“Αν η ΕΕ έθετε υποψηφιότητα για να ενταχθεί στην ΕΕ, δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Ο δημοκρατικός της χαρακτήρας είναι απλά ανεπαρκής. Η σημερινή θεσμική δομή της ΕΕ θα πρέπει να αναθεωρηθεί διεξοδικά.»
Γκύντερ Φερχόϊγκεν – πρώην Επίτροπος υπεύθυνος για την ευρωπαϊκή διεύρυνση.
«Οι πιο σημαντικές αποφάσεις δεν πρέπει να αφεθούν στις δυνάμεις των Βρυξελών οι οποίες κάνουν συστηματικά τα στραβά μάτια στις μεγάλες ομάδες οικονομικών συμφερόντων και αποσυνδέουν πλήρως τις αποφάσεις αυτές από τα συμφέροντα των εκατοντάδων εκατομμυρίων απλών πολιτών. Μεγαλύτερη διαφάνεια και μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών, είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια res publica της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία οι άνθρωποι θα αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως ευρωπαίο πολίτη και πραγματικό κυβερνήτη της Ένωσης.»
Sepp Kusstatscher – ιταλός πολιτικός μέλος της ομάδας των πρασίνων.
Τα παραπάνω ειπώθηκαν λίγο πριν και λίγο μετά το 2007. Το 2007 όμως φάνηκε κάτι να αλλάζει καθώς υπογράφηκε η Συνθήκη της Λισαβώνας (γνωστή και ως Μεταρρυθμιστική). Στα πλαίσια αυτής της Συνθήκης γεννήθηκε και η «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών», όπου και δόθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα στους «Πολίτες της Ευρώπης» -με κατώτερο όριο ένα εκατομμύριο αυτών- να προτείνουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια πρόταση νόμου, δηλαδή μια νομοθετική πρωτοβουλία. Έτσι, φάνηκε ότι άνοιξε, έστω και δειλά, μια θεσμική πόρτα για την άμεση συμμετοχή των πολιτών στις πολιτικές της Ευρώπης.
Από τότε έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια (και έχει μεσολαβήσει μια τεράστια κοινωνική και οικονομική κρίση) και με εξαίρεση αυτή τη δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας (η οποία παραμένει συμβουλευτικού χαρακτήρα) δεν θεσμοθετήθηκε κανένα εργαλείο συμμετοχής των πολιτών. Ούτε το Ευρωπαϊκό Δημοψήφισμα (και δεν αναμένεται να θεσμοθετηθεί), ούτε το δικαίωμα στο Επικυρωτικό Δημοψήφισμα, προκειμένου να περιοριστούν ή να αποφευχθούν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις που δεν ωφελούν τους λαούς της Ευρώπης, ούτε φυσικά η «Συνταγματική» πρωτοβουλία που αφορά τις επιμέρους Ευρωπαϊκές Συνθήκες, ώστε να τονωθεί περαιτέρω η ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Σε εθνικό (όπως συνοπτικά μπορείτε να δείτε εδώ) και σε τοπικό επίπεδο (όπως μπορείτε να δείτε αντίστοιχα εδώ) σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, κράτη μέλη και μη, υπάρχει μακροχρόνια και μεγάλη εμπειρία η οποία, εάν υπήρχε η βούληση, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες επιτυχίας ή αποτυχίας της, θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί από την ΕΕ. Όμως μια Ευρώπη για να ονομάζεται δημοκρατική θα έπρεπε (εάν θέλουμε να εκφέρουμε χωρίς αισχύνη τη λέξη δημοκρατία, αυτό είναι το ελάχιστο) να επιτρέπει στους πολίτες της να αποφασίζουν τουλάχιστον για θέματα που σχετίζονται με τις ίδιες τις Συνθήκες της ΕΕ. Όταν για παράδειγμα πρόκειται για τον καθορισμό των σχέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του υπόλοιπου κόσμου, ή για παράδειγμα για την επίλυση βασικών προβλημάτων περιβαλλοντικής πολιτικής, για μείζονες κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές που επηρεάζουν καθοριστικά τους ευρωπαϊκούς λαούς, για την ένταξη νέων κρατών μελών, καθώς και για άλλα σημαντικά ζητήματα.
Φυσικά στα παραπάνω υπάρχει και ο αντίλογος. Οι πολιτικοί και κυρίως οι πιο ισχυροί από αυτούς, υπερασπίζονται τον τρόπο με τον οποίο «προχωρά» η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, συχνά παραβλέπουν τα περί αντιδημοκρατικότητας και επικαλούνται σειρά θετικών αποτελεσμάτων. Ξεκινούν συνήθως με την εγγύηση της ειρήνης καθώς και την επέκτασή της ανατολικά, τη σταθερότητα στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, την ευκολία του ενιαίου νομίσματος και συνεχίζουν με τη δυνατότητα πλήρους κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, αλλά και του κεφαλαίου, τη σταθεροποίηση των γεωργικών εισοδημάτων, τα προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών, κ.λπ. Έτσι κατά την άποψή τους αυτή η έλλειψη δημοκρατικής νομιμότητας και διαφάνειας, που όταν πιεστούν τελικά παραδέχονται ότι όντως υπάρχει, αντισταθμίζεται από αυτά τα άμεσα οφέλη για τους πολίτες που θα έχαναν εκτός της ΕΕ. Ανεξάρτητα από την ορθότητα των παραπάνω επιχειρημάτων (για πολλά από τα οποία, όπως για παράδειγμα για τα γεωργικά εισοδήματα και την κοινή αγροτική πολιτική, η ίδια η ιστορική εμπειρία της Ελλάδας έχει δώσει σαφείς απαντήσεις) θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που μετράει στη δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, στη δημοκρατία δεν έχει αξία μόνο το αποτέλεσμα (και πάλι ανεξάρτητα από τα παραπάνω επιχειρήματα που μπορούν να αμφισβητηθούν με τρόπο βάσιμο, το όποιο αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ από πριν γνωστό). Μετράει εξίσου, αν όχι περισσότερο, η δυνατότητα των πολιτών να ορίζουν εκείνοι δημοκρατικά το όποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Για να μπορούμε επομένως να αρχίσουμε να μιλάμε για δημοκρατία, οι πολίτες θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξουν, με επαρκή πληροφόρηση, πολιτικό διάλογο και με δημοκρατικές μεθόδους, τους στόχους και τα μέσα των επιμέρους συγκεκριμένων πολιτικών. Γι ‘αυτό είναι σημαντικό τα ουσιαστικά αποτελέσματα μιας πολιτικής (που ο χρόνος αναπόφευκτα θα φέρει), όχι μόνον να είναι αποδεκτά και να έχουν εγκριθεί από τους πολίτες, αλλά και σε περίπτωση λανθασμένης απόφασης, να μπορούν να αλλάξουν από αυτούς τους ίδιους με νέες αποφάσεις.
Άλλωστε αν δεν ήταν δυνατόν να ασκηθεί κριτική στο «δημοκρατικό» προφίλ της ΕΕ, αυτό από μόνο του θα αποτελούσε απόδειξη τεράστιου δημοκρατικού ελλείμματος. Και φυσικά εάν η ανάδειξη αυτής της κριτικής, επισύρει τελεολογικής φύσης υπαινιγμούς περί επιστροφής στις γενικευμένες εχθροπραξίες του παρελθόντος, το ζήτημα αποκτά μια περαιτέρω αντιδημοκρατική βαρύτητα. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι κατά κανόνα σχεδόν όλα τα αυταρχικά καθεστώτα διαθέτουν ισχυρά επιχειρήματα σε ό,τι αφορά την παραγωγή, την ασφάλεια και την σταθερότητα που παρέχει στους ανθρώπους το καθεστώς, ειδικά όταν εντοπιστεί κάποια γενικευμένη αντίδραση που αναδεικνύει την οφθαλμοφανή έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η δημοκρατική νομιμοποίηση ενός πολιτικού οργάνου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, πολλοί από αυτούς είναι γνωστοί και όπως αναφέρθηκε παραπάνω «βγάζουν μάτι». Ένας από αυτούς -που ενώ είναι σημαντικός συχνά παραβλέπεται- είναι η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ αυτού του πολιτικού οργάνου και των πολιτών που υπόκεινται στις αποφάσεις του. Η σχέση αυτή στην περίπτωση της ΕΕ είναι κακής ποιότητας, σχεδόν στα όρια της «δηλωμένης» εχθρικότητας, και αυτό γιατί:
• η ΕΕ δεν είναι μια ομοσπονδιακή και αποκεντρωμένη δομή, όπως για παράδειγμα ο Καναδάς ή η Ελβετία, αλλά εξαιρετικά συγκεντρωτική. Το γεγονός αυτό καθιστά την πρόσβαση των πολιτών στις Ευρωπαϊκές δομές, αν όχι αδύνατη, εξαιρετικά δύσκολη.
• μια ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα και μια κάποια κοινή γνώμη είναι, αν όχι ανύπαρκτη, εξαιρετικά αδύναμη. Υπάρχει μια γενική αίσθηση θεσμικής απόστασης και αποξένωσης όχι μόνο ανάμεσα στους πολίτες και στα θεσμικά όργανα, αλλά και μεταξύ των ίδιων των πολιτών στα διάφορα κράτη μέλη.
• οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν διαθέτουν (και δεν διαθέτουν) καμία πολιτική βαρύτητα στην ΕΕ, καθώς υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ αυτών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
• η ΕΕ κυριαρχείται από ελίτ, ο μέσος πολίτης αντιλαμβάνεται, και δικαίως, τους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες της ΕΕ ως κάτι πολύ απόμακρο στην υπηρεσία των οικονομικά ισχυρών.
• σχεδόν όλο το βάρος και η ενέργεια της ΕΕ έχει δοθεί στην οικονομική ολοκλήρωση και στην εξυπηρέτηση ισχυρών οικονομικών παραγόντων (όπως οι πολυεθνικές εταιρείες) και όχι στις ανάγκες των πολιτών.
• δεν υπάρχει η αίσθηση του «ανήκειν» σε έναν πολιτικό και πολιτιστικό σχεδιασμό που θα δημιουργούσε έστω κάποια πεδία κοινής πλεύσης των πολύ διαφορετικών μεταξύ τους λαών. Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι τεράστιας σημασίας, καθώς μιλάμε για χώρες με μεγάλες πολιτισμικές διαφορές. Λαοί που δείχνουν πλέον καθαρά ότι οι «ανέσεις» του ενιαίου νομίσματος και τα «ανοιχτά» σύνορα της ΕΕ, δεν αρκούν για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Ταυτότητας. Ούτε φυσικά οι λίγοι τον αριθμό κοσμοπολίτες είναι πλέον ικανοί να δημιουργήσουν τις δελεαστικές εικόνες του μεγάλου ευρωπαϊκού χωριού, που προωθούσαν στο παρελθόν, πόσο μάλλον να πείσουν για τη συνέχιση του μεγάλου οράματος.
Έτσι εκατομμύρια ευρωπαίοι αισθάνονται αφημένοι στο έλεος μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης που τελικά δεν κατανοούν και σίγουρα δεν ελέγχουν, ακόμη και αν (κανείς δεν γνωρίζει για πόσο ακόμη) μπορούν να καρπωθούν κάποια από τα υλικά της οφέλη και τις ελευθερίες μετακίνησης. Τα συμπτώματα αυτής της απογοήτευσης είναι πολλά και φαίνονται, όπως είναι λογικό, σε επίπεδο εθνικής πολιτικής (καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ψήφος για την ανάδειξη των ευρωβουλευτών ήταν πάντα κάτι το χαλαρό εφόσον τελικώς – με εξαίρεση του μισθούς τους – δεν είχε καμία αξία). Έτσι χαρακτηριστική είναι η αυξημένη αποχή από τις εθνικές εκλογές, η αίσθηση μιας γενικής πολιτικής παρακμής, οι πιο συχνές εκλογικές αναμετρήσεις, η ραγδαία μείωση του κύρους των πολιτικών και των αντιπροσωπευτικών θεσμών, η ανάδυση ακραίων φωνών, πολιτικού ωφελιμισμού και καιροσκοπισμού. Ως εκ τούτου, είναι λογική η στάση των πολιτών, οι οποίοι αισθάνονται ότι η ΕΕ δεν στέκεται στο ύψος των προσδοκιών τους, γιατί βλέπουν ότι στην πράξη οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται αδιαφανώς στα κλειστά γραφεία των Βρυξελών. Στην συνέχεια αυτές οι αποφάσεις υλοποιούνται στις χώρες μέλη, χωρίς οι ίδιοι οι πολίτες να μπορούν να συμμετέχουν και να αποφασίσουν, χωρίς εξηγήσεις και πληροφόρηση. Γίνονται έτσι απλά παθητικοί «υφιστάμενοι» πολιτικών αποφάσεων που όμως αφορούν άμεσα τη ζωή τους και τη χώρα τους. Και φυσικά όλο και περισσότεροι δεν μπορούν να κατανοήσουν, να δικαιολογήσουν και επομένως να δεχθούν την αυξανόμενη εκχώρηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Με άλλα λόγια, έαν έπρεπε να γίνει μια ιατρική πρόγνωση της «δημοκρατικής υγείας» στην Ευρώπη, αυτή δεν θα ήταν καθόλου καλή. Όχι μόνο διότι το ζητούμενο «δημοκρατία» μπορεί να είναι ένα άπιαστο όνειρο (αυτό είναι θέμα γνώμης, αλλά σε ό,τι αφορά τον γράφοντα είναι κυρίως θέμα απόφασης), αλλά πολύ περισσότερο, διότι η λειτουργία της ΕΕ παρουσιάζει αυταρχικές τάσεις και τιμωρητικές στάσεις (όπως αυτή απέναντι στην Ελλάδα) οι οποίες δείχνει να παγιώνονται. Στην καρδιά ενός οποιουδήποτε συστήματος το οποίο επικαλείται κάποια δημοκρατικότητα θα πρέπει να είναι κυρίαρχοι οι πολίτες και αυτή είναι θέση ουσίας. Σήμερα αντίθετα μας «αντιπροσωπεύουν» ισχυροί τεχνοκράτες που συνθέτουν ένα σώμα που εκτός από το ότι δεν εκλέγεται (θα ήταν ίσως ανέκδοτο για τους ισχυρούς της Ευρώπης ο απολύτως δημοκρατικός θεσμός της κλήρωσης), εκτός από την αδιαφάνεια και την αυταρχικότητά του, είναι και πλήρως διαζευγμένο από την κοινωνία.
Κάποιοι μπορεί να παρουσιάζουν την Ευρώπη ως «φάρο της δημοκρατίας στον κόσμο», είναι φυσικά δικαίωμά τους να το υποστηρίζουν και να το πιστεύουν (ή πάλι να τους εξυπηρετεί προσωπικά), ωστόσο είναι εξίσου δικαίωμα όλο και περισσότερων πολιτών να ρωτούν…ποιους τελικά φωτίζει και ποιους υπηρετεί αυτός ο φάρος; Αλλά και να αισθάνονται ότι «βλέπουν» το καράβι να πηγαίνει ολοταχώς προς τα βράχια. Εάν για να έχουμε αυτή την ΕΕ, πρέπει να την συγκρίνουμε με όλο και πιο αυταρχικά καθεστώτα στον πλανήτη (τωρινά και αλλοτινά), ώστε να νοιώθουμε πως έχουμε το προνόμιο να ζούμε σε κάποιο αόριστο και ευρύτερο δημοκρατικό περιβάλλον, το Ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει ήδη αποτύχει.
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τι θα συμβεί στο μέλλον, ούτε που θα οδηγήσει ο οικονομικός πόλεμος που διεξάγεται στην Ευρώπη, ούτε πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα εάν είχαν αξιοποιηθεί τα εργαλεία άμεσης συμμετοχής των πολιτών στις ευρωπαϊκές πολιτικές αποφάσεις, όπως τα δημοψηφίσματα. Θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβεί το πιο απίστευτο πολιτικό αλαλούμ, εμβέλειας Θείας Κωμωδίας και ανείπωτου μεγέθους, καταπώς υποστήριξε ένας καλός πολιτικός φίλος, εάν, για παράδειγμα, έπρεπε να «συνομιλήσουν» αμεσοδημοκρατικά οι Σλοβένοι με τους Σκωτσέζους. Ούτε τι θα είχε συμβεί εάν είχε εξεταστεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα η βαθιά πολιτισμική διαφορετικότητα των ευρωπαϊκών λαών. Υπάρχουν ωστόσο κάποια πράγματα που πλέον φαίνονται ξεκάθαρα, και τελικά αυτά δείχνει να έχουν αξία. Πρώτον ότι οι ιθύνοντες της ΕΕ απέκλεισαν την όποια συμμετοχή των πολιτών από τη δυναμική της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (ή της μη ολοκλήρωσης), όχι φυσικά γιατί ήθελαν να προστατέψουν τους λαούς από το ενδεχόμενο της παραπάνω Δαντικής κωμωδίας, αλλά γιατί δεν ήθελαν ενεργούς και πολιτικά εκπαιδευμένους πολίτες. Ήθελαν, με άλλα λόγια, μια Ευρώπη που την ορίζουν οι ολίγοι στη μορφή που τη βλέπουμε σήμερα, δηλαδή ξανά με νικητές και ηττημένους. Δεύτερον ότι οι σκληρές παγκοσμιοποιητικές πολιτικές της ΕΕ δεν διαφέρουν (βλ. ρητορικές ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας χρόνια τώρα) από τις υπερατλαντικές ή τις ασιατικές, καθώς όλες τους αψηφούν τον παράγοντα άνθρωπο και αναπόφευκτα θα οδηγήσουν, και στην δική μας ήπειρο, σε απρόβλεπτες και ίσως σπασμωδικές αντιδράσεις. Και τρίτον ότι σχεδόν κανείς δεν πιστεύει πια στις μεγάλες υποσχέσεις για μια άλλη «Ευρώπη της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας» (βλ. νεοαριστερά και σοσιαλδημοκρατία ξανά) και αυτό το τελευταίο, σε έναν κόσμο που δυστυχώς ακόμη βασίζεται στην πίστη, θα πρέπει να θεωρείται η μεγαλύτερη αποτυχία.
Καταλήγοντας, σχεδόν 220 χρόνια έχουν περάσει από την εποχή όπου η ιδέα της δημοκρατίας άρχισε να διεγείρει την πλειονότητα των ευρωπαίων, όχι μόνο στη θεωρία, αλλά ως ένα βιώσιμο σχέδιο και φαίνεται πως αποδεικνύεται ορθή η άποψη του Ρουσσώ, ο οποίος (όσο και εάν πολλοί θα θέλαμε να είχε σφάλει) – προφανώς αναλογιζόμενος το όφελος των πολλών – υποστήριξε ότι «όσο μικρότερο είναι το δημοκρατικό πεδίο, τόσο αυτό λειτουργεί καλύτερα για τους ανθρώπους».
Γκύντερ Φερχόϊγκεν – πρώην Επίτροπος υπεύθυνος για την ευρωπαϊκή διεύρυνση.
«Οι πιο σημαντικές αποφάσεις δεν πρέπει να αφεθούν στις δυνάμεις των Βρυξελών οι οποίες κάνουν συστηματικά τα στραβά μάτια στις μεγάλες ομάδες οικονομικών συμφερόντων και αποσυνδέουν πλήρως τις αποφάσεις αυτές από τα συμφέροντα των εκατοντάδων εκατομμυρίων απλών πολιτών. Μεγαλύτερη διαφάνεια και μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών, είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για μια res publica της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία οι άνθρωποι θα αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως ευρωπαίο πολίτη και πραγματικό κυβερνήτη της Ένωσης.»
Sepp Kusstatscher – ιταλός πολιτικός μέλος της ομάδας των πρασίνων.
Τα παραπάνω ειπώθηκαν λίγο πριν και λίγο μετά το 2007. Το 2007 όμως φάνηκε κάτι να αλλάζει καθώς υπογράφηκε η Συνθήκη της Λισαβώνας (γνωστή και ως Μεταρρυθμιστική). Στα πλαίσια αυτής της Συνθήκης γεννήθηκε και η «Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία Πολιτών», όπου και δόθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα στους «Πολίτες της Ευρώπης» -με κατώτερο όριο ένα εκατομμύριο αυτών- να προτείνουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια πρόταση νόμου, δηλαδή μια νομοθετική πρωτοβουλία. Έτσι, φάνηκε ότι άνοιξε, έστω και δειλά, μια θεσμική πόρτα για την άμεση συμμετοχή των πολιτών στις πολιτικές της Ευρώπης.
Από τότε έχουν περάσει δέκα ολόκληρα χρόνια (και έχει μεσολαβήσει μια τεράστια κοινωνική και οικονομική κρίση) και με εξαίρεση αυτή τη δυνατότητα νομοθετικής πρωτοβουλίας (η οποία παραμένει συμβουλευτικού χαρακτήρα) δεν θεσμοθετήθηκε κανένα εργαλείο συμμετοχής των πολιτών. Ούτε το Ευρωπαϊκό Δημοψήφισμα (και δεν αναμένεται να θεσμοθετηθεί), ούτε το δικαίωμα στο Επικυρωτικό Δημοψήφισμα, προκειμένου να περιοριστούν ή να αποφευχθούν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις που δεν ωφελούν τους λαούς της Ευρώπης, ούτε φυσικά η «Συνταγματική» πρωτοβουλία που αφορά τις επιμέρους Ευρωπαϊκές Συνθήκες, ώστε να τονωθεί περαιτέρω η ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Σε εθνικό (όπως συνοπτικά μπορείτε να δείτε εδώ) και σε τοπικό επίπεδο (όπως μπορείτε να δείτε αντίστοιχα εδώ) σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, κράτη μέλη και μη, υπάρχει μακροχρόνια και μεγάλη εμπειρία η οποία, εάν υπήρχε η βούληση, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες επιτυχίας ή αποτυχίας της, θα μπορούσε να έχει χρησιμοποιηθεί από την ΕΕ. Όμως μια Ευρώπη για να ονομάζεται δημοκρατική θα έπρεπε (εάν θέλουμε να εκφέρουμε χωρίς αισχύνη τη λέξη δημοκρατία, αυτό είναι το ελάχιστο) να επιτρέπει στους πολίτες της να αποφασίζουν τουλάχιστον για θέματα που σχετίζονται με τις ίδιες τις Συνθήκες της ΕΕ. Όταν για παράδειγμα πρόκειται για τον καθορισμό των σχέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του υπόλοιπου κόσμου, ή για παράδειγμα για την επίλυση βασικών προβλημάτων περιβαλλοντικής πολιτικής, για μείζονες κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές που επηρεάζουν καθοριστικά τους ευρωπαϊκούς λαούς, για την ένταξη νέων κρατών μελών, καθώς και για άλλα σημαντικά ζητήματα.
Φυσικά στα παραπάνω υπάρχει και ο αντίλογος. Οι πολιτικοί και κυρίως οι πιο ισχυροί από αυτούς, υπερασπίζονται τον τρόπο με τον οποίο «προχωρά» η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, συχνά παραβλέπουν τα περί αντιδημοκρατικότητας και επικαλούνται σειρά θετικών αποτελεσμάτων. Ξεκινούν συνήθως με την εγγύηση της ειρήνης καθώς και την επέκτασή της ανατολικά, τη σταθερότητα στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, την ευκολία του ενιαίου νομίσματος και συνεχίζουν με τη δυνατότητα πλήρους κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, αλλά και του κεφαλαίου, τη σταθεροποίηση των γεωργικών εισοδημάτων, τα προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών, κ.λπ. Έτσι κατά την άποψή τους αυτή η έλλειψη δημοκρατικής νομιμότητας και διαφάνειας, που όταν πιεστούν τελικά παραδέχονται ότι όντως υπάρχει, αντισταθμίζεται από αυτά τα άμεσα οφέλη για τους πολίτες που θα έχαναν εκτός της ΕΕ. Ανεξάρτητα από την ορθότητα των παραπάνω επιχειρημάτων (για πολλά από τα οποία, όπως για παράδειγμα για τα γεωργικά εισοδήματα και την κοινή αγροτική πολιτική, η ίδια η ιστορική εμπειρία της Ελλάδας έχει δώσει σαφείς απαντήσεις) θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που μετράει στη δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, στη δημοκρατία δεν έχει αξία μόνο το αποτέλεσμα (και πάλι ανεξάρτητα από τα παραπάνω επιχειρήματα που μπορούν να αμφισβητηθούν με τρόπο βάσιμο, το όποιο αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ από πριν γνωστό). Μετράει εξίσου, αν όχι περισσότερο, η δυνατότητα των πολιτών να ορίζουν εκείνοι δημοκρατικά το όποιο επιθυμητό αποτέλεσμα. Για να μπορούμε επομένως να αρχίσουμε να μιλάμε για δημοκρατία, οι πολίτες θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέξουν, με επαρκή πληροφόρηση, πολιτικό διάλογο και με δημοκρατικές μεθόδους, τους στόχους και τα μέσα των επιμέρους συγκεκριμένων πολιτικών. Γι ‘αυτό είναι σημαντικό τα ουσιαστικά αποτελέσματα μιας πολιτικής (που ο χρόνος αναπόφευκτα θα φέρει), όχι μόνον να είναι αποδεκτά και να έχουν εγκριθεί από τους πολίτες, αλλά και σε περίπτωση λανθασμένης απόφασης, να μπορούν να αλλάξουν από αυτούς τους ίδιους με νέες αποφάσεις.
Άλλωστε αν δεν ήταν δυνατόν να ασκηθεί κριτική στο «δημοκρατικό» προφίλ της ΕΕ, αυτό από μόνο του θα αποτελούσε απόδειξη τεράστιου δημοκρατικού ελλείμματος. Και φυσικά εάν η ανάδειξη αυτής της κριτικής, επισύρει τελεολογικής φύσης υπαινιγμούς περί επιστροφής στις γενικευμένες εχθροπραξίες του παρελθόντος, το ζήτημα αποκτά μια περαιτέρω αντιδημοκρατική βαρύτητα. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι κατά κανόνα σχεδόν όλα τα αυταρχικά καθεστώτα διαθέτουν ισχυρά επιχειρήματα σε ό,τι αφορά την παραγωγή, την ασφάλεια και την σταθερότητα που παρέχει στους ανθρώπους το καθεστώς, ειδικά όταν εντοπιστεί κάποια γενικευμένη αντίδραση που αναδεικνύει την οφθαλμοφανή έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η δημοκρατική νομιμοποίηση ενός πολιτικού οργάνου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, πολλοί από αυτούς είναι γνωστοί και όπως αναφέρθηκε παραπάνω «βγάζουν μάτι». Ένας από αυτούς -που ενώ είναι σημαντικός συχνά παραβλέπεται- είναι η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ αυτού του πολιτικού οργάνου και των πολιτών που υπόκεινται στις αποφάσεις του. Η σχέση αυτή στην περίπτωση της ΕΕ είναι κακής ποιότητας, σχεδόν στα όρια της «δηλωμένης» εχθρικότητας, και αυτό γιατί:
• η ΕΕ δεν είναι μια ομοσπονδιακή και αποκεντρωμένη δομή, όπως για παράδειγμα ο Καναδάς ή η Ελβετία, αλλά εξαιρετικά συγκεντρωτική. Το γεγονός αυτό καθιστά την πρόσβαση των πολιτών στις Ευρωπαϊκές δομές, αν όχι αδύνατη, εξαιρετικά δύσκολη.
• μια ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα και μια κάποια κοινή γνώμη είναι, αν όχι ανύπαρκτη, εξαιρετικά αδύναμη. Υπάρχει μια γενική αίσθηση θεσμικής απόστασης και αποξένωσης όχι μόνο ανάμεσα στους πολίτες και στα θεσμικά όργανα, αλλά και μεταξύ των ίδιων των πολιτών στα διάφορα κράτη μέλη.
• οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν διαθέτουν (και δεν διαθέτουν) καμία πολιτική βαρύτητα στην ΕΕ, καθώς υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ αυτών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
• η ΕΕ κυριαρχείται από ελίτ, ο μέσος πολίτης αντιλαμβάνεται, και δικαίως, τους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες της ΕΕ ως κάτι πολύ απόμακρο στην υπηρεσία των οικονομικά ισχυρών.
• σχεδόν όλο το βάρος και η ενέργεια της ΕΕ έχει δοθεί στην οικονομική ολοκλήρωση και στην εξυπηρέτηση ισχυρών οικονομικών παραγόντων (όπως οι πολυεθνικές εταιρείες) και όχι στις ανάγκες των πολιτών.
• δεν υπάρχει η αίσθηση του «ανήκειν» σε έναν πολιτικό και πολιτιστικό σχεδιασμό που θα δημιουργούσε έστω κάποια πεδία κοινής πλεύσης των πολύ διαφορετικών μεταξύ τους λαών. Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι τεράστιας σημασίας, καθώς μιλάμε για χώρες με μεγάλες πολιτισμικές διαφορές. Λαοί που δείχνουν πλέον καθαρά ότι οι «ανέσεις» του ενιαίου νομίσματος και τα «ανοιχτά» σύνορα της ΕΕ, δεν αρκούν για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Ταυτότητας. Ούτε φυσικά οι λίγοι τον αριθμό κοσμοπολίτες είναι πλέον ικανοί να δημιουργήσουν τις δελεαστικές εικόνες του μεγάλου ευρωπαϊκού χωριού, που προωθούσαν στο παρελθόν, πόσο μάλλον να πείσουν για τη συνέχιση του μεγάλου οράματος.
Έτσι εκατομμύρια ευρωπαίοι αισθάνονται αφημένοι στο έλεος μιας διαδικασίας ολοκλήρωσης που τελικά δεν κατανοούν και σίγουρα δεν ελέγχουν, ακόμη και αν (κανείς δεν γνωρίζει για πόσο ακόμη) μπορούν να καρπωθούν κάποια από τα υλικά της οφέλη και τις ελευθερίες μετακίνησης. Τα συμπτώματα αυτής της απογοήτευσης είναι πολλά και φαίνονται, όπως είναι λογικό, σε επίπεδο εθνικής πολιτικής (καθώς σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ψήφος για την ανάδειξη των ευρωβουλευτών ήταν πάντα κάτι το χαλαρό εφόσον τελικώς – με εξαίρεση του μισθούς τους – δεν είχε καμία αξία). Έτσι χαρακτηριστική είναι η αυξημένη αποχή από τις εθνικές εκλογές, η αίσθηση μιας γενικής πολιτικής παρακμής, οι πιο συχνές εκλογικές αναμετρήσεις, η ραγδαία μείωση του κύρους των πολιτικών και των αντιπροσωπευτικών θεσμών, η ανάδυση ακραίων φωνών, πολιτικού ωφελιμισμού και καιροσκοπισμού. Ως εκ τούτου, είναι λογική η στάση των πολιτών, οι οποίοι αισθάνονται ότι η ΕΕ δεν στέκεται στο ύψος των προσδοκιών τους, γιατί βλέπουν ότι στην πράξη οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται αδιαφανώς στα κλειστά γραφεία των Βρυξελών. Στην συνέχεια αυτές οι αποφάσεις υλοποιούνται στις χώρες μέλη, χωρίς οι ίδιοι οι πολίτες να μπορούν να συμμετέχουν και να αποφασίσουν, χωρίς εξηγήσεις και πληροφόρηση. Γίνονται έτσι απλά παθητικοί «υφιστάμενοι» πολιτικών αποφάσεων που όμως αφορούν άμεσα τη ζωή τους και τη χώρα τους. Και φυσικά όλο και περισσότεροι δεν μπορούν να κατανοήσουν, να δικαιολογήσουν και επομένως να δεχθούν την αυξανόμενη εκχώρηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων.
Με άλλα λόγια, έαν έπρεπε να γίνει μια ιατρική πρόγνωση της «δημοκρατικής υγείας» στην Ευρώπη, αυτή δεν θα ήταν καθόλου καλή. Όχι μόνο διότι το ζητούμενο «δημοκρατία» μπορεί να είναι ένα άπιαστο όνειρο (αυτό είναι θέμα γνώμης, αλλά σε ό,τι αφορά τον γράφοντα είναι κυρίως θέμα απόφασης), αλλά πολύ περισσότερο, διότι η λειτουργία της ΕΕ παρουσιάζει αυταρχικές τάσεις και τιμωρητικές στάσεις (όπως αυτή απέναντι στην Ελλάδα) οι οποίες δείχνει να παγιώνονται. Στην καρδιά ενός οποιουδήποτε συστήματος το οποίο επικαλείται κάποια δημοκρατικότητα θα πρέπει να είναι κυρίαρχοι οι πολίτες και αυτή είναι θέση ουσίας. Σήμερα αντίθετα μας «αντιπροσωπεύουν» ισχυροί τεχνοκράτες που συνθέτουν ένα σώμα που εκτός από το ότι δεν εκλέγεται (θα ήταν ίσως ανέκδοτο για τους ισχυρούς της Ευρώπης ο απολύτως δημοκρατικός θεσμός της κλήρωσης), εκτός από την αδιαφάνεια και την αυταρχικότητά του, είναι και πλήρως διαζευγμένο από την κοινωνία.
Κάποιοι μπορεί να παρουσιάζουν την Ευρώπη ως «φάρο της δημοκρατίας στον κόσμο», είναι φυσικά δικαίωμά τους να το υποστηρίζουν και να το πιστεύουν (ή πάλι να τους εξυπηρετεί προσωπικά), ωστόσο είναι εξίσου δικαίωμα όλο και περισσότερων πολιτών να ρωτούν…ποιους τελικά φωτίζει και ποιους υπηρετεί αυτός ο φάρος; Αλλά και να αισθάνονται ότι «βλέπουν» το καράβι να πηγαίνει ολοταχώς προς τα βράχια. Εάν για να έχουμε αυτή την ΕΕ, πρέπει να την συγκρίνουμε με όλο και πιο αυταρχικά καθεστώτα στον πλανήτη (τωρινά και αλλοτινά), ώστε να νοιώθουμε πως έχουμε το προνόμιο να ζούμε σε κάποιο αόριστο και ευρύτερο δημοκρατικό περιβάλλον, το Ευρωπαϊκό εγχείρημα έχει ήδη αποτύχει.
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τι θα συμβεί στο μέλλον, ούτε που θα οδηγήσει ο οικονομικός πόλεμος που διεξάγεται στην Ευρώπη, ούτε πως θα είχαν εξελιχθεί τα πράγματα εάν είχαν αξιοποιηθεί τα εργαλεία άμεσης συμμετοχής των πολιτών στις ευρωπαϊκές πολιτικές αποφάσεις, όπως τα δημοψηφίσματα. Θα μπορούσε ενδεχομένως να συμβεί το πιο απίστευτο πολιτικό αλαλούμ, εμβέλειας Θείας Κωμωδίας και ανείπωτου μεγέθους, καταπώς υποστήριξε ένας καλός πολιτικός φίλος, εάν, για παράδειγμα, έπρεπε να «συνομιλήσουν» αμεσοδημοκρατικά οι Σλοβένοι με τους Σκωτσέζους. Ούτε τι θα είχε συμβεί εάν είχε εξεταστεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα η βαθιά πολιτισμική διαφορετικότητα των ευρωπαϊκών λαών. Υπάρχουν ωστόσο κάποια πράγματα που πλέον φαίνονται ξεκάθαρα, και τελικά αυτά δείχνει να έχουν αξία. Πρώτον ότι οι ιθύνοντες της ΕΕ απέκλεισαν την όποια συμμετοχή των πολιτών από τη δυναμική της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (ή της μη ολοκλήρωσης), όχι φυσικά γιατί ήθελαν να προστατέψουν τους λαούς από το ενδεχόμενο της παραπάνω Δαντικής κωμωδίας, αλλά γιατί δεν ήθελαν ενεργούς και πολιτικά εκπαιδευμένους πολίτες. Ήθελαν, με άλλα λόγια, μια Ευρώπη που την ορίζουν οι ολίγοι στη μορφή που τη βλέπουμε σήμερα, δηλαδή ξανά με νικητές και ηττημένους. Δεύτερον ότι οι σκληρές παγκοσμιοποιητικές πολιτικές της ΕΕ δεν διαφέρουν (βλ. ρητορικές ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας χρόνια τώρα) από τις υπερατλαντικές ή τις ασιατικές, καθώς όλες τους αψηφούν τον παράγοντα άνθρωπο και αναπόφευκτα θα οδηγήσουν, και στην δική μας ήπειρο, σε απρόβλεπτες και ίσως σπασμωδικές αντιδράσεις. Και τρίτον ότι σχεδόν κανείς δεν πιστεύει πια στις μεγάλες υποσχέσεις για μια άλλη «Ευρώπη της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας» (βλ. νεοαριστερά και σοσιαλδημοκρατία ξανά) και αυτό το τελευταίο, σε έναν κόσμο που δυστυχώς ακόμη βασίζεται στην πίστη, θα πρέπει να θεωρείται η μεγαλύτερη αποτυχία.
Καταλήγοντας, σχεδόν 220 χρόνια έχουν περάσει από την εποχή όπου η ιδέα της δημοκρατίας άρχισε να διεγείρει την πλειονότητα των ευρωπαίων, όχι μόνο στη θεωρία, αλλά ως ένα βιώσιμο σχέδιο και φαίνεται πως αποδεικνύεται ορθή η άποψη του Ρουσσώ, ο οποίος (όσο και εάν πολλοί θα θέλαμε να είχε σφάλει) – προφανώς αναλογιζόμενος το όφελος των πολλών – υποστήριξε ότι «όσο μικρότερο είναι το δημοκρατικό πεδίο, τόσο αυτό λειτουργεί καλύτερα για τους ανθρώπους».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου