Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ, 166 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ


(Μπορείτε να το κατεβάσετε σε pdfto_manifesto_tou_kommounistikou_kommatosmarx-engels.pdf
ή 
Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος ή εν συντομία το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (Das Manifest der Kommunistischen Partei) είναι αναμφίβολα το πλέον κλασικό έργο της μαρξιστικής θεωρίας. 166 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση παραμένει ταυτόχρονα ιστορικό και επίκαιρο.
Πριν ασχοληθεί κανείς με το καθαυτό περιεχόμενο του έργου, ας δούμε τη “στιγμή” που εκδίδεται το Μανιφέστο: τόσο με την έννοια του ιστορικού πλαισίου της εποχής και της συγκυρίας, όσο και της θεωρητικής, ιδεολογικής και πολιτικής δραστηριότητας των συγγραφέων του, των Μαρξ-Ένγκελς .
Έργο νέων επαναστατών σε μια επαναστατική εποχή

Το “Μανιφέστο” μπορεί να συμπυκνώνει το σκληρό πυρήνα της μαρξικής θεωρίας, δεν είναι όμως ένα αμιγώς θεωρητικό έργο που έχει ως στόχο κάποια αφηρημένη διαμάχη στη σφαίρα των ιδεών, ακαδημαϊκού τύπου. Αντίθετα είναι ένα πολιτικό έργο, μία πλατφόρμα θέσεων των κομμουνιστών της εποχής, ένα εργαλείο δράσης και ταυτόχρονα μια διακήρυξη πολιτικής ταυτότητας.

Το Νοέμβρη του 1847 η “Ένωση των Κομμουνιστών” μια παράνομη διεθνής εργατική ένωση αναθέτει στους Μαρξ-Ένγκελς να συντάξουν το θεωρητικό και πρακτικό πρόγραμμα του κόμματος. Αξίζει για την ιστορία να σημειώσουμε πως η “Ένωση των Κομμουνιστών” με κεντρικό σύνθημα το “Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε” αποτελούσε τη μετεξέλιξη της “Ένωσης των Δικαίων” με μότο το “Όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια”. Στη μετεξέλιξη αυτή από τον αφηρημένο ανθρωπισμό στον κομμουνισμό καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν οι συγγραφείς του Μανιφέστου.

Το Μανιφέστο εκδίδεται λίγες εβδομάδες πριν από την επανάσταση κατά της μοναρχίας στη Γαλλία στις 21 Φλεβάρη 1848 και λίγους μήνες πριν από την προλεταριακή εξέγερση του Ιούνη της ίδιας χρονιάς, σε μια πραγματικά επαναστατική συγκυρία. Οι μοναρχικοί θεσμοί κλονίζονται συθέμελα, ενώ το προλεταριάτο, αυτή η νέα κοινωνική τάξη αντιπαρατίθεται για πρώτη φορά σε πολιτικό επίπεδο με την αστική τάξη, με την οποία μέχρι τότε συμμαχούσε (και προδινόταν) ενάντια στη φεουδαρχία. Ουσιαστικά το Μανιφέστο εκδίδεται τη στιγμή που ολοκληρώνεται η μετάβαση στην ταξική πόλωση που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό στην εποχή της νεωτερικότητας. Έκτοτε οι δυο βασικές ανταγωνιστικές τάξεις, δεν καλύπτουν τις διαφορές τους μπροστά στα φεουδαρχικά κατάλοιπα, αλλά αντίθετα καθιστούν στο ανανεωμένο πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, το πεδίο της αντιπαράθεσης τους. Δεν προσδιορίζονται πια από το παρελθόν, αλλά οι σχέσεις τους πηγάζουν από το μέλλον. Με αυτή την έννοια το Μανιφέστο φιλοδοξεί να αποτελέσει τη θεωρητική ανάλυση της πραγματικής κοινωνικής κίνησης και μια μέθοδο για την επαναστατική της ανατροπή.

Όταν οι Μαρξ-Ένγκελς γράφουν το Μανιφέστο είναι νέοι ακόμα και για την εποχή τους: ο πρώτος είναι 30 κι ο δεύτερος 28 ετών, αλλά έχουν ήδη μια ολοκληρωμένη θεωρητική συγκρότηση και συγγραφικό έργο. Και οι δύο έχουν σχετιστεί με τους αριστερούς νεοχεγκελιανούς του Μπάουερ [1] (ο Μαρξ πιο στενά), έχουν υπερβεί τη ριζοσπαστική-δημοκρατική αντίληψη και έχουν γίνει πλέον κομμουνιστές. Ο Μαρξ έχει αντιπαρατεθεί κριτικά με το ιδεολογικό του παρελθόν στο Εβραϊκό Ζήτημα (1843-44) αλλά και στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου κι έχει αναδείξει θεωρητικά το κομμουνιστικό πρόταγμα ως ιστορική αναγκαιότητα στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα (1844). Ενώ στην Αθλιότητα της Φιλοσοφίας (1846-47) επεξεργάζεται υλιστικά οικονομικές κατηγορίες, κρίνοντας ανηλεώς το μικροαστικό ριζοσπαστισμό του Προυντόν[2]. Αντίστοιχα ο Ένγκλες έχει καταγράψει με συγκλονιστικό τρόπο τη ζωή του προλεταριάτου στο έργο Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (1845), ενώ από κοινού τόσο στη Γερμανική Ιδεολογία (1845-46), όσο και στην Αγία Οικογένεια (1845) συστηματοποιούν και αναλύουν τη ρήξη τους με το ιδεολογικό τους παρελθόν. Ειδικά η Γερμανική Ιδεολογία που εκδόθηκε πολύ μετά το θάνατο των συγγραφέων (δεκαετία του 1920) είχε ακριβώς ως στόχο να οριοθετηθούν οι συγγραφείς από τα κυρίαρχα τότε φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, αφορούσε δηλαδή μια θεωρητική ανάγκη αναστοχασμού κι επανακαθορισμού των ιδεών τους και των ίδιων, ως δρώντων πολιτικών υποκειμένων.

Οι Μαρξ-Ένγκελς λοιπόν πριν τη συγγραφή του Μανιφέστου έχουν συγκρουστεί με το χεγκελιανό ιδεαλισμό και τους επιγόνους του, έχουν οριοθετηθεί από τον ουτοπικό σοσιαλισμό κι αντιλαμβάνονται το προλεταριάτο όχι μόνο ως θύμα, αλλά και ως εν δυνάμει πολιτικό υποκείμενο που μάχεται ενάντια στις συνθήκες ύπαρξης του. Ταυτόχρονα διεκδικούν την ηγεμονία της “κομμουνιστικής υπόθεσης” από το κυρίαρχο ρεύμα του μπλανκισμού, τιμώντας μεν τον επαναστατικό βολανταρισμό του Μπλανκί [3], θέλοντας όμως να τον υπερβούν διαλεκτικά ή να ενσωματώσουν την αντίληψη του στη δική τους θεώρηση. Οι συγγραφείς του Μανιφέστου θεωρητικά σαφέστατα κομίζουν μια νέα ριζοσπαστική αντίληψη της ιστορικής εξέλιξης, θέτοντας το κομμουνιστικό πρόταγμα σε μια στέρεα υλική βάση. Δεν παρουσιάζονται όμως ως ιδρυτές του κομμουνισμού, αλλά αντίθετα διεκδικούν στο πολιτικό επίπεδο, την επαναστατική κληρονομιά του κομμουνιστικού ρεύματος, του “πρώιμου” αιτήματος του Μπαμπέφ [4] και του Μπουαναρότι για μια ταξική-προλεταριακή ολοκλήρωση της Γαλλικής Επανάστασης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Μαρξ-Ένγκελς έχουν ως στόχο να επικαιροποιήσουν τον κομμουνισμό, να τον θωρακίσουν θεωρητικά, ώστε από ουτοπική ή επαναστατική διαμαρτυρία να μετατραπεί στην επαναστατική θεωρία του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε μια εν δυνάμει υλική δύναμη ανατροπής.
Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας

Στο Μανιφέστο οι συγγραφείς παραθέτουν τις βασικές θεωρητικές παραδοχές που συγκροτούν την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, την κατανόηση της ανθρώπινης ιστορίας ως ιστορία ταξικών αγώνων που οδηγεί σε αλλαγές των διαφόρων τρόπων παραγωγής. Ταυτόχρονα ασκούν πολεμική στις τότε κυρίαρχες ιστορικά σοσιαλιστικές τάσεις, ενώ προτείνουν και μια σειρά από επαναστατικά μέτρα. Είναι προφανές πως τα τμήματα του Μανιφέστου που αφορούν στην κριτική των αντίπαλων τάσεων και στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις έχουν σήμερα κυρίως ερευνητικό ή ιστοριογραφικό ενδιαφέρον. Αντίθετα οι προτάσεις που συγκροτούν την υλιστική θεωρία -αυτή που περιγράφηκε εκ των υστέρων ως ιστορικός υλισμός- παραμένουν και σήμερα, πέρα από τις διάφορες παρερμηνείες τους, ένα βασικό μεθοδολογικό κι αναλυτικό εργαλείο κατανόησης κριτικά του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού.

Συστηματοποιώντας τις αποσπασματικές παραδοχές της Γερμανικής Ιδεολογίας λοιπόν, οι συγγραφείς θεωρούν πως ο τρόπος παραγωγής που συμπυκνώνει τη σχέση των ανθρώπων με τη φύση αλλά και τις μεταξύ τους σχέσεις, επικαθορίζει τη μορφή και του κοινωνικού εποικοδομήματος. Με άλλα λόγια ο τρόπος με τον οποίο κάθε φορά η κοινωνία παράγει τα μέσα αναπαραγωγής της αλλά κι αναπαράγει ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, προσδιορίζει και τις ιδέες που έχει αυτή η κοινωνία για τον εαυτό της και τους θεσμούς εντός των οποίων αποκρυσταλλώνεται αυτή η κοινωνική πραγματικότητα.

Επειδή όμως η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών είναι η ιστορία ταξικών αγώνων ο τρόπος παραγωγής δεν είναι μια ουδέτερη τεχνική έννοια, αλλά η εκάστοτε μορφή με την οποία πραγματώνεται η εκμετάλλευση από την άρχουσα τάξη και συνεπώς οι κυρίαρχες ιδέες και αντιλήψεις, το κράτος κι οι θεσμοί είναι σε τελευταία ανάλυση τα εργαλεία που νομιμοποιούν κι επιβάλλουν αυτή την εκμετάλλευση.

Οι παραπάνω παραδοχές μέσα από τα σχήματα βάση-εποικοδόμημα και παραγωγικές δυνάμεις-σχέσεις αποτέλεσαν κι εξακολουθούν να αποτελούν πεδία αντιπαράθεσης στους κόλπους της μαρξιστικής θεωρίας. Γύρω από τη διαλεκτική σχέση οικονομίας-πολιτικής έχουν αρθρωθεί οι διάφορες απόψεις για τις ιστορικές νομοτέλειες και το αναπόφευκτο της σοσιαλιστικής αλλαγής, για τον αντικειμενικό επαναστατικό ρόλο του προλεταριάτου, για την υποτίμηση του ρόλου του κράτους κι αντίστοιχα ο μαρξισμός έχει κατηγορηθεί από τους αντιπάλους του για οικονομισμό και μεσσιανισμό, με την εργατική τάξη στο ρόλο του Μεσσία.

Η παρερμηνεία της υλιστικής θεωρίας όπως αυτή συνοψίζεται στο Μανιφέστο είναι η φιλοσοφική βάση των οικονομίστικων αναγνώσεων. Η προτεραιότητα στις παραγωγικές δυνάμεις (περιεχόμενο) αγνοεί πως εκείνες δεν μπορούν να νοηθούν ξεχωριστά από τις σχέσεις παραγωγής και ευρύτερα από τις κοινωνικές σχέσεις (μορφή).

Για να λειτουργήσει η οικονομική βάση, για να κινηθεί η καπιταλιστική παραγωγή, ως παραγωγή υπεραξίας χρειάζεται ένα πλέγμα κανόνων και θεσμών που προσδιορίζει και τυποποιεί με νομική γλώσσα τις σχέσεις ιδιοκτησίας που ενυπάρχουν στις σχέσεις παραγωγής. Η διαλεκτική ενότητα δυνάμεων και σχέσεων δεν ακυρώνει την αντίθεση τους, δεν πρόκειται για ταυτότητα. Και οι δύο όψεις της ενότητας διατηρούν την αυτονομία τους, μόνο που ούτε υφίσταται κάποιος αφηρημένος οικονομικός ντετερμινισμός, ούτε το θεσμικό εποικοδόμημα βλασταίνει στο κενό.

Η έμφαση που οι Μαρξ-Ένγκλες δίνουν στην οικονομία, ο “ιστορικός υλισμός” τους πρέπει να ιδωθεί στο ιστορικό πλαίσιο και σε συνδυασμό με τα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής τους κι όχι ως απόλυτη και αναλλοίωτη αλήθεια. Στο βαθμό που κάθε θεωρία βρίσκει τη θέση της σε ανταγωνισμό με τις υπόλοιπες, οι συγγραφείς είχαν να συνδιαλλαγούν όπως είδαμε με τους νεοχεγκελιανούς αλλά και με τη χεγκελιανή σκέψη που αντιλαμβανόταν την Ιστορία ως την αφηρημένη κίνηση των ιδεών, απομονώνοντας την από την υλική, συγκεκριμένη πραγματικότητα. Η αντιπαράθεση αυτή, είχε ως στόχο τη ρήξη με τη μεταφυσική προσέγγιση της ιστορίας και τη γείωση της με την παραγωγή ως την πραγματική αφετηρία κάθε ιστορικής κίνησης. Επιπλέον ως επαναστάτες στοχαστές αναζήτησαν στο προλεταριάτο, υπαρκτή κοινωνική δύναμη, το επαναστατικό υποκείμενο για να αντιπαρατεθεί τόσο με τις ανθρωπιστικές καταγγελίες των ουτοπικών σοσιαλιστών, όσο και με τη δικτατορική επαναστατικότητα του μπλανκισμού που θεωρούσαν πως δε λαμβάνει υπόψη του την πραγματική κοινωνική κίνηση.

Το 1848 όταν εκδίδεται το Μανιφέστο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής τροποποιεί σε κολοσσιαία κλίμακα και με ταχύτατους ρυθμούς όλη την κοινωνική πραγματικότητα. Νέες αγορές δίνουν νέα ώθηση στη βιομηχανία, η επιστήμη και η τεχνική χρησιμοποιούνται άμεσα στην παραγωγή, ενώ μάζες πληθυσμών συγκεντρώνονται στις πόλεις δίπλα στα εργοστάσια που συνεχώς πολλαπλασιάζονται και μετατρέπονται σε προλετάριους, σε αυτή τη νέα κοινωνική τάξη που ουσιαστικά δεν έχει τίποτα πέρα από την ικανότητα της να δουλεύει, τη λεγόμενη εργατική δύναμη. Το προλεταριάτο εισβάλει στη νέα κοινωνική πραγματικότητα όσο ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γίνεται σε μήκη και σε πλάτη κυρίαρχος. Οι συγγραφείς ζουν τη στιγμή της μετάβασης από τη λεγόμενη τυπική υπαγωγή στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Συνεπώς το προλεταριάτο είναι μια νέα κοινωνική τάξη που συνεχώς αυξάνεται, που οι όροι ύπαρξης της στον καπιταλισμό ισοδυναμούν με εξαθλίωση. Ως εκ τούτου το ταξικό της συμφέρον την ωθεί στη σύγκρουση με τα αφεντικά της, τους αστούς, αρχικά για λόγους επιβίωσης, αλλά εν δυνάμει μπορεί να μετατραπεί στην επαναστατική δύναμη που θα τσακίσει τον ίδιο τον καπιταλισμό, απελευθερώνοντας όλη την ανθρωπότητα από την απανθρωπιά των ταξικών κοινωνιών.

Οι παραπάνω παραδοχές δε νοούν το προλεταριάτο ως νομοτελειακά επαναστατική τάξη, αλλά προσπαθούν να το αντιληφθούν στην εσωτερική του διαλεκτική κίνηση. Όπως φαίνεται και στο Μανιφέστο, όπου ρητά αναφέρεται πως το προλεταριάτο συγκροτείται σε τάξη μέσα από τους πολιτικούς-ταξικούς αγώνες, αλλά κι από τη διάκριση σε τάξη καθεαυτήν και τάξη διεαυτήν (Αθλιότητα της Φιλοσοφίας) το προλεταριάτο είναι εν δυνάμει επαναστατικό υποκείμενο μόνο αν μέσω πολύπλοκων διαμεσολαβήσεων, όπως είναι η πολιτική του συγκρότηση σε κόμμα κι η ανάδειξη της πρωτοπορίας του, μπορεί από αντικείμενο εκμετάλλευσης να μετουσιωθεί σε δρων επαναστατικό υποκείμενο. Εξάλλου το Μανιφέστο είναι μέρος αυτής της συνειδητής προσπάθειας να οικοδομηθεί θεωρητικά και πρακτικά η επαναστατική πρωτοπορία, να δοθεί ποιοτικό βάθος στην αυθόρμητη ταξική πάλη της εποχής.

Η σπουδαιότητα της οικονομίας ή ο ρόλος του προλεταριάτου, λοιπόν, αν νοηθούν αφηρημένα αναπαράγουν τη νεοχεγκελιανή συλλογιστική και μάλιστα πιο μηχανιστικά. Στη σκέψη των Μαρξ-Ένγκελς η οικονομική ερμηνεία είναι απλά η αφετηρία των ιστορικών γεγονότων ή η σε τελευταία ανάλυση αναγωγή για να θυμηθούμε τη φράση του Ένγκελς, δεν είναι όμως ούτε η μοναδική αιτία, ούτε ανεξάρτητη από την πολιτική και την κοινωνία, αλλά σχηματίζει ένα αξεχώριστο πλέγμα σχέσεων όπου η οικονομική αιτία διαπλέκεται με το κοινωνικό αποτέλεσμα και αντίστροφα.

Τέλος, μπορεί να τεθεί ένα κοινότυπο αλλά ουσιαστικό ερώτημα: πέρα από το ιστορικό ή θεωρητικό ενδιαφέρον ποια είναι η χρησιμότητα του Μανιφέστου σήμερα;

Καταρχήν το Μανιφέστο οφείλει να ιδωθεί όχι ως κάποιο στατικό αναλλοίωτο κείμενο, αλλά ως το πνευματικό προϊόν μιας παλλόμενης και ριζοσπαστικής σκέψης. Οι ίδιοι συγγραφείς εξάλλου όπως φαίνεται από τους προλόγους μεταγενέστερων εκδόσεων, δε δίστασαν να δηλώσουν πως σημεία του έργου τους -όχι όμως οι γενικές του αρχές- έχουν χάσει την επικαιρότητα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που έχει τη σημασία του, είναι πως μετά το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1852 αλλά και μετά την Κομμούνα το 1871, οι Μαρξ-Ένγκελς αντιλαμβάνονται πως δεν μπορεί “η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς”, αλλά αντίθετα περιεχόμενο της επανάστασης είναι η “συντριβή του κρατικού μηχανισμού”.

Ο σύγχρονος μελετητής του Μανιφέστου, θα διαπιστώσει πως στις γραμμές του κειμένου, υπάρχουν εκτενείς αναφορές στον κρισιακό χαρακτήρα του καπιταλισμού. Διατυπώνεται η άποψη πως οι κρίσεις που ξεσπούν με μια σχετική περιοδικότητα, δεν είναι κάποιες εξαιρέσεις στην κανονικότητα, όπως η αστική διανόηση προσπαθεί μάταια να ισχυριστεί, αλλά ο τρόπος ύπαρξης κι αναπαραγωγής του καπιταλισμού. Μια, ομολογουμένως, καίρια διαπίστωση για το σήμερα, που δίχως αμφιβολία το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η βαθιά συστημική κρίση και τα παραγόμενα πολιτικά και κοινωνικά της αποτελέσματα. Επιπλέον το Μανιφέστο είναι έργο μιας ανοικτής κοσμοαντίληψης, μιας ανηλεούς κριτικής του υπάρχοντος κοινωνικού σχηματισμού, μιας κριτικής που δεν επαναπαύεται σε εύκολους δογματισμούς και επιπόλαια συμπεράσματα, αλλά εμπεριέχει τον αναστοχασμό. Μιας πολεμικής που υπερασπίζεται την άρνηση, αλλά συγκροτεί την ίδια στιγμή κι ένα βαθιά επαναστατικό κι ανθρωπιστικό πρόταγμα.

Το Μανιφέστο παραμένει ένα κάλεσμα για συνειδητό αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα του καπιταλισμού, έναν αγώνα που αφορά το παρόν, αλλά που έχει το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.

Άκης Τζάρας

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Bauer Bruno 1809-1882. Γερμανός φιλόσοφος και θρησκειολόγος. Αν κι αρχικά ήταν δεξιός εγελιανός, το 1840 έγινε ο ιδεολογικός ηγέτης των εγελιανών της αριστεράς, έγραψε τη «Διδασκαλία του Χέγκελ για τη θρησκεία και την τέχνη» , έργο για το οποίο εκδιώχτηκε από πανεπιστήμιο της Βόννης, αλλά και το «Εβραϊκό ζήτημα» που κρίνει ο Μαρξ. Στο τέλος της ζωής έγινε εκ νέου δεξιός, υμνώντας τον Μπίσμαρκ
Pierre Josef Prοudhon, 1809-1865. Γάλλος πολιτικός, σοσιαλιστής κι αναρχικός. Κύρια βιβλία του το «Περί ιδιοκτησίας» και η «»Σύστημα οικονομικών αντιθέσεων ή η φιλοσοφία της αθλιότητας» στο οποίο ο Μαρξ άσκησε κριτική. Προσπαθησε ανεπιτυχώς να δημιουργήσει τράπεζες μουτουαλιστικές (ανταλλακτικές χωρίς χρήμα ή με άτοκα δάνεια). Οπαδός της μικρής ιδιοκτησίας και των συνεταιρισμών, πίστευε στο ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό και στη διατήρηση της αγοράς.
Louis Auguste Blanqui 1805-1881. Γάλλος επαναστάτης κομμουνιστής που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής στις φυλακές. Πρόεδρος της Παρισινής Κομμούνας(αν και στη φυλακή), οπαδός της βίαιης κατάληψης της εξουσίας από οργανωμένες μειοψηφίες κι επιβολή μιας επαναστατικής δικτατορίας. Έργο του ανάμεσα σε άλλα το «Ούτε θεός, ούτε αφέντης»
François-Noël Babeuf 1760-1797. Γάλλος επαναστάτης, κομμουνιστής, γνωστός και με το προσωνύμιο Γράκχος, επικεφαλής της Συνωμοσίας των Ίσω, που είχε ως στόχο την νατροπή του αστικού Διευθυντηρίου και την εγκαθίδρυση ενός «ασκητικού» κομμουνισμού. Η συνωμοσία προδόθηκε και το Διευθυντήριο καταδίκασε σε θάνατο κι εκτέλεσε τον Μπαμπέφ και το σύντροφο του Μπουναρότι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου