Ο ακριβής όρος που χρησιμοποιήθηκε ήταν «εξωτερική διεύθυνση» των επιχειρήσεων, ωστόσο από την περιγραφή που έδωσαν οι δύο ηγέτες, κατέστη σαφές ότι λόγος γίνεται για εθνικοποίησή τους από τις κρατικές δομές των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών και για αναπροσαρμογή τόσο της παραγωγής τους, όσο και της διάθεσης των προϊόντων τους, προς τις αγορές της Ρωσίας και άλλων κρατών.
Το «χτύπημα» που αναμένεται να δεχθεί η οικονομία της Ουκρανίας συνολικά από μία τέτοια ενέργεια θα είναι τεράστιο, αφού ήδη από τις 16 Φεβρουαρίου η χώρα βρίσκεται επίσημα σε κατάσταση «έκτακτης ενεργειακής ανάγκης». Πέρα από την ανυπολόγιστη ζημιά που θα υποστούν αρκετοί σημαντικότατοι κλάδοι της ουκρανικής οικονομίας, για τους οποίους έγινε ήδη αναφορά, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η περίοδος λειτουργίας της κεντρικής θέρμανσης λήγει κανονικά κάθε χρόνο στις 15 Απριλίου, όμως ο φετινός χειμώνας, που είναι ένας από τους βαρύτερους των τελευταίων δεκαετιών, μπορεί να παρατείνει την ανάγκη για χρήση της. Μέχρι τότε απομένει τουλάχιστον ένάμισης μήνας, χρονική περίοδος αρκετή για να υπάρξουν δεκάδεςθάνατοι από το κρύο, υπαίτιοι για τους οποίους θα πρέπει να θεωρηθούν οι νεοφιλελεύθεροι και νεοναζί εξουσιαστές του Κιέβου.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε επίσης, ότι με την ενέργεια αυτή οριστικοποιείται η σκλήρυνση της στάσης των ηγεσιών των δύο αυτοανακηρυγμένων Λαϊκών Δημοκρατιών απέναντι στους πραξικοπηματίες του Κιέβου, που ακολουθεί σε σημαντικό βαθμό και τα συναισθήματα του τοπικού πληθυσμού, που έχει πλέον χάσει την οποιαδήποτε υπομονή του και δεν είναι διατεθειμένο να προσφέρει εσαεί ανθρώπινα θύματα και ειρηνικές υλικές υποδομές βορά στις ορέξεις των νεοναζί.
Η ενέργεια αυτή των αυτονακηρυγμένων Λαϊκών Δημοκρατιών έρχεται σε ακολουθία αυτής της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που λίγες μέρες νωρίτερα ανακοίνωσε ότι δέχεται ως νόμιμα στην επικράτειά της όλα τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκδοθεί από τις ΛΔ του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, συμπεριλαμβανομένων και των διαβατηρίων. Οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις Ρωσίας – Ντονμπάς, οι οποίες ανέκαθεν ήταν στενές, γίνονται τώρα ακόμη στενότερες, με δεδομένη την πλήρη απροθυμία της ηγεσίας του Κιέβου να εφαρμόσει τις Συμφωνίες του Μινσκ· για την ακρίβεια, την πλήρη θέλησή της για την καταπάτησή τους και την ακύρωσή τους στην πράξη, με τη δημιουργία στρατιωτικών «τετελεσμένων». Βέβαια, όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενα άρθρα, στο πεδίο των μαχών ο «επίσημος» ουκρανικός στρατός και οι ναζί συνοδοιπόροι του βαδίζουν από ήττα σε ήττα, έχοντας παράλληλα και σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ωστόσο αυτό φαίνεται να μην πτοεί, προς το παρόν, τον Ποροσένκο και τους συνεργάτες του, που εξακολουθούν να πιστεύουν (άγνωστο πάνω σε ποια βάση) στην επιτυχία της επιχείρησης που έχουν οργανώσει.
Με δεδομένο, όμως, ότι η πραγματική βούληση της χούντας του Κιέβου δεν είναι το «να τα βρει» με τις Λαϊκές Δημοκρατίες, αλλά τις καθυποτάξει και να τις υποδουλώσει, ο τοπικός πληθυσμός κατά συντριπτική πλειοψηφία δεν σηκώνει πλέον ούτε κουβέντα περί επιστροφής του Ντονμπάς στη σύνθεση της Ουκρανίας. Σε πρόσφατη, μάλιστα, δημοσκόπηση αμερικανικής (και αυτό έχει σημασία!) εταιρείας, το 60% των ερωτηθέντων κατοίκων της περιοχής δήλωσαν ότι επιθυμούν την πλήρη ανεξαρτητοποίηση του Ντονμπάς, ενώ το 32% επιθυμεί την προσάρτησή τους στη Ρωσική Ομοσπονδία!!! Το ποσοστό αυτών που θέλουν ευρεία αυτονομία της περιοχής, αλλά στη σύνθεση της Ουκρανίας είναι περί το 4,5%, ενώ αυτοί που θέλουν την επιστροφή του Ντονμπάς στην Ουκρανία άνευ όρων φτάνει μόλις και μετά βίας το…0,3%!!!
Όπως φαίνεται, οι δρόμοι του Ντονμπάς και της Ουκρανίας αργά ή γρήγορα θα χωρίσουν. Το θέμα είναι, πόσο ακριβό θα είναι το τίμημα αυτού του χωρισμού σε ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές, όπως και το αν και κατά πόσο η Ρωσία θα αναμειχθεί ενεργότερα στην υπόθεση αυτή, πέραν των πολιτικών και διπλωματικών πρωτοβουλιών και της αποστολής ανθρωπιιστικής βοήθειας στους κατοίκους του Ντονμπάς. Ο γράφων θεωρεί, ότι πολύ σύντομα αναμένεται να υπάρξουν εξελίξεις που θα καθορίσουν το γεωπολιτικό μέλλον της περιοχής αυτής για πολλά χρόνια. Ο χρόνος θα δείξει…
*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος της Σχολής Δημοσιογραφίας του πρώην Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού, νυν Νοτίου Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου της Ρωσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου