Συνέντευξη της Johanna Brenner στον Γιώργο Σουβλή (μετάφραση: Barikat)
1) Θα θέλατε να παρουσιάσετε τον εαυτό σας εστιάζοντας στις διαμορφωτικές για σας εμπειρίες ( ακαδημαϊκές και πολιτικές) που σας έχουν επηρεάσει καθοριστικά ;
Μεγάλωσα σε μία ένθερμα φιλελεύθερη οικογένεια και παρέμεινα φιλελεύθερη έως ότου προσχώρησα στο κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Μέσω αυτού ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την ιδεολογία του Μαρξισμού και την αντι-ιμπεριαλιστική πολιτική του σοσιαλισμού του "τρίτου στρατοπέδου". Στο τέλος του 1960 ήμουνα μέλος της φοιτητικής αριστεράς που επιχείρησε να οργανώσει την εργατική τάξη. Ήμουνα φοιτήτρια στο UCLA. Οργανώσαμε φοιτητική υποστήριξη προς την απεργία του συνδικάτου Teamsters των οδηγών φορτηγών και είχαμε μία ομάδα που ονομαζόταν Επιτροπή Δράσης Φοιτητών Εργατών, με την οποία δημοσιεύαμε και μία εφημερίδα, την Picket Line, στην οποία καλύψαμε διαφορετικούς αγώνες των εργαζομένων και της κοινότητας του Λος Άντζελες. Άργησα αρκετά να ενστερνιστώ τον φεμινισμό, αλλά στη δεκαετία του 1970 ασχολήθηκα με μία σοσιαλιστική-φεμινιστική ομάδα που ονομαζόταν Carasa (Συνασπισμός για το δικαίωμα στην έκτρωση και κατά της κατάχρησης της στείρωσης) που ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη. Μερικοί φίλοι και σύντροφοι σχημάτισαν μια νέα ομάδα, που αποτελούσε ένα παράρτημα της Carasa στο Λος Άντζελες, και ήμασταν σε θέση να συνδεθούμε με έγχρωμες γυναίκες με ριζοσπαστική ιδεολογία, οργανώνοντας την κοινότητα γύρω από την κατάχρηση της στείρωσης στο Λος Άντζελες. Από εκείνο το σημείο και μετά, έχω καταπιαστεί διεξοδικά με τη μαρξιστική-φεμινιστική θεωρία και πολιτική.
Από το 1973, έχω υπάρξει μέλος διαφόρων επαναστατικών σοσιαλιστικών ομάδων, γεγονός που πιστεύω ότι συνέβαλλε καθοριστικά στο να διατηρηθώ πολιτικά γειωμένη όσο εργαζόμουν στον ακαδημαϊκό χώρο. Οι περισσότερες από τις καθοριστικές διανοητικές εμπειρίες μου έχουν προκύψει από τις θεωρητικές και πολιτικές συζητήσεις στις οποίες έχω εμπλακεί ως σοσιαλίστρια-φεμινίστρια διανοούμενη. Ο φεμινισμός άνοιξε πολλά ερωτήματα για μένα αναφορικά με τις ιδέες και τις οργανωτικές πρακτικές που λαμβάναμε ως δεδομένες στην επαναστατική αριστερά. Νιώθω πολύ τυχερή που δίδαξα ως ακαδημαϊκός στο αντικείμενο των γυναικείων σπουδών.
Κατά τα πρώτα χρόνια διδασκαλίας στο προαναφερθέν αντικείμενο, επωφελήθηκα ιδιαιτέρως από τις ευγενικές κριτικές των μαθητών μου, καθώς και από τον ενθουσιασμό τους για τα νέα ρεύματα φεμινισμού που επικεντρώνονται στον ρατσισμό, την αποικιοκρατία και την queer σεξουαλικότητα. Λόγω αυτής μου της εμπειρίας ήμουν πάντα εχθρική ως προς την αντιδιαστολή της "ταξικής πολιτικής" με την "πολιτική των ταυτοτήτων". Όχι ότι μία απλουστευτική αναγωγιστική προσέγγιση του φύλου στην τάξη ή μία φιλελεύθερη πολιτική που εστιάζει αποκλειστικά στις ταυτότητες δεν είναι προβληματικές – φυσικά και είναι ιδιαίτερα καταστροφικές. Αλλά νιώθω ιδιαίτερη ενθάρρυνση παρατηρώντας ότι στην πρόσφατη αναβίωση του επαναστατικού/ριζοσπαστικού ακτιβισμού, υπάρχει μία σαφής απόρριψη των δύο αυτών πόλων
καθώς και μία προθυμία εκ μέρους των νεότερων ριζοσπαστών να αναζητούν πιο περιεκτικά αναλυτικά πλαίσια που να ενημερώνουν την πολιτική τους δράση.
2) Στα γραπτά σας της δεκαετίας του 1980, υιοθετήσατε μία υλιστική προσέγγιση προκειμένου να εξηγήσετε τις καταβολές και τις σύγχρονες μορφές καταπίεσης των γυναικών, τονίζοντας το βιολογικό παράγοντα και τον επικαθορισμό του καταμερισμού εργασίας με βάση το φύλο, ως απότοκα του τοκετού και του θηλασμού. Διατηρείτε ακόμα αυτή την αναλυτική προσέγγιση; Θα θέλατε να επεξεργαστείτε περισσότερο αυτή την υλιστική προσέγγιση; Τι συνεπάγεται;
Εξακολουθώ να υιοθετώ ένα Μαρξιστικό υλιστικό θεωρητικό πλαίσιο. Ο Μαρξιστικός φεμινισμός έχει ως αφετηριακό σημείο εκκίνησης αυτό του Μαρξ - τη συλλογική εργασία. Τα ανθρώπινα όντα πρέπει να οργανώσουν την εργασία κοινωνικά, προκειμένου να παράγουν ότι χρειάζονται για να επιβιώσουν. Η οργάνωση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, κατά συνέπεια, διαμορφώνει την οργάνωση του συνόλου της κοινωνικής ζωής. Ενώ ο Μαρξ εστίαζε στην παραγωγή αγαθών, οι μαρξίστριες φεμινίστριες πρόσθεσαν στην κοινωνικά αναγκαία εργασία, την αναπαραγωγή των ανθρώπων – όχι μόνο στην σχέση μεταξύ γενεών με τη βιολογική αναπαραγωγή αλλά και σε σχέση με την καθημερινότητα – κάτι που αποκαλούμε ‘’κοινωνική αναπαραγωγή’’. Αυτό δεν έχει ως μοναδικό σκοπό το να ‘’συμπεριλάβουμε’’ τις γυναίκες στην μαρξιστική ανάλυση, επειδή ο καταμερισμός εργασίας βάσει φύλου στην κοινωνική αναπαραγωγή αναθέτει στις γυναίκες την ευθύνη για το έργο αυτό. Μας βοηθάει επίσης να δούμε την ‘’υλιστική θεμελίωση’’, την καθοριστική λογική, αν θέλετε, πίσω από τις επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι, κάτι που μου αρέσει να αποκαλώ τα ‘’σχέδια επιβίωσής’ τους. Έτσι, μια φεμινιστική υλιστική ανάλυση δεν εστιάζει μόνο στον καταναγκασμό της μισθωτής εργασίας μέσα στον καπιταλισμό, αλλά και στους περιορισμούς που τίθενται στις προσωπικές μας ζωές από τις δομές της κοινωνικής αναπαραγωγής, που με τη σειρά τους διαμορφώνονται από τα καθεστώτα της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τις απαιτήσεις της αέναης δημιουργίας κέρδους. Αυτό δεν είναι ούτε αποκλειστικά ούτε κατά βάση ζήτημα βούλησης της καπιταλιστικής τάξης. Είναι ζήτημα των θεμελιωδών δομών της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας, και πως αυτές μπορούν να διανοίξουν κάποιες δυνατότητες για αγώνα, καθώς και να περιορίσουν κάποιες άλλες. Αυτές οι δυνατότητες μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου καθώς η καπιταλιστική ανάπτυξη μεταλλάσσει τις συνθήκες (για το καλύτερο ή για το χειρότερο) που διαμορφώνουν τα σχέδια επιβίωσης μας, καθώς και τη δράση μας τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Οι φεμινίστριες έχουν αναλύσει διεξοδικά τους λόγους επί της διαφοράς των φύλων καθώς και τον τρόπο με τον οποίο έχουν ριζωθεί βαθιά στον πολιτισμό και στις υποκειμενικότητές μας. Παρ’ότι οι λόγοι επί των φύλων έχουν σίγουρα κάποια επίδραση, η Μαρξιστική φεμινιστική προσέγγιση προσθέτει το στοιχείο της θεμελίωσης τους στην καθημερινότητα, χωρίς την οποία οι ιδέες αυτές δεν μπορούν να διατηρηθούν. Αυτή ήταν μια από τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του Μαρξ σε σχέση με τον 'φετιχισμό του εμπορεύματος' στον καπιταλισμό. Αυτός ο τρόπος κατανόησης του κόσμου των ανθρωπίνων σχέσεων, υποστήριξε ο Μαρξ, είναι μια αντανάκλαση της έμμισθης σχέσης στην εμπορευματική παραγωγή. Δεν αποτελεί μια ‘’ψευδή συνείδηση’’ με την έννοια των ιδεών που επιβάλλονται από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Αποτελεί περισσότερο μια κοσμοθεωρία που εκφράζει, ή συνάδει με πραγματική εμπειρία, υπό το πλαίσιο των σχέσεων που επιβάλλονται από την εμπορευματική μορφή.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ιδέες γύρω από τη διαφορετικότητα των φύλων είναι τόσο ισχυρές επειδή είναι θεμελιωμένες στο φυλετικό καταμερισμό της εργασίας, εντός της κοινωνικής αναπαραγωγής. Με τη σειρά του, ο φυλετικός καταμερισμός εργασίας, αναπαράγεται στις δομές των οικογενειακών νοικοκυριών, όχι μόνο εξαιτίας των πολιτιστικών παραδοχών και των κοινωνικών πιέσεων, αλλά και εξαιτίας της ιδιωτικοποίηση της ευθύνης για την εργασία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η αδυναμία της κοινωνικοποίησης της πρόνοιας στον καπιταλισμό εκλογικεύει, καθιστώντας την εύλογη ακόμη και παραγωγική, την συζήτηση για τη διαφορετικότητα των φύλων.
Το ότι ο καπιταλισμός τείνει να ιδιωτικοποιήσει την κοινωνική αναπαραγωγή αποτελεί μία γενίκευση. Συνοπτικά ωστόσο, οι καπιταλιστές εργοδότες αντιστέκονται στην πληρωμή φόρων για την υποστήριξη δημοσίων προγραμμάτων. Επιπλέον, επειδή οι εργοδότες, και όχι οι εργαζόμενοι, ελέγχουν τον τρόπο που συντονίζεται η εργασία, και επειδή είναι οι ίδιοι που επιχειρούν να εξάγουν όσο το δυνατόν περισσότερη εργατική υπεραξία, οι ανθρώπινες ανάγκες –και ιδιαίτερα οι ανάγκες ανθρώπων που δεν χρησιμοποιούνται από τους καπιταλιστές– είναι αδύνατο να ενσωματωθούν στην οργάνωση της παραγωγής. Σε καμία καπιταλιστική κοινωνία δεν οργανώνεται η παραγωγή έτσι ώστε να λαμβάνει υπ’όψιν της και να υποστηρίξει ενεργά την κοινωνικά αναγκαία εργασία της πρόνοιας. Ακόμα και τα περισσότερο ‘’φιλικά προς την οικογένεια’’ καθεστώτα κοινωνικής πρόνοιας, όπως είναι η Σουηδία, δεν επεμβαίνουν στις πολιτικές απασχόλησης των ιδιωτικών εταιρειών. Καπιταλιστικές κοινωνίες με πολύ ισχυρότερα κράτη πρόνοιας από ότι οι Η.Π.Α., συνεχίζουν να τοποθετούν το μεγαλύτερο βάρος της πρόνοιας, εντός των επιμέρους νοικοκυριών. Και φυσικά, στο πλαίσιο του καθεστώτος λιτότητας που υπάρχει αυτή τη στιγμή, ακόμα και όπου υπάρχουν κοινωνικά προγράμματα συρρικνώνονται, με αποτέλεσμα οι νέοι εργαζόμενοι να είναι αποκλεισμένοι από τα οφέλη αυτά καθώς και από την εργασία πλήρης απασχόλησης, ενώ οι περισσότερες οικογένειες αγωνίζονται να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν αξίζει να αγωνιζόμαστε για τις ‘’φιλικές προς την οικογένεια’’ διεκδικήσεις προς τους εργοδότες, καθώς και για τα αντίστοιχα δημόσια προγράμματα. Τα προγράμματα αυτά, βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής των εργαζόμενων γυναικών. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μία φεμινιστική κριτική σύμφωνα με την οποία, οι ‘’φιλικές προς την οικογένεια’’ πολιτικές, τείνουν να επιδεινώνουν τον επαγγελματικό διαχωρισμό βάσει φύλου και να περιορίζουν την γυναικεία απασχόληση στον λιγότερο φιλικό προς την οικογένεια εργασιακό τομέα του ιδιωτικού τομέα, ενώ αναπαράγουν τον καταμερισμό της εργασίας βάσει φύλου στο νοικοκυριό αλλά και στις επαγγελματικές δομές. Αυτό ισχύει ακόμα και για τη Σουηδία, όπου το κράτος προσφέρει επιπλέον μήνες αμειβόμενης γονικής άδειας στις οικογένειες, εάν τις λαμβάνουν οι άντρες.
Τώρα, για να επανέλθω στην ερώτηση σας, το άρθρο στο οποίο αναφέρεστε καταπιανόταν με ένα ερώτημα που απασχολούσε τις φεμινίστριες τη δεδομένη στιγμή : δεδομένου ότι ο καπιταλισμός κατέστρεψε την υλιστική βάση του πατριαρχικού ελέγχου πάνω στις γυναίκες και τα παιδιά (ατομική ιδιοκτησία ανδρών) στα πλαίσια μίας πολιτικής οικονομίας όπου η παραγωγή οργανώνεται μέσω του νοικοκυριού, τουλάχιστον για την εργατική τάξη, πως μπορούμε να εξηγήσουμε την καταπίεση των γυναικών στον καπιταλισμό; Πολλές φεμινίστριες εστιάζουν στο διαχωρισμό της εργασίας βάσει φύλου, εντός του μοντέλου της πυρηνικής οικογένειας υποστηρίζοντας ότι οι νόμοι, τα πολιτιστικά πρότυπα και οι κοινωνικές προσδοκίες που απέκλειαν τις γυναίκες από την ισότιμη συμμετοχή στην οικονομική και πολιτική ζωή, ήταν μία συνέπεια της ανάθεσης της εργασίας της φροντίδας του σπιτιού στις γυναίκες. Αυτό είναι σωστό, αλλά πως να το εξηγήσουμε;
Μερικές γυναίκες υποστήριξαν ότι ο περιορισμός των γυναικών στο σπίτι συνέφερε τον καπιταλισμό, καθώς η εργασία τους ήταν μη αμειβόμενη. Μερικές φεμινίστριες υποστήριξαν ότι ήταν το προϊόν μιας συμφωνίας μεταξύ της εργατικής τάξης των ανδρών και των εργοδοτών: oι άνδρες θα κερδίζουν έναν ‘’οικογενειακό μισθό’’ και ως εκ τούτου, θα είναι σε θέση να ασκούν τα ίδια προνόμια με τις ‘’ηγέτιδες των νοικοκυριών’’ ως αστοί άνδρες. Μερικές φεμινίστριες υποστήριξαν ότι οι ιδέες της διαφορετικότητας των φύλων, σχετικά με την ‘’φυσική’’ σύνδεση των γυναικών με την οικογενειακή ζωή, καθώς είναι ενταγμένες στις υποκειμενικότητές μας, αποτελούν το κλειδί για την εμφάνιση αυτής της μορφής οικογένειας. Βρήκα όλες αυτές τις εξηγήσεις εν μέρει αληθινές αλλά ανεπαρκείς. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα περίπλοκο θέμα, για το οποίο δεν μπορώ να επιχειρηματολογήσω πλήρως εδώ, αλλά θα πω απλά ότι ένιωσα πως αυτές οι εξηγήσεις δεν έλαβαν επαρκώς υπ’όψιν τους τι θα μπορούσαν να έχουν οι γυναίκες. Ειδικά όσον αφορά την κατηγορία των γυναικών που ανήκουν στην εργατική τάξη, δεν έχει ληφθεί υπ’όψιν το πως οι άντρες επέβαλλαν την οικογενειακή ζωή στις γυναίκες. Αυτό με έφερε στο ρόλο της βιολογίας. Το επιχείρημα μου δεν είναι ότι ο τοκετός και ο θηλασμός ήταν ή και είναι εγγενώς ασυμβίβαστα με τη συμμετοχή των γυναικών στη μισθωτή εργασία. Αλλά οι δρακόντειες συνθήκες εργασίας που χαρακτήριζαν την εργοστασιακή παραγωγή το 19ο και τον 20ο αιώνα, ώθησαν τις γυναίκες μακριά από την μισθωτή αγορά εργασίας, από τη στιγμή που κυοφορούσαν. Μόνο οι μητέρες που δεν είχαν άλλη επιλογή συνέχιζαν να συμμετέχουν στη μισθωτή εργασία. Σε πολλά νοικοκυριά της εργατικής τάξης με οικονομικές δυσκολίες, τα παιδιά εισάγονταν στην έμμισθη αγορά εργασίας πριν από τις μητέρες. Έτσι, θεώρησα σημαντικό να λάβουμε υπ’όψιν ότι ενδεχομένως πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης μπορεί να προτιμούσαν έναν "αντρικό" οικογενειακό μισθό συγκρίσει με τις εναλλακτικές που είχαν. Σκεφτείτε το, ακόμα και σήμερα, όταν οι γυναίκες έχουν ένα η δύο παιδιά , και η θηλασμός αποτελεί μία επιλογή και όχι ένα αιτούμενο, το να είσαι μητέρα και έμμισθη εργαζόμενη δεν είναι εύκολο. Και μετά, φυσικά, υπάρχουν όλες οι υπόλοιπες ανθρώπινες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου βίου. Η ανατροφή των παιδιών απαιτεί έντονη κοινωνική αλληλεπίδραση, ενώ οι μεγαλύτεροι άνθρωποι γίνονται πιο αδύναμοι και οι ενήλικες αρρωσταίνουν. Όλοι χρειάζονται οικειότητα και συναισθηματική υποστήριξη. Στη συνέχεια, υπάρχει και το έργο της καθημερινής αναπαραγωγής των εαυτών μας – ψώνια, μαγείρεμα, καθαριότητα κ.ο.κ.
Ιστορικά, ο καταμερισμός της εργασίας βάσει φύλου είναι το συγκυριακό αποτέλεσμα του αγώνα, αλλά παραφράζοντας το Μαρξ, όσο οι γυναίκες παράγουν τη συλλογική τους ιστορία, δεν το κάνουν κάτω από συνθήκες που εκείνες επιλέγουν. Η δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής θέτει όρια και δημιουργεί ευκαιρίες για πολιτική δράση. Με την πάροδο του χρόνου, η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει αλλάξει τις πιθανές δυνατότητες, και βλέπουμε μετά τα μέσα του 20ου αιώνα, την έκρηξη της διαμαρτυρίας των γυναικών.
Εν μέρει ως αποτέλεσμα των νομικών και πολιτιστικών αλλαγών που κέρδισε ο φεμινισμός του 20ου αιώνα και εν μέρει ως αποτέλεσμα της επίθεσης των εργοδοτών απέναντι στον "άντρα κουβαλητή", ο καταμερισμός της εργασίας ανά φύλο εντός του νοικοκυριού μετατοπίζεται σημαντικά – οι μητέρες είναι μισθωτές εργαζόμενες, και σε μερικές οικογένειές οι πατέρες και όχι οι μητέρες είναι οι βασικοί πάροχοι φροντίδας. Παρόλα αυτά, οι γυναίκες εξακολουθούν να ορίζουν τη συμμετοχή τους στη μισθωτή εργασία γύρω από τις ανάγκες και τη φροντίδα των παιδιών. Για παράδειγμα , το 2015, μεταξύ των πατεράδων των παιδιών ηλικίας κάτω από 6 χρονών, σχεδόν το 90% ήταν μισθωτοί εργάτες πλήρους απασχόλησης, ενώ μόλις το 44% των γυναικών με παιδιά κάτω των 6 ετών εργάζονται σε πλήρη απασχόληση. Οι άντρες έχουν αυξήσει το μερίδιό τους στην οικιακή εργασία, αλλά οι γυναίκες εξακολουθούν να κάνουν το μεγαλύτερο μέρος της.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μοιραστεί εξίσου η μισθωτή και η οικιακή εργασία. Και πράγματι, στις ΗΠΑ, όταν τα ζευγάρια μετακινούνται προς μία σχέση ισότητας, το κάνουν βασιζόμενοι στην πιο χαμηλόμισθη εργασία των γυναικών – όχι μόνο στην πληρωμένη εργασία στο σπίτι όπως για τις νταντάδες και τις καθαρίστριες που αποτελεί αμειβόμενη εργασία εντός του νοικοκυριού, αλλά και στην εργασία που τελείται έξω από το σπίτι σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας όπως οι βρεφονηπιακοί σταθμοί και τα γηροκομεία, σε βοηθούς υγείας εντός και εκτός του σπιτιού για τους ηλικιωμένους, καθώς και στην παραγωγή φθηνών βασικών προϊόντων που υποκαθιστούν την οικιακή εργασία, όπως fast-food και έτοιμα γεύματα.
Τα περισσότερα νοικοκυριά δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά την πρόσληψη ακόμη και χαμηλά αμειβομένων οικιακών εργαζομένων, έτσι εξισορροπούν την φροντίδα των παιδιών και την έμμισθη εργασία με την εργασία μερικής απασχόλησης, την εκ περιτροπής εργασία, καθώς και με άτυπες συμφωνίες με την οικογένεια και τους γείτονες. Εναλλακτικά, βασίζονται σε άλλους χαμηλόμισθους εργαζομένους και σε φθηνές υπηρεσίες – με προβλήματα έλλειψης προσωπικού, χαμηλής ποιότητας κέντρα παιδικής φροντίδας με κερδοσκοπικούς σκοπούς και καταπονημένους πάροχους ημερήσιας φροντίδας.
Φυσικά, χάρη στο φεμινιστικό αγώνα, τα ιδανικά μας έχουν εξελιχθεί από την εποχή που συνοψίζονταν στο ρητό ‘’ ο πατέρας ξέρει καλύτερα’’. Αυτό είναι ιδιαίτερα καλό. Ωστόσο, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ιδεωδών της από κοινού οικιακής εργασίας και της πραγματικότητας των περισσότερων νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικότητας της μόνης μητέρας.
Και αυτό με φέρνει στην επόμενη ερώτησή σας.
3) Στο άρθρο σας, “Οι καλύτερες και οι χειρότερες στιγμές : ο φεμινισμός στις ΗΠΑ σήμερα” (1993), επιχειρείτε να ιστορικοποιήσετε τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του φεμινισμού στις ΗΠΑ κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Τα συμπεράσματά σας, επικεντρώνονται στις προοπτικές και το στρατηγικό προσανατολισμό του τρίτου φεμινιστικού κύματος. 23 χρόνια μετά τη δημοσίευση του άρθρου, ποιες από τις προοπτικές νομίζετε ότι έχουν εκπληρωθεί και ποια πολιτικά διακυβεύματα αυτού του κύματος παραμένουν ακόμη ανοικτά;
Τα κινήματα χειραφέτησης της δεκαετίας του 1960 και του 1970 ενάντια στην καταπίεση έφερε στο προσκήνιο ένα ευρύ φάσμα πολιτικής. Η όψη που κυριάρχησε ωστόσο, δεν ήταν ούτε αυτή του ριζοσπαστικού σοσιαλισμού, ούτε του κλασικού φιλελεύθερου φεμινισμού, αλλά αυτό που εγώ αποκαλώ φεμινισμό της κοινωνικής πρόνοιας. (Έξω από τις ΗΠΑ, όπου υπήρχαν πραγματικά αριστερά κόμματα και όπου σοσιαλιστικές πολιτικές συζητήσεις ήταν περισσότερο παρούσες, αυτή η πολιτική άποψη θα μπορούσε με μεγαλύτερη ακρίβεια να ονομαστεί σοσιαλδημοκρατικός φεμινισμός).
Οι φεμινίστριες της κοινωνικής πρόνοιας μοιράζονται την ίδια δέσμευση αναφορικά με το φιλελεύθερο φεμινισμό στα ατομικά δικαιώματα και στις ίσες ευκαιρίες, ωστόσο πηγαίνουν αρκετά παραπέρα. Προσβλέπουν σε ένα διευρυμένο και ενεργητικό κράτος το οποίο να είναι σε θέση να καταπιαστεί με τα προβλήματα των εργαζομένων γυναικών, προκειμένου να ελαφρύνουν το βάρος των διπλών ευθυνών των γυναικών, με την εργασία και τη φροντίδα των παιδιών, να βελτιώσουν την θέση των γυναικών και ιδιαίτερα των μητέρων στην αγορά εργασίας, να προσφέρουν δημόσιες υπηρεσίες οι οποίες να κοινωνικοποιούν την εργασία της φροντίδας, και για να επεκτείνουν την κοινωνική ευθύνη για τη φροντίδα (για παράδειγμα, μέσω της πληρωμένης γονεϊκής άδειας και μισθών σε γυναίκες που παράσχουν φροντίδα σε μέλη της οικογένειας).
Για να κερδηθούν τα αιτήματα αυτά ήταν απαραίτητη η αντιπαράθεση με την εξουσία της καπιταλιστικής τάξης. Ωστόσο, σχεδόν την ίδια στιγμή, που ο φεμινισμός κοινωνικής πρόνοιας ήταν πιο ισχυρός από ποτέ, στη δεκαετία του 1970, το τσουνάμι της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έφθασε φέρνοντας μαζί του την επίθεση των εργοδοτών ενάντια στους εργαζομένους, στους μισθούς και στις συνθήκες εργασίας - μια επίθεση που οξύνθηκε στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Αναγκαία προϋπόθεση για μία αποτελεσματική αντίσταση στην επίθεση αυτή είναι μία ευρεία, μαχητική, πολιτικά ριζοσπαστική ενότητα-ένας συνασπισμός των εργατικών συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων. Αντί αυτού, τα υπάρχοντα γραφειοκρατικά και μεριτοκρατικά συνδικάτα εκείνης της εποχής δεν είχαν ούτε το ενδιαφέρον ούτε την ικανότητα δημιουργίας κινημάτων οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένης και της υπεράσπισης των μελών τους.
Η αποτυχία υπεράσπισης της εργατικής τάξης ενάντια σε αυτή την επίθεση οδήγησε τελικά στην πολιτική μετατόπιση προς τα δεξιά στην Αμερική. Καθώς οι άνθρωποι πάλευαν να επιβιώσουν στη νέα παγκόσμια καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και οι συλλογικές δυνατότητες και η αλληλεγγύη καθίσταντο ανέφικτες, ο ανταγωνισμός και η ανασφάλεια αυξήθηκαν, τα πλάνα επιβίωσης έγιναν καθημερινότητα και έτσι άνοιξε η πόρτα για την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού ο οποίος ενσωμάτωσε το φιλελεύθερο φεμινισμό (και φιλελεύθερη "πολυπολιτισμικότητα") στην ολοένα και πιο κυρίαρχη αντίληψη.
Ενώ πολλές φεμινίστριες έχουν επικεντρωθεί στην ανάδυση της θρησκευτικής δεξιάς, νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε ότι εκπροσωπούν μία μικρή πολιτική μερίδα στις ΗΠΑ. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990 η θρησκευτική δεξιά κινητοποίησε σοβαρά και επικίνδυνα κινήματα ενάντια στη ΛΟΑΤ κοινότητα και ενάντια στην νόμιμη άμβλωση. Κατά την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, έχουν χάσει εντελώς τη μάχη για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
Για την πολιτική των αμβλώσεων, η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, η αξιοσημείωτη επιτυχία τους αφορά την ετήσια έγκριση του ομοσπονδιακού διατάγματος Hyde Amendment που απαγορεύει τη χρήση της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης για αμβλώσεις (που σημαίνει ότι οι γυναίκες με χαμηλό εισόδημα των οποίων η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εξαρτάται από κυβερνητικά προγράμματα πρέπει να πληρώσουν για τις αμβλώσεις τους). Από την άλλη πλευρά, η δεξιά έχασε τη μάχη για το “χάπι της επόμενης ημέρας”, το οποίο είναι σχετικά φθηνό και διαθέσιμο χωρίς ιατρική συνταγή. Η ιατρική άμβλωση (πρόκληση αποβολής με ιατρική συνταγή) είναι επίσης ευρέως διαθέσιμη. Έχουν μεγαλύτερη επιτυχία σε κρατικό επίπεδο οι προσπάθειές τους να περιορίσουν την πρόσβαση στη διαδικασία της άμβλωσης. Αυτοί οι περιορισμοί έχουν επιτύχει εν μέρει επειδή τα κύρια θύματα των πολιτικών τους είναι οι πιο ευάλωτες και πολιτικά ασθενέστερες ομάδες των γυναικών με χαμηλά εισοδήματα και οι αυτόχθονες αμερικάνες που εξαρτώνται από την κυβερνητική ιατρική ασφάλιση, οι γυναίκες της υπαίθρου και οι έφηβοι. Οι γυναίκες που έχουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας, οι γυναίκες που έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώσουν τις αμβλώσεις, οι γυναίκες που ζουν σε αστικές περιοχές εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση στην άμβλωση, όταν αυτό χρειάζεται.
Δεν υπαινίσσομαι ότι το κλείσιμο των κλινικών για αμβλώσεις ή οι καταπιεστικοί κανόνες που έχουν θεσπιστεί (όπως η αναμονή έως και 24 ώρες για τη διαδικασία), δεν έχουν κανένα αντίκτυπο. Ωστόσο, το επίπεδο της ζημιάς που δημιούργησαν δεν ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει αρκετές γυναίκες ώστε να σταματήσουν τις επιθέσεις των Ρεπουμπλικάνων. Όποτε η θρησκευτική δεξιά προσπάθησε να καταστήσει την έκτρωση παράνομη γεγονός που θα επηρέαζε σοβαρά όλες τις γυναίκες κάτι που ως επί το πλείστον απέτυχε. Ενδεικτικό είναι ότι ακόμη και στο Μισισίπι που είναι προπύργιο της θρησκευτικής δεξιάς, πως ένα μέτρο ψηφοφορίας το οποίο όριζε το ξεκίνημα της ζωής στη σύλληψη, ηττήθηκε συντριπτικά.
Πολύ πιο αποτελεσματική στην περιθωριοποίηση του φεμινισμού κοινωνικής πρόνοιας υπήρξε η “εκσυγχρονιστική δεξιά”, η θάτσερικη/ρηγκανική επίθεση στη κυβερνητική ρύθμιση, η εξάρτηση της “φροντίδας” από το κράτος πρόνοιας και η προώθηση του ρομαντισμού περί της ελευθερίας των ατομικών ευκαιριών στην αγορά. Φυσικά, αυτός ο λόγος ήταν συγκαλυμμένος και μερικές φορές αρκετά απροκάλυπτα ρατσιστικός, εστιάζοντας στην “κουλτούρα της φτώχειας” των Μαύρων φτωχών, που υποτίθεται ότι προκαλείται από το κράτος πρόνοιας. Ο Μπιλ Κλίντον, και το Συμβούλιο Δημοκρατικής Ηγεσίας, υιοθέτησε αυτόν τον λόγο, για παράδειγμα, στην εκστρατεία ενάντια στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας για μόνες μητέρες ως “ελεημοσύνες” και την υιοθέτηση της αντιέγκληματικής πολιτικής του Ρεπουμπλικανικού κόμματος μέσω του δόγματος του “νόμου και της τάξης”. Εγκλωβισμένες ανάμεσα στην αποστρατευμένη εργατική τάξη και το Δημοκρατικό κόμμα που είχε καταληφθεί από το νεοφιλελευθερισμό, πολλές mainstream φεμινίστριες, ακτιβίστριες και οργανώσεις, προσαρμόστηκαν στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα.
Ακόμη και εντός της νεοφιλελεύθερης τάξης έχουμε δει σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς των φύλων που προκάλεσε το δεύτερο κύμα φεμινισμού. Οι προσπάθειες του φιλελεύθερου φεμινισμού να διαλύσει τον ιστό των νόμων που προάγουν τις διακρίσεις και τις κοινωνικές νόρμες που απέκλειαν, ο οποίος αναπαρήγαγε την υποτέλεια των γυναικών στην οικογένεια, την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχημένες. Και πράγματι, εξαιτίας αυτής της επιτυχίας υπήρξε η τάση ενδυνάμωσης των νεοφιλελεύθερων οραμάτων της ισότητας των γυναικών. Εν τω μεταξύ, η περιθωριοποίηση του φεμινισμού κοινωνικής πρόνοιας απέκλεισε πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης των οποίων η ισχυροποίηση απαιτεί πολύ περισσότερα από ό,τι "ισότιμη πρόσβαση" σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και ιεραρχικό κοινωνικό, πολιτικό, και οικονομικό σύστημα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, οι ταξικές διαφορές μεταξύ των γυναικών έχουν διευρυνθεί.
Αλλά αν οι κοινωνικές πολιτικές πρόνοιας που αντανακλούν τα συμφέροντα των γυναικών της εργατικής τάξης δεν προάχθηκαν όσο θα έπρεπε, αυτό δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκαν. Και οι “διαθεματικές” πολιτικές που αναπτύχθηκαν κατά πρώτο λόγο από έγχρωμες ακτιβίστριες και ακαδημαϊκούς, συνέχισαν να προάγονται μέσω διαφόρων φεμινιστικών χώρων. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, συνδικαλίστριες, οι γυναίκες που δουλεύουν για τα δικαιώματα των μεταναστών και σε οργανώσεις περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, γυναίκες που προσφέρουν κοινοτική οργάνωση αναφορικά με τη τρανς νεολαία, ακτιβίστριες στα πανεπιστήμια, και πολλές άλλες ακόμα αγωνίζονται για πιο περιεκτικές πολιτικές.
Η Πλατφόρμα του κινήματος “Black Lives”, η οποία νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο προηγμένα πολιτικά οράματα που έχουμε δει ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες, προέκυψε από τη σκέψη, τον ακτιβισμό και τα διδάγματα μέσα σε αυτά τα κοινωνικά κινήματα.
Η εμφάνιση της αντίστασης ενάντια στην εκλογή του Donald Trump επίσης δείχνει την απόσταση που αυτός ο διαθεματικός φεμινισμός έχει διανύσει. Η πορεία των γυναικών στην Ουάσιγκτον προέκυψε από ένα post στο facebook που έκανε ένας υποστηρικτής της Χίλαρυ Κλίντον και καθώς η ιδέα κέρδιζε μομέντουμ, κατέστη εμφανής η νεοφιλελεύθερη φεμινιστική πολιτική που χαρακτήριζε την προεκλογική της εκστρατεία- εστιάζοντας κυρίως στο μισογυνισμό του Trump και τους φόβους σχετικά με το διορισμό εκ μέρους του ενός Ανώτατου Δικαστηρίου που θα ήταν ενάντια στις αμβλώσεις. Αλλά πολύ γρήγορα η αρχική ομάδα εκτοπίστηκε από μια οργανωτική επιτροπή που επέμεινε σε μια ευρεία και περιεκτική ατζέντα για την εκδήλωση του γεγονότος. Το όραμα και η πολιτική πλατφόρμα της πορείας των γυναικών στην Ουάσιγκτον είναι μια σύγχρονη επανάληψη του δεύτερου κύματος της πολιτικής της κοινωνικής πρόνοιας, που ενημερώνεται από και εμβαθύνει την διαθεματική θεώρηση. Αυτό είναι, νομίζω, ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα προς τα εμπρός και σε αυτή τη βάση εμείς στην αριστερά θα πρέπει να δεσμευτούμε ότι θα οικοδομήσουμε επάνω σε αυτό.
4) Στο ίδιο άρθρο που αναφέρθηκα στη προηγούμενη ερώτησή μου αναφέρεται “η υποχρεωτική επίκληση της αλληλεπίδρασης φυλής, φύλου και τάξης είναι μια καλή αρχή, αλλά δεν αποτελεί μια πολιτική στρατηγική”. 27 χρόνια μετά τη δημοσίευση, μοιράζεστε ακόμα αυτήν την κριτική προς τη συγκεκριμένη θεωρία; Ποια είναι τα όριά της και πώς νομίζετε ότι έχει συμβάλει -τόσο στη σφαίρα της θεωρίας και της πράξης- μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες της ύπαρξης;
Δεν ήμουν στην πραγματικότητα κριτική απέναντι στην θεωρία της διαθεματικότητας. Νομίζω ότι είναι ένα σημείο εκκίνησης για την δημιουργία μίας πολιτικής στρατηγικής. Αλλά εκείνη την εποχή, ήμουν πραγματικά απογοητευμένη από τη διάσταση μεταξύ, αφενός, της εμφανιζόμενης αναγνώρισης της διασταύρωσης φυλής/τάξης μέσα στη φεμινιστική σκέψη, ιδιαίτερα εντός του πλαισίου της ακαδημαϊκής κοινότητας, και αφετέρου, της πραγματικής πολιτικής πρακτικής των φεμινιστριών που υποστήριζαν τη μετατόπιση των γυναικών προς τα δεξιά στην πολιτική των ΗΠΑ που τελείτο τότε.
Εδώ ιδίως νόμιζα ότι υπήρχε μια τάση απομάκρυνσης από την “τάξη” ως μέρος των διασταυρώσεων “φυλή/φύλο/τάξη”. Σε αρκετές φεμινιστικές συζητήσεις για τις “ταξικές διαφορές”, η έμφαση δινόταν στo διαχωρισμό μεταξύ της λευκής “μεσαίας τάξης” (την οποία πιστεύω ότι με μεγαλύτερη ακρίβεια θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε επαγγελματική/διευθυντική τάξη) των γυναικών και των έγχρωμων γυναικών της εργατικής τάξης. Η ανάλυση και η κριτική του φεμινισμού από έγχρωμες φεμινίστριες έχει υπάρξει σημαντική επειδή ακριβώς κατέδειξε αυτό το χάσμα και άσκησε κριτική στους τρόπους με τους οποίους η φεμινιστική σκέψη και η πολιτική το αναπαράγουν. Ωστόσο, ως σοσιαλίστρια-φεμινίστρια, ήθελα να δω, επιπλέον, να δίνεται προσοχή στις στρατηγικές για την υπέρβαση των φυλετικών διαιρέσεων και την οικοδόμηση της ταξικής αλληλεγγύης μεταξύ των λευκών γυναικών και των έγχρωμων γυναικών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, η οποία είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται ώστε να αναπτυχθούν επαναστατικά σοσιαλιστικά-φεμινιστικά κινήματα.
Μια άλλη ανησυχία που είχα με τη θεωρία της διαθεματικότητας ως πλαίσιο, έχει να κάνει με την μαρξιστική έννοια της τάξης. Κατά μία έννοια, βλέπω την τάξη με τον ίδιο τρόπο όπως και άλλες φεμινίστριες - ως έναν από τα πολλούς "διασταυρώμενους" άξονες της εξουσίας/των προνομίων που καθορίζουν τις κοινωνικές θέσεις και απόψεις, σημεία εκκίνησης από τα οποία δρούμε. Αλλά ως μαρξίστρια θέλω επίσης να τονίσω τις “ταξικές σχέσεις παραγωγής”. Έτσι, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου, προσφέρω μια επεξεργασία της θεωρίας από μια μαρξιστική σκοπιά. Ξεκινώντας και πάλι με την ιδέα των πλάνων επιβίωσης (που μπορεί να είναι ατομικά ή συλλογικά), προσπάθησα να δείξω, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τον φεμινισμό και από τους αγώνες των Μαύρων για πολιτικά δικαιώματα, τις πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές διαδικασίες μέσω των οποίων το “φορντιστικό” καθεστώς συσσώρευσης δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάδυση αυτών των κοινωνικών κινημάτων και την μετάβαση στην “ευέλικτη συσσώρευση”, που τα υπονόμευσε. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε αυτή τη σύνδεση, προκειμένου να αναπτύξουμε στρατηγικές έτσι ώστε να προχωρήσουμε προς τα εμπρός.
Συμφωνώ με τον Adolph Reed ο οποίος υποστήριξε ότι η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνοδο της Μαύρης ελίτ που βασίζεται στα ανώτερα επαγγέλματα και την ανώτερη διοίκηση και μιας μαύρης πολιτικής τάξης, που ενώ εκπροσωπεί τα συμφέροντά της παριστάνει ότι μιλά εκ μέρους των μαύρων, κυρίως κάνοντας κήρυγμα στη μαύρη εργατική τάξη και στους φτωχούς σε σχέση με τις ανεπάρκειες τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο φιλελεύθερος φεμινισμός, που βασίζεται στην ίδια επαγγελματική/μανατζερίστικη τάξη, έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στο πρόβλημα της “γυάλινης οροφής”. Επιπλέον, απηχώντας την σωφρονιστική πλευρά του νεοφιλελεύθερου κράτους, έχει προκύψει μία πολύ ισχυρή τάση “νόμου και τάξης” στην επικρατούσα τάση του φεμινισμού η δεν θεωρεί ότι η σεξουαλική βία σχετίζεται με το φύλλο ενώ έχουν συμμαχήσει πολιτικά με τα αστυνομικά τμήματα, τους συντηρητικούς πολιτικούς και τις οργανώσεις για τα δικαιώματα των θυμάτων.
Ο φεμινισμός όπως και άλλα κινήματα ενάντια στην καταπίεση είναι διαταξικά κινήματα, και ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα, “Ποιος θα έχει την ηγεμονία στο εσωτερικό αυτών των κινημάτων”; “Ποιες κοσμοθεωρίες θα καθορίσουν τις απαιτήσεις του κινήματος, πώς αυτά τα αιτήματα θα αρθρωθούν και θα δικαιολογηθούν, και πώς θα οργανωθεί το ίδιο το κίνημα”; Κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι η επαγγελματική /μανατζερίστικη τάξη. Ωστόσο, όταν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης ανέλθουν στο προσκήνιο της πολιτικής, οι σχέσεις εξουσίας εντός των κοινωνικών κινημάτων μπορούν να αλλάξουν.
Τέλος Α' μέρους
* Ο Γιώργος Σουβλής είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και ανεξάρτητος συγγραφέας για διάφορα προοδευτικά περιοδικά όπως το Salvage, το Jacobin, το ROAR και το Lefteast.
* Η Johanna Brenner είναι ακτιβίστρια, αφιερωμένη στους φεμινιστικούς αγώνες και συγγραφέας του βιβλίου: " Women and the Politics of Class".
Πηγή: http://salvage.zone/online-exclusive/materialism-and-feminism-an-intervi...
5) Ποια είναι η δική σας άποψη για την θέση της Nancy Fraser ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες το φεμινιστικό κίνημα διασταυρώθηκε δημιουργώντας μια συμμαχία με τις νεοφιλελεύθερες προσπάθειες που είχαν σκοπό την οικοδόμηση μιας κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς; Συμφωνείτε με την κριτική από που ασκήθηκε από τις Brenna Bhandar και Denise Ferreira Silva που χαρακτηρίζουν την αντίληψη της Fraser ως ευρωκεντρική;
Συμφωνώ απολύτως με την κριτική τους, όπως νομίζω ότι είναι σαφές από ό, τι έχω αναφέρει για την τύχη του δεύτερου κύματος φεμινισμού. Προκρίνοντας ότι ο φεμινισμός έχει γίνει η υπηρέτρια του νεοφιλελευθερισμού, η Fraser αντιλαμβάνεται ότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός αντιπροσωπεύει την ολότητα του φεμινιστικού κινήματος. Η Bhandar και η Ferreira Silva έχουν απόλυτο δίκιο υποστηρίζοντας ότι καθ 'όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, οι μαύρες και οι μαρξίστριες-φεμινίστριες του Τρίτου Κόσμου έχουν προσφέρει μια απάντηση στο φιλελεύθερο φεμινισμό που επικράτησε στην κυρίαρχη πολιτική. Υπήρξε αμφισβήτηση και αγώνας εντός του φεμινιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια των δεκαετιών από το τέλος του δεύτερου κύματος και μετά. Για παράδειγμα, η οργάνωση των έγχρωμων γυναικών απομάκρυνε της κυρίαρχες υπέρ της επιλογής οργανώσεις, ιδιαίτερα τις NARAL και την Planned Parenthood από την φιλελεύθερη επιχειρηματολογία περί “ιδιωτικότητας”, για να υπερασπιστούν την άμβλωση και να κατευθυνθούν προς την υιοθέτηση λόγων "αναπαραγωγικών δικαιωμάτων” που λιγότερο εύκολα ευθυγραμμίζονται με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Οι έγχρωμες γυναίκες αμφισβήτησαν τον φεμινισμό του νόμου και της τάξης, που επιχείρησε να ηγεμονεύσει τον λόγο περί έμφυλης βίας. Ανέπτυξαν εναλλακτικές στρατηγικές (όπως οι ξενώνες και η επανορθωτική δικαιοσύνη) και ανέλυσαν το πως η διαπροσωπική βία συνδέεται με την βία που ασκείται από το κράτος στις ίδιες του τις κοινότητες. (βλέπε, για παράδειγμα, η ιστοσελίδα της Incite!).
Διεθνώς, είναι αλήθεια ότι ορισμένοι οργανισμοί, όπως το ίδρυμα Feminist Majority foundation τάχθηκε υπέρ της επέμβασης των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, υπάρχουν καλά οργανωμένες φεμινιστικές αντιπολεμικές ομάδες (όπως οι Code Pink και Madre) καθώς και άλλες φεμινιστικές οργανώσεις που απορρίπτουν και αμφισβητούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ανάπτυξης (όπως ο οργανισμός Women’s Environment and Development Organization). Το κίνημα critical resistance κριτικό κίνημα αντίστασης οργάνωσε πολλούς νέους ανθρώπους για να διαμαρτυρηθούν για το σωφρονιστικό κράτος από μια φεμινιστική, αντιρατσιστική και αντικαπιταλιστική σκοπιά. Πολλοί από τους ακτιβιστές που ηγούνται σε μερικά από τα πιο ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα των τελευταίων ετών, όπως το Black Lives Matter και το Dreamers, μαθαίνουν την πολιτική μέσω των διαφόρων αντιπολιτευτικών κινημάτων και των πανεπιστημίων, όπου τα προγράμματα των γυναικείων σπουδών αναπτύσσουν την διαθεματική ανάλυση. Η διεύρυνση του διαδικτύου άνοιξε ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο για τέτοιες αμφισβητήσεις του φιλελεύθερου φεμινισμού και την προαγωγή των πιο ριζοσπαστικών, αντι-εταιρικών, φεμινιστικών προοπτικών. Το ίδιο ισχύει και για πολλά άλλα κοινωνικά κινήματα.
Ένα άλλο πρόβλημα με το επιχείρημα της Fraser είναι η αδυναμία της να εξηγήσει, πραγματικά, τις πολιτικές εξελίξεις που παρατηρεί. Κύρια εξήγησή της είναι ότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός διατηρεί μια “εκλεκτική συγγένεια” με τον νεοφιλελευθερισμό, καθώς είναι ιδεολογικά συμβατοί. Ναι, σαφώς και είναι. Αλλά πώς εξηγείται η άνοδος των ιδεών του “εκσυγχρονιστικής Δεξιάς”. Προσπαθώ να προσφέρω μια υλιστική ανάλυση αυτής τής ιδεολογικής/ πολιτικής στροφής μακριά από το “φιλελευθερισμό του κράτος πρόνοιας” που κυριάρχησε στην μεταπολεμική περίοδο στις ΗΠΑ, εστιάζοντας στις διαδικασίες μέσω των οποίων οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και η παγκοσμιοποίηση υπονόμευσαν τα ήδη εξασθενημένα όργανα αντίστασης της εργατικής τάξης.
Σαφώς, η τύχη του φεμινισμού κοινωνικής πρόνοιας είναι στενά συνδεδεμένη με την τύχη των ευρύτερων θεσμών της πάλης της εργατικής τάξης Ενώ η καπιταλιστική αναδιάρθρωση μπλόκαρε τις ριζοσπαστικές δυνατότητες του δεύτερου κύματος, οι έντονες διαταραχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που έχουν προκληθεί σε όλο τον κόσμο, τώρα δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του φεμινιστικού ακτιβισμού με επικεφαλής γυναίκες των εργαζόμενων τάξεων. Μιλώ για τις εργαζόμενες τάξεις με την ευρύτερη έννοια - είτε πρόκειται για γυναίκες που απασχολούνται στην επίσημη οικονομία, ή στην ανεπίσημη οικονομία, στην ύπαιθρο ή ακόμη προσφέρουν άμισθη εργασία.
Πράγμα που με οδηγεί και στην επόμενη ερώτησή σας.
6) Σε ένα από τα πρόσφατα άρθρα σας έχετε αναλύσει τις στρατηγικές ιδέες σας σχετικά με το σύγχρονο σοσιαλιστικό φεμινιστικό κίνημα. Κατ 'αρχάς, θα ήθελα να μου πείτε πώς θα ορίζετε το σοσιαλιστικό φεμινισμό το έτος 2016, ποια είναι βασικά χαρακτηριστικά του; Στη συνέχεια, θα ήθελα να παρουσιάσετε εν συντομία τις βασικές στρατηγικές ιδέες που πιστεύετε ότι θα πρέπει να ακολουθήσουν τα κινήματα λαμβάνοντας υπόψιν την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού που έχει λάβει χώρα τα τελευταία σαράντα χρόνια και ιδίως κατά την διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης; Ποιες είναι οι βασικές τακτικές τις οποίες το κίνημα θα πρέπει να ακολουθήσει και τι είδους λάθη του πρόσφατου παρελθόντος θα πρέπει να αποφευχθούν, προκειμένου να πετύχει στην τρέχουσα συγκυρία;
Οι σοσιαλίστριες-φεμινίστριες εμπλέκονται σε μια διττή προσπάθεια: να φέρουν μια αντιρατσιστική, ταξική, φεμινιστική προοπτική στα κοινωνικά κινήματα και τα αριστερά πολιτικά κόμματα και μια σοσιαλιστική προοπτική στη φεμινιστική πολιτική και στα κινήματα των γυναικών. Ο φεμινισμός κοινωνικής πρόνοιας, ο σοσιαλδημοκρατικός φεμινισμός, ο επαναστατικός σοσιαλιστικός φεμινισμός, ο φεμινισμός των έγχρωμων επαναστατημένων γυναικών, ο αυτόχθων φεμινισμός, είναι μερικά από τα διαφορετικά ρεύματα μέσα στη σοσιαλιστική-φεμινιστική πολιτική. Μπορούμε να σκεφτούμε το σοσιαλιστικό φεμινισμό πιο πλατιά-να συμπεριλάμβανει όλες τις φεμινίστριες (είτε ταυτίζονται με τον προσδιορισμό είτε όχι) που βλέπουν τη τάξη ως κεντρικής σημασίας ζήτημα, αλλά δεν περιορίζουν τις σχέσεις εξουσίας και το προνόμιο να οργανώνονται γύρω από συγκεκριμένες ταυτότητες (π.χ., το φύλο, τη σεξουαλικότητα, τη φυλή/εθνικότητα, την υπηκοότητα) στο πλαίσιο της ταξικής καταπίεσης. Ο επαναστατικός σοσιαλιστικός φεμινισμός διαχωρίζεται από την κοινωνική πρόνοια ή το σοσιαλδημοκρατικό φεμινισμό στη βάση του ότι, ρητά ή σιωπηρά, οι επαναστάτριες σοσιαλιστικό-φεμινίστριες είναι απρόθυμες να επιτρέψουν στον καπιταλισμό να ορίσει τον ορίζοντα του οράματος και της πάλης τους.
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, οι γυναίκες έχουν εισέλθει στην παγκόσμια πολιτική σκηνή έπειτα από ένα εκπληκτικό εύρος κινημάτων. Στον παγκόσμιο Νότο, πυροδοτήθηκαν από τον καπιταλιστικό πόλεμο ενάντια στην εργατική τάξη, τις περιφράξεις που σάρωσαν τις γαίες των αγροτών και των κτηνοτρόφων ή κατέστρεψαν τον βιοπορισμό τους που βασίζονταν σε αυτές και τη συνακόλουθη κρίση στις πατριαρχικές κοινωνικές σχέσεις, τα κινήματα αυτά παράγουν μια σειρά από δημιουργικές, σοσιαλιστικές φεμινιστικές πολιτικές. Στις ΗΠΑ, το κραχ του 2008, άνοιξε την πόρτα για το κίνημα Occupy, για νέους πολιτικούς λόγους αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και την ριζοσπαστικοποίηση των νέων ανθρώπων. Έχουμε δει τόσο στο παγκόσμιο Βορρά όσο και στο Νότο νέα είδη οργάνωσης γυναικών της εργατικής τάξης που συνδέουν τον αγώνα στο χώρο εργασίας με την οργάνωση της κοινότητας. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένων των ευθυνών των γυναικών για την εργασία φροντίδας.
Ιστορικά,οι γυναίκες της εργατικής τάξης ήταν στην πρώτη γραμμή των κινημάτων που καταπιάνονταν με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, είτε αυτά ήταν αστικές εξεγέρσεις ενάντια στην τιμή του ψωμιού ή της ζήτησης των υπηρεσιών της πόλης. Αν και αυτές οι πολιτικές κινητοποιήσεις θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο ριζοσπαστικές, όμως έτειναν να βασίζονται σε μια “μητροκεντρική” πολιτική, μέσω της οποίας οι γυναίκες διατύπωναν αιτήματα τα οποία βασίζονταν στις ευθύνες τους για την φροντίδα των παιδιών τους, των οικογενειών τους και της κοινότητας τους.
Κατά τον 20ο αιώνα, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο, αλλά σε κάποιο βαθμό στο παγκόσμιο Βορρά, υπήρξε, μια ένταση μεταξύ των φεμινιστικών οργανώσεων γύρω από τη σεξουαλική πολιτική και τα δικαιώματα σε σχέση με το σώμα και τα κινήματα των γυναικών της εργατικής τάξης. Στον παγκόσμιο Νότο, νομίζω ότι αυτή η τάση τείνει να ξεπεραστεί, εν μέρει μέσω της διακρατικής φεμινιστικής οργάνωσης που δείχνει μεγαλύτερη ευαισθησία σε αυτές τις εντάσεις και εν μέρει λόγω των ακραίων οικονομικών διαρθρώσεων που έχουν διαταράξει τις παλαιότερες πατριαρχικές φόρμες κοινωνικής και οικογενειακής ζωής. Ενώ αυτή η διαταραχή έχει παράξει αντιδραστικές οπισθοχωρήσεις από την πλευρά των συντηρητικών κινημάτων, έχει δημιουργήσει επίσης περισσότερο χώρο για τις γυναίκες να αμφισβητήσουν την πατριαρχική εξουσία μέσα στις οικογένειες και στις κοινότητες τους.
Ένα καλό παράδειγμα είναι αυτό της Via Campesina, πρόκειται για μία διεθνή συμμαχία κοινοτήτων αγροτών, κτηνοτρόφων και αυτοχθόνων καλλιεργητών από διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς. Κατά την ίδρυση του, το 1992, αντανακλούσε τις πατριαρχικές νόρμες και πολιτικές προοπτικές των μελών του οργανισμού για παράδειγμα, το σύνολο των περιφερειακών συντονιστών που εξελέγη στην πρώτη διεθνή διάσκεψη ήταν άνδρες. Ο σχηματισμός της Επιτροπής Γυναικών το 1996 δημιούργησε το χώρο για τις γυναίκες στο συνασπισμό της Via Campesina με σκοπό να οργανώσουν και να αμφισβητήσουν τις πατριαρχικές πρακτικές και πολιτικές. Τον Οκτώβριο του 2008, η 3η Διεθνής Συνέλευση των Γυναικών της Via Campesina ενέκρινε την έναρξη μιας εκστρατείας ενάντια σε όλες τις μορφές βίας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην κοινωνία (διαπροσωπικές καθώς και δομικές. Το 2013, η οργάνωση εξέδωσε το ακόλουθο ψήφισμα:
“Απαιτούμε το σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των γυναικών. Απορρίπτοντας τον καπιταλισμό, την πατριαρχία, τη ξενοφοβία, την ομοφοβία και τις διακρίσεις με βάση τη φυλή και την εθνικότητα, επιβεβαιώνουμε τη δέσμευσή μας για την πλήρη ισότητα γυναικών και ανδρών. Απαιτούμε να δοθεί ένα τέλος σε όλες τις μορφές βίας κατά των γυναικών, την οικιακή, τη κοινωνική και τη θεσμική βία τόσο στις αγροτικές όσο και στις αστικές περιοχές. Η εκστρατεία κατά της βίας που ασκείται στις γυναίκες βρίσκεται στο επίκεντρο των αγώνων μας.”
Είναι σημαντικό να σημειωθεί η διαφορά μεταξύ της φιλελεύθερης πολιτικής του mainstream ΛΟΑΤ κινήματος και των κινημάτων κατά της βίας, και της δήλωση του συνασπισμού της Via Campesina, όπου η ισότητα των γυναικών φαίνεται πως είναι απαραίτητη για τον επιτυχή συλλογικό αγώνα. Σε αντίθεση με το φεμινισμό που ασπάζεται το δόγμα “νόμος και τάξη”, οι γυναίκες της Via Campesina, όπως οι έγχρωμες ριζοσπαστικές ακτιβίστριες στις ΗΠΑ, συνδέουν το διαπροσωπικό με τη δομική βία. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤ κοινότητας εισάγεται σε ένα συλλογικό όραμα του μετασχηματισμού που είναι επίσης αντιρατσιστικό και αντικαπιταλιστικό.
Στον παγκόσμιο Βορρά, βλέπουμε επίσης ένα μετασχηματισμό της οργάνωσης της εργατικής τάξης, με επικεφαλής ακτιβίστριες. Στις ΗΠΑ οι συνδικαλίστριες, ιδιαίτερα εκπαιδευτικοί και νοσοκόμες, έχουν αντιμετωπίσει την επίθεση στο δημόσιο τομέα όχι μόνο οργανωνομένες οι ίδιες αλλά και οργανώνοντας τους ανθρώπους που εξαρτώνται από τις υπηρεσίες τους. Όπως ισχυρίστηκαν οι μαχητικές δασκάλες, “οι συνθήκες εργασίας μας είναι συνθήκες διδασκαλίας των μαθητών μας”. Η ένωση των νοσηλευτριών της Καλιφόρνια οργάνωσε μια ευρεία συμμαχία προκειμένου να περάσει νομοθετική εντολή για την αναλογία μεταξύ νοσοκόμων και ασθενών στα νοσοκομεία.
Ίσως, το πιο απροσδόκητο, η Domestic Workers United, μια οργάνωση που ξεκίνησε με τις έγχρωμες νταντάδες και οικονόμους η οποία οργανώνεται στην πόλη της Νέας Υόρκης, και όχι μόνο, κέρδισε μία “Διακήρυξη Δικαιωμάτων” για την πόλη και στη συνέχεια για το νομοθετικό σώμα της πολιτείας της Νέας Υόρκης, αλλά ενθάρρυνε την επέκταση και δημιουργία και άλλων οργανώσεων οικιακού προσωπικού. Αυτό το εθνικό κίνημα κέρδισε πρόσφατα μια απόφαση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση όπου, για πρώτη φορά, το οικιακό προσωπικό θα πρέπει να καλύπτεται από τους ομοσπονδιακούς νόμους που ρυθμίζουν το ωράριο εργασίας, την υγεία, την ασφάλεια, τις υπερωρίες, καθώς και το δικαίωμα της απουσίας.
Ανάμεσα σε όλες τις διαφορές μεταξύ των νοσηλευτών, των εκπαιδευτικών, και των οικιακών εργαζομένων, τα project αυτά μοιράζονται δύο κεντρικές στρατηγικές: 1) την οργάνωση εντός και εκτός του χώρου εργασίας και 2) την ενίσχυση της ευαισθητοποίησης και υποστήριξης για την αξιοπρέπεια και τη σημασία της εργασίας φροντίδας. Η θεσμοποίηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, μας θυμίζει τους δεσμούς αλληλεξάρτησης, και την υπεράσπιση της κοινωνικής ευθύνης για τη φροντίδα. Με αυτούς τους τρόπους, αντιπροσωπεύουν μια θεμελιώδη πρόκληση για τις νεοφιλελεύθερες ιδέες της επιχειρηματικότητας, του ατομικισμού, και της “αυτάρκειας”.
7) Στο άρθρο σας υποστηρίζετε το σχηματισμό των Ουτοπικών Οικογενειών. Πρώτα απ’όλα, θα ήθελα να μας πείτε με ποιους τρόπους πιστεύετε ότι η τρέχουσα κρίση έχει επηρεάσει τον θεσμό της οικογένειας. Στη συνέχεια, θα ήθελα να μας οριοθετήσετε τις κεντρικές ιδέες σας σχετικά με το ιδεότυπο της ουτοπικής οικογένειας. Πως θα πρέπει να γίνει κατανοητός; Ποιες είναι οι ιστορικές περιπτώσεις στις οποίες βασίζεστε για να χτίσετε την επιχειρηματολογία σας για αυτό το θέμα;
Έγραψα για την ‘’ουτοπική’’ οικογένεια ως μέρος ενός βιβλίου στις ‘’πραγματικές ουτοπίες’’, και μετά έγραψα ένα μεγαλύτερο κομμάτι για το πως θα πρέπει να αναδιοργανώσουμε την οικογενειακή ζωή για μία συλλογή σε σχέση με τον σοσιαλισμό. Ιστορικά, ο σοσιαλιστικός-φεμινισμός έχει υπάρξει ιδιαίτερα επικριτικός σχετικά με την ‘’αστική πυρηνική οικογένεια των νοικοκυριών’’ και πρότεινε διάφορες συλλογικές εναλλακτικές λύσεις. Αλλά ζώντας σε μία καθόλου επαναστατική περίοδο, όπως αυτή που διανύουμε τώρα, ο ορίζοντας της πολιτικής πιθανότητας είναι τόσο τρομερά στενός, ώστε δεν συζητάνε πολύ άνθρωποι για την πραγμάτωση ουτοπικών οραμάτων. Έχουμε την τάση να επικεντρωνόμαστε στο νοικοκυριό που βασίζεται στο ζευγάρι αλλά όπως ανέφερα και πριν, ακόμη και οι πιο δημοκρατικές πυρηνικές οικογένειες που αποτελούνται από δύο έμμισθους ενήλικες, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ευθύνες φροντίδας που έχει η οικογένεια, χωρίς να υπάρχει υπερεργασία των μελών της ή/και χωρίς να εκμεταλλεύονται ένα στρατό χαμηλόμισθων εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες λιτότητας, που δεν φαίνεται να έρχονται σε τέλος, η εμπειρία μας από την οικογένεια περιλαμβάνει την εκμετάλλευση της μισθωτής και άμισθης εργασίας, την αγωνία και την υπερκόπωση, το φόβο για τα γηρατειά, την ανησυχία για τα παιδιά και την οικειότητα, φοβίες που εντείνονται από τα βάρη της φροντίδας.
Συνεπώς, τι θα βάζαμε στη θέση της οικογένειας όπως την γνωρίζουμε σήμερα; Υποστηρίζω τη σημασία της οικοδόμησης δημοκρατικών κοινοτήτων που να είναι σε θέση να προσφέρουν υπηρεσίες φροντίδας. Αυτά, νομίζω ότι αποτελούν μία πιο προοδευτική γείωση των σχέσεων ζωής από ότι τα οικογενειακά νοικοκυριά (παρ’ότι δεν είμαι αντίθετη στο να είναι τα οικογενειακά νοικοκυριά ένα κομμάτι αυτών των κοινοτήτων). Η διεύρυνση των συναισθηματικών μας δεσμών πέρα από ένα μικρό κύκλο είτε ορίζεται από εξ αίματος συγγένεια είτε αποτελεί ένα ουσιαστικό κομμάτι κάθε απελευθερωτικού προτάγματος.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι φεμινιστές και φεμινίστριες πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες και ακαδημαϊκοί έχουν αμφισβητήσει τις αστικές πολιτικές που προϋποθέτουν έναν άντρα προστάτη της οικογένειας, καθώς και την ιδιωτικοποίηση της εργασίας φροντίδας. Έχουν οραματιστεί νέα είδη περιβαλλόντων που προσφέρουν περισσότερες συλλογικές εναλλακτικές λύσεις για την εργασία φροντίδας. Στη δεκαετία του 1950 γινόντουσαν πειράματα με δημόσια στέγαση που είχαν ενσωματωμένα κέντρα για την φροντίδα των παιδιών, πλυντήρια, τραπεζαρίες και παιδότοπους, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των εργαζομένων γυναικών επικεφαλής νοικοκυριών. Αντί να προσπαθήσουμε να δοκιμάσουμε αυτά τα είδη μοντέλων, μετά από μία μεγάλη περίοδο αποεπένδυσης, η δημόσια στέγαση σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ, κατεδαφίστηκε κυριολεκτικά. Κατά ειρωνικό τρόπο, ενώ η δημόσια στέγαση δεχόταν επίθεση, οι πρωτοπόροι της επαγγελματικής και διευθυντικής τάξης οργανώνονταν για να δημιουργήσουν πρότζεκτ περιβαλλοντικά και συνεργατικών κατοικιών που θα ενθάρρυναν τη φροντίδα της κοινότητας. Οι προσφορές των συνεργατικών κατοικιών υπόσχονται μία στρατηγική για την κοινωνικοποίηση της φροντίδας, επειδή οι ενήλικες μοιράζονται τη φροντίδα σε αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα σε μία εκτεταμένη ομάδα ανθρώπων. Ενώ τα περισσότερα έργα συνεργατικών κατοικιών στις ΗΠΑ περιλαμβάνουν ιδιοκτήτες της ανώτερης μεσαίας τάξης, οι συνεργατικές κατοικίες θα μπορούσαν επίσης να αποτελούν κομμάτι πολιτικών για οικονομικά προσιτή στέγαση που επιδιώκουν πολλές πόλεις. Για παράδειγμα, το 2013, η πόλη Sebastopol της Καλιφόρνια, έχτισε τον πρώτο συνεταιρισμό κατοικιών αποκλειστικά για ενοικίαση για χαμηλούς εισοδημάτων ηλικιωμένους και οικογένειες. Ο μη κερδοσκοπικός αναπτυξιακός φορέας, που επονομάζεται AHA, χρηματοδότησε έναν οργανωτή κοινότητας που δούλεψε για δύο χρόνια με τους κατοίκους, καθώς ανέπτυσσαν τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές τους και τις νόρμες τους μαζί με τις συναινετικές τους ικανότητες λήψης αποφάσεων.
Πέρα από το δομημένο περιβάλλον, πρέπει επίσης να δημιουργήσουμε θεσμούς που θα έχουν ως βάση την κοινότητα, θα είναι συμμετοχικοί και δημοκρατικοί, και θα παρέχουν φροντίδα για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες. Όταν μιλάμε για κοινωνικοποιημένη ευθύνη της φροντίδας, θα πρέπει να σκεφτούμε το πως είναι οργανωμένες οι δημόσιες υπηρεσίες. Το να επεκτείνουμε απλά τις τρέχουσες γραφειοκρατικές, συγκεντρωτικές και οργανωμένες από τα κάτω προς τα πάνω μορφές δημοσίων υπηρεσιών δεν είναι αρκετό για να καλύψει πραγματικά ούτε τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά ούτε και να δημιουργήσει διαρκείς κοινωνικούς και κοινοτικούς δεσμούς. Νομίζω ότι όλοι έχουμε πλήρη επίγνωση των τρόπων με τους οποίους Θατσερικοί, Ρηγκανικοί και άλλοι νεοφιλελεύθεροι λόγοι σχετικά με την "επιλογή του καταναλωτή" δια μέσου της αγοράς έχουν καταστεί αποτελεσματικοί στην επίθεση απέναντι στο κράτος πρόνοιας, ακριβώς λόγω των συχνών αποξενωτικών εμπειριών των ανθρώπων με τη γραφειοκρατία των δημοσίων υπηρεσιών. Γι’αυτό και υποστηρίζω τους θεσμούς που ελέγχονται τοπικά και λειτουργούν στη βάση της συμμετοχικής λήψης αποφάσεων. Μέσα από αυτούς τους θεσμούς, όπως είναι τα σχολεία, οι παιδικοί σταθμοί, τα πάρκα και τα κέντρα αναψυχής, τα κοινωνικά κέντρα που προσφέρουν μαθήματα, τα κέντρα δραστηριοτήτων, καθώς και η υποστήριξης για ανθρώπους όλων των ηλικιών, οι συνεταιρισμοί των εργαζόμενων στον κλάδο της κατ’οίκον φροντίδας, κοινωνικών λειτουργών και άλλων παρόχων φροντίδας, το έργο της φροντίδας μπορεί να γίνει τόσο συλλογικό όσο και δημοκρατικό.
Η συζήτηση για την κοινωνικοποίηση της εργασίας στον τομέα της φροντίδας κάνει τους ανθρώπους αρκετά νευρικούς. Ποιος θα ορίσει τους κανόνες ; Tι είδους επιλογές έχουμε για το πως και ποιος θα παράσχει φροντίδα; Τι είδους επιλογές υπάρχουν για το ποιος και πως θα παράσχει φροντίδα; Τι σημαίνει το να γίνει η φροντίδα ‘’δημόσιο αγαθό’’ ; Αυτά είναι πραγματικά σημαντικά και περίπλοκα ζητήματα. Νομίζω ότι θα πρέπει να προσεγγίσουμε αυτές τις ερωτήσεις με τρεις κατευθυντήριες αρχές : 1) την ευελιξία, την ποικιλία και την επιλογή 2) την καθολική συμμετοχή στην εργασία στον τομέα της φροντίδας 3) την αναγνώριση ότι το δικαίωμα στην παροχή φροντίδας αποτελεί ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα.
Η ευελιξία, η ποικιλία και η επιλογή είναι σημαντικές αξίες, γιατί θα πρέπει να εκτιμήσουμε την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, και να είμαστε πρόθυμοι να αφήσουμε τους ανθρώπους να πειραματιστούν με διαφορετικές στρατηγικές βάσει των οποίων θα συμβιώνουν, εφ’όσον αυτές οι στρατηγικές βασίζονται σε ορισμένες βασικές αξίες – της αμοιβαιότητας, του σεβασμού, και της από κοινού εξουσίας και λήψης αποφάσεων. Πρέπει να απομακρυνθούμε από την κυριαρχία των εμπειρογνωμόνων, πολλοί από τους οποίους δεν λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις της πλειοψηφίας μιλώντας αποκλειστικά από την ταξική θέση που προέρχονται. Αντί να αναζητούμε συνεχώς την ‘’καλύτερη’’ προσέγγιση, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν περισσότερες από μία ‘’αρκετά καλές’’ στρατηγικές φροντίδας.
Εάν αναμένεται από όλους να συμβάλλουν στο έργο της φροντίδας και στην καθημερινή συντήρηση της ζωής, τότε θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τις απαραίτητες δεξιότητες για να γίνει τουλάχιστον μία αρκετά καλή δουλεία σε αυτό το έργο. Εάν όλοι ή οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σε θέση να προσφέρουν φροντίδα για την καθημερινή συντήρηση, τότε το έργο αυτό μπορεί εύκολα να μοιραστεί, έτσι ώστε να μην αποτελεί βάρος για μία συγκεκριμένη ομάδα ή άτομο.
Το δικαίωμα στην παροχή φροντίδας είναι τόσο σημαντικό όσο είναι και το δικαίωμα στη λήψη φροντίδας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτό είναι ένα δικαίωμα που ο καπιταλισμός αρνείται σε πολλούς. Ίσως επειδή η φροντίδα είναι τόσο υποτιμημένη, ή ίσως επειδή υποτίθεται ότι είναι μία φυσική έκφραση της θηλυκότητας. Συνεπώς, δεν συνηθίζουμε να μιλάμε για αυτό σαν μία βασική ανθρώπινη δραστηριότητα, που στον σύγχρονο καπιταλισμό καθίσταται όλο και περισσότερο ανέφικτη ή αποκτάται με μεγάλο κόστος που βαρύνει τα ίδια τα άτομα. Οι ιδιαίτερες ικανότητες και ιδιότητες που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μέσα από αυτήν την εργασία είναι απαραίτητες για τη δική τους ανθρωπιά. Επιπλέον, υπάρχουν μοναδικές απολαύσεις που συνδέονται με την παροχή φροντίδας, και που ο καθένας θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να απολαύσει.
Από αυτό το σημείο εκκίνησης, λοιπόν, νομίζω ότι οι τοπικά ελεγχόμενοι θεσμοί είναι οι καλύτερα διότι επιτρέπουν και ενθαρρύνουν μία ποικιλία προσεγγίσεων και πειραμάτων αναφορικά με διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, η τοπική αλληλεγγύη μπορεί πολύ εύκολα να μεταλλαχθεί σε τοπικιστική πίστη εκτός εάν οι κοινότητες διατηρούν ουσιαστική επαφή με άλλες κοινότητες. Επιπλέον, η αναδιανομή των πόρων μεταξύ των κοινοτήτων είναι ένα θέμα που αφορά την ευρύτερη κοινωνία. Τα τοπικά έργα μπορούν να διασυνδεθούν μεταξύ τους και η λήψη αποφάσεων να διευρυνθεί μέσω ενός συστήματος δημόσιας διακυβέρνησης με συμβουλιακά χαρακτηριστικά, όπου οι τοπικές ομάδες θα στέλνουν εκπροσώπους σε περιφερειακά θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων.
Για παράδειγμα, οι συνεταιρισμοί ημερήσιας φροντίδας, που προέρχονται από γειτονίες που είναι συνδεδεμένες με συγκροτήματα κατοικιών, βασιζόμενοι σε εθελοντές από όλες τις κοινότητες των παιδιών που λαμβάνουν την φροντίδα και απασχολούν προσωπικό υψηλής ειδίκευσης και καλά αμειβόμενους εργαζόμενους, θα έστελναν αντιπροσώπους στην βρεφονηπιακή συνεταιριστική ένωση σε επίπεδο πόλεων. Η λήψη αποφάσεων για τον τομέα της φροντίδας, που θα γίνεται συνεταιριστικά, θα πραγματοποιείται από κοινού από την κοινότητα παροχής φροντίδας στα παιδιά, και από τους δασκάλους ημερήσιας φροντίδας και μέσα από τους εκπροσώπους τους, οι οποίοι θα υποβάλλουν τακτικά εκθέσεις, θα συμμετάσχουν επίσης στη συζήτηση και το διάλογο σχετικά με τις πολιτικές και την κατανομή των πόρων σε περιφερειακό επίπεδο. Ο έλεγχος σε όσο το δυνατόν περισσότερες αποφάσεις θα παραμείνει τοπικός, αλλά, από την άλλη πλευρά, η ενεργός συμμετοχή θα πρέπει να αναμένεται σε ευρύτερα επίπεδα, και να αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη κοινωνικών πόρων.
Έχουμε ήδη δει κάποια μοντέλα σχετικά με αυτό το είδος συμμετοχικής διακυβέρνησης- για παράδειγμα, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας, που άκμασε για ένα διάστημα, υπό το νεοεκλεγέν Εργατικό κόμμα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα δημοσίως χρηματοδοτούμενα κέντρα φροντίδας παιδιών στο Κεμπέκ. Συνδικαλιστές εργαζόμενοι και γονείς συνεργάζονται στη διαχείριση των κέντρων, που διοικούνται από διοικητικά συμβούλια στα οποία τα 2/3 των μελών είναι γονείς που έχουν εκλεγεί για να υπηρετήσουν.
8) Συμφωνείτε με αυτούς στην Αριστερά που υποστηρίζουν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί έτσι ώστε να ενεργεί προς όφελος των εργαζομένων ανθρώπων ; Ποια είναι η άποψή σας για τη πρόσφατη εκστρατεία του Bernie Sanders;
H εκστρατεία του Bernie Sanders έδειξε ακριβώς το πως και το γιατί το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί προς όφελος των εργαζομένων. Το Κόμμα οργανώθηκε για να κερδίσει την πρόκληση αυτή, και πρότεινε την Κλίντον που ήταν βαθιά μπλεγμένη στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση Ομπάμα. Τα χρήματα στην πολιτική είναι ένα πρόβλημα στις ΗΠΑ, αλλά ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το εκλογικό σύστημα του νικητή που τα παίρνει όλα, που κάνει την οικοδόμηση ενός τρίτου κόμματος που θα αποτελεί πρόκληση για του Δημοκρατικούς εξαιρετικά δύσκολη. Μια κατεύθυνση για τη δημιουργία ενός δρόμου που θα βρίσκεται εκτός του εταιρικά ελεγχόμενου εθνικού κόμματος πρέπει να ξεκινήσει σε τοπικό επίπεδο με ευρύτερες συμμαχίες που κατεβαίνουν οι υποψήφιοι με προγράμματα παρά να προωθείται μια στήριξη ατόμων που ζητούν υποστήριξη από τις οργανώσεις των κοινωνικών κινημάτων και συνδικάτων.
Πολλοί ακτιβιστές αντιπροτείνουν κινηματικές πολιτικές στις εκλογικές πολιτικές. Νομίζω ότι αυτό είναι λάθος. Εδώ στο Πόρτλαντ, έχουμε αρκετά πυκνά και επιτυχημένα κοινωνικά κινήματα τα οποία από το κίνημα Occupy και έπειτα έχουν πάει πολύ καλύτερα στη συνεργασία τους σε συνασπισμό. Αλλά έχουμε κάνει πολύ μικρή πρόοδο στη μετατόπιση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της κυβέρνησης της πόλεως. Θεωρώ ότι χρειαζόμαστε το δικό μας πολιτικό όργανο με υποψηφίους που προέρχονται από τα κινήματα μας και με αξιωματούχους οι οποίοι έχουν κερδίσει τις θέσεις και τα αξιώματα τους μέσα από τη διαδικασία εράνων και τους αφοσιωμένους εθελοντές.
Μακροπρόθεσμα, μόνο οι ‘’γειωμένες’’ ακτιβιστικές οργανώσεις που είναι έτοιμες να χτίσουν και να καθοδηγήσουν νέα κινήματα – οργανώσεις που εκπαιδεύουν, κινητοποιούν και αμφισβητούν, θα μπορέσουν να μετατοπίσουν την πολιτική ισορροπία των δυνάμεων. Αλλά δεν είμαι πεπεισμένη ότι αυτό υποτιμά τα λαϊκά κινήματα όταν αυτοοργανώνουν την εκλογική τους έκφραση. Εξαρτάται από το πως λειτουργεί η εκλογική οργάνωση, από που χαράζει τον ορίζοντα πιθανοτήτων της, καθώς και από το πως επιδιώκει να διεισδύσει και να ανοίξει την διακυβέρνηση όταν τα μέλη της βρίσκονται στις πολιτικές τους θέσεις. (Για παράδειγμα ο συμμετοχικός προυπολογισμός που εδραιώθηκε από το Εργατικό Κόμμα στο Σάο Πάολο• ή τα πειράματα στον εκδημοκρατισμο της διακυβέρνησης από ριζοσπάστες που ενεπλάκησαν στο συμβούλιο διακυβέρνησης του Λονδίνου στο οποίο ηγείται ο Κen Livingstone )
Ένας οργανισμός που είναι ικανός να ξεκινήσει μία αποτελεσματική και βασισμένη σε συγκεκριμένες αρχές προεκλογική εκστρατεία δεν θα χτιστεί από τη μία μέρα στην άλλη. Δεν θα οικοδομηθεί πάνω στις εκστρατείες μεμονωμένων υποψηφίων. Αντιθέτως, εμείς που ανήκουμε στην αριστερά μπορούμε να βοηθήσουμε στη δημιουργία συνασπισμών σε επίπεδο πόλης που θα βασίζονται σε υπάρχουσες λαϊκές οργανώσεις τοπικού επιπέδου όπου οι ακτιβιστές που ανήκουν στη βάση τους θα συμμετέχουν στις εκλογές όχι ως υποκείμενα με σωστές πολιτικές θέσεις, αλλά ως εκπρόσωποι μίας πλατφόρμας που δεσμεύονται να εφαρμόσουν. Υπάρχουν αρκετές προσπάθειες από τις οποίες μπορούμε να μάθουμε. Δύο τέτοιες προσπάθειες που αποτελούν έμπνευση για εμένα είναι η Προοδευτική Συμμαχία στο Ρίτσμοντ και το κίνημα ‘’Ας κερδίσουμε πίσω τη Βαρκελώνη’’ στην Ισπανία.
* Ο Γιώργος Σουβλής είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και ανεξάρτητος συγγραφέας για διάφορα προοδευτικά περιοδικά όπως το Salvage, το Jacobin, το ROAR και το Lefteast.
* Η Johanna Brenner είναι ακτιβίστρια, αφιερωμένη στους φεμινιστικούς αγώνες και συγγραφέας του βιβλίου: " Women and the Politics of Class".
Πηγή: http://salvage.zone/online-exclusive/materialism-and-feminism-an-intervi...
Μεγάλωσα σε μία ένθερμα φιλελεύθερη οικογένεια και παρέμεινα φιλελεύθερη έως ότου προσχώρησα στο κίνημα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Μέσω αυτού ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με την ιδεολογία του Μαρξισμού και την αντι-ιμπεριαλιστική πολιτική του σοσιαλισμού του "τρίτου στρατοπέδου". Στο τέλος του 1960 ήμουνα μέλος της φοιτητικής αριστεράς που επιχείρησε να οργανώσει την εργατική τάξη. Ήμουνα φοιτήτρια στο UCLA. Οργανώσαμε φοιτητική υποστήριξη προς την απεργία του συνδικάτου Teamsters των οδηγών φορτηγών και είχαμε μία ομάδα που ονομαζόταν Επιτροπή Δράσης Φοιτητών Εργατών, με την οποία δημοσιεύαμε και μία εφημερίδα, την Picket Line, στην οποία καλύψαμε διαφορετικούς αγώνες των εργαζομένων και της κοινότητας του Λος Άντζελες. Άργησα αρκετά να ενστερνιστώ τον φεμινισμό, αλλά στη δεκαετία του 1970 ασχολήθηκα με μία σοσιαλιστική-φεμινιστική ομάδα που ονομαζόταν Carasa (Συνασπισμός για το δικαίωμα στην έκτρωση και κατά της κατάχρησης της στείρωσης) που ξεκίνησε στη Νέα Υόρκη. Μερικοί φίλοι και σύντροφοι σχημάτισαν μια νέα ομάδα, που αποτελούσε ένα παράρτημα της Carasa στο Λος Άντζελες, και ήμασταν σε θέση να συνδεθούμε με έγχρωμες γυναίκες με ριζοσπαστική ιδεολογία, οργανώνοντας την κοινότητα γύρω από την κατάχρηση της στείρωσης στο Λος Άντζελες. Από εκείνο το σημείο και μετά, έχω καταπιαστεί διεξοδικά με τη μαρξιστική-φεμινιστική θεωρία και πολιτική.
Από το 1973, έχω υπάρξει μέλος διαφόρων επαναστατικών σοσιαλιστικών ομάδων, γεγονός που πιστεύω ότι συνέβαλλε καθοριστικά στο να διατηρηθώ πολιτικά γειωμένη όσο εργαζόμουν στον ακαδημαϊκό χώρο. Οι περισσότερες από τις καθοριστικές διανοητικές εμπειρίες μου έχουν προκύψει από τις θεωρητικές και πολιτικές συζητήσεις στις οποίες έχω εμπλακεί ως σοσιαλίστρια-φεμινίστρια διανοούμενη. Ο φεμινισμός άνοιξε πολλά ερωτήματα για μένα αναφορικά με τις ιδέες και τις οργανωτικές πρακτικές που λαμβάναμε ως δεδομένες στην επαναστατική αριστερά. Νιώθω πολύ τυχερή που δίδαξα ως ακαδημαϊκός στο αντικείμενο των γυναικείων σπουδών.
Κατά τα πρώτα χρόνια διδασκαλίας στο προαναφερθέν αντικείμενο, επωφελήθηκα ιδιαιτέρως από τις ευγενικές κριτικές των μαθητών μου, καθώς και από τον ενθουσιασμό τους για τα νέα ρεύματα φεμινισμού που επικεντρώνονται στον ρατσισμό, την αποικιοκρατία και την queer σεξουαλικότητα. Λόγω αυτής μου της εμπειρίας ήμουν πάντα εχθρική ως προς την αντιδιαστολή της "ταξικής πολιτικής" με την "πολιτική των ταυτοτήτων". Όχι ότι μία απλουστευτική αναγωγιστική προσέγγιση του φύλου στην τάξη ή μία φιλελεύθερη πολιτική που εστιάζει αποκλειστικά στις ταυτότητες δεν είναι προβληματικές – φυσικά και είναι ιδιαίτερα καταστροφικές. Αλλά νιώθω ιδιαίτερη ενθάρρυνση παρατηρώντας ότι στην πρόσφατη αναβίωση του επαναστατικού/ριζοσπαστικού ακτιβισμού, υπάρχει μία σαφής απόρριψη των δύο αυτών πόλων
καθώς και μία προθυμία εκ μέρους των νεότερων ριζοσπαστών να αναζητούν πιο περιεκτικά αναλυτικά πλαίσια που να ενημερώνουν την πολιτική τους δράση.
2) Στα γραπτά σας της δεκαετίας του 1980, υιοθετήσατε μία υλιστική προσέγγιση προκειμένου να εξηγήσετε τις καταβολές και τις σύγχρονες μορφές καταπίεσης των γυναικών, τονίζοντας το βιολογικό παράγοντα και τον επικαθορισμό του καταμερισμού εργασίας με βάση το φύλο, ως απότοκα του τοκετού και του θηλασμού. Διατηρείτε ακόμα αυτή την αναλυτική προσέγγιση; Θα θέλατε να επεξεργαστείτε περισσότερο αυτή την υλιστική προσέγγιση; Τι συνεπάγεται;
Εξακολουθώ να υιοθετώ ένα Μαρξιστικό υλιστικό θεωρητικό πλαίσιο. Ο Μαρξιστικός φεμινισμός έχει ως αφετηριακό σημείο εκκίνησης αυτό του Μαρξ - τη συλλογική εργασία. Τα ανθρώπινα όντα πρέπει να οργανώσουν την εργασία κοινωνικά, προκειμένου να παράγουν ότι χρειάζονται για να επιβιώσουν. Η οργάνωση της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας, κατά συνέπεια, διαμορφώνει την οργάνωση του συνόλου της κοινωνικής ζωής. Ενώ ο Μαρξ εστίαζε στην παραγωγή αγαθών, οι μαρξίστριες φεμινίστριες πρόσθεσαν στην κοινωνικά αναγκαία εργασία, την αναπαραγωγή των ανθρώπων – όχι μόνο στην σχέση μεταξύ γενεών με τη βιολογική αναπαραγωγή αλλά και σε σχέση με την καθημερινότητα – κάτι που αποκαλούμε ‘’κοινωνική αναπαραγωγή’’. Αυτό δεν έχει ως μοναδικό σκοπό το να ‘’συμπεριλάβουμε’’ τις γυναίκες στην μαρξιστική ανάλυση, επειδή ο καταμερισμός εργασίας βάσει φύλου στην κοινωνική αναπαραγωγή αναθέτει στις γυναίκες την ευθύνη για το έργο αυτό. Μας βοηθάει επίσης να δούμε την ‘’υλιστική θεμελίωση’’, την καθοριστική λογική, αν θέλετε, πίσω από τις επιλογές που κάνουν οι άνθρωποι, κάτι που μου αρέσει να αποκαλώ τα ‘’σχέδια επιβίωσής’ τους. Έτσι, μια φεμινιστική υλιστική ανάλυση δεν εστιάζει μόνο στον καταναγκασμό της μισθωτής εργασίας μέσα στον καπιταλισμό, αλλά και στους περιορισμούς που τίθενται στις προσωπικές μας ζωές από τις δομές της κοινωνικής αναπαραγωγής, που με τη σειρά τους διαμορφώνονται από τα καθεστώτα της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τις απαιτήσεις της αέναης δημιουργίας κέρδους. Αυτό δεν είναι ούτε αποκλειστικά ούτε κατά βάση ζήτημα βούλησης της καπιταλιστικής τάξης. Είναι ζήτημα των θεμελιωδών δομών της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας, και πως αυτές μπορούν να διανοίξουν κάποιες δυνατότητες για αγώνα, καθώς και να περιορίσουν κάποιες άλλες. Αυτές οι δυνατότητες μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου καθώς η καπιταλιστική ανάπτυξη μεταλλάσσει τις συνθήκες (για το καλύτερο ή για το χειρότερο) που διαμορφώνουν τα σχέδια επιβίωσης μας, καθώς και τη δράση μας τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Οι φεμινίστριες έχουν αναλύσει διεξοδικά τους λόγους επί της διαφοράς των φύλων καθώς και τον τρόπο με τον οποίο έχουν ριζωθεί βαθιά στον πολιτισμό και στις υποκειμενικότητές μας. Παρ’ότι οι λόγοι επί των φύλων έχουν σίγουρα κάποια επίδραση, η Μαρξιστική φεμινιστική προσέγγιση προσθέτει το στοιχείο της θεμελίωσης τους στην καθημερινότητα, χωρίς την οποία οι ιδέες αυτές δεν μπορούν να διατηρηθούν. Αυτή ήταν μια από τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του Μαρξ σε σχέση με τον 'φετιχισμό του εμπορεύματος' στον καπιταλισμό. Αυτός ο τρόπος κατανόησης του κόσμου των ανθρωπίνων σχέσεων, υποστήριξε ο Μαρξ, είναι μια αντανάκλαση της έμμισθης σχέσης στην εμπορευματική παραγωγή. Δεν αποτελεί μια ‘’ψευδή συνείδηση’’ με την έννοια των ιδεών που επιβάλλονται από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Αποτελεί περισσότερο μια κοσμοθεωρία που εκφράζει, ή συνάδει με πραγματική εμπειρία, υπό το πλαίσιο των σχέσεων που επιβάλλονται από την εμπορευματική μορφή.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ιδέες γύρω από τη διαφορετικότητα των φύλων είναι τόσο ισχυρές επειδή είναι θεμελιωμένες στο φυλετικό καταμερισμό της εργασίας, εντός της κοινωνικής αναπαραγωγής. Με τη σειρά του, ο φυλετικός καταμερισμός εργασίας, αναπαράγεται στις δομές των οικογενειακών νοικοκυριών, όχι μόνο εξαιτίας των πολιτιστικών παραδοχών και των κοινωνικών πιέσεων, αλλά και εξαιτίας της ιδιωτικοποίηση της ευθύνης για την εργασία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η αδυναμία της κοινωνικοποίησης της πρόνοιας στον καπιταλισμό εκλογικεύει, καθιστώντας την εύλογη ακόμη και παραγωγική, την συζήτηση για τη διαφορετικότητα των φύλων.
Το ότι ο καπιταλισμός τείνει να ιδιωτικοποιήσει την κοινωνική αναπαραγωγή αποτελεί μία γενίκευση. Συνοπτικά ωστόσο, οι καπιταλιστές εργοδότες αντιστέκονται στην πληρωμή φόρων για την υποστήριξη δημοσίων προγραμμάτων. Επιπλέον, επειδή οι εργοδότες, και όχι οι εργαζόμενοι, ελέγχουν τον τρόπο που συντονίζεται η εργασία, και επειδή είναι οι ίδιοι που επιχειρούν να εξάγουν όσο το δυνατόν περισσότερη εργατική υπεραξία, οι ανθρώπινες ανάγκες –και ιδιαίτερα οι ανάγκες ανθρώπων που δεν χρησιμοποιούνται από τους καπιταλιστές– είναι αδύνατο να ενσωματωθούν στην οργάνωση της παραγωγής. Σε καμία καπιταλιστική κοινωνία δεν οργανώνεται η παραγωγή έτσι ώστε να λαμβάνει υπ’όψιν της και να υποστηρίξει ενεργά την κοινωνικά αναγκαία εργασία της πρόνοιας. Ακόμα και τα περισσότερο ‘’φιλικά προς την οικογένεια’’ καθεστώτα κοινωνικής πρόνοιας, όπως είναι η Σουηδία, δεν επεμβαίνουν στις πολιτικές απασχόλησης των ιδιωτικών εταιρειών. Καπιταλιστικές κοινωνίες με πολύ ισχυρότερα κράτη πρόνοιας από ότι οι Η.Π.Α., συνεχίζουν να τοποθετούν το μεγαλύτερο βάρος της πρόνοιας, εντός των επιμέρους νοικοκυριών. Και φυσικά, στο πλαίσιο του καθεστώτος λιτότητας που υπάρχει αυτή τη στιγμή, ακόμα και όπου υπάρχουν κοινωνικά προγράμματα συρρικνώνονται, με αποτέλεσμα οι νέοι εργαζόμενοι να είναι αποκλεισμένοι από τα οφέλη αυτά καθώς και από την εργασία πλήρης απασχόλησης, ενώ οι περισσότερες οικογένειες αγωνίζονται να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν αξίζει να αγωνιζόμαστε για τις ‘’φιλικές προς την οικογένεια’’ διεκδικήσεις προς τους εργοδότες, καθώς και για τα αντίστοιχα δημόσια προγράμματα. Τα προγράμματα αυτά, βελτιώνουν την ποιότητα της ζωής των εργαζόμενων γυναικών. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μία φεμινιστική κριτική σύμφωνα με την οποία, οι ‘’φιλικές προς την οικογένεια’’ πολιτικές, τείνουν να επιδεινώνουν τον επαγγελματικό διαχωρισμό βάσει φύλου και να περιορίζουν την γυναικεία απασχόληση στον λιγότερο φιλικό προς την οικογένεια εργασιακό τομέα του ιδιωτικού τομέα, ενώ αναπαράγουν τον καταμερισμό της εργασίας βάσει φύλου στο νοικοκυριό αλλά και στις επαγγελματικές δομές. Αυτό ισχύει ακόμα και για τη Σουηδία, όπου το κράτος προσφέρει επιπλέον μήνες αμειβόμενης γονικής άδειας στις οικογένειες, εάν τις λαμβάνουν οι άντρες.
Τώρα, για να επανέλθω στην ερώτηση σας, το άρθρο στο οποίο αναφέρεστε καταπιανόταν με ένα ερώτημα που απασχολούσε τις φεμινίστριες τη δεδομένη στιγμή : δεδομένου ότι ο καπιταλισμός κατέστρεψε την υλιστική βάση του πατριαρχικού ελέγχου πάνω στις γυναίκες και τα παιδιά (ατομική ιδιοκτησία ανδρών) στα πλαίσια μίας πολιτικής οικονομίας όπου η παραγωγή οργανώνεται μέσω του νοικοκυριού, τουλάχιστον για την εργατική τάξη, πως μπορούμε να εξηγήσουμε την καταπίεση των γυναικών στον καπιταλισμό; Πολλές φεμινίστριες εστιάζουν στο διαχωρισμό της εργασίας βάσει φύλου, εντός του μοντέλου της πυρηνικής οικογένειας υποστηρίζοντας ότι οι νόμοι, τα πολιτιστικά πρότυπα και οι κοινωνικές προσδοκίες που απέκλειαν τις γυναίκες από την ισότιμη συμμετοχή στην οικονομική και πολιτική ζωή, ήταν μία συνέπεια της ανάθεσης της εργασίας της φροντίδας του σπιτιού στις γυναίκες. Αυτό είναι σωστό, αλλά πως να το εξηγήσουμε;
Μερικές γυναίκες υποστήριξαν ότι ο περιορισμός των γυναικών στο σπίτι συνέφερε τον καπιταλισμό, καθώς η εργασία τους ήταν μη αμειβόμενη. Μερικές φεμινίστριες υποστήριξαν ότι ήταν το προϊόν μιας συμφωνίας μεταξύ της εργατικής τάξης των ανδρών και των εργοδοτών: oι άνδρες θα κερδίζουν έναν ‘’οικογενειακό μισθό’’ και ως εκ τούτου, θα είναι σε θέση να ασκούν τα ίδια προνόμια με τις ‘’ηγέτιδες των νοικοκυριών’’ ως αστοί άνδρες. Μερικές φεμινίστριες υποστήριξαν ότι οι ιδέες της διαφορετικότητας των φύλων, σχετικά με την ‘’φυσική’’ σύνδεση των γυναικών με την οικογενειακή ζωή, καθώς είναι ενταγμένες στις υποκειμενικότητές μας, αποτελούν το κλειδί για την εμφάνιση αυτής της μορφής οικογένειας. Βρήκα όλες αυτές τις εξηγήσεις εν μέρει αληθινές αλλά ανεπαρκείς. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα περίπλοκο θέμα, για το οποίο δεν μπορώ να επιχειρηματολογήσω πλήρως εδώ, αλλά θα πω απλά ότι ένιωσα πως αυτές οι εξηγήσεις δεν έλαβαν επαρκώς υπ’όψιν τους τι θα μπορούσαν να έχουν οι γυναίκες. Ειδικά όσον αφορά την κατηγορία των γυναικών που ανήκουν στην εργατική τάξη, δεν έχει ληφθεί υπ’όψιν το πως οι άντρες επέβαλλαν την οικογενειακή ζωή στις γυναίκες. Αυτό με έφερε στο ρόλο της βιολογίας. Το επιχείρημα μου δεν είναι ότι ο τοκετός και ο θηλασμός ήταν ή και είναι εγγενώς ασυμβίβαστα με τη συμμετοχή των γυναικών στη μισθωτή εργασία. Αλλά οι δρακόντειες συνθήκες εργασίας που χαρακτήριζαν την εργοστασιακή παραγωγή το 19ο και τον 20ο αιώνα, ώθησαν τις γυναίκες μακριά από την μισθωτή αγορά εργασίας, από τη στιγμή που κυοφορούσαν. Μόνο οι μητέρες που δεν είχαν άλλη επιλογή συνέχιζαν να συμμετέχουν στη μισθωτή εργασία. Σε πολλά νοικοκυριά της εργατικής τάξης με οικονομικές δυσκολίες, τα παιδιά εισάγονταν στην έμμισθη αγορά εργασίας πριν από τις μητέρες. Έτσι, θεώρησα σημαντικό να λάβουμε υπ’όψιν ότι ενδεχομένως πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης μπορεί να προτιμούσαν έναν "αντρικό" οικογενειακό μισθό συγκρίσει με τις εναλλακτικές που είχαν. Σκεφτείτε το, ακόμα και σήμερα, όταν οι γυναίκες έχουν ένα η δύο παιδιά , και η θηλασμός αποτελεί μία επιλογή και όχι ένα αιτούμενο, το να είσαι μητέρα και έμμισθη εργαζόμενη δεν είναι εύκολο. Και μετά, φυσικά, υπάρχουν όλες οι υπόλοιπες ανθρώπινες ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου βίου. Η ανατροφή των παιδιών απαιτεί έντονη κοινωνική αλληλεπίδραση, ενώ οι μεγαλύτεροι άνθρωποι γίνονται πιο αδύναμοι και οι ενήλικες αρρωσταίνουν. Όλοι χρειάζονται οικειότητα και συναισθηματική υποστήριξη. Στη συνέχεια, υπάρχει και το έργο της καθημερινής αναπαραγωγής των εαυτών μας – ψώνια, μαγείρεμα, καθαριότητα κ.ο.κ.
Ιστορικά, ο καταμερισμός της εργασίας βάσει φύλου είναι το συγκυριακό αποτέλεσμα του αγώνα, αλλά παραφράζοντας το Μαρξ, όσο οι γυναίκες παράγουν τη συλλογική τους ιστορία, δεν το κάνουν κάτω από συνθήκες που εκείνες επιλέγουν. Η δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής θέτει όρια και δημιουργεί ευκαιρίες για πολιτική δράση. Με την πάροδο του χρόνου, η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει αλλάξει τις πιθανές δυνατότητες, και βλέπουμε μετά τα μέσα του 20ου αιώνα, την έκρηξη της διαμαρτυρίας των γυναικών.
Εν μέρει ως αποτέλεσμα των νομικών και πολιτιστικών αλλαγών που κέρδισε ο φεμινισμός του 20ου αιώνα και εν μέρει ως αποτέλεσμα της επίθεσης των εργοδοτών απέναντι στον "άντρα κουβαλητή", ο καταμερισμός της εργασίας ανά φύλο εντός του νοικοκυριού μετατοπίζεται σημαντικά – οι μητέρες είναι μισθωτές εργαζόμενες, και σε μερικές οικογένειές οι πατέρες και όχι οι μητέρες είναι οι βασικοί πάροχοι φροντίδας. Παρόλα αυτά, οι γυναίκες εξακολουθούν να ορίζουν τη συμμετοχή τους στη μισθωτή εργασία γύρω από τις ανάγκες και τη φροντίδα των παιδιών. Για παράδειγμα , το 2015, μεταξύ των πατεράδων των παιδιών ηλικίας κάτω από 6 χρονών, σχεδόν το 90% ήταν μισθωτοί εργάτες πλήρους απασχόλησης, ενώ μόλις το 44% των γυναικών με παιδιά κάτω των 6 ετών εργάζονται σε πλήρη απασχόληση. Οι άντρες έχουν αυξήσει το μερίδιό τους στην οικιακή εργασία, αλλά οι γυναίκες εξακολουθούν να κάνουν το μεγαλύτερο μέρος της.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μοιραστεί εξίσου η μισθωτή και η οικιακή εργασία. Και πράγματι, στις ΗΠΑ, όταν τα ζευγάρια μετακινούνται προς μία σχέση ισότητας, το κάνουν βασιζόμενοι στην πιο χαμηλόμισθη εργασία των γυναικών – όχι μόνο στην πληρωμένη εργασία στο σπίτι όπως για τις νταντάδες και τις καθαρίστριες που αποτελεί αμειβόμενη εργασία εντός του νοικοκυριού, αλλά και στην εργασία που τελείται έξω από το σπίτι σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας όπως οι βρεφονηπιακοί σταθμοί και τα γηροκομεία, σε βοηθούς υγείας εντός και εκτός του σπιτιού για τους ηλικιωμένους, καθώς και στην παραγωγή φθηνών βασικών προϊόντων που υποκαθιστούν την οικιακή εργασία, όπως fast-food και έτοιμα γεύματα.
Τα περισσότερα νοικοκυριά δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά την πρόσληψη ακόμη και χαμηλά αμειβομένων οικιακών εργαζομένων, έτσι εξισορροπούν την φροντίδα των παιδιών και την έμμισθη εργασία με την εργασία μερικής απασχόλησης, την εκ περιτροπής εργασία, καθώς και με άτυπες συμφωνίες με την οικογένεια και τους γείτονες. Εναλλακτικά, βασίζονται σε άλλους χαμηλόμισθους εργαζομένους και σε φθηνές υπηρεσίες – με προβλήματα έλλειψης προσωπικού, χαμηλής ποιότητας κέντρα παιδικής φροντίδας με κερδοσκοπικούς σκοπούς και καταπονημένους πάροχους ημερήσιας φροντίδας.
Φυσικά, χάρη στο φεμινιστικό αγώνα, τα ιδανικά μας έχουν εξελιχθεί από την εποχή που συνοψίζονταν στο ρητό ‘’ ο πατέρας ξέρει καλύτερα’’. Αυτό είναι ιδιαίτερα καλό. Ωστόσο, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ των ιδεωδών της από κοινού οικιακής εργασίας και της πραγματικότητας των περισσότερων νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένης της πραγματικότητας της μόνης μητέρας.
Και αυτό με φέρνει στην επόμενη ερώτησή σας.
3) Στο άρθρο σας, “Οι καλύτερες και οι χειρότερες στιγμές : ο φεμινισμός στις ΗΠΑ σήμερα” (1993), επιχειρείτε να ιστορικοποιήσετε τις επιτυχίες και τις αποτυχίες του φεμινισμού στις ΗΠΑ κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Τα συμπεράσματά σας, επικεντρώνονται στις προοπτικές και το στρατηγικό προσανατολισμό του τρίτου φεμινιστικού κύματος. 23 χρόνια μετά τη δημοσίευση του άρθρου, ποιες από τις προοπτικές νομίζετε ότι έχουν εκπληρωθεί και ποια πολιτικά διακυβεύματα αυτού του κύματος παραμένουν ακόμη ανοικτά;
Τα κινήματα χειραφέτησης της δεκαετίας του 1960 και του 1970 ενάντια στην καταπίεση έφερε στο προσκήνιο ένα ευρύ φάσμα πολιτικής. Η όψη που κυριάρχησε ωστόσο, δεν ήταν ούτε αυτή του ριζοσπαστικού σοσιαλισμού, ούτε του κλασικού φιλελεύθερου φεμινισμού, αλλά αυτό που εγώ αποκαλώ φεμινισμό της κοινωνικής πρόνοιας. (Έξω από τις ΗΠΑ, όπου υπήρχαν πραγματικά αριστερά κόμματα και όπου σοσιαλιστικές πολιτικές συζητήσεις ήταν περισσότερο παρούσες, αυτή η πολιτική άποψη θα μπορούσε με μεγαλύτερη ακρίβεια να ονομαστεί σοσιαλδημοκρατικός φεμινισμός).
Οι φεμινίστριες της κοινωνικής πρόνοιας μοιράζονται την ίδια δέσμευση αναφορικά με το φιλελεύθερο φεμινισμό στα ατομικά δικαιώματα και στις ίσες ευκαιρίες, ωστόσο πηγαίνουν αρκετά παραπέρα. Προσβλέπουν σε ένα διευρυμένο και ενεργητικό κράτος το οποίο να είναι σε θέση να καταπιαστεί με τα προβλήματα των εργαζομένων γυναικών, προκειμένου να ελαφρύνουν το βάρος των διπλών ευθυνών των γυναικών, με την εργασία και τη φροντίδα των παιδιών, να βελτιώσουν την θέση των γυναικών και ιδιαίτερα των μητέρων στην αγορά εργασίας, να προσφέρουν δημόσιες υπηρεσίες οι οποίες να κοινωνικοποιούν την εργασία της φροντίδας, και για να επεκτείνουν την κοινωνική ευθύνη για τη φροντίδα (για παράδειγμα, μέσω της πληρωμένης γονεϊκής άδειας και μισθών σε γυναίκες που παράσχουν φροντίδα σε μέλη της οικογένειας).
Για να κερδηθούν τα αιτήματα αυτά ήταν απαραίτητη η αντιπαράθεση με την εξουσία της καπιταλιστικής τάξης. Ωστόσο, σχεδόν την ίδια στιγμή, που ο φεμινισμός κοινωνικής πρόνοιας ήταν πιο ισχυρός από ποτέ, στη δεκαετία του 1970, το τσουνάμι της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έφθασε φέρνοντας μαζί του την επίθεση των εργοδοτών ενάντια στους εργαζομένους, στους μισθούς και στις συνθήκες εργασίας - μια επίθεση που οξύνθηκε στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Αναγκαία προϋπόθεση για μία αποτελεσματική αντίσταση στην επίθεση αυτή είναι μία ευρεία, μαχητική, πολιτικά ριζοσπαστική ενότητα-ένας συνασπισμός των εργατικών συνδικάτων και των κοινωνικών κινημάτων. Αντί αυτού, τα υπάρχοντα γραφειοκρατικά και μεριτοκρατικά συνδικάτα εκείνης της εποχής δεν είχαν ούτε το ενδιαφέρον ούτε την ικανότητα δημιουργίας κινημάτων οποιουδήποτε είδους, συμπεριλαμβανομένης και της υπεράσπισης των μελών τους.
Η αποτυχία υπεράσπισης της εργατικής τάξης ενάντια σε αυτή την επίθεση οδήγησε τελικά στην πολιτική μετατόπιση προς τα δεξιά στην Αμερική. Καθώς οι άνθρωποι πάλευαν να επιβιώσουν στη νέα παγκόσμια καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και οι συλλογικές δυνατότητες και η αλληλεγγύη καθίσταντο ανέφικτες, ο ανταγωνισμός και η ανασφάλεια αυξήθηκαν, τα πλάνα επιβίωσης έγιναν καθημερινότητα και έτσι άνοιξε η πόρτα για την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού ο οποίος ενσωμάτωσε το φιλελεύθερο φεμινισμό (και φιλελεύθερη "πολυπολιτισμικότητα") στην ολοένα και πιο κυρίαρχη αντίληψη.
Ενώ πολλές φεμινίστριες έχουν επικεντρωθεί στην ανάδυση της θρησκευτικής δεξιάς, νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε ότι εκπροσωπούν μία μικρή πολιτική μερίδα στις ΗΠΑ. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990 η θρησκευτική δεξιά κινητοποίησε σοβαρά και επικίνδυνα κινήματα ενάντια στη ΛΟΑΤ κοινότητα και ενάντια στην νόμιμη άμβλωση. Κατά την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, έχουν χάσει εντελώς τη μάχη για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
Για την πολιτική των αμβλώσεων, η εικόνα είναι πιο σύνθετη. Σε ομοσπονδιακό επίπεδο, η αξιοσημείωτη επιτυχία τους αφορά την ετήσια έγκριση του ομοσπονδιακού διατάγματος Hyde Amendment που απαγορεύει τη χρήση της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης για αμβλώσεις (που σημαίνει ότι οι γυναίκες με χαμηλό εισόδημα των οποίων η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εξαρτάται από κυβερνητικά προγράμματα πρέπει να πληρώσουν για τις αμβλώσεις τους). Από την άλλη πλευρά, η δεξιά έχασε τη μάχη για το “χάπι της επόμενης ημέρας”, το οποίο είναι σχετικά φθηνό και διαθέσιμο χωρίς ιατρική συνταγή. Η ιατρική άμβλωση (πρόκληση αποβολής με ιατρική συνταγή) είναι επίσης ευρέως διαθέσιμη. Έχουν μεγαλύτερη επιτυχία σε κρατικό επίπεδο οι προσπάθειές τους να περιορίσουν την πρόσβαση στη διαδικασία της άμβλωσης. Αυτοί οι περιορισμοί έχουν επιτύχει εν μέρει επειδή τα κύρια θύματα των πολιτικών τους είναι οι πιο ευάλωτες και πολιτικά ασθενέστερες ομάδες των γυναικών με χαμηλά εισοδήματα και οι αυτόχθονες αμερικάνες που εξαρτώνται από την κυβερνητική ιατρική ασφάλιση, οι γυναίκες της υπαίθρου και οι έφηβοι. Οι γυναίκες που έχουν ιδιωτική ασφάλιση υγείας, οι γυναίκες που έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώσουν τις αμβλώσεις, οι γυναίκες που ζουν σε αστικές περιοχές εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση στην άμβλωση, όταν αυτό χρειάζεται.
Δεν υπαινίσσομαι ότι το κλείσιμο των κλινικών για αμβλώσεις ή οι καταπιεστικοί κανόνες που έχουν θεσπιστεί (όπως η αναμονή έως και 24 ώρες για τη διαδικασία), δεν έχουν κανένα αντίκτυπο. Ωστόσο, το επίπεδο της ζημιάς που δημιούργησαν δεν ήταν αρκετό για να κινητοποιήσει αρκετές γυναίκες ώστε να σταματήσουν τις επιθέσεις των Ρεπουμπλικάνων. Όποτε η θρησκευτική δεξιά προσπάθησε να καταστήσει την έκτρωση παράνομη γεγονός που θα επηρέαζε σοβαρά όλες τις γυναίκες κάτι που ως επί το πλείστον απέτυχε. Ενδεικτικό είναι ότι ακόμη και στο Μισισίπι που είναι προπύργιο της θρησκευτικής δεξιάς, πως ένα μέτρο ψηφοφορίας το οποίο όριζε το ξεκίνημα της ζωής στη σύλληψη, ηττήθηκε συντριπτικά.
Πολύ πιο αποτελεσματική στην περιθωριοποίηση του φεμινισμού κοινωνικής πρόνοιας υπήρξε η “εκσυγχρονιστική δεξιά”, η θάτσερικη/ρηγκανική επίθεση στη κυβερνητική ρύθμιση, η εξάρτηση της “φροντίδας” από το κράτος πρόνοιας και η προώθηση του ρομαντισμού περί της ελευθερίας των ατομικών ευκαιριών στην αγορά. Φυσικά, αυτός ο λόγος ήταν συγκαλυμμένος και μερικές φορές αρκετά απροκάλυπτα ρατσιστικός, εστιάζοντας στην “κουλτούρα της φτώχειας” των Μαύρων φτωχών, που υποτίθεται ότι προκαλείται από το κράτος πρόνοιας. Ο Μπιλ Κλίντον, και το Συμβούλιο Δημοκρατικής Ηγεσίας, υιοθέτησε αυτόν τον λόγο, για παράδειγμα, στην εκστρατεία ενάντια στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας για μόνες μητέρες ως “ελεημοσύνες” και την υιοθέτηση της αντιέγκληματικής πολιτικής του Ρεπουμπλικανικού κόμματος μέσω του δόγματος του “νόμου και της τάξης”. Εγκλωβισμένες ανάμεσα στην αποστρατευμένη εργατική τάξη και το Δημοκρατικό κόμμα που είχε καταληφθεί από το νεοφιλελευθερισμό, πολλές mainstream φεμινίστριες, ακτιβίστριες και οργανώσεις, προσαρμόστηκαν στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα.
Ακόμη και εντός της νεοφιλελεύθερης τάξης έχουμε δει σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς των φύλων που προκάλεσε το δεύτερο κύμα φεμινισμού. Οι προσπάθειες του φιλελεύθερου φεμινισμού να διαλύσει τον ιστό των νόμων που προάγουν τις διακρίσεις και τις κοινωνικές νόρμες που απέκλειαν, ο οποίος αναπαρήγαγε την υποτέλεια των γυναικών στην οικογένεια, την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχημένες. Και πράγματι, εξαιτίας αυτής της επιτυχίας υπήρξε η τάση ενδυνάμωσης των νεοφιλελεύθερων οραμάτων της ισότητας των γυναικών. Εν τω μεταξύ, η περιθωριοποίηση του φεμινισμού κοινωνικής πρόνοιας απέκλεισε πολλές γυναίκες της εργατικής τάξης των οποίων η ισχυροποίηση απαιτεί πολύ περισσότερα από ό,τι "ισότιμη πρόσβαση" σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και ιεραρχικό κοινωνικό, πολιτικό, και οικονομικό σύστημα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, οι ταξικές διαφορές μεταξύ των γυναικών έχουν διευρυνθεί.
Αλλά αν οι κοινωνικές πολιτικές πρόνοιας που αντανακλούν τα συμφέροντα των γυναικών της εργατικής τάξης δεν προάχθηκαν όσο θα έπρεπε, αυτό δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκαν. Και οι “διαθεματικές” πολιτικές που αναπτύχθηκαν κατά πρώτο λόγο από έγχρωμες ακτιβίστριες και ακαδημαϊκούς, συνέχισαν να προάγονται μέσω διαφόρων φεμινιστικών χώρων. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, συνδικαλίστριες, οι γυναίκες που δουλεύουν για τα δικαιώματα των μεταναστών και σε οργανώσεις περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, γυναίκες που προσφέρουν κοινοτική οργάνωση αναφορικά με τη τρανς νεολαία, ακτιβίστριες στα πανεπιστήμια, και πολλές άλλες ακόμα αγωνίζονται για πιο περιεκτικές πολιτικές.
Η Πλατφόρμα του κινήματος “Black Lives”, η οποία νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα πιο προηγμένα πολιτικά οράματα που έχουμε δει ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες, προέκυψε από τη σκέψη, τον ακτιβισμό και τα διδάγματα μέσα σε αυτά τα κοινωνικά κινήματα.
Η εμφάνιση της αντίστασης ενάντια στην εκλογή του Donald Trump επίσης δείχνει την απόσταση που αυτός ο διαθεματικός φεμινισμός έχει διανύσει. Η πορεία των γυναικών στην Ουάσιγκτον προέκυψε από ένα post στο facebook που έκανε ένας υποστηρικτής της Χίλαρυ Κλίντον και καθώς η ιδέα κέρδιζε μομέντουμ, κατέστη εμφανής η νεοφιλελεύθερη φεμινιστική πολιτική που χαρακτήριζε την προεκλογική της εκστρατεία- εστιάζοντας κυρίως στο μισογυνισμό του Trump και τους φόβους σχετικά με το διορισμό εκ μέρους του ενός Ανώτατου Δικαστηρίου που θα ήταν ενάντια στις αμβλώσεις. Αλλά πολύ γρήγορα η αρχική ομάδα εκτοπίστηκε από μια οργανωτική επιτροπή που επέμεινε σε μια ευρεία και περιεκτική ατζέντα για την εκδήλωση του γεγονότος. Το όραμα και η πολιτική πλατφόρμα της πορείας των γυναικών στην Ουάσιγκτον είναι μια σύγχρονη επανάληψη του δεύτερου κύματος της πολιτικής της κοινωνικής πρόνοιας, που ενημερώνεται από και εμβαθύνει την διαθεματική θεώρηση. Αυτό είναι, νομίζω, ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα προς τα εμπρός και σε αυτή τη βάση εμείς στην αριστερά θα πρέπει να δεσμευτούμε ότι θα οικοδομήσουμε επάνω σε αυτό.
4) Στο ίδιο άρθρο που αναφέρθηκα στη προηγούμενη ερώτησή μου αναφέρεται “η υποχρεωτική επίκληση της αλληλεπίδρασης φυλής, φύλου και τάξης είναι μια καλή αρχή, αλλά δεν αποτελεί μια πολιτική στρατηγική”. 27 χρόνια μετά τη δημοσίευση, μοιράζεστε ακόμα αυτήν την κριτική προς τη συγκεκριμένη θεωρία; Ποια είναι τα όριά της και πώς νομίζετε ότι έχει συμβάλει -τόσο στη σφαίρα της θεωρίας και της πράξης- μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες της ύπαρξης;
Δεν ήμουν στην πραγματικότητα κριτική απέναντι στην θεωρία της διαθεματικότητας. Νομίζω ότι είναι ένα σημείο εκκίνησης για την δημιουργία μίας πολιτικής στρατηγικής. Αλλά εκείνη την εποχή, ήμουν πραγματικά απογοητευμένη από τη διάσταση μεταξύ, αφενός, της εμφανιζόμενης αναγνώρισης της διασταύρωσης φυλής/τάξης μέσα στη φεμινιστική σκέψη, ιδιαίτερα εντός του πλαισίου της ακαδημαϊκής κοινότητας, και αφετέρου, της πραγματικής πολιτικής πρακτικής των φεμινιστριών που υποστήριζαν τη μετατόπιση των γυναικών προς τα δεξιά στην πολιτική των ΗΠΑ που τελείτο τότε.
Εδώ ιδίως νόμιζα ότι υπήρχε μια τάση απομάκρυνσης από την “τάξη” ως μέρος των διασταυρώσεων “φυλή/φύλο/τάξη”. Σε αρκετές φεμινιστικές συζητήσεις για τις “ταξικές διαφορές”, η έμφαση δινόταν στo διαχωρισμό μεταξύ της λευκής “μεσαίας τάξης” (την οποία πιστεύω ότι με μεγαλύτερη ακρίβεια θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε επαγγελματική/διευθυντική τάξη) των γυναικών και των έγχρωμων γυναικών της εργατικής τάξης. Η ανάλυση και η κριτική του φεμινισμού από έγχρωμες φεμινίστριες έχει υπάρξει σημαντική επειδή ακριβώς κατέδειξε αυτό το χάσμα και άσκησε κριτική στους τρόπους με τους οποίους η φεμινιστική σκέψη και η πολιτική το αναπαράγουν. Ωστόσο, ως σοσιαλίστρια-φεμινίστρια, ήθελα να δω, επιπλέον, να δίνεται προσοχή στις στρατηγικές για την υπέρβαση των φυλετικών διαιρέσεων και την οικοδόμηση της ταξικής αλληλεγγύης μεταξύ των λευκών γυναικών και των έγχρωμων γυναικών στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, η οποία είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται ώστε να αναπτυχθούν επαναστατικά σοσιαλιστικά-φεμινιστικά κινήματα.
Μια άλλη ανησυχία που είχα με τη θεωρία της διαθεματικότητας ως πλαίσιο, έχει να κάνει με την μαρξιστική έννοια της τάξης. Κατά μία έννοια, βλέπω την τάξη με τον ίδιο τρόπο όπως και άλλες φεμινίστριες - ως έναν από τα πολλούς "διασταυρώμενους" άξονες της εξουσίας/των προνομίων που καθορίζουν τις κοινωνικές θέσεις και απόψεις, σημεία εκκίνησης από τα οποία δρούμε. Αλλά ως μαρξίστρια θέλω επίσης να τονίσω τις “ταξικές σχέσεις παραγωγής”. Έτσι, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου, προσφέρω μια επεξεργασία της θεωρίας από μια μαρξιστική σκοπιά. Ξεκινώντας και πάλι με την ιδέα των πλάνων επιβίωσης (που μπορεί να είναι ατομικά ή συλλογικά), προσπάθησα να δείξω, χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τον φεμινισμό και από τους αγώνες των Μαύρων για πολιτικά δικαιώματα, τις πολιτικές, κοινωνικές, πολιτισμικές διαδικασίες μέσω των οποίων το “φορντιστικό” καθεστώς συσσώρευσης δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάδυση αυτών των κοινωνικών κινημάτων και την μετάβαση στην “ευέλικτη συσσώρευση”, που τα υπονόμευσε. Νομίζω ότι είναι σημαντικό να κατανοήσουμε αυτή τη σύνδεση, προκειμένου να αναπτύξουμε στρατηγικές έτσι ώστε να προχωρήσουμε προς τα εμπρός.
Συμφωνώ με τον Adolph Reed ο οποίος υποστήριξε ότι η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την άνοδο της Μαύρης ελίτ που βασίζεται στα ανώτερα επαγγέλματα και την ανώτερη διοίκηση και μιας μαύρης πολιτικής τάξης, που ενώ εκπροσωπεί τα συμφέροντά της παριστάνει ότι μιλά εκ μέρους των μαύρων, κυρίως κάνοντας κήρυγμα στη μαύρη εργατική τάξη και στους φτωχούς σε σχέση με τις ανεπάρκειες τους. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο φιλελεύθερος φεμινισμός, που βασίζεται στην ίδια επαγγελματική/μανατζερίστικη τάξη, έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στο πρόβλημα της “γυάλινης οροφής”. Επιπλέον, απηχώντας την σωφρονιστική πλευρά του νεοφιλελεύθερου κράτους, έχει προκύψει μία πολύ ισχυρή τάση “νόμου και τάξης” στην επικρατούσα τάση του φεμινισμού η δεν θεωρεί ότι η σεξουαλική βία σχετίζεται με το φύλλο ενώ έχουν συμμαχήσει πολιτικά με τα αστυνομικά τμήματα, τους συντηρητικούς πολιτικούς και τις οργανώσεις για τα δικαιώματα των θυμάτων.
Ο φεμινισμός όπως και άλλα κινήματα ενάντια στην καταπίεση είναι διαταξικά κινήματα, και ως εκ τούτου, τίθεται το ερώτημα, “Ποιος θα έχει την ηγεμονία στο εσωτερικό αυτών των κινημάτων”; “Ποιες κοσμοθεωρίες θα καθορίσουν τις απαιτήσεις του κινήματος, πώς αυτά τα αιτήματα θα αρθρωθούν και θα δικαιολογηθούν, και πώς θα οργανωθεί το ίδιο το κίνημα”; Κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι η επαγγελματική /μανατζερίστικη τάξη. Ωστόσο, όταν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης ανέλθουν στο προσκήνιο της πολιτικής, οι σχέσεις εξουσίας εντός των κοινωνικών κινημάτων μπορούν να αλλάξουν.
Τέλος Α' μέρους
* Ο Γιώργος Σουβλής είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και ανεξάρτητος συγγραφέας για διάφορα προοδευτικά περιοδικά όπως το Salvage, το Jacobin, το ROAR και το Lefteast.
* Η Johanna Brenner είναι ακτιβίστρια, αφιερωμένη στους φεμινιστικούς αγώνες και συγγραφέας του βιβλίου: " Women and the Politics of Class".
Πηγή: http://salvage.zone/online-exclusive/materialism-and-feminism-an-intervi...
5) Ποια είναι η δική σας άποψη για την θέση της Nancy Fraser ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες το φεμινιστικό κίνημα διασταυρώθηκε δημιουργώντας μια συμμαχία με τις νεοφιλελεύθερες προσπάθειες που είχαν σκοπό την οικοδόμηση μιας κοινωνίας της ελεύθερης αγοράς; Συμφωνείτε με την κριτική από που ασκήθηκε από τις Brenna Bhandar και Denise Ferreira Silva που χαρακτηρίζουν την αντίληψη της Fraser ως ευρωκεντρική;
Συμφωνώ απολύτως με την κριτική τους, όπως νομίζω ότι είναι σαφές από ό, τι έχω αναφέρει για την τύχη του δεύτερου κύματος φεμινισμού. Προκρίνοντας ότι ο φεμινισμός έχει γίνει η υπηρέτρια του νεοφιλελευθερισμού, η Fraser αντιλαμβάνεται ότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός αντιπροσωπεύει την ολότητα του φεμινιστικού κινήματος. Η Bhandar και η Ferreira Silva έχουν απόλυτο δίκιο υποστηρίζοντας ότι καθ 'όλη τη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης περιόδου, οι μαύρες και οι μαρξίστριες-φεμινίστριες του Τρίτου Κόσμου έχουν προσφέρει μια απάντηση στο φιλελεύθερο φεμινισμό που επικράτησε στην κυρίαρχη πολιτική. Υπήρξε αμφισβήτηση και αγώνας εντός του φεμινιστικού κινήματος κατά τη διάρκεια των δεκαετιών από το τέλος του δεύτερου κύματος και μετά. Για παράδειγμα, η οργάνωση των έγχρωμων γυναικών απομάκρυνε της κυρίαρχες υπέρ της επιλογής οργανώσεις, ιδιαίτερα τις NARAL και την Planned Parenthood από την φιλελεύθερη επιχειρηματολογία περί “ιδιωτικότητας”, για να υπερασπιστούν την άμβλωση και να κατευθυνθούν προς την υιοθέτηση λόγων "αναπαραγωγικών δικαιωμάτων” που λιγότερο εύκολα ευθυγραμμίζονται με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Οι έγχρωμες γυναίκες αμφισβήτησαν τον φεμινισμό του νόμου και της τάξης, που επιχείρησε να ηγεμονεύσει τον λόγο περί έμφυλης βίας. Ανέπτυξαν εναλλακτικές στρατηγικές (όπως οι ξενώνες και η επανορθωτική δικαιοσύνη) και ανέλυσαν το πως η διαπροσωπική βία συνδέεται με την βία που ασκείται από το κράτος στις ίδιες του τις κοινότητες. (βλέπε, για παράδειγμα, η ιστοσελίδα της Incite!).
Διεθνώς, είναι αλήθεια ότι ορισμένοι οργανισμοί, όπως το ίδρυμα Feminist Majority foundation τάχθηκε υπέρ της επέμβασης των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, υπάρχουν καλά οργανωμένες φεμινιστικές αντιπολεμικές ομάδες (όπως οι Code Pink και Madre) καθώς και άλλες φεμινιστικές οργανώσεις που απορρίπτουν και αμφισβητούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ανάπτυξης (όπως ο οργανισμός Women’s Environment and Development Organization). Το κίνημα critical resistance κριτικό κίνημα αντίστασης οργάνωσε πολλούς νέους ανθρώπους για να διαμαρτυρηθούν για το σωφρονιστικό κράτος από μια φεμινιστική, αντιρατσιστική και αντικαπιταλιστική σκοπιά. Πολλοί από τους ακτιβιστές που ηγούνται σε μερικά από τα πιο ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα των τελευταίων ετών, όπως το Black Lives Matter και το Dreamers, μαθαίνουν την πολιτική μέσω των διαφόρων αντιπολιτευτικών κινημάτων και των πανεπιστημίων, όπου τα προγράμματα των γυναικείων σπουδών αναπτύσσουν την διαθεματική ανάλυση. Η διεύρυνση του διαδικτύου άνοιξε ένα πολύ μεγαλύτερο χώρο για τέτοιες αμφισβητήσεις του φιλελεύθερου φεμινισμού και την προαγωγή των πιο ριζοσπαστικών, αντι-εταιρικών, φεμινιστικών προοπτικών. Το ίδιο ισχύει και για πολλά άλλα κοινωνικά κινήματα.
Ένα άλλο πρόβλημα με το επιχείρημα της Fraser είναι η αδυναμία της να εξηγήσει, πραγματικά, τις πολιτικές εξελίξεις που παρατηρεί. Κύρια εξήγησή της είναι ότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός διατηρεί μια “εκλεκτική συγγένεια” με τον νεοφιλελευθερισμό, καθώς είναι ιδεολογικά συμβατοί. Ναι, σαφώς και είναι. Αλλά πώς εξηγείται η άνοδος των ιδεών του “εκσυγχρονιστικής Δεξιάς”. Προσπαθώ να προσφέρω μια υλιστική ανάλυση αυτής τής ιδεολογικής/ πολιτικής στροφής μακριά από το “φιλελευθερισμό του κράτος πρόνοιας” που κυριάρχησε στην μεταπολεμική περίοδο στις ΗΠΑ, εστιάζοντας στις διαδικασίες μέσω των οποίων οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και η παγκοσμιοποίηση υπονόμευσαν τα ήδη εξασθενημένα όργανα αντίστασης της εργατικής τάξης.
Σαφώς, η τύχη του φεμινισμού κοινωνικής πρόνοιας είναι στενά συνδεδεμένη με την τύχη των ευρύτερων θεσμών της πάλης της εργατικής τάξης Ενώ η καπιταλιστική αναδιάρθρωση μπλόκαρε τις ριζοσπαστικές δυνατότητες του δεύτερου κύματος, οι έντονες διαταραχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που έχουν προκληθεί σε όλο τον κόσμο, τώρα δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του φεμινιστικού ακτιβισμού με επικεφαλής γυναίκες των εργαζόμενων τάξεων. Μιλώ για τις εργαζόμενες τάξεις με την ευρύτερη έννοια - είτε πρόκειται για γυναίκες που απασχολούνται στην επίσημη οικονομία, ή στην ανεπίσημη οικονομία, στην ύπαιθρο ή ακόμη προσφέρουν άμισθη εργασία.
Πράγμα που με οδηγεί και στην επόμενη ερώτησή σας.
6) Σε ένα από τα πρόσφατα άρθρα σας έχετε αναλύσει τις στρατηγικές ιδέες σας σχετικά με το σύγχρονο σοσιαλιστικό φεμινιστικό κίνημα. Κατ 'αρχάς, θα ήθελα να μου πείτε πώς θα ορίζετε το σοσιαλιστικό φεμινισμό το έτος 2016, ποια είναι βασικά χαρακτηριστικά του; Στη συνέχεια, θα ήθελα να παρουσιάσετε εν συντομία τις βασικές στρατηγικές ιδέες που πιστεύετε ότι θα πρέπει να ακολουθήσουν τα κινήματα λαμβάνοντας υπόψιν την αναδιάρθρωση του καπιταλισμού που έχει λάβει χώρα τα τελευταία σαράντα χρόνια και ιδίως κατά την διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης; Ποιες είναι οι βασικές τακτικές τις οποίες το κίνημα θα πρέπει να ακολουθήσει και τι είδους λάθη του πρόσφατου παρελθόντος θα πρέπει να αποφευχθούν, προκειμένου να πετύχει στην τρέχουσα συγκυρία;
Οι σοσιαλίστριες-φεμινίστριες εμπλέκονται σε μια διττή προσπάθεια: να φέρουν μια αντιρατσιστική, ταξική, φεμινιστική προοπτική στα κοινωνικά κινήματα και τα αριστερά πολιτικά κόμματα και μια σοσιαλιστική προοπτική στη φεμινιστική πολιτική και στα κινήματα των γυναικών. Ο φεμινισμός κοινωνικής πρόνοιας, ο σοσιαλδημοκρατικός φεμινισμός, ο επαναστατικός σοσιαλιστικός φεμινισμός, ο φεμινισμός των έγχρωμων επαναστατημένων γυναικών, ο αυτόχθων φεμινισμός, είναι μερικά από τα διαφορετικά ρεύματα μέσα στη σοσιαλιστική-φεμινιστική πολιτική. Μπορούμε να σκεφτούμε το σοσιαλιστικό φεμινισμό πιο πλατιά-να συμπεριλάμβανει όλες τις φεμινίστριες (είτε ταυτίζονται με τον προσδιορισμό είτε όχι) που βλέπουν τη τάξη ως κεντρικής σημασίας ζήτημα, αλλά δεν περιορίζουν τις σχέσεις εξουσίας και το προνόμιο να οργανώνονται γύρω από συγκεκριμένες ταυτότητες (π.χ., το φύλο, τη σεξουαλικότητα, τη φυλή/εθνικότητα, την υπηκοότητα) στο πλαίσιο της ταξικής καταπίεσης. Ο επαναστατικός σοσιαλιστικός φεμινισμός διαχωρίζεται από την κοινωνική πρόνοια ή το σοσιαλδημοκρατικό φεμινισμό στη βάση του ότι, ρητά ή σιωπηρά, οι επαναστάτριες σοσιαλιστικό-φεμινίστριες είναι απρόθυμες να επιτρέψουν στον καπιταλισμό να ορίσει τον ορίζοντα του οράματος και της πάλης τους.
Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, οι γυναίκες έχουν εισέλθει στην παγκόσμια πολιτική σκηνή έπειτα από ένα εκπληκτικό εύρος κινημάτων. Στον παγκόσμιο Νότο, πυροδοτήθηκαν από τον καπιταλιστικό πόλεμο ενάντια στην εργατική τάξη, τις περιφράξεις που σάρωσαν τις γαίες των αγροτών και των κτηνοτρόφων ή κατέστρεψαν τον βιοπορισμό τους που βασίζονταν σε αυτές και τη συνακόλουθη κρίση στις πατριαρχικές κοινωνικές σχέσεις, τα κινήματα αυτά παράγουν μια σειρά από δημιουργικές, σοσιαλιστικές φεμινιστικές πολιτικές. Στις ΗΠΑ, το κραχ του 2008, άνοιξε την πόρτα για το κίνημα Occupy, για νέους πολιτικούς λόγους αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης και την ριζοσπαστικοποίηση των νέων ανθρώπων. Έχουμε δει τόσο στο παγκόσμιο Βορρά όσο και στο Νότο νέα είδη οργάνωσης γυναικών της εργατικής τάξης που συνδέουν τον αγώνα στο χώρο εργασίας με την οργάνωση της κοινότητας. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένων των ευθυνών των γυναικών για την εργασία φροντίδας.
Ιστορικά,οι γυναίκες της εργατικής τάξης ήταν στην πρώτη γραμμή των κινημάτων που καταπιάνονταν με τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες, είτε αυτά ήταν αστικές εξεγέρσεις ενάντια στην τιμή του ψωμιού ή της ζήτησης των υπηρεσιών της πόλης. Αν και αυτές οι πολιτικές κινητοποιήσεις θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο ριζοσπαστικές, όμως έτειναν να βασίζονται σε μια “μητροκεντρική” πολιτική, μέσω της οποίας οι γυναίκες διατύπωναν αιτήματα τα οποία βασίζονταν στις ευθύνες τους για την φροντίδα των παιδιών τους, των οικογενειών τους και της κοινότητας τους.
Κατά τον 20ο αιώνα, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο, αλλά σε κάποιο βαθμό στο παγκόσμιο Βορρά, υπήρξε, μια ένταση μεταξύ των φεμινιστικών οργανώσεων γύρω από τη σεξουαλική πολιτική και τα δικαιώματα σε σχέση με το σώμα και τα κινήματα των γυναικών της εργατικής τάξης. Στον παγκόσμιο Νότο, νομίζω ότι αυτή η τάση τείνει να ξεπεραστεί, εν μέρει μέσω της διακρατικής φεμινιστικής οργάνωσης που δείχνει μεγαλύτερη ευαισθησία σε αυτές τις εντάσεις και εν μέρει λόγω των ακραίων οικονομικών διαρθρώσεων που έχουν διαταράξει τις παλαιότερες πατριαρχικές φόρμες κοινωνικής και οικογενειακής ζωής. Ενώ αυτή η διαταραχή έχει παράξει αντιδραστικές οπισθοχωρήσεις από την πλευρά των συντηρητικών κινημάτων, έχει δημιουργήσει επίσης περισσότερο χώρο για τις γυναίκες να αμφισβητήσουν την πατριαρχική εξουσία μέσα στις οικογένειες και στις κοινότητες τους.
Ένα καλό παράδειγμα είναι αυτό της Via Campesina, πρόκειται για μία διεθνή συμμαχία κοινοτήτων αγροτών, κτηνοτρόφων και αυτοχθόνων καλλιεργητών από διαφορετικούς τόπους και πολιτισμούς. Κατά την ίδρυση του, το 1992, αντανακλούσε τις πατριαρχικές νόρμες και πολιτικές προοπτικές των μελών του οργανισμού για παράδειγμα, το σύνολο των περιφερειακών συντονιστών που εξελέγη στην πρώτη διεθνή διάσκεψη ήταν άνδρες. Ο σχηματισμός της Επιτροπής Γυναικών το 1996 δημιούργησε το χώρο για τις γυναίκες στο συνασπισμό της Via Campesina με σκοπό να οργανώσουν και να αμφισβητήσουν τις πατριαρχικές πρακτικές και πολιτικές. Τον Οκτώβριο του 2008, η 3η Διεθνής Συνέλευση των Γυναικών της Via Campesina ενέκρινε την έναρξη μιας εκστρατείας ενάντια σε όλες τις μορφές βίας που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην κοινωνία (διαπροσωπικές καθώς και δομικές. Το 2013, η οργάνωση εξέδωσε το ακόλουθο ψήφισμα:
“Απαιτούμε το σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των γυναικών. Απορρίπτοντας τον καπιταλισμό, την πατριαρχία, τη ξενοφοβία, την ομοφοβία και τις διακρίσεις με βάση τη φυλή και την εθνικότητα, επιβεβαιώνουμε τη δέσμευσή μας για την πλήρη ισότητα γυναικών και ανδρών. Απαιτούμε να δοθεί ένα τέλος σε όλες τις μορφές βίας κατά των γυναικών, την οικιακή, τη κοινωνική και τη θεσμική βία τόσο στις αγροτικές όσο και στις αστικές περιοχές. Η εκστρατεία κατά της βίας που ασκείται στις γυναίκες βρίσκεται στο επίκεντρο των αγώνων μας.”
Είναι σημαντικό να σημειωθεί η διαφορά μεταξύ της φιλελεύθερης πολιτικής του mainstream ΛΟΑΤ κινήματος και των κινημάτων κατά της βίας, και της δήλωση του συνασπισμού της Via Campesina, όπου η ισότητα των γυναικών φαίνεται πως είναι απαραίτητη για τον επιτυχή συλλογικό αγώνα. Σε αντίθεση με το φεμινισμό που ασπάζεται το δόγμα “νόμος και τάξη”, οι γυναίκες της Via Campesina, όπως οι έγχρωμες ριζοσπαστικές ακτιβίστριες στις ΗΠΑ, συνδέουν το διαπροσωπικό με τη δομική βία. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤ κοινότητας εισάγεται σε ένα συλλογικό όραμα του μετασχηματισμού που είναι επίσης αντιρατσιστικό και αντικαπιταλιστικό.
Στον παγκόσμιο Βορρά, βλέπουμε επίσης ένα μετασχηματισμό της οργάνωσης της εργατικής τάξης, με επικεφαλής ακτιβίστριες. Στις ΗΠΑ οι συνδικαλίστριες, ιδιαίτερα εκπαιδευτικοί και νοσοκόμες, έχουν αντιμετωπίσει την επίθεση στο δημόσιο τομέα όχι μόνο οργανωνομένες οι ίδιες αλλά και οργανώνοντας τους ανθρώπους που εξαρτώνται από τις υπηρεσίες τους. Όπως ισχυρίστηκαν οι μαχητικές δασκάλες, “οι συνθήκες εργασίας μας είναι συνθήκες διδασκαλίας των μαθητών μας”. Η ένωση των νοσηλευτριών της Καλιφόρνια οργάνωσε μια ευρεία συμμαχία προκειμένου να περάσει νομοθετική εντολή για την αναλογία μεταξύ νοσοκόμων και ασθενών στα νοσοκομεία.
Ίσως, το πιο απροσδόκητο, η Domestic Workers United, μια οργάνωση που ξεκίνησε με τις έγχρωμες νταντάδες και οικονόμους η οποία οργανώνεται στην πόλη της Νέας Υόρκης, και όχι μόνο, κέρδισε μία “Διακήρυξη Δικαιωμάτων” για την πόλη και στη συνέχεια για το νομοθετικό σώμα της πολιτείας της Νέας Υόρκης, αλλά ενθάρρυνε την επέκταση και δημιουργία και άλλων οργανώσεων οικιακού προσωπικού. Αυτό το εθνικό κίνημα κέρδισε πρόσφατα μια απόφαση από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση όπου, για πρώτη φορά, το οικιακό προσωπικό θα πρέπει να καλύπτεται από τους ομοσπονδιακούς νόμους που ρυθμίζουν το ωράριο εργασίας, την υγεία, την ασφάλεια, τις υπερωρίες, καθώς και το δικαίωμα της απουσίας.
Ανάμεσα σε όλες τις διαφορές μεταξύ των νοσηλευτών, των εκπαιδευτικών, και των οικιακών εργαζομένων, τα project αυτά μοιράζονται δύο κεντρικές στρατηγικές: 1) την οργάνωση εντός και εκτός του χώρου εργασίας και 2) την ενίσχυση της ευαισθητοποίησης και υποστήριξης για την αξιοπρέπεια και τη σημασία της εργασίας φροντίδας. Η θεσμοποίηση της κοινωνικής αλληλεγγύης, μας θυμίζει τους δεσμούς αλληλεξάρτησης, και την υπεράσπιση της κοινωνικής ευθύνης για τη φροντίδα. Με αυτούς τους τρόπους, αντιπροσωπεύουν μια θεμελιώδη πρόκληση για τις νεοφιλελεύθερες ιδέες της επιχειρηματικότητας, του ατομικισμού, και της “αυτάρκειας”.
7) Στο άρθρο σας υποστηρίζετε το σχηματισμό των Ουτοπικών Οικογενειών. Πρώτα απ’όλα, θα ήθελα να μας πείτε με ποιους τρόπους πιστεύετε ότι η τρέχουσα κρίση έχει επηρεάσει τον θεσμό της οικογένειας. Στη συνέχεια, θα ήθελα να μας οριοθετήσετε τις κεντρικές ιδέες σας σχετικά με το ιδεότυπο της ουτοπικής οικογένειας. Πως θα πρέπει να γίνει κατανοητός; Ποιες είναι οι ιστορικές περιπτώσεις στις οποίες βασίζεστε για να χτίσετε την επιχειρηματολογία σας για αυτό το θέμα;
Έγραψα για την ‘’ουτοπική’’ οικογένεια ως μέρος ενός βιβλίου στις ‘’πραγματικές ουτοπίες’’, και μετά έγραψα ένα μεγαλύτερο κομμάτι για το πως θα πρέπει να αναδιοργανώσουμε την οικογενειακή ζωή για μία συλλογή σε σχέση με τον σοσιαλισμό. Ιστορικά, ο σοσιαλιστικός-φεμινισμός έχει υπάρξει ιδιαίτερα επικριτικός σχετικά με την ‘’αστική πυρηνική οικογένεια των νοικοκυριών’’ και πρότεινε διάφορες συλλογικές εναλλακτικές λύσεις. Αλλά ζώντας σε μία καθόλου επαναστατική περίοδο, όπως αυτή που διανύουμε τώρα, ο ορίζοντας της πολιτικής πιθανότητας είναι τόσο τρομερά στενός, ώστε δεν συζητάνε πολύ άνθρωποι για την πραγμάτωση ουτοπικών οραμάτων. Έχουμε την τάση να επικεντρωνόμαστε στο νοικοκυριό που βασίζεται στο ζευγάρι αλλά όπως ανέφερα και πριν, ακόμη και οι πιο δημοκρατικές πυρηνικές οικογένειες που αποτελούνται από δύο έμμισθους ενήλικες, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ευθύνες φροντίδας που έχει η οικογένεια, χωρίς να υπάρχει υπερεργασία των μελών της ή/και χωρίς να εκμεταλλεύονται ένα στρατό χαμηλόμισθων εργαζομένων στον τομέα των υπηρεσιών. Υπό τις τρέχουσες συνθήκες λιτότητας, που δεν φαίνεται να έρχονται σε τέλος, η εμπειρία μας από την οικογένεια περιλαμβάνει την εκμετάλλευση της μισθωτής και άμισθης εργασίας, την αγωνία και την υπερκόπωση, το φόβο για τα γηρατειά, την ανησυχία για τα παιδιά και την οικειότητα, φοβίες που εντείνονται από τα βάρη της φροντίδας.
Συνεπώς, τι θα βάζαμε στη θέση της οικογένειας όπως την γνωρίζουμε σήμερα; Υποστηρίζω τη σημασία της οικοδόμησης δημοκρατικών κοινοτήτων που να είναι σε θέση να προσφέρουν υπηρεσίες φροντίδας. Αυτά, νομίζω ότι αποτελούν μία πιο προοδευτική γείωση των σχέσεων ζωής από ότι τα οικογενειακά νοικοκυριά (παρ’ότι δεν είμαι αντίθετη στο να είναι τα οικογενειακά νοικοκυριά ένα κομμάτι αυτών των κοινοτήτων). Η διεύρυνση των συναισθηματικών μας δεσμών πέρα από ένα μικρό κύκλο είτε ορίζεται από εξ αίματος συγγένεια είτε αποτελεί ένα ουσιαστικό κομμάτι κάθε απελευθερωτικού προτάγματος.
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, οι φεμινιστές και φεμινίστριες πολεοδόμοι, αρχιτέκτονες και ακαδημαϊκοί έχουν αμφισβητήσει τις αστικές πολιτικές που προϋποθέτουν έναν άντρα προστάτη της οικογένειας, καθώς και την ιδιωτικοποίηση της εργασίας φροντίδας. Έχουν οραματιστεί νέα είδη περιβαλλόντων που προσφέρουν περισσότερες συλλογικές εναλλακτικές λύσεις για την εργασία φροντίδας. Στη δεκαετία του 1950 γινόντουσαν πειράματα με δημόσια στέγαση που είχαν ενσωματωμένα κέντρα για την φροντίδα των παιδιών, πλυντήρια, τραπεζαρίες και παιδότοπους, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των εργαζομένων γυναικών επικεφαλής νοικοκυριών. Αντί να προσπαθήσουμε να δοκιμάσουμε αυτά τα είδη μοντέλων, μετά από μία μεγάλη περίοδο αποεπένδυσης, η δημόσια στέγαση σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ, κατεδαφίστηκε κυριολεκτικά. Κατά ειρωνικό τρόπο, ενώ η δημόσια στέγαση δεχόταν επίθεση, οι πρωτοπόροι της επαγγελματικής και διευθυντικής τάξης οργανώνονταν για να δημιουργήσουν πρότζεκτ περιβαλλοντικά και συνεργατικών κατοικιών που θα ενθάρρυναν τη φροντίδα της κοινότητας. Οι προσφορές των συνεργατικών κατοικιών υπόσχονται μία στρατηγική για την κοινωνικοποίηση της φροντίδας, επειδή οι ενήλικες μοιράζονται τη φροντίδα σε αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα σε μία εκτεταμένη ομάδα ανθρώπων. Ενώ τα περισσότερα έργα συνεργατικών κατοικιών στις ΗΠΑ περιλαμβάνουν ιδιοκτήτες της ανώτερης μεσαίας τάξης, οι συνεργατικές κατοικίες θα μπορούσαν επίσης να αποτελούν κομμάτι πολιτικών για οικονομικά προσιτή στέγαση που επιδιώκουν πολλές πόλεις. Για παράδειγμα, το 2013, η πόλη Sebastopol της Καλιφόρνια, έχτισε τον πρώτο συνεταιρισμό κατοικιών αποκλειστικά για ενοικίαση για χαμηλούς εισοδημάτων ηλικιωμένους και οικογένειες. Ο μη κερδοσκοπικός αναπτυξιακός φορέας, που επονομάζεται AHA, χρηματοδότησε έναν οργανωτή κοινότητας που δούλεψε για δύο χρόνια με τους κατοίκους, καθώς ανέπτυσσαν τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές τους και τις νόρμες τους μαζί με τις συναινετικές τους ικανότητες λήψης αποφάσεων.
Πέρα από το δομημένο περιβάλλον, πρέπει επίσης να δημιουργήσουμε θεσμούς που θα έχουν ως βάση την κοινότητα, θα είναι συμμετοχικοί και δημοκρατικοί, και θα παρέχουν φροντίδα για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες. Όταν μιλάμε για κοινωνικοποιημένη ευθύνη της φροντίδας, θα πρέπει να σκεφτούμε το πως είναι οργανωμένες οι δημόσιες υπηρεσίες. Το να επεκτείνουμε απλά τις τρέχουσες γραφειοκρατικές, συγκεντρωτικές και οργανωμένες από τα κάτω προς τα πάνω μορφές δημοσίων υπηρεσιών δεν είναι αρκετό για να καλύψει πραγματικά ούτε τις ανθρώπινες ανάγκες, αλλά ούτε και να δημιουργήσει διαρκείς κοινωνικούς και κοινοτικούς δεσμούς. Νομίζω ότι όλοι έχουμε πλήρη επίγνωση των τρόπων με τους οποίους Θατσερικοί, Ρηγκανικοί και άλλοι νεοφιλελεύθεροι λόγοι σχετικά με την "επιλογή του καταναλωτή" δια μέσου της αγοράς έχουν καταστεί αποτελεσματικοί στην επίθεση απέναντι στο κράτος πρόνοιας, ακριβώς λόγω των συχνών αποξενωτικών εμπειριών των ανθρώπων με τη γραφειοκρατία των δημοσίων υπηρεσιών. Γι’αυτό και υποστηρίζω τους θεσμούς που ελέγχονται τοπικά και λειτουργούν στη βάση της συμμετοχικής λήψης αποφάσεων. Μέσα από αυτούς τους θεσμούς, όπως είναι τα σχολεία, οι παιδικοί σταθμοί, τα πάρκα και τα κέντρα αναψυχής, τα κοινωνικά κέντρα που προσφέρουν μαθήματα, τα κέντρα δραστηριοτήτων, καθώς και η υποστήριξης για ανθρώπους όλων των ηλικιών, οι συνεταιρισμοί των εργαζόμενων στον κλάδο της κατ’οίκον φροντίδας, κοινωνικών λειτουργών και άλλων παρόχων φροντίδας, το έργο της φροντίδας μπορεί να γίνει τόσο συλλογικό όσο και δημοκρατικό.
Η συζήτηση για την κοινωνικοποίηση της εργασίας στον τομέα της φροντίδας κάνει τους ανθρώπους αρκετά νευρικούς. Ποιος θα ορίσει τους κανόνες ; Tι είδους επιλογές έχουμε για το πως και ποιος θα παράσχει φροντίδα; Τι είδους επιλογές υπάρχουν για το ποιος και πως θα παράσχει φροντίδα; Τι σημαίνει το να γίνει η φροντίδα ‘’δημόσιο αγαθό’’ ; Αυτά είναι πραγματικά σημαντικά και περίπλοκα ζητήματα. Νομίζω ότι θα πρέπει να προσεγγίσουμε αυτές τις ερωτήσεις με τρεις κατευθυντήριες αρχές : 1) την ευελιξία, την ποικιλία και την επιλογή 2) την καθολική συμμετοχή στην εργασία στον τομέα της φροντίδας 3) την αναγνώριση ότι το δικαίωμα στην παροχή φροντίδας αποτελεί ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα.
Η ευελιξία, η ποικιλία και η επιλογή είναι σημαντικές αξίες, γιατί θα πρέπει να εκτιμήσουμε την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, και να είμαστε πρόθυμοι να αφήσουμε τους ανθρώπους να πειραματιστούν με διαφορετικές στρατηγικές βάσει των οποίων θα συμβιώνουν, εφ’όσον αυτές οι στρατηγικές βασίζονται σε ορισμένες βασικές αξίες – της αμοιβαιότητας, του σεβασμού, και της από κοινού εξουσίας και λήψης αποφάσεων. Πρέπει να απομακρυνθούμε από την κυριαρχία των εμπειρογνωμόνων, πολλοί από τους οποίους δεν λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις της πλειοψηφίας μιλώντας αποκλειστικά από την ταξική θέση που προέρχονται. Αντί να αναζητούμε συνεχώς την ‘’καλύτερη’’ προσέγγιση, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν περισσότερες από μία ‘’αρκετά καλές’’ στρατηγικές φροντίδας.
Εάν αναμένεται από όλους να συμβάλλουν στο έργο της φροντίδας και στην καθημερινή συντήρηση της ζωής, τότε θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε τις απαραίτητες δεξιότητες για να γίνει τουλάχιστον μία αρκετά καλή δουλεία σε αυτό το έργο. Εάν όλοι ή οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σε θέση να προσφέρουν φροντίδα για την καθημερινή συντήρηση, τότε το έργο αυτό μπορεί εύκολα να μοιραστεί, έτσι ώστε να μην αποτελεί βάρος για μία συγκεκριμένη ομάδα ή άτομο.
Το δικαίωμα στην παροχή φροντίδας είναι τόσο σημαντικό όσο είναι και το δικαίωμα στη λήψη φροντίδας. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτό είναι ένα δικαίωμα που ο καπιταλισμός αρνείται σε πολλούς. Ίσως επειδή η φροντίδα είναι τόσο υποτιμημένη, ή ίσως επειδή υποτίθεται ότι είναι μία φυσική έκφραση της θηλυκότητας. Συνεπώς, δεν συνηθίζουμε να μιλάμε για αυτό σαν μία βασική ανθρώπινη δραστηριότητα, που στον σύγχρονο καπιταλισμό καθίσταται όλο και περισσότερο ανέφικτη ή αποκτάται με μεγάλο κόστος που βαρύνει τα ίδια τα άτομα. Οι ιδιαίτερες ικανότητες και ιδιότητες που αναπτύσσουν οι άνθρωποι μέσα από αυτήν την εργασία είναι απαραίτητες για τη δική τους ανθρωπιά. Επιπλέον, υπάρχουν μοναδικές απολαύσεις που συνδέονται με την παροχή φροντίδας, και που ο καθένας θα πρέπει να έχει την ευκαιρία να απολαύσει.
Από αυτό το σημείο εκκίνησης, λοιπόν, νομίζω ότι οι τοπικά ελεγχόμενοι θεσμοί είναι οι καλύτερα διότι επιτρέπουν και ενθαρρύνουν μία ποικιλία προσεγγίσεων και πειραμάτων αναφορικά με διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, η τοπική αλληλεγγύη μπορεί πολύ εύκολα να μεταλλαχθεί σε τοπικιστική πίστη εκτός εάν οι κοινότητες διατηρούν ουσιαστική επαφή με άλλες κοινότητες. Επιπλέον, η αναδιανομή των πόρων μεταξύ των κοινοτήτων είναι ένα θέμα που αφορά την ευρύτερη κοινωνία. Τα τοπικά έργα μπορούν να διασυνδεθούν μεταξύ τους και η λήψη αποφάσεων να διευρυνθεί μέσω ενός συστήματος δημόσιας διακυβέρνησης με συμβουλιακά χαρακτηριστικά, όπου οι τοπικές ομάδες θα στέλνουν εκπροσώπους σε περιφερειακά θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων.
Για παράδειγμα, οι συνεταιρισμοί ημερήσιας φροντίδας, που προέρχονται από γειτονίες που είναι συνδεδεμένες με συγκροτήματα κατοικιών, βασιζόμενοι σε εθελοντές από όλες τις κοινότητες των παιδιών που λαμβάνουν την φροντίδα και απασχολούν προσωπικό υψηλής ειδίκευσης και καλά αμειβόμενους εργαζόμενους, θα έστελναν αντιπροσώπους στην βρεφονηπιακή συνεταιριστική ένωση σε επίπεδο πόλεων. Η λήψη αποφάσεων για τον τομέα της φροντίδας, που θα γίνεται συνεταιριστικά, θα πραγματοποιείται από κοινού από την κοινότητα παροχής φροντίδας στα παιδιά, και από τους δασκάλους ημερήσιας φροντίδας και μέσα από τους εκπροσώπους τους, οι οποίοι θα υποβάλλουν τακτικά εκθέσεις, θα συμμετάσχουν επίσης στη συζήτηση και το διάλογο σχετικά με τις πολιτικές και την κατανομή των πόρων σε περιφερειακό επίπεδο. Ο έλεγχος σε όσο το δυνατόν περισσότερες αποφάσεις θα παραμείνει τοπικός, αλλά, από την άλλη πλευρά, η ενεργός συμμετοχή θα πρέπει να αναμένεται σε ευρύτερα επίπεδα, και να αποτελεί προϋπόθεση για τη λήψη κοινωνικών πόρων.
Έχουμε ήδη δει κάποια μοντέλα σχετικά με αυτό το είδος συμμετοχικής διακυβέρνησης- για παράδειγμα, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας, που άκμασε για ένα διάστημα, υπό το νεοεκλεγέν Εργατικό κόμμα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα δημοσίως χρηματοδοτούμενα κέντρα φροντίδας παιδιών στο Κεμπέκ. Συνδικαλιστές εργαζόμενοι και γονείς συνεργάζονται στη διαχείριση των κέντρων, που διοικούνται από διοικητικά συμβούλια στα οποία τα 2/3 των μελών είναι γονείς που έχουν εκλεγεί για να υπηρετήσουν.
8) Συμφωνείτε με αυτούς στην Αριστερά που υποστηρίζουν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί έτσι ώστε να ενεργεί προς όφελος των εργαζομένων ανθρώπων ; Ποια είναι η άποψή σας για τη πρόσφατη εκστρατεία του Bernie Sanders;
H εκστρατεία του Bernie Sanders έδειξε ακριβώς το πως και το γιατί το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί προς όφελος των εργαζομένων. Το Κόμμα οργανώθηκε για να κερδίσει την πρόκληση αυτή, και πρότεινε την Κλίντον που ήταν βαθιά μπλεγμένη στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση Ομπάμα. Τα χρήματα στην πολιτική είναι ένα πρόβλημα στις ΗΠΑ, αλλά ένα ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το εκλογικό σύστημα του νικητή που τα παίρνει όλα, που κάνει την οικοδόμηση ενός τρίτου κόμματος που θα αποτελεί πρόκληση για του Δημοκρατικούς εξαιρετικά δύσκολη. Μια κατεύθυνση για τη δημιουργία ενός δρόμου που θα βρίσκεται εκτός του εταιρικά ελεγχόμενου εθνικού κόμματος πρέπει να ξεκινήσει σε τοπικό επίπεδο με ευρύτερες συμμαχίες που κατεβαίνουν οι υποψήφιοι με προγράμματα παρά να προωθείται μια στήριξη ατόμων που ζητούν υποστήριξη από τις οργανώσεις των κοινωνικών κινημάτων και συνδικάτων.
Πολλοί ακτιβιστές αντιπροτείνουν κινηματικές πολιτικές στις εκλογικές πολιτικές. Νομίζω ότι αυτό είναι λάθος. Εδώ στο Πόρτλαντ, έχουμε αρκετά πυκνά και επιτυχημένα κοινωνικά κινήματα τα οποία από το κίνημα Occupy και έπειτα έχουν πάει πολύ καλύτερα στη συνεργασία τους σε συνασπισμό. Αλλά έχουμε κάνει πολύ μικρή πρόοδο στη μετατόπιση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της κυβέρνησης της πόλεως. Θεωρώ ότι χρειαζόμαστε το δικό μας πολιτικό όργανο με υποψηφίους που προέρχονται από τα κινήματα μας και με αξιωματούχους οι οποίοι έχουν κερδίσει τις θέσεις και τα αξιώματα τους μέσα από τη διαδικασία εράνων και τους αφοσιωμένους εθελοντές.
Μακροπρόθεσμα, μόνο οι ‘’γειωμένες’’ ακτιβιστικές οργανώσεις που είναι έτοιμες να χτίσουν και να καθοδηγήσουν νέα κινήματα – οργανώσεις που εκπαιδεύουν, κινητοποιούν και αμφισβητούν, θα μπορέσουν να μετατοπίσουν την πολιτική ισορροπία των δυνάμεων. Αλλά δεν είμαι πεπεισμένη ότι αυτό υποτιμά τα λαϊκά κινήματα όταν αυτοοργανώνουν την εκλογική τους έκφραση. Εξαρτάται από το πως λειτουργεί η εκλογική οργάνωση, από που χαράζει τον ορίζοντα πιθανοτήτων της, καθώς και από το πως επιδιώκει να διεισδύσει και να ανοίξει την διακυβέρνηση όταν τα μέλη της βρίσκονται στις πολιτικές τους θέσεις. (Για παράδειγμα ο συμμετοχικός προυπολογισμός που εδραιώθηκε από το Εργατικό Κόμμα στο Σάο Πάολο• ή τα πειράματα στον εκδημοκρατισμο της διακυβέρνησης από ριζοσπάστες που ενεπλάκησαν στο συμβούλιο διακυβέρνησης του Λονδίνου στο οποίο ηγείται ο Κen Livingstone )
Ένας οργανισμός που είναι ικανός να ξεκινήσει μία αποτελεσματική και βασισμένη σε συγκεκριμένες αρχές προεκλογική εκστρατεία δεν θα χτιστεί από τη μία μέρα στην άλλη. Δεν θα οικοδομηθεί πάνω στις εκστρατείες μεμονωμένων υποψηφίων. Αντιθέτως, εμείς που ανήκουμε στην αριστερά μπορούμε να βοηθήσουμε στη δημιουργία συνασπισμών σε επίπεδο πόλης που θα βασίζονται σε υπάρχουσες λαϊκές οργανώσεις τοπικού επιπέδου όπου οι ακτιβιστές που ανήκουν στη βάση τους θα συμμετέχουν στις εκλογές όχι ως υποκείμενα με σωστές πολιτικές θέσεις, αλλά ως εκπρόσωποι μίας πλατφόρμας που δεσμεύονται να εφαρμόσουν. Υπάρχουν αρκετές προσπάθειες από τις οποίες μπορούμε να μάθουμε. Δύο τέτοιες προσπάθειες που αποτελούν έμπνευση για εμένα είναι η Προοδευτική Συμμαχία στο Ρίτσμοντ και το κίνημα ‘’Ας κερδίσουμε πίσω τη Βαρκελώνη’’ στην Ισπανία.
* Ο Γιώργος Σουβλής είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ιστορίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και ανεξάρτητος συγγραφέας για διάφορα προοδευτικά περιοδικά όπως το Salvage, το Jacobin, το ROAR και το Lefteast.
* Η Johanna Brenner είναι ακτιβίστρια, αφιερωμένη στους φεμινιστικούς αγώνες και συγγραφέας του βιβλίου: " Women and the Politics of Class".
Πηγή: http://salvage.zone/online-exclusive/materialism-and-feminism-an-intervi...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου