H Γερμανία έχει μια κακιά συνήθεια – μια συνήθεια που επιβάλλεται στον υπόλοιπο κόσμο. Η χώρα μόλις ανακοίνωσε ρεκόρ πλεονάσματα στο εμπορικό και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Τόσο αυξημένο είναι το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της που, για το 2016, ξεπέρασε αυτό της Κίνας – απίστευτο κατόρθωμα αν σκεφτεί κανείς ότι η οικονομία της Γερμανίας είναι περίπου το ένα τρίτο του μεγέθους της Κινέζικης.
Λοιπόν, ποιο είναι το πρόβλημα;
Η Γερμανία για μεγάλο χρονικό διάστημα υπερ-παράγει και υπό-καταναλώνει. Τα πλεονάσματα τα οποία δημιουργούνται με αυτόν τον τρόπο – μαζί με αυτά της Κίνας,και διαρκώς αυξανόμενα, και της Ιαπωνίας – πιέζουν τα χρέη και την ανεργία αλλού στην παγκόσμια οικονομία, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την περιφέρεια της Ευρωζώνης.
Αυτό δεν προκύπτει από προσωπική κρίση· είναι ένα απλό θέμα εθνικών ισοζυγίων. Όσο περισσότερο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας (η διαφορά των αποταμιεύσεών της από την εγχώρια επένδυση) φουσκώνει, τόσο πιο ασταθής γίνεται η παγκόσμια οικονομία. Και όπως φανερώνουν τα δεδομένα του 2016, αυτή η ραγδαία αύξηση έχει φτάσει σε μη βιώσιμα ποσοστά – ένα επιβλητικό 8% του ΑΕΠ της Γερμανίας.
Το εμπορικό ισοζύγιο μιας χώρας αντανακλά τη διαφορά μεταξύ του τι προσφέρει στον κόσμο (εξαγωγές) και τι ζητάει από άλλες χώρες (εισαγωγές). Σε ένα ισορροπημένο σύστημα, οι χώρες κανονικά εξάγουν τα αγαθά στα οποία εξειδικεύονται, χρησιμοποιώντας τα κέρδη τους για να αγοράσουν αυτά που δεν μπορούν να παράγουν εγχώρια. Τα χρήματα που αποταμιεύουν – δηλαδή, που δεν χρησιμοποιούν για κατανάλωση – επίσης επενδύονται εγχώρια. Μερικές φορές αυξημένη παραγωγικότητα ή εμπόριο με οικονομικά συντετριμμένες χώρες προκαλεί χώρες να εξάγουν περισσότερο από ότι εισάγουν. Η ισορροπία τελικά αποκαθίσταται καθώς τα νομίσματα, οι μισθοί και οι τιμές προσαρμόζονται.
Αλλά μια χώρα μπορεί να έχει πλεονάσματα και με έναν άλλο τρόπο – μέσω πολιτικών που φορολογούν τους δικούς της καταναλωτές ώστε να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή, στρέφοντας τον πλούτο από τα νοικοκυριά στις επιχειρήσεις, τους πλουσίους, και την κυβέρνηση. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν τα κράτη κάνουν το νόμισμά τους φθηνό ή αλλιώς όταν προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή. Αλλά μερικές φορές, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, μειώνουν κατευθείαν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών μέσω της καταστολής της αύξησης των μισθών.
Η απόκτηση πλεονασμάτων με αυτόν τον τρόπο πιέζει κάποιον άλλο να έχει ελλείμματα – επειδή οι υπερβολικές εξαγωγές μιας χώρας είναι οι υπερβολικές εισαγωγές μιας άλλης. Και καθώς τα ξένα προϊόντα υπερτερούν τα προϊόντα της χώρας που εισάγει, οι εργαζόμενοι αυτής της χώρας χάνουν τις δουλειές τους. Όταν μια χώρα το κάνει αυτό επανειλημμένα, όχι μόνο στερεί από τους εμπορικούς εταίρους της δυνητική ζήτηση· αλλά απομυζά και τη ζήτηση από την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της. Ως αποτέλεσμα, η ανάπτυξη μειώνεται.
Η Γερμανία έχει επωφεληθεί από ένα τεχνητά φθηνό ευρώ, το οποίο δίνει μια ανταγωνιστική ώθηση στις εξαγωγές της. Ακόμα και μέσα στην Ευρωζώνη, όμως, τα σφικτά ζωνάρια της κυβέρνησης στην αύξηση των μισθών, η φανατική δημοσιονομική της λιτότητα – το “schwarzeNull,” ή «μαύρο μηδέν», ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού είναι προσωπική εμμονή του επικεφαλή των οικονομικών της, Wolfgang Schäuble – και η βαθιά αποστροφή της για τον πληθωρισμό έχουν καταστείλει τόσο την εγχώρια κατανάλωση όσο και τις τιμές των αγαθών, βοηθώντας την να αποδυναμώσει τις εξαγωγές των γειτόνων της στην Ευρωζώνη.
«Οι γείτονές της χρειάζονται γερμανική ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους πολύ περισσότερο από ότι χρειάζονται τη Γερμανία να δίνει το παράδειγμα της δημοσιονομικής σύνεσης», έγραψε σε ένα blogpost ο Brad Setser, ένας ανώτερος συνεργάτης στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. «Είναι ξεκάθαρο – δεδομένου του κινδύνου μιας παγίδας χρέους-αποπληθωρισμού στους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωζώνη – ότι η επιτυχής προσαρμογή στη ζώνη του ευρώ θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι γερμανικές τιμές και μισθοί αυξάνονται γρηγορότερα από τις τιμές και τους μισθούς στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.»
Πέρα από την Ευρωζώνη, η άρνηση της Γερμανίας να ανοίξει το καπάκι της εγχώριας ζήτησης δυσαρεστεί τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο – δυο από τις μεγαλύτερες αγορές στις οποίες εξάγει – συμβάλλοντας στις οικονομικές συνέπειες που οδήγησαν εν μέρει στο Brexit και στην άνοδο του Donald Trump.Και μπορεί να γυρίσει πιο μεγάλο μπούμερανγκ. Τον Ιανουάριο, ο Τrump απείλησε τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία με 35% δασμούς, ενώ ο κορυφαίος του σύμβουλος εμπορίου αποκάλεσε το ευρώ «φαινομενικά υποτιμημένο», υπονοώντας ότι η Γερμανία έχει ένα άδικο πλεονέκτημα έναντι των εμπορικών της εταίρων (paywall).
Η Γερμανία έχει δύο μεγάλες επιλογές σε αυτή την περίπτωση, λένε οι Cedric Gemeh lκαι Nick Andrews, αναλυτές τηςG avekal, μιας ερευνητικής εταιρείας. Μπορεί είτε να παραμείνει, στην σημερινή της πορεία ή κοντά σ’αυτήν – μια επιλογή που θα εμβάθυνε τις ανισορροπίες οι οποίες παραποιούν τη ζώνη του ευρώ και τον υπόλοιπο κόσμο. Είτε μπορεί εκουσίως να εξισορροπήσει με το να “αυξήσει την ενοποίηση της ευρωζώνης” και να επενδύσει στις φτωχότερες περιφερειακές χώρες του μπλοκ, για να κάνει όλη την περιοχή πιο ανταγωνιστική παγκοσμίως.
Όπως σημειώνει ο Setser, τονώνοντας τηδική της οικονομία μέσω δημόσιας επένδυσης θα αναθέρμανε και τη γερμανική οικονομία, δίνοντας μια ευκαιρία στους υπόλοιπους ευρωπαίους παραγωγούς να ανταγωνιστούν.
Παρά τα δυσοίωνα δεδομένα του εμπορίου, έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται ευοίωνα σημάδια ενδυνάμωσης της γερμανικής ζήτησης. Ο πληθωρισμός επιταχύνεται, καθοδηγούμενος από την εγχώρια ζήτηση. Η αγορά εργασίας της επίσης σφίγγει, το οποίο πρέπει να ενισχύσει τους μισθούς και έτσι και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Και τελικά φαίνεται η Γερμανία να χαλαρώνει κάπως τους δημοσιονομικούς της κανόνες.
Όποια και αν είναι η περίπτωση, οι Gemehl και Andrews έχουν ένα προαίσθημα ότι με τον Trump να απειλεί όλη την Ευρωζώνη, «η ικανότητα της Γερμανίας να διατηρεί αποτελεσματικά οφέλη, χωρίς τα απαιτούμενα κόστη,[1]μέσα στην δυσλειτουργική, αλλά σχετικά σταθερή Ευρωπαϊκή Ένωση θα φτάσει στο τέλος της».
Το κείμενο είναι μετάφραση από την Αγγλική. Το πρωτότυπο έγραψε ο Gwynn Guilford (OUT OF BALANCE – «Germany is playing a dangerous game on trade») και δημοσιεύτηκε την 10η Φεβρουαρίου 2017 στο Quartz Media LLC(πηγή: https://qz.com/906559/germany-is-playing-a-dangerous-game-on-trade/).
[1]Ο freerider είναι κάποιος που επωφελείται χωρίς να μοιράζεται τα απαιτούμενα κόστη. Για παράδειγμα σε μια ομάδα φοιτητών όλοι μοιραζόμαστε εξίσου τον καλό βαθμό μιας ομαδικής εργασίας αλλά ένας από την ομάδα δεν δούλεψε καθόλου για την εργασία αυτή.Freeride σημαίνει να λάβει κάποιος κάτι χωρίς κόστος ή προσπάθεια. Δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση στα ελληνικά.
Λοιπόν, ποιο είναι το πρόβλημα;
Η Γερμανία για μεγάλο χρονικό διάστημα υπερ-παράγει και υπό-καταναλώνει. Τα πλεονάσματα τα οποία δημιουργούνται με αυτόν τον τρόπο – μαζί με αυτά της Κίνας,και διαρκώς αυξανόμενα, και της Ιαπωνίας – πιέζουν τα χρέη και την ανεργία αλλού στην παγκόσμια οικονομία, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο και την περιφέρεια της Ευρωζώνης.
Αυτό δεν προκύπτει από προσωπική κρίση· είναι ένα απλό θέμα εθνικών ισοζυγίων. Όσο περισσότερο το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας (η διαφορά των αποταμιεύσεών της από την εγχώρια επένδυση) φουσκώνει, τόσο πιο ασταθής γίνεται η παγκόσμια οικονομία. Και όπως φανερώνουν τα δεδομένα του 2016, αυτή η ραγδαία αύξηση έχει φτάσει σε μη βιώσιμα ποσοστά – ένα επιβλητικό 8% του ΑΕΠ της Γερμανίας.
Το εμπορικό ισοζύγιο μιας χώρας αντανακλά τη διαφορά μεταξύ του τι προσφέρει στον κόσμο (εξαγωγές) και τι ζητάει από άλλες χώρες (εισαγωγές). Σε ένα ισορροπημένο σύστημα, οι χώρες κανονικά εξάγουν τα αγαθά στα οποία εξειδικεύονται, χρησιμοποιώντας τα κέρδη τους για να αγοράσουν αυτά που δεν μπορούν να παράγουν εγχώρια. Τα χρήματα που αποταμιεύουν – δηλαδή, που δεν χρησιμοποιούν για κατανάλωση – επίσης επενδύονται εγχώρια. Μερικές φορές αυξημένη παραγωγικότητα ή εμπόριο με οικονομικά συντετριμμένες χώρες προκαλεί χώρες να εξάγουν περισσότερο από ότι εισάγουν. Η ισορροπία τελικά αποκαθίσταται καθώς τα νομίσματα, οι μισθοί και οι τιμές προσαρμόζονται.
Αλλά μια χώρα μπορεί να έχει πλεονάσματα και με έναν άλλο τρόπο – μέσω πολιτικών που φορολογούν τους δικούς της καταναλωτές ώστε να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή, στρέφοντας τον πλούτο από τα νοικοκυριά στις επιχειρήσεις, τους πλουσίους, και την κυβέρνηση. Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν τα κράτη κάνουν το νόμισμά τους φθηνό ή αλλιώς όταν προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή. Αλλά μερικές φορές, όπως στην περίπτωση της Γερμανίας, μειώνουν κατευθείαν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών μέσω της καταστολής της αύξησης των μισθών.
Η απόκτηση πλεονασμάτων με αυτόν τον τρόπο πιέζει κάποιον άλλο να έχει ελλείμματα – επειδή οι υπερβολικές εξαγωγές μιας χώρας είναι οι υπερβολικές εισαγωγές μιας άλλης. Και καθώς τα ξένα προϊόντα υπερτερούν τα προϊόντα της χώρας που εισάγει, οι εργαζόμενοι αυτής της χώρας χάνουν τις δουλειές τους. Όταν μια χώρα το κάνει αυτό επανειλημμένα, όχι μόνο στερεί από τους εμπορικούς εταίρους της δυνητική ζήτηση· αλλά απομυζά και τη ζήτηση από την παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της. Ως αποτέλεσμα, η ανάπτυξη μειώνεται.
Η Γερμανία έχει επωφεληθεί από ένα τεχνητά φθηνό ευρώ, το οποίο δίνει μια ανταγωνιστική ώθηση στις εξαγωγές της. Ακόμα και μέσα στην Ευρωζώνη, όμως, τα σφικτά ζωνάρια της κυβέρνησης στην αύξηση των μισθών, η φανατική δημοσιονομική της λιτότητα – το “schwarzeNull,” ή «μαύρο μηδέν», ενός ισοσκελισμένου προϋπολογισμού είναι προσωπική εμμονή του επικεφαλή των οικονομικών της, Wolfgang Schäuble – και η βαθιά αποστροφή της για τον πληθωρισμό έχουν καταστείλει τόσο την εγχώρια κατανάλωση όσο και τις τιμές των αγαθών, βοηθώντας την να αποδυναμώσει τις εξαγωγές των γειτόνων της στην Ευρωζώνη.
«Οι γείτονές της χρειάζονται γερμανική ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους πολύ περισσότερο από ότι χρειάζονται τη Γερμανία να δίνει το παράδειγμα της δημοσιονομικής σύνεσης», έγραψε σε ένα blogpost ο Brad Setser, ένας ανώτερος συνεργάτης στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων. «Είναι ξεκάθαρο – δεδομένου του κινδύνου μιας παγίδας χρέους-αποπληθωρισμού στους εταίρους της Γερμανίας στην Ευρωζώνη – ότι η επιτυχής προσαρμογή στη ζώνη του ευρώ θα πραγματοποιηθεί μόνο όταν οι γερμανικές τιμές και μισθοί αυξάνονται γρηγορότερα από τις τιμές και τους μισθούς στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.»
Πέρα από την Ευρωζώνη, η άρνηση της Γερμανίας να ανοίξει το καπάκι της εγχώριας ζήτησης δυσαρεστεί τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο – δυο από τις μεγαλύτερες αγορές στις οποίες εξάγει – συμβάλλοντας στις οικονομικές συνέπειες που οδήγησαν εν μέρει στο Brexit και στην άνοδο του Donald Trump.Και μπορεί να γυρίσει πιο μεγάλο μπούμερανγκ. Τον Ιανουάριο, ο Τrump απείλησε τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία με 35% δασμούς, ενώ ο κορυφαίος του σύμβουλος εμπορίου αποκάλεσε το ευρώ «φαινομενικά υποτιμημένο», υπονοώντας ότι η Γερμανία έχει ένα άδικο πλεονέκτημα έναντι των εμπορικών της εταίρων (paywall).
Η Γερμανία έχει δύο μεγάλες επιλογές σε αυτή την περίπτωση, λένε οι Cedric Gemeh lκαι Nick Andrews, αναλυτές τηςG avekal, μιας ερευνητικής εταιρείας. Μπορεί είτε να παραμείνει, στην σημερινή της πορεία ή κοντά σ’αυτήν – μια επιλογή που θα εμβάθυνε τις ανισορροπίες οι οποίες παραποιούν τη ζώνη του ευρώ και τον υπόλοιπο κόσμο. Είτε μπορεί εκουσίως να εξισορροπήσει με το να “αυξήσει την ενοποίηση της ευρωζώνης” και να επενδύσει στις φτωχότερες περιφερειακές χώρες του μπλοκ, για να κάνει όλη την περιοχή πιο ανταγωνιστική παγκοσμίως.
Όπως σημειώνει ο Setser, τονώνοντας τηδική της οικονομία μέσω δημόσιας επένδυσης θα αναθέρμανε και τη γερμανική οικονομία, δίνοντας μια ευκαιρία στους υπόλοιπους ευρωπαίους παραγωγούς να ανταγωνιστούν.
Παρά τα δυσοίωνα δεδομένα του εμπορίου, έχουν αρχίσει να παρουσιάζονται ευοίωνα σημάδια ενδυνάμωσης της γερμανικής ζήτησης. Ο πληθωρισμός επιταχύνεται, καθοδηγούμενος από την εγχώρια ζήτηση. Η αγορά εργασίας της επίσης σφίγγει, το οποίο πρέπει να ενισχύσει τους μισθούς και έτσι και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Και τελικά φαίνεται η Γερμανία να χαλαρώνει κάπως τους δημοσιονομικούς της κανόνες.
Όποια και αν είναι η περίπτωση, οι Gemehl και Andrews έχουν ένα προαίσθημα ότι με τον Trump να απειλεί όλη την Ευρωζώνη, «η ικανότητα της Γερμανίας να διατηρεί αποτελεσματικά οφέλη, χωρίς τα απαιτούμενα κόστη,[1]μέσα στην δυσλειτουργική, αλλά σχετικά σταθερή Ευρωπαϊκή Ένωση θα φτάσει στο τέλος της».
Το κείμενο είναι μετάφραση από την Αγγλική. Το πρωτότυπο έγραψε ο Gwynn Guilford (OUT OF BALANCE – «Germany is playing a dangerous game on trade») και δημοσιεύτηκε την 10η Φεβρουαρίου 2017 στο Quartz Media LLC(πηγή: https://qz.com/906559/germany-is-playing-a-dangerous-game-on-trade/).
[1]Ο freerider είναι κάποιος που επωφελείται χωρίς να μοιράζεται τα απαιτούμενα κόστη. Για παράδειγμα σε μια ομάδα φοιτητών όλοι μοιραζόμαστε εξίσου τον καλό βαθμό μιας ομαδικής εργασίας αλλά ένας από την ομάδα δεν δούλεψε καθόλου για την εργασία αυτή.Freeride σημαίνει να λάβει κάποιος κάτι χωρίς κόστος ή προσπάθεια. Δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση στα ελληνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου