Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ρίτσαρντ Βέρνερ: “Λύση υπάρχει, οι δανειστές σας όμως δεν θέλουν να βγείτε από την κρίση”


Ιδανική ευκαιρία αποτέλεσε η κρίση στην Ελλάδα για όσους ήθελαν να εμφανίσουν ως αναγκαιότητα το ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών και την οικονομική ένωση που προωθεί η Γερμανία, υπογραμμίζει στα Επίκαιρα ο καθηγητής Ρίτσαρντ Βέρνερ, πρόεδρος του τμήματος Διεθνούς Τραπεζικής του βρετανικού πανεπιστημίου Σαουθάμπτον. Ο Ρ. Βέρνερ βρέθηκε στην Αθήνα με αφορμή μια πολύ ενδιαφέρουσα ημερίδα που διοργάνωσε το μεταπτυχιακό τμήμα του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Αθήνας (Executive MBA & International MBA), με θέμα το μέλλον του χρήματος.

Πώς αισθάνεστε που βρίσκεστε στο «εργαστήριο» της Ελλάδας;

Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα για την Ελλάδα γιατί δεν είστε καν σε εργαστήριο. Στα εργαστήρια μπαίνουν σε εφαρμογή πειραματικές διαδικασίες που κατά βάση πετυχαίνουν, ενώ το πείραμα που είναι σε εξέλιξη στην Ελλάδα είναι γνωστό ότι δεν θα πετύχει. Δεν θα δουλέψει καν, τουλάχιστον για όσους ζουν εντός της Ελλάδας, αντίθετα φυσικά με όσους είναι στο εξωτερικό!

Σε ποιούς αναφέρεστε;

Φυσικά στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση που έχουν την ευθύνη, εκ μέρους των πιστωτών, για τον σχεδιασμό των προγραμμάτων που εφαρμόζονται στην Ελλάδα. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν ήταν τόσο υψηλό. Αν δεν είχε δανεισθεί επιπλέον χρήματα, όπως απαίτησαν Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ΕΕ και ΔΝΤ δεν θα κατέληγε εδώ που κατέληξε. Ταυτόχρονα η μείωση των κοινωνικών δαπανών κι ειδικότερα αυτών σε παιδεία και υγεία κι η κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας προκάλεσαν ύφεση, δηλαδή μείωση του ΑΕΠ, που είναι ο παρανομαστής στο λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ. Ενώ λοιπόν το ζητούμενο ήταν η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ συνέβη το ακριβώς αντίθετο: αύξηση του χρέους, με επιπλέον δανεισμό, και μείωση του ΑΕΠ, λόγω ύφεσης. Αυτή η συνταγή, που οδήγησε στην οικονομική κατοχή της Ελλάδας με θεμελιώδεις λειτουργίες όπως η εκπόνηση του προϋπολογισμού να αναλαμβάνονται από τις Βρυξέλλες, δεν αποτελεί λύση.

Η διαπίστωση που κάνετε είναι η προφανής. Ποια συμφέροντα όμως επέλεξαν να μην ακολουθηθεί η προφανής λύση και να εφαρμοστεί το καταστροφικό μίγμα πολιτικής που είδαμε να υιοθετείται;

Θα σας το πω αρχικά με λίγα λόγια: Ήθελαν την κρίση στην Ελλάδα! Όταν συντασσόταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1991, κανείς δεν μπορούσε να προτείνει την δημιουργία της οικονομικής ένωσης ούτε επίσης τη θέσπιση υπουργείου Οικονομικών. Σήμερα όμως προκρίνονται αυτές οι λύσεις, με αφορμή την Ελλάδα. Ξέρουμε δε πως δεν αποτελούν λύση για την Ελλάδα. Το γνωρίζει αυτό κι η ηγεσία της ΕΕ, αλλά δεν τους ενδιαφέρει η Ελλάδα. Αυτή η λύση ενδιαφέρει μόνο όσους προκρίνουν ένα συγκεντρωτικό ευρωπαϊκό κράτος κι ένα ευρωπαϊκό υπουργείο Οικονομικών.

Ποια θα ήταν ή είναι ακόμη και σήμερα κατά τη γνώμη σας η λύση;

Επαναλαμβάνω εξ αρχής ότι δεν θέλουν να δοθεί λύση! Και επιμένω σε αυτή τη διαπίστωση όχι μόνο λόγω της προηγούμενης ανάλυσης μου, αλλά επειδή ακόμη και σήμερα υφίστανται δυνατότητες να βγει αμέσως η Ελλάδα από την κρίση, η ανεργία να μειωθεί στο 2% και να γεμίσουν τα ταμεία. Είναι μάλιστα λύσεις που δεν στοιχίζουν.

Θα μπορούσαν για παράδειγμα να προβούν στην έκδοση ομολόγων για να καλύψουν τις δανειακές ανάγκες, που είναι μια πολύ συμφέρουσα λύση. Βλέπουμε όμως αντίθετα να προκρίνουν τον διεθνή δανεισμό για να αναχρηματοδοτήσουν το δημόσιο χρέος, όταν οι διεθνείς αγορές ομολόγων αποδείχθηκαν καταστροφή για την Ελλάδα, καθώς κυριαρχούνται από διεθνείς κερδοσκόπους που ωθούν τις αποδόσεις στα ύψη κι επίσης έχουν κατ’ επανάληψη ασκήσει ασφυκτικές πιέσεις στην Ελλάδα για να προβεί σε περικοπές δαπανών. Ούτε φυσικά η ΕΚΤ αποτελεί μια πρόσφορη πηγή εύρεσης χρημάτων, καθώς η ίδια δημιουργεί μόνο το 3% του χρήματος. Αντίθετα το 97% του χρήματος δημιουργείται από ιδιώτες, που έχουν ως σκοπό το κέρδος: τις τράπεζες. Βλέπουμε μάλιστα να συμβαίνει συνεχώς μια διαδικασία που είναι εξοργιστική ακόμη και με τους όρους της ελεύθερης αγοράς: Την ίδια στιγμή που οι τράπεζες δανείζουν τους καλύτερους πελάτες τους με επιτόκιο ακόμη και 3%, τις ίδιες τις κυβερνήσεις από τις οποίες εξαρτάται ακόμη κι η ύπαρξή τους μιας και αυτές είναι που εκδίδουν τις άδειες λειτουργίας τους να τις δανείζουν με πολύ υψηλά επιτόκια. Παρότι μάλιστα οι κυβερνήσεις ήταν ανέκαθεν οι καλύτεροι πελάτες τους, όχι ο ιδιωτικός τομέας. Η πρότασή μου επομένως έχει ως πρώτο βήμα την ανάγκη να σταματήσει ο δανεισμός με τους τρόπους που γίνεται σήμερα από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Στη συνέχεια η κυβέρνηση να απευθυνθεί στις τράπεζες και να μαζέψει όσο χρήμα θέλει με δανειακές συμβάσεις. Να υπογραμμίσω ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες ρυθμιστικούς κανόνες, δεν υπάρχουν προϋποθέσεις κεφαλαιακής επάρκειας ώστε οι τράπεζες να δανείσουν τα κράτη. Και παρόλα αυτά δεν το κάνουν, όταν βλέπουμε να δανείζουν στον ιδιωτικό τομέα, δημιουργώντας χρήμα εκ του μηδενός.

Γιατί προτείνετε ο δανεισμός να γίνει συγκεκριμένα με δανειακές συμβάσεις;

Για έναν πολύ συγκεκριμένο και απλό λόγο. Επειδή η αποτίμηση της αξίας των ομολόγων που έχει στο χαρτοφυλάκιο της η κάθε τράπεζα γίνεται με βάση την τρέχουσα αξία τους (mark to market) κι η αξία των ελληνικών ομολόγων σήμερα στην αγορά είναι πολύ χαμηλή, αν ο δανεισμός γινόταν με ομόλογα αυτή η πράξη θα είχε δραματικές συνέπειες για την αξία της τράπεζας.

Περιγράφετε μια διαδικασία που συνέβαινε κατά κόρον στο παρελθόν…

Πράγματι, μέχρι το 1994. Έκτοτε οι κεντρικές τράπεζες έπαψαν να δανείζουν χρήματα στις κυβερνήσεις και σε κάθε είδους δημόσιο οργανισμό. Αυτή τη στιγμή όμως χρειάζεται να επαναφέρουμε εκείνα τα εργαλεία επιτρέποντας στις κεντρικές τράπεζες να δανείζουν τα κράτη μέσω δανειακών συμβάσεων. Το κύριο όφελος θα είναι πως αυτοί που δημιουργούν πίστωση, διευρύνουν την προσφορά χρήματος και την ζήτηση κι έτσι περισσότερο χρήμα δημιουργείται και κυκλοφορεί στην Ελλάδα, που σημαίνει μείωση της ανεργίας, μεγέθυνση της οικονομίας, δηλαδή αύξηση του ΑΕΠ, αύξηση των φορολογικών εσόδων, μείωση του ελλείμματος και δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Γιατί επομένως η Ελλάδα δεν προχωράει σε αυτά τα μέτρα; Πιστέψτε με δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό αντεπιχείρημα! Είναι επίσης μία επιλογή συμβατή με τις αποφάσεις και τους νόμους της ΕΚΤ και της ΕΕ. Τον Δεκέμβριο του 2011 μάλιστα, έγινε μια επίσημη ανακοίνωση που εξαιρούσε τις τραπεζικές δανειακές συμβάσεις από τους κανόνες που διέπουν τα υπόλοιπα ενέχυρα. Προκαλεί επομένως δέος η άρνηση του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών να υιοθετήσει αυτά τα μέτρα.

Με βάση την ανάλυσή σας να υποθέσω ότι θεωρείτε συνολικά την αγορά ομολόγων ως μια αποτυχημένη αγορά;

Αναλόγως σε ποιόν αναφερόμαστε. Αν ο λόγος γίνεται για τους κερδοσκόπους της Νέας Υόρκης τότε όχι, η αγορά ομολόγων δεν αποδείχθηκε αποτυχία. Για τις κυβερνήσεις αντίθετα αποδείχθηκε μια αποτυχία. Αρκεί να δούμε τι συνέβη στην Ελλάδα, καθώς από την χρεοκοπία της ουκ ολίγα κεφάλαια στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη κέρδισαν σημαντικά ποσά.

Πιστεύετε ότι στη βάση αυτού του συμπεράσματος θα επανεξεταστεί η σκοπιμότητα της προσφυγής στις αγορές ομολόγων ακόμη κι η ίδια η ανάγκη ύπαρξής τους;

Δυστυχώς όχι. Το συμπέρασμα και η λύση που προτείνω μπορεί να είναι πολύ επωφελείς για τα κράτη, έχουν όμως ένα μειονέκτημα: δεν συνοδεύονται από προμήθειες κι έσοδα για τα τραπεζικά μεγαθήρια που έχουν συνδυάσει την λειτουργία τους με τέτοιες διαμεσολαβήσεις μηδενικού ρίσκου και πολύ υψηλών αποδόσεων. Αρκεί να σας πω ότι η ίδια η έκδοση σειράς ομολόγων πολύ συχνά συνοδεύεται με προμήθεια ύψους 1% ή 2% για τις τράπεζες που αναλαμβάνουν να κάνουν αυτή τη δουλειά. Γιατί να χάσουν αυτά τα δισεκατομμύρια κερδών που εξάγονται μάλιστα έναντι μηδενικού κόστους;
(Επίκαιρα, 7-13.3.’13)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου