Σήμερα, κάτω από τον ήλιο υπάρχει κάτι καινούργιο ή μάλλον κάτι πολύ παλιό: οι πολίτες ζητούν από τους κυβερνώντες να είναι έντιμοι, να σέβονται τους νόμους, να μην προωθούν τους ημέτερους, να ασκούν την εξουσία υπέρ του δημόσιου συμφέροντος και όχι του δικού τους. Το ζητούν έντονα, για μερικούς μάλιστα έγινε και πολιτικό σύνθημα, κραυγή διονυσιακή ακόμη και μετά από κηδείες[1]
Από την πλευρά τους οι ενδιαφερόμενοι, οι κυβερνώντες δηλαδή, με ορμή απαντούν με δική τους ρελάνς, ζητούν από τους πολίτες να πληρώνουν τους φόρους, να μην κάνουν κατάχρηση των δημόσιων πόρων και να μην ακυρώνουν τους νόμους με τεχνάσματα και παρανομίες. Από τα διασταυρούμενα και συγκεχυμένα πυρά γεννιέται μια πολιτική θεώρηση που διαπερνάει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα: η οικονομική και κοινωνική παρακμή δεν μπορεί να σταματήσει δίχως μια βαθιά ηθική ανανέωση, το ηθικό ζήτημα προηγείται όλων και δεν γίνεται χωρίς σεβασμό στους νόμους, δεν θα είχε νόημα η παραγωγή τους. Κρίμα να μην το σκεφτούμε νωρίτερα;
Πράγματι είναι κάτι που απασχολεί από πάντα. Απασχολούσε, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, το Σωκράτη και το Θρασύμαχο στην Πολιτεία του Πλάτωνα («Η δικαιοσύνη και το δίκιο στην πραγματικότητα είναι αγαθό για τον άλλο, είναι το συμφέρον του ισχυρού που ασκεί την εξουσία και είναι κακό για τον αδύνατο που υπακούει και υπηρετεί»), γκρίνιαζαν οι Λατίνοι νοσταλγώντας το mosmaiorum, τα πάτρια ήθη, για τους οποίους η φθορά της αυτοκρατορίας οφειλόταν στις ελληνικές και ανατολίτικες επιρροές. Δεν είχε καμία αμφιβολία ο Δάντης Αλιγκέρι, ο οποίος στην έκτη ωδή της Κόλασης απέδιδε τις εμφύλιες διαμάχες στη Φλωρεντία στην «υπεροψία, στο φθόνο και στην φιλαργυρία» των συμπολιτών του. Και ακόμη πολλοί, πάρα πολλοί, άλλοι μετά από αυτούς, με μόνη λαμπρή εξαίρεση του Μακιαβέλι.
Αν οι παραπάνω εκκλήσεις και άλλες ακόμη δεν έφεραν μεγάλα αποτελέσματα - για να μην πούμε μηδενικά, χαρακτηριστικό άλλωστε του είδους αυτών που αναλώνονται σε εκκλήσεις - απεναντίας παρατηρείται, σε εποχές πιο πρόσφατες, ιστορική σύμπτωση ανάμεσα στη θεσμοθέτηση της ηθικής στην πολιτική και στην εγκαθίδρυση καθεστώτων βασισμένων στην τρομοκρατία. Το γνώριζε καλά ο Ροβεσπιέρος, γνωστός άλλωστε και ως αδιάφθορος:
Η εμμονή με την ηθική καθαρότητα που επιβάλλεται με τη βία διακατείχε τους ερυθρούς Χμερ όπως και τους ναζι-φασίστες που έστελναν στην πυρά την entarteteKunst(εκφυλισμένη τέχνη). Χαρακτήριζε τους Ταλιμπάν καθώς και τους πουριτανούς στις ΗΠΑ που χειροκρότησαν τη δικτατορία του νόμουPatriotActκαι τους ιερούς πολέμους του Μπους. Ανήκει επίσης και στους ημέτερους μετριοπαθείς, στους οποίους αρκεί ένα φακελάκι στις τηλεοράσεις και στα πρωτοσέλιδα για να αποκηρύξουν το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο και να παραδοθούν στην τυραννία των αγορών.
Ότι η επιθυμία για ηθική καθαρότητα είναι ίδιον των φανατικών και απολυταρχικών είναι ένα μάθημα που η ιστορία μας επαναλαμβάνει χωρίς σταματημό – και που εμείς δεν σταματάμε ποτέ να αγνοούμε, με αποτελέσματα που η τεχνολογική πρόοδος θα καθιστά ολοένα και περισσότερο ομιχλώδη. Στο «1984» ο Όργουελ φανταζόταν ότι στους πολίτες της δυστοπικής Ωκεανίας είχε επιβληθεί η τιμιότητα όχι μόνο στις πράξεις, αλλά και στη σκέψη. Η λογοτεχνική εφεύρεση του ψυχο-εγκλήματος, που διώκεται από μια ειδική αστυνομία της σκέψης, οδηγεί σε βαθμό παροξυσμού σήμερα στην εδραίωση της νομιμοφροσύνης μέσω της εξάπλωσης των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και την εισαγωγή των ημιπαράνομων εννοιών όπως ηhatespeech(ρητορική του μίσους), δεν δείχνει πια τόσο μυθιστορηματικη και παράδοξη.
Στο τέλος αυτής της ιστορικό-λογοτεχνικής παρένθεσης - θα μας πήγαινε πολύ μακριά – θα πρέπει να τονίσουμε ότι η τιμιότητα στην πολιτική, όπως την κήρυξαν οι μεγάλοι του παρελθόντος, αναφερόταν σε μια ουσιαστικά ηθική διάσταση, δυνατή λίγο ή πολύ χάρις στην ύπαρξη κοινά αποδεκτών αξιακών συστημάτων(οι ιδρυτικοί μύθοι των κοινοτήτων, η χριστιανική θρησκεία, κλπ), αντιθέτως η εντιμότητα των σημερινών νάνων, καίτοι βαθιά εμποτισμένη από τις ίδιες αναφορές, υποδηλώνει μια στενά τεχνοκρατική αντίληψη: δηλαδή, τη συμμόρφωση με τους ισχύοντες νόμους. Κάτι που μπορεί να δείχνει ρεαλιστικό και λογικό, όμως δεν είναι.
Ξεκινάμε από τη θεωρία των συνόλων: ο πολιτικός είναι και πολίτης επίσης και πρέπει να συμμορφώνεται με τους νόμους, όπως και ο ταπετσιέρης ως οδηγός θα πρέπει να σέβεται τον Κ.Ο.Κ. και ο αρχιτέκτονας ως φορολογούμενος θα πρέπει να πληρώσει τους φόρους. Από μια γενική ιδιότητα (υποχρεώσεις, η τομή δηλαδή) δεν μπορεί να συνεπάγεται μια ειδική ιδιότητα (τα επαγγέλματα, δηλαδή την ένωση συνόλων). Το γεγονός ότι πληρώνω τους φόρους, δεν με κάνει αρχιτέκτονα, ούτε έναν καλό αρχιτέκτονα. Ένας πολιτικός που δεσμεύεται ότι δεν θα δωροδοκηθεί μπορεί να καθησυχάζει τους αγανακτισμένους, αλλά δεν έχει καμία πολιτική σημασία, δεδομένου ότι είναι μια γενική υποχρέωση της οποίας η έλλειψη σεβασμού διώκεται από τη δικαιοσύνη αδιακρίτως πολιτικών ιδεών του δράστη.
Η παρουσίαση μιας καθολικής ποιότητας σαν ένα διακριτικό γνώρισμα γοητεύει πάντα τα απλοϊκά μυαλά. Έτσι το κόμμα της νομιμότητας δένει με το αυτοαποκαλούμενο δημοκρατικό κόμμα, το οποίο υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξουν κόμματα μη-δημοκρατικά σε ένα σύστημα όπου η δημοκρατία επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Εν ολίγοις σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε μια φανταστική κατηγορία των ιδιοκτητών εστιατόρων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι σερβίρουν φαγητά βρώσιμα ή εργολάβων που διαφημίζουν σπίτια που δεν καταρρέουν και παιδονηπιοτρόφων που υπόσχονται ότι δεν σκοτώνουν τα παιδιά. Φυσικά είναι δυνατόν - αποτελεί καθημερινή είδηση - πολιτικοί να παρανομούν. Να τίθενται όμως αυτά ως ζητήματα εκλογικής επιλογής, και όχι ποινικής δίωξης, είναι σαν να εξαρτάται η εγγύηση των συνταγματικών απαιτήσεων από την πολιτική επιλογή. Αυτό αποτελεί το πρώτο χτύπημα από τουςέντιμους στα θεμέλια του νομικού οικοδομήματος του κράτους.
Η δεύτερη έχει να κάνει με το γεγονός πως ως πολίτες και οι πολιτικοί θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους νόμους, με την την ιδιότητα όμως του πολιτικού θα πρέπει να επεξεργαστούν, να συζητήσουν και να νομοθετήσουν. Με άλλα λόγια εάν στον πολίτη πρέπει ο ρόλος του εντίμου, στην πολιτική πέφτει το βάρος του ορισμού της εντιμότητας. Από αυτή την καταχρηστική τομή των δύο συνόλων παράγονται σοβαρές συνέπειες. Η πιο γενική αφορά στην υποτίμηση της πολιτικής: από νομοθετική-εκτελεστική εξουσία, μέσω της οποίας η κοινότητα αυτοπροσδιορίζεται, σε συμβούλιο επίλεκτων εκτελεστικών λειτουργών και αυτό όχι σύμφωνα με την ικανότητα να μεταφράζουν τις συλλογικές ανάγκες σε αποφάσεις, αλλά με βάση το πόσο πιστά εφαρμόζουν τις αποφάσεις που ήδη έχουν ληφθεί.
Μια θεώρηση που εμφανώς ασπάζεται πλήρως το τεχνοκρατικό δόγμα. Εάν το ορθό δεν έχει εναλλακτική, δεν ΄έχει πολιτικό χρώμα και μάλιστα έχει ήδη αποφασιστεί κάπου αλλού - σε υπερεθνικούς και εξωδημοκρατικούς θεσμούς και/ή ως υποπροϊόν δυναμικών στην οικονομία που προσλαμβάνουν χαρακτήρα του αναγκαίου σαν να πρόκειται για φυσικά φαινόμενα – ο πολιτικός ανταγωνισμός περιορίζεται μόνο στο ζήλο και στη συνέπεια για την εφαρμογή του. Υπό αυτό το πρίσμα, η λαϊκή βούληση επικαλύπτει αρμοδιότητες των δικαστηρίων και των εποπτικών οργάνων: γίνεται, δηλαδή, άχρηστη και δευτερεύουσα.
Η νομικίστικη εκδοχή της τιμιότητας αποκλείει αυτήν της πολιτικής. Την περιορίζει σε δικονομικούς υπολογισμούς που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας χωρίς να μεσολαβούν αξιολογήσεις κοινωνικού, αξιακού, πολιτισμικού χαρακτήρα κ.λπ. την πεμπτουσία δηλαδή της πολιτικής συμμετοχής. Με τρόπο τέτοιο που τα εγκλήματα των κυβερνώντων να είναι εκείνα που παραβιάζουν τους νόμους, αλλά όχι οι ίδιοι οι νόμοι. Να κλείνουν σχολεία και νοσοκομεία από σεβασμό προς στους δημοσιονομικούς περιορισμούς, να υφαρπάζονται οι αποταμιεύσεις στο βωμό της εξυγίανσης των τραπεζών. να εδραιώνεται η εργασιακή επισφάλεια, να αυξάνει η φορολογία σε βάρος των πιο αδύναμων, να παραχωρούνται δημόσιοι πόροι σε ιδιώτες, να επιβάλονται κυρώσεις σε εμπόλεμους πληθυσμούς κλπ. Πρόκειται για εγκλήματα, εγκλήματα σοβαρά, που όμως οι κραυγάζοντες την ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ δεν μπορούν να αντιληφθούν, καθώς έχουν αποφανθεί υπέρ της εφαρμογής των νόμων. Για την ακρίβεια, έγκλημά θα ήταν το αντίθετο. Έτσι ώστε να μπορεί να ξεσπά την αγανάκτησή τους μοναχά εναντίων των κλεφτοκοτάδων και μακρυχέρηδων δεύτερης σειράς: εκείνων που, έχοντας λίγα για να κλέψουν, δεν μπορούν να συνδιαλλαγούν με το νομοθέτη.
Ότι η τιμιότητα των κυβερνώντων ή/και των πολιτών είναι μια μεταβλητή, σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητη από τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις μιας χώρας αποδεικνύεται καταρχήν από το ανέφικτο της υπόθεσης εργασίας: τίμιοι ως προς τι; πόσες φορές; και γιατί; Ως συνήθως, αυτό που αποκτάται με τη διαλεκτική προσφορά χάνεται με τη στατιστική μετρησιμότητα. Όμως ακόμη και αν επικεντρώσουμε στο δείκτη που χρησιμοποιείται πιο συχνά το μύθο της διαφθοράς, όχι μόνον αποδεικνύεται ότι η επιρροή της υπερεκτιμάται σε βαθμό γελοιοποίησης (Galli, εδώκαι εδώ), αλλά και πως η σχέση μεταξύ διαφθοράς και ΑΕΠ δεν είναι στατιστικά υπολογίσιμη (Bagnaiκαι ο νόμος Travaglio). Καθ’ όσον γνωρίζουμε, διεφθαρμένοι πολιτικοί και εγκληματίες κάθε είδους υπάρχουν πάντοτε: σε περιόδους ανάπτυξης και σε περιόδους παρακμής. Εάν δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι η συχνότητα ενός φαινόμενου αυξάνει σε σχέση με καλύτερες περιόδους τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια – άκρως κατάπτυστη - σταθερά.
Αν πάλι θέλαμε να γίνουμε σχολαστικοί, η σχέση μεταξύ διαφθοράς και παρακμής υπάρχει: αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η εξαθλίωση και οι υφεσιακές πολιτικές είναι τα αίτια – ανεξάρτητα από την εντιμότητα εκείνων που τις εφαρμόζουν – που προκαλούν την παραβίαση των νόμων. Η αιτιακή σχέση μεταξύ ανεργίας και εγκληματικότητας κατά της ιδιοκτησίας έχει επανειλημμένα αποδειχθεί (CantorandLand1985, Pappsκαι Winkelmann 1999, Raphaelκαι Winter - Ebmer 2001, Dumitru 2012, Entorfκαι Sieger2014 κλπ), όπως επίσης μεταξύ της φορολογικής πίεσης και φοροδιαφυγής (Orsi, Raysκαι Turino, 2013). Η ίδια η διαφθορά, όταν δεν έχει νομιμοποιηθεί υποτάσσοντας την ατζέντα των κρατών στις απαιτήσεις των επενδυτών που τα χρηματοδοτούν, αποτελεί σχεδόν μια βεβαιότητα αν οι πιο επικερδείς δημόσιες δραστηριότητες που προσφέρονται ως δώρα σε ιδιώτες με την ελπίδα ενός ελντοράντο για τους νικητές και την καταστροφή για τους χαμένους. Ποιος δεν θα διέφθειρε για να αποφύγει την πτώχευση; Ποιος δεν θα το τολμούσε με την προοπτική ενός τεράστιου και εγγυημένου πλουτισμού για δεκαετίες;
Η πολιτική δεν πρέπει να ορίσει μόνο τι είναι τίμιο, αλλά και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε η εντιμότητα να είναι ένα πλεονέκτημα - κι όχι μια μόδα για τα πρόβατα. Αυτοί οι υπέρ των «έντιμων και άφθαρτων» φαίνεται να πιστεύουν ότι οι άνθρωποι παρανομούν επειδή είναι κακοί(;), επαναπαύονται στην άνεση που προσφέρει ο ηθικός μύθος, όπου για να σωθεί το βασίλειο αρκεί να διώξουμε τον κακό πρίγκιπα και να τον αντικαταστήσουμε με έναν καλό. Χωρίς να απασχολεί αν ο τελευταίος είναι ένας ανόητος, ή το γεγονός ότι, παραμένοντας οι πολιτικές συνθήκες που εμποδίζουν την έννομη συμπεριφορά ακόμα και οι καλοί γίνονται κακοί. Από επιλογή ή από ανάγκη.
Το μοντέλο αυτό, που ταπεινώνει την πολιτική υποτάσσοντάς την στα παράγωγα της, το ονομάζουμεμαγικό-ηθικολογικό. Το αντίθετό του, εκείνο του οποίου η πολιτική αποτελεί την οντολογική προϋπόθεση της τιμιότητας, το ονομάζουμε πολιτικό-ρεαλιστικό. Ακολουθεί ένα σχολαστικό σχεδιάγραμμα με την ιεραρχική σχέση των συνθηκών.
Σε ποιόν ωφελεί που στις προεκλογικές προκηρύξεις ο σεβασμός στους κανόνες προηγείται και/ή αντικαθιστά την κριτική στους κανόνες; Προφανώς σε αυτούς που τούς επιβάλουν. Επιτυγχάνοντας έτσι σε ένα διπλό στόχο, την αποτροπή της αντιπολίτευσης και τον δημοκρατικό έλεγχο υποβιβάζοντας τους στον τιμητικό ρόλο του εκτελεστικού οργάνου και ηθικού διδάγματος για το λαό και ταυτόχρονα εξασφαλίζει την τυφλή υπακοή πολιτών και πολιτικών στην κοινή μοίρα του υπηκόου, βάζοντας τους να ανταγωνιστούν για τις δάφνες του έντιμου.
Και όχι μόνο. Το μαγικό-ηθικολογικό μοντέλο, ενδόμυχα ενοχοποιητικό, επιτυγχάνει και τρίτο στόχο τηνασυλία, της εμπειρικής κριτικής στους κανόνες, στην περίπτωση που αποδειχθούν αναποτελεσματικοί ή επιβλαβείς για εκείνους που πρέπει να τους σεβαστούν. Εάν η ποιότητα του δημόσιου βίου εξαρτάται, πρωτίστως, από την εντιμότητα των πρωταγωνιστών της, τότε η ποιότητα των κανόνων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί χωρίς πρώτα να ολοκληρωθεί η ηθική ανανέωση αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία τους:δηλαδή ποτέ. Πραγματικά δεν υπάρχει κανένα όριο στην εφαρμογή αυτής της στρατηγικής. Εάν οι ιδιωτικοποιήσεις δεν λειτουργούν είναι γιατί οι εποπτεύοντες είναι διεφθαρμένοι και οι εργολάβοι είναι πάρα πολύ άπληστοι, εάν υπάρχει υψηλή φορολογία είναι γιατί υπάρχουν φοροφυγάδες, τα voucherδεν αυξάνουν την απασχόληση γιατί υπάρχουν και εκείνοι που κάνουν κατάχρηση, η Ευρώπη δεν τηρεί τις υποσχέσεις της επειδή οι χώρες του νότου δεν πληρούν τα κριτήρια, κλπ, με λίγα λόγια, οι λάθος κανόνες δεν είναι ποτέ μια επιλογή. Όσο θα υπάρχουν ανέντιμοι, πονηροί, διεφθαρμένοι και διαφθορείς να γεμίζουν τα πρωτοσέλιδα - δηλαδή πάντα - θα υπάρχει πάντα μια δικαιολογία για να κατηγορηθούν οι ανέντιμοι υπήκοοι και να πνιγεί η κριτική στη ντροπή.
Η ρητορική της εντιμότητας είναι το άρμα της τεχνοκρατίας. Για τους λάτρεις των ιστορικών συγκυριών, δεν μπορεί να διαφύγει πως αυτή η μαλακία με το ηθικό ζήτημα έχει τις ρίζες του σε μιασυνέντευξηενός πρώην σταλινικού σε έναν πρώην υποστηρικτή του Μουσολίνι τον Ιούλιο του 1981[2]: τον ίδιο μήνα και το ίδιο έτος κατά το οποίο, με μια απλή επιστολή και χωρίς να συζητηθεί στο κοινοβούλιο, κυρώθηκε η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας από την εκτελεστική εξουσία βάζοντας έτσι τέλος στην εθνική νομισματική κυριαρχία. Ότι τα δύο γεγονότα εκφράζουν την ίδια στρατηγική θα έπρεπε να μας είναι ξεκάθαρο σήμερα. Εάν οι βασικές αποφάσεις που επηρεάζουν δεν ανήκουν σε εμάς ή στους αντιπροσώπους μας, δεν απομένει παρά να πειθαρχούμε για να μπορούμε καυχόμαστε για την εντιμότητά μας.
[1] αναφέρεται στα συνθήματα που ακούστηκαν στην κηδεία(14/4/2016) του Τζιανρομπέρτο Καζαλέτζιο συνιδρυτή και ιδεολόγου του κινήματος “5 Αστέρια” στην Ιταλία.
[2] εδώ αναφέρεται στην περίφημη συνέντευξη που έδωσε ο Ε. Μπερλινκουέρ στον Ε. Σκάλφαρι στην εφημερίδα LaRepublica στις 28/7/1981 για το “Ηθικό ζήτημα”
Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος
Πηγή: il pedante
Από την πλευρά τους οι ενδιαφερόμενοι, οι κυβερνώντες δηλαδή, με ορμή απαντούν με δική τους ρελάνς, ζητούν από τους πολίτες να πληρώνουν τους φόρους, να μην κάνουν κατάχρηση των δημόσιων πόρων και να μην ακυρώνουν τους νόμους με τεχνάσματα και παρανομίες. Από τα διασταυρούμενα και συγκεχυμένα πυρά γεννιέται μια πολιτική θεώρηση που διαπερνάει ολόκληρο το πολιτικό φάσμα: η οικονομική και κοινωνική παρακμή δεν μπορεί να σταματήσει δίχως μια βαθιά ηθική ανανέωση, το ηθικό ζήτημα προηγείται όλων και δεν γίνεται χωρίς σεβασμό στους νόμους, δεν θα είχε νόημα η παραγωγή τους. Κρίμα να μην το σκεφτούμε νωρίτερα;
Πράγματι είναι κάτι που απασχολεί από πάντα. Απασχολούσε, δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, το Σωκράτη και το Θρασύμαχο στην Πολιτεία του Πλάτωνα («Η δικαιοσύνη και το δίκιο στην πραγματικότητα είναι αγαθό για τον άλλο, είναι το συμφέρον του ισχυρού που ασκεί την εξουσία και είναι κακό για τον αδύνατο που υπακούει και υπηρετεί»), γκρίνιαζαν οι Λατίνοι νοσταλγώντας το mosmaiorum, τα πάτρια ήθη, για τους οποίους η φθορά της αυτοκρατορίας οφειλόταν στις ελληνικές και ανατολίτικες επιρροές. Δεν είχε καμία αμφιβολία ο Δάντης Αλιγκέρι, ο οποίος στην έκτη ωδή της Κόλασης απέδιδε τις εμφύλιες διαμάχες στη Φλωρεντία στην «υπεροψία, στο φθόνο και στην φιλαργυρία» των συμπολιτών του. Και ακόμη πολλοί, πάρα πολλοί, άλλοι μετά από αυτούς, με μόνη λαμπρή εξαίρεση του Μακιαβέλι.
Αν οι παραπάνω εκκλήσεις και άλλες ακόμη δεν έφεραν μεγάλα αποτελέσματα - για να μην πούμε μηδενικά, χαρακτηριστικό άλλωστε του είδους αυτών που αναλώνονται σε εκκλήσεις - απεναντίας παρατηρείται, σε εποχές πιο πρόσφατες, ιστορική σύμπτωση ανάμεσα στη θεσμοθέτηση της ηθικής στην πολιτική και στην εγκαθίδρυση καθεστώτων βασισμένων στην τρομοκρατία. Το γνώριζε καλά ο Ροβεσπιέρος, γνωστός άλλωστε και ως αδιάφθορος:
Η εμμονή με την ηθική καθαρότητα που επιβάλλεται με τη βία διακατείχε τους ερυθρούς Χμερ όπως και τους ναζι-φασίστες που έστελναν στην πυρά την entarteteKunst(εκφυλισμένη τέχνη). Χαρακτήριζε τους Ταλιμπάν καθώς και τους πουριτανούς στις ΗΠΑ που χειροκρότησαν τη δικτατορία του νόμουPatriotActκαι τους ιερούς πολέμους του Μπους. Ανήκει επίσης και στους ημέτερους μετριοπαθείς, στους οποίους αρκεί ένα φακελάκι στις τηλεοράσεις και στα πρωτοσέλιδα για να αποκηρύξουν το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο και να παραδοθούν στην τυραννία των αγορών.
Ότι η επιθυμία για ηθική καθαρότητα είναι ίδιον των φανατικών και απολυταρχικών είναι ένα μάθημα που η ιστορία μας επαναλαμβάνει χωρίς σταματημό – και που εμείς δεν σταματάμε ποτέ να αγνοούμε, με αποτελέσματα που η τεχνολογική πρόοδος θα καθιστά ολοένα και περισσότερο ομιχλώδη. Στο «1984» ο Όργουελ φανταζόταν ότι στους πολίτες της δυστοπικής Ωκεανίας είχε επιβληθεί η τιμιότητα όχι μόνο στις πράξεις, αλλά και στη σκέψη. Η λογοτεχνική εφεύρεση του ψυχο-εγκλήματος, που διώκεται από μια ειδική αστυνομία της σκέψης, οδηγεί σε βαθμό παροξυσμού σήμερα στην εδραίωση της νομιμοφροσύνης μέσω της εξάπλωσης των ηλεκτρονικών ΜΜΕ και την εισαγωγή των ημιπαράνομων εννοιών όπως ηhatespeech(ρητορική του μίσους), δεν δείχνει πια τόσο μυθιστορηματικη και παράδοξη.
Στο τέλος αυτής της ιστορικό-λογοτεχνικής παρένθεσης - θα μας πήγαινε πολύ μακριά – θα πρέπει να τονίσουμε ότι η τιμιότητα στην πολιτική, όπως την κήρυξαν οι μεγάλοι του παρελθόντος, αναφερόταν σε μια ουσιαστικά ηθική διάσταση, δυνατή λίγο ή πολύ χάρις στην ύπαρξη κοινά αποδεκτών αξιακών συστημάτων(οι ιδρυτικοί μύθοι των κοινοτήτων, η χριστιανική θρησκεία, κλπ), αντιθέτως η εντιμότητα των σημερινών νάνων, καίτοι βαθιά εμποτισμένη από τις ίδιες αναφορές, υποδηλώνει μια στενά τεχνοκρατική αντίληψη: δηλαδή, τη συμμόρφωση με τους ισχύοντες νόμους. Κάτι που μπορεί να δείχνει ρεαλιστικό και λογικό, όμως δεν είναι.
Ξεκινάμε από τη θεωρία των συνόλων: ο πολιτικός είναι και πολίτης επίσης και πρέπει να συμμορφώνεται με τους νόμους, όπως και ο ταπετσιέρης ως οδηγός θα πρέπει να σέβεται τον Κ.Ο.Κ. και ο αρχιτέκτονας ως φορολογούμενος θα πρέπει να πληρώσει τους φόρους. Από μια γενική ιδιότητα (υποχρεώσεις, η τομή δηλαδή) δεν μπορεί να συνεπάγεται μια ειδική ιδιότητα (τα επαγγέλματα, δηλαδή την ένωση συνόλων). Το γεγονός ότι πληρώνω τους φόρους, δεν με κάνει αρχιτέκτονα, ούτε έναν καλό αρχιτέκτονα. Ένας πολιτικός που δεσμεύεται ότι δεν θα δωροδοκηθεί μπορεί να καθησυχάζει τους αγανακτισμένους, αλλά δεν έχει καμία πολιτική σημασία, δεδομένου ότι είναι μια γενική υποχρέωση της οποίας η έλλειψη σεβασμού διώκεται από τη δικαιοσύνη αδιακρίτως πολιτικών ιδεών του δράστη.
Η παρουσίαση μιας καθολικής ποιότητας σαν ένα διακριτικό γνώρισμα γοητεύει πάντα τα απλοϊκά μυαλά. Έτσι το κόμμα της νομιμότητας δένει με το αυτοαποκαλούμενο δημοκρατικό κόμμα, το οποίο υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξουν κόμματα μη-δημοκρατικά σε ένα σύστημα όπου η δημοκρατία επιβάλλεται από το Σύνταγμα. Εν ολίγοις σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε μια φανταστική κατηγορία των ιδιοκτητών εστιατόρων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι σερβίρουν φαγητά βρώσιμα ή εργολάβων που διαφημίζουν σπίτια που δεν καταρρέουν και παιδονηπιοτρόφων που υπόσχονται ότι δεν σκοτώνουν τα παιδιά. Φυσικά είναι δυνατόν - αποτελεί καθημερινή είδηση - πολιτικοί να παρανομούν. Να τίθενται όμως αυτά ως ζητήματα εκλογικής επιλογής, και όχι ποινικής δίωξης, είναι σαν να εξαρτάται η εγγύηση των συνταγματικών απαιτήσεων από την πολιτική επιλογή. Αυτό αποτελεί το πρώτο χτύπημα από τουςέντιμους στα θεμέλια του νομικού οικοδομήματος του κράτους.
Η δεύτερη έχει να κάνει με το γεγονός πως ως πολίτες και οι πολιτικοί θα πρέπει να συμμορφώνονται με τους νόμους, με την την ιδιότητα όμως του πολιτικού θα πρέπει να επεξεργαστούν, να συζητήσουν και να νομοθετήσουν. Με άλλα λόγια εάν στον πολίτη πρέπει ο ρόλος του εντίμου, στην πολιτική πέφτει το βάρος του ορισμού της εντιμότητας. Από αυτή την καταχρηστική τομή των δύο συνόλων παράγονται σοβαρές συνέπειες. Η πιο γενική αφορά στην υποτίμηση της πολιτικής: από νομοθετική-εκτελεστική εξουσία, μέσω της οποίας η κοινότητα αυτοπροσδιορίζεται, σε συμβούλιο επίλεκτων εκτελεστικών λειτουργών και αυτό όχι σύμφωνα με την ικανότητα να μεταφράζουν τις συλλογικές ανάγκες σε αποφάσεις, αλλά με βάση το πόσο πιστά εφαρμόζουν τις αποφάσεις που ήδη έχουν ληφθεί.
Μια θεώρηση που εμφανώς ασπάζεται πλήρως το τεχνοκρατικό δόγμα. Εάν το ορθό δεν έχει εναλλακτική, δεν ΄έχει πολιτικό χρώμα και μάλιστα έχει ήδη αποφασιστεί κάπου αλλού - σε υπερεθνικούς και εξωδημοκρατικούς θεσμούς και/ή ως υποπροϊόν δυναμικών στην οικονομία που προσλαμβάνουν χαρακτήρα του αναγκαίου σαν να πρόκειται για φυσικά φαινόμενα – ο πολιτικός ανταγωνισμός περιορίζεται μόνο στο ζήλο και στη συνέπεια για την εφαρμογή του. Υπό αυτό το πρίσμα, η λαϊκή βούληση επικαλύπτει αρμοδιότητες των δικαστηρίων και των εποπτικών οργάνων: γίνεται, δηλαδή, άχρηστη και δευτερεύουσα.
Η νομικίστικη εκδοχή της τιμιότητας αποκλείει αυτήν της πολιτικής. Την περιορίζει σε δικονομικούς υπολογισμούς που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομοθεσίας χωρίς να μεσολαβούν αξιολογήσεις κοινωνικού, αξιακού, πολιτισμικού χαρακτήρα κ.λπ. την πεμπτουσία δηλαδή της πολιτικής συμμετοχής. Με τρόπο τέτοιο που τα εγκλήματα των κυβερνώντων να είναι εκείνα που παραβιάζουν τους νόμους, αλλά όχι οι ίδιοι οι νόμοι. Να κλείνουν σχολεία και νοσοκομεία από σεβασμό προς στους δημοσιονομικούς περιορισμούς, να υφαρπάζονται οι αποταμιεύσεις στο βωμό της εξυγίανσης των τραπεζών. να εδραιώνεται η εργασιακή επισφάλεια, να αυξάνει η φορολογία σε βάρος των πιο αδύναμων, να παραχωρούνται δημόσιοι πόροι σε ιδιώτες, να επιβάλονται κυρώσεις σε εμπόλεμους πληθυσμούς κλπ. Πρόκειται για εγκλήματα, εγκλήματα σοβαρά, που όμως οι κραυγάζοντες την ΤΙΜΙΟΤΗΤΑ δεν μπορούν να αντιληφθούν, καθώς έχουν αποφανθεί υπέρ της εφαρμογής των νόμων. Για την ακρίβεια, έγκλημά θα ήταν το αντίθετο. Έτσι ώστε να μπορεί να ξεσπά την αγανάκτησή τους μοναχά εναντίων των κλεφτοκοτάδων και μακρυχέρηδων δεύτερης σειράς: εκείνων που, έχοντας λίγα για να κλέψουν, δεν μπορούν να συνδιαλλαγούν με το νομοθέτη.
Ότι η τιμιότητα των κυβερνώντων ή/και των πολιτών είναι μια μεταβλητή, σε μεγάλο βαθμό, ανεξάρτητη από τις οικονομικές και κοινωνικές επιδόσεις μιας χώρας αποδεικνύεται καταρχήν από το ανέφικτο της υπόθεσης εργασίας: τίμιοι ως προς τι; πόσες φορές; και γιατί; Ως συνήθως, αυτό που αποκτάται με τη διαλεκτική προσφορά χάνεται με τη στατιστική μετρησιμότητα. Όμως ακόμη και αν επικεντρώσουμε στο δείκτη που χρησιμοποιείται πιο συχνά το μύθο της διαφθοράς, όχι μόνον αποδεικνύεται ότι η επιρροή της υπερεκτιμάται σε βαθμό γελοιοποίησης (Galli, εδώκαι εδώ), αλλά και πως η σχέση μεταξύ διαφθοράς και ΑΕΠ δεν είναι στατιστικά υπολογίσιμη (Bagnaiκαι ο νόμος Travaglio). Καθ’ όσον γνωρίζουμε, διεφθαρμένοι πολιτικοί και εγκληματίες κάθε είδους υπάρχουν πάντοτε: σε περιόδους ανάπτυξης και σε περιόδους παρακμής. Εάν δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί ότι η συχνότητα ενός φαινόμενου αυξάνει σε σχέση με καλύτερες περιόδους τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μια – άκρως κατάπτυστη - σταθερά.
Αν πάλι θέλαμε να γίνουμε σχολαστικοί, η σχέση μεταξύ διαφθοράς και παρακμής υπάρχει: αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η εξαθλίωση και οι υφεσιακές πολιτικές είναι τα αίτια – ανεξάρτητα από την εντιμότητα εκείνων που τις εφαρμόζουν – που προκαλούν την παραβίαση των νόμων. Η αιτιακή σχέση μεταξύ ανεργίας και εγκληματικότητας κατά της ιδιοκτησίας έχει επανειλημμένα αποδειχθεί (CantorandLand1985, Pappsκαι Winkelmann 1999, Raphaelκαι Winter - Ebmer 2001, Dumitru 2012, Entorfκαι Sieger2014 κλπ), όπως επίσης μεταξύ της φορολογικής πίεσης και φοροδιαφυγής (Orsi, Raysκαι Turino, 2013). Η ίδια η διαφθορά, όταν δεν έχει νομιμοποιηθεί υποτάσσοντας την ατζέντα των κρατών στις απαιτήσεις των επενδυτών που τα χρηματοδοτούν, αποτελεί σχεδόν μια βεβαιότητα αν οι πιο επικερδείς δημόσιες δραστηριότητες που προσφέρονται ως δώρα σε ιδιώτες με την ελπίδα ενός ελντοράντο για τους νικητές και την καταστροφή για τους χαμένους. Ποιος δεν θα διέφθειρε για να αποφύγει την πτώχευση; Ποιος δεν θα το τολμούσε με την προοπτική ενός τεράστιου και εγγυημένου πλουτισμού για δεκαετίες;
Η πολιτική δεν πρέπει να ορίσει μόνο τι είναι τίμιο, αλλά και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε η εντιμότητα να είναι ένα πλεονέκτημα - κι όχι μια μόδα για τα πρόβατα. Αυτοί οι υπέρ των «έντιμων και άφθαρτων» φαίνεται να πιστεύουν ότι οι άνθρωποι παρανομούν επειδή είναι κακοί(;), επαναπαύονται στην άνεση που προσφέρει ο ηθικός μύθος, όπου για να σωθεί το βασίλειο αρκεί να διώξουμε τον κακό πρίγκιπα και να τον αντικαταστήσουμε με έναν καλό. Χωρίς να απασχολεί αν ο τελευταίος είναι ένας ανόητος, ή το γεγονός ότι, παραμένοντας οι πολιτικές συνθήκες που εμποδίζουν την έννομη συμπεριφορά ακόμα και οι καλοί γίνονται κακοί. Από επιλογή ή από ανάγκη.
Το μοντέλο αυτό, που ταπεινώνει την πολιτική υποτάσσοντάς την στα παράγωγα της, το ονομάζουμεμαγικό-ηθικολογικό. Το αντίθετό του, εκείνο του οποίου η πολιτική αποτελεί την οντολογική προϋπόθεση της τιμιότητας, το ονομάζουμε πολιτικό-ρεαλιστικό. Ακολουθεί ένα σχολαστικό σχεδιάγραμμα με την ιεραρχική σχέση των συνθηκών.
Σε ποιόν ωφελεί που στις προεκλογικές προκηρύξεις ο σεβασμός στους κανόνες προηγείται και/ή αντικαθιστά την κριτική στους κανόνες; Προφανώς σε αυτούς που τούς επιβάλουν. Επιτυγχάνοντας έτσι σε ένα διπλό στόχο, την αποτροπή της αντιπολίτευσης και τον δημοκρατικό έλεγχο υποβιβάζοντας τους στον τιμητικό ρόλο του εκτελεστικού οργάνου και ηθικού διδάγματος για το λαό και ταυτόχρονα εξασφαλίζει την τυφλή υπακοή πολιτών και πολιτικών στην κοινή μοίρα του υπηκόου, βάζοντας τους να ανταγωνιστούν για τις δάφνες του έντιμου.
Και όχι μόνο. Το μαγικό-ηθικολογικό μοντέλο, ενδόμυχα ενοχοποιητικό, επιτυγχάνει και τρίτο στόχο τηνασυλία, της εμπειρικής κριτικής στους κανόνες, στην περίπτωση που αποδειχθούν αναποτελεσματικοί ή επιβλαβείς για εκείνους που πρέπει να τους σεβαστούν. Εάν η ποιότητα του δημόσιου βίου εξαρτάται, πρωτίστως, από την εντιμότητα των πρωταγωνιστών της, τότε η ποιότητα των κανόνων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί χωρίς πρώτα να ολοκληρωθεί η ηθική ανανέωση αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία τους:δηλαδή ποτέ. Πραγματικά δεν υπάρχει κανένα όριο στην εφαρμογή αυτής της στρατηγικής. Εάν οι ιδιωτικοποιήσεις δεν λειτουργούν είναι γιατί οι εποπτεύοντες είναι διεφθαρμένοι και οι εργολάβοι είναι πάρα πολύ άπληστοι, εάν υπάρχει υψηλή φορολογία είναι γιατί υπάρχουν φοροφυγάδες, τα voucherδεν αυξάνουν την απασχόληση γιατί υπάρχουν και εκείνοι που κάνουν κατάχρηση, η Ευρώπη δεν τηρεί τις υποσχέσεις της επειδή οι χώρες του νότου δεν πληρούν τα κριτήρια, κλπ, με λίγα λόγια, οι λάθος κανόνες δεν είναι ποτέ μια επιλογή. Όσο θα υπάρχουν ανέντιμοι, πονηροί, διεφθαρμένοι και διαφθορείς να γεμίζουν τα πρωτοσέλιδα - δηλαδή πάντα - θα υπάρχει πάντα μια δικαιολογία για να κατηγορηθούν οι ανέντιμοι υπήκοοι και να πνιγεί η κριτική στη ντροπή.
Η ρητορική της εντιμότητας είναι το άρμα της τεχνοκρατίας. Για τους λάτρεις των ιστορικών συγκυριών, δεν μπορεί να διαφύγει πως αυτή η μαλακία με το ηθικό ζήτημα έχει τις ρίζες του σε μιασυνέντευξηενός πρώην σταλινικού σε έναν πρώην υποστηρικτή του Μουσολίνι τον Ιούλιο του 1981[2]: τον ίδιο μήνα και το ίδιο έτος κατά το οποίο, με μια απλή επιστολή και χωρίς να συζητηθεί στο κοινοβούλιο, κυρώθηκε η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας από την εκτελεστική εξουσία βάζοντας έτσι τέλος στην εθνική νομισματική κυριαρχία. Ότι τα δύο γεγονότα εκφράζουν την ίδια στρατηγική θα έπρεπε να μας είναι ξεκάθαρο σήμερα. Εάν οι βασικές αποφάσεις που επηρεάζουν δεν ανήκουν σε εμάς ή στους αντιπροσώπους μας, δεν απομένει παρά να πειθαρχούμε για να μπορούμε καυχόμαστε για την εντιμότητά μας.
[1] αναφέρεται στα συνθήματα που ακούστηκαν στην κηδεία(14/4/2016) του Τζιανρομπέρτο Καζαλέτζιο συνιδρυτή και ιδεολόγου του κινήματος “5 Αστέρια” στην Ιταλία.
[2] εδώ αναφέρεται στην περίφημη συνέντευξη που έδωσε ο Ε. Μπερλινκουέρ στον Ε. Σκάλφαρι στην εφημερίδα LaRepublica στις 28/7/1981 για το “Ηθικό ζήτημα”
Μετάφραση Μουρατίδης Γιώργος
Πηγή: il pedante
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου