Οι σερβικές αντιδράσεις στις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στα Σκόπια
Του Μίλαν Κορισάνατς* από την Ρήξη φ. 133
Τα γεγονότα στην ΠΓΔΜ έδωσαν το έναυσμα για έναν νέο διχασμό στην Σερβία, ως προς το ποια γραμμή πρέπει να ακολουθήσει στην εξωτερική της πολιτική. Σε μια περίοδο που έδειχνε αποφασισμένη να αναθεωρήσει την έως τώρα στάση της έναντι της ΠΓΔΜ, τα αντανακλαστικά της σερβικής διπλωματίας στρέφονται εκ νέου προς την καταστροφική και πολλάκις χρεοκοπημένη θέση της υπεράσπισης της νοτιοσλαβικής αλληλεγγύης έναντι του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού.
Για τα σερβικά συμφέροντα, η πραγματικά καταστροφική απόφαση να αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα, που ελήφθη το 1996, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο, και εν μέρει, από τον ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσει η κυβέρνηση των Σκοπίων στην ανάσχεση του αναπτυσσόμενου αλβανικού σεπαρατισμού αμέσως μετά το τέλος του αιματηρού εμφυλίου και τη διάλυση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας.
Έκτοτε, όμως, η συνεχής ευθυγράμμιση των Σκοπίων με την Πρίστινα (αναγνώριση της μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου το 2009 –ταυτόχρονα με το Μαυροβούνιο– υποστήριξη της ένταξης της λεγόμενης Δημοκρατίας του Κοσόβου στην Ουνέσκο, 2015) προκαλούσε τη δυσαρέσκεια της σερβικής πλευράς. Οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Σερβίας, Ίβιτσα Ντάτσιτς, σύμφωνα με τις οποίες η Σερβία διέπραξε μεγάλο σφάλμα αναγνωρίζοντας την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως στροφή της σερβικής πολιτικής στο συγκεκριμένο ζήτημα, κάτι που στην Αθήνα χαιρετίστηκε με ένα μείγμα ενθουσιασμού και χαιρεκακίας.
Στους επίσημους κύκλους του Βελιγραδίου, κυρίως στα κοινοβουλευτικά κόμματα και τα ΜΜΕ, υπάρχουν δύο αντίθετες μεταξύ τους αφηγήσεις για τις πρόσφατες εξελίξεις στην ΠΓΔΜ. Από τη μία είναι τα κόμματα της συγκυβέρνησης και οι φιλοκυβερνητικοί αναλυτές που δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στον γεωπολιτικό χαρακτήρα της παρούσας κρίσης, και από την άλλη η πλειονότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των ανεξάρτητων αναλυτών, που τονίζουν περισσότερο την κατάσταση στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας.
Η πρώτη πλευρά διακρίνει πίσω από τις ταραχές στα Σκόπια τον ξένο παράγοντα (Ατλαντική Συμμαχία), ο οποίος υποκινεί την αποσταθεροποίηση όχι μόνο του καθεστώτος των Σκοπίων, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας στη Σερβία. Η ερμηνεία αυτή παρουσιάζεται ως μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου «πορτοκαλί επαναστάσεων» στα δυτικά Βαλκάνια, στόχος των οποίων είναι η καταπολέμηση οποιασδήποτε τάσης υπέρ της άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής και περιφερειακής πολιτικής από τις βαλκανικές κυβερνήσεις. Στην περίπτωση της ΠΓΔΜ πρόκειται, όπως λένε, για τη δράση του αμερικανικού «βαθέως κράτους», το οποίο, χρησιμοποιώντας τον αλβανικό παράγοντα, αποδομεί τον «ανυπάκουο» Γκρουέφσκι, γεγονός που θα πρέπει να προκαλεί ανησυχίες και στη σερβική κυβέρνηση, η οποία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μεταλαμπάδευσης της κρίσης στο εσωτερικό της. Το «μακεδονικό προηγούμενο», άλλωστε, αποτέλεσε ένα σημαντικό επιχείρημα του επικοινωνιακού επιτελείου του πρωθυπουργού Αλεξάνταρ Βούτσιτς στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές ως δυνητική απειλή αποσταθεροποίησης της Σερβίας σε περίπτωση επικράτησης κάποιου άλλου υποψηφίου.
Υπό αυτό το πρίσμα ερμηνεύθηκαν και οι διαμαρτυρίες φοιτητών και πολιτών που λαμβάνουν χώρα καθημερινά εδώ και ένα μήνα, καταγγέλλοντας άνιση προβολή των υποψηφίων κατά την προεκλογική περίοδο και πολλές παρατυπίες κατά την εκλογική διαδικασία των προεδρικών εκλογών η οποία ανέδειξε νικητή τον πρωθυπουργό Βούτσιτς. Οι διαφωνούντες με την οπτική αυτή, οι οποίοι υφίστανται έναν συνεχή αποκλεισμό από τα ΜΜΕ πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (εφημερίδα Danas), αποδίδουν την κρίση στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ στο γεγονός ότι ο Γκρουέφσκι έχασε στις εκλογές και στην απροθυμία του να παραδώσει την εξουσία, μολονότι η αντιπολίτευση έχει κερδίσει 67 από τις 120 έδρες του κοινοβουλίου. Όπως προβλέπεται από τη συμφωνία της Αχρίδας, ένα μέρος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας συγκροτείται από βουλευτές του αλβανικού κόμματος DUI, το οποίο μέχρι τώρα αποτελούσε κυβερνητικό εταίρο του Γκρουέφσκι. Το γεγονός ότι οι πρώην εταίροι έγιναν εν μια νυκτί «τρομοκράτες» και «παράγοντες αποσταθεροποίησης» εκλαμβάνεται ως μια προσπάθεια του καθεστώτος να μετατρέψει μια πολιτική κρίση σε διεθνοτικό ζήτημα, ώστε η διεφθαρμένη κυβέρνηση Γκρουέφσκι να παραμείνει στην εξουσία και να αποφύγει τις διώξεις. Ο τελευταίος εμφανίζεται στα σερβικά καθεστωτικά ΜΜΕ ως σύμμαχος της Σερβίας και ήρωας στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία των βαλκανικών χωρών κατά των ξένων δυνάμεων.
Πέραν τούτου τα ελεγχόμενα σερβικά μέσα δεν αναφέρονται καθόλου στη συμμαχία του Σερβικού Προοδευτικού Κόμματος της ΠΓΔΜ (Srpska Napredna Stranka u Makedoniji, SNSM), με τον μέχρι πρότινος αρχηγό της αντιπολίτευσης, Ζόραν Ζάεβ, ενώ αντιθέτως τονίζουν τη συμμαχία του Δημοκρατικού Κόμματος των Σέρβων στην ΠΓΔΜ (Demokratska Patrija Srba u Makedoniji, DPSM) με το κόμμα του Νίκολα Γκρουέφσκι, VMRO-DPMNE. Αντίθετα, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης παρουσιάζονται ως συνωμότες και μέλη εγκληματικών οργανώσεων που στοχεύουν στη διάλυση νομίμως αιρετών κυβερνήσεων. Δυστυχώς, αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας των σημερινών σερβικών ΜΜΕ.
Στην πραγματικότητα, η σερβική εξωτερική πολιτική βρίσκεται μεταξύ των συμπληγάδων του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού και του σλαβομακεδονικού αντισερβικού αναθεωρητισμού. Τον πρώτο ενσαρκώνουν τα αλβανικά μειονοτικά κόμματα, τα οποία μέχρι τώρα ήταν κυβερνητικοί εταίροι του Γκρουέφσκι και τα οποία, επί σειρά ετών, συνεργάζονται στενά με τους ηγέτες του «ανεξάρτητου» Κοσόβου, αλλά και με τον πρωθυπουργό της Αλβανίας, Έντι Ράμα, υποστηρίζοντας τα αιτήματα για την ανακήρυξη της ΑΟΖ στο Ιόνιο ή θέτοντας ζήτημα γενοκτονίας των Τσάμηδων κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.
Η δεύτερη περίπτωση, που είναι επίσης γνωστή και στην Ελλάδα, όχι μόνο εξοβελίζει κάθε στοιχείο της ιστορικής παρουσίας των Σέρβων στην περιοχή, αλλά με τους ισχυρισμούς της περί αρχαίας καταγωγής, αρνείται και αυτόν τον σλαβικό χαρακτήρα του τοπικού πληθυσμού. Τα καθεστωτικά ΜΜΕ στη Σερβία, τα οποία, σύμφωνα με νέες καταγγελίες του Ζάεβ, χρηματοδοτούνται και από τον Γκρουέφσκι, υποστηρίζουν με τέτοια θέρμη τα σενάρια αποσταθεροποίησης στην ΠΓΔΜ σαν να αναφέρονται σε γεγονότα που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα στη Σερβία, εάν ο Βούτσιτς χάσει την υποστήριξη του εκλογικού σώματος.
Χαρακτηριστικό των ομοιοτήτων μεταξύ Βούτσιτς και Γκρουέφσκι είναι το γεγονός ότι οι διαδηλωτές στα Σκόπια κατηγορήθηκαν από το καθεστώς ως «Σέρβοι πράκτορες», που εξειδικεύονται σε «πολύχρωμες» επαναστάσεις, ενώ από την πλευρά τους τα σερβικά μέσα διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις περί παρείσφρησης Αλβανών και Σκοπιανών πρακτόρων που επιδιώκουν την πτώση της νόμιμης κυβέρνησης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι ταραχοποιοί που εισέβαλαν στο κοινοβουλίο των Σκοπίων πριν λίγες ημέρες έχουν το ίδιο προφίλ με τα άτομα που εμφανίζονται κατά καιρούς στα εκλογικά κέντρα στη Σερβία, όπως και στην κατεδάφιση ενός ολόκληρου τετραγώνου στο κέντρο του Βελιγραδίου, όπου προβλέπεται η εφαρμογή του αμφιλεγόμενου προγράμματος για την οικιστική ανάπλαση της παρόχθιας ζώνης του ποταμού Σάβα στο Βελιγράδι, γνωστού και ως «Belgrade Waterfront».
Τα παραπάνω δεν αναφέρονται σε καμία περίπτωση για να εξιλεωθεί το κόμμα του και ο ίδιος ο Ζάεβ, ο οποίος, μετά τη χθεσινή επίσκεψη υψηλόβαθμων εκπροσώπων των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, πολύ πιθανόν να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, αν και παραμένει ακόμα αμφίβολο ότι χαίρει ευρείας λαϊκής υποστήριξης. Εξ αιτίας των περίπλοκων διεθνοτικών σχέσεων στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ, η Σερβία θα έπρεπε να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο καθώς, εκτός από το ζήτημα της αναγνώρισης του Κοσόβου και τα υπόλοιπα σημαντικά διμερή ζητήματα, όπως οι διώξεις ιερέων της σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην επικράτεια της ΠΓΔΜ και οι απόπειρες αφομοίωσης της σερβικής μειονότητας θα παραμείνουν άλυτα. Την ίδια, εάν όχι χειρότερη, πολιτική, οι Σέρβοι μειονοτικοί βίωσαν όλα αυτά τα χρόνια και από τον Γκρουέφσκι. Ο τελευταίος, ο οποίος αποτελούσε μέχρι χθες χρήσιμο συνεργάτη της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας, φαίνεται ότι θα τερματίσει την καριέρα του με την ταμπέλα του αυταρχικού ηγέτη που αποτελεί τροχοπέδη στον εκδημοκρατισμό της χώρας του. Το σίγουρο είναι ότι η ΠΓΔΜ μετατρέπεται σε ένα πεδίο όπου η Σερβία δεν θα έχει κανένα πλέον στήριγμα.
Ως εκ τούτου, η σύσφιξη των σχέσεων με την Ελλάδα για την αντιμετώπιση νέων κινδύνων και απειλών καθίσταται επιτακτική και επείγουσα ανάγκη. Απομένει να δούμε και τη στάση που θα τηρήσει η Ελλάδα έναντι του αλβανικού παράγοντα καθώς είναι γνωστό ότι διάφοροι διπλωματικοί κύκλοι τίθενται υπέρ της προσέγγισης με το αλβανικό στοιχείο, με την προοπτική μιας υποτιθέμενης διευθέτησης των διμερών ελληνοαλβανικών ζητημάτων (όπως είναι το ζήτημα της ΑΟΖ στο Ιόνιο Πέλαγος). Η παράπλευρη απώλεια σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η μεταβολή της ελληνικής διπλωματίας στο ζήτημα του Κοσόβου. Το ζήτημα της ελληνοαλβανικής προσέγγισης δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούριο, καθώς και στο παρελθόν υπήρξαν παρόμοιες τάσεις. Απομένει να δούμε εάν η ελληνική διπλωματία θα εισέλθει σε νέες ατραπούς ή θα επιλέξει τις παραδοσιακές συμμαχίες.
*Πολιτικός Επιστήμονας
Του Μίλαν Κορισάνατς* από την Ρήξη φ. 133
Τα γεγονότα στην ΠΓΔΜ έδωσαν το έναυσμα για έναν νέο διχασμό στην Σερβία, ως προς το ποια γραμμή πρέπει να ακολουθήσει στην εξωτερική της πολιτική. Σε μια περίοδο που έδειχνε αποφασισμένη να αναθεωρήσει την έως τώρα στάση της έναντι της ΠΓΔΜ, τα αντανακλαστικά της σερβικής διπλωματίας στρέφονται εκ νέου προς την καταστροφική και πολλάκις χρεοκοπημένη θέση της υπεράσπισης της νοτιοσλαβικής αλληλεγγύης έναντι του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού.
Για τα σερβικά συμφέροντα, η πραγματικά καταστροφική απόφαση να αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα, που ελήφθη το 1996, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο, και εν μέρει, από τον ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσει η κυβέρνηση των Σκοπίων στην ανάσχεση του αναπτυσσόμενου αλβανικού σεπαρατισμού αμέσως μετά το τέλος του αιματηρού εμφυλίου και τη διάλυση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας.
Έκτοτε, όμως, η συνεχής ευθυγράμμιση των Σκοπίων με την Πρίστινα (αναγνώριση της μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσόβου το 2009 –ταυτόχρονα με το Μαυροβούνιο– υποστήριξη της ένταξης της λεγόμενης Δημοκρατίας του Κοσόβου στην Ουνέσκο, 2015) προκαλούσε τη δυσαρέσκεια της σερβικής πλευράς. Οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της Σερβίας, Ίβιτσα Ντάτσιτς, σύμφωνα με τις οποίες η Σερβία διέπραξε μεγάλο σφάλμα αναγνωρίζοντας την ΠΓΔΜ με το συνταγματικό της όνομα, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως στροφή της σερβικής πολιτικής στο συγκεκριμένο ζήτημα, κάτι που στην Αθήνα χαιρετίστηκε με ένα μείγμα ενθουσιασμού και χαιρεκακίας.
Στους επίσημους κύκλους του Βελιγραδίου, κυρίως στα κοινοβουλευτικά κόμματα και τα ΜΜΕ, υπάρχουν δύο αντίθετες μεταξύ τους αφηγήσεις για τις πρόσφατες εξελίξεις στην ΠΓΔΜ. Από τη μία είναι τα κόμματα της συγκυβέρνησης και οι φιλοκυβερνητικοί αναλυτές που δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στον γεωπολιτικό χαρακτήρα της παρούσας κρίσης, και από την άλλη η πλειονότητα των κομμάτων της αντιπολίτευσης και των ανεξάρτητων αναλυτών, που τονίζουν περισσότερο την κατάσταση στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας.
Η πρώτη πλευρά διακρίνει πίσω από τις ταραχές στα Σκόπια τον ξένο παράγοντα (Ατλαντική Συμμαχία), ο οποίος υποκινεί την αποσταθεροποίηση όχι μόνο του καθεστώτος των Σκοπίων, αλλά και της πολιτικής ηγεσίας στη Σερβία. Η ερμηνεία αυτή παρουσιάζεται ως μέρος ενός ευρύτερου πλαισίου «πορτοκαλί επαναστάσεων» στα δυτικά Βαλκάνια, στόχος των οποίων είναι η καταπολέμηση οποιασδήποτε τάσης υπέρ της άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής και περιφερειακής πολιτικής από τις βαλκανικές κυβερνήσεις. Στην περίπτωση της ΠΓΔΜ πρόκειται, όπως λένε, για τη δράση του αμερικανικού «βαθέως κράτους», το οποίο, χρησιμοποιώντας τον αλβανικό παράγοντα, αποδομεί τον «ανυπάκουο» Γκρουέφσκι, γεγονός που θα πρέπει να προκαλεί ανησυχίες και στη σερβική κυβέρνηση, η οποία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μεταλαμπάδευσης της κρίσης στο εσωτερικό της. Το «μακεδονικό προηγούμενο», άλλωστε, αποτέλεσε ένα σημαντικό επιχείρημα του επικοινωνιακού επιτελείου του πρωθυπουργού Αλεξάνταρ Βούτσιτς στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές ως δυνητική απειλή αποσταθεροποίησης της Σερβίας σε περίπτωση επικράτησης κάποιου άλλου υποψηφίου.
Υπό αυτό το πρίσμα ερμηνεύθηκαν και οι διαμαρτυρίες φοιτητών και πολιτών που λαμβάνουν χώρα καθημερινά εδώ και ένα μήνα, καταγγέλλοντας άνιση προβολή των υποψηφίων κατά την προεκλογική περίοδο και πολλές παρατυπίες κατά την εκλογική διαδικασία των προεδρικών εκλογών η οποία ανέδειξε νικητή τον πρωθυπουργό Βούτσιτς. Οι διαφωνούντες με την οπτική αυτή, οι οποίοι υφίστανται έναν συνεχή αποκλεισμό από τα ΜΜΕ πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (εφημερίδα Danas), αποδίδουν την κρίση στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ στο γεγονός ότι ο Γκρουέφσκι έχασε στις εκλογές και στην απροθυμία του να παραδώσει την εξουσία, μολονότι η αντιπολίτευση έχει κερδίσει 67 από τις 120 έδρες του κοινοβουλίου. Όπως προβλέπεται από τη συμφωνία της Αχρίδας, ένα μέρος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας συγκροτείται από βουλευτές του αλβανικού κόμματος DUI, το οποίο μέχρι τώρα αποτελούσε κυβερνητικό εταίρο του Γκρουέφσκι. Το γεγονός ότι οι πρώην εταίροι έγιναν εν μια νυκτί «τρομοκράτες» και «παράγοντες αποσταθεροποίησης» εκλαμβάνεται ως μια προσπάθεια του καθεστώτος να μετατρέψει μια πολιτική κρίση σε διεθνοτικό ζήτημα, ώστε η διεφθαρμένη κυβέρνηση Γκρουέφσκι να παραμείνει στην εξουσία και να αποφύγει τις διώξεις. Ο τελευταίος εμφανίζεται στα σερβικά καθεστωτικά ΜΜΕ ως σύμμαχος της Σερβίας και ήρωας στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία των βαλκανικών χωρών κατά των ξένων δυνάμεων.
Πέραν τούτου τα ελεγχόμενα σερβικά μέσα δεν αναφέρονται καθόλου στη συμμαχία του Σερβικού Προοδευτικού Κόμματος της ΠΓΔΜ (Srpska Napredna Stranka u Makedoniji, SNSM), με τον μέχρι πρότινος αρχηγό της αντιπολίτευσης, Ζόραν Ζάεβ, ενώ αντιθέτως τονίζουν τη συμμαχία του Δημοκρατικού Κόμματος των Σέρβων στην ΠΓΔΜ (Demokratska Patrija Srba u Makedoniji, DPSM) με το κόμμα του Νίκολα Γκρουέφσκι, VMRO-DPMNE. Αντίθετα, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης παρουσιάζονται ως συνωμότες και μέλη εγκληματικών οργανώσεων που στοχεύουν στη διάλυση νομίμως αιρετών κυβερνήσεων. Δυστυχώς, αυτός είναι ο τρόπος λειτουργίας των σημερινών σερβικών ΜΜΕ.
Στην πραγματικότητα, η σερβική εξωτερική πολιτική βρίσκεται μεταξύ των συμπληγάδων του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού και του σλαβομακεδονικού αντισερβικού αναθεωρητισμού. Τον πρώτο ενσαρκώνουν τα αλβανικά μειονοτικά κόμματα, τα οποία μέχρι τώρα ήταν κυβερνητικοί εταίροι του Γκρουέφσκι και τα οποία, επί σειρά ετών, συνεργάζονται στενά με τους ηγέτες του «ανεξάρτητου» Κοσόβου, αλλά και με τον πρωθυπουργό της Αλβανίας, Έντι Ράμα, υποστηρίζοντας τα αιτήματα για την ανακήρυξη της ΑΟΖ στο Ιόνιο ή θέτοντας ζήτημα γενοκτονίας των Τσάμηδων κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.
Η δεύτερη περίπτωση, που είναι επίσης γνωστή και στην Ελλάδα, όχι μόνο εξοβελίζει κάθε στοιχείο της ιστορικής παρουσίας των Σέρβων στην περιοχή, αλλά με τους ισχυρισμούς της περί αρχαίας καταγωγής, αρνείται και αυτόν τον σλαβικό χαρακτήρα του τοπικού πληθυσμού. Τα καθεστωτικά ΜΜΕ στη Σερβία, τα οποία, σύμφωνα με νέες καταγγελίες του Ζάεβ, χρηματοδοτούνται και από τον Γκρουέφσκι, υποστηρίζουν με τέτοια θέρμη τα σενάρια αποσταθεροποίησης στην ΠΓΔΜ σαν να αναφέρονται σε γεγονότα που θα μπορούσαν να λάβουν χώρα στη Σερβία, εάν ο Βούτσιτς χάσει την υποστήριξη του εκλογικού σώματος.
Χαρακτηριστικό των ομοιοτήτων μεταξύ Βούτσιτς και Γκρουέφσκι είναι το γεγονός ότι οι διαδηλωτές στα Σκόπια κατηγορήθηκαν από το καθεστώς ως «Σέρβοι πράκτορες», που εξειδικεύονται σε «πολύχρωμες» επαναστάσεις, ενώ από την πλευρά τους τα σερβικά μέσα διέδιδαν ψευδείς ειδήσεις περί παρείσφρησης Αλβανών και Σκοπιανών πρακτόρων που επιδιώκουν την πτώση της νόμιμης κυβέρνησης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι ταραχοποιοί που εισέβαλαν στο κοινοβουλίο των Σκοπίων πριν λίγες ημέρες έχουν το ίδιο προφίλ με τα άτομα που εμφανίζονται κατά καιρούς στα εκλογικά κέντρα στη Σερβία, όπως και στην κατεδάφιση ενός ολόκληρου τετραγώνου στο κέντρο του Βελιγραδίου, όπου προβλέπεται η εφαρμογή του αμφιλεγόμενου προγράμματος για την οικιστική ανάπλαση της παρόχθιας ζώνης του ποταμού Σάβα στο Βελιγράδι, γνωστού και ως «Belgrade Waterfront».
Τα παραπάνω δεν αναφέρονται σε καμία περίπτωση για να εξιλεωθεί το κόμμα του και ο ίδιος ο Ζάεβ, ο οποίος, μετά τη χθεσινή επίσκεψη υψηλόβαθμων εκπροσώπων των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, πολύ πιθανόν να είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, αν και παραμένει ακόμα αμφίβολο ότι χαίρει ευρείας λαϊκής υποστήριξης. Εξ αιτίας των περίπλοκων διεθνοτικών σχέσεων στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ, η Σερβία θα έπρεπε να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο καθώς, εκτός από το ζήτημα της αναγνώρισης του Κοσόβου και τα υπόλοιπα σημαντικά διμερή ζητήματα, όπως οι διώξεις ιερέων της σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην επικράτεια της ΠΓΔΜ και οι απόπειρες αφομοίωσης της σερβικής μειονότητας θα παραμείνουν άλυτα. Την ίδια, εάν όχι χειρότερη, πολιτική, οι Σέρβοι μειονοτικοί βίωσαν όλα αυτά τα χρόνια και από τον Γκρουέφσκι. Ο τελευταίος, ο οποίος αποτελούσε μέχρι χθες χρήσιμο συνεργάτη της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας, φαίνεται ότι θα τερματίσει την καριέρα του με την ταμπέλα του αυταρχικού ηγέτη που αποτελεί τροχοπέδη στον εκδημοκρατισμό της χώρας του. Το σίγουρο είναι ότι η ΠΓΔΜ μετατρέπεται σε ένα πεδίο όπου η Σερβία δεν θα έχει κανένα πλέον στήριγμα.
Ως εκ τούτου, η σύσφιξη των σχέσεων με την Ελλάδα για την αντιμετώπιση νέων κινδύνων και απειλών καθίσταται επιτακτική και επείγουσα ανάγκη. Απομένει να δούμε και τη στάση που θα τηρήσει η Ελλάδα έναντι του αλβανικού παράγοντα καθώς είναι γνωστό ότι διάφοροι διπλωματικοί κύκλοι τίθενται υπέρ της προσέγγισης με το αλβανικό στοιχείο, με την προοπτική μιας υποτιθέμενης διευθέτησης των διμερών ελληνοαλβανικών ζητημάτων (όπως είναι το ζήτημα της ΑΟΖ στο Ιόνιο Πέλαγος). Η παράπλευρη απώλεια σε αυτή την περίπτωση θα ήταν η μεταβολή της ελληνικής διπλωματίας στο ζήτημα του Κοσόβου. Το ζήτημα της ελληνοαλβανικής προσέγγισης δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούριο, καθώς και στο παρελθόν υπήρξαν παρόμοιες τάσεις. Απομένει να δούμε εάν η ελληνική διπλωματία θα εισέλθει σε νέες ατραπούς ή θα επιλέξει τις παραδοσιακές συμμαχίες.
*Πολιτικός Επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου