Είναι γενικά παραδεκτό ότι η αναβίωση του νεοναζιστικού φαινομένου σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είναι παραπροϊόν φαινομένων κοινωνικής εξαθλίωσης τμημάτων των λαϊκών τάξεων, που έχουν πληγεί από τις πολιτικές του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και δεν βλέπουν μπροστά τους εναλλακτικές διεξόδους , καταλήγοντας έτσι στην αναζήτηση ακροδεξιών, νεοφασιστικών πολιτικών εκπροσωπήσεων.
Ήδη εδώ και τρεις σχεδόν δεκαετίες πραγματοποιήθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο η μεταστροφή των συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών κυβερνητικής διαχείρισης προς την αποθέωση της αγοράς, του ατομισμού, του ανταγωνισμού, που επέφεραν δυσμενέστατες επιπτώσεις σε εργατικά λαϊκά και μικροαστικά στρώματα. Σ’ αυτή την πορεία των πραγμάτων οι δυνάμεις της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν σε έναν ρόλο φορέα και εκφραστή αυτής της δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας, κι’ ακόμη περισσότερο αναίρεσαν τον ιστορικό τους εαυτό (π.χ. παραφθορά του γαλλικού και ιταλικού κομμουνισμού, χρεωκοπία και ήττα του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ κλπ.). Όταν λοιπόν η αστική πολιτική αδυνατεί να ικανοποιήσει και τις πλέον στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες, και η αριστερή πολιτική να καταστεί εκπρόσωπος και εγγυητής της ικανοποίησής τους, τότε διαμορφώνονται οι πλέον κατάλληλοι όροι για την βλάστηση των ακροδεξιών εκπροσωπήσεων.
Οι γενεσιουργές αιτίες του ακροδεξιού πολιτικού ρεύματος
Οι όροι έτσι που διαμορφώνουν τη δυνατότητα ανάδειξης και λειτουργίας του νεοναζιστικού φαινομένου έχουν να κάνουν :
α) Με την αδυναμία διασφάλισης από τις συντηρητικές παρατάξεις και των πιο στοιχειωδών όρων λαϊκής τους νομιμοποίησης, ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης των πολιτικών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού (π.χ. Φ. Φιγιόν στη Γαλλία, Μ. Ραχόϊ στην Ισπανία κλπ.)
β) Με την ολοκληρωτική μετάλλαξη των σοσιαλδημοκρατικών ευρωπαϊκών κομμάτων (μεταξύ των οποίων και ο ΣΥΡΙΖΑ) στην κατεύθυνση υιοθέτησης της ίδιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής κυβερνητικής διαχείρισης.
γ) Με την ιστορική πλέον ανεπάρκεια των αριστερών σχηματισμών (κομμουνιστικών, ριζοσπαστικών) να αναδείξουν φερέγγυες εναλλακτικές διεξόδους, που με υλικό και ρεαλιστικό τρόπο να υποδεικνύουν μια προοπτική ικανοποίησης των βασικών λαϊκών αναγκών.
δ) Με την συνεχιζόμενη παρατεταμένη κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, που ανατροφοδοτεί την ύφεση και μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, συντηρεί την ανεργία σε σημαντικά υψηλά επίπεδα (που μόλις και μετά βίας αποκρύπτονται από την σοβαρή επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης)
ε) Με την γενικευμένη τέλος εφαρμογή μορφών της μνημονιακής πολιτικής που ολοκληρώνουν μια ισχυρή απονομιμοποίηση των κυρίαρχων αστικών πολιτικών σχηματισμών, και μάλιστα στο ίδιο το πεδίο των λαϊκών εργαζομένων τάξεων.
Βέβαια στην ελληνική περίπτωση το νεοφασιστικό φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, προσλαμβάνει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή την ανοιχτή φυσιογνωμία αυτού που έχει αποκληθεί «εγκληματική πολιτική οργάνωση» (ανεξαρτήτως της κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης) με όλες τις απροκάλυπτες επιθέσεις, δολοφονίες, βασανισμούς πολιτών που έχει στην πλάτη του. Υπ’ αυτή την έννοια οι εκπροσωπήσεις του, παρότι αξιοσημείωτες, εντούτοις αδυνατούν να διευρυνθούν παραπέρα από το καταγραμμένο τους επίπεδο. Το ότι αυτό το φαινόμενο έχει βαριά ποινικά χαρακτηριστικά, ωστόσο όμως δεν διώκεται από τις πολιτειακές αρχές, αλλά σε πολλές περιπτώσεις υποθάλπεται, έχει να κάνει με πολλαπλούς παράγοντες :
Μεταξύ των άλλων μπορεί κανείς να επισημάνει την υποστήριξή του από σκληρά και αποφασισμένα τμήματα της αστικής τάξης, ως συμπληρωματική μορφή στήριξης της αστικής πολιτικής. – Το γεγονός ότι ως πολιτικό φαινόμενο συντηρείται συστηματικά (ενώ θα μπορούσε και θα έπρεπε να τιμωρηθεί άμεσα και αποτελεσματικά), γιατί η εκλογική ύπαρξη της Χρυσής Αυγής χρησιμεύει εκλογικά σε δυνάμεις του λεγόμενου «δημοκρατικού συνταγματικού τόξου». – Το ότι συνδέεται ιδεολογικά τόσο με δυνάμεις του εκκλησιαστικού ορθόδοξου σκοταδισμού, όσο και με την ιστορική εμπειρία της εγκληματικής στρατιωτικής δικτατορίας 1967 – 74, η οποία συνεχίζει και σήμερα να έχει μια ορισμένη παρουσία στο συνειδησιακό κοινωνικών στρωμάτων.- Το γεγονός ότι χρησιμεύει καίρια για την πλήρη καθυπόταξη προσφύγων και μεταναστών, όχι τόσο γιατί θέλει «να τους πετάξει στη θάλασσα», όσο για να εξασφαλίζει τις ευνοϊκότερες συνθήκες για την άγρια εκμετάλλευσή τους από ελληνικά αστικά και μικρομεσαία τμήματα κλπ.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι το γεγονός της αδυναμίας της Αριστεράς και του λαϊκού εργατικού κινήματος να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, και να προσδώσουν αγωνιστικές μορφές, στα ολέθρια αποτελέσματα της πολύχρονης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και της συνεχούς άσκησης, με αμείωτη ένταση, των μνημονιακών πολιτικών. Σε ολόκληρη την τελευταία διετία (2015 – 17) της διακυβέρνησης του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ οι δυνάμεις του αριστερού κινήματος δεν κατόρθωσαν να τροφοδοτήσουν μια αντιπολιτευτική δυναμική τέτοια που να αποτρέψει πλευρές τουλάχιστον των αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων» (ασφαλιστικό, φορολογικό, ιδιωτικοποιήσεις κ.α.). Και από την άλλη πλευρά οι πανελλαδικές πανεργατικές κινητοποιήσεις του Μαΐου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2015 δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν ούτε την μικρότερη δυνατή απεργιακή συμμετοχή. Έτσι η παρατεινόμενη ανεργία, ύφεση, εξαθλίωση μαζί με την αδυναμία αριστερών εργατικών απαντήσεων, δεν μπορούν παρά να καλλιεργούν ένα κλίμα που δίνει τη δυνατότητα στη Χρυσή Αυγή να προχωρά σε συστηματικούς τραμπουκισμούς απέναντι σε εργαζόμενους, πρόσφυγες, σχολεία, κέντρα διαμονής μεταναστών κ.ά.
Το νεοναζιστικό φαινόμενο έτσι προκύπτει από την χρεοκοπία των αστικών μνημονιακών κομμάτων (συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών), να διασφαλίσουν στοιχειώδεις όρους αναπαραγωγής των λαϊκών τάξεων, εφόσον ακολουθούν μια άτεγκτη πολιτική ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου μέσα από την πλήρη απογύμνωση της μισθωτής εργασίας. Και από την άλλη πλευρά ο αστικός κοινοβουλευτικός κόσμος, παρόλη την έκφραση της καταδίκης αυτού του φαινομένου, εντούτοις αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να το αντιμετωπίσει, και το εντάσσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Γιατί τι θα σήμαινε η εξουδετέρωση των αιτιών αυτού του φαινομένου : Απλά την υιοθέτηση μέτρων στοιχειακής κοινωνικής πολιτικής που να ικανοποιούν βασικές λαϊκές ανάγκες. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί κατά κανέναν τρόπο στην τρέχουσα περίοδο, γιατί το σύνολο του αστικού πολιτικού τόξου είναι εξολοκλήρου στρατευμένο στην υπηρέτηση των συμφερόντων της καπιταλιστικής ανάκαμψης από την κρίση υπερσυσσώρευσης, και άρα δεν μπορεί παρά να αναπαράγει συστηματικά την εξαθλίωση, γενεσιουργό αιτία του ακροδεξιού ρεύματος.
Αποτελεσματική αντιμετώπιση του νεοναζιστικού φαινομένου
Συνεπώς η αποτελεσματική αντιμετώπιση του νεοφασισμού βαρύνει αποκλειστικά τους ώμους του αριστερού και εργατικού κινήματος. Κι’ αυτό δεν μπορεί να γίνεται μόνον με τις κάθε είδους «αντί-φασιστικές» κινήσεις, εκδηλώσεις, παρεμβάσεις, που είναι μεν αναγκαίες επιτακτικά στη συγκυρία, δεν επιλύουν όμως το ζήτημα της εξουδετέρωσης της νεοναζιστικής απειλής. Αυτό απαιτεί μια θετική έκφραση ενός λαϊκού κινήματος υπεράσπισης των κοινωνικών συμφερόντων και αναγκών, που να μπορεί να δίνει αγωνιστική υπόσταση και διέξοδο στην αντιμετώπιση των συνθηκών κοινωνικής εξαθλίωσης. Αυτό βέβαια συνδυάζεται με την αναγκαία διαπάλη απέναντι στην ακροδεξιά ιδεολογία που αναπτύσσεται με μαζικούς όρους στην Ευρώπη : Εξύμνηση του έθνους και του ισχυρού κράτους που το συνοδεύει με έναν ψευδεπίγραφο «πατριωτισμό», προστασία των εθνικών κεφαλαίων έναντι των ανταγωνιστικών «ξένων», ενίσχυση της επιβολής του νόμου και της τάξης έναντι της «χαοτικής» φυλετικής κατάστασης που προκύπτει από την παρουσία μεταναστών και προσφύγων, διάλυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην οποία αποδίδεται η αιτιολογία των σημερινών δεινών (ενώ είναι η καπιταλιστική κρίση και ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός που βρίσκονται στην αφετηρία, με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να διαχειρίζονται προς όφελος των αστικών τάξεων αυτές τις διαδικασίες). Μ’ άλλες λέξεις με κάθε τρόπο «μετατόπιση» της αιτιολογίας της εξαθλίωσης στους αποδιοπομπαίους τράγους των μεταναστών, των «ξένων», των υπερεθνικών ολοκληρώσεων κλπ., από το πραγματικό της πεδίο : της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, της μετωπικής νεοφιλελεύθερης επίθεσης, της διεθνικής αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Η ανάπτυξη άρα ενός λαϊκού κοινωνικού και πολιτικού κινήματος που εντοπίζει αυτήν την αιτιολογία και δεν την μετατοπίζει σε άλλα πεδία, στην βάση των ζωτικών κοινωνικών αναγκών, που αντιπαλεύει υλικά και συγκεκριμένα την αστική μνημονιακή πολιτική, είναι η μόνη που μπορεί να διαμορφώσει όρους αυθεντικής αντιπαράθεσης, να θέσει και να συνδεθεί με τα μείζονα λαϊκά ζητήματα της συγκυρίας (μείωση μισθών και συντάξεων, απουσία επιδομάτων ανεργίας, βαριά φορολογική επιβάρυνση, υψηλή ανεργία, παραφθορά νοσηλευτικού συστήματος κλπ.). Μια τέτοια κοινωνική και πολιτική δυναμική είναι σε θέση να αχρηστεύσει και να εξουδετερώσει το πεδίο στο οποίο βρίσκει έδαφος να αναπτυχθεί ο νεοφασισμός, δίνοντας υλική αγωνιστική διέξοδο στις λαϊκές ανάγκες που έχουν προκύψει από την καπιταλιστική ανασύνταξη και την πολιτική των μνημονίων.
Η σημερινή απειλή, που δεν αφορά απλά την Χρυσή Αυγή, αλλά και εξίσου βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της ΝΔ (αστυνομική καταστολή, ρατσιστικές θέσεις, εργοδοτική ασυδοσία κλπ.) αναδεικνύεται ακριβώς στο έδαφος (πέραν της εξαθλίωσης που προκαλούν οι αστικές μνημονιακές πολιτικές), της αποψίλωσης και της πλήρους αναποτελεσματικότητας κινητοποίησης του εργατικού λαϊκού κινήματος. Όσο υποχωρούν οι κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες, τόσο παραχωρείται έδαφος για την επέκταση του νεοφασιστικού φαινομένου. Συνεπώς το ζήτημα, πέρα από συγκυριακές «αντιφασιστικές» κινητοποιήσεις απέναντι σε συγκεκριμένες προκλήσεις, η μοναδική διαδικασία που μπορεί να θέσει φραγμό σ’ αυτό το φαινόμενο είναι η ανάταξη, επανασχηματισμός των λαϊκών συλλογικοτήτων, που στην τελευταία διετία της κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ έφτασαν στο ναδίρ.
Σε κάθε περίπτωση η αντιμετώπιση της ανάδυσης της παράταξης της ακροδεξιάς, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την όποια συνεργασία ή μέτωπο των «δημοκρατικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου», γιατί οι κυβερνητικές πρακτικές αυτών των δυνάμεων έχουν δημιουργήσει και αναπαράγουν τους όρους κίνησης του νεοναζισμού. Και επειδή η καπιταλιστική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, και άρα συνεχίζονται αμείωτες οι πολιτικές «υποβάθμισης» της εργασίας ως μέσου στήριξης της ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, η τροφοδότηση αυτού του φαινομένου θα είναι συνεχής. Άρα μόνον η ανάδειξη μιας αριστερής εναλλακτικής διεξόδου, με ισχυρό έρεισμα στις κοινωνικές δυνάμεις και στις συλλογικότητές τους, μπορεί να δρομολογήσει αγωνιστικές πρακτικές που να έχουν συσπειρωτική πληβειακή δυναμική, αφαιρώντας το έδαφος κάτω από τα πόδια του νέου ακραίου συντηρητισμού. Κι’ αυτό βέβαια δεν μπορεί να βασίζεται παρά στις άμεσες ζωτικές λαϊκές ανάγκες σε αντιπαράθεση με την ισχυροποίηση της αστικής κυριαρχίας, κατά τρόπο συγκεκριμένο και υλικό, στο ίδιο το ιστορικό παρόν.
Ήδη εδώ και τρεις σχεδόν δεκαετίες πραγματοποιήθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο η μεταστροφή των συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών κυβερνητικής διαχείρισης προς την αποθέωση της αγοράς, του ατομισμού, του ανταγωνισμού, που επέφεραν δυσμενέστατες επιπτώσεις σε εργατικά λαϊκά και μικροαστικά στρώματα. Σ’ αυτή την πορεία των πραγμάτων οι δυνάμεις της Αριστεράς στην Ευρώπη δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν σε έναν ρόλο φορέα και εκφραστή αυτής της δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας, κι’ ακόμη περισσότερο αναίρεσαν τον ιστορικό τους εαυτό (π.χ. παραφθορά του γαλλικού και ιταλικού κομμουνισμού, χρεωκοπία και ήττα του εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ κλπ.). Όταν λοιπόν η αστική πολιτική αδυνατεί να ικανοποιήσει και τις πλέον στοιχειώδεις λαϊκές ανάγκες, και η αριστερή πολιτική να καταστεί εκπρόσωπος και εγγυητής της ικανοποίησής τους, τότε διαμορφώνονται οι πλέον κατάλληλοι όροι για την βλάστηση των ακροδεξιών εκπροσωπήσεων.
Οι γενεσιουργές αιτίες του ακροδεξιού πολιτικού ρεύματος
Οι όροι έτσι που διαμορφώνουν τη δυνατότητα ανάδειξης και λειτουργίας του νεοναζιστικού φαινομένου έχουν να κάνουν :
α) Με την αδυναμία διασφάλισης από τις συντηρητικές παρατάξεις και των πιο στοιχειωδών όρων λαϊκής τους νομιμοποίησης, ως αποτέλεσμα της υιοθέτησης των πολιτικών του ακραίου νεοφιλελευθερισμού (π.χ. Φ. Φιγιόν στη Γαλλία, Μ. Ραχόϊ στην Ισπανία κλπ.)
β) Με την ολοκληρωτική μετάλλαξη των σοσιαλδημοκρατικών ευρωπαϊκών κομμάτων (μεταξύ των οποίων και ο ΣΥΡΙΖΑ) στην κατεύθυνση υιοθέτησης της ίδιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής κυβερνητικής διαχείρισης.
γ) Με την ιστορική πλέον ανεπάρκεια των αριστερών σχηματισμών (κομμουνιστικών, ριζοσπαστικών) να αναδείξουν φερέγγυες εναλλακτικές διεξόδους, που με υλικό και ρεαλιστικό τρόπο να υποδεικνύουν μια προοπτική ικανοποίησης των βασικών λαϊκών αναγκών.
δ) Με την συνεχιζόμενη παρατεταμένη κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, που ανατροφοδοτεί την ύφεση και μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, συντηρεί την ανεργία σε σημαντικά υψηλά επίπεδα (που μόλις και μετά βίας αποκρύπτονται από την σοβαρή επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης)
ε) Με την γενικευμένη τέλος εφαρμογή μορφών της μνημονιακής πολιτικής που ολοκληρώνουν μια ισχυρή απονομιμοποίηση των κυρίαρχων αστικών πολιτικών σχηματισμών, και μάλιστα στο ίδιο το πεδίο των λαϊκών εργαζομένων τάξεων.
Βέβαια στην ελληνική περίπτωση το νεοφασιστικό φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, προσλαμβάνει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από ό,τι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, δηλαδή την ανοιχτή φυσιογνωμία αυτού που έχει αποκληθεί «εγκληματική πολιτική οργάνωση» (ανεξαρτήτως της κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης) με όλες τις απροκάλυπτες επιθέσεις, δολοφονίες, βασανισμούς πολιτών που έχει στην πλάτη του. Υπ’ αυτή την έννοια οι εκπροσωπήσεις του, παρότι αξιοσημείωτες, εντούτοις αδυνατούν να διευρυνθούν παραπέρα από το καταγραμμένο τους επίπεδο. Το ότι αυτό το φαινόμενο έχει βαριά ποινικά χαρακτηριστικά, ωστόσο όμως δεν διώκεται από τις πολιτειακές αρχές, αλλά σε πολλές περιπτώσεις υποθάλπεται, έχει να κάνει με πολλαπλούς παράγοντες :
Μεταξύ των άλλων μπορεί κανείς να επισημάνει την υποστήριξή του από σκληρά και αποφασισμένα τμήματα της αστικής τάξης, ως συμπληρωματική μορφή στήριξης της αστικής πολιτικής. – Το γεγονός ότι ως πολιτικό φαινόμενο συντηρείται συστηματικά (ενώ θα μπορούσε και θα έπρεπε να τιμωρηθεί άμεσα και αποτελεσματικά), γιατί η εκλογική ύπαρξη της Χρυσής Αυγής χρησιμεύει εκλογικά σε δυνάμεις του λεγόμενου «δημοκρατικού συνταγματικού τόξου». – Το ότι συνδέεται ιδεολογικά τόσο με δυνάμεις του εκκλησιαστικού ορθόδοξου σκοταδισμού, όσο και με την ιστορική εμπειρία της εγκληματικής στρατιωτικής δικτατορίας 1967 – 74, η οποία συνεχίζει και σήμερα να έχει μια ορισμένη παρουσία στο συνειδησιακό κοινωνικών στρωμάτων.- Το γεγονός ότι χρησιμεύει καίρια για την πλήρη καθυπόταξη προσφύγων και μεταναστών, όχι τόσο γιατί θέλει «να τους πετάξει στη θάλασσα», όσο για να εξασφαλίζει τις ευνοϊκότερες συνθήκες για την άγρια εκμετάλλευσή τους από ελληνικά αστικά και μικρομεσαία τμήματα κλπ.
Το σημαντικότερο όμως όλων είναι το γεγονός της αδυναμίας της Αριστεράς και του λαϊκού εργατικού κινήματος να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, και να προσδώσουν αγωνιστικές μορφές, στα ολέθρια αποτελέσματα της πολύχρονης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και της συνεχούς άσκησης, με αμείωτη ένταση, των μνημονιακών πολιτικών. Σε ολόκληρη την τελευταία διετία (2015 – 17) της διακυβέρνησης του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ οι δυνάμεις του αριστερού κινήματος δεν κατόρθωσαν να τροφοδοτήσουν μια αντιπολιτευτική δυναμική τέτοια που να αποτρέψει πλευρές τουλάχιστον των αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων» (ασφαλιστικό, φορολογικό, ιδιωτικοποιήσεις κ.α.). Και από την άλλη πλευρά οι πανελλαδικές πανεργατικές κινητοποιήσεις του Μαΐου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2015 δεν μπόρεσαν να διασφαλίσουν ούτε την μικρότερη δυνατή απεργιακή συμμετοχή. Έτσι η παρατεινόμενη ανεργία, ύφεση, εξαθλίωση μαζί με την αδυναμία αριστερών εργατικών απαντήσεων, δεν μπορούν παρά να καλλιεργούν ένα κλίμα που δίνει τη δυνατότητα στη Χρυσή Αυγή να προχωρά σε συστηματικούς τραμπουκισμούς απέναντι σε εργαζόμενους, πρόσφυγες, σχολεία, κέντρα διαμονής μεταναστών κ.ά.
Το νεοναζιστικό φαινόμενο έτσι προκύπτει από την χρεοκοπία των αστικών μνημονιακών κομμάτων (συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών), να διασφαλίσουν στοιχειώδεις όρους αναπαραγωγής των λαϊκών τάξεων, εφόσον ακολουθούν μια άτεγκτη πολιτική ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου μέσα από την πλήρη απογύμνωση της μισθωτής εργασίας. Και από την άλλη πλευρά ο αστικός κοινοβουλευτικός κόσμος, παρόλη την έκφραση της καταδίκης αυτού του φαινομένου, εντούτοις αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να το αντιμετωπίσει, και το εντάσσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι. Γιατί τι θα σήμαινε η εξουδετέρωση των αιτιών αυτού του φαινομένου : Απλά την υιοθέτηση μέτρων στοιχειακής κοινωνικής πολιτικής που να ικανοποιούν βασικές λαϊκές ανάγκες. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί κατά κανέναν τρόπο στην τρέχουσα περίοδο, γιατί το σύνολο του αστικού πολιτικού τόξου είναι εξολοκλήρου στρατευμένο στην υπηρέτηση των συμφερόντων της καπιταλιστικής ανάκαμψης από την κρίση υπερσυσσώρευσης, και άρα δεν μπορεί παρά να αναπαράγει συστηματικά την εξαθλίωση, γενεσιουργό αιτία του ακροδεξιού ρεύματος.
Αποτελεσματική αντιμετώπιση του νεοναζιστικού φαινομένου
Συνεπώς η αποτελεσματική αντιμετώπιση του νεοφασισμού βαρύνει αποκλειστικά τους ώμους του αριστερού και εργατικού κινήματος. Κι’ αυτό δεν μπορεί να γίνεται μόνον με τις κάθε είδους «αντί-φασιστικές» κινήσεις, εκδηλώσεις, παρεμβάσεις, που είναι μεν αναγκαίες επιτακτικά στη συγκυρία, δεν επιλύουν όμως το ζήτημα της εξουδετέρωσης της νεοναζιστικής απειλής. Αυτό απαιτεί μια θετική έκφραση ενός λαϊκού κινήματος υπεράσπισης των κοινωνικών συμφερόντων και αναγκών, που να μπορεί να δίνει αγωνιστική υπόσταση και διέξοδο στην αντιμετώπιση των συνθηκών κοινωνικής εξαθλίωσης. Αυτό βέβαια συνδυάζεται με την αναγκαία διαπάλη απέναντι στην ακροδεξιά ιδεολογία που αναπτύσσεται με μαζικούς όρους στην Ευρώπη : Εξύμνηση του έθνους και του ισχυρού κράτους που το συνοδεύει με έναν ψευδεπίγραφο «πατριωτισμό», προστασία των εθνικών κεφαλαίων έναντι των ανταγωνιστικών «ξένων», ενίσχυση της επιβολής του νόμου και της τάξης έναντι της «χαοτικής» φυλετικής κατάστασης που προκύπτει από την παρουσία μεταναστών και προσφύγων, διάλυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στην οποία αποδίδεται η αιτιολογία των σημερινών δεινών (ενώ είναι η καπιταλιστική κρίση και ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός που βρίσκονται στην αφετηρία, με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς να διαχειρίζονται προς όφελος των αστικών τάξεων αυτές τις διαδικασίες). Μ’ άλλες λέξεις με κάθε τρόπο «μετατόπιση» της αιτιολογίας της εξαθλίωσης στους αποδιοπομπαίους τράγους των μεταναστών, των «ξένων», των υπερεθνικών ολοκληρώσεων κλπ., από το πραγματικό της πεδίο : της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, της μετωπικής νεοφιλελεύθερης επίθεσης, της διεθνικής αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Η ανάπτυξη άρα ενός λαϊκού κοινωνικού και πολιτικού κινήματος που εντοπίζει αυτήν την αιτιολογία και δεν την μετατοπίζει σε άλλα πεδία, στην βάση των ζωτικών κοινωνικών αναγκών, που αντιπαλεύει υλικά και συγκεκριμένα την αστική μνημονιακή πολιτική, είναι η μόνη που μπορεί να διαμορφώσει όρους αυθεντικής αντιπαράθεσης, να θέσει και να συνδεθεί με τα μείζονα λαϊκά ζητήματα της συγκυρίας (μείωση μισθών και συντάξεων, απουσία επιδομάτων ανεργίας, βαριά φορολογική επιβάρυνση, υψηλή ανεργία, παραφθορά νοσηλευτικού συστήματος κλπ.). Μια τέτοια κοινωνική και πολιτική δυναμική είναι σε θέση να αχρηστεύσει και να εξουδετερώσει το πεδίο στο οποίο βρίσκει έδαφος να αναπτυχθεί ο νεοφασισμός, δίνοντας υλική αγωνιστική διέξοδο στις λαϊκές ανάγκες που έχουν προκύψει από την καπιταλιστική ανασύνταξη και την πολιτική των μνημονίων.
Η σημερινή απειλή, που δεν αφορά απλά την Χρυσή Αυγή, αλλά και εξίσου βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της ΝΔ (αστυνομική καταστολή, ρατσιστικές θέσεις, εργοδοτική ασυδοσία κλπ.) αναδεικνύεται ακριβώς στο έδαφος (πέραν της εξαθλίωσης που προκαλούν οι αστικές μνημονιακές πολιτικές), της αποψίλωσης και της πλήρους αναποτελεσματικότητας κινητοποίησης του εργατικού λαϊκού κινήματος. Όσο υποχωρούν οι κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες, τόσο παραχωρείται έδαφος για την επέκταση του νεοφασιστικού φαινομένου. Συνεπώς το ζήτημα, πέρα από συγκυριακές «αντιφασιστικές» κινητοποιήσεις απέναντι σε συγκεκριμένες προκλήσεις, η μοναδική διαδικασία που μπορεί να θέσει φραγμό σ’ αυτό το φαινόμενο είναι η ανάταξη, επανασχηματισμός των λαϊκών συλλογικοτήτων, που στην τελευταία διετία της κυβερνητικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ έφτασαν στο ναδίρ.
Σε κάθε περίπτωση η αντιμετώπιση της ανάδυσης της παράταξης της ακροδεξιάς, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την όποια συνεργασία ή μέτωπο των «δημοκρατικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου», γιατί οι κυβερνητικές πρακτικές αυτών των δυνάμεων έχουν δημιουργήσει και αναπαράγουν τους όρους κίνησης του νεοναζισμού. Και επειδή η καπιταλιστική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί, και άρα συνεχίζονται αμείωτες οι πολιτικές «υποβάθμισης» της εργασίας ως μέσου στήριξης της ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, η τροφοδότηση αυτού του φαινομένου θα είναι συνεχής. Άρα μόνον η ανάδειξη μιας αριστερής εναλλακτικής διεξόδου, με ισχυρό έρεισμα στις κοινωνικές δυνάμεις και στις συλλογικότητές τους, μπορεί να δρομολογήσει αγωνιστικές πρακτικές που να έχουν συσπειρωτική πληβειακή δυναμική, αφαιρώντας το έδαφος κάτω από τα πόδια του νέου ακραίου συντηρητισμού. Κι’ αυτό βέβαια δεν μπορεί να βασίζεται παρά στις άμεσες ζωτικές λαϊκές ανάγκες σε αντιπαράθεση με την ισχυροποίηση της αστικής κυριαρχίας, κατά τρόπο συγκεκριμένο και υλικό, στο ίδιο το ιστορικό παρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου