Των Foti Benlisoy & Baris Yildirim
Μπορεί η Τουρκία να διεξαγάγει δημοψήφισμα για τη μετάβαση σε ένα αυταρχικό προεδρικό σύστημα στα τέλη Μαρτίου, αλλά η βοναπαρτιστική μετατόπιση του Ερντογάν δεν προμηνύει σταθερότητα για την άρχουσα τάξη ούτε λύση στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού
Το επιχείρημα ότι το παγκόσμιο πανόραμα μοιάζει μ’ εκείνο της δεκαετίας του 1930 έχει γίνει σχεδόν κλισέ. Τη σοβαρή οικονομική κρίση, πρωτοφανή από την περίοδο του ’30, ακολούθησαν, κατά παρόμοιo τρόπο, κύματα λαϊκών ξεσηκωμών (2011-2014) που , προς το παρόν, έχουν ηττηθεί, καθώς σημειώνεται μια έντονη στροφή των εργαζόμενων μαζών προς τα δεξιά. Η τρέχουσα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι κυκλική, αλλά μάλλον «οργανική» ως προς το χαρακτήρα της: η νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων δεν είναι πλέον βιώσιμη, αλλά η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει την πρωτοβουλία να την κατεδαφίσει. Όλα αυτά συμβαίνουν στο πλαίσιο μιας σοβαρής κρίσης ηγεμονίας μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Καθώς τα κόμματα της κεντροδεξιάς ή της κεντροαριστεράς, οι «αυθεντικοί» εκπρόσωποι της αστικής τάξης, χάνουν ταχύτατα την υποστήριξη των εργαζομένων λόγω της επιμονής τους στο νεοφιλελεύθερο πιστεύω, βλέπουμε την άνοδο δεξιών, λαϊκιστικών, αυταρχικών κομμάτων με αντιμεταναστευτικό, ρατσιστικό λόγο και τάσεις μισογυνισμού. Δεν χρειάζεται βεβαίως να ειπωθεί ότι αυτή η τάση κορυφώθηκε με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και την πιθανή άνοδο τέτοιων κομμάτων στην εξουσία στη Γαλλία, την Ολλανδία και άλλες χώρες, τους επόμενους μήνες. Παράλληλα μ’ αυτή την παγκόσμια τάση, στην Τουρκία επικρατεί ο αυταρχισμός με κύριο χαρακτηριστικό την επιδείνωση της πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας.
Θα μπορούσε κανείς να διαλέξει τον εύκολο τρόπο, περιγράφοντας την Τουρκία απλά ως «μη φιλελεύθερη δημοκρατία» ή ως ένα είδος «σουλτανάτου». Ωστόσο, ο αυταρχισμός στην Τουρκία συνδέεται άμεσα με την κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομικής διαχείρισης. Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός εισήλθε σε κρίση στις περιφερειακές και ημι-περιφερειακές χώρες σαν την Τουρκία τη δεκαετία του 1990, αρκετό καιρό πριν εκδηλωθεί η κρίση του στον πυρήνα των ιμπεριαλιστικών χωρών: καθώς τα κόμματα του Κέντρου έχαναν την επιρροή τους ταχύτατα, ένα «ροζ κύμα» εξαπλώθηκε σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής, ενώ στην Τουρκία και σε ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης επικράτησαν δεξιοί, λαϊκιστές, ισχυροί άνδρες. Η κρίση ηγεμονίας στην Τουρκία προέκυψε κυρίως από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αποξένωσαν τους εργαζόμενους από το καθεστώς, προέκυψε επίσης από τον ανταγωνισμό μεταξύ της μεγάλης αστικής τάξης και της ισλαμικής αστικής τάξης και από τη δυναμική κουρδική εξέγερση τη δεκαετία του 1990, και επιδεινώθηκε από τη σοβαρή οικονομική κρίση του 2001. Αμέσως μετά, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) εμφανίστηκε ως η μόνη δύναμη που μπορούσε να ξεπεράσει το αδιέξοδο.
Πολιτισμικοί πόλεμοι
Εν απουσία εναλλακτικής λύσης από την αριστερά, ο αυταρχικός λαϊκισμός του Ερντογάν κατόρθωσε να χειραγωγήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια που δημιουργήθηκε το 2001. Το AKP διαμόρφωσε την πολιτική κατάσταση επενδύοντας στη φανταστική πολιτισμική διαίρεση ανάμεσα στο «μη εθνικό», ελιτίστικο κατεστημένο, που υποτίθεται ότι απεχθάνεται τις «αυθεντικές» εθνικές αξίες, και στην «καρδιά του έθνους». Παρότι βρισκόταν στην κυβέρνηση, το ΑΚΡ μπορούσε να ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται εναντίον της κηδεμονίας της γραφειοκρατίας και του στρατού που εμπόδιζαν την πρόοδο της Τουρκίας. Έτσι κατάφερε να εξαπλώσει την ηγεμονία του σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα και να ενσωματώσει τους δυνητικά αντιφρονούντες. Χρησιμοποίησε το λόγο της «πλουραλιστικής δημοκρατίας» περιλαμβάνοντας διάφορα λαϊκά αιτήματα με στρεβλωμένη μορφή και παρουσιάστηκε ως ο αληθινός εκπρόσωπος του έθνους, που ιστορικά ερμηνεύεται από τον τουρκικό συντηρητικό εθνικισμό ως μια συνεκτική κοινότητα, χωρίς τάξεις και διακρίσεις.
Μ’ αυτό τον τρόπο, παρόλο που έσπρωξε τα λαϊκά στρώματα εκτός πολιτικού στίβου μέσω των «μεταρρυθμίσεων της αγοράς», το AKP μπορούσε να ισχυρίζεται ότι φέρει σε πέρας μια διαδικασία «εκδημοκρατισμού». Ταυτόχρονα, υποχρεώνοντας τις ευρύτερες λαϊκές μάζες να επιλέγουν πλευρά ανάμεσα στην «γιακωβίνικη-κεμαλική ελίτ» και στο «θεοσεβές έθνος» , το AKP αποδυνάμωσε την εργατική τάξη και αποπολιτικοποίησε τους ταξικούς ανταγωνισμούς κρύβοντάς τους κάτω από τον πολιτισμικό μανδύα. Βεβαίως, ένα σημαντικό στοιχείο αυτού του λαϊκισμού ήταν η μάλλον υλιστική υπόσχεση ότι «εμείς, ο ευσεβής λαός» θα αντικαθιστούσαμε την παλιά ελίτ.
Συρρικνούμενη ηγεμονία
Ωστόσο, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, αυτός ο ηγεμονικός λόγος αντιμετώπισε σοβαρές αμφισβητήσεις: το μπλοκ της εξουσίας άρχισε να διαλύεται (κάτι που τελικά κορυφώθηκε με το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016), η απόπειρα του AKP να ενεργήσει αυτόνομα στην εξωτερική πολιτική (ιδίως στη Συρία) οδήγησε στο γκρέμισμα των διεθνών του συμμαχιών, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση επιδείνωσε τη σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες της αστικής τάξης και βεβαίως ξέσπασε η εξέγερση του Πάρκου Γκεζί -- όλα αυτά αποκάλυψαν ότι η κατά του κατεστημένου στρατηγική του AKP είχε φτάσει στα όριά της. Η μείωση της ηγεμονικής ικανότητας του AKP και οι ρωγμές που εμφανίστηκαν στις συμμαχίες του το υποχρέωσαν να ενισχύσει τον βασικό κοινωνικό πυρήνα του. Η σταθερή σύμπηξη της κοινωνικής βάσης γύρω από την προσωπικότητα του Ερντογάν και το μύθο του για τη «νέα Τουρκία» μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της συνεχούς πόλωσης της κοινωνίας, από τη μια, και την αύξηση της ωμής βίας, από την άλλη.
Η προσπάθεια του AKP να σταθεροποιήσει την κοινωνική του βάση ήταν μια κατά κύριο λόγο αμυντική ενέργεια. Για να πετύχει το σκοπό του, αναζωπύρωσε τους φόβους των κοινωνικών ομάδων στις οποίες απευθύνεται μέσω μιας άκρως κινδυνολογικής ρητορικής. Έκανε κατάχρηση των παλιών δοκιμασμένων στερεοτύπων όπως «η πίστη και η πατρίδα κινδυνεύουν» και «η σημαία μας θα κουρελιαστεί, αν σιωπήσει το κάλεσμα για προσευχή», που ιστορικά εξέφραζαν την εύθραυστη αυτοπεποίθηση του τουρκικού εθνικισμού. Έτσι, το AKP έστρεψε το λόγο του από τη «δημοκρατική επανάσταση» στον «δεύτερο τουρκικό πόλεμο για την απελευθέρωση». Ακρογωνιαίος λίθος αυτής της αμυντικής ενέργειας ήταν ο μύθος του «εθνικού και αυθεντικού» ηγέτη που ορθώνεται με γενναιότητα απέναντι σε μια συνωμοσία την οποία εξυφαίνουν ξένες δυνάμεις και «ομάδες πίεσης».
Οικοδόμηση καθεστώτος μέσω του πολέμου
Ωστόσο, γρήγορα έγινε καθαρό ότι η απλή άμυνα δεν ήταν αρκετή και έτσι ο Ερντογάν και το AKP κατέφυγαν στον πόλεμο. Η συνέχιση του πολέμου, μέσα και έξω από την Τουρκία, ήταν το κλειδί για να εφαρμοστεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να εδραιωθεί μια νέα «κανονικότητα». Το AKP ξεπέρασε με τα μέσα του πολέμου τη σοβαρότερη κρίση της ιστορίας του που προκλήθηκε με τις εκλογές του Ιουνίου του 2015 [όταν έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία]. Ο πόλεμος έγινε ο μοχλός για την οικοδόμηση του καθεστώτος κυρίαρχο κόμμα / ισχυρός άνδρας το οποίο ενισχύθηκε ωθώντας στα άκρα της τη λογική του «ή είσαι φίλος ή εχθρός». Το AKP άρπαξε την ευκαιρία να αναδομήσει τις συμμαχίες μέσα στο κράτος προς όφελός του και να αναδιοργανώσει την κοινωνία καλλιεργώντας την ακραία πόλωση. Στράφηκε έντονα προς την πολιτική ασφαλείας (για να το θέσουμε ήπια) στο πρόβλημα των Κούρδων, ενώ στην πολιτική έναντι της Συρίας έστρεψε την προσοχή του από την αλλαγή καθεστώτος στη «μάχη κατά της τρομοκρατίας».
Αυτοί οι ελιγμοί αποσκοπούσαν επίσης στην απόκτηση νέων συμμάχων, όπως ο Ρώσος πρόεδρος Βλ. Πούτιν, εξέχουσες προσωπικότητες του τουρκικού «βαθέος κράτους» ή υπερεθνικιστές ηγέτες τύπου Μπαχτσελί και Περιντσέκ. Το καθεστώς, λοιπόν, όδευσε με ταχύ ρυθμό προς ένα μοντέλο καταπιεστικού «κυρίαρχου κόμματος» γύρω από έναν ισχυρό άνδρα, το οποίο βασίζεται στη «σταθερή αστάθεια» που δημιουργεί ο συνεχής πόλεμος. Ο Μαρξ είχε υποστηρίξει ότι ο Ναπολέων ο Γ ΄ είχε υφαρπάξει τον ταξικό αγώνα διεξάγοντας τακτικά πολέμους στο εξωτερικό. Παρόμοια, ο Ερντογάν πρώτα διαστρέβλωσε τον ταξικό αγώνα μέσω των «πολιτισμικών πολέμων» και στη συνέχεια ενίσχυσε την εξουσία του με κανονικούς στρατιωτικούς πολέμους.
Η εξουσία του Ερντογάν κατέληξε να μοιάζει με το βοναπαρτιστικό καθεστώς που ο Τρότσκι το όρισε ως μια «σκληρή κυβέρνηση που παίζει το ρόλο του ρυθμιστή στη χώρα».[1] Αυτό οφείλεται στο ότι η αρχιτεκτονική του τουρκικού κράτους έγινε πολύ εύθραυστη με την αποδιάρθρωση των εθνικών και διεθνών συμμαχιών που συνήθως στήριζαν την εξουσία του AKP, και ο μόνος τρόπος να αντισταθμιστεί αυτή η αδυναμία ήταν η δικτατορική ισχύς. Όπως έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «ο ανώτατος άρχοντας ορίζεται εξαρχής ως κάτοχος δικτατορικής εξουσίας, στην περίπτωση που κάποιος πόλεμος, εξέγερση ή άλλες καταστροφές οδηγήσουν στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης». [2] Αυτό που δημιούργησε την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην Τουρκία ήταν η εσωτερική διαμάχη μέσα στους θεσμούς του κράτους και ο κατακερματισμός της κυρίαρχης τάξης.
Στα κείμενα του Μαρξ και του Ένγκελς, ο βοναπαρτισμός αναφέρεται σε ένα καθεστώς στο οποίο ο εκτελεστικός βραχίονας του κράτους, υπό τη διοίκηση ενός ατόμου, εφαρμόζει δικτατορική εξουσία πάνω σε όλα τα άλλα τμήματα του κράτους και στην κοινωνία. Όταν η ένταση των ταξικών αγώνων στην κοινωνία οδηγεί στην εξάντληση των αντιτιθέμενων τάξεων σε βαθμό αδιεξόδου, όπου ούτε η αστική τάξη μπορεί να κυβερνήσει όπως πριν ούτε η εργατική τάξη μπορεί να πάρει την εξουσία, το αποτέλεσμα είναι το κράτος να αυτονομείται και, γενικά, μέσα από την ανάδειξη μιας ισχυρής πολιτικής προσωπικότητας (ενός Βοναπάρτη) να δίνει λύση στη σύγκρουση , εξασφαλίζοντας τη συνέχεια της αστικής διακυβέρνησης. Συνεπώς, ο βοναπαρτισμός αποτελεί μια ακραία εκδήλωση αυτού που σε άλλα μαρξιστικά κείμενα (π.χ, του Πουλαντζά) ονομάστηκε «σχετική αυτονομία» του κράτους.
Ο βοναπαρτισμός θεωρείται ως επί το πλείστον προϊόν μιας κατάστασης στην οποία η άρχουσα τάξη δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει την εξουσία της με συνταγματικά και κοινοβουλευτικά μέσα, αλλά ούτε η εργατική τάξη μπορεί να επιβεβαιώσει τη δική της ηγεμονία. Ωστόσο, στην Τουρκία η βοναπαρτική στιγμή δεν μπορεί να αναχθεί στο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενες θεμελιώδεις τάξεις. Μάλλον είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών διαιρέσεων του «κόμματος της τάξης», της αδυναμίας που αυτές προκαλούν στην ίδια την άρχουσα τάξη και συνεπώς στην ευθραυστότητα του κρατικού μηχανισμού. Από το 1866 ακόμη, ο Ένγκελς, σε μια επιστολή του για την πρωσική συνταγματική μεταρρύθμιση, υπογράμμιζε την τάση μιας αδύναμης αστικής τάξης να επιλέγει τον βοναπαρτισμό, δηλώνοντας ότι ο «βοναπαρτισμός είναι, σε τελευταία ανάλυση, η πραγματική θρησκεία της σύγχρονης αστικής τάξης»: «Κατανοώ όλο και περισσότερο ότι η αστική τάξη δεν έχει στο εσωτερικό της το μηχανισμό για να κυβερνά άμεσα η ίδια, εκτός αν υπάρχει μια ολιγαρχία, όπως εδώ στην Αγγλία, ικανή να αναλάβει, έναντι αδρής αμοιβής, τη διοίκηση του κράτους και της κοινωνίας προς το συμφέρον συνολικά της αστικής τάξης, συνεπώς η βοναπαρτιστική ημιδικτατορία είναι η συνήθης μορφή». [3]
Αμφισβήτηση από τους καταπιεσμένους;
Ο βοναπαρτισμός στην Τουρκία δεν προκύπτει από την αναμέτρηση ανάμεσα στην κυρίαρχη και τις υποτελείς τάξεις. Η εξέγερση του Πάρκου Γκεζί το 2013, οι μαζικές απεργίες στον κλάδο του μετάλλου το 2015 και η άνοδος του κουρδικού κινήματος που κορυφώθηκε στις εκλογές του Ιουνίου του 2015 προκάλεσαν σημαντική αμφισβήτηση για το καθεστώς. Ωστόσο, δεν ήταν αυτά που ανάγκασαν την κυρίαρχη τάξη να εγκαταλείψει την «κανονική» κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. Ο βασικός λόγος που ώθησε προς την ανάδειξη μιας αυτόνομης , ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, η αποτυχία του κοινοβουλευτικού συστήματος να βάλει φρένο στη διάλυση του κράτους και στον κατακερματισμό της αστικής τάξης.
Αν και σύμφωνα με τον Γκράμσι ο «καισαρισμός» εμφανίζεται όταν δύο αντιτιθέμενες θεμελιώδεις τάξεις είναι ισοδύναμες και δυνητικά υπάρχει το ενδεχόμενο αμοιβαίας εξόντωσης, και αυτός όπως ο Ένγκελς επισημαίνει ότι ο καισαρισμός «μπορεί να προκύψει και λόγω μιας ‘στιγμιαίας’ πολιτικής ανεπάρκειας της παραδοσιακά κυρίαρχης δύναμης». Σύμφωνα με τον Γκράμσι, ακόμη και ο καισαρισμός του Ναπολέοντα του Γ ΄ δεν ήταν αποτέλεσμα της ισχύος της «αντίπαλης προοδευτικής δύναμης» --των καταπιεσμένων τάξεων— να αλλάξει την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, αλλά μάλλον της έντονης πολιτικής διαίρεσης της «κυρίαρχης δύναμης» στη Γαλλία σε αντίπαλα στρατόπεδα («οπαδοί των Βουρβόνων, ορλεανιστές, βοναπαρτιστές, γιακωβίνοι-ρεπουμπλικανιστές»). [4]
Αυτή ακριβώς είναι και η περίπτωση της Τουρκίας. Οι συνταγματικές τροποποιήσεις που εγκρίνονται από το κοινοβούλιο , με το μανδύα του προεδρικού συστήματος, παρέχουν νομικό πέπλο σ’ αυτή τη «βοναπαρτιστική ημιδικτατορία». Όμως, η συγκέντρωση εξουσίας δεν αποτελεί τεκμήριο ισχύος, δείχνει μάλλον ότι το καθεστώς δεν μπορεί να ελέγξει τη διαμάχη μεταξύ αντίπαλων αστικών φατριών και τομέων με τα «κανονικά» κοινοβουλευτικά μέσα.
Προς ένα αποτυχημένο κράτος
Στην Τουρκία, ο πολεμικός βοναπαρτισμός αδυνατεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, λόγω α) των συνεχιζόμενων ιδεολογικών και φατριαστικών διαιρέσεων μέσα στο μηχανισμό ασφαλείας παρά τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του περασμένου Ιουλίου , β) του γεγονότος ότι οι νέες «συμμαχίες» του Ερντογάν μέσα στο κράτος και στην κοινωνία ήδη βρίθουν ανταγωνισμών που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια μεγάλη ρήξη , γ) της πόλωσης στην κοινωνία, δ) της επιδείνωσης των συγκρούσεων μέσα στην τάξη των καπιταλιστών (και άρα μέσα στο AKP) από την οικονομική κρίση και ε) της κρίσης ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Εσωτερικά, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» του Ερντογάν το μόνο που κάνει είναι να επιδεινώνει τους υπάρχοντες «κινδύνους ασφάλειας» και να εκθέτει περισσότερο την Τουρκία στην εντατικοποίηση της διεθνούς γεωπολιτικής αντιπαλότητας. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεροποιήσει έναν νέο συσχετισμό δύναμης. Επί παραδείγματι, οι προαναφερθέντες «πολιτισμικοί πόλεμοι» και η ισλαμοποίηση, που για το AKP είναι τα απαραίτητα εργαλεία για να σταθεροποιεί τη βάση του, ωθούν την κοινωνική πόλωση σε ένα επίπεδο που δεν μπορεί πλέον να ελεγχθεί, εισάγουν την ισλαμιστική βία στον πυρήνα του κράτους («πακιστανοποίηση») και ωθούν την κυβέρνηση στο χείλος της ρήξης με τους συμμάχους της μέσα στο κράτος και στον διεθνή χώρο.
Σε διεθνές επίπεδο, η στροφή 180 μοιρών της Τουρκίας απέναντι στη Συρία και οι φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία και το Ιράν επιδείνωσαν τις εντάσεις με τις ΗΠΑ, που αποκρυσταλλώνονται στις διαμάχες για την υποστήριξη των Αμερικανών προς τους Κούρδους της Συρίας ή στην απαίτηση να εκδώσουν οι ΗΠΑ τον Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι συχνά υποστηρίζουν θεωρίες συνωμοσίας, ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν την Τουρκία χρηματοδοτώντας την τρομοκρατία. Όλα αυτά οξύνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ του φιλο-νατοϊκού και του «φιλε-ευρασιατικού» στρατοπέδου μέσα στο κράτος, ακόμη και μέσα στο ίδιο το AKP. Ο ανταγωνισμός διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αντανακλάται στη δομή του τουρκικού κράτους.
Και η οικονομική κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή: καθώς το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο φεύγει από τις περιφερειακές χώρες και βρίσκει καταφύγιο στις χώρες του πυρήνα, η οικονομική αναταραχή στην Τουρκία βαθαίνει. Μετά τη νίκη του Τραμπ, το τουρκικό νόμισμα υποτιμήθηκε απότομα, όπως έγινε στο Μεξικό και σε άλλες παρόμοιες χώρες. Η πιστωτική επέκταση σταμάτησε, η βιομηχανική παραγωγή άρχισε να συρρικνώνεται και ,το τρίτο τρίμηνο του 2016, στην Τουρκία παρατηρήθηκε μείωση του ΑΕΠ για πρώτη φορά μετά από το 2009. Συνεπώς, αυξάνεται η ένταση μέσα στην κυβέρνηση, ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη ομάδα που υποστηρίζει την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και σε μια ομάδα με πιο νεομερκαντιλιστικούς/ αναπτυξιακούς προσανατολισμούς που υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να διευκολύνει την πρόσβαση στην πίστωση, να επενδύσει περισσότερα στην οικοδομή και τις υποδομές, να δώσει ώθηση στην εσωτερική αγορά και να εξαπλωθεί στις μη ευρωπαϊκές αγορές. Αυτή η διαμάχη μέσα στο κυβερνών κόμμα σχετίζεται άμεσα με τη διαμάχη ανάμεσα σε ομάδες καπιταλιστών.
Εν συντομία, ο βοναπαρτιστικός προσανατολισμός που υποτίθεται ότι θα αναδιατάξει και θα σταθεροποιήσει , συνεπώς, το μπλοκ εξουσίας παραδόξως επιταχύνει τη διάλυση της θεσμικής αρχιτεκτονικής του τουρκικού κράτους. Οι μαζικές διώξεις και η πολιτική αστάθεια καθιστούν τη γραφειοκρατική αναδιοργάνωση του μπλοκ εξουσίας εξαιρετικά δύσκολη και ριψοκίνδυνη. Οι αιματηρές επιθέσεις και εκρήξεις που γίνονται κάθε δεύτερη εβδομάδα, η δολοφονία του Ρώσου πρέσβη, η σφαγή της Πρωτοχρονιάς σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης δημιουργούν την εικόνα ενός βαθιά κατακερματισμένου και σχεδόν «αποτυχημένου κράτους».
Η άποψη από τα κάτω
Για να το θέσουμε απλά, σε καιρούς κρίσης όταν επικρατούν η βία και η αστάθεια, οι άνθρωποι αναζητούν έναν «ισχυρό ηγέτη» για να λύσει τα προβλήματα. Τι γίνεται όμως όταν η βία και η αστάθεια δημιουργούν σχεδόν χαοτική κατάσταση σε μια χώρα που ήδη βρίσκεται στα χέρια ενός ισχυρού άνδρα; Στην τρέχουσα βοναπαρτιστική στιγμή της Τουρκίας, ο Ερντογάν παρουσιάζεται ως σωτήρας πάνω σ’ ένα λευκό πολεμικό άλογο. Όμως, ο Ερντογάν πρέπει να ανέλθει πάνω από τις κοινωνικές τάξεις και τις φατρίες μέσα στο κράτος για να παίξει πραγματικά τον βοναπαρτιστικό ρόλο. Στην περίπτωση που σκοντάψει, μπορεί να εμφανιστούν άλλοι δυνητικοί Βοναπάρτες, για παράδειγμα με τη μυστική βοήθεια της μεγαλοαστικής τάξης, την οποία δεν μπορεί να πάρει πλήρως με το μέρος του ο Ερντογάν.
Σε ένα εντυπωσιακό και καθόλου μεμονωμένο περιστατικό, ένας συνταξιούχος στρατιωτικός δικαστής είπε, πριν από μερικές ημέρες, ότι, αν ο Ερντογάν αποτύχει να εδραιώσει την «ενότητα και συνοχή» του κράτους και της χώρας, πρέπει να αναλάβει την εξουσία ο στρατός. Έτσι, η μοίρα του εύθραυστου βοναπαρτισμού της Τουρκίας περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα ποιος θα εξασφαλίσει αυτή την εφήμερη «ενότητα και συνοχή»: ο Ερντογάν ή ίσως κάποιος άλλος παράγοντας, όπως ο στρατός…
Η μόνη δύναμη που μπορεί να αλλάξει ριζικά αυτή την εικόνα είναι οι «από κάτω». Αυτοί που τους σφυροκοπούν οι κυβερνητικές πολιτικές του «σοκ και δέους» τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Η συνταγματική αναθεώρηση για τη θέσπιση προεδρικού συστήματος, που την επεξεργάστηκε το κυβερνών κόμμα με την υποστήριξη του υπερ-εθνικιστικού κόμματος MHP, δίνει τεράστιες εξουσίες στον πρόεδρο της χώρας στους τομείς της νομοθεσίας, της δικαιοσύνης και των ενόπλων δυνάμεων, και καθώς το Κοινοβούλιο εγκρίνει τις συνταγματικές τροποποιήσεις , αυτές θα τεθούν σε δημοψήφισμα πιθανώς στα τέλη Μαρτίου ή στις αρχές Απριλίου. Λόγω της μαζικής κρατικής βίας ενάντια στο φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) και τη φυλάκιση των προέδρων, βουλευτών και δημάρχων του, το κόμμα αυτό είναι απίθανο να διοργανώσει μεγάλη καμπάνια. Το ρόλο αυτόν πρέπει να τον αναλάβει η Ένωση για τη Δημοκρατία, μια πλατφόρμα που συνενώνει αγωνιστές του HDP και διαφόρων ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων, συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες και επαγγελματικά επιμελητήρια. Εάν αυτός ο πιο «καθιερωμένος» φορέας της κοινωνικής αντιπολίτευσης μπορέσει να συμπορευτεί με λαϊκές πρωτοβουλίες που δημιουργήθηκαν μετά τις κινητοποιήσεις για το Πάρκο Γκεζί και με οργανώσεις βάσης του εργατικού κινήματος, ίσως υπάρχει η πιθανότητα να οργανωθεί μια αποτελεσματική καμπάνια υπέρ του «Όχι» στο δημοψήφισμα της άνοιξης -- που θα μπορούσε, στη συνέχεια, να συμβάλει σ’ ένα ενιαίο μέτωπο, τα επόμενα χρόνια. Η σύγκλιση του κουρδικού κινήματος, της δυναμικής του Πάρκου Γκεζί και του εργατικού κινήματος ίσως αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για να μπει φρένο στην αυταρχική ολίσθηση της Τουρκίας.
Σημειώσεις
[1] https://www.marxists.org/history/etol/newspape/ni/vol01/no02/editors2.htm
[2] Cited in Michael Löwy, Fire Alarm: Reading Walter Benjamin’s On the Concept of History, Verso, 2005, p. 58.
[3] https://www.marxists.org/archive/marx/works/1866/letters/66_04_13.htm
[4] The Gramsci Reader, Selected Writings 1916-1935 ed. David Forgacs, 2000, pp. 271-2.
Πηγή: ιστοσελίδα LEFTEAST, http://www.criticatac.ro/lefteast/turkeys-fragile-bonapartism
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Μπορεί η Τουρκία να διεξαγάγει δημοψήφισμα για τη μετάβαση σε ένα αυταρχικό προεδρικό σύστημα στα τέλη Μαρτίου, αλλά η βοναπαρτιστική μετατόπιση του Ερντογάν δεν προμηνύει σταθερότητα για την άρχουσα τάξη ούτε λύση στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού
Το επιχείρημα ότι το παγκόσμιο πανόραμα μοιάζει μ’ εκείνο της δεκαετίας του 1930 έχει γίνει σχεδόν κλισέ. Τη σοβαρή οικονομική κρίση, πρωτοφανή από την περίοδο του ’30, ακολούθησαν, κατά παρόμοιo τρόπο, κύματα λαϊκών ξεσηκωμών (2011-2014) που , προς το παρόν, έχουν ηττηθεί, καθώς σημειώνεται μια έντονη στροφή των εργαζόμενων μαζών προς τα δεξιά. Η τρέχουσα κρίση του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι κυκλική, αλλά μάλλον «οργανική» ως προς το χαρακτήρα της: η νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων δεν είναι πλέον βιώσιμη, αλλά η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει την πρωτοβουλία να την κατεδαφίσει. Όλα αυτά συμβαίνουν στο πλαίσιο μιας σοβαρής κρίσης ηγεμονίας μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Καθώς τα κόμματα της κεντροδεξιάς ή της κεντροαριστεράς, οι «αυθεντικοί» εκπρόσωποι της αστικής τάξης, χάνουν ταχύτατα την υποστήριξη των εργαζομένων λόγω της επιμονής τους στο νεοφιλελεύθερο πιστεύω, βλέπουμε την άνοδο δεξιών, λαϊκιστικών, αυταρχικών κομμάτων με αντιμεταναστευτικό, ρατσιστικό λόγο και τάσεις μισογυνισμού. Δεν χρειάζεται βεβαίως να ειπωθεί ότι αυτή η τάση κορυφώθηκε με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ και την πιθανή άνοδο τέτοιων κομμάτων στην εξουσία στη Γαλλία, την Ολλανδία και άλλες χώρες, τους επόμενους μήνες. Παράλληλα μ’ αυτή την παγκόσμια τάση, στην Τουρκία επικρατεί ο αυταρχισμός με κύριο χαρακτηριστικό την επιδείνωση της πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας.
Θα μπορούσε κανείς να διαλέξει τον εύκολο τρόπο, περιγράφοντας την Τουρκία απλά ως «μη φιλελεύθερη δημοκρατία» ή ως ένα είδος «σουλτανάτου». Ωστόσο, ο αυταρχισμός στην Τουρκία συνδέεται άμεσα με την κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οικονομικής διαχείρισης. Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός εισήλθε σε κρίση στις περιφερειακές και ημι-περιφερειακές χώρες σαν την Τουρκία τη δεκαετία του 1990, αρκετό καιρό πριν εκδηλωθεί η κρίση του στον πυρήνα των ιμπεριαλιστικών χωρών: καθώς τα κόμματα του Κέντρου έχαναν την επιρροή τους ταχύτατα, ένα «ροζ κύμα» εξαπλώθηκε σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής, ενώ στην Τουρκία και σε ορισμένες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης επικράτησαν δεξιοί, λαϊκιστές, ισχυροί άνδρες. Η κρίση ηγεμονίας στην Τουρκία προέκυψε κυρίως από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που αποξένωσαν τους εργαζόμενους από το καθεστώς, προέκυψε επίσης από τον ανταγωνισμό μεταξύ της μεγάλης αστικής τάξης και της ισλαμικής αστικής τάξης και από τη δυναμική κουρδική εξέγερση τη δεκαετία του 1990, και επιδεινώθηκε από τη σοβαρή οικονομική κρίση του 2001. Αμέσως μετά, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) εμφανίστηκε ως η μόνη δύναμη που μπορούσε να ξεπεράσει το αδιέξοδο.
Πολιτισμικοί πόλεμοι
Εν απουσία εναλλακτικής λύσης από την αριστερά, ο αυταρχικός λαϊκισμός του Ερντογάν κατόρθωσε να χειραγωγήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια που δημιουργήθηκε το 2001. Το AKP διαμόρφωσε την πολιτική κατάσταση επενδύοντας στη φανταστική πολιτισμική διαίρεση ανάμεσα στο «μη εθνικό», ελιτίστικο κατεστημένο, που υποτίθεται ότι απεχθάνεται τις «αυθεντικές» εθνικές αξίες, και στην «καρδιά του έθνους». Παρότι βρισκόταν στην κυβέρνηση, το ΑΚΡ μπορούσε να ισχυρίζεται ότι αγωνίζεται εναντίον της κηδεμονίας της γραφειοκρατίας και του στρατού που εμπόδιζαν την πρόοδο της Τουρκίας. Έτσι κατάφερε να εξαπλώσει την ηγεμονία του σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα και να ενσωματώσει τους δυνητικά αντιφρονούντες. Χρησιμοποίησε το λόγο της «πλουραλιστικής δημοκρατίας» περιλαμβάνοντας διάφορα λαϊκά αιτήματα με στρεβλωμένη μορφή και παρουσιάστηκε ως ο αληθινός εκπρόσωπος του έθνους, που ιστορικά ερμηνεύεται από τον τουρκικό συντηρητικό εθνικισμό ως μια συνεκτική κοινότητα, χωρίς τάξεις και διακρίσεις.
Μ’ αυτό τον τρόπο, παρόλο που έσπρωξε τα λαϊκά στρώματα εκτός πολιτικού στίβου μέσω των «μεταρρυθμίσεων της αγοράς», το AKP μπορούσε να ισχυρίζεται ότι φέρει σε πέρας μια διαδικασία «εκδημοκρατισμού». Ταυτόχρονα, υποχρεώνοντας τις ευρύτερες λαϊκές μάζες να επιλέγουν πλευρά ανάμεσα στην «γιακωβίνικη-κεμαλική ελίτ» και στο «θεοσεβές έθνος» , το AKP αποδυνάμωσε την εργατική τάξη και αποπολιτικοποίησε τους ταξικούς ανταγωνισμούς κρύβοντάς τους κάτω από τον πολιτισμικό μανδύα. Βεβαίως, ένα σημαντικό στοιχείο αυτού του λαϊκισμού ήταν η μάλλον υλιστική υπόσχεση ότι «εμείς, ο ευσεβής λαός» θα αντικαθιστούσαμε την παλιά ελίτ.
Συρρικνούμενη ηγεμονία
Ωστόσο, στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, αυτός ο ηγεμονικός λόγος αντιμετώπισε σοβαρές αμφισβητήσεις: το μπλοκ της εξουσίας άρχισε να διαλύεται (κάτι που τελικά κορυφώθηκε με το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016), η απόπειρα του AKP να ενεργήσει αυτόνομα στην εξωτερική πολιτική (ιδίως στη Συρία) οδήγησε στο γκρέμισμα των διεθνών του συμμαχιών, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση επιδείνωσε τη σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές μερίδες της αστικής τάξης και βεβαίως ξέσπασε η εξέγερση του Πάρκου Γκεζί -- όλα αυτά αποκάλυψαν ότι η κατά του κατεστημένου στρατηγική του AKP είχε φτάσει στα όριά της. Η μείωση της ηγεμονικής ικανότητας του AKP και οι ρωγμές που εμφανίστηκαν στις συμμαχίες του το υποχρέωσαν να ενισχύσει τον βασικό κοινωνικό πυρήνα του. Η σταθερή σύμπηξη της κοινωνικής βάσης γύρω από την προσωπικότητα του Ερντογάν και το μύθο του για τη «νέα Τουρκία» μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της συνεχούς πόλωσης της κοινωνίας, από τη μια, και την αύξηση της ωμής βίας, από την άλλη.
Η προσπάθεια του AKP να σταθεροποιήσει την κοινωνική του βάση ήταν μια κατά κύριο λόγο αμυντική ενέργεια. Για να πετύχει το σκοπό του, αναζωπύρωσε τους φόβους των κοινωνικών ομάδων στις οποίες απευθύνεται μέσω μιας άκρως κινδυνολογικής ρητορικής. Έκανε κατάχρηση των παλιών δοκιμασμένων στερεοτύπων όπως «η πίστη και η πατρίδα κινδυνεύουν» και «η σημαία μας θα κουρελιαστεί, αν σιωπήσει το κάλεσμα για προσευχή», που ιστορικά εξέφραζαν την εύθραυστη αυτοπεποίθηση του τουρκικού εθνικισμού. Έτσι, το AKP έστρεψε το λόγο του από τη «δημοκρατική επανάσταση» στον «δεύτερο τουρκικό πόλεμο για την απελευθέρωση». Ακρογωνιαίος λίθος αυτής της αμυντικής ενέργειας ήταν ο μύθος του «εθνικού και αυθεντικού» ηγέτη που ορθώνεται με γενναιότητα απέναντι σε μια συνωμοσία την οποία εξυφαίνουν ξένες δυνάμεις και «ομάδες πίεσης».
Οικοδόμηση καθεστώτος μέσω του πολέμου
Ωστόσο, γρήγορα έγινε καθαρό ότι η απλή άμυνα δεν ήταν αρκετή και έτσι ο Ερντογάν και το AKP κατέφυγαν στον πόλεμο. Η συνέχιση του πολέμου, μέσα και έξω από την Τουρκία, ήταν το κλειδί για να εφαρμοστεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και να εδραιωθεί μια νέα «κανονικότητα». Το AKP ξεπέρασε με τα μέσα του πολέμου τη σοβαρότερη κρίση της ιστορίας του που προκλήθηκε με τις εκλογές του Ιουνίου του 2015 [όταν έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία]. Ο πόλεμος έγινε ο μοχλός για την οικοδόμηση του καθεστώτος κυρίαρχο κόμμα / ισχυρός άνδρας το οποίο ενισχύθηκε ωθώντας στα άκρα της τη λογική του «ή είσαι φίλος ή εχθρός». Το AKP άρπαξε την ευκαιρία να αναδομήσει τις συμμαχίες μέσα στο κράτος προς όφελός του και να αναδιοργανώσει την κοινωνία καλλιεργώντας την ακραία πόλωση. Στράφηκε έντονα προς την πολιτική ασφαλείας (για να το θέσουμε ήπια) στο πρόβλημα των Κούρδων, ενώ στην πολιτική έναντι της Συρίας έστρεψε την προσοχή του από την αλλαγή καθεστώτος στη «μάχη κατά της τρομοκρατίας».
Αυτοί οι ελιγμοί αποσκοπούσαν επίσης στην απόκτηση νέων συμμάχων, όπως ο Ρώσος πρόεδρος Βλ. Πούτιν, εξέχουσες προσωπικότητες του τουρκικού «βαθέος κράτους» ή υπερεθνικιστές ηγέτες τύπου Μπαχτσελί και Περιντσέκ. Το καθεστώς, λοιπόν, όδευσε με ταχύ ρυθμό προς ένα μοντέλο καταπιεστικού «κυρίαρχου κόμματος» γύρω από έναν ισχυρό άνδρα, το οποίο βασίζεται στη «σταθερή αστάθεια» που δημιουργεί ο συνεχής πόλεμος. Ο Μαρξ είχε υποστηρίξει ότι ο Ναπολέων ο Γ ΄ είχε υφαρπάξει τον ταξικό αγώνα διεξάγοντας τακτικά πολέμους στο εξωτερικό. Παρόμοια, ο Ερντογάν πρώτα διαστρέβλωσε τον ταξικό αγώνα μέσω των «πολιτισμικών πολέμων» και στη συνέχεια ενίσχυσε την εξουσία του με κανονικούς στρατιωτικούς πολέμους.
Η εξουσία του Ερντογάν κατέληξε να μοιάζει με το βοναπαρτιστικό καθεστώς που ο Τρότσκι το όρισε ως μια «σκληρή κυβέρνηση που παίζει το ρόλο του ρυθμιστή στη χώρα».[1] Αυτό οφείλεται στο ότι η αρχιτεκτονική του τουρκικού κράτους έγινε πολύ εύθραυστη με την αποδιάρθρωση των εθνικών και διεθνών συμμαχιών που συνήθως στήριζαν την εξουσία του AKP, και ο μόνος τρόπος να αντισταθμιστεί αυτή η αδυναμία ήταν η δικτατορική ισχύς. Όπως έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «ο ανώτατος άρχοντας ορίζεται εξαρχής ως κάτοχος δικτατορικής εξουσίας, στην περίπτωση που κάποιος πόλεμος, εξέγερση ή άλλες καταστροφές οδηγήσουν στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης». [2] Αυτό που δημιούργησε την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στην Τουρκία ήταν η εσωτερική διαμάχη μέσα στους θεσμούς του κράτους και ο κατακερματισμός της κυρίαρχης τάξης.
Στα κείμενα του Μαρξ και του Ένγκελς, ο βοναπαρτισμός αναφέρεται σε ένα καθεστώς στο οποίο ο εκτελεστικός βραχίονας του κράτους, υπό τη διοίκηση ενός ατόμου, εφαρμόζει δικτατορική εξουσία πάνω σε όλα τα άλλα τμήματα του κράτους και στην κοινωνία. Όταν η ένταση των ταξικών αγώνων στην κοινωνία οδηγεί στην εξάντληση των αντιτιθέμενων τάξεων σε βαθμό αδιεξόδου, όπου ούτε η αστική τάξη μπορεί να κυβερνήσει όπως πριν ούτε η εργατική τάξη μπορεί να πάρει την εξουσία, το αποτέλεσμα είναι το κράτος να αυτονομείται και, γενικά, μέσα από την ανάδειξη μιας ισχυρής πολιτικής προσωπικότητας (ενός Βοναπάρτη) να δίνει λύση στη σύγκρουση , εξασφαλίζοντας τη συνέχεια της αστικής διακυβέρνησης. Συνεπώς, ο βοναπαρτισμός αποτελεί μια ακραία εκδήλωση αυτού που σε άλλα μαρξιστικά κείμενα (π.χ, του Πουλαντζά) ονομάστηκε «σχετική αυτονομία» του κράτους.
Ο βοναπαρτισμός θεωρείται ως επί το πλείστον προϊόν μιας κατάστασης στην οποία η άρχουσα τάξη δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει την εξουσία της με συνταγματικά και κοινοβουλευτικά μέσα, αλλά ούτε η εργατική τάξη μπορεί να επιβεβαιώσει τη δική της ηγεμονία. Ωστόσο, στην Τουρκία η βοναπαρτική στιγμή δεν μπορεί να αναχθεί στο συσχετισμό δύναμης ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενες θεμελιώδεις τάξεις. Μάλλον είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών διαιρέσεων του «κόμματος της τάξης», της αδυναμίας που αυτές προκαλούν στην ίδια την άρχουσα τάξη και συνεπώς στην ευθραυστότητα του κρατικού μηχανισμού. Από το 1866 ακόμη, ο Ένγκελς, σε μια επιστολή του για την πρωσική συνταγματική μεταρρύθμιση, υπογράμμιζε την τάση μιας αδύναμης αστικής τάξης να επιλέγει τον βοναπαρτισμό, δηλώνοντας ότι ο «βοναπαρτισμός είναι, σε τελευταία ανάλυση, η πραγματική θρησκεία της σύγχρονης αστικής τάξης»: «Κατανοώ όλο και περισσότερο ότι η αστική τάξη δεν έχει στο εσωτερικό της το μηχανισμό για να κυβερνά άμεσα η ίδια, εκτός αν υπάρχει μια ολιγαρχία, όπως εδώ στην Αγγλία, ικανή να αναλάβει, έναντι αδρής αμοιβής, τη διοίκηση του κράτους και της κοινωνίας προς το συμφέρον συνολικά της αστικής τάξης, συνεπώς η βοναπαρτιστική ημιδικτατορία είναι η συνήθης μορφή». [3]
Αμφισβήτηση από τους καταπιεσμένους;
Ο βοναπαρτισμός στην Τουρκία δεν προκύπτει από την αναμέτρηση ανάμεσα στην κυρίαρχη και τις υποτελείς τάξεις. Η εξέγερση του Πάρκου Γκεζί το 2013, οι μαζικές απεργίες στον κλάδο του μετάλλου το 2015 και η άνοδος του κουρδικού κινήματος που κορυφώθηκε στις εκλογές του Ιουνίου του 2015 προκάλεσαν σημαντική αμφισβήτηση για το καθεστώς. Ωστόσο, δεν ήταν αυτά που ανάγκασαν την κυρίαρχη τάξη να εγκαταλείψει την «κανονική» κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. Ο βασικός λόγος που ώθησε προς την ανάδειξη μιας αυτόνομης , ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, η αποτυχία του κοινοβουλευτικού συστήματος να βάλει φρένο στη διάλυση του κράτους και στον κατακερματισμό της αστικής τάξης.
Αν και σύμφωνα με τον Γκράμσι ο «καισαρισμός» εμφανίζεται όταν δύο αντιτιθέμενες θεμελιώδεις τάξεις είναι ισοδύναμες και δυνητικά υπάρχει το ενδεχόμενο αμοιβαίας εξόντωσης, και αυτός όπως ο Ένγκελς επισημαίνει ότι ο καισαρισμός «μπορεί να προκύψει και λόγω μιας ‘στιγμιαίας’ πολιτικής ανεπάρκειας της παραδοσιακά κυρίαρχης δύναμης». Σύμφωνα με τον Γκράμσι, ακόμη και ο καισαρισμός του Ναπολέοντα του Γ ΄ δεν ήταν αποτέλεσμα της ισχύος της «αντίπαλης προοδευτικής δύναμης» --των καταπιεσμένων τάξεων— να αλλάξει την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων, αλλά μάλλον της έντονης πολιτικής διαίρεσης της «κυρίαρχης δύναμης» στη Γαλλία σε αντίπαλα στρατόπεδα («οπαδοί των Βουρβόνων, ορλεανιστές, βοναπαρτιστές, γιακωβίνοι-ρεπουμπλικανιστές»). [4]
Αυτή ακριβώς είναι και η περίπτωση της Τουρκίας. Οι συνταγματικές τροποποιήσεις που εγκρίνονται από το κοινοβούλιο , με το μανδύα του προεδρικού συστήματος, παρέχουν νομικό πέπλο σ’ αυτή τη «βοναπαρτιστική ημιδικτατορία». Όμως, η συγκέντρωση εξουσίας δεν αποτελεί τεκμήριο ισχύος, δείχνει μάλλον ότι το καθεστώς δεν μπορεί να ελέγξει τη διαμάχη μεταξύ αντίπαλων αστικών φατριών και τομέων με τα «κανονικά» κοινοβουλευτικά μέσα.
Προς ένα αποτυχημένο κράτος
Στην Τουρκία, ο πολεμικός βοναπαρτισμός αδυνατεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, λόγω α) των συνεχιζόμενων ιδεολογικών και φατριαστικών διαιρέσεων μέσα στο μηχανισμό ασφαλείας παρά τις εκτεταμένες εκκαθαρίσεις μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του περασμένου Ιουλίου , β) του γεγονότος ότι οι νέες «συμμαχίες» του Ερντογάν μέσα στο κράτος και στην κοινωνία ήδη βρίθουν ανταγωνισμών που θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια μεγάλη ρήξη , γ) της πόλωσης στην κοινωνία, δ) της επιδείνωσης των συγκρούσεων μέσα στην τάξη των καπιταλιστών (και άρα μέσα στο AKP) από την οικονομική κρίση και ε) της κρίσης ηγεμονίας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Εσωτερικά, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» του Ερντογάν το μόνο που κάνει είναι να επιδεινώνει τους υπάρχοντες «κινδύνους ασφάλειας» και να εκθέτει περισσότερο την Τουρκία στην εντατικοποίηση της διεθνούς γεωπολιτικής αντιπαλότητας. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεροποιήσει έναν νέο συσχετισμό δύναμης. Επί παραδείγματι, οι προαναφερθέντες «πολιτισμικοί πόλεμοι» και η ισλαμοποίηση, που για το AKP είναι τα απαραίτητα εργαλεία για να σταθεροποιεί τη βάση του, ωθούν την κοινωνική πόλωση σε ένα επίπεδο που δεν μπορεί πλέον να ελεγχθεί, εισάγουν την ισλαμιστική βία στον πυρήνα του κράτους («πακιστανοποίηση») και ωθούν την κυβέρνηση στο χείλος της ρήξης με τους συμμάχους της μέσα στο κράτος και στον διεθνή χώρο.
Σε διεθνές επίπεδο, η στροφή 180 μοιρών της Τουρκίας απέναντι στη Συρία και οι φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία και το Ιράν επιδείνωσαν τις εντάσεις με τις ΗΠΑ, που αποκρυσταλλώνονται στις διαμάχες για την υποστήριξη των Αμερικανών προς τους Κούρδους της Συρίας ή στην απαίτηση να εκδώσουν οι ΗΠΑ τον Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι συχνά υποστηρίζουν θεωρίες συνωμοσίας, ότι οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν την Τουρκία χρηματοδοτώντας την τρομοκρατία. Όλα αυτά οξύνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ του φιλο-νατοϊκού και του «φιλε-ευρασιατικού» στρατοπέδου μέσα στο κράτος, ακόμη και μέσα στο ίδιο το AKP. Ο ανταγωνισμός διαφόρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αντανακλάται στη δομή του τουρκικού κράτους.
Και η οικονομική κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή: καθώς το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο φεύγει από τις περιφερειακές χώρες και βρίσκει καταφύγιο στις χώρες του πυρήνα, η οικονομική αναταραχή στην Τουρκία βαθαίνει. Μετά τη νίκη του Τραμπ, το τουρκικό νόμισμα υποτιμήθηκε απότομα, όπως έγινε στο Μεξικό και σε άλλες παρόμοιες χώρες. Η πιστωτική επέκταση σταμάτησε, η βιομηχανική παραγωγή άρχισε να συρρικνώνεται και ,το τρίτο τρίμηνο του 2016, στην Τουρκία παρατηρήθηκε μείωση του ΑΕΠ για πρώτη φορά μετά από το 2009. Συνεπώς, αυξάνεται η ένταση μέσα στην κυβέρνηση, ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη ομάδα που υποστηρίζει την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και σε μια ομάδα με πιο νεομερκαντιλιστικούς/ αναπτυξιακούς προσανατολισμούς που υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να διευκολύνει την πρόσβαση στην πίστωση, να επενδύσει περισσότερα στην οικοδομή και τις υποδομές, να δώσει ώθηση στην εσωτερική αγορά και να εξαπλωθεί στις μη ευρωπαϊκές αγορές. Αυτή η διαμάχη μέσα στο κυβερνών κόμμα σχετίζεται άμεσα με τη διαμάχη ανάμεσα σε ομάδες καπιταλιστών.
Εν συντομία, ο βοναπαρτιστικός προσανατολισμός που υποτίθεται ότι θα αναδιατάξει και θα σταθεροποιήσει , συνεπώς, το μπλοκ εξουσίας παραδόξως επιταχύνει τη διάλυση της θεσμικής αρχιτεκτονικής του τουρκικού κράτους. Οι μαζικές διώξεις και η πολιτική αστάθεια καθιστούν τη γραφειοκρατική αναδιοργάνωση του μπλοκ εξουσίας εξαιρετικά δύσκολη και ριψοκίνδυνη. Οι αιματηρές επιθέσεις και εκρήξεις που γίνονται κάθε δεύτερη εβδομάδα, η δολοφονία του Ρώσου πρέσβη, η σφαγή της Πρωτοχρονιάς σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης δημιουργούν την εικόνα ενός βαθιά κατακερματισμένου και σχεδόν «αποτυχημένου κράτους».
Η άποψη από τα κάτω
Για να το θέσουμε απλά, σε καιρούς κρίσης όταν επικρατούν η βία και η αστάθεια, οι άνθρωποι αναζητούν έναν «ισχυρό ηγέτη» για να λύσει τα προβλήματα. Τι γίνεται όμως όταν η βία και η αστάθεια δημιουργούν σχεδόν χαοτική κατάσταση σε μια χώρα που ήδη βρίσκεται στα χέρια ενός ισχυρού άνδρα; Στην τρέχουσα βοναπαρτιστική στιγμή της Τουρκίας, ο Ερντογάν παρουσιάζεται ως σωτήρας πάνω σ’ ένα λευκό πολεμικό άλογο. Όμως, ο Ερντογάν πρέπει να ανέλθει πάνω από τις κοινωνικές τάξεις και τις φατρίες μέσα στο κράτος για να παίξει πραγματικά τον βοναπαρτιστικό ρόλο. Στην περίπτωση που σκοντάψει, μπορεί να εμφανιστούν άλλοι δυνητικοί Βοναπάρτες, για παράδειγμα με τη μυστική βοήθεια της μεγαλοαστικής τάξης, την οποία δεν μπορεί να πάρει πλήρως με το μέρος του ο Ερντογάν.
Σε ένα εντυπωσιακό και καθόλου μεμονωμένο περιστατικό, ένας συνταξιούχος στρατιωτικός δικαστής είπε, πριν από μερικές ημέρες, ότι, αν ο Ερντογάν αποτύχει να εδραιώσει την «ενότητα και συνοχή» του κράτους και της χώρας, πρέπει να αναλάβει την εξουσία ο στρατός. Έτσι, η μοίρα του εύθραυστου βοναπαρτισμού της Τουρκίας περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα ποιος θα εξασφαλίσει αυτή την εφήμερη «ενότητα και συνοχή»: ο Ερντογάν ή ίσως κάποιος άλλος παράγοντας, όπως ο στρατός…
Η μόνη δύναμη που μπορεί να αλλάξει ριζικά αυτή την εικόνα είναι οι «από κάτω». Αυτοί που τους σφυροκοπούν οι κυβερνητικές πολιτικές του «σοκ και δέους» τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Η συνταγματική αναθεώρηση για τη θέσπιση προεδρικού συστήματος, που την επεξεργάστηκε το κυβερνών κόμμα με την υποστήριξη του υπερ-εθνικιστικού κόμματος MHP, δίνει τεράστιες εξουσίες στον πρόεδρο της χώρας στους τομείς της νομοθεσίας, της δικαιοσύνης και των ενόπλων δυνάμεων, και καθώς το Κοινοβούλιο εγκρίνει τις συνταγματικές τροποποιήσεις , αυτές θα τεθούν σε δημοψήφισμα πιθανώς στα τέλη Μαρτίου ή στις αρχές Απριλίου. Λόγω της μαζικής κρατικής βίας ενάντια στο φιλοκουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) και τη φυλάκιση των προέδρων, βουλευτών και δημάρχων του, το κόμμα αυτό είναι απίθανο να διοργανώσει μεγάλη καμπάνια. Το ρόλο αυτόν πρέπει να τον αναλάβει η Ένωση για τη Δημοκρατία, μια πλατφόρμα που συνενώνει αγωνιστές του HDP και διαφόρων ριζοσπαστικών αριστερών κομμάτων, συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες και επαγγελματικά επιμελητήρια. Εάν αυτός ο πιο «καθιερωμένος» φορέας της κοινωνικής αντιπολίτευσης μπορέσει να συμπορευτεί με λαϊκές πρωτοβουλίες που δημιουργήθηκαν μετά τις κινητοποιήσεις για το Πάρκο Γκεζί και με οργανώσεις βάσης του εργατικού κινήματος, ίσως υπάρχει η πιθανότητα να οργανωθεί μια αποτελεσματική καμπάνια υπέρ του «Όχι» στο δημοψήφισμα της άνοιξης -- που θα μπορούσε, στη συνέχεια, να συμβάλει σ’ ένα ενιαίο μέτωπο, τα επόμενα χρόνια. Η σύγκλιση του κουρδικού κινήματος, της δυναμικής του Πάρκου Γκεζί και του εργατικού κινήματος ίσως αποτελεί τη μοναδική ελπίδα για να μπει φρένο στην αυταρχική ολίσθηση της Τουρκίας.
Σημειώσεις
[1] https://www.marxists.org/history/etol/newspape/ni/vol01/no02/editors2.htm
[2] Cited in Michael Löwy, Fire Alarm: Reading Walter Benjamin’s On the Concept of History, Verso, 2005, p. 58.
[3] https://www.marxists.org/archive/marx/works/1866/letters/66_04_13.htm
[4] The Gramsci Reader, Selected Writings 1916-1935 ed. David Forgacs, 2000, pp. 271-2.
Πηγή: ιστοσελίδα LEFTEAST, http://www.criticatac.ro/lefteast/turkeys-fragile-bonapartism
Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου