Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Ουκρανία: Τρία χρόνια μετά το νεοναζιστικό-νεοφιλελεύθερο πραξικόπημα

του Βασίλη Μακρίδη

Στις 22 Φεβρουαρίου, κλείνουν 3 χρόνια από την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος στην Ουκρανία, που εκδίωξε τον νόμιμα εκλεγμένο Πρόεδρο της χώρας Βίκτορ Γιανουκόβιτς και εγκατέστησε στην εξουσία ένα κράμα νεοφιλελεύθερων, ξενόδουλων διεφθαρμένων πολιτικών από τη μία και νεοναζί και άλλων ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων και οργανώσεων από την άλλη.
Όπως είναι πλέον γνωστό και έχει αναφερθεί κατά κόρον από τότε (μεταξύ άλλων και από τον γράφοντα), το πραξικόπημα της 22ης Φεβρουαρίου 2014 στο Κίεβο ήταν μία απολύτως ξενοκίνητη πολιτική και στρατιωτική ενέργεια, που βρήκε μέσα στην Ουκρανία τους «πρόθυμους» συνεργάτες για την υλοποίησή της. Εμπνευστές του σχεδίου ήταν οι κυβερνητικοί και στρατιωτικοί κύκλοι των ΗΠΑ και των μεγάλων χωρών του ΝΑΤΟ (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία) και ο στόχος τους ήταν και είναι η περαιτέρω γεωπολιτική πίεση προς την Ρωσία, μέσω του ελέγχου χωρών που ανήκαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90 είτε στην πρώην ΕΣΣΔ, είτε στο πάλαι ποτέ «στρατόπεδο» του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Οι απαρχές της αποσταθεροποίησης στην πολιτική ζωή της Ουκρανίας βρίσκονταν, εν προκειμένω, στις διαδηλώσεις που ξεκίνησαν από τον Σεπτέμβριο του 2013, με βασικό αίτημα – τότε – των διαδηλωτών την υπογραφή της σύνδεσης της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωσης. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι διαδηλώσεις αυτές πήραν από νωρίς την ονομασία «Ευρω-Μαϊντάν», από τη σύνθεση των λέξεων «Ευρώπη» και «μαϊντάν», που στα Ουκρανικά σημαίνει «πλατεία», δεδομένου ότι το βασικό θέατρο των διαδηλώσεων ήταν η Πλατεία της Ανεξαρτησίας, πάνω στην λεωφόρο Χρεσάτικ, στο κέντρο της πόλης του Κιέβου. Ο τότε Πρόεδρος Βίκτορ Γιανουκόβιτς, βρέθηκε απέναντι σε ένα δίλημμα: να υπογράψει μια συμφωνία σύνδεσης της χώρας του με την ΕΕ, η οποία θα συνοδευόταν από δάνειο ύψους 10 δισ. ευρώ, αλλά και με την ωμή επέμβαση των γνωστών και στη χώρα μας «θεσμών», μεταξύ των οποίων και του ΔΝΤ, ή να υπογράψει μια απλή δανειακή σύμβαση με τη Ρωσία, με το διπλάσιο ποσό (20 δισ.ευρώ), με συμφέροντες όρους αποπληρωμής και χωρίς καμία επέμβαση της Ρωσίας στα δημοσιονομικά και, εν γένει, στα εσωτερικά ζητήματα της Ουκρανίας. Κάθε σώφρων άνθρωπος θα επέλεγε, υπό κανονικές συνθήκες, το δεύτερο. Αυτό έπραξε και ο Γιανουκόβιτς, αποδεχόμενος την πρόταση των Ρώσων.

Η επιλογή του Γιανουκόβιτς έδωσε το έναυσμα, στις αρχές Νοεμβρίου του 2013, για την πλέον ενεργή ανάμειξη των νεοναζιστικών παραστρατιωτικών ομάδων στην υπόθεση του «Μαϊντάν». Χάρη στην στρατιωτική μορφή οργάνωσης και πειθαρχίας στο εσωτερικό τους και εκμεταλλευόμενες το κλίμα δυσφορίας που υπήρχε στον περισσότερο κόσμο απέναντι στην εξουσία του Γιανουκόβιτς, λόγω της κάκιστης οικονομικής κατάστασης της χώρας και των σοβαρών κρουσμάτων διαφθοράς του κυβερνητικού πολιτικού προσωπικού, οι ομάδες αυτές πήραν πολύ γρήγορα το «πάνω χέρι» στις διαδηλώσεις αυτές και, ουσιαστικά, επέβαλαν τη δική τους ατζέντα, που συμπεριλάμβανε την απευθείας σύγκρουση με τις δυνάμεις του καθεστώτος Γιανουκόβιτς αλλά και την επικράτηση μιας απολύτως νεοναζιστικής έμπνευσης πολιτικής πλατφόρμας, με απαγορεύσεις και διώξεις εναντίον κάθε δημοκρατικής και προοδευτικής φωνής, με κατάπνιξη κάθε εθνικής ιδιαιτερότητας (με ιδιαίτερο μένος εναντίον της ρωσικής εθνικής ταυτότητας) και με ανάδειξη ως υπέρτατης αξίας της ουκρανικής εθνικής ταυτότητας.

Σταδιακά, ο κόσμος που είχε ξεκινήσει να πηγαίνει στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον του Γιανουκόβιτς από τον Σεπτέμβριο του 2013 άρχισε να αποχωρεί από το «Μαϊντάν» και τη στιγμή της τελικής σύγκρουσης τον Φεβρουάριο του 2014 ουσιαστικά στο «πεδίο της μάχης» είχαν απομείνει από τη μία οι νεοναζιστικές παραστρατιωτικές ομάδες («Δεξιός Τομέας». «Σβομπόντα» κλπ) και από την άλλη τα κρατικά Σώματα Ασφαλείας (αστυνομία και «Μπέρκουτ», δηλαδή τα ουκρανικά «ΜΑΤ»).

Ήδη με την είσοδο του 2014 οι μάχες «σώμα με σώμα» στο κέντρο του Κιέβου έχουν γίνει καθημερινό φαινόμενο, με τις νεοναζιστικές ομάδες να δείχνουν πρωτοφανή προκλητικότητα και επιθετικότητα και τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, αντίθετα, να τηρούν απολύτως αμυντική στάση, αφού κανείς (γιατί άραγε;) δεν τολμούσε να δώσει εντολή για να χτυπήσουν «στο ψαχνό».Το αποτέλεσμα ήταν ότι δεκάδες αστυνομικοί και μέλη της «Μπέρκουτ» σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά, χωρίς να έχουν την εξουσιοδότηση να ανταποδώσουν τα χτυπήματα, υπό τον κίνδυνο να κατηγορηθούν ότι «καταστέλλουν», δήθεν, τη «λαϊκή εξέγερση»…

Η ακολουθία των γεγονότων είναι, πλέον, ραγδαία: ο Γιανουκόβιτς, βλέποντας τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του, συγκαλεί έκτακτη σύσκεψη με τους εκπροσώπους της ουκρανικής αντιπολίτευσης, υπό την υψηλή εποπτεία των Υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Πολωνίας (!) και της Ρωσίας, οι οποίες θα έπρεπε να είναι οι εγγυήτριες δυνάμεις της τήρησης όποιας συμφωνίας θα είχε επιτευχθεί στο τέλος της ημέρας. Στις 21 Φεβρουαρίου 2014 ο Γιανουκόβιτς και η «αντιπολίτευση» φτάνουν σε συμφωνία, που προέβλεπε τον αφοπλισμό των νεοναζιστικών παραστρατιωτικών ομάδων, αλλά και την αμνήστευσή τους για όσα είχαν διαπράξει τους τελευταίους μήνες, όπως και την εσπευσμένη διεξαγωγή προεδρικών και βουλευτικών εκλογών τον Μάιο του 2014 (η θητεία του Γιανουκόβιτς τελείωνε, κανονικά, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους). Η συμφωνία υπογράφεται από τις δύο πλευρές και από τους Υπουργούς Εξωτερικών των εγγυητριών δυνάμεων, όμως η Ρωσία την τελευταία στιγμή αποσύρεται, προειδοποιώντας τον Γιανουκόβιτς ότι ετοιμάζεται προβοκάτσια σε βάρος του και ότι η συμφωνία πρόκειται να παραβιαστεί αμέσως μετά την υπογραφή της.

Όπερ και εγένετο: με τη δημιουργία μιας προβοκάτσιας, κατά την οποία ακροβολισμένοι σε υψηλά κτήρια στο κέντρο του Κιέβου ελεύθεροι σκοπευτές, δολοφονούν εν ψυχρώ διάφορους συμμέτοχους στις «οδομαχίες», τόσο από την πλευρά των νεοναζί, όσο και από την πλευρά των κρατικών Σωμάτων Ασφαλείας, δίνεται το «πάτημα» στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να επικαλεστούν ότι τάχα γίνεται επιχείρηση καταστολής της (κατ’ αυτούς) «λαϊκής εξέγερσης» και δίνεται το σύνθημα για γενικευμένη επίθεση, με στόχο την κατάληψη των κυριότερων κυβερνητικών και άλλων κτηρίων στο κέντρο του Κιέβου. Ο Γιανουκόβιτς, βλέποντας την εξέλιξη των γεγονότων, ζητά τη βοήθεια των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, προκειμένου να διαφύγει με ασφάλεια από τη χώρα και, λίγες μέρες μετά, ο ίδιος και ο πρωθυπουργός της κυβέρνησής του Νικολάι Αζάροβ βρίσκονται στο Ροστόβ-να-Ντονού της Ρωσίας, ασφαλείς μεν, εκδιωγμένοι δε από την εξουσία τους.

Αυτά που ακολούθησαν την επιτυχή (για τους εμπνευστές του) κατάληξη του πραξικοπήματος, είναι βγαλμένα από τις «καλύτερες» παραδόσεις του κλασικού ναζισμού και φασισμού: πογκρόμ δολοφονιών και διώξεων εναντίον στελεχών της ουκρανικής Αριστεράς, κάψιμο και πλιάτσικο στα γραφεία αριστερών κομμάτων (μεταξύ αυτών και δύο φορές των κεντρικών γραφείων του ΚΚ Ουκρανίας), εξαναγκασμός απλών κρατικών λειτουργών σε «παραίτηση» υπό τη συνοδεία μάλιστα καμερών που κατέγραφαν τα γεγονότα (αυτό οι νεοναζί το βάφτισαν «κάθαρση του πολιτικού βίου») και εκατοντάδες άλλα περιστατικά βίας, για τα οποία μέχρι και σήμερα επικρατεί πλήρης ατιμωρησία.

Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, το πραξικόπημα του Κιέβου ήταν εξαρχής ξενοκίνητο, με βασικού εμπνευστές του τις πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες των ΗΠΑ και των μεγάλων χωρών του ΝΑΤΟ, δηλαδή της Γερμανίας, της Βρετανίας και της Γαλλίας, με την προσκόλληση της Πολωνίας, η οποία ψάχνει κάθε βολική ευκαιρία για να δείξει πόσο καλός «υποτακτικός» είναι στη βούληση των δυτικών χωρών. Ήταν απολύτως χαρακτηριστικό το διαρκές «σουλάτσο» του τότε Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν (που είδε την Ουκρανία και ως ευκαιρία για την ανάπτυξη της προσωπικής του «μπίζνας»), αλλά και της Υπουργού Εξωτερικών Βικτόρια Νιούλαντ, του (Ρεπουμπλικανού) γερουσιαστή Τζον Μακέιν και των Υπουργών Εξωτερικών της Γερμανίας (Φρ.Β. Στάινμαγερ – νυν εκλεγμένος Πρόεδρος της χώρας του), της Βρετανίας (Τερίζα Μέι – νυν πρωθυπουργού) και Γαλλίας (Λοράν Φαμπιούς – έχει χρηματίσει και πρωθυπουργός της χώρας του). «Μνημειώδη» έχουν μείνει και τα… κουλουράκια και τα ντόνατς που μοίραζαν οι κκ. Μπάιντεν, Νιούλαντ και Μακέιν στο αλαλάζον πλήθος των νεοναζί στο κέντρο του Κιέβου, με τους τελευταίους να δίνουν, ουσιαστικά, όρκους πίστης στους πάτρωνες και χρηματοδότες τους.

Και, επίσης όπως αναφέραμε συνοπτικά λίγο πιο πάνω, ο βασικός στόχος του συγκεκριμένου πραξικοπήματος ήταν το σφίξιμο του κλοιού γύρω από τη Ρωσία και δημιουργία μιας κατάστασης γεωστρατηγικής ασφυξίας της, με απώτερο στόχο τον αποκλεισμό της από το μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι που διεξάγεται στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και τη Μέση Ανατολή, με αιχμή βεβαίως το Συριακό. Άλλωστε, οι ενέργειες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και στην υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη τα τελευταία χρόνια πιστοποιούν του λόγου το αληθές: ανάπτυξη πυραυλικών συστημάτων και στρατιωτικού ανθρώπινου δυναμικού στην Πολωνία, τις χώρες της Βαλτικής, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, δημιουργία συνθηκών αποσταθεροποίησης σε χώρες του Καυκάσου (Γεωργία, Νότια Οσετία και Αμπχαζία) και πάει λέγοντας.

Η μέχρι τώρα «επιτυχία» των ενεργειών του ΝΑΤΟϊκού μπλοκ είναι, βεβαίως, ευθέως αμφισβητήσιμη, αν κρίνουμε από τις εξελίξεις κυρίως στο Συριακό και από την θέση ισχύος, στην οποία βρίσκεται πλέον η Ρωσία, μετά την ενεργό της εμπλοκή σε αυτό, μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης Άσαντ. Αυτό, όμως, που δεν χωράει καμία αμφιβολία, είναι ότι στο πρόσωπο της Ουκρανίας δημιουργήθηκε, με απόλυτη ευθύνη του δυτικού ιμπεριαλισμού, το πιο αποκρουστικό υπόδειγμα χώρας που είχε να δει η Ευρώπη από την εποχή των ναζιστικών και φασιστικών καθεστώτων της Γερμανίας και της Ιταλίας και (έως και πιο πρόσφατα) των δικτατοριών στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, που διήρκεσαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Το σημερινό ουκρανικό καθεστώς, υπό την ηγεσία του «Προέδρου» Πετρό Ποροσένκο, έχει καταγράψει, μεταξύ άλλων, και τις παρακάτω «σπουδαίες επιτυχίες», που κάνουν κάθε αναφορά περί «ευρωπαϊκού κεκτημένου» και «ευρωπαϊκού ιδεώδους» να μοιάζει με ανέκδοτο. Άλλωστε, όπως είχε εύστοχα περιγράψει την κατάσταση στη χώρα του εκείνη την περίοδο ο Α’ Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚ Ουκρανίας, Πετρό Σιμονένκο, «στην Ουκρανία το ευρωπαϊκό ιδεώδες κρατάει ρόπαλα και φοράει κουκούλες». Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά, λοιπόν:

– Υπογράφτηκε αμέσως, σχεδόν, μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος η δανειακή συμφωνία (λέγε με… Μνημόνιο) με τους γνωστούς «θεσμούς» (ΕΕ, ΕΚΤ, ΔΝΤ) που έθεσε την Ουκρανία ουσιαστικά υπό διεθνή επιτροπεία και εκχώρηση σημαντικού μέρους της εθνικής της ανεξαρτησίας,

– Ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών συνταγών που υπαγόρευσε η ως άνω συμφωνία, η Ουκρανία περνάει εδώ και μια τριετία μια περίοδο βίαιης φτωχοποίησης, έως και εξαθλίωσης των πολιτών της, μεγάλη υποτίμηση (κατά 3 φορές, περίπου) του εθνικού της νομίσματος, της γρίβνας, μεγάλη αύξηση των τιμών στα βασικά αγαθά διαβίωσης, μεγάλη αύξηση της ανεργίας και πτώση του ΑΕΠ της κατά περίπου 30% μέσα σε 3 χρόνια.

– Επίσης, η ραγδαία χειροτέρευση των σχέσεων της Ουκρανίας με τη Ρωσία, καθ’ υπαγόρευση των δυτικών πατρώνων της χούντας του Κιέβου, στέρησε από τη χώρα τον σημαντικότερο ενεργειακό της προμηθευτή. Η Ουκρανία έμεινε χωρίς το ρωσικό φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ακόμη και κάρβουνο και αυτό δημιούργησε ανεπανόρθωτη, σχεδόν, ζημιά στην οικονομία της, δεδομένου ότι έμειναν χωρίς ενεργειακές πηγές μεγάλες παραγωγικές μονάδες αγαθών, αλλά και τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Όσο για τους Ουκρανούς πολίτες, αυτοί έμειναν χωρίς κεντρική θέρμανση, αλλά και χωρίς το φτηνό ρωσικό κάρβουνο και ξεπαγιάζουν από το κρύο, εν μέσω δριμύτατου ψύχους για τρίτο συνεχή χειμώνα.

– Σε πολιτικό-δικαιωματικό επίπεδο, είδαμε μέσα σε αυτά τα 3 χρόνια να απαγορεύονται με νόμο: η δραστηριότητα όλων των κομμουνιστικών και αριστερών κομμάτων, η χρήση κομμουνιστικών και σοβιετικών συμβόλων, κάθε είδους θετική αναφορά στη σοβιετική περίοδο εξουσίας, ο εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, της Ημέρας Νίκης κατά του Φασισμού και του Ναζισμού (9 Μαΐου) και της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας (8 Μαρτίου) τη στιγμή που, επίσης με νόμο, ηρωοποιήθηκαν οι συνεργάτες των Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η ημερομηνία γενεθλίων του αρχισυνεργάτη των Ναζί Στεπάν Μπαντέρα (1η Ιανουαρίου) έγινε εθνική εορτή. Επίσης, άλλαξαν όλες οι ονομασίες δρόμων, πλατειών, ακόμη και πόλεων και χωριών που θύμιζαν την σοβιετική εποχή με αντίστοιχα ονόματα Ουκρανών «ηρώων», δηλαδή συνεργατών των Ναζί ή, έστω, ορκισμένων εθνικιστών.

– Απαγορεύθηκε σε όλη την ουκρανική επικράτεια η χρήση της ρωσικής γλώσσας, αλλά και κάθε άλλης γλώσσας πλην της ουκρανικής, ακόμη και σε περιοχές όπου υπάρχει συμπαγής μη ουκρανικός, εθνοτικά, πληθυσμός. Η δημόσια χρήση οποιασδήποτε άλλης γλώσσας, πλην της ουκρανικής, ειδικά δε η χρήση της ρωσικής γλώσσας, αποτελεί… ιδιώνυμο αδίκημα και τιμωρείται πάραυτα από τον Νόμο!

– Εξοβελίστηκε από το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας οτιδήποτε σχετιζόταν, άμεσα ή έμμεσα, με τη Ρωσία και τη ρωσική γλώσσα. Ακόμη και Ουκρανοί, εθνοτικά, λογοτέχνες, όπως ο Νικολάι Γκόγκολ και ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοβ δεν βρίσκονται, πλέον, στα σχολικά βιβλία των Ουκρανοπαίδων, επειδή είχαν την… ατυχία να συγγράψουν τα πονήματά τους στα Ρωσικά… Αντιθέτως, έχουν εισαχθεί στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μαθήματα «ουκρανικού πατριωτισμού», τα οποία βεβαίως διαστρεβλώνουν πλήρως την ιστορική πραγματικότητα και την προσαρμόζουν στις ανάγκες του σημερινού καθεστώτος του Κιέβου.

– Αφήσαμε για το τέλος τα δύο μεγαλύτερα ζητήματα που προέκυψαν από την επικράτηση της χούντας της 22ης Φεβρουαρίου 2014: το πρώτο είναι η αποχώρηση, μετά από δημοψήφισμα των πολιτών τους, της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της πόλης της Σεβαστούπολης από τη σύνθεση της Ουκρανίας και η προσχώρησή τους στη Ρωσική Ομοσπονδία. Η Κριμαία, μια πλούσια και πανέμορφη χερσόνησος στα νότια της Ουκρανίας με έκταση λίγο μεγαλύτερη από την Πελοπόννησο και με πληθυσμό γύρω στα 2,5 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους περίπου τα 3/4 είναι ρωσικής καταγωγής, αποφάσισε – με τη συντριπτική βούληση των πολιτών της – να εγκαταλείψει το ουκρανικό κράτος και να επιστρέψει στην ιστορική κοιτίδα της, δεδομένου ότι από τον 18ο, ακόμη, αιώνα, αποτελούσε τμήμα του ρωσικού κράτους και είχε, ουσιαστικά, χαριστεί στην Ουκρανία μόλις το 1954 από τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης Νικήτα Χρουστσόβ, προς τιμήν των 300 ετών φιλίας του ρωσικού και του ουκρανικού λαού. Η απαξιωτική, διαχρονικά, πολιτική των ουκρανικών ηγεσιών από το 1991 και μετά (χρονιά ανακήρυξης της «ανεξάρτητης Ουκρανίας») και ο φόβος για πογκρόμ εναντίον του ρωσόφωνου πληθυσμού της χερσονήσου, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του λαού της περιοχής. Χωρίς να υπάρξει η παραμικρή εχθροπραξία και με απόλυτα ειρηνικό και δημοκρατικό τρόπο, το 96,2% του λαού της Κριμαίας αποφάσισε να αλλάξει την τύχη του και, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι δικαιώθηκε απόλυτα για την επιλογή του αυτή.

– Το δεύτερο και πλέον «καυτό» ζήτημα, το οποίο ταλανίζει μέχρι και σήμερα την Ουκρανία είναι η κατάσταση στο Ντονμπάς, δηλαδή στις νοτιοανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Με την παρότρυνση των αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών πατρώνων της, η ουκρανική χούντα έχει εξαπολύσει εδώ και πάνω από δυόμιση χρόνια μια άνευ προηγουμένου επίθεση στους κατοίκους της περιοχής αυτής, που… «τόλμησαν» να ζητήσουν – αρχικά – μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική αυτονομία από την κεντρική εξουσία, βαφτίζοντας μάλιστα την επιχείρηση αυτή ως «αντι-τρομοκρατική»!… Τα 7,5 εκατομμύρια των κατοίκων του Ντονμπάς αυτοοργανώθηκαν, δημιούργησαν τις δικές τους διοικητικές και στρατιωτικές δομές και μέχρι σήμερα αντιστέκονται ηρωικά και σθεναρά απέναντι στην επιθετικότητα των ίδιων των – θεωρητικά, τουλάχιστον – συμπολιτών τους. Σημειωτέον ότι, στις επιχειρήσεις του επίσημου ουκρανικού στρατού συμμετέχουν, όπως πολλές φορές έχει επισημάνει ο γράφων, και παραστρατιωτικές νεοναζιστικές μονάδες, οι οποίες έχουν πολλάκις «διακριθεί» σε περιστατικά ωμής βίας απέναντι ειδικά σε άμαχους πολίτες της περιοχής.

Παρά, δε, το γεγονός, ότι το καθεστώς του Κιέβου υποχρεώθηκε, μετά από σειρά από βαριές και ταπεινωτικές ήττες στο πεδίο της μάχης, να υπογράψει τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Μινσκ-1 και Μινσκ-2, στην πραγματικότητα ουδέποτε θέλησε να τις εφαρμόσει, παρά μόνο να τις χρησιμοποιήσει ως προκάλυμμα για την ανασύνταξη των στρατιωτικών της δυνάμεων και την αντεπίθεσή τους ενάντια στις δυνάμεις του Λαϊκού Στρατού του Ντονμπάς και στον άμαχο πληθυσμό της περιοχής.

Οι καταστροφές που έχουν προξενήσει με τα πλήγματά τους οι στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις του Κιέβου στις ειρηνικές υποδομές της περιοχής του Ντονμπάς είναι πραγματικά τεράστιες. Αυτές όμως οι καταστροφές που είναι πραγματικά ανυπολόγιστες, κυρίως σε ψυχικό κόστος, είναι οι απώλειες ανθρώπινων ζωών, το ξεκλήρισμα ολόκληρων οικογενειών και η δημιουργία ολόκληρων γενεών παιδιών και νέων ανθρώπων, που μεγαλώνουν και επιβιώνουν μέσα σε συνθήκες πολέμου.

Το χειρότερο απ’ όλα, είναι ότι οι πραξικοπηματίες του Κιέβου έχουν ακόμη τη στήριξη των χωρών της Δύσης, που κάνουν τα στραβά μάτια σε όλα τα εγκλήματα που διαπράττονται στο Ντονμπάς και σε ολόκληρη την Ουκρανία και ρίχνουν με απίστευτη ευκολία όλη την ευθύνη στη Ρωσία (η οποία έχει εμπλακεί επίσημα στην περιοχή μόνο για την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στους κατοίκους του Ντονμπάς) και την υποβάλλουν και σε σειρά από πολιτικές και οικονομικές κυρώσεις, επειδή απλώς… τολμά και αμφισβητεί ευθέως το δυτικό status quo στον κόσμο. Εκτός όμως από τις μεγάλες χώρες της Δύσης, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, υπάρχουν δυστυχώς και οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» της υπόθεσης, αυτοί που «κάνουν πλάτες» στο καθεστώς του Κιέβου χωρίς, ουσιαστικά, να έχουν κανένα κέρδος. Χώρες-«παρίες» του δυτικού ιμπεριαλισμού, όπως η Πολωνία, οι χώρες της Βαλτικής, η Ρουμανία και, εσχάτως, δυστυχώς και η Ελλάδα, προσφέρουν πολιτική κάλυψη σε μια εγκληματική ηγεσία που θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να αποτελεί την ντροπή της Ευρώπης. Η πρόσφατη επίσκεψη των Τσίπρα – Κοτζιά στο Κίεβο ήταν, δυστυχώς, ενταγμένη ακριβώς σε αυτό το κλίμα και απέδειξε για πολλοστή φορά ότι η εξωτερική (και όχι μόνο) πολιτική της χώρας μας είναι απολύτως εξαρτημένη από τον αμερικανο-ΝΑΤΟϊκό σχεδιασμό και εκπορεύεται από τα κέντρα εξουσίας των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον.

Μόνος δρόμος που απομένει στον πολύπαθο ουκρανικό λαό είναι να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και να αποκαταστήσει, με τους δικούς του όρους, τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησίακαι τη νομιμότητα στη χώρα του, να συμβάλει στην οικονομική αναγέννησή της, να αποκαταστήσει τους δεσμούς φιλίας εκατονταετιών που είχε με τη Ρωσία και τον ρωσικό λαό και να τιμωρήσει παραδειγματικά αλλά και μετά από δίκαιη δίκη, τους νεοναζί και νεοφιλελεύθερουςπραξικοπηματίες για τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει σε βάρος της χώρας τους και του λαού της. Το πόσο γρήγορα και πόσο ρεαλιστικό είναι να συμβεί αυτό σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα, είναι κάτι που μένει να αποδειχθεί από την εξέλιξη των γεγονότων…

*Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος του Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού (νυν Νότιο Περιφερειακό Πανεπιστήμιο της Ρωσίας).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου