Στις 15 Ιανουαρίου του 1919, στρατιωτικά και παραστρατιωτικά ακροδεξιά αποσπάσματα, τα Freikorps, κατ’ εντολή της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας που είχε επικηρύξει το κεφάλι της με 100.000 μάρκα, συνέλαβαν και δολοφόνησαν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μαζί με τον Καρλ Λίμπνεχτ και άλλους συντρόφους της.
Ο θάνατος της Λούξεμπουργκ και του Λίμπνεχτ, όπως και χιλιάδων επαναστατημένων εργατών του Βερολίνου, σηματοδότησε το τέλος της, άγνωστης σε πολλούς, γερμανικής επανάστασης του 1918-19 και σταθεροποίησε την προσωρινή καπιταλιστική εξουσία, όχι πια με το
αυτοκρατορικό καθεστώς του Κάιζερ, που είχε γκρεμιστεί από τις μάζες το 1918, αλλά με τη μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης».
« Δημοκρατία της Βαϊμάρης »
Ηταν η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία με την κατάργηση της μοναρχίας και με την υιοθέτηση νέου συντάγματος από τη Γερμανική Εθνοσυνέλευση, στην πόλη Βαϊμάρη της Θουριγγίας (28/2/1919) μετά την προλεταριακή επανάσταση του Νοέμβρη του 1918, που βεβαίως δε νίκησε. Η συντακτική εθνοσυνέλευση που εκλέχτηκε το Γενάρη του 1919 και η υιοθέτηση του Συντάγματος της Βαϊμάρης (4-28 Φλεβάρη), κατέγραφαν την εδραίωση της εξουσίας των αστών.
Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, σε σύγκριση με το προηγούμενο του Βίσμαρκ (1871) εμπεριείχε πιο προωθημένες διατάξεις (όπως η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους «πολίτες» άνω των 20 ετών, η δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων κ.λπ.), που απλά απέβλεπαν στην πρόσδεση του λαού στα συμφέροντα των καπιταλιστών. Αλλά το άρθρο 48 του Συντάγματος έδινε στον Πρόεδρο της χώρας που εκλεγόταν με άμεση ψηφοφορία από το λαό να αναστέλλει όλες τις συνταγματικές ελευθερίες και να διατάσσει την επέμβαση των Ενόπλων Δυνάμεων, στην περίπτωση «που παρεμποδίζεται σημαντικά ή απειλείται η δημόσια ασφάλεια και τάξη» (αντίστοιχες διατάξεις έχουν όλα τα αστικά συντάγματα.)
Αυτό το άρθρο αξιοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο 1919-1933 για την καταστολή εργατικών απεργιακών αγώνων, για τη διάλυση συνταγματικά εκλεγμένων κυβερνήσεων των κρατιδίων όταν αυτές δεν ταίριαζαν απόλυτα με τις επιδιώξεις των καπιταλιστών, για το πέρασμα στην ανοιχτή φασιστική δικτατορία των εθνικοσοσιαλιστών.
Ολη την περίοδο 1919-1932, στην κυβέρνηση το σοσιαλδημοκρατικό και τα άλλα αστικά κόμματα είτε εναλλάσσονταν, είτε συγκυβερνούσαν. Και βέβαια δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τη Γερμανία έξω από τη δίνη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 1929. Η οικονομική κρίση στον καπιταλισμό είναι νομοτελειακή.
Το 1932, καθώς η επίδραση της οικονομικής κρίσης, η δράση των κομμουνιστών και η άνοδος της επιρροής τους, η σημαντική άνοδος του οργανωμένου εργατικού κινήματος, οι αστοί δρομολογούν με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης την άνοδο του Χίτλερ.
Ρόζα Λούξεμπουργκ
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υπήρξε μία από τις πλέον αγνές, συνεπείς και ανεξάρτητες μορφές του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε το 1871 στο Ζάμοστς της ρωσοκρατούμενης Πολωνίας και ήταν το μικρότερο από πέντε παιδιά εβραίων μικροαστών γονέων προοδευτικής νοοτροπίας και κοσμοπολίτικων αντιλήψεων. Οταν η Ρόζα ήταν πέντε ετών η ζωή της κινδύνεψε από βαριά αρρώστια η οποία της άφησε ισόβια αναπηρία στο ένα της πόδι. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ανέπτυξε παράνομη πολιτική δράση από τα γυμνασιακά της χρόνια στη Βαρσοβία. Στα 18 της χρόνια, το 1889, αφενός για να αποφύγει τη σύλληψη, όπως έκαναν και πολλοί συμπατριώτες της εκείνη την εποχή, και αφετέρου για να συνεχίσει τις σπουδές της, η Ρόζα μετανάστευσε στην Ελβετία όπου σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία.
Κατά τα φοιτητικά της χρόνια στη Ζυρίχη η Λούξεμπουργκ γνώρισε πολλούς εξέχοντες ρώσους σοσιαλδημοκράτες, όπως ο Πλεχάνοφ, ο Αξελροντ και άλλοι. Από εκείνη την περίοδο χρονολογείται και ο δεσμός της με τον ομοϊδεάτη της Λέο Γιόγκιχες, ο οποίος υπήρξε ισόβιος φίλος της και για μια εποχή εραστής της. Το 1898 η Λούξεμπουργκ πήρε το διδακτορικό της δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον Γκούσταφ Λύμπεκ, για να αποκτήσει τη γερμανική υπηκοότητα, και εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο με τον σκοπό να εργαστεί στις τάξεις του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του ισχυρότερου της Δευτέρας Διεθνούς.
Ήδη τότε η Λούξεμπουργκ είχε εκφράσει οξύτατες θεωρητικές διαφωνίες τόσο με το πολωνικό όσο με το ρωσικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Το κυριότερο σημείο της αντίθεσής της αφορούσε το ζήτημα της πολωνικής αυτοδιάθεσης την οποία πρέσβευαν και τα δύο αυτά κόμματα. Η Λούξεμπουργκ πίστευε ότι η αυτοδιάθεση στην ουσία εξασθένιζε το παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα και άλλο δεν έκανε παρά να ενισχύει την κυριαρχία της αστικής τάξης στα κράτη που αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Για τη Λούξεμπουργκ η μεγάλη δύναμη του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν ο διεθνιστικός χαρακτήρας του.
Άλλος στόχος της διαφωνίας της Λούξεμπουργκ υπήρξε ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης Εντουαρντ Μπερνστάιν, ο πατέρας του ρεβιζιονισμού, ο οποίος υποστήριζε ότι η μαρξιστική θεωρία είχε ανάγκη από ριζική αναθεώρηση, κυρίως ως προς το θέμα της αναγκαιότητας της επανάστασης. Ο Μπερνστάιν διατύπωσε την άποψη ότι, κυρίως στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες, η επανάσταση ως μέσον για την κοινωνική μεταβολή είχε καταστεί πλέον περιττή και ότι οι σοσιαλιστές όφειλαν να επιδιώξουν την πραγματοποίηση των σκοπών τους από τον δρόμο της κοινοβουλευτικής και της συνδικαλιστικής δράσης. Με το έργο της "Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;" (1900) η Λούξεμπουργκ αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτές τις απόψεις εμμένοντας αταλάντευτα στην ανάγκη της επανάστασης ως μέσου για την κοινωνική αλλαγή.
Συνεχίζοντας την έντονη πολιτική δράση της με πολλές δημοσιεύσεις, ομιλίες και συγκρότηση διαδηλώσεων και σε διαρκή σύγκρουση με τις αρχές η Ρόζα Λούξεμπουργκ πολεμούσε πάντοτε σε δύο μέτωπα: στο ένα αντιμετώπιζε τον αιώνιο πολιτικό και ταξικό εχθρό, την αστική τάξη, και στο άλλο τους ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές. Επικριτική ήταν η στάση της και απέναντι στον Λένιν σε πολλά σημεία της θεωρίας και της πρακτικής του. Η σχετική κριτική της συνοψίζεται θαυμάσια στα λόγια που απηύθυνε στον Λένιν επισημαίνοντάς του ότι δεν είχε επιβάλει τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως διατεινόταν, αλλά δικτατορία επί του προλεταριάτου.
Στα χρόνια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η Λούξεμπουργκ πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα στη φυλακή. Διαφωνώντας με το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που υποστήριζε τη γερμανική πολεμική προσπάθεια, η Λούξεμπουργκ ίδρυσε μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ την Ενωση Σπάρτακος η οποία είχε ως σκοπό τον τερματισμό του πολέμου και αργότερα μετεξελίχθηκε στο γερμανικό κομμουνιστικό κόμμα.
"Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο". Ηλίθιοι λακέδες! Η τάξη σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Η επανάσταση αύριο ήδη "και πάλι θ’ ανορθωθεί μέσα σε κλαγγές" και μες στον τρόμο σας θα την ακούσετε σαλπίζοντας να διακηρύσσει:
"Υπήρξα, υπάρχω, θα υπάρξω".
Με το τελευταίο άρθρο της, που έμελλε ν’ αποτελέσει και την πολιτική της διαθήκη, η Ρόζα απαντούσε στο κυβερνητικό ανακοινωθέν της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Προέδρου των Λαϊκών Αντιπροσώπων Έμπερτ, που άρχιζε με τη φράση "Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο".
Έτσι τελείωνε το τελευταίο (15/1/1919) κύριο άρθρο στην εφημερίδα "Die Rote Fahne", Η Κόκκινη Σημαία, της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η Ρόζα διηύθυνε –τυπικά από κοινού με τον Καρλ Λίμπκνεχτ, στην πραγματικότητα μόνη της, καθώς ο Λίμπκνεχτ δεν προλάβαινε να περάσει ούτε απ’ τα γραφεία–, τις μέρες της Νοεμβριανής Επανάστασης του 1918 την εφημερίδα που η ίδια είχε στήσει μόλις απελευθερώθηκε από τη φυλακή, στις 10 Νοεμμβρίου του 1918, όπου είχε περάσει σχεδόν ολόκληρο τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εφημερίδα "Die Rote Fahne" υπήρξε όργανο αρχικά της Ένωσης Σπάρτακος και στη συνέχεια του νεοσύστατου την Πρωτοχρονιά του 1919, Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.
Θεωρητικός και δημοσιολόγος της επανάστασης
Η διεύθυνση μιας εφημερίδας ήταν παλιά υπόθεση για τη Ρόζα: Φοιτήτρια ακόμα έγραφε σχεδόν μόνη της και εκτύπωνε στην Ελβετία και στο Παρίσι την πολωνική εφημερίδα "Εργατική Υπόθεση", που εξέδιδε η –κυρίως ακόμα τότε φοιτητική– ομάδα της με την ονομασία Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα του Βασιλείου της Πολωνίας. Και ήταν η πρώτη γυναίκα που είχε χρηματίσει διευθύντρια ή αρχισυντάκτρια των σημαντικότερων από τις περισσότερες από 30 ημερήσιες εφημερίδες που εξέδιδε το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), συμπεριλαμβανομένου και του κεντρικού οργάνου του "Vorwaerts" (Εμπρός). Σε καθεμιά απ’ αυτές για λίγους μήνες, καθώς οι διαφωνίες για την πολιτική τους κατεύθυνση κατέληγαν συνήθως στην, όχι χωρίς ομηρικές μάχες, αποχώρησή της. Και μέσα από τις φυλακές της Μπάρνιμ Στράσε, είτε μέσα από το Φρούριο του Βρόνκε στην Γερμανική Πολωνία, είτε μέσα από τις φυλακές του Μπρεσλάου, στη διάρκεια του πολέμου είχε γράψει το μεγαλύτερο μέρος των άρθρων (συμπεριλαμβανομένης και της περίφημης "Μπροσούρας του Γιούνιους"), που κυκλοφορούσαν παράνομα ως δελτίο με την ονομασία Επιστολές του Σπάρτακου, φθάνοντας μέχρι τα χαρακώματα στο Ανατολικό και στο Δυτικό Μέτωπο.
Με το τελευταίο άρθρο της, που έμελλε ν’ αποτελέσει και την πολιτική της διαθήκη, η Ρόζα απαντούσε στο κυβερνητικό ανακοινωθέν της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Προέδρου των Λαϊκών Αντιπροσώπων Έμπερτ, που άρχιζε με τη φράση "Η τάξη επικρατεί στο Βερολίνο".
Νοεμβριανή Επανάσταση: Το μεγάλο ξεπούλημα
Μ’ αυτό η κυβέρνηση ουσιαστικά ανάγγελλε όχι μόνο την αιματηρή συντριβή της Γεναριάτικης Εξέγερσης του 1919, αλλά και την ήττα της ίδιας της Νοεμβριανής Επανάστασης του 1918, που υποτίθεται ότι η κυβέρνηση Έμπερτ εκπροσωπούσε: Την είχε όμως "πουλήσει" κανονικά από την αρχή, με μεταμεσονύχτιο μυστικό τηλεφώνημα, στις 10 Νοεμβρίου 1918, του Προέδρου του Συμβουλίου των Λαϊκών Αντιπροσώπων Έμπερτ με τον Στρατηγό Γκρένερ, Επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού – του Αυτοκρατορικού Επιτελείου, που μόλις είχε χάσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτό ο Έμπερτ εγγυήθηκε ότι κανείς δε θα πειράξει το Σώμα των Αξιωματικών του Κάιζερ ούτε τα προνόμια των Γιούγκερς μεγαλοτσιφλικάδων, απ’ τους οποίους προερχόταν οι πάνω βαθμοί. Κι ο Γκρένερ εγγυήθηκε την πλήρη στήριξη του στρατού (ουσιαστικά των αξιωματικών, οι άντρες στη μεγάλη τους πλειοψηφία είχαν εγκαταλείψει τις μονάδες τους και επιστρέψει σπίτι μαζί με τα όπλα τους) για τον αφοπλισμό της ένοπλης εργατικής τάξης, ξεκινώντας από το Βερολίνο, και την αποτροπή της επικράτησης μιας επανάστασης που θα "μπολσεβικοποιούσε" τη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Γκρένερ κατάθεσε για το περίφημο τηλεφώνημα ως μάρτυρας σε δίκη του 1926. Διαφωτιστική είναι και η καταγραφή της στιγμής παράδοσης της εξουσίας στα απομνημονεύματα του τελευταίου Αυτοκρατορικού Καγκελάριου, Πρίγκιπα Μαξ φον Μπάντεν.
Ο Μαξ (Βασιλικός Οίκος Χοεντσόλερν) έφτασε στο σημείο ν’ αναγγείλει δημόσια αργά το πρωί στις 9 Νοεμβρίου 1918, κι ενώ η εργατική τάξη του Βερολίνου είχε κατακλύσει τους δρόμους του, την παραίτηση του Κάιζερ χωρίς ο ίδιος ο Κάιζερ να έχει συμφωνήσει – χρειάστηκαν άλλες τρεις βδομάδες ακόμα για να τον πείσουν να βάλει την υπογραφή του στην Ολλανδική λουτρόπολη όπου "ξεκουραζόταν" προκειμένου να προλάβουν τις επαναστατικές εξελίξεις και η Καγκελαρία να περάσει "ομαλά" στα χέρια του Προέδρου του SPD. Κι ο Έμπερτ του είπε, παραλαμβάνοντας απρόθυμα –καθώς ήθελε διάσωση της μοναρχίας– την πρωθυπουργία: "Ξέρετε ότι την επανάσταση τη σιχαίνομαι πιο πολύ κι από τις αμαρτίες μου…".
Τρεις μέρες αργότερα το Προεδρείο των Γερμανικών Συνδικάτων έκλεινε συμφωνία με την Ένωση Εργοδοτών: Οι βιομήχανοι θα παραχωρούσαν το 8ωρο, αυξήσεις και θα δεσμεύονταν ότι δε θ’ αναγνώριζαν κανέναν άλλο ως συνομιλητή τους μέσα στα εργοστάσια.
Μέσα σ’ αυτά, στο μεν Βερολίνο υπήρχαν οι Επαναστάτες Ομπλόιτε – οι παράνομες εργοστασιακές επιτροπές μεγάλου κύρους, που είχαν καθοδηγήσει το απεργιακό κίνημα εκατοντάδων χιλιάδων εργατών στα μεγαλύτερα εργοστάσια του Βερολίνου το Γενάρη του 1918, οι επικεφαλής των οποίων ανήκαν στους Ανεξάρτητους Σοσιαλδημοκράτες. Ο Λίμπκνεχτ βρισκόταν σε συνεχή επαφή μαζί τους κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού Συνέδριου του ΚΚΓ, χωρίς να καταφέρει τελικά να τους πείσει να συμμετάσχουν. Ενώ σε κάθε γερμανική πόλη, με βάση τους αντιπρόσωπους τους εκλεγμένους στα εργοστάσια, εμφανίζονταν Συμβούλια Εργατών, τα Σοβιέτ.
Τα Γερμανικά Συνδικάτα απ’ την πλευρά τους εγγυούνταν το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, ότι δε θα κοινωνικοποιούταν καμιά επιχείρηση, και εργασιακή ειρήνη. Τη διπλή αυτή συμφωνία του παλιού κρατικού μηχανισμού, που εξασφάλιζε έτσι ότι θα περνούσε στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ανέπαφος, και των γερμανικών ιθυνουσών τάξεων με μέλη της ηγεσίας του SPD και με την ηγεσία των συνδικάτων, ενίσχυε πολιτικά και οικονομικά η Αντιμπολσεβίκικη Λίγκα, που συνένωνε στις γραμμές της μεγαλοκαπιταλιστές και αξιωματικούς: Διδαγμένη από τα γεγονότα στη Ρωσία και αποφασισμένη να αποτρέψει εξελίξεις ανάλογες με το Ρωσικό Οκτώβρη στη Γερμανία, είχε ήδη από το Δεκέμβρη του 1918 επικηρύξει τα "κεφάλια" της Ρόζας και του Καρλ αντί 100.000 μάρκων.
Η Εξέγερση του Ιανουαρίου
Ας σημειωθεί ότι ακόμα και σήμερα η Εξέγερση του Ιανουαρίου1919 στα "επίσημα" (π.χ. στα σχολικά) γερμανικά βιβλία ιστορίας αποδίδεται στους Σπαρτακιστές. Ξέρουμε όμως πλέον ότι ήταν στην πραγματικότητα εξέγερση "από τα κάτω" της εργατικής τάξης του Βερολίνου, πριν απ’ όλα των σοσιαλδημοκρατών εργατών, ωθούμενων από τη διάψευση των υποσχέσεων που το κόμμα τους είχε δώσει τις πρώτες μέρες της επανάστασης προκειμένου να τους χειραγωγήσει. Ενώ την αφορμή έδωσε η άρνηση του Προέδρου (Διευθυντή) της Αστυνομίας του Βερολίνου Εμίλ Άιχορν, Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκράτη, να παραιτηθεί, όπως του ζητούσε η Κυβέρνηση Έμπερτ, από ένα πόστο που ο ίδιος καταλάβαινε πόσο κρίσιμο ήταν για την υπόθεση του προλεταριάτου.
Οι Σπαρτακιστές στήριξαν τη Γεναριάτικη Εξέγερση και συμμετείχαν με όλες τους τις δυνάμεις μέχρι το πικρό τέλος. Και μάλιστα παρόλο που μετά το πρώτο διήμερο, όταν η Ναυτική Μεραρχία που επηρεαζόταν από τους Ανεξάρτητους Σοσιαλιστές δεν προσχώρησε αλλά δήλωσε "ουδέτερη", οι τελευταίοι, που ουσιαστικά την είχαν προκαλέσει, την εγκατέλειψαν, μαζί και την 50μελή επιτροπή, στην οποία είχαν τη μεγάλη πλειοψηφία, αφήνοντας μόνο του τον Λίμπκνεχτ. Η Ρόζα διαφωνούσε από την αρχή με την εξέγερση: πίστευε ότι δεν υπήρχε ακόμα ένα τέτοιος συσχετισμός δυνάμεων, ώστε μια ολομέτωπη επίθεση για ανατροπή της κυβέρνησης εκείνη τη στιγμή να έχει ελπίδες νίκης και ότι θα έπρεπε να δουλέψουν για να δημιουργήσουν ανατροπές των συσχετισμών μέσα στα εργοστάσια και στα υπολείμματα του στρατού.
Από τη στιγμή όμως που η εξέγερση αποτελούσε πραγματικότητα, τη στήριξε σταθερά, εκείνο το δύσκολο 10ήμερο του Γενάρη του 1919 κι ενώ στο Βερολίνο μαίνονταν οι οδομαχίες, με τα καθημερινά φλογερά κύρια άρθρα της και μ’ όλο το περιεχόμενο της εφημερίδας και των προκηρύξεων που κυκλοφορούσαν.
Κι όταν φάνηκε πλέον ότι η εξέγερση είχε ηττηθεί, αρνήθηκε, όπως κι ο Καρλ Λίμπκνεχτ, να υποχωρήσει στις πιέσεις των συντρόφων της και να εγκαταλείψει το Βερολίνο, όπου ολοφάνερα βρίσκονταν κι οι δύο στο μάτι του κυκλώνα, με το επιχείρημα ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη των εξεγερμένων εργατών την ώρα της μεγάλης τους ανάγκης.
Σύλληψη και Δολοφονία
Αργά το απόγευμα της 15ης Ιανουαρίου 1919 κι ενώ είχε κυκλοφορήσει από το πρωί το τελευταίο της άρθρο, η Ρόζα και ο Καρλ, που κρύβονταν σε άλλο σπίτι κάθε μέρα, συνελήφθησαν μαζί με τον Πικ, στο τελευταίο τους καταφύγιο στη Βίλμερσντορφ, προάστιο στα δυτικά του Βερολίνου, στον αριθ. 53 της οδού Μανχάιμ, στο σπίτι μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας, από μια περίπολο της πολιτοφυλακής, με επικεφαλής τον υπολοχαγό Λίντερ και τον ξενοδόχο Μέριγκ, μέλος του συμβουλίου των πολιτών της Βίλμερσντορφ, κάθε μέλος της οποίας πολιτοφυλακής, πήρε στη συνέχεια 15 μάρκα από την Αντιμπολσεβίκικη Λίγκα.
Ο Καρλ και η Ρόζα διαμαρτυρηθήκανε και δείξανε ψεύτικες ταυτότητες, αλλά ένας χαφιές, που είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Λίμπκνεχτ, αποκάλυψε ποιοι πραγματικά ήταν.
Ο Καρλ οδηγήθηκε πρώτα στο γενικό επιτελείο του συμβουλίου των πολιτών και κατόπιν στο ξενοδοχείο Eντεν. Αμέσως κατόπιν η Ρόζα και ο Πικ φτάσανε επίσης εκεί με ισχυρή στρατιωτική συνοδεία.
Τους μετέφεραν σε χωριστά αυτοκίνητα στο ξενοδοχείο Έντεν, στο οποίο ήταν εγκαταστημένο το Αρχηγείο της Μεραρχίας Έφιππης Φρουράς Πυροβολικού, από τις βασικότερες δυνάμεις που είχαν χρησιμοποιηθεί για την αιματηρή συντριβή της Εξέγερσης του Ιανουαρίου.
Οταν ο Λίμπκνεχτ έφτασε στο ξενοδοχείο δέχτηκε χτυπήματα, με υποκόπανο όπλου, στο κεφάλι, ενώ η Λούξεμπουργκ και ο Πικ έγιναν δεχτοί με ουρλιαχτά και βρισιές.
Ο Πάουλ Φρέλιχ,στο βιβλίο του «Ρόζα Λούξεμπουργκ», γράφει:
«Ενώ ο Πικ φρουρούνταν σε μια γωνιά του διαδρόμου, η Ρόζα και ο Καρλ σύρθηκαν μπροστά στο λοχαγό Παμπστ για να υποστούν μιαν "Ανάκριση". Λίγο κατόπιν πήραν τον Καρλ. Βγαίνοντας από το κτίριο ένας ναύτης τον έριξε κάτω με χτυπήματα υποκόπανου. Κατόπιν τον ρίξανε σε ένα αυτοκίνητο μέσα στο οποίο ανέβηκαν ο υπολοχαγός Χορστ φον Πφλουγκ - Χάρτουνγκ, ο λοχαγός Χάιντς φον Πφλουγκ - Χάρτουνγκ, οι υπολοχαγοί Λίτμαν φον Ρίτεγκεν, Στρίγγε και Σουλτζ και ο ιππέας Φρίντριχ. Στο Νόιερ Σέε μέσα στο Τιέργκαρντεν βγάλανε από το αυτοκίνητο μισολιπόθυμο τον Λίμπκνεχτ, τον τράβηξαν μερικά βήματα και τον δολοφόνησαν. Το πτώμα του το παρέδωσαν κατόπιν σε ένα σταθμό πρώτων βοηθειών με τη δήλωση ότι πρόκειται για το πτώμα αγνώστου.
Λίγο κατόπιν μετά τον Λίμπκνεχτ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ σύρθηκε έξω από το ξενοδοχείο από τον υπολοχαγό Φόγκελ. Μπροστά στην πόρτα την περίμενε ο υπολοχαγός Ρούγκε, ένας πνευματικά έκφυλος, που είχε πάρει διαταγή από τους υπολοχαγούς Φόγκελ και Πφλουγκ - Χάρτουνγκ να χτυπήσει τη Ρόζα. Με δυο χτυπήματα του υποκόπανου έσπασε το κρανίο τη Ρόζας. Σχεδόν άπνους ρίχτηκε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Μερικοί αξιωματικοί πηδήσανε στο όχημα. Ενας χτύπησε τη Ρόζα με τη λαβή του περιστρόφου του. Ο υπολοχαγός Φόγκελ την πυροβόλησε στο κεφάλι. Το πτώμα μεταφέρθηκε μέσω του Τιέργκαρντεν και από εκεί ρίχτηκε από ψηλά, από τη γέφυρα του Λιχτενστάιν στο κανάλι Λάνβεχρ.
Στη συγκλονιστική κηδεία του Λίμπκνεχτ και άλλων 31 δολοφονημένων Σπαρτακιστών έθαψαν δίπλα του, με το όνομα της Ρόζας, ένα άδειο φέρετρο.
Το Μάη του 1919 το πτώμα ξεβράστηκε στην όχθη». Το Βερολίνο ξεσηκώθηκε και κήδεψε για δεύτερη φορά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Ανάμεσα στις δύο κηδείες είχε μεσολαβήσει η Εξέγερση του Μαρτίου, όταν οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες είχαν κατεβεί σε ειρηνική γενική απεργία με οικονομικά, κυρίως, αιτήματα και η κυβέρνηση είχε απαντήσει με ένα λουτρό αίματος και τρομοκρατίας : 30 ναύτες της Ναυτικής Μεραρχίας, αυτοί που είχαν μείνει "ουδέτεροι" τον Ιανουάριο κι εξίσου "ουδέτεροι" παρέμεναν και το Μάρτιο, απήχθησαν ενώ περίμεναν στην ουρά για να πληρωθούν το μισθό τους και τουφεκίστηκαν κατευθείαν και χωρίς εξηγήσεις. Μαζί με τους 1.200 νεκρούς της Εξέγερσης του Μαρτίου, είχε ενταφιαστεί ουσιαστικά και η Νοεμβριανή Επανάσταση στο Βερολίνο.
Freikorps: Οι δράστες
Δράστες της δολοφονίας της Ρόζας και του Καρλ ήταν άντρες των "Ελευθέρων Σωμάτων" –αργότερα τους αποκάλεσαν και "πρώιμους ναζί"–, απ’ αυτούς που έδρευαν στο ξενοδοχείο Έντεν. Το Δεκέμβριο του 1919, πολύ πριν ξεσπάσει η Γεναριάτικη Εξέγερση, η κυβέρνηση Έμπερτ είχε συγκατατεθεί να συγκροτηθούν μυστικά αυτά τα (παρα)στρατιωτικά σώματα σε στρατόπεδα έξω από το Βερολίνο προκειμένου το Γενικό Επιτελείο Στρατού να τους ρίξει πάνω στις εργαζόμενες μάζες – μέσω συνένωσης ακροδεξιών υπολειμμάτων του στρατού, δυσαρεστημένων από την ήττα στον πόλεμο, με αυτοκρατορικούς αξιωματικούς, ιδιαίτερα του Ναυτικού, που έφεραν βαριά την "ατίμωση" τους, καθώς η Νοεμβριανή Επανάσταση είχε ξεσπάσει με ναυτική ανταρσία στο Ναύσταθμο του Κίελου. Σε κάποιες περιπτώσεις σ’ αυτά οι αξιωματικοί ήταν περισσότεροι από τους άντρες. Εννιά απ’ αυτούς –οι εφτά αξιωματικοί–, δικάστηκαν στη συνέχεια για τη διπλή δολοφονία από στρατοδικείο της ίδιας τους της μονάδας(!) το Μάιο της ίδιας χρονιάς: Χάρη στις έρευνες του Λέο Γιόγκισες, που δημοσίευσε επώνυμο άρθρο στις 12 Φεβρουαρίου 1919 στη "Rote Fahne" με συγκεκριμένες λεπτομέρειες και μαρτυρίες αυτοπτών, αποκαλύφθηκε σε γενικές γραμμές η πραγματική αλληλουχία των γεγονότων.
Λέο Γιόγκισες
Στο άρθρο ο Λέο δημοσίευε και μια φωτογραφία που είχε ανακαλύψει, η οποία παρουσιάστηκε και στη δίκη: Μετά τα μεσάνυχτα οι φονιάδες γιορτάζουν με μια μπυροποσία τη διπλή δολοφονία στο ξενοδοχείο Έντεν.
Η δίκη ήταν προσχηματική και είχε επιβληθεί από τον υπουργό Στρατιωτικών Νόσκε για να έχει καλυμμένα τα νώτα του. Μέσα από ένα εκπληκτικό σκηνικό ψεμάτων, απάτης και ίντριγκας "στήθηκε" ένα εξοργιστικό αποτέλεσμα: Κανείς δεν πήγε φυλακή εκτός από τον τελευταίο τροχό της αμάξης, τον ουσάρο Ότο Ρούνγκε, που είχε κατ’ εντολή χτυπήσει και τους δύο με τον υποκόπανο του όπλου του κι έκατσε μέσα δύο χρόνια. Τον (υπαξιωματικό) Ρούνγκε τον ανάγκασαν να πάρει πάνω του όλη την ευθύνη. Ο Γιόγκισες δεν ήταν εκεί για να σχολιάσει τη δικαστική απόφαση. Η Ρόζα τάφηκε τον Ιούνιο κοντά στον τάφο του: τις αποκαλύψεις του για τους δολοφόνους της Ρόζας και του Καρλ τις είχε πληρώσει ένα μήνα αργότερα με τη ζωή του…
Ο Γιόγκισες, εβραίος της ρωσικής Λιθουανίας, μέντορας της Ρόζας κατά τα νεανικά της χρόνια, ήταν ο μόνος άντρας που η Ρόζα αποκάλεσε "ο σύζυγός μου". Συνδέθηκε μαζί του επί 15 χρόνια, από τα 20 μέχρι τα 35 της, κι αυτή ήταν μια σχέση ζωής: Τον εγκατέλειψε μαθαίνοντας για ένα σύντομο δεσμό του με τη συντρόφισσα, που τον έκρυβε σπίτι της κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, όταν κι οι δυο καθοδηγούσαν τον αγώνα στη Βαρσοβία, συνέχισαν όμως να συνεργάζονται στενά πολιτικά μέχρι το τέλος της ζωής της.
Χαρισματικός επαναστάτης-οργανωτής, επικεφαλής μαζί της και με τον Φέλιξ Ντερζίνσκι του κόμματος, στο οποίο μετεξελίχθηκε η αρχική φοιτητική ομάδα, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας, ο Λέο Γιόγκισες ήταν ο βασικός οργανωτής του Σπάρτακου στην παρανομία κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο. Μετά τη διπλή δολοφονία ανέλαβε επικεφαλής του μικροσκοπικού ΚΚΓ (δεν είχε καν γερμανική υπηκοότητα…). Παράνομος, πιάστηκε στις 10/3/1919, αναγνωρίστηκε (σε προηγούμενες συλλήψεις του δεν είχαν καταλάβει ποιος είναι) κι αφού κακοποιήθηκε άγρια, εκτελέστηκε μέσα σε αστυνομικό τμήμα με μια σφαίρα στην πλάτη, κι αυτός "επιχειρώντας να δραπετεύσει". Ο δολοφόνος του, αστυνομικός του Τμήματος Ανθρωποκτονιών Ερνστ Τάμσιτς, σκότωσε λίγες βδομάδες αργότερα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και τον επικεφαλής της Ναυτικής Μεραρχίας που επηρέαζαν οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές αλλά στις εξεγέρσεις, στο όνομα της ενότητας της σοσιαλδημοκρατίας, έμενε πάντα "ουδέτερη", υποπλοίαρχο Ντόρενμπαχ. Και αυτός επίσης ουδέποτε τιμωρήθηκε: Είχε μετεωρική άνοδο στην υπηρεσία του επί Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κι έγινε σημαντικό στέλεχος της Γκεστάπο επί Χίτλερ.
Βάλντεμαρ Παμπστ: Καριέρα ενός αντεπαναστάτη
Οργανωτής της διπλής δολοφονίας ήταν ο Βάλντεμαρ Παμπστ, επικεφαλής του Ελεύθερου Σώματος που έδρευε στο ξενοδοχείο Έντεν, πλοίαρχος του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Ναυτικού και μέλος του Γερμανικού Ανώτατου Επιτελείου Στρατού κατά τον παγκόσμιο πόλεμο, δεξί χέρι του Στρατάρχη Λούντεντορφ. Σε συνεργασία με έναν υποπλοίαρχό του ("είναι ο καλύτερος άντρας μου"), τον γνωστό μας, επί Χίτλερ, Αρχηγό της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού "Αμπβέρ", Βίλχελμ Φον Κανάρις. Ο Κανάρις, ο οποίος χειρίστηκε και τις πληρωμές από την επικήρυξη της Αντιμπολσεβίκικης Λίγκας στους δολοφόνους και φυγάδευσε ο ίδιος τον Ρούνγκε από το Βερολίνο με πλαστά χαρτιά σε ψεύτικο όνομα την περίοδο που ήλπιζαν ακόμα ν’ αποφύγουν τη δίκη, ήταν ένας από τους στρατοδίκες που απάλλαξαν τους αξιωματικούς! Ενώ ο εισαγγελέας του στρατοδικείου Πάουλ Γιορνς, πάλι, έγινε μετά το 1933 ο Γενικός Εισαγγελέας του Τρίτου Ράιχ! Ο Παμπστ, μετά από καριέρα φασίστα (παρα)στρατιωτικού-οργανωτή φασιστικών σωμάτων, μυστικού πράκτορα και έμπορου όπλων σε τρεις χώρες, Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία, επέστρεψε το 1955 από την Ελβετία στην πατρίδα του, όταν βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον παραδώσουν στους Σοβιετικούς. (Οι τελευταίοι είχαν ανακαλύψει και συλλάβει ήδη με την κατάληψη του Βερολίνου τον Μάιο του 1945 τον Ρούνγκε, που ζούσε με ψεύτικο όνομα στον ανατολικό τομέα του. Για πρώτη φορά το 1996 δόθηκε στη δημοσιότητα από τα Ρωσικά Στρατιωτικά Αρχεία η αναφορά του Συνταγματάρχη Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Κόκκινου Στρατού Κοτλιάρ, που τον ανέκρινε μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1945, οπότε ο Ρούνγκε πέθανε κρατούμενος υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες – στην αναφορά ο θάνατος του αποδίδεται "στα γηρατειά, ήταν ήδη 70 ετών"…)
Ο Παμπστ, αντιθέτως, πέθανε πλήρης ημερών, 90χρονος, πάμπλουτος και τιμημένος από το γερμανικό κράτος (επί Καγκελαρίας Κόνραντ Αντενάουερ) το 1970 στο Ντίσελντορφ, χωρίς ποτέ να κατηγορηθεί μπροστά σε δικαστήριο για οτιδήποτε. Όταν, μάλιστα, τον Γενάρη του ‘69, στα 50 χρόνια από τη διπλή δολοφονία, εξαγριωμένοι φοιτητές έκαναν διαδήλωση έξω απ’ το σπίτι του απαιτώντας την παραπομπή του σε δίκη για τη δολοφονία της Ρόζας και του Καρλ, η αστυνομία του παρέδωσε τα ονόματα των οργανωτών της διαδήλωσης για την περίπτωση που θα ήθελε να υποβάλλει μηνύσεις… Η ιστορία όμως δεν ξεχνά. Πριν δύο βδομάδες στη Γερμανία κυκλοφόρησε, σε συνδυασμό με τα 90χρονα από τη δολοφονία, από τον ιστορικό ερευνητή και σκηνοθέτη Κλάους Γκίτινγκερ ένα ογκώδες βιβλίο: Βασισμένο στην έρευνα της ιστορικού Ντόρις Κασούλε, που πέθανε νέα πριν 4 χρόνια χωρίς να προλάβει να την ολοκληρώσει, και στο αδημοσίευτο αρχείο του Παμπστ, έχει τίτλο "Ο αντεπαναστάτης. Βάλντεμαρ Παμπστ – μια γερμανική καριέρα".
Αυτοί, πάλι, που έδωσαν την τελική έγκριση και εξασφάλισαν την ατιμωρησία των δολοφόνων, ήταν δυο κορυφαίοι σοσιαλδημοκράτες: ο Λαϊκός Αντιπρόσωπος (υπουργός) Στρατιωτικών Γκούσταβ Νόσκε και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Λαϊκών Αντιπροσώπων και Πρόεδρος του SPD Φρίντριχ Έμπερτ: Λίγες βδομάδες αργότερα ο Έμπερτ θα γινόταν ο πρώτος Πρόεδρος της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Δολοφονία με κρίσιμες επιπτώσεις
Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ ήταν ίσως η πολιτική δολοφονία με τις σημαντικότερες επιπτώσεις στην ιστορία. Σύμφωνα με έναν από τους σπουδαιότερους σύγχρονους Γερμανούς ιστορικούς, τον Σεμπάστιαν Χάφνερ, συγγραφέα του βιβλίου του "Η προδομένη επανάσταση", που αποτέλεσε τομή στη γερμανική ιστοριογραφία για τη Νοεμβριανή Επανάσταση, η Ρόζα και ο Καρλ με τις απόψεις και με τη στάση τους είχαν ήδη τότε μετατραπεί σε σύμβολα: ο Λίμπκνεχτ, ο μόνος σοσιαλδημοκράτης βουλευτής που μέσα στη Γερμανική Βουλή είχε τολμήσει να καταψηφίσει τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα όνομα που στη διάρκεια του πολέμου βρισκόταν στα χείλη όσων αγωνίζονταν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, σύμβολο του "ακατανίκητου θάρρους". Η Λούξεμπουργκ, η σημαντικότερη γυναίκα θεωρητικός του 20ου αιώνα και ταυτόχρονα, όχι τυχαία, το στέλεχος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που είχε περάσει περισσότερα χρόνια απ’ οποιονδήποτε άλλο, ακόμα κι από τους ιδρυτές του κόμματος, στη φυλακή, σύμβολο του "αδάμαστου πνεύματος". Έπρεπε οπωσδήποτε να φύγουν από τη μέση προκειμένου να ποδηγετηθεί το κίνημα και ν’ αποτραπεί αποτελεσματικά οποιαδήποτε πιθανότητα ριζικής κοινωνικής αλλαγής.
Η δολοφονία τους, σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ, άνοιξε μια άβυσσο αίματος μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών στη Γερμανία, που έκανε πλέον αδύνατη την οποιαδήποτε παραπέρα μεταξύ τους συνεννόηση. Ταυτόχρονα, πάντα σύμφωνα με την Άρεντ, υπήρξε η πρώτη ατιμώρητη πολιτική δολοφονία στη Γερμανία και ως τέτοια άνοιξε την όρεξη κι ένα κεφάλαιο φυσικής εξόντωσης δεκάδων αρχηγών του ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος μέσα στο 1919. Η Άρεντ υποστηρίζει ότι η ατιμωρησία αυτής της διπλής δολοφονίας έπαιξε από ιστορική άποψη τέτοιο ρόλο, ώστε να οδηγήσει τελικά στη βιομηχανοποίηση του θανάτου στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η θέση του γερμανικού κράτους για την διπλή δολοφονία
Διαχρονικά η θέση του επίσημου γερμανικού κράτους για τη διπλή δολοφονία παρέμεινε αυτή της κατάπτυστης απόφασης του Στρατοδικείου του 1919:
Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ υπήρξε περίπου τυχαίο προϊόν της πρωτοβουλίας ενός υπαξιωματικού και κάποιου –άγνωστου– αξιωματικού, αυτού που την πυροβόλησε εξ επαφής στο κεφάλι. Τ’ όνομά του, υποπλοίαρχος Βίλχελμ Σουσόν, έγινε γνωστό μόλις το 1967 κι ο ίδιος είχε τότε το θράσος να μηνύσει τον δημοσιογράφο που πρώτος το δημοσίευσε. Ο φόνος του Καρλ Λίμπκνεχτ, πάλι, υπήρξε αποτέλεσμα ακατάλληλης (απερίσκεπτης) χρήσης των όπλων ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει, καθώς –όπως επισήμανε στην αγόρευσή του και ο εισαγγελέας– οι συνοδοί του αξιωματικοί, πέντε νέοι και δυνατοί άντρες, θα μπορούσαν εύκολα να πιάσουν ξανά αυτόν, μεγαλύτερό τους κατά είκοσι χρόνια κι επιπλέον σε κακή φυσική κατάσταση, καθώς ήταν χτυπημένος με υποκόπανο όπλου, χωρίς να χρειαστεί να τον πυροβολήσουν… Κι αυτό, παρόλο που απανωτές δίκες σε πολιτικά δικαστήρια μετά από μηνύσεις και διάφορα δημοσιεύματα του Τύπου είχαν αποκαλύψει τις σημαντικότερες πτυχές του συγκεκριμένου πολιτικού εγκλήματος πριν το τέλος της δεκαετίας του ’20 – π.χ. ο Πρόεδρος του Στρατοδικείου Χάιντς διώχθηκε από το δικαστικό σώμα για κακοδικία, όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε υπαγορεύσει στο Ρούνγκε τι να πει κι ότι επιπλέον του είχε προσφέρει χρήματα.
Η Κυβέρνηση του Καγκελαρίου Αντενάουερ, 43 χρόνια μετά τη διπλή δολοφονία, εγκατέλειψε τη θέση αυτή εκδίδοντας το Ομοσπονδιακό Δελτίο Τύπου της 8ης Φεβρουαρίου 1962.
Στο Δελτίο Τύπου οι δύο δολοφονίες χαρακτηρίζονται "νόμιμη εκτέλεση σύμφωνα με το στρατιωτικό νόμο", σημειώνοντας ότι χάρη στα Ελεύθερα Σώματα η Μόσχα απέτυχε να εντάξει, με το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου, ολόκληρη τη Γερμανία στην "κόκκινη αυτοκρατορία της".
Την αλλαγή ρότας είχε προκαλέσει η, επίσης για πρώτη φορά, δημόσια ανάληψη ευθύνης από μεριάς του Βάλντεμαρ Παμπστ σε συνέντευξή του σε φοιτητική νεοφασιστική εφημερίδα του Μονάχου τον Ιανουάριο 1962.
Η μήνυση που κατέθεσε στον Ανώτατο Εισαγγελέα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας εναντίον του Κυβερνητικού Εκπροσώπου Τύπου για "εγκωμιασμό δολοφονίας" η χήρα του Καρλ, Σόνια Λίμπκνεχτ, που ζούσε στο Ανατολικό Βερολίνο, μπήκε στο αρχείο. Την ίδια τύχη είχε και η μήνυση μιας ομάδας φοιτητών, ηγετών του Γερμανικού Μάη, ενάντια στον Βάλντεμαρ Παμπστ ως ηθικού αυτουργού των δύο δολοφονιών. Αντίστοιχη ήταν και η άσκηση δίωξης κατά του Παμπστ από τον Ανώτατο Εισαγγελέα του Ανατολικού Βερολίνου το 1963.
Οι συνέπειες της ήττας
Οι συνέπειες από την ήττα της γερμανικής Επανάστασης ήταν τεράστιας ιστορικής σημασίας. Το γερμανικό νεαρό Κομουνιστικό Κόμμα, άπειρο και αποκεφαλισμένο, χωρίς τους ιστορικούς ηγέτες του, απέτυχε να αρπάξει και την τελευταία επαναστατική ευκαιρία το 1923. H «δημοκρατία» δεν «στέριωσε» και δεν «άνθησε», όπως υπόσχονταν οι «νομιμόφρονες» σοσιαλδημοκράτες. Αντίθετα, η ήττα και η υποχώρηση του γερμανικού προλεταριάτου άνοιξε το δρόμο στους ναζί του Χίτλερ.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε προειδοποιήσει ότι, μπροστά στην παρακμή του καπιταλισμού, το πραγματικό δίλημμα της ανθρωπότητας είναι σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Το ότι θα επικρατούσε η βαρβαρότητα δεν ήταν μοιραίο. Η Ρόζα δεν ήταν μοιρολάτρης, πίστευε ακράδαντα ότι αυτό το δίλημμα θα απαντηθεί από τη δράση των ανθρώπων.
Πρώτη από όλους τους μεγάλους επαναστάτες των αρχών του 20ού αιώνα, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε ριχτεί στη μάχη για να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο πραγματικά ρεαλιστικός δρόμος για να αλλάξει ο κόσμος και να καταπολεμηθούν οι αυταπάτες που οδηγούσαν στην ήττα.
Η μάχη αυτή ήταν ο αγώνας ενάντια στο ρεφορμισμό και στον αναθεωρητισμό των βασικών αρχών του μαρξισμού, η μάχη δηλαδή ενάντια στην αυταπάτη ότι μπορούμε να μεταρρυθμίσουμε βαθμιαία τον καπιταλιστικό λύκο σε σοσιαλιστικό αρνάκι και ότι η επανάσταση είναι τάχα περιττή.
Μεταρρύθμιση ή επανάσταση
Το πιο γνωστό της έργο σε αυτή τη μάχη είναι το βιβλίο της «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση» που εκδόθηκε το 1900, όμως υπάρχουν αναρίθμητα άλλα άρθρα και βιβλία της που καταπιάνονται με τη συγκεκριμένη διαμάχη.
Το πρώτο πράγμα που ξεκαθάρισε η Ρόζα σε αυτή την αντιπαράθεση είναι το ζήτημα του ρεαλισμού, το ζήτημα ποιος είναι ο πραγματικά εφικτός τρόπος για να αλλάξουμε τον κόσμο. Με άλλα λόγια ξεκαθάρισε ότι η πάλη για μεταρρυθμίσεις προετοιμάζει, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πάλη για την επανάσταση:
«Η νομοθετική μεταρρύθμιση και η επανάσταση δεν είναι δύο διαφορετικές μέθοδοι της ιστορικής προόδου, τις όποιες μπορεί να διαλέξει κανείς μέσα στον μπουφέ της ιστορίας, όπως θα διάλεγε τα κρύα και τα ζεστά λουκάνικα, αλλά διαφορετικές στιγμές στην εξέλιξη της ταξικής κοινωνία…
…Γι’ αυτό όποιος κηρύσσεται υπέρ της κοινωνικής μεταρρύθμισης σε αντικατάσταση και σε αντίθεση με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και της κοινωνικής επανάστασης, δεν διαλέγει στην πραγματικότητα έναν πιο ήρεμο, πιο ασφαλή και πιο βραδύ δρόμο προς τον ίδιο σκοπό, αλλά έναν διαφορετικό σκοπό...»
Όλη η εκστρατεία για την ανάγκη εγκατάλειψης του επαναστατικού χαρακτήρα του μαρξισμού –στην οποία πρωτοστατούσε ο γνωστός σοσιαλιστής της εποχής Έντουαρντ Μπερνστάιν– στηριζόταν σε μια φωτογραφία της στιγμής για το καπιταλιστικό σύστημα.
Την εποχή εκείνη η οικονομία ανέβαινε, οι μεγάλες κρίσεις φάνταζαν παρελθόν, τα καρτέλ και το τραπεζικό σύστημα έδειχναν ότι περιόριζαν την αναρχία και την αστάθεια του συστήματος, τα συνδικάτα κέρδιζαν κατακτήσεις πρωτοφανείς στην ιστορία, τα εργατικά κόμματα αύξαναν την εκλογική και κοινοβουλευτική τους δύναμη, η «πρόοδος» της εργατικής τάξης μαζί με την «πρόοδο» και τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού φαίνονταν ότι ήταν το μέλλον.
Η Ρόζα απάντησε με ένα ανηλεές θεωρητικό σφυροκόπημα, ένα προς ένα, σε όλα αυτά τα επιχειρήματα των μεταρρυθμιστών για την τάχα αέναη πρόοδο του συστήματος και τη δυνατότητα μεταρρύθμισής του σε σοσιαλισμό.
Η επίπλαστη και προσωρινή «ομαλότητα», προειδοποιούσε η Ρόζα, προετοιμάζει μόνο βαθύτερες κρίσεις και πολέμους και η δυναμική του συστήματος δεν είναι η πρόοδος, αλλά η παρακμή του. Όχι μόνο ο στόχος της επανάστασης δεν είχε ξεπεραστεί, αλλά η εποχή που θα γινόταν η άμεση αναγκαιότητα για τους καταπιεσμένους πλησίαζε ολοταχώς.
Αυθόρμητο και συνειδητό
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ συγκλονίστηκε από την επανάσταση του 1905 στη Ρωσία. Στην εξέγερση των εργατών έβλεπε το μέλλον για το οποίο έπρεπε να προετοιμάζεται και το γερμανικό σοσιαλδημο κρατικό κόμμα, το οποίο ήταν τότε ενιαίο, καθώς ρεφορμιστές και επαναστάτες συνυπήρχαν.
Αντίθετα οι περισσότεροι ηγέτες του κόμματος θεώρησαν την επανάσταση στη Ρωσία τοπική ιδιορρυθμία, αδιανόητη σε ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς όπως η Γερμανία.
Η Ρόζα ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, όταν επιτέθηκε σφοδρά σε αυτόν τον συντηρητισμό των ηγετών:
«Μέσα στις επαναστατικές καταστάσεις, δεν είναι στις μάζες πού πρέπει να βάλουμε χαλινό, αλλά στους κοινοβουλευτικούς δικηγόρους τους για να μην προδώσουν τις μάζες και την επανάσταση».
Αυτό δεν οδηγούσε τη Ρόζα σε μια αναρχοφιλελεύθερη «θεωρία του αυθόρμητου», όπως πολλοί –εχθροί και «φίλοι»– ισχυρίστηκαν μετά το θάνατό της. Ήταν σε όλη της τη ζωή οργανωμένη σε κόμματα και κατανοούσε απόλυτα την ανάγκη της ηγεσίας στην επαναστατική πάλη:
«…Βέβαια, οι αρχηγοί που φρενάρουν το κίνημα, θα πεταχτούν τελικά στην άκρη από την ορμή των μαζών. Αλλά να καθόμαστε και να περιμένουμε με την ησυχία μας αυτό το ευτυχές γεγονός, αυτό το βέβαιο σήμα ότι ο καιρός είναι πλέον «ώριμος», αυτό μπορεί να αρμόζει μόνο με τη φιλοσοφία ενός ερημίτη.
…Δεν υπάρχει τίποτα πιο ευμετάβλητο από την ανθρώπινη ψυχολογία. Ακόμα περισσότερο η ψυχή των μαζών κρύβει μέσα της, όπως η ατελεύτητη θάλασσα, όλες τις λανθάνουσες δυνατότητες: τη νεκρική ηρεμία και την καταιγίδα που βροντάει, την πιο ποταπή δειλία και τον πιο άγριο ηρωισμό. Οι μάζες είναι πάντα εκείνο που πρέπει να είναι κατά τις περιστάσεις και είναι πάντα έτοιμες να γίνουν κάτι το εντελώς διαφορετικό από εκείνο που φαινόταν ότι είναι. Θα ήταν ένας γελοίος καπετάνιος εκείνος που θα καθόριζε την πορεία του από τη στιγμιαία θέα της επιφάνειας του νερού και δεν θα έπαιρνε τα μάτια του για τις καταιγίδες που ο ουρανός τον προειδοποιούσε ότι έρχονται…»
Το μόνο λάθος της –το μεγαλύτερο στη ζωή της– ήταν η πεποίθηση ότι η «ορμή των μαζών» θα ήταν αρκετός παράγοντας για να λύσει και το ζήτημα της ηγεσίας, όταν θα έφτανε η ώρα. Η στάση των ηγετών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος απέναντι στη γερμανική επανάσταση, με τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ και τη σφαγή των εξεγερμένων εργατών, ανέδειξε με τραγικό τρόπο αυτό το λάθος της μεγάλης επαναστάτριας.
Η μάχη που έδωσε η Λούξεμπουργκ ενάντια στο ρεφορμισμό ήταν λαμπρή και ανειρήνευτη. Όμως περιορίστηκε μόνο στο επίπεδο των ιδεών, δεν ολοκλήρωσε τον αγώνα της στο αναγκαίο συμπλήρωμα της οργάνωσης. Την επιρροή που κέρδιζε με τις ιδέες της, δεν επιχείρησε ποτέ να την μετατρέψει σε μια οργανωμένη επαναστατική πτέρυγα μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, μια πτέρυγα που θα αναδείκνυε τους δικούς της επαναστάτες αρχηγούς και τη δική της οργανωμένη βάση, μια οργανωμένη δύναμη ικανή να αντικαταστήσει τους ρεφορμιστές ηγέτες την κρίσιμη στιγμή και να τεθεί επικεφαλής των επαναστατημένων εργατών για την οριστική ανατροπή του καπιταλισμού.
Όμως η συνεισφορά της Ρόζας στο μαρξισμό είναι αναντικατάστατη και πολύτιμη. Η σημερινή κρίση του συστήματος φέρνει ξανά μπροστά μας το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Αν θέλουμε αυτή τη φορά να καταφέρουμε να το απαντήσουμε νικηφόρα, οφείλουμε να διδαχτούμε πάρα πολλά από τη Λούξεμπουργκ, αυτού του «αετού», όπως την αποκαλούσε ο Λένιν, τόσο από τα ύψη που έφτασε με το έργο της, όσο και από τα λάθη της, όταν πετούσε χαμηλά.
Κείμενα της Ρόζας Λούξεμπουργκ
'' Βία και Νομιμότητα ''
Παρά πολλά ειπώθηκαν, τον τελευταίο καιρό, για την οριστική πια αδυναμία μας να χρησιμοποιήσουμε «επαναστατικά μέσα παλιού τύπου». Μα ποτέ δε μας είπαν τι εννοούν μ' αυτά τα μέσα, ούτε και με τι θα αντικαταστήσουν.
Έτσι, με την ευκαιρία της βελγικής μας ήττας*, φέρνουν σε αντίθεση προς τα «επαναστατικά μέσα» - και πρώτα απ' όλα, προς τη βίαιη επανάσταση, προς τις μάχες των δρόμων -την καθημερινή οργάνωση και μόρφωση των μαζών. Αλλά είναι παράλογο να θέτουμε έτσι το' ζήτημα, για τον απλούστατο λόγο ότι η οργάνωση και η μόρφωση από μόνες τους δεν είναι ακόμη αγώνας, παρά είναι απλά προπαρασκευαστικά μέσα για τον αγώνα, και σαν τέτοια, είναι απαραίτητα τόσο στην επανάσταση, όσο και σε κάθε άλλη μορφή του εργατικού αγώνα. Η οργάνωση και η μόρφωση, αυτές καθεαυτές, δεν κάνουν περιττή την πολιτική πάλη, παρόμοια όπως η δημιουργία συνδικάτων και η είσπραξη των συνδρομών των μελών δεν κάνουν περιττούς τους αγώνες για το μεροκάματο ή τις απεργίες ...
... Στην απόφαση που πήραν μερικοί ν' αντικαταστήσουν μόνο με την κοινοβουλευτική δράση κάθε χρησιμοποίηση βίας στην προλεταριακή πάλη, το πιο παράξενο είναι η ιδέα ότι τάχα η επανάσταση μπορεί να γίνει αυθαίρετα. Ξεκινώντας από την αντίληψη αυτή, πιστεύουν ότι μπορούμε να κηρύξουμε ή να μην κηρύξουμε τις επαναστάσεις, να τις ετοιμάσουμε ή να τις αναβάλουμε, φθάνει μόνο να τις θεωρούμε ωφέλιμες ή περιττές ή βλαβερές, ότι αν θα γίνουν ή δε θα γίνουν επαναστάσεις στις καπιταλιστικές χώρες, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την πεποίθηση που θα επικρατεί στη σοσιαλδημοκρατία. Όσο περισσότερο η νομιμόφρονη θεωρία του σοσιαλισμού υποτιμάει τη δύναμη του εργατικού κόμματος σε άλλα ζητήματα, άλλο τόσο την υπερτιμάει σε τούτο το σημείο.
Η ιστορία όλων των επαναστάσεων που έγιναν στα περασμένα μας δείχνει ότι τα μεγάλα λαϊκά κινήματα δεν είναι καθόλου ένα αυθαίρετο και ενσυνείδητο δημιούργημα των λεγόμενων «αρχηγών» ή των «κομμάτων», καθώς φαντάζονται οι αστυνομικοί και οι επίσημοι αστοί ιστοριογράφοι, αλλά είναι αυθόρμητα κοινωνικά φαινόμενα, γεννημένα από μια δύναμη φυσική που πηγάζουν από τον ταξικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Η ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας σε τίποτε δεν άλλαξε τα πράγματα, και ο δικός της ρόλος δεν είναι να χαράζει νόμους στην ιστορική εξέλιξη της πάλης των τάξεων, αλλά ανίθετα να μπαίνει στην υπηρεσία αυτών των νόμων, χρησιμοποιώντας τους για τους σοσιαλιστικούς σκοπούς. Αν η σοσιαλδημοκρατία αντιστεκόταν στις επαναστάσεις, που παρουσιάζονται σαν ιστορική ανάγκη, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να μετατραπεί από εμπροσθοφυλακή σε οπισθοφυλακή, εμπόδιο ανίσχυρο στην πάλη των τάξεων. Μα η πάλη των τάξεων στο τέλος θα θριάμβευε είτε έτσι είτε αλλιώς, χωρίς τη σοσιαλδημοκρατία και, αν χρειαζόταν, ενάντια της.
Φτάνει να καταλάβουμε τα απλά αυτά πράγματα για να δούμε ότι το ζήτημα: επανάσταση ή νόμιμο πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι καθαρά και κατά κύριο λόγο ζήτημα όχι σοσιαλδημοκρατικής τακτικής, αλλά ιστορικής εξέλιξης. Μ' άλλα λόγια, βγάζοντας την επανάσταση έξω απ' την ταξική πάλη του προλεταριάτου, οι οπορτουνιστές μας ισχυρίζονται, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι η βία έπαψε να είναι ένας συντελεστής της νεώτερης ιστορίας.
Αυτό είναι το θεωρητικό βάθος του ζητήματος. Φτάνει να διατυπώσουμε μόνο την ιδέα αυτή, για να γίνει ολοφάνερος ο παραλογισμός της. Η βία, από τότε που εμφανίστηκε η «αστική νομιμότητα», ο κοινοβουλευτισμός, όχι μονάχα δεν έπαψε να παίζει έναν ιστορικό ρόλο, αλλά είναι και σήμερα επίσης, όπως και σε όλες τις προηγούμενες εποχές, η βάση της κυρίαρχης πολιτικής τάξης. Το καπιταλιστικό κράτος στο σύνολο του βασίζεται στη βία. Η στρατιωτική του οργάνωση είναι αυτή καθεαυτή μια χειροπιαστή απόδειξη. Ο οπορτουνιστικός δογματισμός πρέπει πραγματικά να έχει θαυματουργά χαρίσματα για να μην το βλέπει αυτό.
Μα είναι οι ίδιες ακόμη οι εκδηλώσεις της «νομιμότητας» που δίνουν αρκετές αποδείξεις γι'αυτό. Ή καλύτερα: τι άλλο παρά βία είναι στην ουσία της η αστική νομιμότητα;
Όταν έναν «ελεύθερο πολίτη», παρά τη θέληση του, με τον εξαναγκασμό, τον κλείνει ένας άλλος πολίτης σ' ένα μέρος στενό και ακατοίκητο, κι όταν τον κρατάν εκεί πέρα κάμποσο καιρό - όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που η ενέργεια αυτή θα γίνει δυνάμει ενός ενιαίου βιβλίου, που λέγεται Ποινικός Νόμος, και το μέρος αυτό ονομαστεί «Πρωσσική Βασιλική Φυλακή», μετατρέπεται αμέσως σε πράξη ειρηνικής νομιμότητας. Αν ένας άνθρωπος εξαναγκαστεί από ένα άλλο, παρά τη θέληση του, να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του, αυτό είναι πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτό θα ονομαστεί «στρατιωτική υπηρεσία», ο καλός πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας. Αν ένα πρόσωπο παρά τη θέληση του το στερήσουν άλλοι από ένα μέρος της ιδιοκτησίας του και του εισοδήματος του, κανένας δε θα διστάσει να πει ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτή η ληστεία θα ονομαστεί «είσπραξη άμεσων φόρων», πρόκειται μονάχα για εφαρμογή του νόμου.
Κοντολογής, ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας για αστική νομιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σ' επιτακτικό κανόνα. Από τη στιγμή που οι διάφορες πράξεις βίας καθορίστηκαν σαν υποχρεωτικός κανόνας, το πράγμα αντικαθρεπτίζεται από την ανάποδη στο κεφάλι των αστών νομομαθών, καθώς και στο κεφάλι των οπορτουνιστων σοσιαλιστών: η «έννομος» τάξη παρουσιάζεται σαν ένα ανεξάρτητο δημιούργημα της «δικαιοσύνης» και η βία του κράτους σα μια απλή της συνεπεία, σα μια «κύρωση» των νόμων. Στην πραγματικότητα η αστική νομιμότητα (και ο κοινοβουλευτισμός σα νομιμότητα εν τω γίγνεσθαι) είναι ίσα-ίσα μια ορισμένη μορφή, που παίρνει η πολιτική βία της αστικής τάξης, της βίας που πάλι φυτρώνει πάνω στο οικονομικό έδαφος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως όλη η θεωρία του νομι-μόφρονος σοσιαλισμού είναι καθαρή φαντασιοκοπία. Ενώ οι άρχουσες τάξεις στηρίζονται σε κάθε τους ενέργεια στη βία, μόνο το προλεταριάτο θα έπρεπε να αρνηθεί από την αρχή και για πάντα τη χρησιμοποίηση της βίας στην πάλη του εναντίον αυτών των τάξεων. Ποιο λοιπόν τρομερό σπαθί θα χρησιμοποιήσει για να ανατρέψει τη βία που κυβερνάει; Την ίδια εκείνη νομιμότητα που δίνει στη βία της αστικής τάξης τη σφραγίδα του επιτακτικού και παντοδύναμου κοινωνικού κανόνα.
Το πεδίο της αστικής νομιμότητας, του κοινοβουλευτισμού είναι όχι μόνον πεδίο κυριαρχίας της καπιταλιστικής τάξης, μα και πεδίο μάχης που διασταυρώνονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ προλεταριάτου και αστών. Μα όπως η «έννομος τάξις» δεν είναι για την αστική τάξη τίποτε άλλο παρά η έκφραση της δικής της βίας, έτσι και η κοινοβουλευτική πάλη για το προλεταριάτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τάση του να ανεβάσει στην εξουσία τη δική του βία. Αν πίσω από τη νόμιμη και κοινοβουλευτική μας δράση δεν υπάρχει η βία της εργατικής τάξης, έτοιμη να μπει σ' ενέργεια μόλις χρειαστεί, η κοινοβουλευτική δράση της σοσιαλδημοκρατίας καταντάει παιχνίδι τόσο έξυπνο, όσο και το κουβαλημα νερού με το κόσκινο. Οι ερασιτέχνες του ρεαλισμού που δεν κουράζονται να φωνάζουν για τις «θετικές επιτυχίες» της κοινοβουλευτικής δράσης της σοσιαλδημοκρατίας, για να τις χρησιμοποιήσουν ως όπλα κατά της αναγκαιότητας και σκοπιμότητας της βίας στον εργατικό αγώνα, δε βλέπουν καθόλου ότι οι επιτυχίες αυτές και οι πιο ασήμαντες, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της αόρατης και λανθάνουσας δράσης της βίας.
Το ότι η βία πάντα βρίσκεται στη βάση της αστικής νομιμότητας, το βλέπουμε στις περιπέτειες της ίδιας της ιστορίας του κοινοβουλευτισμού. Η πρακτική πείρα αποδεικνύει ολοφάνερα πως: όταν οι κυρίαρχες τάξεις πεισθούν ότι οι βουλευτές μας δεν υποστηρίζονται από πλατιές λαϊκές μάζες, έτοιμες να δράσουν όταν χρειαστεί, ότι οι επαναστατικές κεφαλές και επαναστατικές γλώσσες δεν είναι ικανές ή δε θεωρούν καλό να βάλουν σε κίνηση, μόλις χρειαστεί, τις επαναστατικές γροθιές - τότε και ο ίδιος ο κοινοβουλευτισμός και όλη η περίφημη νομιμότητα θα εξαφανισθούν, αργά ή γρήγορα, ως βάση του πολιτικού αγώνα.
Ύστερα, η νομιμότητα αποδεικνύεται ότι είναι προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων των διαφόρων τάξεων που συγκρούονται, και ότι πάντα ταλαντεύεται. Η Βαυαρία, η Σαξωνία, το Βέλγιο και η Γερμανία μας δίνουν αρκετά πρόσφατα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι κοινοβουλευτικές συνθήκες της πολιτικής πάλης παραχωρούνται ή αφαιρούνται από την κυρίαρχη τάξη, διατηρούνται ή αίρονται, ανάλογα με το βαθμό που οι θεσμοί αυτοί διασφαλίζουν τα ταξικά της συμφέροντα, ανάλογα με την επίδραση που ασκεί η υπόκωφη βία των λαϊκών μαζών, επιθετική ή αμυντική. Και πραγματικά, όπως σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε τη βία σα μέσο άμυνας των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων, έτσι επίσης σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, η βία είναι μέσο επίθεσης αναντικατάστατο, εκεί οπού ακόμη πρόκειται ακόμη να κατακτήσουμε το νόμιμο πεδίο της πάλης των τάξεων ...
... Οι οπορτουνιστές μας δηλώνουν πως ο σοσιαλισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δημοκρατία του αστικού κράτους. Δε βλέπουν ότι λέγοντας αυτό, απλώς επαναλαμβάνουν, με άλλα λόγια, τις παλιές θεωρίες που δίδασκαν ότι η αστική νομιμότητα και η αστική δημοκρατία είναι προορισμένες να πραγματοποιήσουν τη γενική ελευθερία, ισότητα και ευτυχία - όχι τις θεωρίες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, που τα συνθήματα της στάθηκαν μια αφελής πίστη, πριν από τη μεγάλη τους ιστορική δοκιμασία, αλλά τις θεωρίες των λογίων και φλύαρων δικηγόρων του 1848, των Οντιλόν Μπαρό, των Λαμαρτί-νων, των Γκαρνιέ Παζές, που ορκίζονταν να πραγματοποιήσουν όλες της επαγγελίες της Μεγάλης Επανάστασης με κοινοβουλευτικές φλυαρίες. Οι θεωρίες αυτές σημείωσαν καθημερινά αποτυχίες στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα, και η σοσιαλδημοκρατία τις έθαψε τόσο βαθειά, που χάθηκε ολότελ» η μνήμη τους. Ύστερα απ' όλα αυτά έρχονται σήμερα να τις αναστήσουν και να μας τις παρουσιάσουν για ιδέες ολωσδιόλου καινούργιες, ικανές να μας οδηγήσουν στην πραγματοποίηση των σκοπών της σοσιαλδημοκρατίας. Ώστε λοιπόν βάση της διδασκαλίας των οπορτου-νιστών δεν είναι, όπως πολλοί φαντάζονται, η θεωρία της εξέλιξης, αλλά η θεωρία των περιοδικών επαναλήψεων της ιστορίας που η κάθε νέα τους έκδοση είναι πιο ανιαρή και πιο αηδιαστική από την προηγούμενη.
Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία εδώ και 15 χρόνια πραγματοποίησε, χωρίς αμφιβολία, μια εξαιρετικά σπουδαία αναθεώρηση της σοσιαλιστικής τακτικής και γι αυτό προσέφερε μια μεγάλη υπηρεσία στο διεθνές προλεταριάτο. Η αναθεώρηση αυτή συνίσταται στην καταστροφή της παλιας πίστης στη βίαιη επανάσταση ως τη μοναδική μέθοδο της ταξικής πάλης, ως το μέσο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανά πασά στιγμή, για να εγκαθιδρυθεί το σοσιαλιστικό καθεστώς. Σήμερα η επικρατούσα αντίληψη, διατυπωμένη ξανά από τον Καουτσκυ στο συνέδριο του Παρισιού, δέχεται ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη θα πραγματοποιηθεί ύστερα από μία πολύ ή λίγο μακρόχρονη περίοδο κανονικής και καθημερινής κοινωνικής πάλης, στην οποία η προσπάθεια για τον προοδευτικό εκδημοκρατισμό του κράτους και του κοινοβουλευτισμού, είναι ένα μέσο εξαιρετικά αποτελεσματικό, για την ιδεολογική και, ως ένα μέρος, για την υλική εξύψωση της εργατικής τάξης.
Αυτά η γερμανική σοσιαλδημοκρατία τα απέδειξε στην πραξη. Ωστόσο αυτά καθόλου δε σημαίνουν ότι η βία παραμερίστηκε μια για πάντα, ούτε ότι οι βίαιες επαναστάσεις αποκηρύχθηκαν ως μέσο πάλης του προλεταριάτου και ότι ο κοινοβουλευτισμός ανακηρύχθηκε μοναδική μέθοδος πάλης των τάξεων. Ίσα-ίσα το αντίθετο, η βία είναι και μένει το ύστατο μέσο της εργατικής τάξης, ο υπέρτατος νόμος της πάλης των τάξεων, άλλοτε λανθάνων, άλλοτε εμφανής. Αν με την κοινοβουλευτική μας δράση και με όλη μας την εργασία «επαναστατούμε» τα μυαλά, αυτό το κάνουμε για να κατέβει όταν χρειαστεί η επανάσταση από τα κεφάλια στις γροθιές.
Δεν είναι η αγάπη προς τη βία ή ο επαναστατικός ρομαντισμός, αλλά σκληρή ιστορική ανάγκη, εκείνο που υποχρεώνει τα σοσιαλιστικά κόμματα να προετοιμάζονται για βίαιες συγκρούσεις αργά ή γρήγορα με την αστική κοινωνία, στην περίπτωση που οι προσπάθειες μας σκοντάψουν σε ζωτικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Το να θεωρούμε τον κοινοβουλευτισμό ως αποκλειστικό μέσο πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, δεν είναι λιγότερο φαντασιοκοπικό και, κατά βάθος, λιγότερο αντιδραστικό, από το να δεχόμαστε τη γενική απεργία ή τα οδοφράγματα, ως αποκλειστικά μέσα πάλης.
Η βίαιη επανάσταση, στις σημερινές περιστάσεις, είναι δίχως άλλο δίκοπο μαχαίρι και δυσκολομεταχείριστο. Πιστεύω ότι το προλεταριάτο δε θα καταφύγει σ' αυτό το μέσο παρά μόνον όταν αυτό θα είναι η μόνη διέξοδος που θα του απομένει, με την απαραίτητη πάντα προϋπόθεση ότι η πολιτική κατάσταση και ο συσχετισμός των δυνάμεων εξασφαλίζουν λιγότερο ή περισσότερο την πιθανότητα της επιτυχίας. Μα η σαφέστατη κατανόηση της ανάγκης να χρησιμοποιηθεί η βία τόσο στα διάφορα επεισόδια της πάλης των τάξεων, όσο και για την τελική κατάκτηση της εξουσίας, είναι εκ των προτέρων απαραίτητη, γιατί ίσα-ίσα η κατανόηση αυτή είναι που δίνει ορμή και αποφασιστικότητα στην ειρηνική και νόμιμη δράση μας.
Αν η σοσιαλδημοκρατία παρασυρόταν από τους οπορτουνιστές και αποφάσιζε να παραιτηθεί εκ των προτέρων και δια παντός από τη χρησιμοποίηση της βίας, αν αποφάσιζε να υποχρεώσει τις εργατικές μάζες να σεβαστούν την αστική νομιμότητα, τότε όλοι οι πολιτικοί της αγώνες, κοινοβουλευτικοί και άλλοι, θα χρεοκοπούσαν αξιοθρήνητα, αργά ή γρήγορα, για να δώσουν τη θέση τους στην αχαλίνωτη κυριαρχία της αντιδραστικής βίας.
* Ύστερα από τη γενική απεργία των βέλγων εργατών του 1902 που απάνθρωπα χτυπήθηκε από τις στρατιωτικές δυνάμεις της καθολικής κυβέρνησης και στην αποκορύφωση της λύθηκε από το οπορτουνιστικό Γενικό Συμβούλιο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (Βάντερβελντε), στη Διεθνή ξέσπασε μια μεγάλη ιδεολογική διαμάχη γύρω από την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας.
Πρωτοδημοσιεύτηκε: Die Neue Zeit, 14 Μαΐου 1902. Πρώτη φορά στα ελληνικά: Περιοδικό Νέοι Στόχοι Νο. 1 στη διάρκεια της επταετίας Επαναδημοσίευση: Περιοδικό Σπάρτακος, Νο. 66, Σεπτέμβρης 2002 HTML Markup: Αντώνης Μεγρέμης για το Ελληνικό Αρχείο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μάϊος 2003
'' Οργανωτικά ζητήματα της Ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας''
Ένα καθήκον άνευ προηγουμένου στην ιστορία του σοσιαλιστικού κινήματος έχει πέσει στους ώμους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας. Είναι το να αποφασίσει για το ποια είναι η καλύτερη σοσιαλιστική πολιτική τακτική σε μια χώρα όπου κυριαρχεί η απόλυτη μοναρχία. Θα ήταν λάθος να τραβήξουμε μια αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ της κατάστασης στη Ρωσία και αυτής της Γερμανίας στην περίοδο 1879-90, όπου ίσχυαν οι αντισοσιαλιστικοί νόμοι του Βίσμαρκ. Οι δυο καταστάσεις έχουν ένα κοινό- την αστυνομοκρατία. Αλλιώς δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση συγκρίσιμες.
Τα εμπόδια που παρουσιάστηκαν στο δρόμο της σοσιαλδημοκρατίας από την απουσία δημοκρατικών ελευθεριών είναι σχετικά δευτερεύουσας σημασίας. Ακόμη και στη Ρωσία, το λαϊκό κίνημα πέτυχε να ξεπεράσει τα εμπόδια που έθεσε το κράτος. Ο λαός κέρδισε ένα (έστω και επισφαλές) σύνταγμα μέσα από τις ταραχές στους δρόμους. Μένοντας στην πορεία αυτή, ο λαός της Ρωσίας θα πετύχει με τον καιρό ολική νίκη ενάντια στον αυταρχισμό.
Η βασική δυσκολία που αντιμετωπίζει η σοσιαλιστική δράση στη Ρωσία απορρέει από το γεγονός ότι στη χώρα αυτή η κυριαρχία της μπουρζουαζίας είναι καλυμμένη από το πέπλο της απολυταρχίας. Η κατάσταση αυτή δίνει στην σοσιαλιστική προπαγάνδα έναν αφηρημένο χαρακτήρα, ενώ η άμεση πολιτική δράση παίρνει ένα δημοκρατικό-επαναστατικό χαρακτήρα.
Οι αντισοσιαλιστικοι νόμοι του Βισμαρκ έθεσαν το κίνημα μας εκτός συνταγματικών ορίων και αυτό σε μια υψηλά αναπτυγμένη αστική κοινωνία, όπου οι ταξικοί ανταγωνισμοί είχαν ήδη φτάσει σε πλήρη άνθηση στον κοινοβουλευτικό ανταγωνισμό (εδώ, παρεμπιπτόντως, φαίνεται και ο παραλογισμός της τακτικής του Βισμαρκ). Η κατάσταση είναι διαφορετική στη Ρωσία. Το πρόβλημα είναι το πώς θα δημιουργήσουμε ένα σοσιαλδημοκρατικό κίνημα σε μια περίοδο που το κράτος δεν έχει έρθει ακόμη στα χέρια της μπουρζουαζίας.
Η κατάσταση αυτή έχει αντίκτυπο στην δράση μας, με την έννοια ότι πρέπει να μπολιάσουμε το ρωσικό έδαφος με τις σοσιαλιστικές ιδέες. Επίσης, με έναν περίεργο και άμεσο τρόπο, μας φέρνει μπροστά στο ζήτημα της οργάνωσης του κόμματος.
Κάτω από συνηθισμένες συνθήκες, όπου δηλαδή η πολιτική ηγεμονία της αστικής τάξης έχει προηγηθεί της εμφάνισης του σοσιαλιστικού κινήματος, η ίδια η μπουρζουαζία ενσταλάζει στην εργατική τάξη τα πρώτα ίχνη πολιτικής αλληλεγγύης. Στο σημείο αυτό, διαβάζουμε στο κομμουνιστικό μανιφέστο, η ενοποίηση της εργατικής τάξης δεν προέρχεται ακόμη από την δικιά της λαχτάρα για ενότητα, αλλά έρχεται σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητας της μπουρζουαζίας, "...η οποία προκειμένου να επιτύχει τους πολιτικούς της στόχους, είναι υποχρεωμένη να βάλει σε κίνηση το προλεταριάτο...".
Παρ' όλα αυτά στη Ρωσία η σοσιαλδημοκρατία με τις δικές της προσπάθειες πρέπει να καλύψει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Πρέπει να οδηγήσει τους ρώσους προλετάριους από την τωρινή "εξατομικοποιημενη" κατάσταση, την οποία παρατείνει το αυταρχικό καθεστώς, σε μια ταξική οργάνωση που θα τους βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν τους ιστορικούς τους στόχους και θα τους προετοιμάσει στον αγώνα για την επίτευξη τους.
Οι ρώσοι σοσιαλιστές είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν το χτίσιμο μιας τέτοιας οργάνωσης χωρίς να έχουν τα οφέλη από μια τέτοια οργάνωση, χωρίς να έχουν τα οφέλη των τυπικών εγγυήσεων που συνήθως βρίσκονται μέσα στο αστικό-δημοκρατικό σκηνικό. Δεν διαθέτουν την πολιτική πρώτη ύλη, η οποία στις άλλες χώρες παρέχεται από την ίδια την αστική κοινωνία. Σαν να λεμε ότι σαν τον παντοδύναμο θεό πρέπει να δημιουργήσουν μια τέτοια οργάνωση από το κενό.
Πως θα επιτύχουμε την μετάβαση από τον τύπο οργάνωσης τον χαρακτηριστικό για το προπαρασκευαστικό στάδιο του σοσιαλιστικού κινήματος- συνήθως μη συνδεμένες τοπικές ομάδες και όμιλοι με κύρια δράση την προπαγάνδα- στην ενότητα ενός μεγάλου, πανεθνικού σώματος, κατάλληλου για συγκεντρωμένη πολιτική δράση σε όλη την έκταση του ρωσικού κράτους; αυτό είναι το συγκεκριμένο πρόβλημα που η ρωσική σοσιαλδημοκρατία αντιμετωπίζει εδώ και κάποιο καιρό.
Η αυτονομία και η απομόνωση είναι τα πιο πολυειπωμενα χαρακτηριστικά του παλιού τύπου οργάνωσης. Είναι λοιπόν κατανοητό το γιατί το σύνθημα όλων όσων θέλουν να δούνε μια περιεκτική πανεθνική οργάνωση θα έπρεπε να είναι "Συγκεντρωτισμός!".
Στο συνέδριο του κόμματος έγινε προφανές ότι ο όρος "συγκεντρωτισμός" δεν καλύπτει πλήρως το ζήτημα της οργάνωσης της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας. Για μια ακόμη φορά μάθαμε ότι καμιά αυστηρή φόρμουλα δεν μπορεί να μας εφοδιάσει με την λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα του κοινωνικού κινήματος.
Το "ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω" του Λένιν, ενός έξοχου μέλους της ομάδας της Ισκρα, είναι μια μεθοδική έκθεση των ιδεών της υπέρ-συγκεντρωτικής τάσης στο ρωσικό κίνημα. Τα επιχειρήματα που στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται με ασύγκριτη δύναμη και λογική, είναι αυτά του ανελέητου συγκεντρωτισμού. Σαν αρχή παρουσιάζεται η αναγκαιότητα της επιλογής και της συγκρότησης ως ξεχωριστό σώμα, όλων των ενεργών επαναστατών, σε διάκριση με την ανοργάνωτη, αν και επαναστατική , μάζα που πλαισιώνει αυτή την ελίτ.
Η άποψη του Λένιν είναι ότι η κεντρική επιτροπή του κόμματος θα πρέπει να έχει το προνόμιο να συγκροτεί όλες τις τοπικές επιτροπές του κόμματος. Θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να διορίζει τα αποτελεσματικά όργανα όλων των τοπικών σωμάτων από τη Γενεύη ως τη Λιέγη και από το Τομσκ ως το Ιρκουτσκ. Πρέπει επίσης να έχει το δικαίωμα να επιβάλλει σε όλες τις επιτροπές τους δικούς της έτοιμους κανόνες διοίκησης του κόμματος. Πρέπει να έχει το δικαίωμα να καθορίζει χωρίς αμφισβήτηση ζητήματα όπως η διάλυση και η επανασύσταση των τοπικών οργανώσεων. Με τον τρόπο αυτό, η κεντρική επιτροπή θα μπορεί να καθορίζει, όπως την βολεύει, την σύνθεση των υψηλότερων οργάνων του κόμματος. Η κεντρική επιτροπή θα είναι το μόνο σκεπτόμενο στοιχείο στο κόμμα. Οι υπόλοιποι κομματικοί σχηματισμοί θα είναι απλά τα εκτελεστικά άκρα της.
Ο Λένιν ισχυρίζεται ότι ο συνδυασμός του μαζικού σοσιαλιστικού κινήματος με έναν τόσο ισχυρά συγκεντρωτικό τύπο οργάνωσης είναι μια συγκεκριμένη αρχή του επαναστατικού μαρξισμού. Προκειμένου να στηρίξει την άποψη αυτή αναπτύσσει μια σειρά επιχειρημάτων, με τα οποία θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Μιλώντας γενικά, είναι αναμφισβήτητο το ότι κάποια ισχυρή τάση προς την συγκεντροποιηση είναι έμφυτη στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα. Η τάση αυτή πηγάζει από το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού που είναι βασικά ένας συγκεντρωτικός παράγοντας. Το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα αναπτύσσει την δραστηριότητα του μέσα στο μεγάλο αστικό κέντρο. Η αποστολή του είναι να εκπροσωπήσει, μέσα στα όρια του εθνικού κράτους, τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου και να αντιπαραθέτει αυτά τα κοινά συμφέροντα με όλα τα τοπικά και συλλογικά συμφέροντα.
Έτσι η σοσιαλδημοκρατία είναι κατά κανόνα εχθρική σε κάθε εκδήλωση που προωθεί τον τοπικό ή ομοσπονδιακό χαρακτήρα. Παλεύει για την ένωση όλων των εργατών και των εργατικών οργανώσεων σε ένα κόμμα ανεξαρτήτως εθνικών, θρησκευτικών ή επαγγελματικών διαφορών. Η σοσιαλδημοκρατία εγκαταλείπει την αρχή αυτή και υποχωρεί στον φεντεραλισμό μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες, όπως στην περίπτωση της Αυστρο-Ουγγρικής αυτοκρατορίας.
Είναι ξεκάθαρο το ότι η ρωσική σοσιαλδημοκρατία δεν θα έπρεπε να οργανωθεί σαν ένα ομοσπονδιακό μόρφωμα πολλών εθνικών ομάδων. Πρέπει να γίνει ένα ενιαίο κόμμα για ολόκληρη την αυτοκρατορία. Παρ΄ όλα αυτά δεν είναι αυτό το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε εδώ. Αυτό που μας απασχολεί είναι το σε ποιο βαθμό είναι απαραίτητος ο συγκεντρωτισμός σ΄ αυτό το ενοποιημένο ρωσικό κόμμα από την άποψη των ιδιαίτερων συνθηκών μέσα στις οποίες το κόμμα αυτό πρέπει να λειτουργήσει.
Κοιτάζοντας το ζήτημα από τη σκοπιά των τυπικών καθηκόντων της σοσιαλδημοκρατίας, της δυναμικής του ως κόμμα του ταξικού αγώνα, φαίνεται κατ αρχήν ότι η δύναμη και η ενέργεια του κόμματος είναι χαρακτηριστικά ευθέως εξαρτημένα από την πιθανότητα να συγκεντροποιηθει το κόμμα. Παρ΄ όλα αυτά, αυτά τα τυπικά καθήκοντα απαντώνται σε όλα τα ενεργά κόμματα. Στην περίπτωση της σοσιαλδημοκρατίας είναι λιγότερα σημαντικά από την επιρροή των ιστορικών συνθηκών.
Η σοσιαλδημοκρατία είναι το πρώτο κίνημα στην ιστορία των ταξικών κοινωνιών που βασίζεται, σε όλες τις φάσεις και την πορεία του, στην οργάνωση και στην άμεση, ανεξάρτητη δράση των μαζών. Εξ αιτίας αυτού η σοσιαλδημοκρατία δημιουργεί έναν οργανωτικό τύπο που είναι τελείως διαφορετικός από τους κοινούς ανάμεσα στα προηγούμενα επαναστατικά κινήματα, όπως των Γιακοβίνων και των υποστηρικτών του Μπλανκί.
Ο Λένιν φαίνεται να παραμερίζει το γεγονός αυτό όταν παρουσιάζει στο βιβλίο του την άποψη ότι ο επαναστάτης σοσιαλδημοκράτης δεν είναι τίποτε άλλο από "Γιακωβίνος ακατάλυτα δεμένος στην οργάνωση του ταξικά συνειδητοποιημένου προλεταριάτου".
Για τον Λένιν, η διαφορά μεταξύ της σοσιαλδημοκρατίας και του μπλανκισμου ανάγεται στην παρατήρηση ότι στη θέση μιας χούφτας συνωμοτών έχουμε το ταξικά-συνειδητό προλεταριάτο. Ξεχνά ότι η διάφορα αυτή επιβάλλει την ολική αναθεώρηση των ιδεών μας για την οργάνωση και συνεπώς μια τελείως διαφορετική αντίληψη του συγκεντρωτισμού και των σχέσεων μεταξύ του κόμματος και του αγώνα.
Ο μπλανκισμός δεν βασιζόταν στην άμεση δράση της εργατικής τάξης. Έτσι δεν χρειαζόταν να οργανώσει τον κόσμο για την επανάσταση. Ο κόσμος θα έπαιζε το ρόλο του μόνο εκείνη τη στιγμή της επανάστασης. Η προετοιμασία για την επανάσταση αφορούσε μόνο το μικρό τμήμα εκείνων των επαναστατών των οπλισμένων για το πραξικόπημα. Μάλιστα, για να διασφαλιστεί η επιτυχία της επαναστατικής συνωμοσίας, θεωρούνταν συνετό να κρατούνται οι μάζες σε κάποια απόσταση από τους συνωμότες. Μια τέτοια σχέση θα μπορούσαν να τη συλλάβουν μόνο οι μπλανκιστες, αφού η συνωμοτική δραστηριότητα της οργάνωσής τους δεν είχε σχέση με τον καθημερινό αγώνα των λαϊκών μαζών.
Η τακτική και τα καθήκοντα των μπλανκιστων επαναστατών μόνο μικρή σχέση είχε με τον στοιχειώδη ταξικό αγώνα. Έτσι ήταν σχεδιασμένα ελεύθερα. Μπορούσαν να αποφασίζονται εκ των προτέρων και να παίρνουν τη μορφή ενός σχεδίου προς εκτέλεση. Σαν συνέπεια αυτού, τα απλά μέλη της οργάνωσης ήταν απλά εκτελεστικά όργανα, εκτελώντας τις εντολές ενός σχεδίου έξω από τη δικιά τους σφαίρα δραστηριοτήτων. Ήταν τα όργανα της κεντρικής επιτροπής. Εδώ συναντάμε ένα δεύτερο παράδοξο του συνωμοτικού συγκεντρωτισμού: την απόλυτη και τυφλή υποταγή όλων των κομματικών σχημάτων στην θέληση του κέντρου και την επέκταση της εξουσίας αυτής σε όλα τα μέρη της οργάνωσης.
Όμως η σοσιαλδημοκρατική δραστηριότητα διεξάγεται κάτω από ριζικά διαφορετικές συνθήκες. Προκύπτει ιστορικά από τον στοιχειώδη ταξικό αγώνα. Εξαπλώνεται και αναπτύσσεται σύμφωνα με την ακόλουθη διαλεκτική αντίφαση. Ο προλεταριακός στρατός στελεχώνεται και συνειδητοποιεί τους στόχους του στην πορεία του αγώνα. Η δραστηριότητα της οργάνωσης του κόμματος, η ανάπτυξη της συνειδητοποίησης των στόχων του αγώνα μέσα στους προλετάριους και ο ίδιος ο αγώνας δεν είναι πράγματα που χωρίζονται χρονολογικά και μηχανικά. Είναι μόνο διαφορετικές όψεις του ίδιου αγώνα και έτσι για την σοσιαλδημοκρατία δεν υπάρχουν λεπτομερή σχήματα τακτικής με τα οποία η κεντρική επιτροπή μπορεί να εκπαιδεύσει τα μέλη με τον ίδιο τρόπο που εκπαιδεύονται οι στρατιώτες στα στρατόπεδα. Ακόμη, το εύρος της επιρροής του σοσιαλιστικού κόμματος συνεχώς παρουσιάζει διακυμάνσεις ανάλογες μ' αυτές του αγώνα μέσα στον οποίο η οργάνωση δημιουργείται και αναπτύσσεται.
Για το λόγο αυτό ο συγκεντρωτισμός της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να βασιστεί στη μηχανική καθυπόταξη και την τυφλή υπακοή των μελών στο κέντρο του κόμματος. Για τον λόγο αυτό το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα δεν μπορεί να επιτρέψει τον αεροστεγή διαχωρισμό μεταξύ του ταξικά συνειδητού πυρήνα του προλεταριάτου που βρίσκεται μέσα στο κόμμα και του άμεσου λαϊκού περιβάλλοντος του, των μη κομματικών τμημάτων του προλεταριάτου.
Έτσι οι δυο αρχές πάνω στις οποίες βασίζεται ο συγκεντρωτισμός του Λένιν είναι ακριβώς αυτές:
1. Η τυφλή καθυπόταξη, και στην πιο μικρή λεπτομέρεια, όλων των οργάνων του κόμματος στο κέντρο του κόμματος που μόνο αυτό σκέφτεται, καθοδηγεί και αποφασίζει για όλα.
2. Ο αποφασιστικός διαχωρισμός του οργανωμένου πυρήνα των επαναστατών από το κοινωνικό-επαναστατικό περιβάλλον τους.
Αυτός ο συγκεντρωτισμός είναι μια μηχανική μετάθεση των οργανωτικών αρχών του μπλανκισμου στο μαζικό κίνημα των σοσιαλιστών εργατών.
Σε συμφωνία με τη λογική ο Λένιν ορίζει τον επαναστάτη σοσιαλδημοκράτη "Γιακωβίνο δεμένο στην οργάνωση του ταξικά συνειδητοποιημένου προλεταριάτου".
Το γεγονός είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν είναι δεμένη με την οργάνωση του προλεταριάτου. Είναι η ίδια προλεταριάτο. Και εξ αιτίας αυτού, ο σοσιαλδημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι βασικά διαφορετικός από τον μπλανκικο συγκεντρωτισμό. Μπορεί να είναι μόνο η συγκεντρωμένη θέληση των ατόμων και των ομάδων των αντιπροσωπευτικών της εργατικής τάξης. Είναι σαν να λεμε ο "αυτό-συγκεντρωτισμός" των προχωρημένων τμημάτων του προλεταριάτου. Είναι ο κανόνας της πλειοψηφίας μέσα στο κόμμα του.
Οι απαράβατοι όροι για την πραγμάτωση του σοσιαλδημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι:
1. Η ύπαρξη ενός μεγάλου αντιπροσωπευτικού τμήματος της εργατικής τάξης, εκπαιδευμένου στην ταξική πάλη.
2. Η δυνατότητα για τους εργάτες να αναπτύσσουν τη δικιά τους πολιτική δραστηριότητα μασά από την άμεση επιρροη στην δημόσια ζωή, στον κομματικό τύπο, στις δημόσιες συγκεντρώσεις κ.λ.π.
Οι συνθήκες αυτές δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί πλήρως στη Ρωσία. Η πρώτη- μια προλεταριακή εμπροσθοφυλακή με συνείδηση των ταξικών συμφερόντων και ικανή να αυτοδιευθυνεται στην πολιτική δραστηριότητα- μόλις τώρα εμφανίζεται στη Ρωσία. Όλες οι προσπάθειες για σοσιαλιστική δράση και οργάνωση θα πρέπει να στοχεύουν στο να επιταχύνουν το σχηματισμό μιας τέτοιας εμπροσθοφυλακής. Η δεύτερη συνθήκη μπορεί να υπάρξει μόνο κάτω από καθεστώς πολιτικών ελευθεριών.
Με τα συμπεράσματα αυτά ο Λένιν διαφωνεί έντονα. Είναι πεισμένος ότι όλες οι αναγκαίες συνθήκες για το σχηματισμό ενός τέτοιου ισχυρού και συγκεντρωτικού κόμματος, υπάρχουν ήδη στη Ρωσία. Διακηρύσσει ότι: "δεν είναι πια οι προλετάριοι, αλλά συγκεκριμένοι διανοούμενοι στο κόμμα μας που χρειάζονται εκπαίδευση στα θέματα της οργάνωσης και της πειθαρχίας". Μεγαλοποιεί την εκπαιδευτική επιρροή του εργοστασίου, το οποίο λεει ότι μαθαίνει στο προλεταριάτο "πειθαρχία και οργάνωση".
Με το να λεει όλα αυτά, ο Λένιν δείχνει ξανά ότι η αντίληψη του για τη σοσιαλιστική οργάνωση είναι αρκετά μηχανιστική. Η πειθαρχία, που ο Λένιν έχει στο μυαλό του, δεν εμφυτεύεται στην εργατική τάξη μόνο από το εργοστάσιο αλλά και από το στρατό και την κρατική γραφειοκρατία, δηλαδή από ολόκληρο τον μηχανισμό του συγκεντρωτικού αστικού κράτους.
Κακοποιούμε τις λέξεις και αυταπατόμαστε όταν χρησιμοποιούμε τον ίδιο όρο - την πειθαρχία - σε τόσο διαφορετικές καταστάσεις όπως: α) η απουσία σκέψης και θέλησης σε ένα σώμα με χιλιάδες αυτόματα κινούμενα πόδια και χέρια, και β) ο αυθόρμητος συνδυασμός της συνειδητής πολιτικής πράξης σε ένα σώμα ανθρώπων. Ποιο είναι το κοινό μεταξύ της συστηματικής υποταγής μιας καταπιεσμένης τάξης και την αυτό-πειθάρχηση και οργάνωση μιας τάξης που αγωνίζεται για την χειραφέτηση της;
Η αυτό-πειθάρχηση της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι καθόλου η αντικατάσταση της εξουσίας των αστών από την εξουσία της σοσιαλιστικής κεντρικής επιτροπής. Η εργατική τάξη θα επιζητήσει την αίσθηση μιας νέας πειθαρχίας, την ελεύθερα επιλεγμένη αυτό-πειθάρχηση της σοσιαλδημοκρατίας, όχι σαν αποτέλεσμα της πειθαρχίας που επιβάλλεται από το αστικό κράτος, αλλά με το να ξεριζώσει μέχρι την τελευταία ρίζα τις παλιές της συνήθειες της υπακοής και της δουλοπρέπειας.
Ο συγκεντρωτισμός, με τη σοσιαλιστική έννοια, δεν είναι κάτι απόλυτο που βρίσκει εφαρμογή σε κάθε φάση του εργατικού κινήματος. Είναι μια τάση που πραγματώνεται σε αναλογία με την ανάπτυξη και την πολιτική εκπαίδευση που οι εργαζόμενες μάζες κατακτούν στην πορεία του αγώνα τους.
Χωρίς αμφιβολία, η απουσία των αναγκαίων συνθηκών για την ολοκληρωτική πραγματοποίηση αυτού του είδους συγκεντρωτισμού στο ρωσικό κίνημα, είναι ένα τρομερό εμπόδιο.
Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να αντικαταστήσουμε "προσωρινά" με την απόλυτη εξουσία μιας κεντρικής επιτροπής (που ενεργεί σαν "άτυπη εκπροσώπηση") τον ακόμη απραγματοποίητο ρόλο της πλειοψηφίας των συνειδητών εργατών μέσα στο κόμμα και μ' αυτό τον τρόπο να αντικαταστήσουμε τον ανοιχτό έλεγχο των εργαζόμενων μαζών πάνω στα όργανα του κόμματος με τον αντίστροφο έλεγχο της κεντρικής επιτροπής πάνω στο επαναστατικό προλεταριάτο.
Η ιστορία του ρωσικού εργατικού κινήματος μας δείχνει την αναμφισβήτητη άξια ενός τέτοιου συγκεντρωτισμού. Ένα παντοδύναμο κέντρο με κύρος, όπως αυτό που θα είχε ο Λένιν, με το απεριόριστο δικαίωμα να ελέγχει και να παρεμβαίνει, θα ήταν ένας παραλογισμός εάν αυτή η εξουσία εφαρμοζόταν μόνο σε τεχνικά ζητήματα, όπως η διαχείριση των οικονομικών, η κατανομή καθηκόντων στους οργανωτές και τους προπαγανδιστές ή η μεταφορά και κυκλοφορία των έντυπων υλικών. Ένα όργανο με τέτοιες μεγάλες εξουσίες θα είχε πολιτικό λόγο ύπαρξης μόνο εάν αυτές οι εξουσίες εφαρμοζόταν για την επεξεργασία κοινού σχεδίου δράσης, εάν το κεντρικό όργανο αναλαμβάνει την πρωτοβουλία για την πλατιά επαναστατική δράση.
Ποια ήταν όμως η εμπειρία του ρωσικού σοσιαλιστικού κινήματος μέχρι τώρα; Οι πιο σημαντικές και καρποφόρες αλλαγές στην τακτική πολιτική του κατά τα τελευταία δέκα χρόνια δεν ήταν επινοήσεις των πολλών ηγετών και πολύ περισσότερο ούτε κανενός κεντρικού οργανωτικού οργάνου. Ήταν πάντα το αυθόρμητο προϊόν του κινήματος σε κατάσταση βρασμού. Έτσι ήταν τα πράγματα για την πρώτη φάση ανάπτυξης του προλεταριακού κινήματος, το οποίο ξεκίνησε με την αυθόρμητη γενική απεργία στην Αγ. Πετρούπολη το 1896, ένα γεγονός που σηματοδοτεί την έναρξη μιας εποχής οικονομικού αγώνα από τον εργαζόμενο λαό της Ρωσίας. Έτσι ήταν επίσης και στην επόμενη περίοδο που ξεκίνησε με τις αυθόρμητες διαδηλώσεις των φοιτητών της Αγ. Πετρούπολης τον Μάρτη του 1901. Η γενική απεργία στο Ρόστοβ του Ντον ,το 1903, που σηματοδοτεί την επόμενη μεγάλη τακτική στροφή του ρωσικού προλεταριακού κινήματος, ήταν επίσης αυθόρμητη ενέργεια. "Από μόνη της" η απεργία επεκτάθηκε σε πολιτικές διαδηλώσεις, ζύμωση στους δρόμους και μεγάλες ανοιχτές συγκεντρώσεις που και ο πιο αισιόδοξος επαναστάτης δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί μερικά χρόνια πριν.
Η υπόθεση μας κέρδισε πολλά με τα γεγονότα εκείνα. Παρ' όλα αυτά η πρωτοβουλιακή και συνειδητή ηγεσία των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων έπαιξε έναν ασήμαντο ρόλο στην ανάπτυξη αυτή. Είναι αλήθεια ότι οι οργανώσεις αυτές δεν ήταν προετοιμασμένες για γεγονότα σαν κι αυτά. Όμως ο ασήμαντος ρόλος που έπαιξαν οι επαναστάτες δεν μπορεί να εξηγηθεί έτσι. Ούτε μπορεί να αποδοθεί στην έλλειψη αυτού του παντοδύναμου κομματικού κέντρου σαν κι αυτό που ζητάει ο Λένιν. Η ύπαρξη ενός τέτοιου καθοδηγητικού κέντρου πιθανώς θα αύξανε την αταξία των τοπικών επιτροπών με το να τονίζει τη διαφορά μεταξύ της σφοδρής επίθεσης των μαζών και τη συνετή θέση της σοσιαλδημοκρατίας. Το ίδιο φαινόμενο - ο ασήμαντος ρόλος που η πρωτοβουλία των κεντρικών κομματικών οργάνων έπαιξε στην επεξεργασία τακτικής πολιτικής- μπορεί να παρατηρηθεί σήμερα και στη Γερμανία και άλλες χώρες. Γενικά, η τακτική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι κάτι που μπορεί να "εφευρεθεί". Είναι το προϊόν μιας σειράς μεγάλων δημιουργικών πράξεων του συχνά αυθόρμητου ταξικού αγώνα που αναζητά τον δρόμο του.
Το ασυνείδητο έρχεται πριν από το συνειδητό. Η λογική του ιστορικού προτσές έρχεται πριν την υποκειμενική λογική των ανθρώπων που συμμετέχουν στο ιστορικό αυτό προτσές. Η τάση των διοικητικών οργάνων του σοσιαλιστικού κόμματος είναι να παίζουν έναν συντηρητικό ρόλο. Η εμπειρία δείχνει ότι κάθε φορά που το εργατικό κίνημα κερδίζει νέο έδαφος, τα όργανα αυτά το εκμεταλλεύονται στο έπακρο. Την ίδια στιγμή το μεταμορφώνουν σε ένα οχυρό, που καθυστερεί την προώθηση σε πλατύτερη κλίμακα.
Η τωρινή τακτική πολιτική της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έχει κερδίσει καθολική εκτίμηση διότι είναι ευέλικτη αλλά και σταθερή. Αυτό είναι σημάδι της καλής προσαρμογής του κόμματος, στην παραμικρή λεπτομέρεια της καθημερινής του δραστηριότητας, στις συνθήκες του κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Το κόμμα έχει κάνει μια μεθοδική μελέτη όλων των πόρων που διαθέτει το έδαφος αυτό. Ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει τους πόρους αυτούς χωρίς να τροποποιήσει της αρχές του.
Όμως αυτή η τέλεια προσαρμογή έχει αρχίσει ήδη να κλείνει τους ορίζοντες για το κόμμα μας. Υπάρχει μια τάση στο κόμμα να θεωρείται η κοινοβουλευτική τακτική σαν η αμετάβλητη και συγκεκριμένη τακτική της σοσιαλιστικής δραστηριότητας. Αρνούνται, για παράδειγμα, να θεωρήσουν την πιθανότητα (που τίθεται από τον Πάρβους) να αλλάξουμε την τακτική πολιτική μας σε περίπτωση κατάργησης των γενικών εκλογών στη Γερμανία, μια πιθανότητα που δεν αποκλείεται συνολικά από την γερμανική σοσιαλδημοκρατία.
Η αδράνεια αυτή οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι είναι πολύ άβολο το να καθορίσει κανείς, μέσα στο κενό των αφηρημένων υποθέσεων, τις γραμμές και τις μορφές πολιτικών καταστάσεων που δεν υπάρχουν ακόμη. Προφανώς, το σημαντικό για τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία δεν είναι η προετοιμασία ενός σχήματος οδηγιών για μελλοντικές πολιτικές. Είναι σημαντικό: α) να προωθήσουμε μια σωστή ιστορική εκτίμηση των μορφών αγώνα που αντιστοιχούν σε δεδομένες συνθήκες και β) να διατηρήσουμε την κατανόηση της σχέσης της τρέχουσας φάσης και της αναπόφευκτης ανόδου των επαναστατικών τάσεων καθώς πλησιάζουμε στον τελικό στόχο της ταξικής πάλης.
Με το να παραχωρούμε, όπως θέλει ο Λένιν, τέτοιες απόλυτες εξουσίες αρνητικού χαρακτήρα στα ανώτερα όργανα του κόμματος, ενδυναμώνουμε σε επικίνδυνο βαθμό, τον συντηρητισμό που είναι έμφυτος σε τέτοια όργανα. Αν η τακτική ενός σοσιαλιστικού κόμματος δεν αποσκοπεί στη δημιουργία μιας κεντρικής επιτροπής αλλά ενός ολόκληρου κόμματος ή ακόμη καλύτερα ενός ολόκληρου εργατικού κινήματος, τότε είναι ξεκάθαρο ότι οι κομματικές οργανώσεις και οι ομοσπονδίες χρειάζονται την ελευθέρια στη δράση που μόνο αυτή μπορεί να τους επιτρέψει να αναπτύξουν την επαναστατική τους πρωτοβουλία και να εκμεταλλευτούν όλες τις δυνατότητες της κατάστασης. Ο υπέρ-συγκεντρωτισμός που ζητάει ο Λένιν είναι γεμάτος από το αποστειρωμένο πνεύμα του επιστάτη. Το πνεύμα αυτό δεν είναι ούτε θετικό, ούτε δημιουργικό. Η αγωνία του Λένιν δεν είναι το πώς θα κάνει την δραστηριότητα του κόμματος πιο καρποφόρα, αλλά το πώς θα ελέγξει το κόμμα- το να περιορίσει το κίνημα αντί να το αναπτύξει, να το δέσει παρά να το ενώσει.
Στην παρούσα κατάσταση, ένα τέτοιο πείραμα θα ήταν διπλά επικίνδυνο για τη ρωσική σοσιαλδημοκρατία. Στέκεται στην παραμονή των αποφασιστικών μαχών ενάντια στο τσαρισμό. Πρόκειται να μπει ή ήδη έχει μπει σε μια περίοδο εντατικής δημιουργικής δραστηριότητας, μέσα στην οποία θα πλατύνει (καθώς είναι συνηθισμένο σε μια επαναστατική περίοδο) την σφαίρα επιρροής της και θα προωθηθεί αυθόρμητα μέσα από άλματα κι αναπηδήσεις. Το να επιχειρήσουμε να δέσουμε την πρωτοβουλία του κόμματος αυτή τη στιγμή, να το περικυκλώσουμε με συρματόπλεγμα, σημαίνει να το καταστήσουμε ανίκανο να εκπληρώσει το τρομερό καθήκον της στιγμής.
Οι γενικές ιδέες που παρουσιάσαμε στο ζήτημα του σοσιαλιστικού συγκεντρωτισμού δεν είναι από μόνες τους ικανές για το σχηματισμό ενός θεσμικού σχεδίου που να ταιριάζει στο ρωσικό κόμμα. Τελικά, ένας τέτοιος θεσμός μπορεί να καθοριστεί μόνο από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδηλώνεται η δραστηριότητα της οργάνωσης σε μια δεδομένη εποχή. Το ζήτημα της στιγμής στη Ρωσία είναι το πώς θα καταφέρουμε να βάλουμε σε κίνηση μια μεγάλη προλεταριακή οργάνωση. Κανένα θεσμικό σχέδιο δεν μπορεί να αξιώσει το αλάνθαστο. Πρέπει μέσα στη φωτιά να αποδειχθεί σωστό.
Όμως από τη γενική μας αντίληψη για τη φύση της σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης, αισθανόμαστε δικαιολογημένοι να συμπεράνουμε ότι το πνεύμα αυτό απαιτεί - ιδίως στα πρώτα βήματα ενός μαζικού κόμματος- τον συντονισμό και την ενοποίηση του κινήματος και όχι την αυστηρή υποταγή σε ένα σύστημα κανονισμών. Αν το κόμμα είχε το χάρισμα της πολιτικής κινητικότητας, συμπληρωμένο με την ακλόνητη πίστη σε αρχές και με ενδιαφέρον για την ενότητα, μπορούμε όλοι να είμαστε βέβαιοι ότι κάθε ελάττωμα στη θεσμική οργάνωση του κόμματος θα διορθωθεί στην πράξη. Για μας δεν είναι το γράμμα, αλλά το ζωντανό πνεύμα που έρχεται στην οργάνωση από μέλη που αποφασίζουν για την αξία της μιας ή της άλλης οργανωτικής μορφής.
Μέχρι εδώ εξετάσαμε το πρόβλημα του συγκεντρωτισμού από τη σκοπιά των γενικών αρχών της σοσιαλδημοκρατίας, και σε ένα βαθμό, κάτω από το φως των ιδιαίτερων συνθηκών της Ρωσίας. Όμως ο στρατιωτικός υπέρ-συγκεντρωτισμός που αποζητά ο Λένιν και οι φίλοι του δεν είναι απλά προϊόν τυχαίων διαφορών στις απόψεις. Λενε ότι σχετίζεται με μια εκστρατεία ενάντια στον οπορτουνισμό που ο Λένιν εξαπολύει μέχρι και την παραμικρή οργανωτική λεπτομέρεια.
"Είναι σημαντικό" λεει ο Λένιν, "να σφυρηλατήσουμε ένα περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικό όπλο ενάντια στον οπορτουνισμό". Πιστεύει ότι ο οπορτουνισμός πηγάζει συγκεκριμένα από την χαρακτηριστική στήριξη των διανοούμενων στην αποκέντρωση και την αποδιοργάνωση, από την αποστροφή τους απέναντι στην αυστηρή πειθαρχία και την "γραφειοκρατία" που είναι απαραίτητη για τη λειτουργία του κόμματος.
Ο Λένιν λεει ότι οι διανοούμενοι παραμένουν ατομικιστές και τείνουν στον αναρχισμό ακόμα και αν έχουν ενταχθεί στο σοσιαλιστικό κίνημα. Σύμφωνα μ' αυτόν, μόνο μεταξύ των διανοούμενων μπορούμε να συναντήσουμε την απέχθεια για την απόλυτη εξουσία μιας κεντρικής επιτροπής. Ο αυθεντικός προλετάριος, ισχυρίζεται ο Λένιν, καταλαβαίνει εξ αιτίας του ταξικού του ενστίκτου ένα είδος ηδονής στο να εγκαταλείψει τον εαυτό του στη μέγγενη μιας αυστηρής ηγεσίας και της ανελέητης πειθαρχίας. "Το να αντιπαραθέτουμε την γραφειοκρατία με την δημοκρατία" γράφει ο Λένιν, "σημαίνει το να αντιπαραθέτουμε τις οργανωτικές αρχές της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας στις μεθόδους της οπορτουνιστικής οργάνωσης".
Ισχυρίζεται ότι μια παρόμοια σύγκρουση μεταξύ των συγκεντρωτικών και των αυτονομιστικών τάσεων συμβαίνει σε όλες τις χώρες όπου ο ρεφορμισμός και ο επαναστατικός σοσιαλισμός έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο. Επικεντρώνεται στην πρόσφατη διαμάχη μέσα στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία πάνω στο ζήτημα του βαθμού ελευθερίας που πρέπει να παραχωρείται στους σοσιαλιστές εκπροσώπους του κόμματος στις νομοθετικές επιτροπές.
Aς εξετάσουμε τις διαχωριστικές γραμμές που τραβάει ο Λένιν.
Πρώτα απ' όλα πρέπει να τονίσουμε ότι η μεγαλοποίηση της υποτιθέμενης ιδιοφυΐας των προλετάριων στο ζήτημα της οργάνωσης και η γενική δυσπιστία απέναντι στους διανοούμενους δεν είναι τα πιο βασικά σημάδια της "επαναστατικής μαρξιστικής" νοοτροπίας. Είναι πολύ εύκολο να καταδείξουμε ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι τα ίδια έκφραση οπορτουνισμού.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ των καθαρών προλεταριακών στοιχείων και των μη-προλεταριακών διανοούμενων μέσα στο εργατικό κίνημα τίθεται ως ιδεολογικό ζήτημα από τις ακόλουθες τάσεις: τον μισοαναρχισμο των γάλλων συνδικαλικων, των οποίων το σύνθημα είναι "φυλάξου από τον πολιτικό!", τον αγγλικό τρειντ-γιουνιονισμο που διακατέχεται από δυσπιστία απέναντι στους "οραματιστές σοσιαλιστές" και αν οι πληροφορίες μας είναι σωστές ο "αγνός οικονομισμός" που παρουσιάστηκε πρόσφατα μέσα στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία από την ραμποτσαγια μισλ, που τυπώθηκε μυστικά στην Αγ. Πετρούπολη.
Στα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης υπάρχει αναμφισβήτητα μια σύνδεση μεταξύ του οπορτουνισμού και των "διανοούμενων", όπως και μεταξύ του οπορτουνισμού και των αποκεντρωτικών τάσεων μέσα στο εργατικό κίνημα.
Τίποτε όμως δεν είναι περισσότερο αντίθετο στην ιστορική-διαλεκτική μέθοδο της μαρξιστικής σκέψης από το να διαχωρίσουμε τα κοινωνικά φαινόμενα από το ιστορικό τους έδαφος και να παρουσιάζουμε τα φαινόμενα αυτά σαν αφηρημένες φόρμουλες που έχουν απόλυτη και γενική εφαρμογή.
Προσπαθώντας να εξηγήσουμε, μπορούμε να πούμε ότι ο "διανοούμενος", ένα κοινωνικό στοιχείο που ξεπηδά από την μπουρζουαζία και άρα ξένο προς το προλεταριάτο, εντάσσεται στο σοσιαλιστικό κίνημα όχι από την φυσική ταξική του κλίση, αλλά αντίθετα σ' αυτή. Για το λόγο αυτό, είναι περισσότερο επιρρεπής στις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις απ' ότι ο προλετάριος. Ο δεύτερος μπορούμε να περιμένουμε ότι θα βρει ένα ορισμένο σημείο στήριξης των ταξικών του συμφερόντων, αν δεν εγκαταλείψει το αυθεντικό του περιβάλλον, την εργαζόμενη μάζα. Η απόλυτη φόρμα όμως που εξάγεται από την τάση αυτή των διανοούμενων προς τον οπορτουνισμό και , πάνω απ' όλα, ο τρόπος με τον οποίο η τάση αυτή εκδηλώνεται στα οργανωτικά θέματα εξαρτώνται κάθε φορά από το δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον.
Ο αστικός κοινοβουλευτισμός είναι εκείνη η κοινωνική βάση του φαινομένου που παρατηρεί ο Λένιν στο γερμανικό, το γαλλικό και το ιταλικό σοσιαλιστικό κίνημα. Αυτός ο κοινοβουλευτισμός είναι ο τόπος της ανάπτυξης όλων των οπορτουνιστικών τάσεων που υπάρχουν σήμερα στη δυτική σοσιαλδημοκρατία.
Αυτός ο τύπος κοινοβουλευτισμού που σήμερα έχουμε στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία παρέχει το έδαφος για τις αυταπάτες του σημερινού οπορτουνισμού, όπως η υπερεκτίμηση των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, της ταξικής και κομματικής συνεργασίας της ελπίδας για μια ειρηνική ανάπτυξη προς το σοσιαλισμό κ.λ.π. Και το κάνει αυτό με το να βάζει τους διανοούμενους να ενεργούν για τους κοινοβουλευτικούς, πάνω από το προλεταριάτο και με το να χωρίζει τους διανοούμενους από τους προλετάριους μέσα στο ίδιο το σοσιαλιστικό κίνημα. Μαζί με την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, ο κοινοβουλευτισμός γίνεται ο βατήρας για τους πολιτικούς καριερίστες. Έτσι εξηγείται το ότι τόσοι φιλόδοξοι αποτυχημένοι της μπουρζουαζίας έρχονται κάτω από τα λάβαρα των σοσιαλιστικών κομμάτων. ’λλη μια πηγή του σύγχρονου οπορτουνισμού είναι και τα σημαντικά υλικά μέσα καθώς και η επιρροή των μεγάλων σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων.
Το κόμμα λειτουργεί σαν κυματοθραύστης που προστατεύει το ταξικό κίνημα από τις παρεκκλίσεις προς τον αστικό κοινοβουλευτισμό. Για να νικήσουν οι τάσεις αυτές πρέπει να καταστρέψουν τον κυματοθραύστη. Έτσι, πρέπει να διαλύσουν το ενεργό, ταξικά συνειδητοποιημένο τμήμα του προλεταριάτου μέσα στην άμορφη μάζα των "εκλεκτόρων".
Έτσι προέκυψαν οι "αυτονομιστικές" και αποκεντρωτικές τάσεις μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά μας κόμματα. Τονίσαμε ότι οι τάσεις αυτές ταιριάζουν σε ορισμένους πολιτικούς στόχους. Δεν μπορούν να εξηγηθούν, όπως ο Λένιν προσπαθεί, με το να αναφερόμαστε στην ψυχολογία του διανοούμενου, στην υποτιθέμενη έμφυτη αστάθεια του χαρακτήρα του. Μπορούν να εξηγηθούν μόνο με το να λαμβάνουμε υπ' όψη τις ανάγκες του αστού κοινοβουλευτικού, της οπορτουνιστικής πολιτικής.
Η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική στην τσαρική Ρωσία. Ο οπορτουνισμός στο ρωσικό εργατικό κίνημα δεν είναι, γενικά μιλώντας, το παραπροϊόν της δύναμης της σοσιαλδημοκρατίας ή της αποσύνθεσης της μπουρζουαζίας. Είναι το κύριο προϊόν της καθυστερημένης πολιτικής κατάστασης στην ρώσικη κοινωνία.
Το περιβάλλον μέσα στο οποίο οι διανοούμενοι στρατεύονται στο σοσιαλισμό στη Ρωσία είναι πολύ πιο υποβαθμισμένο και κατά πολύ λιγότερο αστικό απ' ότι στη δυτική Ευρώπη. Μαζί με την ανωριμότητα του ρωσικού προλεταριάτου, η κατάσταση αυτή προωθεί την πλατιά θεωρητική περιπλάνηση, η οποία κυμαίνεται από την ολική άρνηση της πολιτικής οπτικής του εργατικού κινήματος μέχρι την ανεπιφύλακτη πίστη στις απομονωμένες τρομοκρατικές ενέργειες ή ακόμη και το ολικά πολιτικά αδιάφορο ψάξιμο μέσα στους βαλτούς του φιλελευθερισμού και του καντιανού ιδεαλισμού.
Όμως ο διανοούμενος μέσα στο ρωσικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα μπορεί μόνο να τραβηχτεί σε αποδιοργανωτική δράση. Αυτό είναι αντίθετο με το γενικό ύφος του περιβάλλοντος του ρώσου διανοούμενου. Δεν υπάρχει αστικό κοινοβούλιο στη Ρωσία για να ευνοήσει την τάση αυτή.
Ο δυτικός διανοούμενος που σήμερα πρεσβεύει τη "λατρεία του Εγώ" και χρωματίζει ακόμη και τα σοσιαλιστικά του σκιρτήματα με μια αριστοκρατική ηθική, δεν είναι χαρακτηριστικός της αστικής διανόησης "γενικά". Αντιπροσωπεύει μόνο μια συγκεκριμένη φάση της κοινωνικής ανάπτυξης. Είναι το προϊών της αστικής παρακμής.
Οι Ναροντνικοι του 1875 ανάγκασαν τη ρωσική διανόηση να χαθεί μέσα στην μάζα των χωρικών. Οι υπέρ-πολιτισμένοι οπαδοί του Τολστόι μιλάνε σήμερα για την διαφυγή προς τη ζωή του "απλού λαού". Παρόμοια, οι παρτιζάνοι του "καθαρού οικονομισμού" στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία μας καλούνε να γονατίσουμε μπροστά στα "ροζιασμένα χέρια" των εργατών.
Εάν αντί να προσπαθήσουμε να εφαρμόσουμε μηχανικά στη Ρωσία τις φόρμουλες που επεξεργαστήκαμε στη δυτική Ευρώπη, προσεγγίσουμε το ζήτημα της οργάνωσης από τη σκοπιά των δεδομένων ρωσικών συνθηκών, φτάνουμε σε συμπεράσματα διαμετρικά αντίθετα από εκείνα του Λένιν.
Το να αποδίδουμε στον οπορτουνισμό μια σταθερή προτίμηση προς μια συγκεκριμένη μορφή οργάνωσης, την αποκεντρωτική, σημαίνει το να χάνουμε την πραγματική ουσία του οπορτουνισμού.
Στο ζήτημα της οργάνωσης, όπως και σε κάθε άλλο ζήτημα, ο οπορτουνισμός γνωρίζει μόνο μια αρχή: την απουσία αρχών. Ο οπορτουνισμός διαλέγει τα μέσα δράσης του με σκοπό να ταιριάξει πιο καλά σε ορισμένες συνθήκες, με την προϋπόθεση ότι τα μέσα αυτά φαίνεται να οδηγούν στην εκπλήρωση του αρχικού στόχου.
Εάν, σαν το Λένιν, ορίσουμε τον οπορτουνισμό σαν την τάση εκείνη που παραλύει το ανεξάρτητο επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης και το μετατρέπει σε ένα εργαλείο των φιλόδοξων αστών διανοούμενων, πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι στο αρχικό στάδιο του εργατικού κινήματος, ο σκοπός αυτός εξυπηρετείται καλύτερα με τον συγκεντρωτισμό παρά με την αποκέντρωση. Είναι εξ αιτίας του υπέρμετρου συγκεντρωτισμού που ένα νεαρό, ανεκπαίδευτο προλεταριακό κίνημα μπορεί να χειραγωγηθεί από τους διανοούμενους ηγέτες που στελεχώνουν μια κεντρική επιτροπή.
Στη Γερμανία, στην απαρχή του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, και πριν την εμφάνιση ενός συμπαγούς πυρήνα συνειδητών προλεταρίων και τακτικής πολιτικής βασισμένης στην εμπειρία, οι παρτιζάνοι των δυο τύπων οργάνωσης βρισκόταν σε διαμάχη επίσης. Η "γενική ένωση των γερμανών εργατών" που ιδρύθηκε από τον Λασσαλ, υποστήριζε τον πλήρη συγκεντρωτισμό. Η αρχή της αυτονομίας υποστηριζόταν από το κόμμα που οργάνωσε το συνέδριο του ’ισεναχ με τη συνεργασία του Β. Λιμπνεχτ και του Α. Μπεμπελ.
Η τακτική πολιτική των δεύτερων ήταν αρκετά μπερδεμένη. Όμως η συνεισφορά τους στο ξύπνημα της ταξικής συνείδησης των μαζών της Γερμανίας ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των λασσαλικων. Από την αρχή οι εργάτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο κόμμα αυτό (γεγονός που φαίνεται και από τον αριθμό των εργατικών εκδόσεων στις επαρχίες) και υπήρξε ταχεία ανάπτυξη του βεληνεκούς του κινήματος. Την ίδια στιγμή, οι λασσαλικοι, παρά τα πειράματα τους με τους "δικτάτορες" οδηγούσαν τους οπαδούς τους από τη μια αναποδιά στην άλλη.
Γενικά οι οπορτουνιστές διανοούμενοι προτιμούνε τον ανελέητο, δεσποτικό συγκεντρωτισμό σε περιόδους που τα επαναστατικά στοιχεία μέσα στους εργάτες δεν έχουν ακόμη συνοχή και το κίνημα ψάχνει το δρόμο του, όπως σήμερα στη Ρωσία. Σε μια επόμενη φάση, κάτω από ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς και σε συνδυασμό με ένα δυνατό εργατικό κόμμα, οι οπορτουνιστικές τάσεις των διανοούμενων εκφράζονται με την κλίση προς την "αποκέντρωση".
Αν δεχθούμε την άποψη που ο Λένιν αποδίδει στον εαυτό του και φοβηθούμε την επιρροή των διανοούμενων πάνω στο προλεταριακό κίνημα, τότε δεν μπορούμε να φανταστούμε μεγαλύτερο κίνδυνο για το ρωσικό κόμμα από το σχέδιο του Λένιν για την οργάνωση. Τίποτε δεν θα εγκλωβίσει σιγουρότερα ένα νεαρό εργατικό κίνημα στην ελίτ της διανόησης της πεινασμένης για εξουσία, από αυτόν το γραφειοκρατικό ζουρλομανδύα, που θα ακινητοποιήσει τον κίνημα και θα το μετατρέψει σε ένα αυτόματο που θα το χειρίζεται η κεντρική επιτροπή. Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει καμιά μεγαλύτερη εγγύηση ενάντια στην οπορτουνιστική ίντριγκα και προσωπική φιλοδοξία, από την ανεξάρτητη επαναστατική δράση του προλεταριάτου, σαν αποτέλεσμα της οποίας οι εργάτες θα αποκτήσουν την αίσθηση της πολιτικής υπευθυνότητας και της αυτοδυναμίας τους.
Αυτό που σήμερα είναι μόνο ένα φάντασμα που στοιχειώνει τη φαντασία του Λένιν, αύριο μπορεί να είναι πραγματικότητα.
Ας μην ξεχνάμε ότι η επανάσταση που σύντομα θα ξεσπάσει στη Ρωσία θα είναι αστική και όχι προλεταριακή. Αυτό τροποποιεί ριζικά όλες τις συνθήκες της σοσιαλιστικής πάλης. Οι ρώσοι διανοούμενοι, επίσης, γρήγορα θα διαποτιστούν από την αστική ιδεολογία. Η σοσιαλδημοκρατία είναι, προς το παρόν, ο μόνος οδηγός του ρωσικού προλεταριάτου. Όμως από την επόμενη μέρα της επανάστασης, η μπουρζουαζία και κυρίως οι αστικές μάζες θα είναι η γέφυρα προς την κυριαρχία τους.
Το παιχνίδι των αστών δημαγωγών στην παρούσα φάση θα γίνει ευκολότερο, αν η αυθόρμητη δράση, πρωτοβουλία και πολιτική αίσθηση των προχωρημένων τμημάτων της εργατικής τάξης εμποδιστούν στην ανάπτυξη τους και περιοριστούν από το προτεκτοράτο της αυταρχικής κεντρικής επιτροπής. Πολύ πιο σημαντικό είναι το θεμελιακό λάθος της ιδέας που διέπει τον ανεπιφύλακτο συγκεντρωτισμό, ότι δηλαδή ο δρόμος του οπορτουνισμού μπορεί να εμποδιστεί με τις παραγράφους του κομματικού καταστατικού.
Εντυπωσιασμένοι από τα πρόσφατα γεγονότα στα σοσιαλιστικά κόμματα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας, οι ρώσοι σοσιαλδημοκράτες τείνουν να θεωρούν τον οπορτουνισμό σαν ένα ξένο συστατικό, που έρχεται στο εργατικό κίνημα από τους αντιπροσώπους της αστικής δημοκρατίας. Αν ήταν έτσι, καμία ποινή προβλεπόμενη από το καταστατικό δεν θα μπορούσε να σταματήσει την εισβολή αυτή. Αυτή η εισροή μη προλετάριων στο κόμμα του προλεταριάτου είναι το αποτέλεσμα βαθιών κοινωνικών αιτιών, όπως η οικονομική κατάρρευση των μικροαστών, η χρεοκοπία του αστικού φιλελευθερισμού και ο εκφυλισμός της αστικής δημοκρατίας. Είναι αφελές το να ελπίζουμε να σταματήσουμε το ρεύμα αυτό με τα μέσα που παρέχει κάποια φόρμουλα γραμμένη στο καταστατικό.
Ένα εγχειρίδιο κανονισμών μπορεί να καθορίσει τη ζωή μιας σέκτας ή ενός ιδιωτικού κύκλου. Ένα ιστορικό ρεύμα, όμως, θα περάσει ακόμη κι από το κόσκινο της πιο προσεκτικά διατυπωμένης παραγράφου. Είναι επίσης λάθος το ότι να απωθούμε τα στοιχεία που σπρώχνονται στο σοσιαλιστικό κίνημα από την αποσύνθεση της αστικής κοινωνίας σημαίνει ότι υπερασπιζόμαστε τα συμφέροντα του προλεταριάτου. Η σοσιαλδημοκρατία πάντα περηφανευόταν ότι δεν εκφράζει μόνο τα συμφέροντα του προλεταριάτου, αλλά όλους τους προοδευτικούς πόθους του συνόλου της σύγχρονης κοινωνίας. Ότι εκφράζει τα συμφέροντα όλων εκείνων που καταπιέζονται από την αστική ηγεμονία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλα αυτά τα συμφέροντα ενσωματώνονται ιδανικά στο σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Στη δυναμική της σαν πολιτικό κόμμα, η σοσιαλδημοκρατία, γίνεται το λιμάνι όλων των δυσαρεστημένων στοιχείων της κοινωνίας μας και έτσι ολόκληρου του κόσμου, σε αντιπαράθεση με την μικρή μειοψηφία των καπιταλιστών ηγεμόνων.
Οι σοσιαλιστές, όμως, πρέπει να ξέρουν πώς να καθυποτάσσουν την αγωνιά, το μίσος και την ελπίδα αυτού του ετερογενούς αθροίσματος στον τελικό στόχο της εργατικής τάξης. Η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να περιορίσει την οργή των μη προλετάριων, των δυσαρεστημένων από την υπάρχουσα κοινωνία, μέσα στην επαναστατική δράση του προλεταριάτου. Πρέπει να αφομοιώνει τα στοιχεία που προσχωρούν σ' αυτή.
Αυτό είναι πιθανό μόνο αν η σοσιαλδημοκρατία περιέχει ήδη ένα δυνατό, πολιτικά εκπαιδευμένο προλεταριακό πυρήνα τόσο ταξικά συνειδητοποιημένο που να μπορεί να τραβήξει πίσω του τα υποβαθμισμένα και τα μικροαστικά στοιχεία που εντάσσονται στο κόμμα. Στην περίπτωση αυτή, η μεγαλύτερη αυστηρότητα στην εφαρμογή της αρχής του συγκεντρωτισμού και η πιο σοβαρή πειθαρχία, μορφοποιημένη συγκεκριμένα στους εσωτερικούς κανόνες του κόμματος, μπορεί να είναι μια αποτελεσματική ασφάλεια απέναντι στον οπορτουνιστικό κίνδυνο. Ακριβώς έτσι, το επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα στη Γαλλία υπερασπίσθηκε τον εαυτό του ενάντια στη ζωρεσικη σύγχυση. Η τροποποίηση του καταστατικού της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν ένα πολύ επίκαιρο μέτρο.
Αλλά ακόμη και εδώ, δεν θα πρέπει να θεωρούμε το κομματικό καταστατικό σαν ένα όπλο, αρκετό από μόνο του. Μπορεί να είναι το πολύ ένα εργαλείο καταναγκασμού που θα επιβάλλει την θέληση της προλεταριακής πλειοψηφίας του κόμματος. Στην περίπτωση που η πλειοψηφία αυτή είναι απούσα, ακόμη και τα πιο τρομερά θεσπίσματα πάνω στο χαρτί δεν θα έχουν κανένα όφελος.
Όμως η εισροή αστικών στοιχείων μέσα στο κόμμα απέχει από το να είναι η μόνη αιτία για τις οπορτουνιστικές τάσεις που τώρα αρχίζουν να σηκώνουν κεφάλι στη σοσιαλδημοκρατία. Μια άλλη αιτία είναι η ίδια η φύση της σοσιαλιστικής δραστηριότητας και οι έμφυτες αντιφάσεις της.
Η διεθνής κίνηση του προλεταριάτου προς την ολική χειραφέτηση του είναι μια περίεργη διαδικασία από την ακόλουθη άποψη. Για πρώτη φορά στην ιστορία του πολιτισμού, οι άνθρωποι εκφράζουν τη θέληση τους συνειδητά και σε αντιπαράθεση με όλες τις άρχουσες τάξεις. Η θέληση αυτή όμως μπορεί να πραγματωθεί μόνο πέρα από τα όρια του υπάρχοντος συστήματος.
Σήμερα οι μάζες μπορούν να αποκτήσουν και να δυναμώσουν τη θέληση αυτή μέσα στην πορεία του καθημερινού αγώνα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη, μέσα όμως στα όρια της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Από τη μια μεριά έχουμε τις μάζες. Από την άλλη τον ιστορικό τους στόχο που εντοπίζεται πέρα από τα όρια αυτής της κοινωνίας. Από τη μια μεριά έχουμε τον καθημερινό αγώνα και από την άλλη την κοινωνική επανάσταση. Αυτοί είναι οι όροι της διαλεκτικής αντίφασης μέσα από την οποία πορεύεται το σοσιαλιστικό κίνημα.
Συμπεραίνουμε ότι το κίνημα αυτό, μπορεί καλύτερα να προχωρήσει με το να ελίσσεται ανάμεσα από τους δυο κινδύνους που συνεχώς το απειλούν. Δηλαδή από την απώλεια του μαζικού χαρακτήρα και την εγκατάλειψη του τελικού στόχου. Ο πρώτος είναι ο κίνδυνος της επιστροφής στο χαρακτήρα της σέκτας, ο δεύτερος είναι αυτός του να καταντήσουμε ένα κίνημα αστικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Αυτός είναι ο λόγος που είναι αυταπάτη και αντίθετο στην ιστορική εμπειρία το να ελπίζουμε να θέσουμε μια και καλή τις κατευθύνσεις της επαναστατικής σοσιαλιστικής πάλης με τη βοήθεια τυπικών μέσων, που θα διασφαλίσουν το εργατικό κίνημα ενάντια σε κάθε πιθανότητα οπορτουνιστικής παρέκκλισης.
Η μαρξιστική θεωρία μας προσφέρει ένα αξιόπιστο εργαλείο που μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε και να πολεμάμε τις εκδηλώσεις του οπορτουνισμού. Το σοσιαλιστικό κίνημα, όμως, είναι ένα μαζικό κίνημα. Οι κίνδυνοι του δεν είναι προϊόν κάποιων ύπουλων μηχανορραφιών ατόμων ή ομάδων. Γεννιούνται από τις κοινωνικές συνθήκες. Δεν μπορούμε να προφυλαχθούμε εκ των προτέρων απέναντι σε κάθε πιθανότητα οπορτουνιστικής παρέκκλισης. Τέτοιοι κίνδυνοι μπορούν να υπερνικηθούν μόνο από το ίδιο το κίνημα -ασφαλώς με τη βοήθεια της μαρξιστικής θεωρίας- αλλά μόνο αφότου οι κίνδυνοι αυτοί πάρουν χειροπιαστή μορφή στην πράξη.
Από αυτή την άποψη ο οπορτουνισμός φαίνεται να είναι ένα προϊόν και μια αναπόφευκτη φάση στην ιστορική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος.
Η ρωσική σοσιαλδημοκρατία έχει εμφανιστεί εδώ και λίγο καιρό. Οι πολιτικές συνθήκες κάτω από τις οποίες το προλεταριακό κίνημα αναπτύσσεται στη Ρωσία είναι κάπως ανώμαλες. Στη χώρα αυτή, ο οπορτουνισμός είναι σε ένα μεγάλο βαθμό ένα παραπροϊόν της αναζήτησης και των πειραματισμών της σοσιαλιστικής δραστηριότητας που ψάχνει τον τρόπο να προωθηθεί σε ένα έδαφος που όμοιο του δεν υπάρχει στην Ευρώπη.
Από την άποψη αυτή, είναι εκπληκτικό το να ισχυριζόμαστε ότι είναι πιθανό να αποφύγουμε κάθε πιθανότητα εμφάνισης του οπορτουνισμού στο ρωσικό κίνημα με το να γράφουμε κάποιες λέξεις αντί για κάποιες άλλες στο καταστατικό του κόμματος. Η προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τον οπορτουνισμό με ένα κομμάτι χαρτί μπορεί να είναι εξαιρετικά επικίνδυνη -όχι για τον οπορτουνισμό αλλά για το εργατικό κίνημα.
Εάν σταματήσεις τους φυσικούς παλμούς ενός ζωντανού οργανισμού, τον αποδυναμώνεις και μειώνεις την αντίσταση και το μαχητικό του πνεύμα -στην περίπτωση αυτή όχι μόνο απέναντι στον οπορτουνισμό, αλλά επίσης (και αυτό είναι το σημαντικό) απέναντι στην υπάρχουσα κοινωνική τάξη. Τα μέσα που προτείνονται στρέφονται ενάντια στο σκοπό που υποτίθεται ότι υπηρετούν.
Στην αγχωτική επιθυμία του Λένιν να θεμελιώσει τη φύλαξη μιας παντοδύναμης κεντρικής επιτροπής που ξέρει τα πάντα, με σκοπό να προφυλάξει με προοπτικές ένα εργατικό κίνημα απέναντι σε κάθε παραπάτημα, αναγνωρίζουμε τα συμπτώματα του ίδιου υποκειμενισμού που ήδη έχει κάνει αρκετά κόλπα στη σοσιαλιστική σκέψη στη Ρωσία.
Είναι διασκεδαστικό το να τονίσουμε τα περίεργα άλματα που το σεβαστό ανθρώπινο "Εγώ" ήταν αναγκασμένο να κάνει στην πρόσφατη ρωσική ιστορία. Ριγμένο στο έδαφος, σχεδόν ένα με τη σκόνη, από τη ρωσική απολυταρχία, το "Εγώ" παίρνει την εκδίκηση του με το να μετατρέπεται σε επαναστατική δραστηριότητα. Στο σχήμα μιας επιτροπής συνωμοτών, στο όνομα μιας ανύπαρκτης Θέλησης του Λαού, κάθεται σε κάποιο είδος θρόνου και διακηρύσσει την παντοδυναμία του. Το "αντικείμενο" όμως αποδεικνύεται δυνατότερο. Το μαστίγιο θριαμβεύει και ο τσαρισμός φαίνεται να είναι η "νόμιμη" έκφραση της ιστορίας.
Κάποια στιγμή βλέπουμε να μπαίνει στο προσκήνιο ένα πιο "νόμιμο" παιδί της ιστορίας- το ρωσικό εργατικό κίνημα. Για πρώτη φορά στο ρωσικό έδαφος εμφανίζονται οι βάσεις για το σχηματισμό μιας πραγματικής "λαϊκής θέλησης".
Εδώ όμως εμφανίζεται ξανά το "Εγώ" του ρώσου επαναστάτη! Κάνοντας πιρουέτες πάνω στο κεφάλι του, για μια φορά ακόμη ανακηρύσσει τον εαυτό του στον παντοδύναμο διευθυντή της ιστορίας- αυτή τη φορά με τον τίτλο της Αυτού Εξοχώτητας της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Ο σβέλτος ακροβάτης αποτυγχάνει να αντιληφθεί ότι το μόνο "υποκείμενο" που αξίζει τον ρόλο του διευθυντή, είναι το συλλογικό "Εγώ" της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη απαιτεί το δικαίωμα να κάνει τα λάθη της και να μάθει τη διαλεκτική της ιστορίας.
Ας μιλήσουμε ανοιχτά. Ιστορικά, τα λάθη που διαπράττονται από ένα πραγματικά επαναστατικό κίνημα είναι απείρως περισσότερο καρποφόρα από το οποιοδήποτε αλάθητο της πιο έξυπνης κεντρικής επιτροπής.
Πρωτοδημοσιεύτηκε: Die Neue Zeit και Iskra, 1904.
Πηγή: Αριστερή Στροφή
Αντώνης Μεγρέμης για το Ελληνικό Αρχείο Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αύγουστος 2003
Σημειώσεις - Βιβλιογραφία - Πηγές
1. Ρ. Λούξεμπουργκ: «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο...», πρόκειται για το τελευταίο άρθρο της γραμμένο στις 14/1/1919. Ολόκληρο το άρθρο στο, Ρ. Λούξεμπουργκ: «Η Εργατική τάξη και ο Πόλεμος», εκδόσεις Κοροτζή, σελ. 76-77
2. Μ. Πορφυρογένη: «Ρόζα Λούξεμπουργκ», περιοδικό «ΝΕΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ», τεύχος 2, Γενάρης 1932, σελ. 49
3. Πάουλ Φρέλιχ: «Ρόζα Λούξεμπουργκ», εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ, σελ. 369-370
4. Πρόκειται για πάρκο στο Βερολίνο
5. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», εκδόσεις Μέλισσα, τόμος Η, σελ. 199
6. Βόλφγκανγκ Ρούγκε: «Η επανάσταση του Νοέμβρη 1918 στη Γερμανία», εκδόσεις ΣΕ σελ. 159
7. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 434
8. στο ίδιο, σελ. 497
9. Μ. Πορφυρογένη: «Ρόζα Λούξεμπουργκ», περιοδικό «ΝΕΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ», τεύχος 2, Γενάρης 1932, σελ. 49
10. Καρλ Ράντεκ: «Καρλ Λίμπκνεχτ», περιοδικό «ΝΕΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ», τεύχος 2, Γενάρης 1932, σελ. 45
11. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 458
12. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 44, σελ. 422
13. Γ. Ζέβγου (Γ. Ζ.): «Ρόζα Λούξεμπουργκ - Καρλ Λίμπκνεχτ». ΚΟΜΕΠ, αριθ. 2/99, 15 Γενάρη 1934, σελ. 5-7
14. Β. Ι. Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος 37, σελ. 460
- Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα, Κοροντζής
- Μπροσούρα του Γιούνιους, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη
- Γράμματα από τη φυλακή, Αιγόκερως
- Η Ρωσική Επανάσταση, Το Ποντίκι
- Μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Η μαζική απεργία, Πολύτροπον
- Και τώρα... καταδικάστε με, Κοροντζής
- Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;, Κοροντζής
- Η συσσώρευση του κεφαλαίου Ι, Διεθνής Βιβλιοθήκη
- Ρωσική επανάσταση, Ύψιλον
- Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα απ' τη φυλακή., Ύψιλον
- Μαζική απεργία, κόμμα, συνδικάτα, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
- Συσσώρευση του κεφαλαίου ΙΙ, Διεθνής Βιβλιοθήκη
- Παουλ Φρέλιχ: «Ρόζα Λούξεμπουργκ», Υψιλον
Αρχείο Μαρξιστών, Ελληνικό τμήμα
Χάινριχ Βίνκλελ, “Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης-Η ανάπηρη Δημοκρατία”, Εκδόσεις Πόλις.
Διεθνιστική Εργατική Αριστερά, Η γερμανική επανάσταση 1918 -1923, 90 χρόνια από την «εξέγερση του Σπάρτακου», Δημήτρη Χαριτόπουλου, 28/7/2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Γιώργου Πετρόπουλου, Η δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ 21/12001
ΕΚΕΒΙ, vivlionet, Ρόζα Λούξεμπουργκ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου