Του Παναγιώτη Θέμελη.
Την Τετάρτη στις 17 του Μαη η ΓΣΕΕ η ΑΔΕΔΥ και άλλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες έχουν κηρύξει άλλη μία από τις γνωστές 24ωρες πανεργατικές απεργίες, με τα ίδια γνωστά εδώ και χρόνια χαρακτηριστικά. Διαμαρτυρία κατόπιν εορτής, αφού τα αντεργατικά μέτρα που προβλέπει η νέα αντιλαϊκή επίθεση θα έχουν ψηφιστεί στη Βουλή, διαμαρτυρία ξεκάρφωτη χωρίς καμιά διάθεση να εμποδιστεί είτε η υπερψήφιση είτε η εφαρμογή τους. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αφού φροντίσουν ώστε κυβέρνηση, και βουλευτές που πρόκειται να ψηφίσουν μια τέτοια αντεργατική λαίλαπα να μην νοιώθουν κάποια πίεση από τους ψηφοφόρους τους στο λαό, αλλά μοναχά από τα επιτελεία της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, μετά προσπαθούν να δείξουν ότι προέβαλαν κάποια αντίσταση, ότι δεν είναι πια και υποχείρια του κεφαλαίου, για να διαιωνίζουν την παρουσία τους στα ηγετικά κλιμάκια του Συνδικαλισμού. Δημιουργούν έντεχνα ένα φαύλο κύκλο στον οποίο οι ίδιοι απογοητεύουν τους εργαζόμενους προκηρύσσοντας κινητοποιήσεις εκ των προτέρων αποτυχημένες και μετά επικαλούνται την μη συμμετοχή των εργαζομένων για να δικαιολογήσουν την δική τους αδράνεια.
Χρόνια και χρόνια κρατάει αυτή η τακτική στα ηγετικά όργανα των Ομοσπονδιών και το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η παραμένει ακόμα και σε περιπτώσεις που η κατανομή των εδρών τους στις διάφορες συνδικαλιστικές παρατάξεις μπορεί να μεταβάλλεται πράγμα που επιτείνει την απογοήτευση των εργαζομένων. Από το πλαίσιο αυτό δεν ξεχωρίζουν στο παραμικρό και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που πρόσκεινται στο ΣΥΡΙΖΑ και που δεν τόλμησαν να πάρουν μια αγωνιστική πρωτοβουλία, έστω για να στηρίξουν την κυβέρνηση στις υποτιθέμενες «σκληρές διαπραγματεύσεις» που διεξήγαγε για να κρατήσει τις περιλάλητες «κόκκινες γραμμές» της. Φρόντισαν να αφήσουν ελεύθερο το πολιτικό πεδίο στην τρόικα, στο Eurogroup, στο ΔΝΤ και στα ΜΜΕ να βομβαρδίζουν τον Ελληνικό Λαό κάθε μέρα και με κάθε λογής εκβιασμούς.
Αν μάλιστα να παρατηρήσει κανείς και σκεφτεί ποιες άλλες εναλλακτικές λύσεις προτείνονται στους εργαζόμενους, θα κατανοήσει αμέσως και την μη συμμετοχή τους σε κινητοποιήσεις.
Το ΠΑΜΕ ανίκανο να πάρει μια αγωνιστική πρωτοβουλία αναγκάζεται να ακολουθεί τις απεργιακές «τουφεκιές» των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και απλά καλεί τους εργαζόμενους σε ξεχωριστές συγκεντρώσεις και πορείες κάτω από τις σημαίες του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ. Καλεί τους εργαζόμενους να ανατρέψουν τους δοσμένους συσχετισμούς υπέρ του ΠΑΜΕ ώστε το συνδικαλιστικό κίνημα να ακολουθεί την γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ εν ονόματι της εργατικής τάξης. Η γραμμή αυτή ακολουθείται με συνέπεια εδώ και πολλά χρόνια, αλλά κανένα θετικό αποτέλεσμα δεν προέκυψε για τους εργαζόμενους και κανένα αντιλαϊκό μέτρο δεν έγινε δυνατό να αποκρουστεί όπως είναι φυσικό.
Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά (κυρίως ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ) δείχνουν επίσης ανίκανες να πάρουν κάποιες αγωνιστικές πρωτοβουλίες που να προκαλούν ένα πολιτικό γεγονός ικανό να ταρακουνήσει την κυβέρνηση και το κοινοβουλευτικό σκηνικό. Καλούν τους εργαζόμενους σε μαζική συμμετοχή στην απεργία για να «διατρανώσουν την αντίθεσή τους στα αντιλαϊκά μέτρα» (λες και αυτό από μόνο του θα ήταν ικανό σήμερα να κάνει τους ΣΥΡΙΖΑΊΟΥΣ, Νεοδημοκράτες, και Πασόκους βουλευτές να χάσουν τον ύπνο τους από ντροπή μετά από τόσα που έχουν κάνει χωρίς να ντρέπονται), και προβάλλουν την προοπτική της ανατροπής του συσχετισμού των δυνάμεων στα ηγετικά συνδικαλιστικά όργανα υπέρ των «συνεπών ταξικών δυνάμεων». Ξεχνούν, η θέλουν να ξεχνούν βέβαια, ότι όσο αφήνεις σε συμβιβασμένες ηγεσίες την πρωτοβουλία να προκηρύσσουν δήθεν «αγώνες» για την τιμή των όπλων, αυτές θα επιδρούν στη συνείδηση των εργαζομένων πολύ περισσότερο από τις εκκλήσεις σου για ανατροπή αυτού του σκηνικού. Γιατί η ανατροπή του σκηνικού αυτού απαιτεί ενέργειες και αγωνιστικές πρωτοβουλίες που να το ξεπερνούν και να του αφαιρούν την πρωτοβουλία. Γι αυτό και η γραμμή αυτή δεν μπόρεσε να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση στα τρία μνημόνια και τον αντιλαϊκό ορυμαγδό των τελευταίων χρόνων.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη μεγάλη αλήθεια που φαίνεται να ωριμάζει γρήγορα στη συνείδηση των εργαζομένων, που όμως δεν έχει μπορέσει να βγει στην πολιτική επιφάνεια είτε γιατί δεν υπάρχουν «μάτια» ικανά να την δουν και «αυτιά» ικανά να την ακούσουν, είτε γιατί η αλήθεια αυτή φοβίζει. Η αλήθεια αυτή είναι, ότι σήμερα η απόκρουση της επίθεσης του Ευρωπαϊκού Κεφαλαίου στα δικαιώματα των εργαζομένων, η ανάγκη για την προβολή των αναγκών της εργασίας σε πολιτικό επίπεδο, η ανάγκη για την εμφάνιση μιας πολιτικής που θα θέτει στο επίκεντρο των πολιτικών προτεραιοτήτων τις ανάγκες της εργασίας απέναντι στις πολιτικές του «βιώσιμου χρέους», απαιτούν διεργασίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τόσο τις δυνατότητες του συνδικαλιστικού κινήματος όσο και τις δυνατότητες του ίδιου του Αστικού Κοινοβουλευτισμού. Τα ίδια τα όρια των συνδικαλιστικών οργάνων δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν την επεξεργασία και αγωνιστική προβολή εργατικής πολιτικής απέναντι στην πολιτική του χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου. Αλλά ούτε και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες φαίνονται ικανές να δημιουργήσουν ένα πολιτικό σχηματισμό που θα μπορούσε να προκαλέσει πολιτικές ανατροπές «εν ονόματι» της εργατικής τάξης.
Κάθε μέρα και περισσότερο στη συνείδηση των εργαζομένων ωριμάζει η αλήθεια ότι η προβολή των αναγκών της εργασίας σε επίπεδο Ελληνικής αλλά και Ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, είναι μια υπόθεση που τόσο από πλευράς συγκρότησης πολιτικού προγράμματος όσο και από πλευράς οργανωτικής συγκρότησης, πρέπει να ξεκινήσει και να διεξαχθεί μέχρι τέλους από την ίδια την εργατική τάξη και όχι σε άλλα κομματικά η παραγοντικά κέντρα εν ονόματι της.
Η ωρίμανση αυτή της αλήθειας θα γίνει με ρυθμό χιονοστιβάδας αν μια πρώτη ομάδα πρωτοπόρων εργαζομένων απ όλη τη χώρα πάρει την πανελλαδική πρωτοβουλία να υπερβεί τα εμπόδια των συνδικαλιστικών οργάνων που είναι υποταγμένα στη λογική των πολιτικών του σύγχρονου «φιλελευθερισμού», και να οργανώσει μια πρώτη διάσκεψη που να εκπονήσει μια πολιτική διακήρυξη που να καλεί τους εργαζόμενους όλης της χώρας να πραγματοποιήσουν τοπικές και κλαδικές επαγγελματικές συνδιασκέψεις. Εκεί οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα συζητήσουν στην βάση μιας πολιτικής που θα θέτει στο επίκεντρο τις ανάγκες της εργασίας και θα αντιπαρατίθεται στις ανάγκες των «βιώσιμων χρεών» του κεφαλαίου και στη συνέχεια θα εκλέγουν αντιπρόσωπους για μια εκλεγμένη πλέον πανελλαδική συνδιάσκεψη που θα αποφασίσει το πολιτικό και αγωνιστικό πρόγραμμα δράσης. Μια τέτοια κίνηση είναι ικανή να δώσει ελπίδα και προοπτική στον αγώνα των εργαζομένων, που πηγάζει μέσα από τις δικές τους δυνάμεις και δυνατότητες, που δίνει την δυνατότητα στους ίδιους να πάρουν την πολιτική πρωτοβουλία, και τελικά είναι ικανή να ξεπεράσει την απογοήτευση και να τους εντάξει μαζικά σε αγωνιστική δράση.
Και ιδού πεδίον λαμπρόν για κόμματα της αριστεράς (μαχόμενης, επαναστατικής, κομμουνιστικής) να πρωτοπορήσουν σε τέτοιες διεργασίες, τόσο στη συγκρότηση πολιτικής πλατφόρμας όσο και στο οργανωτικό ξεπέρασμα εμποδίων.
Την Τετάρτη στις 17 του Μαη η ΓΣΕΕ η ΑΔΕΔΥ και άλλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες έχουν κηρύξει άλλη μία από τις γνωστές 24ωρες πανεργατικές απεργίες, με τα ίδια γνωστά εδώ και χρόνια χαρακτηριστικά. Διαμαρτυρία κατόπιν εορτής, αφού τα αντεργατικά μέτρα που προβλέπει η νέα αντιλαϊκή επίθεση θα έχουν ψηφιστεί στη Βουλή, διαμαρτυρία ξεκάρφωτη χωρίς καμιά διάθεση να εμποδιστεί είτε η υπερψήφιση είτε η εφαρμογή τους. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες αφού φροντίσουν ώστε κυβέρνηση, και βουλευτές που πρόκειται να ψηφίσουν μια τέτοια αντεργατική λαίλαπα να μην νοιώθουν κάποια πίεση από τους ψηφοφόρους τους στο λαό, αλλά μοναχά από τα επιτελεία της Ευρωζώνης και του ΔΝΤ, μετά προσπαθούν να δείξουν ότι προέβαλαν κάποια αντίσταση, ότι δεν είναι πια και υποχείρια του κεφαλαίου, για να διαιωνίζουν την παρουσία τους στα ηγετικά κλιμάκια του Συνδικαλισμού. Δημιουργούν έντεχνα ένα φαύλο κύκλο στον οποίο οι ίδιοι απογοητεύουν τους εργαζόμενους προκηρύσσοντας κινητοποιήσεις εκ των προτέρων αποτυχημένες και μετά επικαλούνται την μη συμμετοχή των εργαζομένων για να δικαιολογήσουν την δική τους αδράνεια.
Χρόνια και χρόνια κρατάει αυτή η τακτική στα ηγετικά όργανα των Ομοσπονδιών και το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η παραμένει ακόμα και σε περιπτώσεις που η κατανομή των εδρών τους στις διάφορες συνδικαλιστικές παρατάξεις μπορεί να μεταβάλλεται πράγμα που επιτείνει την απογοήτευση των εργαζομένων. Από το πλαίσιο αυτό δεν ξεχωρίζουν στο παραμικρό και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που πρόσκεινται στο ΣΥΡΙΖΑ και που δεν τόλμησαν να πάρουν μια αγωνιστική πρωτοβουλία, έστω για να στηρίξουν την κυβέρνηση στις υποτιθέμενες «σκληρές διαπραγματεύσεις» που διεξήγαγε για να κρατήσει τις περιλάλητες «κόκκινες γραμμές» της. Φρόντισαν να αφήσουν ελεύθερο το πολιτικό πεδίο στην τρόικα, στο Eurogroup, στο ΔΝΤ και στα ΜΜΕ να βομβαρδίζουν τον Ελληνικό Λαό κάθε μέρα και με κάθε λογής εκβιασμούς.
Αν μάλιστα να παρατηρήσει κανείς και σκεφτεί ποιες άλλες εναλλακτικές λύσεις προτείνονται στους εργαζόμενους, θα κατανοήσει αμέσως και την μη συμμετοχή τους σε κινητοποιήσεις.
Το ΠΑΜΕ ανίκανο να πάρει μια αγωνιστική πρωτοβουλία αναγκάζεται να ακολουθεί τις απεργιακές «τουφεκιές» των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και απλά καλεί τους εργαζόμενους σε ξεχωριστές συγκεντρώσεις και πορείες κάτω από τις σημαίες του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ. Καλεί τους εργαζόμενους να ανατρέψουν τους δοσμένους συσχετισμούς υπέρ του ΠΑΜΕ ώστε το συνδικαλιστικό κίνημα να ακολουθεί την γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ εν ονόματι της εργατικής τάξης. Η γραμμή αυτή ακολουθείται με συνέπεια εδώ και πολλά χρόνια, αλλά κανένα θετικό αποτέλεσμα δεν προέκυψε για τους εργαζόμενους και κανένα αντιλαϊκό μέτρο δεν έγινε δυνατό να αποκρουστεί όπως είναι φυσικό.
Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά (κυρίως ΛΑΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ) δείχνουν επίσης ανίκανες να πάρουν κάποιες αγωνιστικές πρωτοβουλίες που να προκαλούν ένα πολιτικό γεγονός ικανό να ταρακουνήσει την κυβέρνηση και το κοινοβουλευτικό σκηνικό. Καλούν τους εργαζόμενους σε μαζική συμμετοχή στην απεργία για να «διατρανώσουν την αντίθεσή τους στα αντιλαϊκά μέτρα» (λες και αυτό από μόνο του θα ήταν ικανό σήμερα να κάνει τους ΣΥΡΙΖΑΊΟΥΣ, Νεοδημοκράτες, και Πασόκους βουλευτές να χάσουν τον ύπνο τους από ντροπή μετά από τόσα που έχουν κάνει χωρίς να ντρέπονται), και προβάλλουν την προοπτική της ανατροπής του συσχετισμού των δυνάμεων στα ηγετικά συνδικαλιστικά όργανα υπέρ των «συνεπών ταξικών δυνάμεων». Ξεχνούν, η θέλουν να ξεχνούν βέβαια, ότι όσο αφήνεις σε συμβιβασμένες ηγεσίες την πρωτοβουλία να προκηρύσσουν δήθεν «αγώνες» για την τιμή των όπλων, αυτές θα επιδρούν στη συνείδηση των εργαζομένων πολύ περισσότερο από τις εκκλήσεις σου για ανατροπή αυτού του σκηνικού. Γιατί η ανατροπή του σκηνικού αυτού απαιτεί ενέργειες και αγωνιστικές πρωτοβουλίες που να το ξεπερνούν και να του αφαιρούν την πρωτοβουλία. Γι αυτό και η γραμμή αυτή δεν μπόρεσε να προβάλλει την παραμικρή αντίσταση στα τρία μνημόνια και τον αντιλαϊκό ορυμαγδό των τελευταίων χρόνων.
Αλλά υπάρχει και μια άλλη μεγάλη αλήθεια που φαίνεται να ωριμάζει γρήγορα στη συνείδηση των εργαζομένων, που όμως δεν έχει μπορέσει να βγει στην πολιτική επιφάνεια είτε γιατί δεν υπάρχουν «μάτια» ικανά να την δουν και «αυτιά» ικανά να την ακούσουν, είτε γιατί η αλήθεια αυτή φοβίζει. Η αλήθεια αυτή είναι, ότι σήμερα η απόκρουση της επίθεσης του Ευρωπαϊκού Κεφαλαίου στα δικαιώματα των εργαζομένων, η ανάγκη για την προβολή των αναγκών της εργασίας σε πολιτικό επίπεδο, η ανάγκη για την εμφάνιση μιας πολιτικής που θα θέτει στο επίκεντρο των πολιτικών προτεραιοτήτων τις ανάγκες της εργασίας απέναντι στις πολιτικές του «βιώσιμου χρέους», απαιτούν διεργασίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τόσο τις δυνατότητες του συνδικαλιστικού κινήματος όσο και τις δυνατότητες του ίδιου του Αστικού Κοινοβουλευτισμού. Τα ίδια τα όρια των συνδικαλιστικών οργάνων δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν την επεξεργασία και αγωνιστική προβολή εργατικής πολιτικής απέναντι στην πολιτική του χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου. Αλλά ούτε και οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες φαίνονται ικανές να δημιουργήσουν ένα πολιτικό σχηματισμό που θα μπορούσε να προκαλέσει πολιτικές ανατροπές «εν ονόματι» της εργατικής τάξης.
Κάθε μέρα και περισσότερο στη συνείδηση των εργαζομένων ωριμάζει η αλήθεια ότι η προβολή των αναγκών της εργασίας σε επίπεδο Ελληνικής αλλά και Ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, είναι μια υπόθεση που τόσο από πλευράς συγκρότησης πολιτικού προγράμματος όσο και από πλευράς οργανωτικής συγκρότησης, πρέπει να ξεκινήσει και να διεξαχθεί μέχρι τέλους από την ίδια την εργατική τάξη και όχι σε άλλα κομματικά η παραγοντικά κέντρα εν ονόματι της.
Η ωρίμανση αυτή της αλήθειας θα γίνει με ρυθμό χιονοστιβάδας αν μια πρώτη ομάδα πρωτοπόρων εργαζομένων απ όλη τη χώρα πάρει την πανελλαδική πρωτοβουλία να υπερβεί τα εμπόδια των συνδικαλιστικών οργάνων που είναι υποταγμένα στη λογική των πολιτικών του σύγχρονου «φιλελευθερισμού», και να οργανώσει μια πρώτη διάσκεψη που να εκπονήσει μια πολιτική διακήρυξη που να καλεί τους εργαζόμενους όλης της χώρας να πραγματοποιήσουν τοπικές και κλαδικές επαγγελματικές συνδιασκέψεις. Εκεί οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα συζητήσουν στην βάση μιας πολιτικής που θα θέτει στο επίκεντρο τις ανάγκες της εργασίας και θα αντιπαρατίθεται στις ανάγκες των «βιώσιμων χρεών» του κεφαλαίου και στη συνέχεια θα εκλέγουν αντιπρόσωπους για μια εκλεγμένη πλέον πανελλαδική συνδιάσκεψη που θα αποφασίσει το πολιτικό και αγωνιστικό πρόγραμμα δράσης. Μια τέτοια κίνηση είναι ικανή να δώσει ελπίδα και προοπτική στον αγώνα των εργαζομένων, που πηγάζει μέσα από τις δικές τους δυνάμεις και δυνατότητες, που δίνει την δυνατότητα στους ίδιους να πάρουν την πολιτική πρωτοβουλία, και τελικά είναι ικανή να ξεπεράσει την απογοήτευση και να τους εντάξει μαζικά σε αγωνιστική δράση.
Και ιδού πεδίον λαμπρόν για κόμματα της αριστεράς (μαχόμενης, επαναστατικής, κομμουνιστικής) να πρωτοπορήσουν σε τέτοιες διεργασίες, τόσο στη συγκρότηση πολιτικής πλατφόρμας όσο και στο οργανωτικό ξεπέρασμα εμποδίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου