(LIVE ΕΡΤ : (http://iptv1.cytanet.com.cy/player/riksat1.html)
Στη σκοτεινή εποχή που ζούμε δύο τρόποι υπάρχουν για ν’αποφύγεις το σκοτάδι.
Ο ένας είναι να κλειστείς στο προσωπικό σου βασίλειο,
να υψώσεις πελώρια τείχη γύρω σου, να δημιουργήσεις δικό σου φως
δικό σου ηλεκτρισμό να μπορείς να διαβάζεις από τη πλούσια βιβλιοθήκη σου όλη την εγεγγραμένη σοφία του κόσμου τα συγκλονιστικά λογοτεχνήματα,
ν’ ακούς την εξαίσια μουσική του κόσμου
να μαγειρεύεις τα εύγευστα δείπνα σου
να επικοινωνείς με τους σοφούς αυτού και του άλλου κόσμου αν θες γιατί όχι,
με τους τέλειους υπολογιστές σου.
Με τα εξελιγμένα σου ανθρωποειδή να καλλιεργήσεις τους κήπους σου
να φυτέψεις λουλούδια και δένδρα
και να ερωτευθείς την τέλεια σχεδιασμένη γυναίκα ή άνδρα
και να εξορίσεις το σκοτάδι έξω από σένα και μέσα σ’αυτή την τελειότητα
ο μόνος αποδέκτης είσαι συ.
Ένα συνεχές φως,
ένας κόσμος χωρίς ίσκιο κάθετος,
ένας κόσμος χωρίς πόνο,
ένας κόσμος πλήρους ελευθερίας μόνο για σένα.
Κυρίαρχος παίχτης του αποκλειστικά δικού σου παιχνιδιού.
Ελεύθερος στο δικό σου κόσμο.
Ο άλλος τρόπος είναι να γκρεμίσεις τα τείχη,
ν’ανοίξεις τις πόρτες και τα παράθυρα διάπλατα
και ν’αφήσεις το σκοτάδι να μπει μέσα στο σπίτι σου, στο σώμα σου,
όπου έχεις δύο τινά να συμβούν
ή να νικήσεις ή να νικηθείς.
Πιάνεται το σκοτάδι θα με ρωτήσεις και πως;
Εδώ δεν βλέπεις τη τύφλα σου,
αναπτήρα δεν έχεις ν’ανάψεις τσιγάρο και να φουμάρεις
ως μελλοθάνατος που είσαι,
μαχαίρι ούτε για ψωμί δεν έχεις για να κόψεις
όχι ότι έχεις ψωμί να φας φυσικά,
μη κοροιδευόμαστε.
Φιλαράκι μου υπάρχει τρόπος .
Και πριν αρχίσεις να γελάς και να με βρίζεις σου λέω ότι δεν τον βρήκα εγώ, ούτε καν τον σκέφτηκα άλλος μου τον είπε.
Ενας τρελλός σοφός ακαθορίστου ηλικίας νεανίας μου τον εκμυστηρεύτηκε.
Ακου και δώσε προσοχή.
Μείνε εκεί που είσαι.
Σήκω όρθιος,
πάτα γερά στο πάτωμα,
άνοιξε τα χέρια σου κι άρχισε να χτυπάς παλαμάκια,
με την οργή που μαζεύεις τόσα χρόνια.
Δεν έχεις οργή;
Μη μου κάνεις πλάκα.
Πως έφτασε ξάπλα ανάσκελα στο πάτο και τώρα σου ρίχνουν λάσπη για να σκάσεις. Θυμήσου.
Τι ήθελες να κάνεις και τι κάνεις τελικά από τις τρικλοποδιές που σου βαλαν;
Ποιοι;
Όλοι αυτοί που σε διέταζαν να μην κοιτάς κόντρα τον ήλιο.
Ολοι αυτοί που σου φτειάξαν ζωή κουστούμι, κατά τα μέτρα τους
για να ναι στενό να μην ανοίγεις την αρίδα σου να τρέχεις και να φεύγεις πιο γρήγορα από τον άνεμο. Ολοι αυτοί που σε παγίδευσαν σ’έναν έρωτα ανέραστο για να ξερνάς και να μην αγαπάς.
Χτύπα.
Οι παλάμες σου αίμα καυτό να γεμίσουν
για να σ’ακούσουν κι αυτοί που δεν βλέπεις.
οι άλλοι,
οι δίπλα σου,
οι γύρω σου,
για να αρχίσουν να σκέφτονται
«τι κάνει μωρέ ο γείτονας δεν βλέπω μωρέ το κερατό μου».
Μια άλλη φωνή θ’ακουστεί λίγο δυνατά αυτή τη φορά και θα σου πει
«σταμάτα ρε μας ζάλισες άσε μας να πεθάνουμε στην ησυχία μας»
και μια τρίτη θα φωνάξει πολύ δυνατά,
είναι η γυναίκα του πρώτου που είναι σφηνωμένη μεταξύ ψυγείου και κουζίνας «σκάσε ρε και πέθανε και σε σένα βλάκα που μου τσάκισες τα νιάτα μου την πιο ωραία του χωριού, άχρηστο πεντοχίλιαρο, Σήκω και βγάλε με από δω γιατί θα τα κάνω λίμπα έτσι βουβάλω που με κατάντησες γιατί αν δεν το κάνεις
λίμπα θα τα κάνω εγώ.
Εσύ δεν θα τους ακούς παρά μόνο τον κρότο των χεριών
κι όταν τα χέρια σου πάρουν το χρώμα της καρδιάς
έτσι που θα πονούν αφόρητα
σμίξε και τρίβε τις παλάμες σου
και τότε θα δεις μικρές αναιδείς γλωσσίτσες φωτιάς
να πέφτουν στο πάτωμα
και θα αρχίσουν σιγά
να βάζουν φωτιά στ’ακριβά σου χαλιά,
τα ντιζάιν επιπλά σου , τα μεταξωτά σου σκουτιά τ’ανεκτίμητα κοσμηματά σου
και μη φοβηθείς και σταματήσεις
γιατί δεν πρόκειται να καείς
όλα αυτά δεν είναι δικά σου
παρά του θανάτου και δεν τα’ χεις ανάγκη.
Ετσι γυμνός και φωτεινός που θα σε για πρώτη φορά θα σε δουν
και χωρίς να μιλούν,
θα σηκωθούν
θα γαντζωθούν ο ένας πάνω στον άλλο κι ένα πελώρια τοίχος θα φτειάξουν
και σιγά σιγά το σκοτάδι θα εκτοπίσουν και στο πηγάδι θα ρίξουν.
Ο ένας είναι να κλειστείς στο προσωπικό σου βασίλειο,
να υψώσεις πελώρια τείχη γύρω σου, να δημιουργήσεις δικό σου φως
δικό σου ηλεκτρισμό να μπορείς να διαβάζεις από τη πλούσια βιβλιοθήκη σου όλη την εγεγγραμένη σοφία του κόσμου τα συγκλονιστικά λογοτεχνήματα,
ν’ ακούς την εξαίσια μουσική του κόσμου
να μαγειρεύεις τα εύγευστα δείπνα σου
να επικοινωνείς με τους σοφούς αυτού και του άλλου κόσμου αν θες γιατί όχι,
με τους τέλειους υπολογιστές σου.
Με τα εξελιγμένα σου ανθρωποειδή να καλλιεργήσεις τους κήπους σου
να φυτέψεις λουλούδια και δένδρα
και να ερωτευθείς την τέλεια σχεδιασμένη γυναίκα ή άνδρα
και να εξορίσεις το σκοτάδι έξω από σένα και μέσα σ’αυτή την τελειότητα
ο μόνος αποδέκτης είσαι συ.
Ένα συνεχές φως,
ένας κόσμος χωρίς ίσκιο κάθετος,
ένας κόσμος χωρίς πόνο,
ένας κόσμος πλήρους ελευθερίας μόνο για σένα.
Κυρίαρχος παίχτης του αποκλειστικά δικού σου παιχνιδιού.
Ελεύθερος στο δικό σου κόσμο.
Ο άλλος τρόπος είναι να γκρεμίσεις τα τείχη,
ν’ανοίξεις τις πόρτες και τα παράθυρα διάπλατα
και ν’αφήσεις το σκοτάδι να μπει μέσα στο σπίτι σου, στο σώμα σου,
όπου έχεις δύο τινά να συμβούν
ή να νικήσεις ή να νικηθείς.
Πιάνεται το σκοτάδι θα με ρωτήσεις και πως;
Εδώ δεν βλέπεις τη τύφλα σου,
αναπτήρα δεν έχεις ν’ανάψεις τσιγάρο και να φουμάρεις
ως μελλοθάνατος που είσαι,
μαχαίρι ούτε για ψωμί δεν έχεις για να κόψεις
όχι ότι έχεις ψωμί να φας φυσικά,
μη κοροιδευόμαστε.
Φιλαράκι μου υπάρχει τρόπος .
Και πριν αρχίσεις να γελάς και να με βρίζεις σου λέω ότι δεν τον βρήκα εγώ, ούτε καν τον σκέφτηκα άλλος μου τον είπε.
Ενας τρελλός σοφός ακαθορίστου ηλικίας νεανίας μου τον εκμυστηρεύτηκε.
Ακου και δώσε προσοχή.
Μείνε εκεί που είσαι.
Σήκω όρθιος,
πάτα γερά στο πάτωμα,
άνοιξε τα χέρια σου κι άρχισε να χτυπάς παλαμάκια,
με την οργή που μαζεύεις τόσα χρόνια.
Δεν έχεις οργή;
Μη μου κάνεις πλάκα.
Πως έφτασε ξάπλα ανάσκελα στο πάτο και τώρα σου ρίχνουν λάσπη για να σκάσεις. Θυμήσου.
Τι ήθελες να κάνεις και τι κάνεις τελικά από τις τρικλοποδιές που σου βαλαν;
Ποιοι;
Όλοι αυτοί που σε διέταζαν να μην κοιτάς κόντρα τον ήλιο.
Ολοι αυτοί που σου φτειάξαν ζωή κουστούμι, κατά τα μέτρα τους
για να ναι στενό να μην ανοίγεις την αρίδα σου να τρέχεις και να φεύγεις πιο γρήγορα από τον άνεμο. Ολοι αυτοί που σε παγίδευσαν σ’έναν έρωτα ανέραστο για να ξερνάς και να μην αγαπάς.
Χτύπα.
Οι παλάμες σου αίμα καυτό να γεμίσουν
για να σ’ακούσουν κι αυτοί που δεν βλέπεις.
οι άλλοι,
οι δίπλα σου,
οι γύρω σου,
για να αρχίσουν να σκέφτονται
«τι κάνει μωρέ ο γείτονας δεν βλέπω μωρέ το κερατό μου».
Μια άλλη φωνή θ’ακουστεί λίγο δυνατά αυτή τη φορά και θα σου πει
«σταμάτα ρε μας ζάλισες άσε μας να πεθάνουμε στην ησυχία μας»
και μια τρίτη θα φωνάξει πολύ δυνατά,
είναι η γυναίκα του πρώτου που είναι σφηνωμένη μεταξύ ψυγείου και κουζίνας «σκάσε ρε και πέθανε και σε σένα βλάκα που μου τσάκισες τα νιάτα μου την πιο ωραία του χωριού, άχρηστο πεντοχίλιαρο, Σήκω και βγάλε με από δω γιατί θα τα κάνω λίμπα έτσι βουβάλω που με κατάντησες γιατί αν δεν το κάνεις
λίμπα θα τα κάνω εγώ.
Εσύ δεν θα τους ακούς παρά μόνο τον κρότο των χεριών
κι όταν τα χέρια σου πάρουν το χρώμα της καρδιάς
έτσι που θα πονούν αφόρητα
σμίξε και τρίβε τις παλάμες σου
και τότε θα δεις μικρές αναιδείς γλωσσίτσες φωτιάς
να πέφτουν στο πάτωμα
και θα αρχίσουν σιγά
να βάζουν φωτιά στ’ακριβά σου χαλιά,
τα ντιζάιν επιπλά σου , τα μεταξωτά σου σκουτιά τ’ανεκτίμητα κοσμηματά σου
και μη φοβηθείς και σταματήσεις
γιατί δεν πρόκειται να καείς
όλα αυτά δεν είναι δικά σου
παρά του θανάτου και δεν τα’ χεις ανάγκη.
Ετσι γυμνός και φωτεινός που θα σε για πρώτη φορά θα σε δουν
και χωρίς να μιλούν,
θα σηκωθούν
θα γαντζωθούν ο ένας πάνω στον άλλο κι ένα πελώρια τοίχος θα φτειάξουν
και σιγά σιγά το σκοτάδι θα εκτοπίσουν και στο πηγάδι θα ρίξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου