Από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στον πλανήτη Γη και στην συγκρότησή του σε ομάδες, η κουλτούρα αποτέλεσε ένα βασικό στοιχείο συνεννόησης, ταυτότητας αλλά και έκφρασης της διαφορετικότητας σε σχέση με κάποια άλλη ομάδα. Ένα σήμα κατατεθέν, σημαίνον και σημαινόμενο, ενταγμένο και αφομοιωμένο πλήρες στις ανάγκες και στα χαρακτηριστικά κάθε ομάδας. Η κουλτούρα δεν ήταν ποτέ γέννημα της ομάδας, αλλά το άυλο σώμα της. Στον όρο κουλτούρα μπορούμε να προσδώσουμε μια άυλη υπόσταση που περιλαμβάνει την καλλιέργεια του πνεύματος, την πνευματική παράδοση και γενικά την
δημιουργία που γίνεται στο χώρο μιας ομάδας. Έτσι, λόγου χάρη, στην ανασκαφή ενός προϊστορικού ή ιστορικού αρχαιολογικού χώρου, τα υλικά ευρήματα μπορούν να μας κατατοπίσουν για την σκηνογραφία, που περιελάμβανε την κουλτούρα μιας ομάδας· αλλά τα έργα που παιζόντουσαν τότε κρατούνται επτασφράγιστο μυστικό, υπό την επίβλεψη του χρόνου. Έτσι, λοιπόν, η εύρεση μίας εστίας σε ένα χώρο, μας υποδεικνύει την ύπαρξη φωτιάς, αλλά ο λόγος ύπαρξης της φωτιάς δεν μπορεί να διευκρινιστεί απόλυτα. Ακόμα πιο δύσκολη είναι η εύρεση της άυλης συνθήκης που την συνόδευε, όπως μια τελετουργία ή αυτά που λέγονταν και διαδραματίζονταν γύρω της. Ίσως μπορούμε να ακούσουμε ακόμα λίγους ψιθύρους, ώστε να πάρουμε μια ιδέα για το τί γινόταν στο παρελθόν, εάν δώσουμε λίγο παραπάνω προσοχή στο τώρα, σε κάποιες κουλτούρες-παραδόσεις του σήμερα.
Η παραπάνω υπόθεση καθίσταται τρομερά δύσκολη για πολλούς λόγους. Η τεράστια χρονική απόσταση είναι ένας προφανής λόγος, ενώ ένας δεύτερος, όχι τόσο ευδιάκριτος, είναι αυτός της ευαισθησίας των παραδόσεων στις κοινωνικές αλλαγές. Πολλές παραδόσεις προσαρμόζονται, άλλες καταστρέφονται και άλλες μένουν ως έχουν ανάλογα με το τι ρόλο καλούνται να παίξουν στα νέα δεδομένα που παρουσιάζονται. Όταν, πλέον, δεν υπάρχει λόγος συνέχισης μιας παράδοσης, γιατί η ομάδα-κοινότητα δεν εκφράζεται ή της επιβάλλεται να μην εκφράζεται μ’ αυτήν, εφευρίσκεται μια άλλη ή παραλλάσσεται. Συνήθως οι αλλαγές που μπορεί να υποστεί μια παράδοση αντικατοπτρίζουν κοινωνικές αλλαγές(εξ αιτίας μαζικών θανάτων από αρρώστια ή πόλεμο που μπορεί να φέρει αλλαγή στην διακυβέρνηση μιας κοινότητας ή επαναστάσεων και εξεγέρσεων όπου οι άνθρωποι ξεκόβουν από κάποιες παραδόσεις και δημιουργούν νέες). Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι παραδόσεις είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και άμεσα συνυφασμένες με την εκάστοτε πραγματικότητα των ανθρωπίνων συνόλων.
Το χαρακτηριστικό της ευαισθησίας, που αναφέρθηκε προηγουμένως, μας είναι χρήσιμο ώστε να δούμε και να κατανοήσουμε καλύτερα, τους τρόπους που επιλέγει κάθε φορά η κυριαρχία να επιβληθεί, ώστε να διαιωνίσει την τάξη της. Κάθε φορά που η κυριαρχία αναδιαρθρώνεται αλλάζοντας το μοντέλο και τον τρόπο που χρησιμοποιεί, ώστε να επιβληθεί, αφήνει ένα αποτύπωμα στις παραδόσεις κάθε τόπου που άγγιξε. Έτσι, λοιπόν, όπως ένας αρχαιολόγος εξετάζει την σειρά των κύκλων ενός κορμού δέντρου για να βγάλει περιβαλλοντολογικά συμπεράσματα της αρχαιότητας, έτσι και εμείς με κορμό την λαϊκή παράδοση του ελλαδικού χώρου θα προσπαθήσουμε να δούμε, έστω γενικά, την πορεία της κυριαρχίας.
Η γέννηση του όρου «παράδοση»
Αυτό που έφτασε σήμερα να ονομάζεται «παράδοση» κάποτε δεν ήταν σηματοδοτημένο και ξεχωριστό. Υπήρχε όπου ζούσαν οι άνθρωποι, εξελισσόταν ή χανόταν μαζί τους. Αυτή ή άυλη συνθήκη, αλλά και η υλική πραγματικότητα, έφτασε στο σημείο να σηματοδοτηθεί και να ξεχωρίσει την στιγμή της δημιουργίας της πόλης, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, και πιο συγκεκριμένα με την διαδικασία της λεγόμενης αστικοποίησης. Η μετακίνηση μεγάλου ανθρωπίνου πληθυσμού από την ύπαιθρο στην πόλη, συντέλεσε στην οριοθέτηση των άυλων πρακτικών καθώς και διαφόρων αντικειμένων της υπαίθρου, που μέχρι τότε δεν ήταν και δεν χρειάζονταν να ήταν παραδοσιακά. Ουσιαστικά πρόκειται για την ανάγκη της σύνδεσης του ξενιτεμένου της πόλης, με τις πρότερες συνθήκες βίου της υπαίθρου και κατά επέκταση την αναπόληση της κοινοτικής ζωής μέσα στην μη κοινοτική συνθήκη της πόλης. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ο όρος «παράδοση» και «παραδοσιακό».
Στον ελλαδικό χώρο αυτή η διαδικασία άρχισε δειλά-δειλά με την δημιουργία του ελλαδικού κράτους, παρουσίασε μεγάλη ανάπτυξη στα τέλη του 19ου αιώνα και κορυφώθηκε στα μέσα του 20ου. Από το 1880 και μετά η οικονομική δραστηριότητα στον ελλαδικό χώρο, αρχίζει να αποκτά έναν προσανατολισμό σε αστικά επαγγέλματα. Σε αυτή την αλλαγή έπαιξε σημαντικό ρόλο και το ζήτημα των «εθνικών γαιών». Πολλοί από τους αγρότες ήταν ακτήμονες, πλήρωναν αρκετούς φόρους και κατέβαλαν ένα μέρος από τη σοδειά τους. Κάποιοι άλλοι ήταν ιδιοκτήτες μικρών εκτάσεων γης και με δυσκολία μπορούσαν να αντεπεξέλθουν. Οπότε, αρκετοί από αυτούς τους ακτήμονες και μικροϊδιοκτήτες γης, προτίμησαν το γρήγορο και εύκαιρο κέρδος που προσφέρονταν σε πολλά αστικά κέντρα του ελλαδικού χώρου, αντί της οικονομικής ανασφάλειας του αγροτικού τομέα. Στο σημείο αυτό μπορούμε να διαπιστώσουμε την στιγμή δημιουργίας του όρου της «παράδοσης» και την αποκρυστάλλωσής του λίγα χρόνια αργότερα (1909) από το Νικόλαο Πολίτη. Από εκεί και μετά οι πρακτικές, οι συνήθειες και οι εκφράσεις του πρότερου κοινοτικού βίου γίνονται αντικείμενο μελέτης από τους «λόγιους» λαογράφους. Τα επεξηγούν, τα αναβαπτίζουν, τα στυλιζάρουν ή τα αφήνουν ως έχουν ανάλογα με την εθνική συμβατότητα.
Το μοντέλο διακυβέρνησης στην παραπάνω περίοδο στηρίζεται πάνω στα εθνικά κράτη. Γέννημα του συγκεκριμένο κυριαρχικού μοντέλου ήταν και η λαογραφία, η οποία επιφορτίζεται στην ανάδειξη του ιδιαίτερου απέναντι στο γενικό. Με το ξεκίνημα της αστικοποίησης και την αποκοπή του ανθρώπου από την κοινότητα, εμφανίζεται η ταμπέλα τής παράδοσης, με την οποία οι «διαβασμένοι» λαογράφοι επεξηγούν –εθνικά πάντα– την κάθε λαϊκή έκφανση τής υπαίθρου σε αυτούς που ήταν καθ’ εαυτό σώμα της, στους «αδιάβαστους». Το ενδιαφέρον της λαογραφίας, σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, στράφηκε σε κάθε έθνος ξεχωριστά, αναζητώντας –και πολλές φορές εφευρίσκοντας– τις «ρίζες» του και ερευνώντας την ιδιομορφία του σε σχέση με τα άλλα έθνη, στην βάση της διάκρισης «εμείς και οι ξένοι». Δεν είναι τυχαίο που το λαογραφικό ενδιαφέρον εμφανίζεται στον γερμανικό χώρο την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων, την στιγμή, δηλαδή, που ο Ναπολέων τον έθετε υπό αμφισβήτηση.
Φολκλόρ και εθνικό κράτος
Με την συγκέντρωση πληθυσμών στις πόλεις και την σχεδόν ταυτόχρονη έναρξη της αναζήτησης και της μελέτης για κάθε τι «παραδοσιακό», έρχεται το φολκλόρ και η αναπαράσταση. Το φολκλόρ αποτελεί τέκνο της αστικοποίησης και υπηρέτη του εθνικού μοντέλου διακυβέρνησης.Εκφάνσεις του λαϊκού υπαίθριου-κοινοτικού βίου αποκόπτονται από τον τόπο, τον χρόνο και πολλές φορές από τους ανθρώπους, που τους δίνουν υπόσταση και παρουσιάζονται με την μορφή αναπαράστασης, διαχωρισμένες από το σημείο αναφοράς τους και παρουσιαζόμενες σαν μουσειακά είδη. Η φολκλοροποίηση, αναγκαστικά, στυλιζάρει την παρουσιαζόμενη έκφανση, αφού την μετατρέπει σε προϊόν προς κατανάλωση. Ουσιαστικά, απορροφά και εξαϋλώνει την ουσία αφήνοντας από αυτήν μόνο το κουφάρι. Ο χορός, η μουσική και διάφορα δρώμενα μετατρέπονται σε «καθαρά» εθνικά προϊόντα, με ρίζες πάντα από την αρχαία Ελλάδα. Εφ’ όσον μιλάμε για προϊόντα θα μπορούσαμε να πούμε ότι και στον τομέα του φολκλόρ υπάρχουν «αξιόλογα» και «σκάρτα» προϊόντα. Με τον όρο «αξιόλογα προϊόντα» εννοούμε την κάθε μελετημένη παράσταση που μπορεί να γίνει αφορμή για περαιτέρω εντρύφηση. Παρ’ όλα αυτά, δεν παύουμε να μιλάμε για προϊόντα, για κάτι που ποτέ δεν ήταν έτσι, με αποτέλεσμα η κάθε λογής έκφανση του λαϊκού κοινοτικού βίου, να μοιάζει με αρκούδα που χορεύει αλυσοδεμένη στο ρυθμό του αρκουδιάρη, υπό το βλέμμα των θεατών.
Η κατανάλωση και το χρήμα είναι άμεσα συνυφασμένα με αυτές τις παραστάσεις, όπως και η δεδομένη εξάρτηση από το κράτος. Διάφοροι φορείς, κρατικοί και μη, αναλαμβάνουν την χρηματοδότηση των παραστάσεων, σε κάτι που στον κοινοτικό του χαρακτήρα ήταν εντελώς αποκομμένο από τέτοιες λογικές λειτουργώντας ομαδικά, με κοινό πνεύμα και αλληλέγγυα, για την πραγμάτωσή του. Κάτι τέτοιο συνέβη και αμέσως μετά την μεταπολίτευση με το νεκρανάστημα της παράδοσης του ρεμπέτικου. Το εθνικό προφίλ την περίοδο εκείνη στυλίζαρε την παράδοση του ρεμπέτικου και το υποδέχτηκε ως είδος με μπόλικη κακογουστιά και κιτς παραστάσεις, που ουδεμίαν σχέση είχαν με αυτό. Πολλοί αριστεροί φοιτητές και μετέπειτα κυβερνώντες με το Πασοκ έψαξαν και βρήκαν, τους γερασμένους και πτυσμένους από τους ίδιους, εκφραστές τους ρεμπέτικου και τους περιέφεραν από εδώ και από εκεί, προσπαθώντας να κερδίσουν πολιτική υπεραξία από κάτι, που από την γέννησή του ως είδος, είχε γραμμένη την πολιτική στα παλιά του τα παπούτσια. Μέχρι τότε το είδος ήταν παραγκωνισμένο, με καμμία αξία μελέτης, λόγω του περιθωριακού του χαρακτήρα και κατακριτέο από όλο το πολιτικό σύστημα της αριστεράς και της δεξιάς. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι σαφώς και δεν αναζητούμε το «αυθεντικό», δεδομένου ότι αυτό δεν υπάρχει, καθώς συναλλάσσεται συνέχεια με την εκάστοτε κοινωνική ή κοινοτική πραγματικότητα, αλλά καταδεικνύουμε την παρέμβαση της κρατικής εξουσίας, που απογυμνώνει και παραλλάσσει τον ρόλο κάθε έκφανσης και την κάνει άμεσα εξαρτώμενη της.
Το έθνικ και η παγκοσμιοποίηση
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 στον ελλαδικό χώρο αρχίζει να χρησιμοποιείται, στον χώρο της μουσικής κυρίως, ο όρος έθνικ. Το έθνικ παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη κυρίως την δεκαετία του ’90 και κρατεί μέχρι και σήμερα. Ο όρος χρησιμοποιείται σε μουσικές που εντάσσουν στοιχεία από διαφορετικές μουσικές εκφάνσεις του κόσμου. Η βασική διαφορά του φολκλόρ με το έθνικ είναι, ότι το πρώτο χρησιμοποιεί το υλικό του αυτούσιο κόβοντας το από το δέντρο, ενώ το δεύτερο το κόβει κομμάτια φτιάχνοντας μια ομοιογενή σούπα ή (στην χειρότερη περίπτωση) δημιουργεί μια σαλάτα με εμφανή όλα τα κομμένα κομμάτια.
Ήδη από την δεκαετία του ’80 το μοντέλο κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο τείνει να αλλάξει, αφήνοντας στο περιθώριο το κλειστό κυριαρχικό μοντέλο του έθνους-κράτους, προσανατολιζόμενο σε κάτι πιο ευρύτερο (ΕΟΚ). Στην δεκαετία του ’90 αυτό πλέον γίνεται καταφανέστατο με την λεγόμενη «νέα τάξη πραγμάτων» και την επιτάχυνση των διαδικασιών ενοποίησης της κυριαρχίας που εμφανίζεται με την αμφιλεγόμενη και παραπλανητική πινακίδα της «παγκοσμιοποίησης». Η παραπάνω αλλαγή στο κυριαρχικό μοντέλο, αναπόφευκτα επηρεάζει και την μουσική κουλτούρα των λαών, που με έναν ορισμένο τρόπο διευρύνεται και «παγκοσμιοποιείται».
Η είσοδος και η ανάπτυξη του έθνικ στον ελλαδικό χώρο παρουσιάζει χρονολογική συνάφεια με τους σχεδιασμούς και τα βήματα της κυριαρχίας. Είναι συνδεδεμένο με την λεγόμενη παγκοσμιοποίηση όχι μόνο γιατί είναι δημιουργημένο από αυτή, αλλά και επειδή ακολουθεί όλα τα χαρακτηριστικά της. Το έθνικ είναι τέκνο μεγάλων πολυεθνικών δισκογραφικών εταιρειών, που μέσα από συγκεκριμένους κανόνες μάρκετινγκ μεταπλάθουν ένα πρωτογενές μουσικό υλικό δημιουργώντας ένα υβρίδιο. Ο μουσικός φορέας της πρωτογενούς κουλτούρας έχει παύσει να έρχεται σε διάδραση με την κοινότητά του, η διαλεκτική έδωσε την θέση της στην εφαρμογή καταναλωτικών κανόνων δισκογραφικών εταιριών. Οι καλλιτέχνες πλέον κρίνονται από κανόνες, που τις περισσότερες φορές ουδεμία σχέση έχουν με την τέχνη τους. Αποκομμένοι, λοιπόν, από την διαρκή κοινοτική διάδραση, κρίνονται επιτυχείς ή αποτυχημένοι ανάλογα με το πόσο καλό μάνατζερ έχουν προσλάβει. Σαν προϊόν μάρκετινγκ το έθνικ είναι ενταγμένο στα πλαίσια της μόδας και της κατανάλωσης, δημιουργώντας την ψευδή συναίσθηση ότι ο ακροατής ανήκει σε κάτι μεγαλύτερο και παγκόσμιο, ενώ ουσιαστικά είναι υποχείριο και το μόνο που τον σπρώχνουν να κατανοήσει είναι το ποιος είναι το αφεντικό. Ένας οργανοπαίχτης που έχει γαλουχηθεί μέσα στα πανηγύρια του χωριού του, μαθαίνοντας από τους μεγαλύτερους οργανοπαίχτες και εξελίσσοντας αυτά που πήρε, βάζοντας την δικιά του πινελιά σε αυτή την διαδικασία της παράδοσης, κρίνεται από τον χορευτή και τον ακροατή με βάση τοπικά στοιχεία συμπεριφοράς στην κοινότητα και μουσικά ιδιώματα που συνθέτουν τον τόπο. Ο ίδιος οργανοπαίχτης ως έθνικ εκθέτει τον εαυτό του στο κέρδος και η αποτυχία ή επιτυχία του κρίνεται από τελείως διαφορετικούς και απρόσωπους παράγοντες, που δεν έχουν να κάνουν με την μουσική και την αλληλεπίδρασή της με τους ανθρώπους. Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο έθνικ σίγουρα υπάρχουν και αισθητικά αποτελέσματα που συνηγορούν στο ότι οι καλλιτέχνες είναι βαθιά γνώστες της σύντηξης που θέλουν να δημιουργήσουν. Παρ’ όλα αυτά, η παραπάνω διαδικασία θα συνεχίσει να υπάρχει μόνο εάν η δισκογραφική εταιρία το επιθυμεί και μόνο εάν η μόδα συνεχίσει να υπάρχει, καθιστώντας το είδος άμεσα εξαρτώμενο από το χρήμα, την μόδα και το μάρκετινγκ.
Η ομογενοποίηση που πλασάρει η παγκόσμια κυριαρχία έχει επεκταθεί σε σημείο που τείνει να διαμορφωθεί μια ενιαία παγκόσμια «κουλτούρα», που θα είναι άμεσα κατευθυνόμενη μέσω της μόδας, της μουσικής, του χορού, υπό την ομπρέλα της κατανάλωσης. Μέσα σ’ αυτό το πνιγηρό και αλλοτριωτικό περιβάλλον, οι περισσότερες ιδιαιτερότητες που θα παραμείνουν και πολλές που έχουν παραμείνει, θα είναι κατ’ επίφαση, άοσμες και άχρωμες εσωτερικά, αποτελούμενες μόνο από νότες, βήματα και παραδοσιακές στολές ραμμένες από ανήλικους ασιάτες. Από όλα αυτά θα έχει εξαφανιστεί η βάση που είναι ο άνθρωπος και η κοινοτική του συμβίωση, που γεννούσε και έθετε σε λειτουργία την διαδικασία της κουλτούρας και στην θέση του ανθρώπου και της κοινοτικής συμβίωσης βρίσκονται οι πολυεθνικές που γεννούν παραδόσεις, συνήθειες και κουλτούρες. Μέσα σ’ αυτό τον παγκοσμιοποιημένο ορυμαγδό σε όλο τον κόσμο υπάρχουν ψήγματα που μαρτυρούν την συνέχεια της κοινοτικής συμβίωσης. Ακόμα και στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν μικρά πανηγύρια και δρώμενα που βρίσκονται μακριά από καταναλωτικές και μοδάτες λογικές, μαρτυρώντας την ιδιαιτερότητα της δικής τους κοινοτικής ταυτότητας και συνεχίζοντας με πείσμα την προγονική τους κοινοτική γραμμή, σε αφιλόξενο περιβάλλον και καιρούς δίσεκτους.
Ελευθερόκοκκος
Σημ. Οι φωτογραφίες απεικονίζουν αποκριάτικο δρώμενο ευετηρίας (για να πάει καλά ο χρόνος στην κοινότητα) στο χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας στον Ταΰγετο.
Δημοσιεύθηκε στην αναρχική εφημερίδα ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 156, Ιανουάριος 2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου