«Το δένδρο του σκαντζόχοιρου» είναι ένα βιβλίο που απευθύνεται σε μικρούς αναγνώστες, σε έφηβους και σε όσους νιώθουν νέοι. Περιλαμβάνει εξήντα γράμματα του Αντόνιο Γκράμσι από τη φυλακή στη γυναίκα του Τζούλια, στην αδελφή της Τάνια, στα παιδιά του, Ντέλιο και Τζουλιάνο,, στην ανεψιά του Τερεζίνα και στη μητέρα του. Μαζί με τα γράμματα στέλνονται και οι ιστορίες – παραμύθια των Πούσκιν, Ραβενιάνι, Κίπλινγκ, Ντίκενς, Τολστόι, Τουργκένιεφ, Σαϊντίνε και Γκόρκι.
«Το παραμύθι, αγαπητά παιδιά, είναι μια φανταστική επινόηση, αλλά κρύβει πάντα ένα δίδαγμα: ένα πολύτιμο μάθημα για τους καλούς ανθρώπους» γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι στο τέλος του παραμυθιού Ο χρυσός πετεινός του Αλεξάντρ Πούσκιν.
Με αυτό τον τρόπο και με την αναφορά άλλων συγγραφέων στα γράμματα του κατευθύνει προσεκτικά τα αναγνώσματά των παιδιών του και ανοίγει διαύλους επικοινωνίας θέτοντας συνεχώς θέματα συζήτησης και ανιχνεύοντας ταυτόχρονα τα ενδιαφέροντα τους. Έτσι ξαναγίνεται ο ίδιος ένα παιδί και επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Σαρδηνία, «και εκεί βρίσκει τις πιο κατάλληλες εικόνες για να δείξει την απόγνωση εκείνου που ξέρει ότι δεν θα γευτεί πια τον αέρα, το νερό, τον ήλιο, τους ήχους, τις γεύσεις, τη σιωπή, γιατί προετοιμάζεται μια τεράστια φυλακή, όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά για όλους εμάς, στην οποία ούτε οι « ώρες του αέρα» δεν θα είναι επιτρεπτές..»
Ο Αντόνιο Γκράμσι δεν ήταν μόνο μια σημαντική μορφή του κομμουνιστικού κινήματος στην Ιταλία, στην οποία οι εργάτες αναγνώρισαν ένα σύντροφο, δάσκαλο και καθοδηγητή, αλλά ήταν και ήθελε να είναι Άνθρωπος γι’ αυτό έζησε μια ζωή που «μπορεί να σας φανεί παραμύθι, ακριβώς γιατί η ζωή για όλους, μικρούς και μεγάλους, είναι ένα παραμύθι, γεμάτο από τριαντάφυλλα ή αγκάθια, σύμφωνα με τη θέληση που θέλει να αποδοθεί στη μοίρα και της μοίρας δεν είναι…»
Από μικρό παιδί αγαπούσε τη φύση, τα ζώα , τα βιβλία, τους ανθρώπους και τη ζωή έχοντας« σαν από φυσικό προνόμιο, τη σωστή αίσθηση της καλοσύνης και της κακίας, της δικαιοσύνης και της αδικίας, του καλού και του κακού». Μεγαλώνοντας του άρεσε να βρίσκεται με τους ανθρώπους της δουλειάς, τους εργάτες, να μαθαίνει κοντά τους τα όνειρά τους, τις δυσκολίες τους, τα βάσανά τους και τις ελπίδες τους.
«Περπατούσε με τις τσέπες φουσκωμένες με βιβλία και το κεφάλι γεμάτο ιδέες…»
Άνθρωποι σαν τον Αντόνιο Γκράμσι δεν είναι αρεστοί στο δεδομένο κοινωνικό σύστημα, γι’ αυτό τις περισσότερες φορές τους φυλακίζει, τους εξορίζει ή τους σκοτώνει. Τον Γκράμσι τον έστειλε στη φυλακή. Ήταν ήδη παντρεμένος με τη Τζούλια και είχε έναν γιο, τον Ντέλιο. Τον δεύτερο γιο του , τον Τζουλιάνο, δεν τον γνώρισε ποτέ πραγματικά, παρά μόνο από φωτογραφίες και γράμματα. Γεννήθηκε , όταν αυτός ήταν στη φυλακή. Στη φυλακή έζησε επτά χρόνια και εκεί πέθανε, χωρίς να λυγίσει και να υποταχθεί.
Εκεί μέσα συνέχισε να διαβάζει, να γράφει , να σκέφτεται και κυρίως να επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους, τους έξω. Αυτοί ήταν οι φίλοι του και η οικογένειά του. Η επιθυμία για συνεχή και ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά του γέννησε αυτά τα γράμματα, τα παραμύθια και τις αφηγήσεις που περιέχονται στο « Το δένδρο του σκαντζόχοιρου.»
«Κατά θαυμάσιο τρόπο ο Γκράμσι συνέχισε να ζει τη ζωή των άλλων, τη ζωή των πολλών φίλων και των οπαδών του, που συνέχισαν να πιστεύουν όλο και περισσότερο σ’ αυτόν, τη ζωή των παιδιών του, του Ντέλιο και του Τζουλιάνο. Παιδιά αόρατα, που γεννιόντουσαν από μια φωτογραφία, από ένα γράμμα, από μια λέξη, από ένα περιοδικό, από ένα βιβλίο, τον έδεναν με τον έξω κόσμο. Και ο έξω κόσμος υπήρχε μέσα του σαν από μαγεία. Γεννήθηκε έτσι μια θαυμάσια επικοινωνία μεταξύ της ψυχής του και αυτής των αγαπημένων του` μεταξύ της ψυχής του και εκείνης των άλλων ανθρώπων που συνέχιζαν να εργάζονται και να μελετούν ελεύθερα` μεταξύ της ψυχής του και του κόσμου. Και στη σκέψη του τίποτα δεν ξέφυγε από τα γεγονότα και την ιστορία της κάθε μέρας, όπως και τίποτα δεν ξέφυγε από τα μαθήματα του Ντέλιο και τα παιχνίδια του Τζουλιάνο. Έτσι από αυτή την επικοινωνία, γεννήθηκαν και αυτά τα γράμματα, τα παραμύθια και οι αφηγήσεις, που θα σας δείξουν τώρα…πως στη ζωή του Γκράμσι η ψυχική δύναμη και η λαμπρότητα του πνεύματος λύγισαν ακόμα και τα βάσανα της φυλάκισης, έστω και αν στο τέλος αυτά νίκησαν το σώμα…»
Οικογένεια Γκράμσι
Ο Γκράμσι ήταν ένας φυλακισμένος για τις ιδέες του άνθρωπος, αλλά ήταν και ένας φυλακισμένος πατέρας που λαχταρούσε να δει και να σφίξει στην αγκαλιά του τα παιδιά του. Προσπαθούσε να παρέμβει στο μεγάλωμά τους στέλνοντας τους γράμματα για να τα καθοδηγήσει, να τα εμπνεύσει, να τα διαπαιδαγωγήσει και να δηλώνει τη συνεχή παρουσία του, αν και απών, το πατρικό ενδιαφέρον και την έγνοια του.
«Αγαπητέ Ντέλιο,
Έμαθα από τη μαμά Τζούλια ότι το τελευταίο μου γράμμα( ή μήπως και άλλα;) σε δυσαρέστησε. Γιατί δεν μου έγραψες τίποτα γι’ αυτό; Όταν κάτι δεν σ’ αρέσει στα γράμματά μου είναι καλύτερο να μου το λες και να μου εξηγείς τους λόγους.
Μου είσαι πολύ αγαπητός και δεν θέλω να σου προξενώ καμιά στενοχώρια: βρίσκομαι πολύ μακριά και δεν μπορώ να σε χαϊδέψω και να σε βοηθήσω να λύσεις τα προβλήματα που γεννιούνται στο μυαλό σου. Για παράδειγμα, πρέπει να μου επαναλάβεις το ερώτημα που μια φορά μου είχε βάλει σχετικά με τον Τσέχοφ, και στο οποίο δεν σου έδωσα απάντηση: Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Αν υποστήριζες ότι ο Τσέχοφ είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας, είχες δίκιο, αλλά αυτό δεν πρέπει να σε κάνει να υπερηφανεύεσαι, γιατί ήδη ο Αριστοτέλης είχε πει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ζώα κοινωνικά. Πιστεύω ότι ήθελες να πεις περισσότερα, ότι ο Τσέχοφ αντιπροσώπευε μια ορισμένη κοινωνική κατάσταση, ότι εξέφραζε κάποιες μορφές της ζωής του καιρού του και τις εξέφραζε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να θεωρείται ένας «προοδευτικός» συγγραφέας. Φυσικά δεν γίνεται να εκφραστεί κανείς για τον Τσέχοφ με τόσο λίγες κουβέντες. Το ίδιο ισχύει και για τον Τουργκένιεφ.
Παρατηρείς ότι το περιοδικό των πιονέρων, στο παρελθόν, αφιέρωνε πολύ χώρο για τον Τολστόι και πολύ λίγο για τον Γκόρκι.
Τώρα που ο Γκόρκι πέθανε και έγινε αισθητός ο πόνος του χαμού του, αυτό μπορεί να φαίνεται άδικο. Πρέπει, όμως, να εκτιμούμε τα γεγονότα με πνεύμα κριτικής κάθε στιγμή , κατά συνέπεια δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Τολστόι υπήρξε ένας «παγκόσμιος» συγγραφέας, ένας απ’τους λίγους συγγραφείς όλων των χωρών που έφθασε την τελειότητα στην τέχνη, προκάλεσε και προκαλεί χείμαρρους συγκίνησης παντού, πολλές φορές με χείριστες μεταφράσεις, ακόμα σε άνδρες και γυναίκες που κάτω απ’ το βάρος της κούρασης της ζωής δεν μπόρεσαν να έχουν μια στοιχειώδη καλλιέργεια. Ο Τολστόι υπήρξε στ’ αλήθεια φορέας του πολιτισμού και της ομορφιάς, και στον σύγχρονο κόσμο κανένας δεν τον έφτασε: για να του βρεις συντροφιά, πρέπει να ανατρέξεις στον Όμηρο , στον Αισχύλο, στον Δάντη, στον Σαίξπηρ, στον Γκαίτε, στον Θερβάντες και σε πολύ λίγους άλλους.
Ευχαριστήθηκα από το γράμμα σου, και ακόμα περισσότερο γιατί αισθάνεσαι καλύτερα, γιατί σκαρφαλώνεις στους τοίχους για να δεις τις εκλείψεις, για το ότι θα κάνεις μπάνια και περιπάτους στην εξοχή και γιατί θα μάθεις τα ιταλικά. Ακόμα και το να δυναμώνεις είναι κάτι σημαντικό.
Αγαπητέ μου, σ’ αγκαλιάζω δυνατά
Αντόνιο»
Τζούλια, Ντέλιο, Τζουλιάνο Γκράμσι
Ένας πατέρας επαναστάτης, ιδεολόγος και ασυμβίβαστος που πάσχιζε με τα γράμματα του και τις ιστορίες του να επικοινωνήσει, να επιπλήξει, να συμβουλεύσει, να διασκεδάσει τα αγόρια του, το μεγάλωμα των οποίων προσπαθεί να φανταστεί με τις φωτογραφίες και τα γράμματα που του στέλνουν και τα οποία δεν ανταποκρίνονται πάντα στις προσδοκίες του.
«Αγαπημένε μου Τζουλιάνο,
Σου στέλνω τις καλύτερες ευχές μου για την καινούργια σχολική χρονιά σου.
Θα με ευχαριστούσε πάρα πολύ αν μου εξηγούσες σε τι συνίστανται οι δυσκολίες που βρίσκεις στη μελέτη. Νομίζω ότι αν εσύ ο ίδιος αναγνωρίζεις ότι συναντάς δυσκολίες, αυτές δεν θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλες και θα μπορέσεις να τις ξεπεράσεις με τη μελέτη. Αυτό δεν σου αρκεί; Ίσως να είσαι λίγο ακατάστατος, ίσως αφαιρείσαι, η μνήμη δεν λειτουργεί κι εσύ δεν ξέρεις να την κάνεις να λειτουργεί; Κοιμάσαι καλά; Όταν παίζεις σκέφτεσαι αυτό που έχεις μελετήσει ή όταν μελετάς σκέπτεσαι το παιχνίδι; Είσαι τώρα πια ένα ανεπτυγμένο παιδί και μπορείς να απαντήσεις στα ερωτήματά μου με ακρίβεια.
Στην ηλικία σου εγώ ήμουν πολύ ακατάστατος, πήγαινα για πολλές ώρες περίπατο στην εξοχή, όμως ταυτόχρονα μελετούσα και καλά, γιατί είχα πολύ καλό μνημονικό και δεν μου ξέφευγε τίποτα από αυτά που μου χρειάζονταν για το σχολείο: για να σου πω την αλήθεια πρέπει να προσθέσω ότι ήμουν πονηρός και ήξερα να βγαίνω λάδι από τις δυσκολίες, έστω κι αν δεν είχα διαβάσει αρκετά. Αλλά το σχολικό σύστημα που ακολούθησα εγώ ήταν πολύ καθυστερημένο.
Εξάλλου, σχεδόν το σύνολο των συμμαθητών μου δεν ήξεραν καλά τα ιταλικά και αυτό με έβαζε σε πλεονεκτική θέση, γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να παίρνει υπόψη του το μέσο επίπεδο των μαθητών, και το να ξέρεις να μιλάς τα ιταλικά ήταν κάτι που διευκόλυνε πολλά πράγματα( το σχολείο ήταν σε αγροτική περιοχή και η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών ήταν παιδιά αγροτών).
Αγαπημένε μου, είμαι βέβαιος ότι θα μου γράφεις χωρίς διακοπές και θα με κρατάς ενήμερο για τη ζωή σου.
Σε φιλώ
Αντόνιο»
Στο κελί της φυλακής του (εικονογράφηση: Μαρία Ενρίκα Αγκοστινέλι)
Τα γράμματα στη γυναίκα του είναι τρυφερά και αποκαθιστούν κατά κάποιο τρόπο την απουσία του καθώς μέσω αυτών συζητούν για τα διάφορα προβλήματα της καθημερινότητας, της υγείας του και των παιδιών.
«Αγαπητή Τζούλια
Μπορείς να πεις στον Ντέλιο ότι η είδηση που μου διαβίβασε με ενδιέφερε πολύ, γιατί ήταν σπουδαία και εξαιρετικά σοβαρή. Και όμως ελπίζω ότι κάποιος με λίγη κόλλα θα μπορέσει να επισκευάσει την απροσεξία του Τζουλιάνο, και ότι το καπέλο δεν θα γίνει για πέταμα.
Θυμάσαι στη Ρώμη πώς ο Ντέλιο πίστευε ότι μπορούσα να επισκευάσω όλα τα χαλασμένα πράγματα; Φυσικά, τώρα θα το έχει ξεχάσει. Έχει και αυτός την τάση να επιδιορθώνει; Αυτό κατά τη γνώμη μου θα ήταν θετική ένδειξη ότι έχει κλίση στις κατασκευές, μεγαλύτερη από το παιχνίδι παιδικών κατασκευών.
Κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι εγώ από μικρός είχα λογοτεχνικές και φιλοσοφικές τάσεις, όπως μου έγραψες. Αντίθετα, ήμουν ένας άφοβος σκαπανέας και δεν έβγαινα από το σπίτι χωρίς να έχω μαζί μου λίγο στάρι και σπίρτα τυλιγμένα σε αδιάβροχο περίβλημα, για την περίπτωση που θα΄ βγαιναν σε ένα ερημικό νησί όπου θα έπρεπε να αφεθώ στα δικά μου μέσα.
Έπειτα, ήμουν ένας ακούραστος κατασκευαστής πλεούμενων και καροτσιών και γνώριζα απ΄έξω όλη τη ναυτική ορολογία: η μεγαλύτερη επιτυχία μου ήταν όταν ένας ντόπιος κατασκευαστής μου ζήτησε το σχέδιο μιας έξοχης γολέτας με δύο καταστρώματα, γιατί ήθελε να την ξαναφτιάξει από λευκοσίδηρο. Ήμουν παθιασμένος μ’ αυτά τα αντικείμενα, γιατί στα επτά μου χρόνια είχα διαβάσει τον Ροβινσώνα και το Μυστηριώδες νησί.
Επίσης, πιστεύω ότι μια ζωή παιδική όπως πριν τριάντα χρόνια είναι κάτι το αδύνατο: σήμερα τα παιδιά ‘όταν γεννιούνται είναι ήδη ογδόντα χρονών, όπως ο κινέζος Λάο – Τσε. Το ράδιο και το αεροπλάνο έχουν καταστρέψει για πάντα τον ροβινσωνισμό που γέμιζε τη φαντασία πολλών γενεών. Η ίδια η ανακάλυψη των παιδικών κατασκευών είναι ένδειξη του ότι το παιδί μεγαλώνει πνευματικά πολύ γρήγορα. Ο ήρωάς του δεν μπορεί πλέον να είναι ο Ροβινσώνας, αλλά ο αστυνόμος ή ο επιστήμων κλέφτης, όπως τουλάχιστον συμβαίνει στη Δύση.
Αγαπημένη μου σε αγκαλιάζω με τα παιδιά.
Αντόνιο»
Στη σκέψη του έχει συνεχώς και τη μητέρα του για την οποία ανησυχούσε πολύ και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο της από την φυλάκισή του.
Το εξώφυλλο της ιταλικής έκδοσης (Ρώμη 1989)
«… Γι’ αυτήν, η φυλάκισή μου είναι μια δυστυχία, τουλάχιστον μυστηριώδης, σε σχέση με τις αντιλήψεις της για τα αίτια και τα αποτελέσματα` για μένα είναι ένα από τα συμβάντα των πολιτικών αγώνων που γίνονται και θα εξακολουθούν να γίνονται, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά σ’ όλο τον κόσμο, ποιος ξέρει για πόσον χρόνο ακόμα. Εμένα με συνέλαβαν, όπως θα μπορούσα να αιχμαλωτισθώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ήταν υπόψη μου ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει και ότι ίσως να ήταν και χειρότερα….»
Το τελευταίο γράμμα είναι προς τη μητέρα του και το πλημμυρίζει η αγάπη, η τρυφερότητα και η ευγνωμοσύνη
«Αγαπημένη μητέρα,
Έλαβα το γράμμα που μου έγραψες με το χέρι της Τερεζίνας.
Νομίζω ότι πρέπει συχνά να μου γράφεις έτσι` αισθάνθηκα μέσ’ απ’ το γράμμα όλο το πνεύμα και τον τρόπο σκέψης σου` ήταν ένα γράμμα δικό σου και όχι της Τερεζίνα.
Ξέρεις τι μου ήρθε στη μνήμη; Μου ήρθε πολύ καθαρά στη θύμηση, τότε που ήμουν στην πρώτη ή Δευτέρα δημοτικού και εσύ μου διόρθωνες τα γραπτά: θυμάμαι πολύ καθαρά ότι δεν κατόρθωνα να μάθω πως η λέξη uccelo ( πουλί) γράφεται με δύο c και το λάθος αυτό μου το είχες διορθώσει τουλάχιστον δέκα φορές.
Αν, λοιπόν, μας βοήθησες στο να μάθουμε τη γραφή ( πρώτα μας είχες μάθει πολλά ποιήματα απ’ έξω` ακόμα θυμάμαι το Ραταπλάν και το Τραγούδι της Λόιρα), είναι σωστό, νομίζω, ένας από μας να σε βοηθήσει να γράψεις όταν δεν έχεις την κατάλληλη δύναμη για να το κάνεις.
Ξέρω ότι η θύμηση του Ραταπλάν και του Τραγουδιού της Λόιρα θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Επίσης θυμάμαι πόσο θαύμαζα την ευχέρεια που είχες ( ήμουν τότε τεσσάρων ή πέντε χρόνων) να μιμείσαι τον ήχο του ταμπούρλου πάνω στο τραπέζι όταν απάγγελες τον Ραταπλάν.
Γενικά δεν μπορείς να φανταστείς πόσα πράγματα θυμάμαι, μέσα στα οποία εσύ φανερώνεσαι σαν μια ευεργετική δύναμη, γεμάτη από τρυφερότητα για μας.
Και να σκεφτείς ότι όλα τα ζητήματα για την ψυχή, για την αιωνιότητα της ψυχής, για τον παράδεισο και την κόλαση δεν είναι κατά βάθος παρά ένας τρόπος του να βλέπεις αυτό το απλό γεγονός: ότι κάθε πράξη μας μεταφέρεται στους άλλους σύμφωνα με την αξία της, η θετική ή αρνητική, περνά από τον πατέρα στο γιο και από τη μια γενεά στην άλλη, με μια συνεχή κίνηση. Επειδή όλες οι αναμνήσεις που έχουμε από σένα είναι αναμνήσεις καλοσύνης και δύναμης, κι εσύ έδωσες τις δυνάμεις σου για να μας μεγαλώσεις, που σημαίνει ότι έχεις στην κατοχή σου τον μοναδικό παράδεισο που υπάρχει και που πιστεύω πως για μια μάνα είναι η καρδιά των παιδιών της.
Σας αγκαλιάζω μαζί με όλους τους άλλους στο σπίτι
Αντόνιο»
Οι σελίδες του βιβλίου « διαπνέουν τον πόνο ενός ανθρώπου που κατανόησε και αγάπησε πολύ τη φύση και τώρα, στη φυλακή, έχει «δύο ώρες αέρα» κάποια τριανταφυλλιά που αργοπεθαίνει, ένα πουλάκι αρρωστιάρικο, τον ήλιο ανάλογα με τη θέση του κελιού και την ελπίδα ότι θα κάνει να βλαστήσουν κάποιοι σπόροι, που όμως είναι αρκετά κακομεταχειρισμένοι και δεν θα γίνουν ποτέ φυτά…» και αναδεικνύουν έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε ανυποχώρητα και με ταπεινότητα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο Αντόνι Γκράμσι έζησε μια ζωή σαν παραμύθι με την έννοια των συνεχών αγώνων και των βασάνων και δημιούργησε παραμύθια και ιστορίες για να ξεφύγει από τα στενά όρια της φυλακής και να μάθει τα παιδιά του και όσα παιδιά τα ακούνε ή τα διαβάζουν να ονειροπολούν, να διασκεδάζουν και να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι αγωνιζόμενοι. Έτσι η ζωή του όπως όλα τα παραμύθια, «περιέχει ένα συμπέρασμα και ένα δίδαγμα: Μας λέει ότι ο πρωταγωνιστής του, ξεπερνώντας τα όρια της κάθε πράξης του, κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και έπειτα, μπόρεσε να ζήσει σ’ εκείνον τον ευρύτερο κόσμο του πνεύματος που αποτελεί τον πλούτο της ανθρωπότητας…»
Αντόνιο Γκράμσι, Το δένδρο του σκαντζόχοιρου, μτρφ. Αργύρης Αργυράκης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991. Πρόλογος: Τζουζέπε Ραβενιάνι και σχολιασμός: Αντόνιο Φαέτι. Εικονογράφηση: Μαρία Ενρίκα Αγκοστέλι
Γράφει η ofisofi //Ατέχνως — τέχνη είναι οι αγώνες του λαού
«Το παραμύθι, αγαπητά παιδιά, είναι μια φανταστική επινόηση, αλλά κρύβει πάντα ένα δίδαγμα: ένα πολύτιμο μάθημα για τους καλούς ανθρώπους» γράφει ο Αντόνιο Γκράμσι στο τέλος του παραμυθιού Ο χρυσός πετεινός του Αλεξάντρ Πούσκιν.
Με αυτό τον τρόπο και με την αναφορά άλλων συγγραφέων στα γράμματα του κατευθύνει προσεκτικά τα αναγνώσματά των παιδιών του και ανοίγει διαύλους επικοινωνίας θέτοντας συνεχώς θέματα συζήτησης και ανιχνεύοντας ταυτόχρονα τα ενδιαφέροντα τους. Έτσι ξαναγίνεται ο ίδιος ένα παιδί και επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Σαρδηνία, «και εκεί βρίσκει τις πιο κατάλληλες εικόνες για να δείξει την απόγνωση εκείνου που ξέρει ότι δεν θα γευτεί πια τον αέρα, το νερό, τον ήλιο, τους ήχους, τις γεύσεις, τη σιωπή, γιατί προετοιμάζεται μια τεράστια φυλακή, όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά για όλους εμάς, στην οποία ούτε οι « ώρες του αέρα» δεν θα είναι επιτρεπτές..»
Ο Αντόνιο Γκράμσι δεν ήταν μόνο μια σημαντική μορφή του κομμουνιστικού κινήματος στην Ιταλία, στην οποία οι εργάτες αναγνώρισαν ένα σύντροφο, δάσκαλο και καθοδηγητή, αλλά ήταν και ήθελε να είναι Άνθρωπος γι’ αυτό έζησε μια ζωή που «μπορεί να σας φανεί παραμύθι, ακριβώς γιατί η ζωή για όλους, μικρούς και μεγάλους, είναι ένα παραμύθι, γεμάτο από τριαντάφυλλα ή αγκάθια, σύμφωνα με τη θέληση που θέλει να αποδοθεί στη μοίρα και της μοίρας δεν είναι…»
Από μικρό παιδί αγαπούσε τη φύση, τα ζώα , τα βιβλία, τους ανθρώπους και τη ζωή έχοντας« σαν από φυσικό προνόμιο, τη σωστή αίσθηση της καλοσύνης και της κακίας, της δικαιοσύνης και της αδικίας, του καλού και του κακού». Μεγαλώνοντας του άρεσε να βρίσκεται με τους ανθρώπους της δουλειάς, τους εργάτες, να μαθαίνει κοντά τους τα όνειρά τους, τις δυσκολίες τους, τα βάσανά τους και τις ελπίδες τους.
«Περπατούσε με τις τσέπες φουσκωμένες με βιβλία και το κεφάλι γεμάτο ιδέες…»
Άνθρωποι σαν τον Αντόνιο Γκράμσι δεν είναι αρεστοί στο δεδομένο κοινωνικό σύστημα, γι’ αυτό τις περισσότερες φορές τους φυλακίζει, τους εξορίζει ή τους σκοτώνει. Τον Γκράμσι τον έστειλε στη φυλακή. Ήταν ήδη παντρεμένος με τη Τζούλια και είχε έναν γιο, τον Ντέλιο. Τον δεύτερο γιο του , τον Τζουλιάνο, δεν τον γνώρισε ποτέ πραγματικά, παρά μόνο από φωτογραφίες και γράμματα. Γεννήθηκε , όταν αυτός ήταν στη φυλακή. Στη φυλακή έζησε επτά χρόνια και εκεί πέθανε, χωρίς να λυγίσει και να υποταχθεί.
Εκεί μέσα συνέχισε να διαβάζει, να γράφει , να σκέφτεται και κυρίως να επικοινωνεί με τους άλλους ανθρώπους, τους έξω. Αυτοί ήταν οι φίλοι του και η οικογένειά του. Η επιθυμία για συνεχή και ουσιαστική επικοινωνία με τα παιδιά του γέννησε αυτά τα γράμματα, τα παραμύθια και τις αφηγήσεις που περιέχονται στο « Το δένδρο του σκαντζόχοιρου.»
«Κατά θαυμάσιο τρόπο ο Γκράμσι συνέχισε να ζει τη ζωή των άλλων, τη ζωή των πολλών φίλων και των οπαδών του, που συνέχισαν να πιστεύουν όλο και περισσότερο σ’ αυτόν, τη ζωή των παιδιών του, του Ντέλιο και του Τζουλιάνο. Παιδιά αόρατα, που γεννιόντουσαν από μια φωτογραφία, από ένα γράμμα, από μια λέξη, από ένα περιοδικό, από ένα βιβλίο, τον έδεναν με τον έξω κόσμο. Και ο έξω κόσμος υπήρχε μέσα του σαν από μαγεία. Γεννήθηκε έτσι μια θαυμάσια επικοινωνία μεταξύ της ψυχής του και αυτής των αγαπημένων του` μεταξύ της ψυχής του και εκείνης των άλλων ανθρώπων που συνέχιζαν να εργάζονται και να μελετούν ελεύθερα` μεταξύ της ψυχής του και του κόσμου. Και στη σκέψη του τίποτα δεν ξέφυγε από τα γεγονότα και την ιστορία της κάθε μέρας, όπως και τίποτα δεν ξέφυγε από τα μαθήματα του Ντέλιο και τα παιχνίδια του Τζουλιάνο. Έτσι από αυτή την επικοινωνία, γεννήθηκαν και αυτά τα γράμματα, τα παραμύθια και οι αφηγήσεις, που θα σας δείξουν τώρα…πως στη ζωή του Γκράμσι η ψυχική δύναμη και η λαμπρότητα του πνεύματος λύγισαν ακόμα και τα βάσανα της φυλάκισης, έστω και αν στο τέλος αυτά νίκησαν το σώμα…»
Οικογένεια Γκράμσι
Ο Γκράμσι ήταν ένας φυλακισμένος για τις ιδέες του άνθρωπος, αλλά ήταν και ένας φυλακισμένος πατέρας που λαχταρούσε να δει και να σφίξει στην αγκαλιά του τα παιδιά του. Προσπαθούσε να παρέμβει στο μεγάλωμά τους στέλνοντας τους γράμματα για να τα καθοδηγήσει, να τα εμπνεύσει, να τα διαπαιδαγωγήσει και να δηλώνει τη συνεχή παρουσία του, αν και απών, το πατρικό ενδιαφέρον και την έγνοια του.
«Αγαπητέ Ντέλιο,
Έμαθα από τη μαμά Τζούλια ότι το τελευταίο μου γράμμα( ή μήπως και άλλα;) σε δυσαρέστησε. Γιατί δεν μου έγραψες τίποτα γι’ αυτό; Όταν κάτι δεν σ’ αρέσει στα γράμματά μου είναι καλύτερο να μου το λες και να μου εξηγείς τους λόγους.
Μου είσαι πολύ αγαπητός και δεν θέλω να σου προξενώ καμιά στενοχώρια: βρίσκομαι πολύ μακριά και δεν μπορώ να σε χαϊδέψω και να σε βοηθήσω να λύσεις τα προβλήματα που γεννιούνται στο μυαλό σου. Για παράδειγμα, πρέπει να μου επαναλάβεις το ερώτημα που μια φορά μου είχε βάλει σχετικά με τον Τσέχοφ, και στο οποίο δεν σου έδωσα απάντηση: Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα. Αν υποστήριζες ότι ο Τσέχοφ είναι ένας κοινωνικός συγγραφέας, είχες δίκιο, αλλά αυτό δεν πρέπει να σε κάνει να υπερηφανεύεσαι, γιατί ήδη ο Αριστοτέλης είχε πει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ζώα κοινωνικά. Πιστεύω ότι ήθελες να πεις περισσότερα, ότι ο Τσέχοφ αντιπροσώπευε μια ορισμένη κοινωνική κατάσταση, ότι εξέφραζε κάποιες μορφές της ζωής του καιρού του και τις εξέφραζε κατά τέτοιον τρόπο ώστε να θεωρείται ένας «προοδευτικός» συγγραφέας. Φυσικά δεν γίνεται να εκφραστεί κανείς για τον Τσέχοφ με τόσο λίγες κουβέντες. Το ίδιο ισχύει και για τον Τουργκένιεφ.
Παρατηρείς ότι το περιοδικό των πιονέρων, στο παρελθόν, αφιέρωνε πολύ χώρο για τον Τολστόι και πολύ λίγο για τον Γκόρκι.
Τώρα που ο Γκόρκι πέθανε και έγινε αισθητός ο πόνος του χαμού του, αυτό μπορεί να φαίνεται άδικο. Πρέπει, όμως, να εκτιμούμε τα γεγονότα με πνεύμα κριτικής κάθε στιγμή , κατά συνέπεια δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Τολστόι υπήρξε ένας «παγκόσμιος» συγγραφέας, ένας απ’τους λίγους συγγραφείς όλων των χωρών που έφθασε την τελειότητα στην τέχνη, προκάλεσε και προκαλεί χείμαρρους συγκίνησης παντού, πολλές φορές με χείριστες μεταφράσεις, ακόμα σε άνδρες και γυναίκες που κάτω απ’ το βάρος της κούρασης της ζωής δεν μπόρεσαν να έχουν μια στοιχειώδη καλλιέργεια. Ο Τολστόι υπήρξε στ’ αλήθεια φορέας του πολιτισμού και της ομορφιάς, και στον σύγχρονο κόσμο κανένας δεν τον έφτασε: για να του βρεις συντροφιά, πρέπει να ανατρέξεις στον Όμηρο , στον Αισχύλο, στον Δάντη, στον Σαίξπηρ, στον Γκαίτε, στον Θερβάντες και σε πολύ λίγους άλλους.
Ευχαριστήθηκα από το γράμμα σου, και ακόμα περισσότερο γιατί αισθάνεσαι καλύτερα, γιατί σκαρφαλώνεις στους τοίχους για να δεις τις εκλείψεις, για το ότι θα κάνεις μπάνια και περιπάτους στην εξοχή και γιατί θα μάθεις τα ιταλικά. Ακόμα και το να δυναμώνεις είναι κάτι σημαντικό.
Αγαπητέ μου, σ’ αγκαλιάζω δυνατά
Αντόνιο»
Τζούλια, Ντέλιο, Τζουλιάνο Γκράμσι
Ένας πατέρας επαναστάτης, ιδεολόγος και ασυμβίβαστος που πάσχιζε με τα γράμματα του και τις ιστορίες του να επικοινωνήσει, να επιπλήξει, να συμβουλεύσει, να διασκεδάσει τα αγόρια του, το μεγάλωμα των οποίων προσπαθεί να φανταστεί με τις φωτογραφίες και τα γράμματα που του στέλνουν και τα οποία δεν ανταποκρίνονται πάντα στις προσδοκίες του.
«Αγαπημένε μου Τζουλιάνο,
Σου στέλνω τις καλύτερες ευχές μου για την καινούργια σχολική χρονιά σου.
Θα με ευχαριστούσε πάρα πολύ αν μου εξηγούσες σε τι συνίστανται οι δυσκολίες που βρίσκεις στη μελέτη. Νομίζω ότι αν εσύ ο ίδιος αναγνωρίζεις ότι συναντάς δυσκολίες, αυτές δεν θα πρέπει να είναι πολύ μεγάλες και θα μπορέσεις να τις ξεπεράσεις με τη μελέτη. Αυτό δεν σου αρκεί; Ίσως να είσαι λίγο ακατάστατος, ίσως αφαιρείσαι, η μνήμη δεν λειτουργεί κι εσύ δεν ξέρεις να την κάνεις να λειτουργεί; Κοιμάσαι καλά; Όταν παίζεις σκέφτεσαι αυτό που έχεις μελετήσει ή όταν μελετάς σκέπτεσαι το παιχνίδι; Είσαι τώρα πια ένα ανεπτυγμένο παιδί και μπορείς να απαντήσεις στα ερωτήματά μου με ακρίβεια.
Στην ηλικία σου εγώ ήμουν πολύ ακατάστατος, πήγαινα για πολλές ώρες περίπατο στην εξοχή, όμως ταυτόχρονα μελετούσα και καλά, γιατί είχα πολύ καλό μνημονικό και δεν μου ξέφευγε τίποτα από αυτά που μου χρειάζονταν για το σχολείο: για να σου πω την αλήθεια πρέπει να προσθέσω ότι ήμουν πονηρός και ήξερα να βγαίνω λάδι από τις δυσκολίες, έστω κι αν δεν είχα διαβάσει αρκετά. Αλλά το σχολικό σύστημα που ακολούθησα εγώ ήταν πολύ καθυστερημένο.
Εξάλλου, σχεδόν το σύνολο των συμμαθητών μου δεν ήξεραν καλά τα ιταλικά και αυτό με έβαζε σε πλεονεκτική θέση, γιατί ο δάσκαλος έπρεπε να παίρνει υπόψη του το μέσο επίπεδο των μαθητών, και το να ξέρεις να μιλάς τα ιταλικά ήταν κάτι που διευκόλυνε πολλά πράγματα( το σχολείο ήταν σε αγροτική περιοχή και η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών ήταν παιδιά αγροτών).
Αγαπημένε μου, είμαι βέβαιος ότι θα μου γράφεις χωρίς διακοπές και θα με κρατάς ενήμερο για τη ζωή σου.
Σε φιλώ
Αντόνιο»
Στο κελί της φυλακής του (εικονογράφηση: Μαρία Ενρίκα Αγκοστινέλι)
Τα γράμματα στη γυναίκα του είναι τρυφερά και αποκαθιστούν κατά κάποιο τρόπο την απουσία του καθώς μέσω αυτών συζητούν για τα διάφορα προβλήματα της καθημερινότητας, της υγείας του και των παιδιών.
«Αγαπητή Τζούλια
Μπορείς να πεις στον Ντέλιο ότι η είδηση που μου διαβίβασε με ενδιέφερε πολύ, γιατί ήταν σπουδαία και εξαιρετικά σοβαρή. Και όμως ελπίζω ότι κάποιος με λίγη κόλλα θα μπορέσει να επισκευάσει την απροσεξία του Τζουλιάνο, και ότι το καπέλο δεν θα γίνει για πέταμα.
Θυμάσαι στη Ρώμη πώς ο Ντέλιο πίστευε ότι μπορούσα να επισκευάσω όλα τα χαλασμένα πράγματα; Φυσικά, τώρα θα το έχει ξεχάσει. Έχει και αυτός την τάση να επιδιορθώνει; Αυτό κατά τη γνώμη μου θα ήταν θετική ένδειξη ότι έχει κλίση στις κατασκευές, μεγαλύτερη από το παιχνίδι παιδικών κατασκευών.
Κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι εγώ από μικρός είχα λογοτεχνικές και φιλοσοφικές τάσεις, όπως μου έγραψες. Αντίθετα, ήμουν ένας άφοβος σκαπανέας και δεν έβγαινα από το σπίτι χωρίς να έχω μαζί μου λίγο στάρι και σπίρτα τυλιγμένα σε αδιάβροχο περίβλημα, για την περίπτωση που θα΄ βγαιναν σε ένα ερημικό νησί όπου θα έπρεπε να αφεθώ στα δικά μου μέσα.
Έπειτα, ήμουν ένας ακούραστος κατασκευαστής πλεούμενων και καροτσιών και γνώριζα απ΄έξω όλη τη ναυτική ορολογία: η μεγαλύτερη επιτυχία μου ήταν όταν ένας ντόπιος κατασκευαστής μου ζήτησε το σχέδιο μιας έξοχης γολέτας με δύο καταστρώματα, γιατί ήθελε να την ξαναφτιάξει από λευκοσίδηρο. Ήμουν παθιασμένος μ’ αυτά τα αντικείμενα, γιατί στα επτά μου χρόνια είχα διαβάσει τον Ροβινσώνα και το Μυστηριώδες νησί.
Επίσης, πιστεύω ότι μια ζωή παιδική όπως πριν τριάντα χρόνια είναι κάτι το αδύνατο: σήμερα τα παιδιά ‘όταν γεννιούνται είναι ήδη ογδόντα χρονών, όπως ο κινέζος Λάο – Τσε. Το ράδιο και το αεροπλάνο έχουν καταστρέψει για πάντα τον ροβινσωνισμό που γέμιζε τη φαντασία πολλών γενεών. Η ίδια η ανακάλυψη των παιδικών κατασκευών είναι ένδειξη του ότι το παιδί μεγαλώνει πνευματικά πολύ γρήγορα. Ο ήρωάς του δεν μπορεί πλέον να είναι ο Ροβινσώνας, αλλά ο αστυνόμος ή ο επιστήμων κλέφτης, όπως τουλάχιστον συμβαίνει στη Δύση.
Αγαπημένη μου σε αγκαλιάζω με τα παιδιά.
Αντόνιο»
Στη σκέψη του έχει συνεχώς και τη μητέρα του για την οποία ανησυχούσε πολύ και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο της από την φυλάκισή του.
Το εξώφυλλο της ιταλικής έκδοσης (Ρώμη 1989)
«… Γι’ αυτήν, η φυλάκισή μου είναι μια δυστυχία, τουλάχιστον μυστηριώδης, σε σχέση με τις αντιλήψεις της για τα αίτια και τα αποτελέσματα` για μένα είναι ένα από τα συμβάντα των πολιτικών αγώνων που γίνονται και θα εξακολουθούν να γίνονται, όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά σ’ όλο τον κόσμο, ποιος ξέρει για πόσον χρόνο ακόμα. Εμένα με συνέλαβαν, όπως θα μπορούσα να αιχμαλωτισθώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ήταν υπόψη μου ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει και ότι ίσως να ήταν και χειρότερα….»
Το τελευταίο γράμμα είναι προς τη μητέρα του και το πλημμυρίζει η αγάπη, η τρυφερότητα και η ευγνωμοσύνη
«Αγαπημένη μητέρα,
Έλαβα το γράμμα που μου έγραψες με το χέρι της Τερεζίνας.
Νομίζω ότι πρέπει συχνά να μου γράφεις έτσι` αισθάνθηκα μέσ’ απ’ το γράμμα όλο το πνεύμα και τον τρόπο σκέψης σου` ήταν ένα γράμμα δικό σου και όχι της Τερεζίνα.
Ξέρεις τι μου ήρθε στη μνήμη; Μου ήρθε πολύ καθαρά στη θύμηση, τότε που ήμουν στην πρώτη ή Δευτέρα δημοτικού και εσύ μου διόρθωνες τα γραπτά: θυμάμαι πολύ καθαρά ότι δεν κατόρθωνα να μάθω πως η λέξη uccelo ( πουλί) γράφεται με δύο c και το λάθος αυτό μου το είχες διορθώσει τουλάχιστον δέκα φορές.
Αν, λοιπόν, μας βοήθησες στο να μάθουμε τη γραφή ( πρώτα μας είχες μάθει πολλά ποιήματα απ’ έξω` ακόμα θυμάμαι το Ραταπλάν και το Τραγούδι της Λόιρα), είναι σωστό, νομίζω, ένας από μας να σε βοηθήσει να γράψεις όταν δεν έχεις την κατάλληλη δύναμη για να το κάνεις.
Ξέρω ότι η θύμηση του Ραταπλάν και του Τραγουδιού της Λόιρα θα σε κάνει να χαμογελάσεις. Επίσης θυμάμαι πόσο θαύμαζα την ευχέρεια που είχες ( ήμουν τότε τεσσάρων ή πέντε χρόνων) να μιμείσαι τον ήχο του ταμπούρλου πάνω στο τραπέζι όταν απάγγελες τον Ραταπλάν.
Γενικά δεν μπορείς να φανταστείς πόσα πράγματα θυμάμαι, μέσα στα οποία εσύ φανερώνεσαι σαν μια ευεργετική δύναμη, γεμάτη από τρυφερότητα για μας.
Και να σκεφτείς ότι όλα τα ζητήματα για την ψυχή, για την αιωνιότητα της ψυχής, για τον παράδεισο και την κόλαση δεν είναι κατά βάθος παρά ένας τρόπος του να βλέπεις αυτό το απλό γεγονός: ότι κάθε πράξη μας μεταφέρεται στους άλλους σύμφωνα με την αξία της, η θετική ή αρνητική, περνά από τον πατέρα στο γιο και από τη μια γενεά στην άλλη, με μια συνεχή κίνηση. Επειδή όλες οι αναμνήσεις που έχουμε από σένα είναι αναμνήσεις καλοσύνης και δύναμης, κι εσύ έδωσες τις δυνάμεις σου για να μας μεγαλώσεις, που σημαίνει ότι έχεις στην κατοχή σου τον μοναδικό παράδεισο που υπάρχει και που πιστεύω πως για μια μάνα είναι η καρδιά των παιδιών της.
Σας αγκαλιάζω μαζί με όλους τους άλλους στο σπίτι
Αντόνιο»
Οι σελίδες του βιβλίου « διαπνέουν τον πόνο ενός ανθρώπου που κατανόησε και αγάπησε πολύ τη φύση και τώρα, στη φυλακή, έχει «δύο ώρες αέρα» κάποια τριανταφυλλιά που αργοπεθαίνει, ένα πουλάκι αρρωστιάρικο, τον ήλιο ανάλογα με τη θέση του κελιού και την ελπίδα ότι θα κάνει να βλαστήσουν κάποιοι σπόροι, που όμως είναι αρκετά κακομεταχειρισμένοι και δεν θα γίνουν ποτέ φυτά…» και αναδεικνύουν έναν άνθρωπο που αγωνίστηκε ανυποχώρητα και με ταπεινότητα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Ο Αντόνι Γκράμσι έζησε μια ζωή σαν παραμύθι με την έννοια των συνεχών αγώνων και των βασάνων και δημιούργησε παραμύθια και ιστορίες για να ξεφύγει από τα στενά όρια της φυλακής και να μάθει τα παιδιά του και όσα παιδιά τα ακούνε ή τα διαβάζουν να ονειροπολούν, να διασκεδάζουν και να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι αγωνιζόμενοι. Έτσι η ζωή του όπως όλα τα παραμύθια, «περιέχει ένα συμπέρασμα και ένα δίδαγμα: Μας λέει ότι ο πρωταγωνιστής του, ξεπερνώντας τα όρια της κάθε πράξης του, κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και έπειτα, μπόρεσε να ζήσει σ’ εκείνον τον ευρύτερο κόσμο του πνεύματος που αποτελεί τον πλούτο της ανθρωπότητας…»
Αντόνιο Γκράμσι, Το δένδρο του σκαντζόχοιρου, μτρφ. Αργύρης Αργυράκης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1991. Πρόλογος: Τζουζέπε Ραβενιάνι και σχολιασμός: Αντόνιο Φαέτι. Εικονογράφηση: Μαρία Ενρίκα Αγκοστέλι
Γράφει η ofisofi //Ατέχνως — τέχνη είναι οι αγώνες του λαού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου