ΛΟΓΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΣΕ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Με τον 1ο εφαρμοστικό νόμο του μεσοπροθέσμου λεγόμενου προγράμματος (Μνημόνιο με τους ξένους δανειστές) που ψήφισε τον Ιούνιο του 2011 η «ελληνική κυβέρνηση» με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει κάτω από την ασφυκτική πίεση των δανειστών επιβάλλονται στον ελληνικό πληθυσμό επαχθείς
Με τον 1ο εφαρμοστικό νόμο του μεσοπροθέσμου λεγόμενου προγράμματος (Μνημόνιο με τους ξένους δανειστές) που ψήφισε τον Ιούνιο του 2011 η «ελληνική κυβέρνηση» με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει κάτω από την ασφυκτική πίεση των δανειστών επιβάλλονται στον ελληνικό πληθυσμό επαχθείς
φόροι, σε κατάφωρη παραβίαση του συντάγματος, κάθε έννοιας δικαίου ως προς τη φοροδοτική ικανότητα των υποκειμένων στους φόρους αυτούς φυσικών προσώπων, οι οποίοι τους εξοντώνουν σε παραβίαση των αρχών του διεθνούς δικαίου και της σχετικής νομολογίας (Ο.Η.Ε.) προς αποκλειστικό όφελος των δανειστών και για την εξάλειψη του ρίσκου που ανέλαβαν ως ομολογιούχοι πχ δανειστές για να απολαύσουν υψηλότερα επιτόκια.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν άσκησε τα κυριαρχικά της δικαιώματα απέναντι στους ξένους δανειστές, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να επιβαρύνει ασύμμετρα τους έλληνες πολίτες με φόρους που δεν είναι σε θέση να εξοφλήσουν, για να τους αφαιρέσει στη συνέχεια τα δικά τους περιουσιακά δικαιώματα. Οι φόροι αυτοί δεν απορρέουν από δημοσιονομικές ανάγκες που καλύπτουν κατά προτεραιότητα τις ανάγκες συνταξιοδοτικών και μισθολογικών δαπανών, ή δαπανών παροχής υγείας και παιδείας του πληθυσμού.
Ο περιορισμός του αφορολογήτου των φυσικών προσώπων σε 8.000,00 ευρώ από 12.000,00 ευρώ επιβαρύνει ασύμμετρα και πέραν πάσης αρχής αναλογικότητας τους πολίτες με τουλάχιστον 400,00 ευρώ επιπλέον ετησίως, τη στιγμή που ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρηματικών κερδών μειώθηκε σε 20% από 25%, μετά από αλλεπάλληλες μειώσεις την τελευταία δεκαετία (από 45% σε 25%). Σε πολλές περιπτώσεις δε ο πραγματικός συντελεστής είναι ακόμη και μηδενικός (βλ. θυγατρικές πολυεθνικών εταιριών).
Την ίδια επίπτωση έχει η ουσιαστική κατάργηση του αφορολογήτου και η σύνδεσή του με τη συλλογή αποδείξεων για την ισχύ του. Σύμφωνα με τον τελευταίο αυτό νόμο καταργείται η κλιμάκωση του αναγκαίου ποσού των αποδείξεων ανάλογα με το ετήσιο εισόδημα και η εφαρμογή ενιαίου ποσοστού 25% αυτού σε αποδείξεις πλήττοντας καίρια τα πιο χαμηλά εισοδήματα που δεν έχουν ούτε φοροδοτική ούτε καταναλωτική δυνατότητα (αντίστροφα προοδευτικός φορολογικός συντελεστής).
Επιβάλλεται μόνιμη – έκτακτη εισφορά στα εισοδήματα με συντελεστές 1% - 5% ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος από 12.000,00 ευρώ και άνω. Όμως ο τρόπος επιβολής είναι καθαρά αντισυνταγματικός, αφού ο φόρος επιβάλλεται επί του συνολικού ποσού και ενιαία και όχι κλιμακωτά και με αφαίρεση του αφορολογήτου.
Πχ. Επιβάρυνση εισοδήματος 12.000,00 ευρώ = 0
Επιβάρυνση εισοδήματος 13.000,00 Χ 1% = 130,00 ευρώ (επιβάρυνση αναλογίας εισοδήματος 12.000,00 ευρώ = 120,00 ευρώ).
Επιβάλλεται στους μισθωτούς ψευδεπίγραφη εισφορά αλληλεγγύης υπέρ ανεργίας, αφού στην πραγματικότητα είναι υπέρ των δανειστών τη στιγμή μάλιστα που μειώνονται δραστικά τα επιδόματα ανεργίας με την εφαρμογή εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων για τη χορήγησή τους καθώς και άλλοι περιορισμοί.
Εφαρμόζονται αυθαίρετα, αδικαιολόγητα και άδικά τεκμήρια εισοδήματος, τα οποία αυξήθηκαν υπέρμετρα χωρίς αιτιολόγηση με τον εφαρμοστικό νόμο (+35% ακίνητα, +60% αυτοκίνητα), τεκμήριο ύπαρξης, ιδιοκατοίκησης, αυτοκινήτου κλπ. Έτσι καλούνται να καταβάλουν φόρους για ανύπαρκτα εισοδήματα με το ζόρι. Στο ένα άκρο με βάση το μέτρο αυτό έχουμε ένα φορολογούμενο που καθίσταται άνεργος, να υπόκειται σε φόρο (2.500,00 ύπαρξης + 6.000,00 ιδιοκατοίκησης + 3.500,00 δευτερεύουσας εξοχικής + 5.000,00 αυτοκινήτου = 17.000,00 ευρώ) 2.100,00 ευρώ για μηδενικό πραγματικό εισόδημα, ενώ κάποιος με δηλωθέν εισόδημα 8.000,00 ευρώ και αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία (με εκχώρηση της ιδιοκτησίας σε εξωχώρια εταιρία) δεν υπόκειται σε φόρο με την προϋπόθεση προσκόμισης αποδείξεων ποσού 2.000,00 ευρώ.
Φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας: μειώθηκε το αφορολόγητο ποσό ακίνητης περιουσίας από 400.000,00 σε 200.000,00 για κάθε φυσικό πρόσωπο και παράλληλα διπλασιάστηκε ο συντελεστής φορολόγησης σε 0,2% από 0,1% με αποτέλεσμα να υπόκεινται σχεδόν όλοι οι ιδιοκτήτες ακινήτων στο φόρο που δεν είναι πλέον φόρος μεγάλης, αλλά απλά ακίνητης ιδιοκτησίας. Δεδομένης της τεράστιας κρίσης στην κτηματαγορά, η οποία επιτείνεται τεχνητά και με τέτοιου είδους μέτρα, καλούνται οι ιδιοκτήτες ακινήτων να επωμιστούν υπέρμετρα βάρη, για περιουσιακά στοιχεία που δεν αποφέρουν εισόδημα, με υπερεκτιμημένες σε πολλές πλέον περιπτώσεις αξίες (οι πραγματικές εμπορικές αξίες έχουν υποχωρήσει κάτω των εφαρμοζομένων αντικειμενικών αξιών). Επίσης υπάρχει το ζήτημα της κατανομής της ακίνητης περιουσίας συζύγων, πχ σύζυγοι με ακίνητη περιουσία 150.000,00 έκαστος πχ δεν υπόκεινται σε φόρο σε αντίθεση με ακίνητη περιουσία 300.000,00 στο όνομα του ενός εκ των δύο.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν άσκησε τα κυριαρχικά της δικαιώματα απέναντι στους ξένους δανειστές, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να επιβαρύνει ασύμμετρα τους έλληνες πολίτες με φόρους που δεν είναι σε θέση να εξοφλήσουν, για να τους αφαιρέσει στη συνέχεια τα δικά τους περιουσιακά δικαιώματα. Οι φόροι αυτοί δεν απορρέουν από δημοσιονομικές ανάγκες που καλύπτουν κατά προτεραιότητα τις ανάγκες συνταξιοδοτικών και μισθολογικών δαπανών, ή δαπανών παροχής υγείας και παιδείας του πληθυσμού.
Ο περιορισμός του αφορολογήτου των φυσικών προσώπων σε 8.000,00 ευρώ από 12.000,00 ευρώ επιβαρύνει ασύμμετρα και πέραν πάσης αρχής αναλογικότητας τους πολίτες με τουλάχιστον 400,00 ευρώ επιπλέον ετησίως, τη στιγμή που ο φορολογικός συντελεστής των επιχειρηματικών κερδών μειώθηκε σε 20% από 25%, μετά από αλλεπάλληλες μειώσεις την τελευταία δεκαετία (από 45% σε 25%). Σε πολλές περιπτώσεις δε ο πραγματικός συντελεστής είναι ακόμη και μηδενικός (βλ. θυγατρικές πολυεθνικών εταιριών).
Την ίδια επίπτωση έχει η ουσιαστική κατάργηση του αφορολογήτου και η σύνδεσή του με τη συλλογή αποδείξεων για την ισχύ του. Σύμφωνα με τον τελευταίο αυτό νόμο καταργείται η κλιμάκωση του αναγκαίου ποσού των αποδείξεων ανάλογα με το ετήσιο εισόδημα και η εφαρμογή ενιαίου ποσοστού 25% αυτού σε αποδείξεις πλήττοντας καίρια τα πιο χαμηλά εισοδήματα που δεν έχουν ούτε φοροδοτική ούτε καταναλωτική δυνατότητα (αντίστροφα προοδευτικός φορολογικός συντελεστής).
Επιβάλλεται μόνιμη – έκτακτη εισφορά στα εισοδήματα με συντελεστές 1% - 5% ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος από 12.000,00 ευρώ και άνω. Όμως ο τρόπος επιβολής είναι καθαρά αντισυνταγματικός, αφού ο φόρος επιβάλλεται επί του συνολικού ποσού και ενιαία και όχι κλιμακωτά και με αφαίρεση του αφορολογήτου.
Πχ. Επιβάρυνση εισοδήματος 12.000,00 ευρώ = 0
Επιβάρυνση εισοδήματος 13.000,00 Χ 1% = 130,00 ευρώ (επιβάρυνση αναλογίας εισοδήματος 12.000,00 ευρώ = 120,00 ευρώ).
Επιβάλλεται στους μισθωτούς ψευδεπίγραφη εισφορά αλληλεγγύης υπέρ ανεργίας, αφού στην πραγματικότητα είναι υπέρ των δανειστών τη στιγμή μάλιστα που μειώνονται δραστικά τα επιδόματα ανεργίας με την εφαρμογή εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων για τη χορήγησή τους καθώς και άλλοι περιορισμοί.
Εφαρμόζονται αυθαίρετα, αδικαιολόγητα και άδικά τεκμήρια εισοδήματος, τα οποία αυξήθηκαν υπέρμετρα χωρίς αιτιολόγηση με τον εφαρμοστικό νόμο (+35% ακίνητα, +60% αυτοκίνητα), τεκμήριο ύπαρξης, ιδιοκατοίκησης, αυτοκινήτου κλπ. Έτσι καλούνται να καταβάλουν φόρους για ανύπαρκτα εισοδήματα με το ζόρι. Στο ένα άκρο με βάση το μέτρο αυτό έχουμε ένα φορολογούμενο που καθίσταται άνεργος, να υπόκειται σε φόρο (2.500,00 ύπαρξης + 6.000,00 ιδιοκατοίκησης + 3.500,00 δευτερεύουσας εξοχικής + 5.000,00 αυτοκινήτου = 17.000,00 ευρώ) 2.100,00 ευρώ για μηδενικό πραγματικό εισόδημα, ενώ κάποιος με δηλωθέν εισόδημα 8.000,00 ευρώ και αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία (με εκχώρηση της ιδιοκτησίας σε εξωχώρια εταιρία) δεν υπόκειται σε φόρο με την προϋπόθεση προσκόμισης αποδείξεων ποσού 2.000,00 ευρώ.
Φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας: μειώθηκε το αφορολόγητο ποσό ακίνητης περιουσίας από 400.000,00 σε 200.000,00 για κάθε φυσικό πρόσωπο και παράλληλα διπλασιάστηκε ο συντελεστής φορολόγησης σε 0,2% από 0,1% με αποτέλεσμα να υπόκεινται σχεδόν όλοι οι ιδιοκτήτες ακινήτων στο φόρο που δεν είναι πλέον φόρος μεγάλης, αλλά απλά ακίνητης ιδιοκτησίας. Δεδομένης της τεράστιας κρίσης στην κτηματαγορά, η οποία επιτείνεται τεχνητά και με τέτοιου είδους μέτρα, καλούνται οι ιδιοκτήτες ακινήτων να επωμιστούν υπέρμετρα βάρη, για περιουσιακά στοιχεία που δεν αποφέρουν εισόδημα, με υπερεκτιμημένες σε πολλές πλέον περιπτώσεις αξίες (οι πραγματικές εμπορικές αξίες έχουν υποχωρήσει κάτω των εφαρμοζομένων αντικειμενικών αξιών). Επίσης υπάρχει το ζήτημα της κατανομής της ακίνητης περιουσίας συζύγων, πχ σύζυγοι με ακίνητη περιουσία 150.000,00 έκαστος πχ δεν υπόκεινται σε φόρο σε αντίθεση με ακίνητη περιουσία 300.000,00 στο όνομα του ενός εκ των δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου