Της Μαρίας Κοσμά. Την τελευταία βδομάδα παρατηρείται μία αναταραχή στο χώρο του Πολιτισμού με επαναλαμβανόμενες απεργίες στις οποίες συμμετέχει η πλειονότητα των Συλλόγων και των εργαζομένων του πρώην υπουργείου Πολιτισμού και νυν Γενικής Γραμματείας στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων.Μέσα από τις συνεχιζόμενες κινητοποιήσεις τους οι εργαζόμενοι προβάλλουν τρία βασικά αιτήματα: την επανασύσταση αυτόνομου και αυτοτελούς υπουργείου Πολιτισμού, την αποτροπή της περαιτέρω συρρίκνωσής του, όπως αυτή επιχειρείται μέσα από το νέο οργανόγραμμα του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (ΥΔΜΗΔ) και, τέλος, τη διακοπή όλων των προσπαθειών συνεχούς υπονόμευσης του ενιαίου χαρακτήρα του ως φορέα προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Παρά το δίκαιο των αιτημάτων οι διεκδικήσεις αυτές δεν έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα ούτε τα ΜΜΕ, ούτε την ελληνική κοινωνία. Και όσο και αν αντιλαμβάνεται κανείς την πρακτική που ακολουθείται από τα Μέσα Ενημέρωσης στον τρόπο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης σε ό,τι αφορά και τον Πολιτισμό, η ευθύνη για την έλλειψη ενημέρωσης βαρύνει, εν πολλοίς, τις ίδιες τις υπηρεσίες του Πολιτισμού που δεν έχουν καταφέρει να συνδέσουν την αναγκαιότητα του έργου τους με την ίδια την κοινωνία που, έχοντας επιλέξει ένα μοναχικό δρόμο, γίνονται εύκολος στόχος των κάθε λογής επιτήδειων που τις παρουσιάζουν ως «κράτος εν κράτει» και ως «συντεχνία» που εμποδίζει την ανάπτυξη και πλήττει με τις απεργίες τον τουρισμό.
Η βαριά βιομηχανία της χώρας
Αφήνοντας ασχολίαστο το γεγονός ότι οι αντιδράσεις σχετικά με τη συγχώνευση του υπουργείου Πολιτισμού με το Παιδείας και Θρησκευμάτων φαντάζουν ακόμα και στα μάτια των ίδιων των εργαζομένων δραματικά καθυστερημένες, εντούτοις προκύπτει αβίαστα το ερώτημα πώς η ίδια η πολιτεία αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα του τομέα του Πολιτισμού, πώς εξειδικεύει τον όρο «βαριά βιομηχανία», τον οποίο αρέσκεται να χρησιμοποιεί, πώς σκοπεύει να βοηθήσει στην προώθηση αυτού του στόχου; Μήπως υποβιβάζοντάς τον από τη δομή υπουργείου στο επίπεδο μίας Γενικής Γραμματείας; Στο οργανόγραμμα που προτείνεται από το ΥΔΜΗΔ οι δομές των υπηρεσιών του Πολιτισμού συρρικνώνονται κατά 55%. Ανάμεσα στα άλλα καταργείται η οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των υπηρεσιών του, καταργείται η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς που ασχολείται με τον ευαίσθητο χώρο της αρχαιοκαπηλίας και της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών και μετατρέπεται σε απλό τμήμα, ενώ καταργούνται πλήρως τα τμήματα εκείνα που ασχολούνται με το σχεδιασμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων, εκθέσεων και εν γένει με το ζήτημα των δημοσίων σχέσεων και της προβολής των Μουσείων.
Μήπως οι προαναφερθείσες αλλαγές εξυπηρετούν το στρατηγικό στόχο της προστασίας, της ανάδειξης και της προβολής παγκοσμίως της πολιτιστικής μας κληρονομιάς; Ή μήπως στόχος όλων αυτών των αλλαγών είναι να καταστήσουν τον Πολιτισμό έναν άνευρο χώρο διοικητικής διεκπεραίωσης, αποστερώντας τον από όλες τις επιστημονικές, ερευνητικές αλλά και αποφασιστικές αρμοδιότητές του, οδηγώντας τελικά στη διάλυση του ενιαίου χαρακτήρα του ως φορέα προστασίας;
Για την ιστορία θα πρέπει να σημειωθεί ότι μία βελτιωμένη έκδοση οργανογράμματος κατατέθηκε λίγες ημέρες πριν από την πολιτική ηγεσία της Γ.Γ. Πολιτισμού, ως αντιπρόταση στο οργανόγραμμα του ΥΔΜΗΜ. Είναι όμως γνωστό σε όλους ότι καμία πρόταση οργανογράμματος δεν θα υλοποιηθεί, εάν δεν εγκριθεί πρώτα από την τρόικα.
Κατάργηση του ενιαίου χαρακτήρα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
Συμπληρωματικά, λοιπόν, στο νέο οργανόγραμμα, στα τέλη του Φεβρουαρίου, εισήχθη για ψήφιση στη Βουλή ένα νέο σχέδιο νόμου για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις με τον ευφάνταστο τίτλο Διαμόρφωση φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος για τις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις. Το σχέδιο αυτό, ανάμεσα στις άλλες αλλαγές, προβλέπει ότι η τύχη των αρχαιοτήτων που θα εντοπίζονται κατά τη διάρκεια μεγάλων επενδυτικών έργων ή είναι ήδη γνωστές πριν από την έναρξή τους, θα καθορίζεται από την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος που θα εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του υπουργού Ανάπτυξης και του υπουργού ΠΑΙ.Θ.Π.Α. κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε άλλης διάταξης, ενώ δεν θα είναι απαραίτητη πλέον η έκδοση άλλης απόφασης από τις Υπηρεσίες του Πολιτισμού (Κεφάλαιο Β΄, άρθρο 9, παρ. 2). Για τη στελέχωση, δε, της νέας Γενικής Διεύθυνσης Αδειοδοτήσεων που ιδρύεται στο ΥΠ.ΑΝ., ανάμεσα στις άλλες ειδικότητες, απαιτούνται 6 θέσεις αρχαιολόγων που θα καλυφθούν με μετάταξη, μεταφορά ή και με απόσπαση, με αντίστοιχη κατάργηση των οργανικών θέσεων στο φορέα από τον οποίο προέρχονται, δηλαδή την Αρχαιολογική Υπηρεσία (Κεφάλαιο Α΄, άρθρο 4, παρ. 4).
Με λίγα λόγια, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία των στρατηγικών και ιδιωτικών επενδύσεων, δημιουργείται ένα υπερυπουργείο που υφαρπάζει αρμοδιότητες από τις υφιστάμενες δομές του πολιτισμού, παρακάμπτει όλη τη δομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (περιφερειακές, κεντρικές υπηρεσίες, αρμόδια γνωμοδοτικά όργανα) και αγνοεί θεσμοθετημένες διαδικασίες που ακολουθούνται σε περιπτώσεις εντοπισμού αρχαιοτήτων. Με αυτά τα δεδομένα, αναρωτιέται κανείς, ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος που απομένει για τις υπηρεσίες του Πολιτισμού, πέραν από αυτόν του παθητικού παρατηρητή, εφόσον τους αφαιρείται το δικαίωμα προστασίας των αρχαιοτήτων.
Παγωμένα ΕΣΠΑ
Κερασάκι στην τούρτα αποτελεί το πάγωμα 400 και πλέον έργων ΕΣΠΑ που εκτελούνται με αυτεπιστασία από τις Κεντρικές και Περιφερειακές Υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας του Πολιτισμού σε όλη την Ελλάδα, λόγω της υπαγωγής των προσλήψεων των έργων στο καθεστώς έκδοσης Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, της διαβόητης ΠΥΣ, παρά τις προσπάθειες των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους ενώσεων να εξαιρεθούν από αυτή τη διάταξη.
Σε δύσκολες συνθήκες, σε δυσπρόσιτες περιοχές, διαφυλάσσεται η πολιτιστική κληρονομιά και μέσω αυτής η ιστορική μνήμη, ταυτόχρονα όμως παρέχεται στις τοπικές κοινωνίες η δυνατότητα απασχόλησης και η απόκτηση εξαιρετικής τεχνογνωσίας στην εκτέλεση αντίστοιχων πολυεπίπεδων και απαιτητικών τεχνικών έργων, αποτελώντας παρακαταθήκη για το μέλλον. Γιατί, λοιπόν, οι διαδικασίες πρόσληψης αυτού του εξειδικευμένου προσωπικού δεν εξαιρούνται από την έκδοση ΠΥΣ; Γιατί δεν έχει λυθεί ακόμα το ζήτημα καταλογισμού ευθυνών στους υπόλογους των έργων; Μήπως γιατί η ουσία της όλης καθυστέρησης έγκειται στο ότι δεν θέλουν να εκτελούνται πλέον αυτά τα έργα με αυτεπιστασία από τις υπηρεσίες;
Η παραπάνω υπόθεση καθίσταται σχεδόν βεβαιότητα, αν συνυπολογίσει κανείς ότι η εκτέλεση των έργων από τις υπηρεσίες Πολιτισμού θα είναι πλέον αδύνατη εάν τους αφαιρεθεί η αυτοτέλεια των οικονομικών και διοικητικών τους δομών. Έχει εξάλλου ήδη διατυπωθεί ξεκάθαρα, σε όλους τους τόνους, ότι στο Δημόσιο θα παραμείνουν μόνον εκείνες οι δομές που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τις επιτελέσουν οι ιδιωτικοί φορείς. Και όλα αυτά ενώ τα έργα του πρώην υπουργείου στο Γ΄ ΚΠΣ παρουσίασαν τους υψηλότερους δείκτες απορρόφησης κονδυλίων και κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα έργα ΕΣΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πρόσφατη είδηση για ανακατανομή των κονδυλίων των ΕΣΠΑ, προκειμένου να μειωθεί η ανεργία, οι προαναφερθείσες καθυστερήσεις και προσκόμματα στην εκτέλεση των έργων θα πρέπει να θεωρηθούν κάτι παραπάνω από απλή σύμπτωση.
Οι συνθήκες είναι αντίξοες, το εύρος της επίθεσης απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας τεράστιο. Μπροστά στην κατάρρευση της Υγείας, της Παιδείας και των προνοιακών δομών του κράτους, δεν θα μπορούσε ο Πολιτισμός να παραμείνει αλώβητος. Εξάλλου δεν τους ενδιαφέρει να δημιουργήσουν πολιτισμένους πολίτες, τους ενδιαφέρει να δημιουργήσουν σκυφτούς πολίτες που δεν θα γνωρίζουν την ιστορία τους, την καταγωγή τους, τον πολιτισμό τους. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία φέρνοντας στο φως κομμάτια του παλίμψηστου που αποτελεί την ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου μέσα στο χρόνο, λειτουργεί ως θεματοφύλακας της συλλογικής μας μνήμης. Υπάρχει μεγάλο ποσοστό εργαζομένων σε όλες τις ειδικότητες που αγαπάει με πάθος τη δουλειά αυτή, που προσπαθεί επίμονα να προστατεύσει και να διασώσει για τις επόμενες γενιές την κληρονομιά μας. Είναι καθήκον όλων μας να μείνουμε εδώ, να αγωνιστούμε για την ταυτότητά μας, για την Ιστορία μας, για τη μνήμη μας, γιατί είναι σίγουρο ότι εμείς πονάμε περισσότερο αυτές τις πέτρες.
* Η Μαρία Κοσμά είναι αρχαιολόγος
Η βαριά βιομηχανία της χώρας
Αφήνοντας ασχολίαστο το γεγονός ότι οι αντιδράσεις σχετικά με τη συγχώνευση του υπουργείου Πολιτισμού με το Παιδείας και Θρησκευμάτων φαντάζουν ακόμα και στα μάτια των ίδιων των εργαζομένων δραματικά καθυστερημένες, εντούτοις προκύπτει αβίαστα το ερώτημα πώς η ίδια η πολιτεία αντιλαμβάνεται τη σπουδαιότητα του τομέα του Πολιτισμού, πώς εξειδικεύει τον όρο «βαριά βιομηχανία», τον οποίο αρέσκεται να χρησιμοποιεί, πώς σκοπεύει να βοηθήσει στην προώθηση αυτού του στόχου; Μήπως υποβιβάζοντάς τον από τη δομή υπουργείου στο επίπεδο μίας Γενικής Γραμματείας; Στο οργανόγραμμα που προτείνεται από το ΥΔΜΗΔ οι δομές των υπηρεσιών του Πολιτισμού συρρικνώνονται κατά 55%. Ανάμεσα στα άλλα καταργείται η οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των υπηρεσιών του, καταργείται η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς που ασχολείται με τον ευαίσθητο χώρο της αρχαιοκαπηλίας και της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών και μετατρέπεται σε απλό τμήμα, ενώ καταργούνται πλήρως τα τμήματα εκείνα που ασχολούνται με το σχεδιασμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων, εκθέσεων και εν γένει με το ζήτημα των δημοσίων σχέσεων και της προβολής των Μουσείων.
Μήπως οι προαναφερθείσες αλλαγές εξυπηρετούν το στρατηγικό στόχο της προστασίας, της ανάδειξης και της προβολής παγκοσμίως της πολιτιστικής μας κληρονομιάς; Ή μήπως στόχος όλων αυτών των αλλαγών είναι να καταστήσουν τον Πολιτισμό έναν άνευρο χώρο διοικητικής διεκπεραίωσης, αποστερώντας τον από όλες τις επιστημονικές, ερευνητικές αλλά και αποφασιστικές αρμοδιότητές του, οδηγώντας τελικά στη διάλυση του ενιαίου χαρακτήρα του ως φορέα προστασίας;
Για την ιστορία θα πρέπει να σημειωθεί ότι μία βελτιωμένη έκδοση οργανογράμματος κατατέθηκε λίγες ημέρες πριν από την πολιτική ηγεσία της Γ.Γ. Πολιτισμού, ως αντιπρόταση στο οργανόγραμμα του ΥΔΜΗΜ. Είναι όμως γνωστό σε όλους ότι καμία πρόταση οργανογράμματος δεν θα υλοποιηθεί, εάν δεν εγκριθεί πρώτα από την τρόικα.
Κατάργηση του ενιαίου χαρακτήρα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
Συμπληρωματικά, λοιπόν, στο νέο οργανόγραμμα, στα τέλη του Φεβρουαρίου, εισήχθη για ψήφιση στη Βουλή ένα νέο σχέδιο νόμου για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις με τον ευφάνταστο τίτλο Διαμόρφωση φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος για τις στρατηγικές και ιδιωτικές επενδύσεις. Το σχέδιο αυτό, ανάμεσα στις άλλες αλλαγές, προβλέπει ότι η τύχη των αρχαιοτήτων που θα εντοπίζονται κατά τη διάρκεια μεγάλων επενδυτικών έργων ή είναι ήδη γνωστές πριν από την έναρξή τους, θα καθορίζεται από την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος που θα εκδίδεται μετά από σύμφωνη γνώμη του υπουργού Ανάπτυξης και του υπουργού ΠΑΙ.Θ.Π.Α. κατά παρέκκλιση οποιασδήποτε άλλης διάταξης, ενώ δεν θα είναι απαραίτητη πλέον η έκδοση άλλης απόφασης από τις Υπηρεσίες του Πολιτισμού (Κεφάλαιο Β΄, άρθρο 9, παρ. 2). Για τη στελέχωση, δε, της νέας Γενικής Διεύθυνσης Αδειοδοτήσεων που ιδρύεται στο ΥΠ.ΑΝ., ανάμεσα στις άλλες ειδικότητες, απαιτούνται 6 θέσεις αρχαιολόγων που θα καλυφθούν με μετάταξη, μεταφορά ή και με απόσπαση, με αντίστοιχη κατάργηση των οργανικών θέσεων στο φορέα από τον οποίο προέρχονται, δηλαδή την Αρχαιολογική Υπηρεσία (Κεφάλαιο Α΄, άρθρο 4, παρ. 4).
Με λίγα λόγια, προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία των στρατηγικών και ιδιωτικών επενδύσεων, δημιουργείται ένα υπερυπουργείο που υφαρπάζει αρμοδιότητες από τις υφιστάμενες δομές του πολιτισμού, παρακάμπτει όλη τη δομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (περιφερειακές, κεντρικές υπηρεσίες, αρμόδια γνωμοδοτικά όργανα) και αγνοεί θεσμοθετημένες διαδικασίες που ακολουθούνται σε περιπτώσεις εντοπισμού αρχαιοτήτων. Με αυτά τα δεδομένα, αναρωτιέται κανείς, ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος που απομένει για τις υπηρεσίες του Πολιτισμού, πέραν από αυτόν του παθητικού παρατηρητή, εφόσον τους αφαιρείται το δικαίωμα προστασίας των αρχαιοτήτων.
Παγωμένα ΕΣΠΑ
Κερασάκι στην τούρτα αποτελεί το πάγωμα 400 και πλέον έργων ΕΣΠΑ που εκτελούνται με αυτεπιστασία από τις Κεντρικές και Περιφερειακές Υπηρεσίες της Γενικής Γραμματείας του Πολιτισμού σε όλη την Ελλάδα, λόγω της υπαγωγής των προσλήψεων των έργων στο καθεστώς έκδοσης Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου, της διαβόητης ΠΥΣ, παρά τις προσπάθειες των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους ενώσεων να εξαιρεθούν από αυτή τη διάταξη.
Σε δύσκολες συνθήκες, σε δυσπρόσιτες περιοχές, διαφυλάσσεται η πολιτιστική κληρονομιά και μέσω αυτής η ιστορική μνήμη, ταυτόχρονα όμως παρέχεται στις τοπικές κοινωνίες η δυνατότητα απασχόλησης και η απόκτηση εξαιρετικής τεχνογνωσίας στην εκτέλεση αντίστοιχων πολυεπίπεδων και απαιτητικών τεχνικών έργων, αποτελώντας παρακαταθήκη για το μέλλον. Γιατί, λοιπόν, οι διαδικασίες πρόσληψης αυτού του εξειδικευμένου προσωπικού δεν εξαιρούνται από την έκδοση ΠΥΣ; Γιατί δεν έχει λυθεί ακόμα το ζήτημα καταλογισμού ευθυνών στους υπόλογους των έργων; Μήπως γιατί η ουσία της όλης καθυστέρησης έγκειται στο ότι δεν θέλουν να εκτελούνται πλέον αυτά τα έργα με αυτεπιστασία από τις υπηρεσίες;
Η παραπάνω υπόθεση καθίσταται σχεδόν βεβαιότητα, αν συνυπολογίσει κανείς ότι η εκτέλεση των έργων από τις υπηρεσίες Πολιτισμού θα είναι πλέον αδύνατη εάν τους αφαιρεθεί η αυτοτέλεια των οικονομικών και διοικητικών τους δομών. Έχει εξάλλου ήδη διατυπωθεί ξεκάθαρα, σε όλους τους τόνους, ότι στο Δημόσιο θα παραμείνουν μόνον εκείνες οι δομές που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τις επιτελέσουν οι ιδιωτικοί φορείς. Και όλα αυτά ενώ τα έργα του πρώην υπουργείου στο Γ΄ ΚΠΣ παρουσίασαν τους υψηλότερους δείκτες απορρόφησης κονδυλίων και κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα έργα ΕΣΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πρόσφατη είδηση για ανακατανομή των κονδυλίων των ΕΣΠΑ, προκειμένου να μειωθεί η ανεργία, οι προαναφερθείσες καθυστερήσεις και προσκόμματα στην εκτέλεση των έργων θα πρέπει να θεωρηθούν κάτι παραπάνω από απλή σύμπτωση.
Οι συνθήκες είναι αντίξοες, το εύρος της επίθεσης απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας τεράστιο. Μπροστά στην κατάρρευση της Υγείας, της Παιδείας και των προνοιακών δομών του κράτους, δεν θα μπορούσε ο Πολιτισμός να παραμείνει αλώβητος. Εξάλλου δεν τους ενδιαφέρει να δημιουργήσουν πολιτισμένους πολίτες, τους ενδιαφέρει να δημιουργήσουν σκυφτούς πολίτες που δεν θα γνωρίζουν την ιστορία τους, την καταγωγή τους, τον πολιτισμό τους. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία φέρνοντας στο φως κομμάτια του παλίμψηστου που αποτελεί την ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου μέσα στο χρόνο, λειτουργεί ως θεματοφύλακας της συλλογικής μας μνήμης. Υπάρχει μεγάλο ποσοστό εργαζομένων σε όλες τις ειδικότητες που αγαπάει με πάθος τη δουλειά αυτή, που προσπαθεί επίμονα να προστατεύσει και να διασώσει για τις επόμενες γενιές την κληρονομιά μας. Είναι καθήκον όλων μας να μείνουμε εδώ, να αγωνιστούμε για την ταυτότητά μας, για την Ιστορία μας, για τη μνήμη μας, γιατί είναι σίγουρο ότι εμείς πονάμε περισσότερο αυτές τις πέτρες.
* Η Μαρία Κοσμά είναι αρχαιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου