του Γιώργου Καραμπελιά
Για άλλη μια φορά καταδεικνύεται η βασική αρχή της ιστορίας και της πολιτικής πως μόνο όταν κανείς στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις μπορεί να αντιμετωπίσει όλες τις μεγάλες προκλήσεις και προβλήματα. Ο κυπριακός ελληνισμός περισσότερο απ’ ότι ο ελλαδικός παραμένει αγκιστρωμένος στη ταυτότητά του για τρεις χιλιάδες χρόνια, παρότι, όπως και η μητροπολιτική (!) Ελλάδα ταλαιπωρείται απ’ ενδοτικές και εθελόδουλες ελίτ που τον οδηγούν συχνά σε ήττες και αδιέξοδα.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ ΕΞΩΝΗΜΕΝΕΣ ΕΛΙΤ
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου στο παρελθόν στηρίχθηκε αποφασιστικά στον αγροτικό πληθυσμό και τη νεολαία, κέρδισε στο πεδίο της ένοπλης αντιπαράθεσης και της πολιτικής ανάδειξης του κυπριακού ζητήματος σε παγκόσμιο πρόβλημα, αλλά ατύχησε στο επίπεδο της ηγεσίας –και όχι βέβαια αποκλειστικά της κυπριακής, αλλά και της ελλαδικής. Τότε, στα 1955-1959 ένα κόμμα, το ισχυρότερο της Κύπρου, το ΑΚΕΛ αρνήθηκε να συμμετάσχει στον απελευθερωτικό αγώνα και να τον ενισχύσει, παρ’ ότι σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, τα απελευθερωτικά κινήματα κατευθύνονταν από κόμματα της αριστεράς. Στην ουσία η στάση του ΑΚΕΛ αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για τον ενταφιασμό του κυπριακού αιτήματος της αυτοδιάθεσης-ένωσης με την Ελλάδα. Και αυτό όχι μόνο γιατί διαίρεσε τον κυπριακό ελληνισμό, αλλά και διότι εγκατέλειψε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στα χέρια μιας δεξιάς που εξαιτίας των ποικίλων εξαρτήσεών της, από την ελληνική κυβέρνηση και τους νατοϊκούς κύκλους, πολύ δύσκολα μπορούσε να φέρει εις πέρας μια τόσο περίπλοκη σύγκρουση/διαπραγμάτευση. Έτσι, η πίεση της ελλαδικής ηγεσίας, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κατόρθωσε να κάμψει την κυπριακή ηγεσία και να την οδηγήσει στο έγκλημα της Ζυρίχης. Τότε, δύο μόνο νεαροί αγωνιστές ο Βάσος Λυσσαρίδης και ο Τάσσος Παπαδόπουλος, αρνήθηκαν να υπογράψουν τις επονείδιστες συμφωνίες.
Έκτοτε, το ίδιο σενάριο με διαφορετικές παραλλαγές θα επαναλαμβάνεται αδιάκοπα. Ο κυπριακός ελληνισμός, θα αντιστέκεται, αλλά οι ηγεσίες του, σε πλήρη συντονισμό με την ηγεσία της Ελλάδας, θα τον οδηγούν από ήττα σε ήττα.
ΕΝΑ ΕΠΙΣΦΑΛΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Ιδιαίτερα μετά το 1974 και την τουρκική κατοχή διαμορφώθηκε ένα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο με ευθύνη κατ’ εξοχήν των κυρίαρχων ελίτ, που οδήγησε στην υποβάθμιση μέχρι εξαφανίσεως των παραγωγικών τομέων της ελεύθερης Κύπρου, και εξάρτησε την οικονομία σχεδόν αποκλειστικά από τον χρηματοπιστωτικό και τον τουριστικό τομέα. Αυτή η εξέλιξη παρ’ ότι αποδοτική σε άμεσο επίπεδο, κατασκεύασε μία επίπλαστη και δομικά υπονομευμένη ευημερία. Διότι, σε ένα νησί το οποίο απειλείται διαρκώς στην υπόστασή του από την παρουσία ενός εχθρικού στρατού, πενήντα χιλιάδων ανδρών, από το οποίο σταδιακά απομακρύνεται η ελληνική «ομπρέλα», αυτή η ευημερία δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά επισφαλής, διότι προϋποθέτει την υποταγή της Κύπρου στα κελεύσματα του διεθνούς κεφαλαίου και της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Είναι προφανές, ότι ένα νησί απειλούμενο διαρκώς στην ίδια του την πολιτειακή υπόσταση, για να διατηρεί έναν ισχυρό τουριστικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, θα πρέπει εν τέλει να προσαρμόζεται στη λογική των αγορών και των μεγάλων δυνάμεων. Συνέπεια αυτού του οικονομικοκοινωνικού μοντέλου, υπήρξε η στρατηγική των διαρκών υποχωρήσεων απέναντι στις τουρκικές απαιτήσεις, η αποδοχή της παρουσίας των αγγλικών βάσεων, και εν τέλει η αρχική αποδοχή του σχεδίου Ανάν που ενταφίαζε οριστικά κάθε πιθανότητα μελλοντικής ανεξαρτησίας του νησιού.
Τότε, ο κυπριακός ελληνισμός για άλλη μια φορά είπε όχι, ανατρέποντας τις ισορροπίες εσωτερικές και διεθνείς και στηριζόμενο και σ’ έναν ηγέτη που κατά ευτυχή συγκυρία προέρχονταν από τις τάξεις εκείνων που είχαν απορρίψει τη Ζυρίχη δηλαδή τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Ωστόσο, αυτό το όχι δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τις δομικές αδυναμίες ενός κοινωνικοοικονομικού μοντέλου στηριγμένου στην απόλυτη εξωστρέφεια και την ανάγκη διαρκούς εξευμενισμού των αγορών και των μεγάλων δυνάμεων. Γι’ αυτό, και μετά τη στιγμή της έξαρσης, επιστρέψαμε στον …. Χριστόφια. Έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές, σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο, ότι μια πραγματικά αυτόνομη πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια οικονομία εξαρτημένη και παρασιτική, διότι τότε η αντίσταση του παραμένει ανολοκλήρωτη και αργά ή γρήγορα οδηγείται κανείς είτε στην υποταγή, είτε στην καταστροφή. Οι Κύπριοι, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, συνδέθηκαν με τα ρώσικα κεφάλαια και τη ρώσικη παρουσία στο νησί που έμοιαζαν να αποτελούν έναν επιπλέον παράγοντα ενίσχυσης της διαπραγματευτικής τους ισχύος, ενώ η ανεύρεση των υδρογονανθράκων εκτίναξε την αυτοπεποίθησή τους στο υψηλότερο δυνατό σημείο μια και συνδέθηκαν και με το Ισραήλ και το εβραϊκό λόμπι.
Αυτή όμως η εξέλιξη, από μια χώρα ασθενή γεωπολιτικά, με την Ελλάδα σε κάθετη πτώση και την Τουρκία διαρκώς ενισχυόμενη δημιουργούσε στην πραγματικότητα νέους κινδύνους, διότι δίπλα στον πατροπαράδοτο γεωπολιτικό ρόλο της Κύπρου ως ενός μεγάλου αβύθιστου αεροπλανοφόρου στη Μεσόγειο, ήρθαν να προστεθούν οι υδρογονάνθρακες και τα παιχνίδια των παγκόσμιων χρηματιστικών κεφαλαίων. Έτσι, η Κύπρος ήρθε σε αντίθεση με τα γερμανικά και δυτικοευρωπαϊκά κεφάλαια πιθανώς και με ένα μέρος των ρωσικών κεφαλαίων, ενώ και οι ισραηλινοί θα επιθυμούσαν μια αποκλειστική μονοπωλιακού χαρακτήρα επιρροή. Δηλαδή η Κύπρος απόκτησε, πολύ μεγαλύτερο οικονομικό ρόλο στο διεθνές σύστημα απ’ αυτόν που μπορούσε να αντέξει ως εσωτερικό σύστημα. Εξάλλου, η εκλογή Αναστασιάδη, του κατ’ εξοχήν ανθρώπου των αγορών και των ξένων ήρθε να επικυρώσει αυτή τη διαπίστωση.
Η υπερεπέκταση του τραπεζιτικού της τομέα δημιούργησε μεγαλύτερους συστημικούς κινδύνους για την οικονομία της όπως αποδείχτηκε με την υπερβολική έκθεση των κυπριακών τραπεζών στα ελλαδίτικα ομόλογα που με το κούρεμά τους σηματοδότησαν την απαρχή μιας καθοδικής πορείας. Και βέβαια, η Δύση δεν είχε ξεχάσει ποτέ το χαστούκι του όχι στο σχέδιο Ανάν που της είχαν καταφέρει οι Κύπριοι.
Η εγκληματική συμπεριφορά του Αναστασιάδη, του Σαμαρά και του ανδρεικέλου Στουρνάρα, που αποδέχτηκαν την καταστροφική λογική του κουρέματος των κυπριακών καταθέσεων, ήρθε να αποκαλύψει αυτές ακριβώς τις δομικές αδυναμίες και χαρακτηριστικά.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ
Ο πάνδημος ξεσηκωμός των Κυπρίων υποχρέωσε τα πολιτικά κόμματα να αντιτάξουν ένα όχι σ’ αυτή την ειλημμένη απόφαση, το οποίο όμως πολύ δύσκολα μπορούσε να το διαχειριστεί μέχρι το τέλος, το πολιτικοοικονομικό σύστημα της Κύπρου. Διότι η πλήρης επιτυχία αυτού του όχι είχε ως προϋπόθεση τη στήριξη δύο δυνάμεων. Της «μητέρας» Ελλάδας και της Ρωσίας. Η Ελληνική κυβέρνηση όμως, όχι μόνο δεν ήταν διατεθειμένη να στηρίξει αυτό το κυπριακόόχι, αλλά αντίθετα, για την ελληνική τρικομματική κυβέρνηση, η επιτυχία της κυπριακής άρνησης θα αποτελούσε παραδοχή της δικής της αποτυχίας και ανικανότητας. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να στηρίξει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς την Κύπρο, προβάλλοντας ακόμα και βέτο στις παράλογες απαιτήσεις των κορακιών της Δύσης, που αρνούνται οποιαδήποτε άλλη λύση εκτός από την καταστροφή της κυπριακής οικονομίας, αλλά κάνει κάτι πολύ χειρότερο: Προσπαθεί να οδηγηθεί σε αποτυχία η Κύπρος όπως φάνηκε από τη στάση του Στουρνάρα και άλλων γελοίων υποκειμένων τύπου Άδωνη, που επιχαίρουν «γιατί η Κύπρος θα την πατήσει…», όσο για τον δειλό Σαμαρά κρύπτεται επιμελώς πίσω από τον κατάπτυστο υπουργό του.
Έτσι έμενε η μεγάλη ρωσική «αρκούδα». Η προσμονή και τα βλέμματα όλων στράφηκαν σε αυτήν, η οποία θα μπορούσε με κάποιες ελάχιστες κινήσεις να ενισχύσει το κυπριακό όχι και να απασφαλίσει τον εκβιασμό της Γερμανίας και των Βρυξελλών. Και όμως, παρ’ ότι η Κύπρος έκανε πολλά ανοίγματα στη Ρωσία, προσφέροντάς της και συμμετοχή στο τραπεζιτικό σύστημα και οφέλη στον ενεργειακό τομέα, η Ρωσία έμεινε ακλόνητη στην άρνησήτης να συμπαρασταθεί στην Κύπρο. Επρόκειτο για μία απόφαση που φάνηκε ακατανόητη σε πολλούς, ενώ δεν λείπουν και οι ένθερμοι θιασώτες της Ρωσίας που την ερμηνεύουν ως δικαιολογημένη(!) αντίδραση του Πούτιν απέναντι στον αγγλόφιλο Αναστασιάδη. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό τα γεωπολιτικά συμφέροντα των χωρών δεν κρίνονται από συμπάθειες ή αντιπάθειες. Διότι είναι προφανές ότι οποιαδήποτε αποφασιστική συνδρομή της Ρωσίας στην Κύπρο, θα ενίσχυε τη θέση της στην περιοχή σε μια στιγμή μάλιστα που κινδυνεύει να χάσει την τελευταία της βάση στη Μεσόγειο, δηλαδή τη Συρία. Κατά συνέπεια, κάτι άλλο συμβαίνει.
Πολλοί επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την στάση της Ρωσίας από τη θέληση του Πούτιν να επαναπατρίσει τα ρωσικά κεφάλαια όπως φάνηκε να υπαινίσσεται το ανδρείκελο του ο Μεντβέντεφ…. Ωστόσο, και μία τέτοια εκδοχή δεν μπορεί να απαντήσει ικανοποιητικά σε μια επιλογή μεγάλης σημασίας και στρατηγικού βάθους. Μια τέτοια στάση μπορεί να την ερμηνεύσει μόνο το μεγάλο παιχνίδι το οποίο παίζει η Ρωσία με τη Γερμανία που αποτελεί τον μεγαλύτερο αγοραστή των υδρογονανθράκων της, με τις ΗΠΑ και ίσως ακόμα και με την Τουρκία. Η Ρωσία φαίνεται να αποδέχεται την εκχώρηση της Κύπρου στη γερμανική :και αμερικανική ζώνη επιρροής σε μια νέα μίνι Γιάλτα με αντικείμενο την Κύπρο τουλάχιστον. Προφανώς, κάποια άλλα ανταλλάγματα προσδοκά ή έχει ήδη αποσπάσει από τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς όπως π.χ. η πρόσφατη απόφαση των ΗΠΑ να μην αναπτύξει αντιβαλλιστικούς πυραύλους στα σύνορα με την Ρωσία. Ή ακόμα μπροστά στην προσέγγιση της Κύπρου με το Ισράηλ μπορεί να απαιτεί μια αποκλειστική ηγεμονία, όπως έχει μάθει από την εποχή των τσάρων και του Στάλιν.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ «ΟΧΙ»
Εν κατακλείδι, ο κυπριακός λαός βρέθηκε μόνος του και πάλι, με μια ανίκανη ηγεσία και μια προδοτική ελληνική συμπεριφορά, να αντιμετωπίσει και πάλι το παγκόσμιο σύστημα και τις αγορές. Σε αυτό το παιχνίδι δεν πρέπει να ξεχάσουμε τους Αμερικανούς, το Ισραήλ και το περιβόητο εβραϊκό λόμπι, οι οποίοι φαίνεται να παρακολουθούν με φαινομενική απάθεια τα τεκταινόμενα στην Κύπρο, έχοντας έρθει ίσως και σε κάποια συμφωνία με την ρωσική «αρκούδα» και πάντως επιχαίροντας που η Κύπρος θα πέσει αποκλειστικά στα δικά τους χέρια. Και προφανώς οι Τούρκοι τρίβουν τα χέρια τους για την εξασθένιση της οικονομίας και του κύρους του ανεξάρτητου κυπριακού κράτος.
Όπως λέει η κινέζικη παροιμία, «όταν τα βουβάλια συγκρούονται μέσα στο βάλτο, την πληρώνουν τα βατράχια». Το γεγονός δηλαδή, ότι η Κύπρος ενίσχυσε τη γεωοικονομική της σημασία χωρίς όμως να διαθέτει την ανάλογη πολιτική και στρατιωτική ισχύ, την ώρα της κρίσης μπορεί να μεταβληθεί σε αρνητικό παράγοντα, διότι την μεταβάλλει σε επίδικο αντικείμενο μεγάλων διεθνών βλέψεων και συγκρούσεων.
Ωστόσο, για άλλη μια φορά οι Κύπριοι είπαν όχι. Παρά και ενάντια σε ένα οικονομικό μοντέλο που της επέβαλε να λέει διαρκώς ναι, όπως λένε οι ελίτ της χώρας τους και οι ναινέκοι τύπου Αναστασιάδη. Και αυτό το όχι παρά την οποιαδήποτε έκβαση της κρίσης, είναι προφανώς και ασύγκριτα προτιμότερα από το ναι. Διότι ό, τι και να συμβεί, όποια λύση επιλεγεί, όποιοι εκβιασμοί κι αν γίνουν η ζημιά θα είναι πολύ μικρότερη απ’ το αρχικό λεόντειο σχέδιο. Επιπλέον, έχουν μείνει ως θετικά στοιχεία αποφασιστικής σημασίας, η επίδειξη μιας καταπληκτικής ενότητας και αλληλεγγύης του κυπριακού ελληνισμού που οδήγησε και στο ταμείο αλληλεγγύης και στη στάση της εκκλησίας και στην ενίσχυση των αισθημάτων αλληλεγγύης όλου του ελληνισμού απέναντι στους Κύπριους αδελφούς μας. Επιπλέον, αυτό το όχι απονομιμοποιώντας μέσα σε δεκαπέντε μέρες τον μόλις εκλεχθέντα γιέσμαν πρόεδρο της Κύπρου, καθιστά κατά πολύ δυσκολότερη την εφαρμογή νέων προδοτικών σχεδίων για το κυπριακό, στην κατεύθυνση του σχεδίου Ανάν.
Εν τέλει, αυτή η κρίση θα πρέπει να αποτελέσει μια αφετηρία για την μεταβολή του οικονομικού μοντέλου που τόσα χρόνια ακολουθείται στην Μεγαλόνησο. Η Κύπρος, όπως και η Ελλάδα, πρέπει να ενισχύσει τους παράγοντες και τους τομείς που την καθιστούν αυτόνομη. Θα πρέπει να πάψει να εξαρτάται τόσο πολύ από τις διεθνείς αγορές, και να υπολογίζει στη μία ή την άλλη μεγάλη δύναμη αποκλειστικά. Διότι όπως απέδειξε η στάση των Ρώσων, η στήριξη σε κάποια μεγάλη ξένη δύναμη αποκλειστικά, είναι πάντα επισφαλής, διότι οι συμμαχίες και τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων είναι πάντα ρευστά και δεν διασφαλίζουν καμία μικρή χώρα.
Τα επόμενα χρόνια πρέπει να ενισχυθεί μία και αποφασιστική συμμαχία της Κύπρου. Η συμμαχία με την Ελλάδαπου θεμελιώνεται στην κοινή ιστορία και στην κοινή μοίρα τους. Η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο, είναι ένα μικρό βαλκανικό κρατίδιο. Η Κύπρος χωρίς την Ελλάδα, είναι ένα άθυρμα στα χέρια των μεγάλων δυνάμεων και αργά ή γρήγορα θα οδηγηθεί στην τουρκοποίηση.
Τώρα πια το παιχνίδι βρίσκεται στα χέρια του ελληνικού λαού εδώ στην Ελλάδα. Οι Κύπριοι έκαναν και πάλι μια μεγάλη υπέροχη κίνηση. Κατεχόμενοι, εξαρτημένοι, χωρίς στρατό, τόλμησαν για άλλη μια φορά ένα μεγάλο όχι. Πότε άραγε θα τους ακολουθήσουν και οι ελλαδίτες;
Για άλλη μια φορά καταδεικνύεται η βασική αρχή της ιστορίας και της πολιτικής πως μόνο όταν κανείς στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις μπορεί να αντιμετωπίσει όλες τις μεγάλες προκλήσεις και προβλήματα. Ο κυπριακός ελληνισμός περισσότερο απ’ ότι ο ελλαδικός παραμένει αγκιστρωμένος στη ταυτότητά του για τρεις χιλιάδες χρόνια, παρότι, όπως και η μητροπολιτική (!) Ελλάδα ταλαιπωρείται απ’ ενδοτικές και εθελόδουλες ελίτ που τον οδηγούν συχνά σε ήττες και αδιέξοδα.
ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ ΗΘΟΣ ΚΑΙ ΕΞΩΝΗΜΕΝΕΣ ΕΛΙΤ
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου στο παρελθόν στηρίχθηκε αποφασιστικά στον αγροτικό πληθυσμό και τη νεολαία, κέρδισε στο πεδίο της ένοπλης αντιπαράθεσης και της πολιτικής ανάδειξης του κυπριακού ζητήματος σε παγκόσμιο πρόβλημα, αλλά ατύχησε στο επίπεδο της ηγεσίας –και όχι βέβαια αποκλειστικά της κυπριακής, αλλά και της ελλαδικής. Τότε, στα 1955-1959 ένα κόμμα, το ισχυρότερο της Κύπρου, το ΑΚΕΛ αρνήθηκε να συμμετάσχει στον απελευθερωτικό αγώνα και να τον ενισχύσει, παρ’ ότι σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο, τα απελευθερωτικά κινήματα κατευθύνονταν από κόμματα της αριστεράς. Στην ουσία η στάση του ΑΚΕΛ αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για τον ενταφιασμό του κυπριακού αιτήματος της αυτοδιάθεσης-ένωσης με την Ελλάδα. Και αυτό όχι μόνο γιατί διαίρεσε τον κυπριακό ελληνισμό, αλλά και διότι εγκατέλειψε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στα χέρια μιας δεξιάς που εξαιτίας των ποικίλων εξαρτήσεών της, από την ελληνική κυβέρνηση και τους νατοϊκούς κύκλους, πολύ δύσκολα μπορούσε να φέρει εις πέρας μια τόσο περίπλοκη σύγκρουση/διαπραγμάτευση. Έτσι, η πίεση της ελλαδικής ηγεσίας, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κατόρθωσε να κάμψει την κυπριακή ηγεσία και να την οδηγήσει στο έγκλημα της Ζυρίχης. Τότε, δύο μόνο νεαροί αγωνιστές ο Βάσος Λυσσαρίδης και ο Τάσσος Παπαδόπουλος, αρνήθηκαν να υπογράψουν τις επονείδιστες συμφωνίες.
Έκτοτε, το ίδιο σενάριο με διαφορετικές παραλλαγές θα επαναλαμβάνεται αδιάκοπα. Ο κυπριακός ελληνισμός, θα αντιστέκεται, αλλά οι ηγεσίες του, σε πλήρη συντονισμό με την ηγεσία της Ελλάδας, θα τον οδηγούν από ήττα σε ήττα.
ΕΝΑ ΕΠΙΣΦΑΛΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ
Ιδιαίτερα μετά το 1974 και την τουρκική κατοχή διαμορφώθηκε ένα οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο με ευθύνη κατ’ εξοχήν των κυρίαρχων ελίτ, που οδήγησε στην υποβάθμιση μέχρι εξαφανίσεως των παραγωγικών τομέων της ελεύθερης Κύπρου, και εξάρτησε την οικονομία σχεδόν αποκλειστικά από τον χρηματοπιστωτικό και τον τουριστικό τομέα. Αυτή η εξέλιξη παρ’ ότι αποδοτική σε άμεσο επίπεδο, κατασκεύασε μία επίπλαστη και δομικά υπονομευμένη ευημερία. Διότι, σε ένα νησί το οποίο απειλείται διαρκώς στην υπόστασή του από την παρουσία ενός εχθρικού στρατού, πενήντα χιλιάδων ανδρών, από το οποίο σταδιακά απομακρύνεται η ελληνική «ομπρέλα», αυτή η ευημερία δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά επισφαλής, διότι προϋποθέτει την υποταγή της Κύπρου στα κελεύσματα του διεθνούς κεφαλαίου και της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Είναι προφανές, ότι ένα νησί απειλούμενο διαρκώς στην ίδια του την πολιτειακή υπόσταση, για να διατηρεί έναν ισχυρό τουριστικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, θα πρέπει εν τέλει να προσαρμόζεται στη λογική των αγορών και των μεγάλων δυνάμεων. Συνέπεια αυτού του οικονομικοκοινωνικού μοντέλου, υπήρξε η στρατηγική των διαρκών υποχωρήσεων απέναντι στις τουρκικές απαιτήσεις, η αποδοχή της παρουσίας των αγγλικών βάσεων, και εν τέλει η αρχική αποδοχή του σχεδίου Ανάν που ενταφίαζε οριστικά κάθε πιθανότητα μελλοντικής ανεξαρτησίας του νησιού.
Τότε, ο κυπριακός ελληνισμός για άλλη μια φορά είπε όχι, ανατρέποντας τις ισορροπίες εσωτερικές και διεθνείς και στηριζόμενο και σ’ έναν ηγέτη που κατά ευτυχή συγκυρία προέρχονταν από τις τάξεις εκείνων που είχαν απορρίψει τη Ζυρίχη δηλαδή τον Τάσσο Παπαδόπουλο. Ωστόσο, αυτό το όχι δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τις δομικές αδυναμίες ενός κοινωνικοοικονομικού μοντέλου στηριγμένου στην απόλυτη εξωστρέφεια και την ανάγκη διαρκούς εξευμενισμού των αγορών και των μεγάλων δυνάμεων. Γι’ αυτό, και μετά τη στιγμή της έξαρσης, επιστρέψαμε στον …. Χριστόφια. Έχουμε επαναλάβει αναρίθμητες φορές, σε σχέση με την Ελλάδα και την Κύπρο, ότι μια πραγματικά αυτόνομη πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια οικονομία εξαρτημένη και παρασιτική, διότι τότε η αντίσταση του παραμένει ανολοκλήρωτη και αργά ή γρήγορα οδηγείται κανείς είτε στην υποταγή, είτε στην καταστροφή. Οι Κύπριοι, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, συνδέθηκαν με τα ρώσικα κεφάλαια και τη ρώσικη παρουσία στο νησί που έμοιαζαν να αποτελούν έναν επιπλέον παράγοντα ενίσχυσης της διαπραγματευτικής τους ισχύος, ενώ η ανεύρεση των υδρογονανθράκων εκτίναξε την αυτοπεποίθησή τους στο υψηλότερο δυνατό σημείο μια και συνδέθηκαν και με το Ισραήλ και το εβραϊκό λόμπι.
Αυτή όμως η εξέλιξη, από μια χώρα ασθενή γεωπολιτικά, με την Ελλάδα σε κάθετη πτώση και την Τουρκία διαρκώς ενισχυόμενη δημιουργούσε στην πραγματικότητα νέους κινδύνους, διότι δίπλα στον πατροπαράδοτο γεωπολιτικό ρόλο της Κύπρου ως ενός μεγάλου αβύθιστου αεροπλανοφόρου στη Μεσόγειο, ήρθαν να προστεθούν οι υδρογονάνθρακες και τα παιχνίδια των παγκόσμιων χρηματιστικών κεφαλαίων. Έτσι, η Κύπρος ήρθε σε αντίθεση με τα γερμανικά και δυτικοευρωπαϊκά κεφάλαια πιθανώς και με ένα μέρος των ρωσικών κεφαλαίων, ενώ και οι ισραηλινοί θα επιθυμούσαν μια αποκλειστική μονοπωλιακού χαρακτήρα επιρροή. Δηλαδή η Κύπρος απόκτησε, πολύ μεγαλύτερο οικονομικό ρόλο στο διεθνές σύστημα απ’ αυτόν που μπορούσε να αντέξει ως εσωτερικό σύστημα. Εξάλλου, η εκλογή Αναστασιάδη, του κατ’ εξοχήν ανθρώπου των αγορών και των ξένων ήρθε να επικυρώσει αυτή τη διαπίστωση.
Η υπερεπέκταση του τραπεζιτικού της τομέα δημιούργησε μεγαλύτερους συστημικούς κινδύνους για την οικονομία της όπως αποδείχτηκε με την υπερβολική έκθεση των κυπριακών τραπεζών στα ελλαδίτικα ομόλογα που με το κούρεμά τους σηματοδότησαν την απαρχή μιας καθοδικής πορείας. Και βέβαια, η Δύση δεν είχε ξεχάσει ποτέ το χαστούκι του όχι στο σχέδιο Ανάν που της είχαν καταφέρει οι Κύπριοι.
Η εγκληματική συμπεριφορά του Αναστασιάδη, του Σαμαρά και του ανδρεικέλου Στουρνάρα, που αποδέχτηκαν την καταστροφική λογική του κουρέματος των κυπριακών καταθέσεων, ήρθε να αποκαλύψει αυτές ακριβώς τις δομικές αδυναμίες και χαρακτηριστικά.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ Η ΡΩΣΙΑ
Ο πάνδημος ξεσηκωμός των Κυπρίων υποχρέωσε τα πολιτικά κόμματα να αντιτάξουν ένα όχι σ’ αυτή την ειλημμένη απόφαση, το οποίο όμως πολύ δύσκολα μπορούσε να το διαχειριστεί μέχρι το τέλος, το πολιτικοοικονομικό σύστημα της Κύπρου. Διότι η πλήρης επιτυχία αυτού του όχι είχε ως προϋπόθεση τη στήριξη δύο δυνάμεων. Της «μητέρας» Ελλάδας και της Ρωσίας. Η Ελληνική κυβέρνηση όμως, όχι μόνο δεν ήταν διατεθειμένη να στηρίξει αυτό το κυπριακόόχι, αλλά αντίθετα, για την ελληνική τρικομματική κυβέρνηση, η επιτυχία της κυπριακής άρνησης θα αποτελούσε παραδοχή της δικής της αποτυχίας και ανικανότητας. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν έκανε τίποτα για να στηρίξει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς την Κύπρο, προβάλλοντας ακόμα και βέτο στις παράλογες απαιτήσεις των κορακιών της Δύσης, που αρνούνται οποιαδήποτε άλλη λύση εκτός από την καταστροφή της κυπριακής οικονομίας, αλλά κάνει κάτι πολύ χειρότερο: Προσπαθεί να οδηγηθεί σε αποτυχία η Κύπρος όπως φάνηκε από τη στάση του Στουρνάρα και άλλων γελοίων υποκειμένων τύπου Άδωνη, που επιχαίρουν «γιατί η Κύπρος θα την πατήσει…», όσο για τον δειλό Σαμαρά κρύπτεται επιμελώς πίσω από τον κατάπτυστο υπουργό του.
Έτσι έμενε η μεγάλη ρωσική «αρκούδα». Η προσμονή και τα βλέμματα όλων στράφηκαν σε αυτήν, η οποία θα μπορούσε με κάποιες ελάχιστες κινήσεις να ενισχύσει το κυπριακό όχι και να απασφαλίσει τον εκβιασμό της Γερμανίας και των Βρυξελλών. Και όμως, παρ’ ότι η Κύπρος έκανε πολλά ανοίγματα στη Ρωσία, προσφέροντάς της και συμμετοχή στο τραπεζιτικό σύστημα και οφέλη στον ενεργειακό τομέα, η Ρωσία έμεινε ακλόνητη στην άρνησήτης να συμπαρασταθεί στην Κύπρο. Επρόκειτο για μία απόφαση που φάνηκε ακατανόητη σε πολλούς, ενώ δεν λείπουν και οι ένθερμοι θιασώτες της Ρωσίας που την ερμηνεύουν ως δικαιολογημένη(!) αντίδραση του Πούτιν απέναντι στον αγγλόφιλο Αναστασιάδη. Ωστόσο, όπως είναι γνωστό τα γεωπολιτικά συμφέροντα των χωρών δεν κρίνονται από συμπάθειες ή αντιπάθειες. Διότι είναι προφανές ότι οποιαδήποτε αποφασιστική συνδρομή της Ρωσίας στην Κύπρο, θα ενίσχυε τη θέση της στην περιοχή σε μια στιγμή μάλιστα που κινδυνεύει να χάσει την τελευταία της βάση στη Μεσόγειο, δηλαδή τη Συρία. Κατά συνέπεια, κάτι άλλο συμβαίνει.
Πολλοί επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την στάση της Ρωσίας από τη θέληση του Πούτιν να επαναπατρίσει τα ρωσικά κεφάλαια όπως φάνηκε να υπαινίσσεται το ανδρείκελο του ο Μεντβέντεφ…. Ωστόσο, και μία τέτοια εκδοχή δεν μπορεί να απαντήσει ικανοποιητικά σε μια επιλογή μεγάλης σημασίας και στρατηγικού βάθους. Μια τέτοια στάση μπορεί να την ερμηνεύσει μόνο το μεγάλο παιχνίδι το οποίο παίζει η Ρωσία με τη Γερμανία που αποτελεί τον μεγαλύτερο αγοραστή των υδρογονανθράκων της, με τις ΗΠΑ και ίσως ακόμα και με την Τουρκία. Η Ρωσία φαίνεται να αποδέχεται την εκχώρηση της Κύπρου στη γερμανική :και αμερικανική ζώνη επιρροής σε μια νέα μίνι Γιάλτα με αντικείμενο την Κύπρο τουλάχιστον. Προφανώς, κάποια άλλα ανταλλάγματα προσδοκά ή έχει ήδη αποσπάσει από τους Γερμανούς και τους Αμερικανούς όπως π.χ. η πρόσφατη απόφαση των ΗΠΑ να μην αναπτύξει αντιβαλλιστικούς πυραύλους στα σύνορα με την Ρωσία. Ή ακόμα μπροστά στην προσέγγιση της Κύπρου με το Ισράηλ μπορεί να απαιτεί μια αποκλειστική ηγεμονία, όπως έχει μάθει από την εποχή των τσάρων και του Στάλιν.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ ΤΟΥ «ΟΧΙ»
Εν κατακλείδι, ο κυπριακός λαός βρέθηκε μόνος του και πάλι, με μια ανίκανη ηγεσία και μια προδοτική ελληνική συμπεριφορά, να αντιμετωπίσει και πάλι το παγκόσμιο σύστημα και τις αγορές. Σε αυτό το παιχνίδι δεν πρέπει να ξεχάσουμε τους Αμερικανούς, το Ισραήλ και το περιβόητο εβραϊκό λόμπι, οι οποίοι φαίνεται να παρακολουθούν με φαινομενική απάθεια τα τεκταινόμενα στην Κύπρο, έχοντας έρθει ίσως και σε κάποια συμφωνία με την ρωσική «αρκούδα» και πάντως επιχαίροντας που η Κύπρος θα πέσει αποκλειστικά στα δικά τους χέρια. Και προφανώς οι Τούρκοι τρίβουν τα χέρια τους για την εξασθένιση της οικονομίας και του κύρους του ανεξάρτητου κυπριακού κράτος.
Όπως λέει η κινέζικη παροιμία, «όταν τα βουβάλια συγκρούονται μέσα στο βάλτο, την πληρώνουν τα βατράχια». Το γεγονός δηλαδή, ότι η Κύπρος ενίσχυσε τη γεωοικονομική της σημασία χωρίς όμως να διαθέτει την ανάλογη πολιτική και στρατιωτική ισχύ, την ώρα της κρίσης μπορεί να μεταβληθεί σε αρνητικό παράγοντα, διότι την μεταβάλλει σε επίδικο αντικείμενο μεγάλων διεθνών βλέψεων και συγκρούσεων.
Ωστόσο, για άλλη μια φορά οι Κύπριοι είπαν όχι. Παρά και ενάντια σε ένα οικονομικό μοντέλο που της επέβαλε να λέει διαρκώς ναι, όπως λένε οι ελίτ της χώρας τους και οι ναινέκοι τύπου Αναστασιάδη. Και αυτό το όχι παρά την οποιαδήποτε έκβαση της κρίσης, είναι προφανώς και ασύγκριτα προτιμότερα από το ναι. Διότι ό, τι και να συμβεί, όποια λύση επιλεγεί, όποιοι εκβιασμοί κι αν γίνουν η ζημιά θα είναι πολύ μικρότερη απ’ το αρχικό λεόντειο σχέδιο. Επιπλέον, έχουν μείνει ως θετικά στοιχεία αποφασιστικής σημασίας, η επίδειξη μιας καταπληκτικής ενότητας και αλληλεγγύης του κυπριακού ελληνισμού που οδήγησε και στο ταμείο αλληλεγγύης και στη στάση της εκκλησίας και στην ενίσχυση των αισθημάτων αλληλεγγύης όλου του ελληνισμού απέναντι στους Κύπριους αδελφούς μας. Επιπλέον, αυτό το όχι απονομιμοποιώντας μέσα σε δεκαπέντε μέρες τον μόλις εκλεχθέντα γιέσμαν πρόεδρο της Κύπρου, καθιστά κατά πολύ δυσκολότερη την εφαρμογή νέων προδοτικών σχεδίων για το κυπριακό, στην κατεύθυνση του σχεδίου Ανάν.
Εν τέλει, αυτή η κρίση θα πρέπει να αποτελέσει μια αφετηρία για την μεταβολή του οικονομικού μοντέλου που τόσα χρόνια ακολουθείται στην Μεγαλόνησο. Η Κύπρος, όπως και η Ελλάδα, πρέπει να ενισχύσει τους παράγοντες και τους τομείς που την καθιστούν αυτόνομη. Θα πρέπει να πάψει να εξαρτάται τόσο πολύ από τις διεθνείς αγορές, και να υπολογίζει στη μία ή την άλλη μεγάλη δύναμη αποκλειστικά. Διότι όπως απέδειξε η στάση των Ρώσων, η στήριξη σε κάποια μεγάλη ξένη δύναμη αποκλειστικά, είναι πάντα επισφαλής, διότι οι συμμαχίες και τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων είναι πάντα ρευστά και δεν διασφαλίζουν καμία μικρή χώρα.
Τα επόμενα χρόνια πρέπει να ενισχυθεί μία και αποφασιστική συμμαχία της Κύπρου. Η συμμαχία με την Ελλάδαπου θεμελιώνεται στην κοινή ιστορία και στην κοινή μοίρα τους. Η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο, είναι ένα μικρό βαλκανικό κρατίδιο. Η Κύπρος χωρίς την Ελλάδα, είναι ένα άθυρμα στα χέρια των μεγάλων δυνάμεων και αργά ή γρήγορα θα οδηγηθεί στην τουρκοποίηση.
Τώρα πια το παιχνίδι βρίσκεται στα χέρια του ελληνικού λαού εδώ στην Ελλάδα. Οι Κύπριοι έκαναν και πάλι μια μεγάλη υπέροχη κίνηση. Κατεχόμενοι, εξαρτημένοι, χωρίς στρατό, τόλμησαν για άλλη μια φορά ένα μεγάλο όχι. Πότε άραγε θα τους ακολουθήσουν και οι ελλαδίτες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου