Ο Alexander Anievas είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών του πανεπιστήμιου του Κονέκτικατ και ο Γιώργος Σουβλής είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Φλωρεντίας και συνεργάτης διαφόρων μπλογκ και περιοδικών (Jacobin, ROAR, Salvage).
ΓΣ: Θα ήθελες να μας συστηθείς, εστιάζοντας στις σημαντικότερες ακαδημαϊκές και πολιτικές σου εμπειρίες;
ΑΑ: Νομίζω ότι τα πρώτα βιβλία που πραγματικά με εισήγαγαν στην πολιτική ήταν Οι Ανοιχτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής του Εντουάρντο Γκαλέανο και το Σκοτώνοντας την Ελπίδα του Ουίλιαμ Μπλουμ, τα οποία διάβασα λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή μου από το λύκειο. Η ανάγνωση αυτών των βιβλίων άνοιξε την πόρτα σε μια ιστορία, για την οποία ως τότε δε γνώριζα τίποτα. Ξέρετε, μεγαλώνοντας κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες, δε μαθαίνει για τη μακρά και πολύπαθη ιστορία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ανά τον κόσμο· υποτίθεται ότι η Αμερική ήταν μια δύναμη του “καλού” και της σταθερότητας σε παγκόσμια κλίμακα, όπως μαθαίνει κανείς στο σχολείο. Φυσικά, η ανάγνωση αυτών των βιβλίων (μεταξύ πολλών άλλων στη συνέχεια) μου άνοιξε τουλάχιστον τα μάτια. Ώθηση για τη μελέτη της ιστορίας των αμερικανικών εξωτερικών επεμβάσεων αποτέλεσαν οι εκτεταμένες συζητήσεις μου με τον Θείο μου (Ralph Anievas) σχετικά με τη χάραξη της αμερικανικής διεθνούς πολιτικής στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Πραγματικά, με έφερε σε επαφή με μια ιστορία που αγνοούσα. Δεν ήμουν πολύ καλός μαθητής, ενώ με την πολιτική δεν είχα ιδιαίτερη σχέση. Με ενδιέφερε όμως η ιστορία και ο θείος μου γνώριζε πολλά σχετικά: είχε σπουδάσει Διεθνείς Σχέσεις σε μεταπτυχιακό επίπεδο, δίδαξε για λίγο ως βοηθός, και είναι γενικά άνθρωπος της διανόησης. Άσκησε συνεπώς μεγάλη επιρροή στην πρώιμη διανοητική και πολιτική μου εξέλιξη.
Η άλλη κομβική στιγμή για τη διαμόρφωση της πολιτικής και διανοητικής μου πορείας ήταν οι καθοδηγούμενοι από τις ΗΠΑ πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ κι οι εμπειρίες μου στο αντιπολεμικό κίνημα. Ήρθα στο Λονδίνο για τις προπτυχιακές μου σπουδές αμέσως μετά το χτύπημα της 9/11. Εκείνον τον καιρό, θα περιέγραφα κατά πάσα πιθανότητα τον εαυτό μου ως “δημοκρατικό σοσιαλιστή” (στην ουσία σοσιαλδημοκράτη), με ενδιαφέρον για την Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης, με την οποία ήρθα σε επαφή λίγο μετά την έναρξη των προπτυχιακών μου σπουδών. Ήμουν εναντίον της επέμβασης στο Αφγανιστάν, αλλά δεν είχα εμπλακεί ακόμα στην πολιτική τότε. Όμως, καθώς το αντιπολεμικό κίνημα άρχισε να αναπτύσσεται πριν την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, άρχισα να συμμετέχω σε διαδηλώσεις, πολιτικές συναντήσεις και τα σχετικά. Ήταν πραγματικά μια εμπειρία που με ριζοσπαστικοποίησε, καθώς οι άνθρωποι που άκουγα να μιλάνε ανοιχτά εναντίον του πολέμου και με τους οποίους συμφωνούσα πιο πολύ έτειναν στον μαρξισμό, γεγονός που πυροδότησε το ενδιαφέρον μου να διαβάσω τους κλασικούς: Μαρξ. Ένγκελς, Λένιν, Μπουχάριν, Λούξεμπουργκ, Τρότσκι, Λούκατς, Γκράμσι, κλπ. Η βιβλιογραφία, επίσης, για τον Νέο Ιμπεριαλισμό (π.χ. Χάρβεϋ, Γκόουαν, Καλλίνικος, κλπ.), που πυροδοτήθηκε από τον Ιρακινό Πόλεμο, με επηρέασε πολύ εκείνη την περίοδο. Την ίδια εποχή μελετούσα τη ρωσική και σοβιετική ιστορία και με συνεπήρε η Μπολσεβικική Επανάσταση και οι λόγοι του εκφυλισμού της. Για καλή μου τύχη, ο καθηγητής μου σε ένα από τα σεμινάρια, o Gonzo Pozo-Martin,ήταν μαρξιστής, κι ενθάρρυνε το ενδιαφέρον μου για το θέμα, και τον μαρξισμό γενικότερα, σε μεγάλο βαθμό. Το ενδιαφέρον μου για τις κοινωνιολογικές συνέπειες των διεθνών σχέσεων, που αργότερα θα γίνονταν επίκεντρο της έρευνάς μου, πιθανόν να πήγασε από τη μελέτη της Μπολσεβικικής Επανάστασης και τις άμεσες συνέπειές της. Διότι όποιοι και να ήταν οι λόγοι που συνέβαλαν στον εκφυλισμό και την ακόλουθη σταλινική αντεπανάσταση εναντίον της Οκτωβριανής Επανάστασης, ήταν ξεκάθαρα οι επιπτώσεις του “διεθνούς” ιμπεριαλισμού, και ιδιαίτερα του “δυτικού”, εκείνες που συνέβαλαν περισσότερο.
ΓΣ: Το πεδίο ειδίκευσής σου είναι οι Διεθνείς Σχέσεις. Πριν λίγα χρόνια έγραψες ένα άρθρο με θέμα τη σχέση του πεδίου με τον μαρξισμό, υπό τον τίτλο “Η αναγέννηση του ιστορικού υλισμού στη θεωρία των διεθνών σχέσεων”. Θα μπορούσες να ιστορικοποιήσεις αυτήν την αναγέννηση; Πότε έλαβε χώρα;
ΑΑ: Αυτό το άρθρο ήταν η εισαγωγή για ένα βιβλίο που επιμελήθηκα, το Marxism and World Politics (2010). Νομίζω ότι οι λόγοι ανανέωσης της μαρξιστικής σκέψης εντός των ΔΣ ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα κάποιων εξελίξεων που ανέφερα παραπάνω: συγκεκριμένα, η επονομαζόμενη επιστροφή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που εκπροσωπούσαν οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και, γενικότερα, η εμφανής αλλαγή στη χάραξη της διεθνούς πολιτικής κατά τη δεύτερη θητεία του Μπους προς πιο ξεκάθαρα καταναγκαστικές μορφές παρεμβατισμού. Προφανώς, ο αμερικάνικος (και “δυτικός”) ιμπεριαλισμός ποτέ δεν εξέλειψε, παρά τον ντόρο περί των “ειρηνευτικών” αποτελεσμάτων της παγκοσμιοποίησης στη διάρκεια της δεκαετίας του '90: είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι η προεδρία Kλίντον ανέλαβε, χωρίς να κηρύξει πόλεμο, τις πιο έντονου στρατιωτικού χαρακτήρα επεμβάσεις απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη αμερικανική προεδρία κατά τον 20ό αιώνα. Παρόλα αυτά, η αναζωπύρωση πιο κραυγαλέων μορφών στρατιωτικών επεμβάσεων εκ μέρους των ΗΠΑ, όπως αυτές των οποίων γίναμε μάρτυρες στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και γενικότερα στον “Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας”, νομίζω ότι σίγουρα έπαιξε ρόλο για την ανανέωση του ενδιαφέροντος για μαρξιστικά εμπνευσμένες κριτικές των ΔΣ, ενώ η μεγάλη ύφεση του 2007-9 επιτάχυνε αυτήν την τάση.
Φυσικά, αυτή η τάση δεν ήταν ενιαία. Στην αμερικανική ακαδημία, εξ όσων γνωρίζω, ο μαρξισμός παραμένει στο κριτικό περιθώριο της πειθαρχίας, παρά τους πολλούς εξαίρετους μαρξιστές και μαρξίστριες ακαδημαϊκούς που εργάζονται στο πεδίο. Αντίθετα, στον Καναδά και το ΗΒ φαίνεται να λαμβάνει χώρα μια αναβίωση της μαρξιστικής θεωρίας των ΔΣ. Στη βρετανική ακαδημία, με την οποία είμαι περισσότερο εξοικειωμένος, αυτή η αναβίωση συνέβη εν μέρει ενόψει της στροφής προς περισσότερο ιστορικοκοινωνιολογικές μορφές ανάλυσης εντός των βρετανικών ΔΣ στις αρχές του 2000 και λόγω της ομάδας των υποψήφιων διδακτόρων που προέκυψε στο LSE υπό την επιρροή του Fred Halliday και άλλων. Μια μερίδα αυτών των υποψήφιων διδακτόρων ανέλαβε τη συγγραφή πλήθους σημαντικών έργων εντασσόμενων στην πειθαρχία που, επηρέασε και ενέπνευσε, μεταξύ άλλων, μεταγενέστερους μαρξιστές και μαρξίστριες ακαδημαϊκούς των ΔΣ όπως εμένα.
ΓΣ: Σε ένα από τα άρθρα σου (“The Uses and Misuses of Uneven and Combined Development”), διεκδικείς εκ νέου τη χρήση της έννοιας της Άνισης και Συνδυασμένης Ανάπτυξης - που εισήχθη αρχικά από τον Τρότσκι στη στροφή του 20ού αιώνα - ως χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για τις ΔΣ. Ποια είναι η σημασία της έννοιας αυτής και πώς μπορεί να φανεί χρήσιμη στο πεδίο;
AA: Λοιπόν, σίγουρα δεν ήμουν ο πρώτος που επαναδιεκδίκησε την έννοια της Άνισης και Συνδυασμένης ανάπτυξης για το πεδίο των ΔΣ - τα εύσημα πηγαίνουν στον Justin Rosenberg που πρώτος εισήγαγε την έννοια αυτή ως μία θεωρία των διεθνών σχέσεων στη Διάλεξή του στα πλαίσια του Βραβείου Isaac Deutscher το 1994 με τίτλο “Isaac Deutscher και η Χαμένη Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων” (δημοσιευμένη έπειτα στο New Left Review, I/215, 1996) και, πιο συστηματικά, στο κείμενό του του 2006 “Γιατί Δεν Υπάρχει Διεθνής Ιστορική Κοινωνιολογία;” (European Journal of International Relations, 12/3). Το άρθρο που αναφέρεις (και γράφτηκε από κοινού με τον Jamie Allinson) ήταν σε μεγάλο βαθμό απάντηση σε και διάλογος με το έργο του Rosenberg που προσπάθησε να χτίσει πάνω στην ιδέα της Άνισης και Συνδυασμένης Ανάπτυξης του Τρότσκι με το να μας εφοδιάζει με μια αυθεντικά κοινωνική θεωρία του “διεθνούς” (π.χ. πολλαπλές κοινωνίες). Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
Η θεμελιακή υπόθεση της κλασικής κοινωνιοθεωρητικής παράδοσης (από τον Καρλ Μαρξ και τον Φέρντιναντ Τένις μέχρι τον Εμίλ Ντυρκέμ και τον Μαξ Βέμπερ) ήταν ότι ο χαρακτήρας της ανάπτυξης κάθε δεδομένης κοινωνίας καθορίζεται από τις εσωτερικές δομές και τους δρώντες της. Ήταν αυτή ακριβώς η σύλληψη της εσωτερικής ιστορίας των κοινωνιών που προώθησε την ανάδυση της κοινωνιολογίας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Friedrich Tenbruck 1994, ‘Internal History of Society or Universal History’, Theory, Culture, and Society, 11: 75–93). Διότι ενώ οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κοινωνιών μπορεί να μη θεωρούνται ασήμαντες εμπειρικά, δεν αποτελούν ωστόσο αντικείμενο της κοινωνικής θεωρίας: δηλαδή, το “διεθνές” παρέμεινε ουσιαστικά ένας ενδεχομενικός παράγοντας, εξωτερικός προς τις βασικές υποθέσεις της κοινωνικής θεωρίας. Κι αυτή η απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής θεωρητικής σύλληψης του “διεθνούς” εξακολουθεί να υφίσταται ως σήμερα, ενώ ο μαρξισμός δεν αποτελεί εξαίρεση σχετικά. Ακόμα κι αν η συγκεκριμένη μαρξιστική προσέγγιση εννοιοποιεί τα κοινωνικά συστήματα ως λειτουργούντα πρωτίστως είτε στο εγχώριο είτε στο παγκόσμιο επίπεδο - όπως έκανε ο Πολιτικός Μαρξισμός και η Ανάλυση των Παγκόσμιων Συστημάτων, αντίστοιχα - το δίλημμα παραμένει το ίδιο. Δουλεύοντας έξω από την εννοιολόγηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής (είτε πρόκειται για τη φεουδαρχία, τον καπιταλισμό, τον σοσιαλισμό ή οτιδήποτε), η θεωρητικοποίηση του “διεθνούς” παίρνει τη μορφή προφανώς μιας επανεφεύρεσης της εγχώριας κοινωνίας (με κεφαλαία γράμματα): μια προέκταση αναλυτικών κατηγοριών προερχόμενων από τη σύλληψη της κοινωνίας ως ενικής μορφής. Αντίστροφα, στην πειθαρχία των ΔΣ, το θεωρητικό επίκεντρο αποτελεί ακριβώς αυτή η διεθνής διάσταση της κοινωνικής ύπαρξης, εκλείπουσας σε ποικίλες κοινωνικές θεωρίες. Παρόλα αυτά, οι πολιτικές ρεαλιστικές θεωρίες των ΔΣ, αντί να αντιλαμβάνονται αυτή τη διεθνή διάσταση ως διακριτή αλλά οργανική διάσταση του κοινωνικού κόσμου, έκαναν το ακριβώς αντίθετο λάθος από την κλασική κοινωνιολογική παράδοση: αφαίρεσαν τα κοινωνικά-ιστορικά συμφραζόμενα του “διεθνούς”, υποστασιοποιώντας ως εκ τούτου τη γεωπολιτική ως μια άχρονη “υπερ-κοινωνική” σφαίρα πολιτικής εξαιρετικής ισχύος. Έτσι, η ιδέα που λανθάνει πίσω από την έννοια του Τρότσκι της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης ως μιας γενικής θεωρίας της παγκόσμιας ιστορίας είναι η δυνατότητα υπέρβασης της θεωρητικής διάκρισης μεταξύ “κοινωνικών” και “γεωπολιτικών” τρόπων εξήγησης, επαναθεωρητικοποιώντας το “διεθνές” ως αντικείμενο της κοινωνικής θεωρίας. Επιπλέον, το κάνει με τέτοιον τρόπο ώστε να αφήνει περιθώριο για τη θεωρητική κι εμπειρική ενσωμάτωση των μη-δυτικών πηγών, δρώντων και δυναμικών που καθοδηγούν την παγκόσμια ιστορία, διαρρηγνύοντας τον ευρωκεντρισμό. Όπως δείχτηκε στο συγγραμμένο από κοινού με τον Kerem Nisancioglu βιβλίο μας How the West Came to Rule, αυτές οι “εξω-ευρωπαϊκές” γεωπολιτικές συνθήκες και μορφές δράσης ήταν στην πραγματικότητα κομβικές για τη δημιουργία των απαρχών του καπιταλισμού στην Ευρώπη και τη “μακράς διάρκειας ανάδυση της Δύσης”. Θέτοντας τον διαφοροποιημένο χαρακτήρα της ανάπτυξης ως τον “πιο γενικό της νόμο”, η έννοια της άνισης ανάπτυξης του Τρότσκι παρέχει, επομένως, ένα αναγκαία διόρθωση για κάθε ενική σύλληψη της κοινωνίας και για τις οικείες μονογραμμικές θεωρήσεις της ιστορίας, οι οποίες συνιστούν τη βάση των ευρωκεντρικών ερμηνειών. Θέτοντας τον εγγενώς διαδραστικό χαρακτήρα αυτής της πολλαπλότητας, η συνδυασμένη ανάπτυξη θέτει με τη σειρά της υπό αμφισβήτηση τον μεθοδολογικό εσωτερισμό των ευρωκεντρικών προσεγγίσεων, ενώ η έννοια ακριβώς του συνδυασμού περιγράφει ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποιο καθαρό ή κανονιστικό μοντέλο ανάπτυξης. Ως τέτοια, η θεωρία της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης αποσταθεροποιεί εκ βάθρων τον μεθοδολογικό εσωτερισμό και τον ευρωκεντρισμό της κοινωνιοθεωρητικής παράδοσης, καταγράφοντας θεωρητικά τον διαδραστικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα της ανάπτυξης, απορρίπτοντας παράλληλα κάθε υποστασιοποιημενη σύλληψη του “οικουμενικού” ως μιας a priori ιδιότητας μιας εσωτεριστικά συλληφθήσης, ομοιογενούς ολότητας (βλέπε, επίσης, το Recasting Iranian Modernity του Kamran Matin).
ΓΣ: Το έργο σου στηρίζεται ως ένα βαθμό στην παράδοση του Πολιτικού Μαρξισμού, ιδιαίτερα στο έργο του Robert Brenner. Ταυτόχρονα, τον υπερβαίνει, ανακατασκευάζοντας ποικίλες πτυχές του. Θα μπορούσες να μας παρουσιάσεις με πιο συγκεκριμένο τρόπο την κριτική σου προς την παράδοση του Πολιτικού Μαρξισμού, εστιάζοντας στη “συζήτηση για τη μετάβαση” (transition debate) και το ζήτημα της ανάδυσης της Δύσης; Έλαβε χώρα [η μετάβαση] με διαφορετικό τρόπο απ'αυτόν που υπέδειξαν οι συγκεκριμένοι διανοούμενοι;
AA: Το πλαίσιο της ερώτησής σου είναι ενδιαφέρον, δεδομένου ότι πράγματι το έργο μου έχει επηρεαστεί από τους διανοούμενους του Πολιτικού Μαρξισμού, όπως από τον Brenner, τον Teschke, τον Lacher κι άλλους, έχει υπάρξει ωστόσο, γενικά μιλώντας, και κριτικό απέναντι στην παράδοση του Πολιτικού Μαρξισμού. Το έργο του Robert Brenner και της Ellen Wood πραγματικά προκάλεσαν αρχικά το ενδιαφέρον μου γύρω από τη “συζήτηση για τη μετάβαση”, είναι επομένως κάπως λογικό το γεγονός ότι αποτέλεσαν αμφότεροι κεντρικό αντικείμενο κριτικής και επιρροής. Νομίζω ότι τα κείμενα του Brenner, ειδικά, είναι εξαιρετικά σε πολλά επίπεδα – ιδίως τα πιο αρχειακού και ιστορικού χαρακτήρα έργα του, όπως το Merchants and Revolution. Στην “οικεία” μου πειθαρχία των ΔΣ, μερικές από τις πιο συναρπαστικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες ανήκουν σε Πολιτικούς Μαρξιστές. Τα κείμενα του Charlie Post με θέμα τη μετάβαση στον καπιταλισμό στις ΗΠΑ ήταν κατά τη γνώμη μου πρωτοποριακά.
Έτσι, στο βιβλίο που συνέγραψα από κοινού [με τον Kerem Nisancioglu], κάνουμε χρήση μιας σειράς κομβικών εννοιών του Πολιτικού Μαρξισμού (συγκεκριμένα, των “νόμων αναπαραγωγής” του Brenner και της “γεωπολιτικής συσσώρευσης”). Αξιοποιούμε, επίσης, ορισμένες όψεις της εξήγησης του Brenner για τη μετάβαση στον καπιταλισμό, όπως για παράδειγμα την εστίασή του στην Ολλανδία και την Αγγλία ως τα δύο κράτη στα οποία παγιώθηκαν πλήρως οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, και στη σημασία του ιδιαίτερα ομοιογενούς χαρακτήρα της άρχουσας τάξης της τελευταίας κατά τη μετάβαση (παρέχουμε, ωστόσο, διαφορετική εξήγηση για το σχετικό θέμα).
Αλλά, όπως ανέφερα παραπάνω, ασκούμε επίσης κριτική στις εξηγήσεις του Πολιτικού Μαρξισμού σχετικά με τη μετάβαση, ειδικά σε σχέση με την απόλυτα “εσωτεριστική” εξήγηση της ανάδυσης του καπιταλισμού, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στην αγγλική ύπαιθρο. Ισχυριζόμαστε ότι αυτό το είδος εσωτεριστικής προσέγγισης, από μεθοδολογική άποψη, δεν είναι τόσο λαναθασμένο, όσο ατελές. Διότι, όπως καταδεικνύουμε και στον ρου του κειμένου, οι απαρχές του καπιταλισμού στην Αγγλία (όπως και στις Κάτω Χώρες) ήταν θεμελιωδώς ριζωμένες εντός “εξω-ευρωπαϊκών” επικαθορισμένων παραγόντων και μορφών δράσης και προϋπέθεταν αυτούς του παράγοντες και τις μορφές δράσης.
Για να σας δώσω ορισμένα παραδείγματα: για να κατανοήσει κανείς τόσο τους λόγους της γενικευμένης κρίσης της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας κατά τον 14ο αιώνα, όσο και τους παράγοντες που εξηγούν την ικανότητα των δυτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών να ξεφύγουν τότε απ' αυτήν την κρίση, πραγματοποιώντας τα πρώτα βήματα προς τον καπιταλισμό, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη, όπως κάνουμε κι εμείς στο Κεφάλαιο 3, τις ευρύτερες γεωπολιτικές και οικονομικές σχέσεις που σφυρηλατήθηκαν στην ευρασιατική περιοχή με την εξάπλωση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Διότι η καθιέρωση της Μογγολικής Ειρήνης (Pax Mongolica) είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή των Ευρωπαίων δρώντων σε ένα αναδυόμενο “παγκόσμιο σύστημα”, αυξανόμενα πυκνών διακοινωνικών σχέσεων. Κι η άμεση συνέπεια της ανάμειξης της Ευρώπης στη Μογγολική Ειρήνη ήταν η αυξημένη έκθεση σε τεχνικές εξελίξεις και ιδέες που εγκαινιάστηκαν από την επιστημονικά πιο προηγμένη Ασία. Ενώ αυτά συνέβαλαν σε μια σειρά εξελίξεων στην Ευρώπη, η Μογγολική Ειρήνη αποδείχθηκε φορέας όχι μόνο κοινωνικών σχέσεων και τεχνολογιών, αλλά και ασθενειών. Ο Μαύρος Θάνατος, και οι συνακόλουθες δημογραφικές ανακατατάξεις, οι οποίες οδήγησαν την ευρωπαϊκή φεουδαρχία σε κρίση, προήλθαν ευθέως απ' αυτήν τη διευρυμένη σφαίρα δια-κοινωνικώαλληλεπιδράσεων. Δείχνουμε στη συνέχεια στο Κεφάλαιο 4 ότι οι μετέπειτα διαφορετικές κατευθύνσεις που προέκυψαν εντός της Ευρώπης ήταν προϊόν του ανταγωνισμού μεταξύ των υπερδυνάμεων της Οθωμανικής και της Αψβουργιανής Αυτοκρατορίας. Μέσω διαρκούς στρατιωτικής πίεσης στη διάρκεια του μακρού 16ου αιώνα, οι Οθωμανοί υπονόμευσαν περαιτέρω τα υπάρχοντα κέντρα ισχύος της φεουδαρχικής άρχουσας τάξης – όπως τον παπισμό, την Αψβουργιανή Αυτοκρατορία, τις ιταλικές πόλεις-κράτη – ενώ υποστήριξαν νέες αντι-ηγεμονικές δυνάμεις, όπως τους Προτεστάντες, τους Γάλλους και τους Ολλανδούς. Οι Οθωμανοί έδρασαν επίσης ως κέντρο γεωπολιτικής βαρύτητας, ελκύοντας τους στρατιωτικούς πόρους των Αψβούργων στη Μεσογειακή και Κεντροανατολική Ευρώπη. Αυτό με τη σειρά του παρείχε τον δομικό γεωπολιτικό χώρο που αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για την ικανότητα της Ολλανδίας και της Αγγλίας να εμπλακούν σε πρακτικές οικοδόμησης μοντέρνου κράτους και να αναπτυχθούν με τον ολοένα και περισσότερο διευρυνόμενο καπιταλιστικό τρόπος παραγωγής – σχετικά με την προαναφερθείσα διαδικασία, θυμηθείτε εδώ την Ολλανδική Επανάσταση. Ειδικά σε σχέση με την αγγλική κατάσταση, οι Οθωμανοί δημιούργησαν ακούσια μια συνθήκη γεωπολιτικής “απομόνωσης”, η οποία συνέβαλε απευθείας στον ασυνήθιστα ενοποιημένο χαρακτήρα της αγγλικής άρχουσας τάξης και, στη συνέχεια, στην ικανότητά της να περιφράζει και έτσι να διευρύνει τις γαίες της. Αυτή η διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης στην αγγλική ύπαιθρο που δημιούργησε καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, την οποία ο Brenner και η Wood τόσο περίτεχνα εξετάζουν, ήταν επομένως άμεσα συνδεδεμένη με τη γεωπολιτική απειλή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, η οθωμανική κυριαρχία στη Μεσόγειο και σε χερσαίους δρόμους της Ασίας συνέδραμε στo να πιεστούν τα βορειοδυτικά ευρωπαϊκά κράτη προς μια συνολικά νέα, παγκόσμια σφαίρα δραστήριοτητας – τον Ατλαντικό – γεγονός καθοριστικό για την πορεία των Άγγλων και των Ολλανδών, καθώς παγιώθηκαν σε ξεκάθαρα καπιταλιστικά κράτη.
Πράγματι, όπως εξετάζουμε στο Κεφάλαιο 5, ήταν η λεηλασία των αμερικανικών πηγών από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες που ενέτεινε την ήδη αναδυόμενη απόκλιση ανάμεσα στη φεουδαρχία των Ιβηρικών Αυτοκρατοριών και των πρώιμων καπιταλισμών αυτών των βορειοδυτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Συγκεκριμένα, ισχυριζόμαστε ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού στην Αγγλία ήταν εξαρτημένη από τη διευρυμένη σφαίρα οικονομικής δραστηριότητας που προσέφερε ο Ατλαντικός. Διότι μέσω του κοινωνιολογικού συνδυασμού της αμερικανικής γης, της εργασίας των αφρικανών σκλάβων και του αγγλικού εμπορικού κεφαλαίου μπόρεσαν τελικά να αρθούν τα όρια του αγγλικού αγροτικού καπιταλισμού. Η μεγεθυμένη σφαίρα κυκλοφορίας, εξασφαλιζόμενη από το διατλαντικό τριγωνικό εμπόριο, προσέφερε όχι μόνο ευάριθμες ευκαιρίες για τους Βρετανούς καπιταλιστές, προκειμένου να επεκτείνουν το πεδίο δραστηριοτήτων τους, αλλά κι ο συνδυασμός διαφορετικών εργασιακών διαδικασιών στον Ατλαντικό κατέστησε δυνατή την ανασύνθεση της εργασίας στη Βρετανία μέσω της Βιομηχανικής Επανάστασης. Παρατηρείται η εκτύλιξη μια παρόμοιας (σε καμία όμως περίπτωση ταυτόσημης) κατάστασης στην Ολλανδική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα μέσω των αποικιών της στη Νοτιοανατολική Ασία. Η τελευταία αποτέλεσε τον τόπο όπου η Ολλανδική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση στον ανεφοδιασμό με εγχώρια εργατική δύναμη, η οποία απείλησε με περιορισμό την αγροτική καπιταλιστική ανάπτυξη της Ολλανδίας, αξιοποιώντας την πρόσβασή της στην τεράστια πηγή ανελεύθερης εργατικής δύναμης στην Ασία (Κεφάλαιο 7). Αυτές είναι, λοιπόν, ορισμένες μόνο από τις “εξω-ευρωπαϊκές” ιστορικές διαδικασίες και δυναμικές, τις οποίες αγνόησε η ανάλυση του Πολιτικού Μαρξισμού, και σε σχέση με τις οποίες ισχυριζόμαστε ότι ήταν κρίσιμες για τις απαρχές και την εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη.
ΓΣ: Στη μελέτη σου Κεφάλαιο, Κράτος, Πόλεμος (Capital, the State, and War) εννοιοποιείς την εποχή του Μεσοπολέμου ως εποχή πολυδιάστασης κρίσης. Θα ήθελες να μας μιλήσεις γι' αυτό;
ΑΑ: Αυτό που εννοούσα με τη σύλληψη του Μεσοπολέμου ως εποχής πολυδιάστατης κρίσης ήταν ότι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής της περιόδου, θεωρημένα στην ολότητά τους, συγκροτήθηκαν στη βάση τριών διακριτών, αλλά τεμνόμενων, συγκρουσιακών αξόνων: (1) έναν “κάθετο” άξονα, αντιπροσωπευόμενο από την ταξική σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας· (2) έναν “οριζόντιο” άξονα, ο οποίος “πιάνει” τις σχέσεις ανταγωνισμού και αντιπαλότητας ανάμεσα σε “πολλά κεφάλαια”· και, (3) έναν “πλευρικό” άξονα, συγκροτούμενο από γεωπολιτικές και στρατιωτικές αντιπαλότητες μεταξύ κρατών εντός του Παγκόσμιου Βορρά και των ποικίλων σχέσεων κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης του Παγκοσμίου Βορρά επί του Παγκόσμιου Νότου. Απ' αυτήν την άποψη, το βιβλίο είχε ως στόχο να προσφέρει μια ιστορικοκοινωνιολογική επανερμηνεία των αρχών, της φύσης και της δυναμικής της εποχής του μεσοπολέμου, στα πλαίσια της γκραμσιανής έννοιας της “οργανικής κρίσης”: του συνδυασμού, δηλαδή, μιας δομικής και συγκυριακής κρίσης ηγεμονίας του καπιταλισμού, που έλαβε ταυτόχρονα κοινωνικοοικονομικές (“υλικές”) και ιδεοπολιτικές (“νοητικές“) μορφές, αρθρωνόμενες σε εθνικό, διεθνές, και διακρατικό επίπεδο – του τελευταίου βιωνόμενου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου υπό τη μορφή “ταξικού πολέμου”, επιχειρούμενου τόσο από τα πάνω όσο και από τα κάτω, που διαπερνούσε τα έθνη-κράτη, συναποτελώντας το διεθνές σύστημα. Όπως υποστήριξα στο βιβλίο, αυτός ο “πρώιμος” Ψυχρός Πόλεμος κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου έθεσε ουσιαστικά τις γεωπολιτικές κι ιδεολογικές συνθήκες που οδήγησαν απευθείας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΓΣ: Η μαρξική αναλυτική κατηγορία της “αστικής επανάστασης” έχει γίνει ξανά δημοφιλής υπό το φως νέων μελετών, όπως αυτές του Neil Davidson. Έχει κάτι ακόμα να προσφέρει η έννοια αυτή στους ιστορικούς; Ποιοι είναι οι βασικοί της περιορισμοί και με ποιον τρόπο μπορούμε να ωθήσουμε την ιστορική έρευνα μερικά βήματα παραπέρα;
ΑΑ: Πράγματι, πιστεύω ότι η κατηγορία της “αστικής επανάστασης” εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική αναλυτική έννοια για την κατανόηση της ανάδυσης και της παγίωσης των καπιταλιστικών κρατών. Και, φυσικά, το έργο του Neil Davidson υπήρξε σταθμός για την επαναφορά του τρόπου σκέψης της μαρξιστικής θεωρίας ενάντια στη ρεβιζιονιστική ιστοριογραφική επέλαση των τελευταίων δεκαετιών. Όπως δείχνει και η “συνεπειοκρατική” εννοιολογική σύλληψη των αστικών επαναστάσεων, άπαξ επαναπροσανατολίσει κανείς την αναλυτική εστίαση μακριά από τις συγκεκριμένες προθέσεις ή τη σύνθεση των εμπλεκόμενων στη διεργασία των επαναστάσεων δρώντων, προς τα αποτελέσματα τέτοιων επαναστάσεων για την ανάδυση και την παγίωση διακριτών καπιταλιστικών κρατών (τα οποία συλλαμβάνονται, μέσες άκρες, ως κυρίαρχοι (sovereign) τόποι καπιταλιστικής συσσώρευσης), τότε η έννοια αυτή είναι πράγματι ανεκτίμητη. Aυτό με τη σειρά του αλλάζει το περιεχόμενο της έννοιας αυτής, από την τάξη που διεξάγει την επανάσταση προς τα αποτελέσματα που έχει η επανάσταση για την προώθηση ή/και την παγίωση μιας καπιταλιστικής κρατικής μορφής, η οπόια με τη σειρά της θα επωφελήσει την καπιταλιστική τάξη, ανεξάρτητα από τον ρόλο που αυτή ενδεχομένως να παίζει σε μία τέτοια επανάσταση. Ο βασικός περιορισμός της συνεπειοκρατικής ερμηνείας της έννοιας [της αστικής επανάστασης] εκ μέρους του Davidson κι άλλων, ωστόσο, υπήρξε η τάση τους να υπερτονίζουν την “εξελικτική ταυτότητα” σε βάρος της “εξελικτικής διαφοράς” στην εξέταση των πολύ διαφορετικών τύπων επαναστάσεων που έλαβαν χώρα κατά τη νεωτερική περίοδο. Με άλλα λόγια, κατά τη μετατόπισή τους προς την εννοιοποίηση των επαναστάσεων σε σχέση με τα συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματά τους, εγκλωβίστηκαν σε μία προβληματική ομογενοποίηση όλων σχεδόν των επαναστάσεων της νεωτερικής εποχής ως ουσιωδώς καπιταλιστικών, καθώς τέτοιες επαναστάσεις επρόκειτο να ενσωματώσουν στοιχεία του καπιταλισμού στις κοινωνικές δομές που συγκρότησαν. Απ' αυτήν την προοπτική, οι πολύ διαφορετικές εκβάσεις στην εξέλιξη των επαναστάσεων στο Βόρειο Βιετνάμ (1945), ας πούμε, στην Κίνα (1949), στην Κούβα (1959), γίνονται όλες αντιληπτές ως εγκαθιδρύουσες, λίγο πολύ, παρόμοιες εκδοχές “γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού” μέσω “διαρκών επαναστάσεων που αποτράπηκαν” – η “νεωτερική εκδοχή ή το λειτουργικό ισοδύναμο” των αστικών επαναστάσεων, όπως υποστήριξε ο Davidson. Ενώ θεωρώ σωστό τον ισχυρισμό ότι τέτοια καθεστώτα αφομοίωσαν, σταδιακά, ολοένα και περισσότερα καίρια χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, το να αντιλαμβάνειται κανείς τις επαναστάσεις αυτές ως απλώς “αστικές”, αποτελεί, θεωρώ, προέκταση της έννοιας σε σημείο που αναιρεί την αναλυτική της αξία.
ΓΣ: Εξακολουθούν οι ΗΠΑ να αποτελούν αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο ηγεμόνα ή βρίσκονται σε διαδικασία παρακμής, όπως προτείνουν πολλοί σχολιαστές; Διακρίνεις κάποια άλλη υπερδύναμη που να απειλεί με σοβαρούς όρους την αμερικανική ηγεμονία; Έχει νόημα να μιλάμε για “αμερικανικό ιμπεριαλισμό”; Σε ποιον βαθμό διαφέρει από τις προηγούμενες μορφές του; Αποτελεί η διακυβέρνηση Ομπάμα εξαίρεση όσον αφορά το θέμα αυτό σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις ή τον αναπαράγει;
ΑΑ: Έχουμε σίγουρα δει, νομίζω, σημάδια σχετικής παρακμής της αμερικανικής ισχύος τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Κατ' εμέ, τα δύο καθοριστικά γεγονότα σε σχέση με αυτό ήταν η ανικανότητα ή η απροθυμία αποστολής αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της διαμάχης Ρωσίας-Γεωργίας το καλοκαίρι του 2008 κι η Μεγάλη Ύφεση του 2007-2009, από την οποία δεν έχει συνέλθει ακόμα η αμερικανική (και παγκόσμια) οικονομία. Και σίγουρα η ανικανότητα των κρατικών μάνατζερς να προωθήσουν αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στον κόσμο συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες των αποτυχημένων πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η αμερικανική ηγεμονία βρίσκεται, λοιπόν, πράγματι σε σχετική παρακμή τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το εάν όμως η πορεία αυτή θα συνεχιστεί, αποτελεί ανοιχτό ερώτημα. Μπορεί όντως να βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετάβασης από μια ηγεμονική σε μια μη-ηγεμονική γεωπολιτική τάξη. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς ορισμένων σχολιαστών, δε διαβλέπω στην παρούσα φάση (ή μεσοπρόθεσμα) κάποιο άλλο κράτος να συγκεντρώνει τη στρατιωτική, οικονομική και ιδεολογική εκείνη δύναμη – τους τρεις απαραίτητους όρους για τη καθιέρωση ενός νέου ηγεμόνα σε διεθνές επίπεδο – που θα του επέτρεπε να αμφισβητήσει θεμελιωδώς τις ΗΠΑ ως την κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη.
Ένα πιθανό σενάριο θα μπορούσε να είναι η ανάδυση μιας πιο αποκεντρωμένης γεωπολιτικής τάξης, συγκροτούμενης από ποικίλες τοπικές “μεγάλες δυνάμεις” ή έως και ηγεμόνες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Εντός μιας τέτοιας δυνητικής τάξης, τα συμφέροντα της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας κι ίσως της Βραζιλίας και του Ιράν θα μπορούσαν να παίξουν κάποιον ρόλο, ενώ κι οι ΗΠΑ κατά πάσα πιθανότητα θα συνέχιζαν να κάνουν το ίδιο, αν και πιο περιορισμένα σε σχέση με την Ευρώπη. Είναι όμως εξίσου πιθανή η εκτύλιξη ενός πολύ διαφορετικού σεναρίου, παρόμοιου με τα συμβάντα μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου η αμερικάνικη ισχύς μπήκε σε μια περίοδο σχετικής παρακμής, από την οποία βγήκε στη συνέχεια, στη διάρκεια της δεκαετίας του '80 και του '90, λίγο πολύ έχοντας ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Νομίζω ότι το πρώτο σενάριο, μιας πιο αποκεντρωμένης γεωπολιτικής τάξης, είναι ελαφρώς πιο πιθανό, παρότι αμφιβάλλω για το κατά πόσο τα συμφέροντα της Κίνας και της Ινδίας μπορούν να αντέξουν οποιουδήποτε είδους ποσοστά ανάπτυξης που να προσεγγίζουν αυτά των τελευταίων 20 ετών – πράγματι, στην περίπτωση της Κίνας, ήδη φαίνεται να μην είναι αυτό εφικτό.
Στην ερώτηση για το εάν έχει νόημα να μιλάμε για αμερικανικό “ιμπεριαλισμό”, η απάντηση είναι εμφατικά ναι. Είτε υπό τον μανδύα της “ανθρωπιστικής επέμβασης” ή τον παγκόσμιο “Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας”, αποτελεί πάγια τακτική των ΗΠΑ σε σχέση με τη χάραξη διεθνούς πολιτικής ο στρατιωτικός και οικονομικός παρεμβατισμός ανά τον κόσμο. Σε ένα γενικό επίπεδο, πρωτεύων στόχος της αμερικανικής διεθνούς στρατηγικής πολιτικής από τη στροφή περίπου του 20ού αιώνα υπήρξε η διευκόλυνση της ακατάπαυστης συσσώρευσης κεφαλαίου, υποστηριζόμενη από ένα διαρκώς επεκτεινόμενο “ανοιχτό” παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Αυτό αποκάλεσε ο γνωστός αμερικανός ιστορικός William Appleman Williams “Aνοιχτή Πόρτα”. Και, σε αντίθεση τόσο προς τη “ρεαλιστική” κριτική (Σ.τ.Μ.: βλ. Ρεαλιστική Σχόλη των Διεθνών Σχέσεων) όσο και προς τους “φιλελεύθερους” υποστηρικτές τους, αυτή η μεγαλοπρεπής στρατηγική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού πάντοτε ενείχε ένα ενίοτε αβέβαιο, παρόλα αυτά ισχυρό μείγμα μονομερών και πολυμερών τακτικών, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής στάσης ή των κομματικών σχέσεων της εκάστοτε διοίκησης. Εν συντομία, “πολυμερής τακτική όπου δυνατό, μονομερής όπου αναγκαίο”. Τίποτε από τα παραπάνω δεν άλλαξε στη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα. Η αμερικανική στρατηγική υπό την προεδρία Ομπάμα δε διαφέρει σε σχέση με τις προηγούμενες προεδρίες. Παρότι είναι εντοπίσιμες ορισμένες μικρότερης σημασίας διαφορές τακτικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ανάμεσα στις τρεις μεταψυχροπολεμικές προεδρίες, για παράδειγμα, είναι η συνέχιση των στρατηγικών στόχων που ξεχωρίζει (για μια πολύ καλή πρόσφατη μελέτη επί του θέματος, βλ. Bastiaan Van Apeldoorn and Naná de Graaff’s American Grand Strategy and Elite Corporate Networks). Ακόμα κι αυτές οι τακτικές διαφορές συχνά υπερτονίζονται. Υπό την προεδρία Ομπάμα, ο “Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας” των Μπους/Tσένεϊ όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά και επεκτάθηκε, ενώ τα ψευδή νομικά επιχειρήματα των προκατόχων του Ομπάμα προς όφελος της νομιμοποίησης του “Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας” (και, συγκεκριμένα, του πολέμου στο Ιράκ) υιοθετήθηκαν εκτεταμένα από την προεδρία Ομπάμα, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κωδικοποιήθηκαν μάλιστα περαιτέρω στο διεθνές δίκαιο. Με παρόμοιο τρόπο, ο Ομπάμα χρησιμοποίησε ένα εναλλασσόμενο μείγμα μονομερούς και πολυμερούς τακτικής (όπως είδαμε κατά τη διάρκεια της επέμβασης στη Λιβύη), της τελευταίας ούσας κυρίαρχης στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του (για μια παλαιότερη ανάλυση κάποιων από αυτές τις εξελίξεις, βλ. Alexander Anievas, Adam Fabry and Robert Knox 2012, ‘Back to Normality? US Foreign Policy under Obama’). Έτσι, ενώ ο Ομπάμα πέτυχε στην προσωρινή αλλαγή της “ατμοσφαιρικής μουσικής της διπλωματίας” (όπως το έθεσε εύστοχα ο Ταρίκ Αλί) των άβολων αληθειών του αχαλίνωτου αμερικανικού ιμπεριαλισμού, όπως αυτός αρθρώθηκε από τους ξιπασμένους καουμπόηδες της διακυβέρνησης Μπους, έκανε αντιθέτως ελάχιστα πράγματα, προκειμένου να αλλάξει τον θεμελιώδη χαρακτήρα των στόχων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
ΓΣ: Βλέπεις κάποια αχτίδα ελπίδας στην υποψηφιότητα Σάντερς για την αναβίωση της αμερικανικής αριστεράς;
ΑΑ: Ίσως, εξαρτάται όμως πραγματικά από το τι θα συμβεί στο κίνημα που συσπειρώθηκε γύρω από την υποψηφιότητα Σάντερς μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών. Νομίζω ότι η πραγματική, μακροπρόθεσμη σημασία της καμπάνιας Σάντερς για τη δυνητική ανανέωση της αμερικανικής αριστεράς δεν έγκειται απαραίτητα στη νίκη των εκλογών – παρότι αυτό θα ήταν ξεκάρα σημαντικό από μόνο του. Αλλά, περισσότερο, το εάν η καμπάνια του θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την εξάπλωση ειδών ευρείας λαϊκής οργάνωσης από τα κάτω, πράγμα που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο κατά την καμπάνια· και, επιπλέον, ότι θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό με τρόπο αφενός πιο αυτοσυντηρούμενο απ' ό,τι πολλά προηγούμενα κινήματα εκ μέρους της αριστερής πτέυγας [του ΔΚ] και, ακόμα πιο σημαντικό, κινείται πέραν της πολιτικής της κάλπης. Θέλω να πω, οποιαδήποτε σοβαρή κριτική ανάλυση των θέσεων Σάντερς για τη σημερινή πολιτική δείχνει ότι είναι στην πραγματικότητα απλώς ένας παραδοσιακός δημοκράτης του New Deal. Ωστόσο, από την ανασυγκρότηση του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως αυτή εγκαινιάστηκε από τους νέους Δημοκρατικούς της γραμμής Κλίντον τη δεκαετία του '90, θεωρείται ριζοσπάστης, κάτι που ο ίδιος αποδέχεται – σε αντίθεση με πολλούς άλλους της “προοδευτικής” πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος – περιγράφοντας τον εαυτό του ως “δημοκράτη σοσιαλιστή” (δηλαδή σοδιαλδημοκράτη σκανδιναβικού τύπου). Έτσι, ενώ οι πολιτικές του θέσεις είναι σίγουρα καλύτερες και πιο κοντά στην αριστερά απ' ό,τι η Χίλαρι Κλίντον ή οι περισσότεροι κεντροδεξιοί Νέοι Δημοκρατικοί, η πραγματική ελπίδα στην υποψηφιότητά του για την ανανέωση της αμερικανικής αριστεράς – και, συγκεκριμένα, της κομμουνιστικής με μικρό “κ” ή σοσιαλιστικής πολιτικής – είναι τα πιθανά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που θα μπορούσε αυτή να έπιφέρει, τόσο στη γενίκευση όσο και στην παγίωση μιας λαϊκής πολιτικής από τα κάτω, που λειτουργεί εντός και εκτός εκλογικής πολιτικής, τραβώντας ταυτόχρονα τον ευρύτερο πολιτικό λόγο προς τα αριστερά. Νομίζω ότι η καμπάνια Σάντερς έχει ήδη κατορθώσει, περισσότερο ή λιγότερο, αυτό το τελευταίο αποτέλεσμα, εναπόκειται να δούμε εάν μπορεί να φέρει και το πρώτο. Ένα υποσχόμενο σημάδι ότι θα μπορούσε, είναι το γεγονός ότι ο Σάντερς και η καμπάνια του έχει επανειλημμένα αφήσει παρακαταθήκη για τη συνέχιση της οικοδόμησης λαϊκών κινημάτων από τα κάτω, με στόχο την άσκηση πίεσης στον/ην επόμενο/η Πρόεδρο, όποιος/α κι αν είναι αυτός/ή. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό επιχείρημα, και διαφοροποιεί την καμπάνια Σάντερς από τις προηγούμενες “λαϊκιστικές” υποψηφιότητες “της αριστερής πτέρυγας”, όπως αυτής του Χάουαρντ Ντιν το 2004 ή του Ντένις Κούτσινιτς το 2004 και το 2008. Εάν όμως ο Σάντερς χάσει τον πρώτο γύρο και γυρίσει να πει απλά “ωραία εμπειρία η υποψηφιότητα, αλλά έχασα, πηγαίντε τώρα να κάνετε καμπάνια για την Κλίντον”, τότε θα χαραμίσει την τεράστια ευκαρία ανασυγκρότησης της αμερικανικής αριστεράς.
Δημοσιευτήκε αρχικά στο blog Counterpunch στις 26 Μαίου του 2016:
http://www.counterpunch.org/2016/05/27/how-the-west-came-to-rule-an-inte...
ΓΣ: Θα ήθελες να μας συστηθείς, εστιάζοντας στις σημαντικότερες ακαδημαϊκές και πολιτικές σου εμπειρίες;
ΑΑ: Νομίζω ότι τα πρώτα βιβλία που πραγματικά με εισήγαγαν στην πολιτική ήταν Οι Ανοιχτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής του Εντουάρντο Γκαλέανο και το Σκοτώνοντας την Ελπίδα του Ουίλιαμ Μπλουμ, τα οποία διάβασα λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή μου από το λύκειο. Η ανάγνωση αυτών των βιβλίων άνοιξε την πόρτα σε μια ιστορία, για την οποία ως τότε δε γνώριζα τίποτα. Ξέρετε, μεγαλώνοντας κανείς στις Ηνωμένες Πολιτείες, δε μαθαίνει για τη μακρά και πολύπαθη ιστορία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ανά τον κόσμο· υποτίθεται ότι η Αμερική ήταν μια δύναμη του “καλού” και της σταθερότητας σε παγκόσμια κλίμακα, όπως μαθαίνει κανείς στο σχολείο. Φυσικά, η ανάγνωση αυτών των βιβλίων (μεταξύ πολλών άλλων στη συνέχεια) μου άνοιξε τουλάχιστον τα μάτια. Ώθηση για τη μελέτη της ιστορίας των αμερικανικών εξωτερικών επεμβάσεων αποτέλεσαν οι εκτεταμένες συζητήσεις μου με τον Θείο μου (Ralph Anievas) σχετικά με τη χάραξη της αμερικανικής διεθνούς πολιτικής στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Πραγματικά, με έφερε σε επαφή με μια ιστορία που αγνοούσα. Δεν ήμουν πολύ καλός μαθητής, ενώ με την πολιτική δεν είχα ιδιαίτερη σχέση. Με ενδιέφερε όμως η ιστορία και ο θείος μου γνώριζε πολλά σχετικά: είχε σπουδάσει Διεθνείς Σχέσεις σε μεταπτυχιακό επίπεδο, δίδαξε για λίγο ως βοηθός, και είναι γενικά άνθρωπος της διανόησης. Άσκησε συνεπώς μεγάλη επιρροή στην πρώιμη διανοητική και πολιτική μου εξέλιξη.
Η άλλη κομβική στιγμή για τη διαμόρφωση της πολιτικής και διανοητικής μου πορείας ήταν οι καθοδηγούμενοι από τις ΗΠΑ πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ κι οι εμπειρίες μου στο αντιπολεμικό κίνημα. Ήρθα στο Λονδίνο για τις προπτυχιακές μου σπουδές αμέσως μετά το χτύπημα της 9/11. Εκείνον τον καιρό, θα περιέγραφα κατά πάσα πιθανότητα τον εαυτό μου ως “δημοκρατικό σοσιαλιστή” (στην ουσία σοσιαλδημοκράτη), με ενδιαφέρον για την Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φρανκφούρτης, με την οποία ήρθα σε επαφή λίγο μετά την έναρξη των προπτυχιακών μου σπουδών. Ήμουν εναντίον της επέμβασης στο Αφγανιστάν, αλλά δεν είχα εμπλακεί ακόμα στην πολιτική τότε. Όμως, καθώς το αντιπολεμικό κίνημα άρχισε να αναπτύσσεται πριν την έναρξη του πολέμου στο Ιράκ, άρχισα να συμμετέχω σε διαδηλώσεις, πολιτικές συναντήσεις και τα σχετικά. Ήταν πραγματικά μια εμπειρία που με ριζοσπαστικοποίησε, καθώς οι άνθρωποι που άκουγα να μιλάνε ανοιχτά εναντίον του πολέμου και με τους οποίους συμφωνούσα πιο πολύ έτειναν στον μαρξισμό, γεγονός που πυροδότησε το ενδιαφέρον μου να διαβάσω τους κλασικούς: Μαρξ. Ένγκελς, Λένιν, Μπουχάριν, Λούξεμπουργκ, Τρότσκι, Λούκατς, Γκράμσι, κλπ. Η βιβλιογραφία, επίσης, για τον Νέο Ιμπεριαλισμό (π.χ. Χάρβεϋ, Γκόουαν, Καλλίνικος, κλπ.), που πυροδοτήθηκε από τον Ιρακινό Πόλεμο, με επηρέασε πολύ εκείνη την περίοδο. Την ίδια εποχή μελετούσα τη ρωσική και σοβιετική ιστορία και με συνεπήρε η Μπολσεβικική Επανάσταση και οι λόγοι του εκφυλισμού της. Για καλή μου τύχη, ο καθηγητής μου σε ένα από τα σεμινάρια, o Gonzo Pozo-Martin,ήταν μαρξιστής, κι ενθάρρυνε το ενδιαφέρον μου για το θέμα, και τον μαρξισμό γενικότερα, σε μεγάλο βαθμό. Το ενδιαφέρον μου για τις κοινωνιολογικές συνέπειες των διεθνών σχέσεων, που αργότερα θα γίνονταν επίκεντρο της έρευνάς μου, πιθανόν να πήγασε από τη μελέτη της Μπολσεβικικής Επανάστασης και τις άμεσες συνέπειές της. Διότι όποιοι και να ήταν οι λόγοι που συνέβαλαν στον εκφυλισμό και την ακόλουθη σταλινική αντεπανάσταση εναντίον της Οκτωβριανής Επανάστασης, ήταν ξεκάθαρα οι επιπτώσεις του “διεθνούς” ιμπεριαλισμού, και ιδιαίτερα του “δυτικού”, εκείνες που συνέβαλαν περισσότερο.
ΓΣ: Το πεδίο ειδίκευσής σου είναι οι Διεθνείς Σχέσεις. Πριν λίγα χρόνια έγραψες ένα άρθρο με θέμα τη σχέση του πεδίου με τον μαρξισμό, υπό τον τίτλο “Η αναγέννηση του ιστορικού υλισμού στη θεωρία των διεθνών σχέσεων”. Θα μπορούσες να ιστορικοποιήσεις αυτήν την αναγέννηση; Πότε έλαβε χώρα;
ΑΑ: Αυτό το άρθρο ήταν η εισαγωγή για ένα βιβλίο που επιμελήθηκα, το Marxism and World Politics (2010). Νομίζω ότι οι λόγοι ανανέωσης της μαρξιστικής σκέψης εντός των ΔΣ ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα κάποιων εξελίξεων που ανέφερα παραπάνω: συγκεκριμένα, η επονομαζόμενη επιστροφή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού που εκπροσωπούσαν οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και, γενικότερα, η εμφανής αλλαγή στη χάραξη της διεθνούς πολιτικής κατά τη δεύτερη θητεία του Μπους προς πιο ξεκάθαρα καταναγκαστικές μορφές παρεμβατισμού. Προφανώς, ο αμερικάνικος (και “δυτικός”) ιμπεριαλισμός ποτέ δεν εξέλειψε, παρά τον ντόρο περί των “ειρηνευτικών” αποτελεσμάτων της παγκοσμιοποίησης στη διάρκεια της δεκαετίας του '90: είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι η προεδρία Kλίντον ανέλαβε, χωρίς να κηρύξει πόλεμο, τις πιο έντονου στρατιωτικού χαρακτήρα επεμβάσεις απ’ ό,τι οποιαδήποτε άλλη αμερικανική προεδρία κατά τον 20ό αιώνα. Παρόλα αυτά, η αναζωπύρωση πιο κραυγαλέων μορφών στρατιωτικών επεμβάσεων εκ μέρους των ΗΠΑ, όπως αυτές των οποίων γίναμε μάρτυρες στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και γενικότερα στον “Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας”, νομίζω ότι σίγουρα έπαιξε ρόλο για την ανανέωση του ενδιαφέροντος για μαρξιστικά εμπνευσμένες κριτικές των ΔΣ, ενώ η μεγάλη ύφεση του 2007-9 επιτάχυνε αυτήν την τάση.
Φυσικά, αυτή η τάση δεν ήταν ενιαία. Στην αμερικανική ακαδημία, εξ όσων γνωρίζω, ο μαρξισμός παραμένει στο κριτικό περιθώριο της πειθαρχίας, παρά τους πολλούς εξαίρετους μαρξιστές και μαρξίστριες ακαδημαϊκούς που εργάζονται στο πεδίο. Αντίθετα, στον Καναδά και το ΗΒ φαίνεται να λαμβάνει χώρα μια αναβίωση της μαρξιστικής θεωρίας των ΔΣ. Στη βρετανική ακαδημία, με την οποία είμαι περισσότερο εξοικειωμένος, αυτή η αναβίωση συνέβη εν μέρει ενόψει της στροφής προς περισσότερο ιστορικοκοινωνιολογικές μορφές ανάλυσης εντός των βρετανικών ΔΣ στις αρχές του 2000 και λόγω της ομάδας των υποψήφιων διδακτόρων που προέκυψε στο LSE υπό την επιρροή του Fred Halliday και άλλων. Μια μερίδα αυτών των υποψήφιων διδακτόρων ανέλαβε τη συγγραφή πλήθους σημαντικών έργων εντασσόμενων στην πειθαρχία που, επηρέασε και ενέπνευσε, μεταξύ άλλων, μεταγενέστερους μαρξιστές και μαρξίστριες ακαδημαϊκούς των ΔΣ όπως εμένα.
ΓΣ: Σε ένα από τα άρθρα σου (“The Uses and Misuses of Uneven and Combined Development”), διεκδικείς εκ νέου τη χρήση της έννοιας της Άνισης και Συνδυασμένης Ανάπτυξης - που εισήχθη αρχικά από τον Τρότσκι στη στροφή του 20ού αιώνα - ως χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για τις ΔΣ. Ποια είναι η σημασία της έννοιας αυτής και πώς μπορεί να φανεί χρήσιμη στο πεδίο;
AA: Λοιπόν, σίγουρα δεν ήμουν ο πρώτος που επαναδιεκδίκησε την έννοια της Άνισης και Συνδυασμένης ανάπτυξης για το πεδίο των ΔΣ - τα εύσημα πηγαίνουν στον Justin Rosenberg που πρώτος εισήγαγε την έννοια αυτή ως μία θεωρία των διεθνών σχέσεων στη Διάλεξή του στα πλαίσια του Βραβείου Isaac Deutscher το 1994 με τίτλο “Isaac Deutscher και η Χαμένη Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων” (δημοσιευμένη έπειτα στο New Left Review, I/215, 1996) και, πιο συστηματικά, στο κείμενό του του 2006 “Γιατί Δεν Υπάρχει Διεθνής Ιστορική Κοινωνιολογία;” (European Journal of International Relations, 12/3). Το άρθρο που αναφέρεις (και γράφτηκε από κοινού με τον Jamie Allinson) ήταν σε μεγάλο βαθμό απάντηση σε και διάλογος με το έργο του Rosenberg που προσπάθησε να χτίσει πάνω στην ιδέα της Άνισης και Συνδυασμένης Ανάπτυξης του Τρότσκι με το να μας εφοδιάζει με μια αυθεντικά κοινωνική θεωρία του “διεθνούς” (π.χ. πολλαπλές κοινωνίες). Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;
Η θεμελιακή υπόθεση της κλασικής κοινωνιοθεωρητικής παράδοσης (από τον Καρλ Μαρξ και τον Φέρντιναντ Τένις μέχρι τον Εμίλ Ντυρκέμ και τον Μαξ Βέμπερ) ήταν ότι ο χαρακτήρας της ανάπτυξης κάθε δεδομένης κοινωνίας καθορίζεται από τις εσωτερικές δομές και τους δρώντες της. Ήταν αυτή ακριβώς η σύλληψη της εσωτερικής ιστορίας των κοινωνιών που προώθησε την ανάδυση της κοινωνιολογίας (βλέπε, μεταξύ άλλων, Friedrich Tenbruck 1994, ‘Internal History of Society or Universal History’, Theory, Culture, and Society, 11: 75–93). Διότι ενώ οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κοινωνιών μπορεί να μη θεωρούνται ασήμαντες εμπειρικά, δεν αποτελούν ωστόσο αντικείμενο της κοινωνικής θεωρίας: δηλαδή, το “διεθνές” παρέμεινε ουσιαστικά ένας ενδεχομενικός παράγοντας, εξωτερικός προς τις βασικές υποθέσεις της κοινωνικής θεωρίας. Κι αυτή η απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικής θεωρητικής σύλληψης του “διεθνούς” εξακολουθεί να υφίσταται ως σήμερα, ενώ ο μαρξισμός δεν αποτελεί εξαίρεση σχετικά. Ακόμα κι αν η συγκεκριμένη μαρξιστική προσέγγιση εννοιοποιεί τα κοινωνικά συστήματα ως λειτουργούντα πρωτίστως είτε στο εγχώριο είτε στο παγκόσμιο επίπεδο - όπως έκανε ο Πολιτικός Μαρξισμός και η Ανάλυση των Παγκόσμιων Συστημάτων, αντίστοιχα - το δίλημμα παραμένει το ίδιο. Δουλεύοντας έξω από την εννοιολόγηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής (είτε πρόκειται για τη φεουδαρχία, τον καπιταλισμό, τον σοσιαλισμό ή οτιδήποτε), η θεωρητικοποίηση του “διεθνούς” παίρνει τη μορφή προφανώς μιας επανεφεύρεσης της εγχώριας κοινωνίας (με κεφαλαία γράμματα): μια προέκταση αναλυτικών κατηγοριών προερχόμενων από τη σύλληψη της κοινωνίας ως ενικής μορφής. Αντίστροφα, στην πειθαρχία των ΔΣ, το θεωρητικό επίκεντρο αποτελεί ακριβώς αυτή η διεθνής διάσταση της κοινωνικής ύπαρξης, εκλείπουσας σε ποικίλες κοινωνικές θεωρίες. Παρόλα αυτά, οι πολιτικές ρεαλιστικές θεωρίες των ΔΣ, αντί να αντιλαμβάνονται αυτή τη διεθνή διάσταση ως διακριτή αλλά οργανική διάσταση του κοινωνικού κόσμου, έκαναν το ακριβώς αντίθετο λάθος από την κλασική κοινωνιολογική παράδοση: αφαίρεσαν τα κοινωνικά-ιστορικά συμφραζόμενα του “διεθνούς”, υποστασιοποιώντας ως εκ τούτου τη γεωπολιτική ως μια άχρονη “υπερ-κοινωνική” σφαίρα πολιτικής εξαιρετικής ισχύος. Έτσι, η ιδέα που λανθάνει πίσω από την έννοια του Τρότσκι της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης ως μιας γενικής θεωρίας της παγκόσμιας ιστορίας είναι η δυνατότητα υπέρβασης της θεωρητικής διάκρισης μεταξύ “κοινωνικών” και “γεωπολιτικών” τρόπων εξήγησης, επαναθεωρητικοποιώντας το “διεθνές” ως αντικείμενο της κοινωνικής θεωρίας. Επιπλέον, το κάνει με τέτοιον τρόπο ώστε να αφήνει περιθώριο για τη θεωρητική κι εμπειρική ενσωμάτωση των μη-δυτικών πηγών, δρώντων και δυναμικών που καθοδηγούν την παγκόσμια ιστορία, διαρρηγνύοντας τον ευρωκεντρισμό. Όπως δείχτηκε στο συγγραμμένο από κοινού με τον Kerem Nisancioglu βιβλίο μας How the West Came to Rule, αυτές οι “εξω-ευρωπαϊκές” γεωπολιτικές συνθήκες και μορφές δράσης ήταν στην πραγματικότητα κομβικές για τη δημιουργία των απαρχών του καπιταλισμού στην Ευρώπη και τη “μακράς διάρκειας ανάδυση της Δύσης”. Θέτοντας τον διαφοροποιημένο χαρακτήρα της ανάπτυξης ως τον “πιο γενικό της νόμο”, η έννοια της άνισης ανάπτυξης του Τρότσκι παρέχει, επομένως, ένα αναγκαία διόρθωση για κάθε ενική σύλληψη της κοινωνίας και για τις οικείες μονογραμμικές θεωρήσεις της ιστορίας, οι οποίες συνιστούν τη βάση των ευρωκεντρικών ερμηνειών. Θέτοντας τον εγγενώς διαδραστικό χαρακτήρα αυτής της πολλαπλότητας, η συνδυασμένη ανάπτυξη θέτει με τη σειρά της υπό αμφισβήτηση τον μεθοδολογικό εσωτερισμό των ευρωκεντρικών προσεγγίσεων, ενώ η έννοια ακριβώς του συνδυασμού περιγράφει ότι δεν υπήρξε ποτέ κάποιο καθαρό ή κανονιστικό μοντέλο ανάπτυξης. Ως τέτοια, η θεωρία της άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης αποσταθεροποιεί εκ βάθρων τον μεθοδολογικό εσωτερισμό και τον ευρωκεντρισμό της κοινωνιοθεωρητικής παράδοσης, καταγράφοντας θεωρητικά τον διαδραστικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα της ανάπτυξης, απορρίπτοντας παράλληλα κάθε υποστασιοποιημενη σύλληψη του “οικουμενικού” ως μιας a priori ιδιότητας μιας εσωτεριστικά συλληφθήσης, ομοιογενούς ολότητας (βλέπε, επίσης, το Recasting Iranian Modernity του Kamran Matin).
ΓΣ: Το έργο σου στηρίζεται ως ένα βαθμό στην παράδοση του Πολιτικού Μαρξισμού, ιδιαίτερα στο έργο του Robert Brenner. Ταυτόχρονα, τον υπερβαίνει, ανακατασκευάζοντας ποικίλες πτυχές του. Θα μπορούσες να μας παρουσιάσεις με πιο συγκεκριμένο τρόπο την κριτική σου προς την παράδοση του Πολιτικού Μαρξισμού, εστιάζοντας στη “συζήτηση για τη μετάβαση” (transition debate) και το ζήτημα της ανάδυσης της Δύσης; Έλαβε χώρα [η μετάβαση] με διαφορετικό τρόπο απ'αυτόν που υπέδειξαν οι συγκεκριμένοι διανοούμενοι;
AA: Το πλαίσιο της ερώτησής σου είναι ενδιαφέρον, δεδομένου ότι πράγματι το έργο μου έχει επηρεαστεί από τους διανοούμενους του Πολιτικού Μαρξισμού, όπως από τον Brenner, τον Teschke, τον Lacher κι άλλους, έχει υπάρξει ωστόσο, γενικά μιλώντας, και κριτικό απέναντι στην παράδοση του Πολιτικού Μαρξισμού. Το έργο του Robert Brenner και της Ellen Wood πραγματικά προκάλεσαν αρχικά το ενδιαφέρον μου γύρω από τη “συζήτηση για τη μετάβαση”, είναι επομένως κάπως λογικό το γεγονός ότι αποτέλεσαν αμφότεροι κεντρικό αντικείμενο κριτικής και επιρροής. Νομίζω ότι τα κείμενα του Brenner, ειδικά, είναι εξαιρετικά σε πολλά επίπεδα – ιδίως τα πιο αρχειακού και ιστορικού χαρακτήρα έργα του, όπως το Merchants and Revolution. Στην “οικεία” μου πειθαρχία των ΔΣ, μερικές από τις πιο συναρπαστικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες ανήκουν σε Πολιτικούς Μαρξιστές. Τα κείμενα του Charlie Post με θέμα τη μετάβαση στον καπιταλισμό στις ΗΠΑ ήταν κατά τη γνώμη μου πρωτοποριακά.
Έτσι, στο βιβλίο που συνέγραψα από κοινού [με τον Kerem Nisancioglu], κάνουμε χρήση μιας σειράς κομβικών εννοιών του Πολιτικού Μαρξισμού (συγκεκριμένα, των “νόμων αναπαραγωγής” του Brenner και της “γεωπολιτικής συσσώρευσης”). Αξιοποιούμε, επίσης, ορισμένες όψεις της εξήγησης του Brenner για τη μετάβαση στον καπιταλισμό, όπως για παράδειγμα την εστίασή του στην Ολλανδία και την Αγγλία ως τα δύο κράτη στα οποία παγιώθηκαν πλήρως οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, και στη σημασία του ιδιαίτερα ομοιογενούς χαρακτήρα της άρχουσας τάξης της τελευταίας κατά τη μετάβαση (παρέχουμε, ωστόσο, διαφορετική εξήγηση για το σχετικό θέμα).
Αλλά, όπως ανέφερα παραπάνω, ασκούμε επίσης κριτική στις εξηγήσεις του Πολιτικού Μαρξισμού σχετικά με τη μετάβαση, ειδικά σε σχέση με την απόλυτα “εσωτεριστική” εξήγηση της ανάδυσης του καπιταλισμού, η οποία επικεντρώνεται αποκλειστικά στην αγγλική ύπαιθρο. Ισχυριζόμαστε ότι αυτό το είδος εσωτεριστικής προσέγγισης, από μεθοδολογική άποψη, δεν είναι τόσο λαναθασμένο, όσο ατελές. Διότι, όπως καταδεικνύουμε και στον ρου του κειμένου, οι απαρχές του καπιταλισμού στην Αγγλία (όπως και στις Κάτω Χώρες) ήταν θεμελιωδώς ριζωμένες εντός “εξω-ευρωπαϊκών” επικαθορισμένων παραγόντων και μορφών δράσης και προϋπέθεταν αυτούς του παράγοντες και τις μορφές δράσης.
Για να σας δώσω ορισμένα παραδείγματα: για να κατανοήσει κανείς τόσο τους λόγους της γενικευμένης κρίσης της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας κατά τον 14ο αιώνα, όσο και τους παράγοντες που εξηγούν την ικανότητα των δυτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών να ξεφύγουν τότε απ' αυτήν την κρίση, πραγματοποιώντας τα πρώτα βήματα προς τον καπιταλισμό, πρέπει να λάβει κανείς υπόψη, όπως κάνουμε κι εμείς στο Κεφάλαιο 3, τις ευρύτερες γεωπολιτικές και οικονομικές σχέσεις που σφυρηλατήθηκαν στην ευρασιατική περιοχή με την εξάπλωση της Μογγολικής Αυτοκρατορίας. Διότι η καθιέρωση της Μογγολικής Ειρήνης (Pax Mongolica) είχε ως αποτέλεσμα την εισαγωγή των Ευρωπαίων δρώντων σε ένα αναδυόμενο “παγκόσμιο σύστημα”, αυξανόμενα πυκνών διακοινωνικών σχέσεων. Κι η άμεση συνέπεια της ανάμειξης της Ευρώπης στη Μογγολική Ειρήνη ήταν η αυξημένη έκθεση σε τεχνικές εξελίξεις και ιδέες που εγκαινιάστηκαν από την επιστημονικά πιο προηγμένη Ασία. Ενώ αυτά συνέβαλαν σε μια σειρά εξελίξεων στην Ευρώπη, η Μογγολική Ειρήνη αποδείχθηκε φορέας όχι μόνο κοινωνικών σχέσεων και τεχνολογιών, αλλά και ασθενειών. Ο Μαύρος Θάνατος, και οι συνακόλουθες δημογραφικές ανακατατάξεις, οι οποίες οδήγησαν την ευρωπαϊκή φεουδαρχία σε κρίση, προήλθαν ευθέως απ' αυτήν τη διευρυμένη σφαίρα δια-κοινωνικώαλληλεπιδράσεων. Δείχνουμε στη συνέχεια στο Κεφάλαιο 4 ότι οι μετέπειτα διαφορετικές κατευθύνσεις που προέκυψαν εντός της Ευρώπης ήταν προϊόν του ανταγωνισμού μεταξύ των υπερδυνάμεων της Οθωμανικής και της Αψβουργιανής Αυτοκρατορίας. Μέσω διαρκούς στρατιωτικής πίεσης στη διάρκεια του μακρού 16ου αιώνα, οι Οθωμανοί υπονόμευσαν περαιτέρω τα υπάρχοντα κέντρα ισχύος της φεουδαρχικής άρχουσας τάξης – όπως τον παπισμό, την Αψβουργιανή Αυτοκρατορία, τις ιταλικές πόλεις-κράτη – ενώ υποστήριξαν νέες αντι-ηγεμονικές δυνάμεις, όπως τους Προτεστάντες, τους Γάλλους και τους Ολλανδούς. Οι Οθωμανοί έδρασαν επίσης ως κέντρο γεωπολιτικής βαρύτητας, ελκύοντας τους στρατιωτικούς πόρους των Αψβούργων στη Μεσογειακή και Κεντροανατολική Ευρώπη. Αυτό με τη σειρά του παρείχε τον δομικό γεωπολιτικό χώρο που αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για την ικανότητα της Ολλανδίας και της Αγγλίας να εμπλακούν σε πρακτικές οικοδόμησης μοντέρνου κράτους και να αναπτυχθούν με τον ολοένα και περισσότερο διευρυνόμενο καπιταλιστικό τρόπος παραγωγής – σχετικά με την προαναφερθείσα διαδικασία, θυμηθείτε εδώ την Ολλανδική Επανάσταση. Ειδικά σε σχέση με την αγγλική κατάσταση, οι Οθωμανοί δημιούργησαν ακούσια μια συνθήκη γεωπολιτικής “απομόνωσης”, η οποία συνέβαλε απευθείας στον ασυνήθιστα ενοποιημένο χαρακτήρα της αγγλικής άρχουσας τάξης και, στη συνέχεια, στην ικανότητά της να περιφράζει και έτσι να διευρύνει τις γαίες της. Αυτή η διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης στην αγγλική ύπαιθρο που δημιούργησε καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, την οποία ο Brenner και η Wood τόσο περίτεχνα εξετάζουν, ήταν επομένως άμεσα συνδεδεμένη με τη γεωπολιτική απειλή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, η οθωμανική κυριαρχία στη Μεσόγειο και σε χερσαίους δρόμους της Ασίας συνέδραμε στo να πιεστούν τα βορειοδυτικά ευρωπαϊκά κράτη προς μια συνολικά νέα, παγκόσμια σφαίρα δραστήριοτητας – τον Ατλαντικό – γεγονός καθοριστικό για την πορεία των Άγγλων και των Ολλανδών, καθώς παγιώθηκαν σε ξεκάθαρα καπιταλιστικά κράτη.
Πράγματι, όπως εξετάζουμε στο Κεφάλαιο 5, ήταν η λεηλασία των αμερικανικών πηγών από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες που ενέτεινε την ήδη αναδυόμενη απόκλιση ανάμεσα στη φεουδαρχία των Ιβηρικών Αυτοκρατοριών και των πρώιμων καπιταλισμών αυτών των βορειοδυτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Συγκεκριμένα, ισχυριζόμαστε ότι η εξέλιξη του καπιταλισμού στην Αγγλία ήταν εξαρτημένη από τη διευρυμένη σφαίρα οικονομικής δραστηριότητας που προσέφερε ο Ατλαντικός. Διότι μέσω του κοινωνιολογικού συνδυασμού της αμερικανικής γης, της εργασίας των αφρικανών σκλάβων και του αγγλικού εμπορικού κεφαλαίου μπόρεσαν τελικά να αρθούν τα όρια του αγγλικού αγροτικού καπιταλισμού. Η μεγεθυμένη σφαίρα κυκλοφορίας, εξασφαλιζόμενη από το διατλαντικό τριγωνικό εμπόριο, προσέφερε όχι μόνο ευάριθμες ευκαιρίες για τους Βρετανούς καπιταλιστές, προκειμένου να επεκτείνουν το πεδίο δραστηριοτήτων τους, αλλά κι ο συνδυασμός διαφορετικών εργασιακών διαδικασιών στον Ατλαντικό κατέστησε δυνατή την ανασύνθεση της εργασίας στη Βρετανία μέσω της Βιομηχανικής Επανάστασης. Παρατηρείται η εκτύλιξη μια παρόμοιας (σε καμία όμως περίπτωση ταυτόσημης) κατάστασης στην Ολλανδική Δημοκρατία κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα μέσω των αποικιών της στη Νοτιοανατολική Ασία. Η τελευταία αποτέλεσε τον τόπο όπου η Ολλανδική Εταιρία Ανατολικών Ινδιών κατάφερε να ξεπεράσει την κρίση στον ανεφοδιασμό με εγχώρια εργατική δύναμη, η οποία απείλησε με περιορισμό την αγροτική καπιταλιστική ανάπτυξη της Ολλανδίας, αξιοποιώντας την πρόσβασή της στην τεράστια πηγή ανελεύθερης εργατικής δύναμης στην Ασία (Κεφάλαιο 7). Αυτές είναι, λοιπόν, ορισμένες μόνο από τις “εξω-ευρωπαϊκές” ιστορικές διαδικασίες και δυναμικές, τις οποίες αγνόησε η ανάλυση του Πολιτικού Μαρξισμού, και σε σχέση με τις οποίες ισχυριζόμαστε ότι ήταν κρίσιμες για τις απαρχές και την εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη.
ΓΣ: Στη μελέτη σου Κεφάλαιο, Κράτος, Πόλεμος (Capital, the State, and War) εννοιοποιείς την εποχή του Μεσοπολέμου ως εποχή πολυδιάστασης κρίσης. Θα ήθελες να μας μιλήσεις γι' αυτό;
ΑΑ: Αυτό που εννοούσα με τη σύλληψη του Μεσοπολέμου ως εποχής πολυδιάστατης κρίσης ήταν ότι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της διεθνούς πολιτικής της περιόδου, θεωρημένα στην ολότητά τους, συγκροτήθηκαν στη βάση τριών διακριτών, αλλά τεμνόμενων, συγκρουσιακών αξόνων: (1) έναν “κάθετο” άξονα, αντιπροσωπευόμενο από την ταξική σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας· (2) έναν “οριζόντιο” άξονα, ο οποίος “πιάνει” τις σχέσεις ανταγωνισμού και αντιπαλότητας ανάμεσα σε “πολλά κεφάλαια”· και, (3) έναν “πλευρικό” άξονα, συγκροτούμενο από γεωπολιτικές και στρατιωτικές αντιπαλότητες μεταξύ κρατών εντός του Παγκόσμιου Βορρά και των ποικίλων σχέσεων κυριαρχίας κι εκμετάλλευσης του Παγκοσμίου Βορρά επί του Παγκόσμιου Νότου. Απ' αυτήν την άποψη, το βιβλίο είχε ως στόχο να προσφέρει μια ιστορικοκοινωνιολογική επανερμηνεία των αρχών, της φύσης και της δυναμικής της εποχής του μεσοπολέμου, στα πλαίσια της γκραμσιανής έννοιας της “οργανικής κρίσης”: του συνδυασμού, δηλαδή, μιας δομικής και συγκυριακής κρίσης ηγεμονίας του καπιταλισμού, που έλαβε ταυτόχρονα κοινωνικοοικονομικές (“υλικές”) και ιδεοπολιτικές (“νοητικές“) μορφές, αρθρωνόμενες σε εθνικό, διεθνές, και διακρατικό επίπεδο – του τελευταίου βιωνόμενου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου υπό τη μορφή “ταξικού πολέμου”, επιχειρούμενου τόσο από τα πάνω όσο και από τα κάτω, που διαπερνούσε τα έθνη-κράτη, συναποτελώντας το διεθνές σύστημα. Όπως υποστήριξα στο βιβλίο, αυτός ο “πρώιμος” Ψυχρός Πόλεμος κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου έθεσε ουσιαστικά τις γεωπολιτικές κι ιδεολογικές συνθήκες που οδήγησαν απευθείας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
ΓΣ: Η μαρξική αναλυτική κατηγορία της “αστικής επανάστασης” έχει γίνει ξανά δημοφιλής υπό το φως νέων μελετών, όπως αυτές του Neil Davidson. Έχει κάτι ακόμα να προσφέρει η έννοια αυτή στους ιστορικούς; Ποιοι είναι οι βασικοί της περιορισμοί και με ποιον τρόπο μπορούμε να ωθήσουμε την ιστορική έρευνα μερικά βήματα παραπέρα;
ΑΑ: Πράγματι, πιστεύω ότι η κατηγορία της “αστικής επανάστασης” εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική αναλυτική έννοια για την κατανόηση της ανάδυσης και της παγίωσης των καπιταλιστικών κρατών. Και, φυσικά, το έργο του Neil Davidson υπήρξε σταθμός για την επαναφορά του τρόπου σκέψης της μαρξιστικής θεωρίας ενάντια στη ρεβιζιονιστική ιστοριογραφική επέλαση των τελευταίων δεκαετιών. Όπως δείχνει και η “συνεπειοκρατική” εννοιολογική σύλληψη των αστικών επαναστάσεων, άπαξ επαναπροσανατολίσει κανείς την αναλυτική εστίαση μακριά από τις συγκεκριμένες προθέσεις ή τη σύνθεση των εμπλεκόμενων στη διεργασία των επαναστάσεων δρώντων, προς τα αποτελέσματα τέτοιων επαναστάσεων για την ανάδυση και την παγίωση διακριτών καπιταλιστικών κρατών (τα οποία συλλαμβάνονται, μέσες άκρες, ως κυρίαρχοι (sovereign) τόποι καπιταλιστικής συσσώρευσης), τότε η έννοια αυτή είναι πράγματι ανεκτίμητη. Aυτό με τη σειρά του αλλάζει το περιεχόμενο της έννοιας αυτής, από την τάξη που διεξάγει την επανάσταση προς τα αποτελέσματα που έχει η επανάσταση για την προώθηση ή/και την παγίωση μιας καπιταλιστικής κρατικής μορφής, η οπόια με τη σειρά της θα επωφελήσει την καπιταλιστική τάξη, ανεξάρτητα από τον ρόλο που αυτή ενδεχομένως να παίζει σε μία τέτοια επανάσταση. Ο βασικός περιορισμός της συνεπειοκρατικής ερμηνείας της έννοιας [της αστικής επανάστασης] εκ μέρους του Davidson κι άλλων, ωστόσο, υπήρξε η τάση τους να υπερτονίζουν την “εξελικτική ταυτότητα” σε βάρος της “εξελικτικής διαφοράς” στην εξέταση των πολύ διαφορετικών τύπων επαναστάσεων που έλαβαν χώρα κατά τη νεωτερική περίοδο. Με άλλα λόγια, κατά τη μετατόπισή τους προς την εννοιοποίηση των επαναστάσεων σε σχέση με τα συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά αποτελέσματά τους, εγκλωβίστηκαν σε μία προβληματική ομογενοποίηση όλων σχεδόν των επαναστάσεων της νεωτερικής εποχής ως ουσιωδώς καπιταλιστικών, καθώς τέτοιες επαναστάσεις επρόκειτο να ενσωματώσουν στοιχεία του καπιταλισμού στις κοινωνικές δομές που συγκρότησαν. Απ' αυτήν την προοπτική, οι πολύ διαφορετικές εκβάσεις στην εξέλιξη των επαναστάσεων στο Βόρειο Βιετνάμ (1945), ας πούμε, στην Κίνα (1949), στην Κούβα (1959), γίνονται όλες αντιληπτές ως εγκαθιδρύουσες, λίγο πολύ, παρόμοιες εκδοχές “γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού” μέσω “διαρκών επαναστάσεων που αποτράπηκαν” – η “νεωτερική εκδοχή ή το λειτουργικό ισοδύναμο” των αστικών επαναστάσεων, όπως υποστήριξε ο Davidson. Ενώ θεωρώ σωστό τον ισχυρισμό ότι τέτοια καθεστώτα αφομοίωσαν, σταδιακά, ολοένα και περισσότερα καίρια χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, το να αντιλαμβάνειται κανείς τις επαναστάσεις αυτές ως απλώς “αστικές”, αποτελεί, θεωρώ, προέκταση της έννοιας σε σημείο που αναιρεί την αναλυτική της αξία.
ΓΣ: Εξακολουθούν οι ΗΠΑ να αποτελούν αδιαμφισβήτητο παγκόσμιο ηγεμόνα ή βρίσκονται σε διαδικασία παρακμής, όπως προτείνουν πολλοί σχολιαστές; Διακρίνεις κάποια άλλη υπερδύναμη που να απειλεί με σοβαρούς όρους την αμερικανική ηγεμονία; Έχει νόημα να μιλάμε για “αμερικανικό ιμπεριαλισμό”; Σε ποιον βαθμό διαφέρει από τις προηγούμενες μορφές του; Αποτελεί η διακυβέρνηση Ομπάμα εξαίρεση όσον αφορά το θέμα αυτό σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις ή τον αναπαράγει;
ΑΑ: Έχουμε σίγουρα δει, νομίζω, σημάδια σχετικής παρακμής της αμερικανικής ισχύος τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Κατ' εμέ, τα δύο καθοριστικά γεγονότα σε σχέση με αυτό ήταν η ανικανότητα ή η απροθυμία αποστολής αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια της διαμάχης Ρωσίας-Γεωργίας το καλοκαίρι του 2008 κι η Μεγάλη Ύφεση του 2007-2009, από την οποία δεν έχει συνέλθει ακόμα η αμερικανική (και παγκόσμια) οικονομία. Και σίγουρα η ανικανότητα των κρατικών μάνατζερς να προωθήσουν αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στον κόσμο συσχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες των αποτυχημένων πολέμων στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η αμερικανική ηγεμονία βρίσκεται, λοιπόν, πράγματι σε σχετική παρακμή τις τελευταίες δύο δεκαετίες, το εάν όμως η πορεία αυτή θα συνεχιστεί, αποτελεί ανοιχτό ερώτημα. Μπορεί όντως να βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετάβασης από μια ηγεμονική σε μια μη-ηγεμονική γεωπολιτική τάξη. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς ορισμένων σχολιαστών, δε διαβλέπω στην παρούσα φάση (ή μεσοπρόθεσμα) κάποιο άλλο κράτος να συγκεντρώνει τη στρατιωτική, οικονομική και ιδεολογική εκείνη δύναμη – τους τρεις απαραίτητους όρους για τη καθιέρωση ενός νέου ηγεμόνα σε διεθνές επίπεδο – που θα του επέτρεπε να αμφισβητήσει θεμελιωδώς τις ΗΠΑ ως την κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη.
Ένα πιθανό σενάριο θα μπορούσε να είναι η ανάδυση μιας πιο αποκεντρωμένης γεωπολιτικής τάξης, συγκροτούμενης από ποικίλες τοπικές “μεγάλες δυνάμεις” ή έως και ηγεμόνες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Εντός μιας τέτοιας δυνητικής τάξης, τα συμφέροντα της Κίνας, της Ινδίας, της Ρωσίας κι ίσως της Βραζιλίας και του Ιράν θα μπορούσαν να παίξουν κάποιον ρόλο, ενώ κι οι ΗΠΑ κατά πάσα πιθανότητα θα συνέχιζαν να κάνουν το ίδιο, αν και πιο περιορισμένα σε σχέση με την Ευρώπη. Είναι όμως εξίσου πιθανή η εκτύλιξη ενός πολύ διαφορετικού σεναρίου, παρόμοιου με τα συμβάντα μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου η αμερικάνικη ισχύς μπήκε σε μια περίοδο σχετικής παρακμής, από την οποία βγήκε στη συνέχεια, στη διάρκεια της δεκαετίας του '80 και του '90, λίγο πολύ έχοντας ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Νομίζω ότι το πρώτο σενάριο, μιας πιο αποκεντρωμένης γεωπολιτικής τάξης, είναι ελαφρώς πιο πιθανό, παρότι αμφιβάλλω για το κατά πόσο τα συμφέροντα της Κίνας και της Ινδίας μπορούν να αντέξουν οποιουδήποτε είδους ποσοστά ανάπτυξης που να προσεγγίζουν αυτά των τελευταίων 20 ετών – πράγματι, στην περίπτωση της Κίνας, ήδη φαίνεται να μην είναι αυτό εφικτό.
Στην ερώτηση για το εάν έχει νόημα να μιλάμε για αμερικανικό “ιμπεριαλισμό”, η απάντηση είναι εμφατικά ναι. Είτε υπό τον μανδύα της “ανθρωπιστικής επέμβασης” ή τον παγκόσμιο “Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας”, αποτελεί πάγια τακτική των ΗΠΑ σε σχέση με τη χάραξη διεθνούς πολιτικής ο στρατιωτικός και οικονομικός παρεμβατισμός ανά τον κόσμο. Σε ένα γενικό επίπεδο, πρωτεύων στόχος της αμερικανικής διεθνούς στρατηγικής πολιτικής από τη στροφή περίπου του 20ού αιώνα υπήρξε η διευκόλυνση της ακατάπαυστης συσσώρευσης κεφαλαίου, υποστηριζόμενη από ένα διαρκώς επεκτεινόμενο “ανοιχτό” παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Αυτό αποκάλεσε ο γνωστός αμερικανός ιστορικός William Appleman Williams “Aνοιχτή Πόρτα”. Και, σε αντίθεση τόσο προς τη “ρεαλιστική” κριτική (Σ.τ.Μ.: βλ. Ρεαλιστική Σχόλη των Διεθνών Σχέσεων) όσο και προς τους “φιλελεύθερους” υποστηρικτές τους, αυτή η μεγαλοπρεπής στρατηγική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού πάντοτε ενείχε ένα ενίοτε αβέβαιο, παρόλα αυτά ισχυρό μείγμα μονομερών και πολυμερών τακτικών, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής στάσης ή των κομματικών σχέσεων της εκάστοτε διοίκησης. Εν συντομία, “πολυμερής τακτική όπου δυνατό, μονομερής όπου αναγκαίο”. Τίποτε από τα παραπάνω δεν άλλαξε στη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα. Η αμερικανική στρατηγική υπό την προεδρία Ομπάμα δε διαφέρει σε σχέση με τις προηγούμενες προεδρίες. Παρότι είναι εντοπίσιμες ορισμένες μικρότερης σημασίας διαφορές τακτικής σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ανάμεσα στις τρεις μεταψυχροπολεμικές προεδρίες, για παράδειγμα, είναι η συνέχιση των στρατηγικών στόχων που ξεχωρίζει (για μια πολύ καλή πρόσφατη μελέτη επί του θέματος, βλ. Bastiaan Van Apeldoorn and Naná de Graaff’s American Grand Strategy and Elite Corporate Networks). Ακόμα κι αυτές οι τακτικές διαφορές συχνά υπερτονίζονται. Υπό την προεδρία Ομπάμα, ο “Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας” των Μπους/Tσένεϊ όχι μόνο συνεχίστηκε, αλλά και επεκτάθηκε, ενώ τα ψευδή νομικά επιχειρήματα των προκατόχων του Ομπάμα προς όφελος της νομιμοποίησης του “Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας” (και, συγκεκριμένα, του πολέμου στο Ιράκ) υιοθετήθηκαν εκτεταμένα από την προεδρία Ομπάμα, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κωδικοποιήθηκαν μάλιστα περαιτέρω στο διεθνές δίκαιο. Με παρόμοιο τρόπο, ο Ομπάμα χρησιμοποίησε ένα εναλλασσόμενο μείγμα μονομερούς και πολυμερούς τακτικής (όπως είδαμε κατά τη διάρκεια της επέμβασης στη Λιβύη), της τελευταίας ούσας κυρίαρχης στη διάρκεια της δεύτερης θητείας του (για μια παλαιότερη ανάλυση κάποιων από αυτές τις εξελίξεις, βλ. Alexander Anievas, Adam Fabry and Robert Knox 2012, ‘Back to Normality? US Foreign Policy under Obama’). Έτσι, ενώ ο Ομπάμα πέτυχε στην προσωρινή αλλαγή της “ατμοσφαιρικής μουσικής της διπλωματίας” (όπως το έθεσε εύστοχα ο Ταρίκ Αλί) των άβολων αληθειών του αχαλίνωτου αμερικανικού ιμπεριαλισμού, όπως αυτός αρθρώθηκε από τους ξιπασμένους καουμπόηδες της διακυβέρνησης Μπους, έκανε αντιθέτως ελάχιστα πράγματα, προκειμένου να αλλάξει τον θεμελιώδη χαρακτήρα των στόχων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
ΓΣ: Βλέπεις κάποια αχτίδα ελπίδας στην υποψηφιότητα Σάντερς για την αναβίωση της αμερικανικής αριστεράς;
ΑΑ: Ίσως, εξαρτάται όμως πραγματικά από το τι θα συμβεί στο κίνημα που συσπειρώθηκε γύρω από την υποψηφιότητα Σάντερς μετά τον πρώτο γύρο των εκλογών. Νομίζω ότι η πραγματική, μακροπρόθεσμη σημασία της καμπάνιας Σάντερς για τη δυνητική ανανέωση της αμερικανικής αριστεράς δεν έγκειται απαραίτητα στη νίκη των εκλογών – παρότι αυτό θα ήταν ξεκάρα σημαντικό από μόνο του. Αλλά, περισσότερο, το εάν η καμπάνια του θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την εξάπλωση ειδών ευρείας λαϊκής οργάνωσης από τα κάτω, πράγμα που έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο κατά την καμπάνια· και, επιπλέον, ότι θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό με τρόπο αφενός πιο αυτοσυντηρούμενο απ' ό,τι πολλά προηγούμενα κινήματα εκ μέρους της αριστερής πτέυγας [του ΔΚ] και, ακόμα πιο σημαντικό, κινείται πέραν της πολιτικής της κάλπης. Θέλω να πω, οποιαδήποτε σοβαρή κριτική ανάλυση των θέσεων Σάντερς για τη σημερινή πολιτική δείχνει ότι είναι στην πραγματικότητα απλώς ένας παραδοσιακός δημοκράτης του New Deal. Ωστόσο, από την ανασυγκρότηση του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως αυτή εγκαινιάστηκε από τους νέους Δημοκρατικούς της γραμμής Κλίντον τη δεκαετία του '90, θεωρείται ριζοσπάστης, κάτι που ο ίδιος αποδέχεται – σε αντίθεση με πολλούς άλλους της “προοδευτικής” πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος – περιγράφοντας τον εαυτό του ως “δημοκράτη σοσιαλιστή” (δηλαδή σοδιαλδημοκράτη σκανδιναβικού τύπου). Έτσι, ενώ οι πολιτικές του θέσεις είναι σίγουρα καλύτερες και πιο κοντά στην αριστερά απ' ό,τι η Χίλαρι Κλίντον ή οι περισσότεροι κεντροδεξιοί Νέοι Δημοκρατικοί, η πραγματική ελπίδα στην υποψηφιότητά του για την ανανέωση της αμερικανικής αριστεράς – και, συγκεκριμένα, της κομμουνιστικής με μικρό “κ” ή σοσιαλιστικής πολιτικής – είναι τα πιθανά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα που θα μπορούσε αυτή να έπιφέρει, τόσο στη γενίκευση όσο και στην παγίωση μιας λαϊκής πολιτικής από τα κάτω, που λειτουργεί εντός και εκτός εκλογικής πολιτικής, τραβώντας ταυτόχρονα τον ευρύτερο πολιτικό λόγο προς τα αριστερά. Νομίζω ότι η καμπάνια Σάντερς έχει ήδη κατορθώσει, περισσότερο ή λιγότερο, αυτό το τελευταίο αποτέλεσμα, εναπόκειται να δούμε εάν μπορεί να φέρει και το πρώτο. Ένα υποσχόμενο σημάδι ότι θα μπορούσε, είναι το γεγονός ότι ο Σάντερς και η καμπάνια του έχει επανειλημμένα αφήσει παρακαταθήκη για τη συνέχιση της οικοδόμησης λαϊκών κινημάτων από τα κάτω, με στόχο την άσκηση πίεσης στον/ην επόμενο/η Πρόεδρο, όποιος/α κι αν είναι αυτός/ή. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό επιχείρημα, και διαφοροποιεί την καμπάνια Σάντερς από τις προηγούμενες “λαϊκιστικές” υποψηφιότητες “της αριστερής πτέρυγας”, όπως αυτής του Χάουαρντ Ντιν το 2004 ή του Ντένις Κούτσινιτς το 2004 και το 2008. Εάν όμως ο Σάντερς χάσει τον πρώτο γύρο και γυρίσει να πει απλά “ωραία εμπειρία η υποψηφιότητα, αλλά έχασα, πηγαίντε τώρα να κάνετε καμπάνια για την Κλίντον”, τότε θα χαραμίσει την τεράστια ευκαρία ανασυγκρότησης της αμερικανικής αριστεράς.
Δημοσιευτήκε αρχικά στο blog Counterpunch στις 26 Μαίου του 2016:
http://www.counterpunch.org/2016/05/27/how-the-west-came-to-rule-an-inte...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου