Pierre BourdieuΜια συνέντευξη αποκαλύπτει έναν κόσμο ολόκληρο. Όταν ο Τύπος μεταφέρει τα λόγια αυτών που «λαμβάνουν τις αποφάσεις», των οποίων κάθε εξομολόγηση μπορεί να κλονίσει νομίσματα, δεν δίνουμε πάντα σημασία στο τεράστιο ποσό όσων δεν λέγονται και όσων υπονοούνται στο λόγο τους. Οπλισμένοι με την «ανεξαρτησία» τους, κεκτημένη μέσω της πολιτικής εξουσίας, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών έχουν πλέον τη δύναμη να αλλάξουν την πορεία των εθνών. Ποιο είναι το όραμά τους για την κοινωνία; Και, για παράδειγμα, ποιό είναι αυτό του κ Hans
Tietmeyer, του μεγάλου αρχιτέκτονα του ευρώ;
Έχοντας διαβάσει στο αεροπλάνο τη συνέντευξη του Προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Hans Tietmeyer, που παρουσιάζεται ως ο «αρχιερέας του γερμανικού μάρκου» – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο – θα ήθελα να επιδοθώ σ’ ένα είδος ερμηνευτικής ανάλυσης κατάλληλο για τα ιερά κείμενα: «η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη και για την –εδώ είναι η λέξη κλειδί– εμπιστοσύνη των επενδυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ελέγχουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς».
Δηλαδή – θα γίνει πιο σαφής στις παρακάτω φράσεις – να ταφεί το συντομότερο δυνατόν το κράτος πρόνοιας και, μεταξύ άλλων, τις δαπανηρές κοινωνικές και πολιτιστικές πολιτικές, για τον καθησυχασμό των επενδυτών που θα προτιμούσαν την προσωπική ενασχόληση – με τις δικές τους πολιτιστικές επενδύσεις. Είμαι βέβαιος ότι όλοι αυτοί αγαπούν τη ρομαντική μουσική και την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική και είμαι πεπεισμένος, χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τον πρόεδρο της Bundesbank ότι, στον ελεύθερό του χρόνο, όπως και ο διευθυντής της Τράπεζας της Γαλλίας Jean-Claude Trichet, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με τη φιλανθρωπία.
«Είναι συνεπώς αναγκαίος, ο έλεγχος των δημόσιων προϋπολογισμών, η μείωση του επιπέδου των φόρων για να υπάρξει ένα βιώσιμο επίπεδο μακροπρόθεσμα.»
Τι καταλαβαίνουμε εδώ: Ότι πρέπει να μειωθούν οι φόροι των επενδυτών μέχρι να γίνουν υποφερτοί από αυτούς, ώστε να μην ενθαρρύνονται να μεταφέρουν αλλού τις επενδύσεις τους. Συνεχίζοντας το διάβασμα: «Πρέπει να (…) μεταρρυθμίσουμε το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας». Δηλαδή, δις επαναλαμβάνει, να ταφεί το κράτος πρόνοιας και οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας, η επιτυχία των οποίων είναι πολύ πιθανό να καταστρέψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να προκαλέσει νόμιμη δυσπιστία, εφ’ όσον είναι βέβαιοι ότι τα οικονομικά τους κεκτημένα – αφού μιλάμε για κοινωνικές κατακτήσεις, μπορούμε άνετα να μιλήσουμε και για οικονομικά οφέλη – δηλαδή τα κεφάλαιά τους, δεν είναι συμβατά με τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων και ότι αυτά τα οικονομικά οφέλη θα πρέπει φυσικά να διαφυλαχθούν με κάθε κόστος , ακόμη και καταστρέφοντας τα πενιχρά οικονομικά και κοινωνικά επιτεύγματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελλόντων πολιτών της Ευρώπης, αυτούς τους οποίους, τον Δεκέμβριο του 1995, περιγράφαμε ως «έχοντες», ως «προνομιούχους».
Ο Hans Tietmeyer είναι πεπεισμένος ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις των επενδυτών, δηλαδή τα οικονομικά τους κέρδη, δεν θα επιβιώσουν μιας διαιώνισης του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Αυτό, λοιπόν, είναι το σύστημα που θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί επειγόντως, επειδή τα οικονομικά κέρδη των επενδυτών δεν μπορούν να περιμένουν. Και ο Hans Tietmeyer, ύψιστος στοχαστής, που συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση της γερμανικής φιλοσοφίας στον ιδεαλισμό, συνεχίζει:
«Πρέπει, συνεπώς, να ελεγχθούν οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι ν’ αποκτήσουν ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε – (αυτό το “έτσι ώστε” θα άξιζε ένα μακροσκελές σχόλιο) – να έχουμε μια νέα φάση ανάπτυξης (…) η οποία δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο αν εμείς κάνουμε μια προσπάθεια – το «εμείς κάνουμε» είναι μαγευτικό – για ευελιξία στην αγορά εργασίας.»
Μια απειλή παρόμοια με εκβιασμό
Να ‘μαστε. Τα μεγάλα λόγια έπεσαν στο τραπέζι, και ο Hans Tietmeyer δίνει ένα θαυμάσιο παράδειγμα της ευφημιστικής ρητορικής που επικρατεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο ευφημισμός είναι απαραίτητος για να αυξηθεί με βιώσιμο τρόπο η εμπιστοσύνη των επενδυτών – η οποία, όπως έχει ήδη γίνει κατανοητό, είναι το άλφα και το ωμέγα του συνόλου του οικονομικού συστήματος, το θεμέλιο και ο απώτερος στόχος, το Τέλος της Ευρώπης του μέλλοντος – αποφεύγοντας, συνάμα, να προκαλέσει τη δυσπιστία και την απελπισία των εργαζομένων, οι οποίοι, παρ ‘όλα αυτά, πρέπει επίσης να ληφθούν υπ’ όψιν, αν θέλουμε να έχουμε αυτή τη νέα φάση της ανάπτυξης. Επειδή από αυτούς αναμένεται αυτή η προσπάθεια, αν και ο κ Hans Tietmeyer, σίγουρα μετρ του ευφημισμού, λέει επίσης: «(Θα μπορούμε να) καταργήσουμε τις δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».
Θεσπέσια ρητορική της εργασίας, η οποία μπορεί να μεταφραστεί και ως: «Κουράγιο εργαζόμενοι! Όλοι μαζί κάνουμε την προσπάθεια ευελιξίας που απαιτείται από εσάς!».
Αντί να θέσει, ατάραχος, μια ερώτηση σχετικά με την εξωτερική ισοτιμία του ευρώ, ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να έχει ζητήσει από τον κ Hans Tietmeyer την έννοια που δίνει στις λέξεις-κλειδιά της ξύλινης γλώσσας των επενδυτών: «ακαμψία στην αγορά εργασίας» και « ευελιξία στην αγορά εργασίας.» Οι εργαζόμενοι, πάλι, θα καταλάβαιναν αμέσως: νυχτερινή εργασία, εργασία τα σαββατοκύριακα, ακανόνιστα χρονοδιαγράμματα, αυξημένη πίεση, άγχος, κ.λπ.
Βλέπουμε ότι το «στην αγορά εργασίας» λειτουργεί ως ένα είδος ομηρικού επιθέτου που μπορεί να συνδεθεί με ένα εύρος λέξεων, και θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό, για να μετρήσει την ευελιξία της γλώσσας του Hans Tietmeyer, να μιλήσει για παράδειγμα για την ευελιξία ή την ακαμψία στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η παραδοξότητα αυτής της χρήσης στην ξύλινη γλώσσα του Hans Tietmeyer επιτρέπει την υπόθεση ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία στο μυαλό του, για τη “διάλυση της δυσκαμψίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές» ή την «πραγματοποίηση μιας προσπάθειας για την ευελιξία στις χρηματοπιστωτικές αγορές». Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι, σε αντίθεση με ό, τι μπορεί να προτείνει το «εμείς» του «αν κάνουμε μια προσπάθεια» του Hans Tietmeyer, μόνο από τους εργαζόμενους ζητείται αυτή η προσπάθεια ευελιξίας και σε αυτούς επίσης απευθύνεται η απειλή, εκβιασμός σχεδόν, το οποίο εμπεριέχεται στη φράση: «έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».
Με λίγα λόγια: απαρνηθείτε τα κοινωνικά σας οφέλη σήμερα, για να αποφευχθεί η καταστροφή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, στο όνομα της ανάπτυξης που θα μας φέρει το αύριο. Μία πολύ γνωστή λογική στους εργαζόμενους στους οποίους απευθύνεται, οι οποίοι, για να χαρακτηρίσουν την πολιτική συμμετοχή που τους πρόσφερε στο παρελθόν ο γκωλισμός, έλεγαν: «Μπορείτε να μου δώσετε το ρολόι σας, και θα σας δώσω το χρόνο».
Ας διαβάσουμε για τελευταία φορά τα λόγια του Hans Tietmeyer
«Η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη και για την εμπιστοσύνη των επενδυτών, πρέπει συνεπώς … (παρατηρήσετε το” συνεπώς “) … να ελέγχονται οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι να υπάρξει ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση της ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια για ευελιξία στις αγορές εργασίας»
Εάν ένα τόσο εξαιρετικό κείμενο, τόσο εξαιρετικά εξαιρετικό, ήταν ικανό να περάσει απαρατήρητο και να γνωρίσει τη μοίρα των καθημερινών λεγόμενων των καθημερινών φυλλάδων, οι οποίες απορρίπτονται σαν τα νεκρά φύλλα, είναι γιατί ήταν τέλεια προσαρμοσμένα στον «ορίζοντα αναμονής» για τη συντριπτική πλειοψηφία των καθημερινών αναγνωστών εφημερίδων που είμαστε. Αλλά αυτός ο ορίζοντας είναι προϊόν της κοινωνικής εργασίας. Αν τα λόγια της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer περνάνε τόσο εύκολα είναι γιατί λέγονται παντού. Βρίσκονται παντού, σε κάθε στόμα. Τρέχουν σαν κοινός τόπος, τα δεχόμαστε χωρίς δισταγμό, όπως ένα νόμισμα, ένα σταθερό και ισχυρό νόμισμα, βεβαίως, τόσο σταθερό όσο και αξιόπιστο, πιστευτό, όπως το γερμανικό μάρκο, “Βιώσιμη ανάπτυξη”, “εμπιστοσύνη των επενδυτών”, “δημόσιοι προϋπολογισμοί”, “σύστημα κοινωνικής πρόνοιας”, “ακαμψία”, “αγορά εργασίας”, “ευελιξία”, στα οποία θα έπρεπε να προστεθούν, “παγκοσμιοποίηση”, “πρόσθετη ευελιξία”, “μείωση των επιτοκίων “- χωρίς να προσδιορίζεται ποια από αυτά – “ανταγωνιστικότητα”, “παραγωγικότητα” κ.λπ.
Αυτή η καθολική πίστη, η οποία δεν προκύπτει καθόλου από μόνη της, πως εξαπλώθηκε; Μια σειρά κοινωνιολόγων, Βρετανών και Γάλλων κυρίως, σε μια σειρά από βιβλία και άρθρα, έχουν ανακατασκευάσει την αλυσίδα σύμφωνα με την οποία παράγεται και μεταδίδεται αυτός ο νεοφιλελεύθερος λόγος, τα οποία έχουν γίνει ιδεολογία, μια αδιαμφισβήτητη και αδιάσειστη πραγματικότητα. Με μια σειρά ολόκληρη αναλύσεων των κειμένων, των τόπων δημοσίευσης, των χαρακτηριστικών των συγγραφέων αυτών των ομιλιών, των συμποσίων στα οποία συγκεντρώνονται για να τα παράξουν κλπ, φάνηκε πως, στη Βρετανία και τη Γαλλία, έχει πραγματοποιηθεί μια σταθερή δουλειά, με τη συμμετοχή διανοουμένων, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, σε περιοδικά που έχουν σταδιακά επιβληθεί ως έγκυρα, για να καθιερωθεί ως δεδομένο ένα νεοφιλελεύθερο όραμα που, στην ουσία, ντύνει με οικονομικές εκλογικεύσεις τις πιο κλασικές απαιτήσεις της συντηρητικής σκέψης όλων των εποχών και όλων των χωρών.
Η ικανοποίηση που προέρχεται από τη μοιρολατρία
Αυτός ο λόγος οικονομικής αίγλης δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει πέρα από τον κύκλο των υποστηρικτών του παρά μόνο με τη συνεργασία ενός πλήθους ανθρώπων, πολιτικών, δημοσιογράφων, απλών πολιτών, οι οποίοι έχουν ένα φαινομενικά επαρκές υπόβαθρο στην οικονομία για να μπορούν να συμμετάσχουν στην γενικευμένη κυκλοφορία κακώς βαθμονομημένων λέξεων της οικονομικής βαρβαρότητας. Ένα παράδειγμα αυτής της συνεργασίας είναι οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου αυτού που, κατά κάποιο τρόπο, ξεπερνάει τις προσδοκίες του Hans Tietmeyer: είναι τόσο γνώστης εκ των προτέρων των απαντήσεων, που θα μπορούσε να τις δώσει ο ίδιος. Είναι μέσα από κάποιες τέτοιες παθητικές συνενοχές που σταδιακά ήρθε να επιβληθεί το επονομαζόμενο νεοφιλελεύθερο όραμα, στην πραγματικότητα συντηρητικό, που βασίζεται σε μια πίστη άλλης εποχής στο ιστορικό αναπόφευκτο, το οποίο βασίζεται στην υπεροχή των παραγωγικών δυνάμεων. Και ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου έχουν περάσει εύκολα από μια μαρξιστική μοιρολατρία σε μία νεοφιλελεύθερη μοιρολατρία: και στις δύο περιπτώσεις, ο οικονομισμός αποποιείται των ευθυνών και αποστρατεύει, ακυρώνοντας την πολιτική και επιβάλλοντας μια σειρά από αδιαμφισβήτητους στόχους, τη μέγιστη ανάπτυξη, την επιτακτική ανάγκη ανταγωνιστικότητας, την επιτακτική ανάγκη της παραγωγικότητας, και ως εκ τούτου ένα ανθρώπινο ιδεώδες, που θα μπορούσε να ονομαστεί το ιδανικό του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε το νεοφιλελεύθερο όραμα, χωρίς να αποδεχόμαστε όλα αυτά που το συνοδεύουν, τον τρόπο ζωής του γιάπη, τη βασιλεία του ορθολογικού υπολογισμού ή του κυνισμού, τον αγώνα δρόμου για το χρήμα ως καθολικό μοντέλο. Η αντίληψη του προέδρου της Bundesbank ως υπόδειγμα σκέψης, δείχνει την αποδοχή μιας τέτοιας φιλοσοφίας.
Αυτό που μπορεί να εκπλήξει είναι ότι το μοιρολατρικό αυτό μήνυμα δίνεται ως μήνυμα απελευθέρωσης, με μια σειρά από λεξιλογικά παιχνίδια γύρω από την ιδέα της ελευθερίας, της απελευθέρωσης, της απορρύθμισης, κλπ, μέσα από μια σειρά ευφημισμών, ή διπλού παιχνιδιού με τις λέξεις – της μεταρρύθμισης για παράδειγμα – η οποία έχει ως στόχο να παρουσιάσει την παλινόρθωση ως επανάσταση, σύμφωνα με τη λογική όλων των συντηρητικών επαναστάσεων.
Εάν αυτή η συμβολική δράση ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε να γίνει μια καθολική πεποίθηση είναι εν μέρει μέσω μιας συστηματικής και οργανωμένης χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης.
Αυτή η συλλογική εργασία τείνει να παράγει μια σειρά ολόκληρη από μυθολογίες, «βασικές ιδέες» που δουλεύουν και σε ωθούν να δουλέψεις, επειδή χειρίζονται τις πεποιθήσεις: είναι για παράδειγμα ο μύθος της «παγκοσμιοποίησης» και οι αναπόφευκτες επιπτώσεις του στις εθνικές οικονομίες ή ο μύθος των νεοφιλελεύθερων «θαυμάτων» αμερικάνικων ή αγγλικών. Στη μυθολογία σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα μειωθούν στις ΗΠΑ, μπορεί κανείς να αντιτάξει το έργο ενός κοινωνιολόγου, του M. Loïc Wacquant, το οποίο δείχνει ότι στις ΗΠΑ το «φιλανθρωπικό κράτος», βασισμένο σε μια ηθικολογική αντίληψη της φτώχειας, τείνει να χωριστεί σε ένα κράτος πρόνοιας που εξασφαλίζει τη μικρότερη δυνατή ασφάλιση για τις μεσαίες τάξεις και ένα κράτος όλο και πιο κατασταλτικό για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της βίας που συνδέεται με τις επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης της συντριπτικής μάζας του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου του μαύρου. Έτσι, η πολιτεία της Καλιφόρνια, η οποία για κάποια χρονική περίοδο παρουσιαζόταν από ορισμένους Γάλλους κοινωνιολόγους ως παράδεισος όλων των ελευθεριών, ξοδεύει τώρα για τις φυλακές της ένα σημαντικά υψηλότερο προϋπολογισμό απ’ ότι για όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που υπάρχουν στην πολιτεία, παρότι αυτά είναι από τα πιο αναγνωρισμένα ιδρύματα του πλανήτη.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, που μας λένε κάθε μέρα ότι έχει λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, ενώ στην πραγματικότητα έχει αυξηθεί η επισφαλής εργασία, και οι Βρετανοί εργαζόμενοι ανακαλύπτουν με το φθόνο τα κοινωνικά επιτεύγματα που ακόμα επιβιώνουν στη Γαλλία. Αυτό, παραδόξως, την ίδια στιγμή που λέγεται στους Γάλλους σε ποιο βαθμό οι εργαζόμενοι στη Βρετανία είναι ευχαριστημένοι με την ατυχία τους.
Ίσως είμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου υποστροφής του κράτους το οποίο συγκροτήθηκε ιστορικά με τη διαδοχική συγκέντρωση της φυσικής δύναμης (αστυνομίας και στρατού), του πολιτιστικού κεφαλαίου (το σύστημα μέτρησης για παράδειγμα) και του συμβολικού κεφαλαίου. Μία από τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας, η οποία δεν είναι παρά η μάσκα της παλιάς συντηρητικής φιλοσοφίας, είναι να οδηγήσει σε μια υποχώρηση του κράτους προς την ελάχιστή του κατάσταση, απολύτως συνεπή με το ιδανικό των Κυρίαρχων, κοινώς ελαχιστοποιημένο μόνο στις δυνάμεις καταστολής, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των δαπανών για την αστυνομία.
Εμπιστοσύνη της αγοράς ή εμπιστοσύνη του λαού;
Ας επιστρέψουμε τελικά στη φράση-κλειδί της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer, την «εμπιστοσύνη της αγοράς». Έχει το πλεονέκτημα να φέρνει στο φως την ιστορική επιλογή, ενώπιον της οποίας έχουν τοποθετηθεί όλες οι εξουσίες: μεταξύ της εμπιστοσύνης των αγορών και της εμπιστοσύνης του λαού, πρέπει να επιλέξουμε. Η πολιτική η οποία έχει ως στόχο να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, χάνει την εμπιστοσύνη του λαού.
Σε μια πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη στάση των ερωτούμενων απέναντι στους πολιτικούς, τα δύο τρίτα τους θεωρούν ανίκανους ν’ ακούσουν και να λάβουν υπ’ όψιν αυτό που οι σκέφτονται Γάλλοι, κατηγορία ιδιαίτερα συχνή μεταξύ των υποστηρικτών του Εθνικού Μετώπου (FN) – του οποίου επίσης αποδοκιμάζουμε την ακαταμάχητη άνοδο, ξεχνώντας για μια στιγμή για να κάνουμε τη σύνδεση μεταξύ Εθνικού Μετώπου και ΔΝΤ.
Πρέπει να συσχετίσουμε την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των επενδυτών – την οποία θα πρέπει να σώσουμε με κάθε κόστος – με τη δυσπιστία των πολιτών. Η οικονομία είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μια αφηρημένη επιστήμη βασισμένη στον απολύτως αδικαιολόγητο διαχωρισμό μεταξύ του οικονομικού και του κοινωνικού, το οποίο και καθορίζει τον οικονομισμό. Αυτός ο διαχωρισμός είναι η αρχή της αποτυχίας της κάθε πολιτικής που δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο σκοπό εκτός από την προστασία της «οικονομικής τάξης και της σταθερότητας», δηλαδή, του γερμανικού μάρκου, αυτού του νέου απόλυτου το οποίο ο κ Hans Tietmeyer εξυπηρετεί…
*Ο Χανς Τιτμαγερ ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Γερμανικής κεντρικής τράπεζας Bundesbank επέβλεψε τη μετάβαση στο ευρώ και είναι αυτονόητο πως συνέβαλε καθοριστικά στην ΟΝΕ. Πέθανε στις 28 Δεκέμβρη του 2016. Το antapocrisis αναδημοσιεύει την απομαγνητοφώνηση μιας ομιλίας του Pierre Bourdieu που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί πολλές συζητήσεις στη Γερμανία και δόθηκε στις γαλλο-γερμανικές πολιτιστικές συναντήσεις στο Φράιμπουργκ τον Οκτώβριο του 1996.
**Πηγή: Le Monde Diplomatique
***Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη
Tietmeyer, του μεγάλου αρχιτέκτονα του ευρώ;
Έχοντας διαβάσει στο αεροπλάνο τη συνέντευξη του Προέδρου της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας, Hans Tietmeyer, που παρουσιάζεται ως ο «αρχιερέας του γερμανικού μάρκου» – τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο – θα ήθελα να επιδοθώ σ’ ένα είδος ερμηνευτικής ανάλυσης κατάλληλο για τα ιερά κείμενα: «η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη και για την –εδώ είναι η λέξη κλειδί– εμπιστοσύνη των επενδυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ελέγχουμε τους δημόσιους προϋπολογισμούς».
Δηλαδή – θα γίνει πιο σαφής στις παρακάτω φράσεις – να ταφεί το συντομότερο δυνατόν το κράτος πρόνοιας και, μεταξύ άλλων, τις δαπανηρές κοινωνικές και πολιτιστικές πολιτικές, για τον καθησυχασμό των επενδυτών που θα προτιμούσαν την προσωπική ενασχόληση – με τις δικές τους πολιτιστικές επενδύσεις. Είμαι βέβαιος ότι όλοι αυτοί αγαπούν τη ρομαντική μουσική και την ιμπρεσιονιστική ζωγραφική και είμαι πεπεισμένος, χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τον πρόεδρο της Bundesbank ότι, στον ελεύθερό του χρόνο, όπως και ο διευθυντής της Τράπεζας της Γαλλίας Jean-Claude Trichet, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με τη φιλανθρωπία.
«Είναι συνεπώς αναγκαίος, ο έλεγχος των δημόσιων προϋπολογισμών, η μείωση του επιπέδου των φόρων για να υπάρξει ένα βιώσιμο επίπεδο μακροπρόθεσμα.»
Τι καταλαβαίνουμε εδώ: Ότι πρέπει να μειωθούν οι φόροι των επενδυτών μέχρι να γίνουν υποφερτοί από αυτούς, ώστε να μην ενθαρρύνονται να μεταφέρουν αλλού τις επενδύσεις τους. Συνεχίζοντας το διάβασμα: «Πρέπει να (…) μεταρρυθμίσουμε το σύστημα κοινωνικής ασφάλειας». Δηλαδή, δις επαναλαμβάνει, να ταφεί το κράτος πρόνοιας και οι πολιτικές κοινωνικής προστασίας, η επιτυχία των οποίων είναι πολύ πιθανό να καταστρέψει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, να προκαλέσει νόμιμη δυσπιστία, εφ’ όσον είναι βέβαιοι ότι τα οικονομικά τους κεκτημένα – αφού μιλάμε για κοινωνικές κατακτήσεις, μπορούμε άνετα να μιλήσουμε και για οικονομικά οφέλη – δηλαδή τα κεφάλαιά τους, δεν είναι συμβατά με τις κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζομένων και ότι αυτά τα οικονομικά οφέλη θα πρέπει φυσικά να διαφυλαχθούν με κάθε κόστος , ακόμη και καταστρέφοντας τα πενιχρά οικονομικά και κοινωνικά επιτεύγματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελλόντων πολιτών της Ευρώπης, αυτούς τους οποίους, τον Δεκέμβριο του 1995, περιγράφαμε ως «έχοντες», ως «προνομιούχους».
Ο Hans Tietmeyer είναι πεπεισμένος ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις των επενδυτών, δηλαδή τα οικονομικά τους κέρδη, δεν θα επιβιώσουν μιας διαιώνισης του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Αυτό, λοιπόν, είναι το σύστημα που θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί επειγόντως, επειδή τα οικονομικά κέρδη των επενδυτών δεν μπορούν να περιμένουν. Και ο Hans Tietmeyer, ύψιστος στοχαστής, που συνεχίζει τη μεγάλη παράδοση της γερμανικής φιλοσοφίας στον ιδεαλισμό, συνεχίζει:
«Πρέπει, συνεπώς, να ελεγχθούν οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι ν’ αποκτήσουν ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στην αγορά εργασίας, έτσι ώστε – (αυτό το “έτσι ώστε” θα άξιζε ένα μακροσκελές σχόλιο) – να έχουμε μια νέα φάση ανάπτυξης (…) η οποία δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο αν εμείς κάνουμε μια προσπάθεια – το «εμείς κάνουμε» είναι μαγευτικό – για ευελιξία στην αγορά εργασίας.»
Μια απειλή παρόμοια με εκβιασμό
Να ‘μαστε. Τα μεγάλα λόγια έπεσαν στο τραπέζι, και ο Hans Tietmeyer δίνει ένα θαυμάσιο παράδειγμα της ευφημιστικής ρητορικής που επικρατεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο ευφημισμός είναι απαραίτητος για να αυξηθεί με βιώσιμο τρόπο η εμπιστοσύνη των επενδυτών – η οποία, όπως έχει ήδη γίνει κατανοητό, είναι το άλφα και το ωμέγα του συνόλου του οικονομικού συστήματος, το θεμέλιο και ο απώτερος στόχος, το Τέλος της Ευρώπης του μέλλοντος – αποφεύγοντας, συνάμα, να προκαλέσει τη δυσπιστία και την απελπισία των εργαζομένων, οι οποίοι, παρ ‘όλα αυτά, πρέπει επίσης να ληφθούν υπ’ όψιν, αν θέλουμε να έχουμε αυτή τη νέα φάση της ανάπτυξης. Επειδή από αυτούς αναμένεται αυτή η προσπάθεια, αν και ο κ Hans Tietmeyer, σίγουρα μετρ του ευφημισμού, λέει επίσης: «(Θα μπορούμε να) καταργήσουμε τις δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».
Θεσπέσια ρητορική της εργασίας, η οποία μπορεί να μεταφραστεί και ως: «Κουράγιο εργαζόμενοι! Όλοι μαζί κάνουμε την προσπάθεια ευελιξίας που απαιτείται από εσάς!».
Αντί να θέσει, ατάραχος, μια ερώτηση σχετικά με την εξωτερική ισοτιμία του ευρώ, ο δημοσιογράφος θα μπορούσε να έχει ζητήσει από τον κ Hans Tietmeyer την έννοια που δίνει στις λέξεις-κλειδιά της ξύλινης γλώσσας των επενδυτών: «ακαμψία στην αγορά εργασίας» και « ευελιξία στην αγορά εργασίας.» Οι εργαζόμενοι, πάλι, θα καταλάβαιναν αμέσως: νυχτερινή εργασία, εργασία τα σαββατοκύριακα, ακανόνιστα χρονοδιαγράμματα, αυξημένη πίεση, άγχος, κ.λπ.
Βλέπουμε ότι το «στην αγορά εργασίας» λειτουργεί ως ένα είδος ομηρικού επιθέτου που μπορεί να συνδεθεί με ένα εύρος λέξεων, και θα μπορούσε κανείς να μπει στον πειρασμό, για να μετρήσει την ευελιξία της γλώσσας του Hans Tietmeyer, να μιλήσει για παράδειγμα για την ευελιξία ή την ακαμψία στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η παραδοξότητα αυτής της χρήσης στην ξύλινη γλώσσα του Hans Tietmeyer επιτρέπει την υπόθεση ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία στο μυαλό του, για τη “διάλυση της δυσκαμψίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές» ή την «πραγματοποίηση μιας προσπάθειας για την ευελιξία στις χρηματοπιστωτικές αγορές». Αυτό μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι, σε αντίθεση με ό, τι μπορεί να προτείνει το «εμείς» του «αν κάνουμε μια προσπάθεια» του Hans Tietmeyer, μόνο από τους εργαζόμενους ζητείται αυτή η προσπάθεια ευελιξίας και σε αυτούς επίσης απευθύνεται η απειλή, εκβιασμός σχεδόν, το οποίο εμπεριέχεται στη φράση: «έτσι ώστε μια νέα φάση ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια ευελιξίας στην αγορά εργασίας».
Με λίγα λόγια: απαρνηθείτε τα κοινωνικά σας οφέλη σήμερα, για να αποφευχθεί η καταστροφή της εμπιστοσύνης των επενδυτών, στο όνομα της ανάπτυξης που θα μας φέρει το αύριο. Μία πολύ γνωστή λογική στους εργαζόμενους στους οποίους απευθύνεται, οι οποίοι, για να χαρακτηρίσουν την πολιτική συμμετοχή που τους πρόσφερε στο παρελθόν ο γκωλισμός, έλεγαν: «Μπορείτε να μου δώσετε το ρολόι σας, και θα σας δώσω το χρόνο».
Ας διαβάσουμε για τελευταία φορά τα λόγια του Hans Tietmeyer
«Η πρόκληση σήμερα είναι να δημιουργηθούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για μια βιώσιμη ανάπτυξη και για την εμπιστοσύνη των επενδυτών, πρέπει συνεπώς … (παρατηρήσετε το” συνεπώς “) … να ελέγχονται οι δημόσιοι προϋπολογισμοί, να μειωθεί το επίπεδο των φόρων μέχρι να υπάρξει ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο επίπεδο, να μεταρρυθμιστούν τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, να εξουδετερωθούν οι δυσκαμψίες στις αγορές εργασίας, έτσι ώστε μια νέα φάση της ανάπτυξης να επιτευχθεί και πάλι, αν κάνουμε μια προσπάθεια για ευελιξία στις αγορές εργασίας»
Εάν ένα τόσο εξαιρετικό κείμενο, τόσο εξαιρετικά εξαιρετικό, ήταν ικανό να περάσει απαρατήρητο και να γνωρίσει τη μοίρα των καθημερινών λεγόμενων των καθημερινών φυλλάδων, οι οποίες απορρίπτονται σαν τα νεκρά φύλλα, είναι γιατί ήταν τέλεια προσαρμοσμένα στον «ορίζοντα αναμονής» για τη συντριπτική πλειοψηφία των καθημερινών αναγνωστών εφημερίδων που είμαστε. Αλλά αυτός ο ορίζοντας είναι προϊόν της κοινωνικής εργασίας. Αν τα λόγια της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer περνάνε τόσο εύκολα είναι γιατί λέγονται παντού. Βρίσκονται παντού, σε κάθε στόμα. Τρέχουν σαν κοινός τόπος, τα δεχόμαστε χωρίς δισταγμό, όπως ένα νόμισμα, ένα σταθερό και ισχυρό νόμισμα, βεβαίως, τόσο σταθερό όσο και αξιόπιστο, πιστευτό, όπως το γερμανικό μάρκο, “Βιώσιμη ανάπτυξη”, “εμπιστοσύνη των επενδυτών”, “δημόσιοι προϋπολογισμοί”, “σύστημα κοινωνικής πρόνοιας”, “ακαμψία”, “αγορά εργασίας”, “ευελιξία”, στα οποία θα έπρεπε να προστεθούν, “παγκοσμιοποίηση”, “πρόσθετη ευελιξία”, “μείωση των επιτοκίων “- χωρίς να προσδιορίζεται ποια από αυτά – “ανταγωνιστικότητα”, “παραγωγικότητα” κ.λπ.
Αυτή η καθολική πίστη, η οποία δεν προκύπτει καθόλου από μόνη της, πως εξαπλώθηκε; Μια σειρά κοινωνιολόγων, Βρετανών και Γάλλων κυρίως, σε μια σειρά από βιβλία και άρθρα, έχουν ανακατασκευάσει την αλυσίδα σύμφωνα με την οποία παράγεται και μεταδίδεται αυτός ο νεοφιλελεύθερος λόγος, τα οποία έχουν γίνει ιδεολογία, μια αδιαμφισβήτητη και αδιάσειστη πραγματικότητα. Με μια σειρά ολόκληρη αναλύσεων των κειμένων, των τόπων δημοσίευσης, των χαρακτηριστικών των συγγραφέων αυτών των ομιλιών, των συμποσίων στα οποία συγκεντρώνονται για να τα παράξουν κλπ, φάνηκε πως, στη Βρετανία και τη Γαλλία, έχει πραγματοποιηθεί μια σταθερή δουλειά, με τη συμμετοχή διανοουμένων, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, σε περιοδικά που έχουν σταδιακά επιβληθεί ως έγκυρα, για να καθιερωθεί ως δεδομένο ένα νεοφιλελεύθερο όραμα που, στην ουσία, ντύνει με οικονομικές εκλογικεύσεις τις πιο κλασικές απαιτήσεις της συντηρητικής σκέψης όλων των εποχών και όλων των χωρών.
Η ικανοποίηση που προέρχεται από τη μοιρολατρία
Αυτός ο λόγος οικονομικής αίγλης δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει πέρα από τον κύκλο των υποστηρικτών του παρά μόνο με τη συνεργασία ενός πλήθους ανθρώπων, πολιτικών, δημοσιογράφων, απλών πολιτών, οι οποίοι έχουν ένα φαινομενικά επαρκές υπόβαθρο στην οικονομία για να μπορούν να συμμετάσχουν στην γενικευμένη κυκλοφορία κακώς βαθμονομημένων λέξεων της οικονομικής βαρβαρότητας. Ένα παράδειγμα αυτής της συνεργασίας είναι οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου αυτού που, κατά κάποιο τρόπο, ξεπερνάει τις προσδοκίες του Hans Tietmeyer: είναι τόσο γνώστης εκ των προτέρων των απαντήσεων, που θα μπορούσε να τις δώσει ο ίδιος. Είναι μέσα από κάποιες τέτοιες παθητικές συνενοχές που σταδιακά ήρθε να επιβληθεί το επονομαζόμενο νεοφιλελεύθερο όραμα, στην πραγματικότητα συντηρητικό, που βασίζεται σε μια πίστη άλλης εποχής στο ιστορικό αναπόφευκτο, το οποίο βασίζεται στην υπεροχή των παραγωγικών δυνάμεων. Και ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσοι πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου έχουν περάσει εύκολα από μια μαρξιστική μοιρολατρία σε μία νεοφιλελεύθερη μοιρολατρία: και στις δύο περιπτώσεις, ο οικονομισμός αποποιείται των ευθυνών και αποστρατεύει, ακυρώνοντας την πολιτική και επιβάλλοντας μια σειρά από αδιαμφισβήτητους στόχους, τη μέγιστη ανάπτυξη, την επιτακτική ανάγκη ανταγωνιστικότητας, την επιτακτική ανάγκη της παραγωγικότητας, και ως εκ τούτου ένα ανθρώπινο ιδεώδες, που θα μπορούσε να ονομαστεί το ιδανικό του ΔΝΤ (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε το νεοφιλελεύθερο όραμα, χωρίς να αποδεχόμαστε όλα αυτά που το συνοδεύουν, τον τρόπο ζωής του γιάπη, τη βασιλεία του ορθολογικού υπολογισμού ή του κυνισμού, τον αγώνα δρόμου για το χρήμα ως καθολικό μοντέλο. Η αντίληψη του προέδρου της Bundesbank ως υπόδειγμα σκέψης, δείχνει την αποδοχή μιας τέτοιας φιλοσοφίας.
Αυτό που μπορεί να εκπλήξει είναι ότι το μοιρολατρικό αυτό μήνυμα δίνεται ως μήνυμα απελευθέρωσης, με μια σειρά από λεξιλογικά παιχνίδια γύρω από την ιδέα της ελευθερίας, της απελευθέρωσης, της απορρύθμισης, κλπ, μέσα από μια σειρά ευφημισμών, ή διπλού παιχνιδιού με τις λέξεις – της μεταρρύθμισης για παράδειγμα – η οποία έχει ως στόχο να παρουσιάσει την παλινόρθωση ως επανάσταση, σύμφωνα με τη λογική όλων των συντηρητικών επαναστάσεων.
Εάν αυτή η συμβολική δράση ήταν τόσο επιτυχημένη ώστε να γίνει μια καθολική πεποίθηση είναι εν μέρει μέσω μιας συστηματικής και οργανωμένης χειραγώγησης των μέσων ενημέρωσης.
Αυτή η συλλογική εργασία τείνει να παράγει μια σειρά ολόκληρη από μυθολογίες, «βασικές ιδέες» που δουλεύουν και σε ωθούν να δουλέψεις, επειδή χειρίζονται τις πεποιθήσεις: είναι για παράδειγμα ο μύθος της «παγκοσμιοποίησης» και οι αναπόφευκτες επιπτώσεις του στις εθνικές οικονομίες ή ο μύθος των νεοφιλελεύθερων «θαυμάτων» αμερικάνικων ή αγγλικών. Στη μυθολογία σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα μειωθούν στις ΗΠΑ, μπορεί κανείς να αντιτάξει το έργο ενός κοινωνιολόγου, του M. Loïc Wacquant, το οποίο δείχνει ότι στις ΗΠΑ το «φιλανθρωπικό κράτος», βασισμένο σε μια ηθικολογική αντίληψη της φτώχειας, τείνει να χωριστεί σε ένα κράτος πρόνοιας που εξασφαλίζει τη μικρότερη δυνατή ασφάλιση για τις μεσαίες τάξεις και ένα κράτος όλο και πιο κατασταλτικό για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της βίας που συνδέεται με τις επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης της συντριπτικής μάζας του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένου του μαύρου. Έτσι, η πολιτεία της Καλιφόρνια, η οποία για κάποια χρονική περίοδο παρουσιαζόταν από ορισμένους Γάλλους κοινωνιολόγους ως παράδεισος όλων των ελευθεριών, ξοδεύει τώρα για τις φυλακές της ένα σημαντικά υψηλότερο προϋπολογισμό απ’ ότι για όλα τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που υπάρχουν στην πολιτεία, παρότι αυτά είναι από τα πιο αναγνωρισμένα ιδρύματα του πλανήτη.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, που μας λένε κάθε μέρα ότι έχει λύσει το πρόβλημα της ανεργίας, ενώ στην πραγματικότητα έχει αυξηθεί η επισφαλής εργασία, και οι Βρετανοί εργαζόμενοι ανακαλύπτουν με το φθόνο τα κοινωνικά επιτεύγματα που ακόμα επιβιώνουν στη Γαλλία. Αυτό, παραδόξως, την ίδια στιγμή που λέγεται στους Γάλλους σε ποιο βαθμό οι εργαζόμενοι στη Βρετανία είναι ευχαριστημένοι με την ατυχία τους.
Ίσως είμαστε μάρτυρες ενός φαινομένου υποστροφής του κράτους το οποίο συγκροτήθηκε ιστορικά με τη διαδοχική συγκέντρωση της φυσικής δύναμης (αστυνομίας και στρατού), του πολιτιστικού κεφαλαίου (το σύστημα μέτρησης για παράδειγμα) και του συμβολικού κεφαλαίου. Μία από τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας, η οποία δεν είναι παρά η μάσκα της παλιάς συντηρητικής φιλοσοφίας, είναι να οδηγήσει σε μια υποχώρηση του κράτους προς την ελάχιστή του κατάσταση, απολύτως συνεπή με το ιδανικό των Κυρίαρχων, κοινώς ελαχιστοποιημένο μόνο στις δυνάμεις καταστολής, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των δαπανών για την αστυνομία.
Εμπιστοσύνη της αγοράς ή εμπιστοσύνη του λαού;
Ας επιστρέψουμε τελικά στη φράση-κλειδί της ομιλίας του κ Hans Tietmeyer, την «εμπιστοσύνη της αγοράς». Έχει το πλεονέκτημα να φέρνει στο φως την ιστορική επιλογή, ενώπιον της οποίας έχουν τοποθετηθεί όλες οι εξουσίες: μεταξύ της εμπιστοσύνης των αγορών και της εμπιστοσύνης του λαού, πρέπει να επιλέξουμε. Η πολιτική η οποία έχει ως στόχο να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, χάνει την εμπιστοσύνη του λαού.
Σε μια πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη στάση των ερωτούμενων απέναντι στους πολιτικούς, τα δύο τρίτα τους θεωρούν ανίκανους ν’ ακούσουν και να λάβουν υπ’ όψιν αυτό που οι σκέφτονται Γάλλοι, κατηγορία ιδιαίτερα συχνή μεταξύ των υποστηρικτών του Εθνικού Μετώπου (FN) – του οποίου επίσης αποδοκιμάζουμε την ακαταμάχητη άνοδο, ξεχνώντας για μια στιγμή για να κάνουμε τη σύνδεση μεταξύ Εθνικού Μετώπου και ΔΝΤ.
Πρέπει να συσχετίσουμε την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των επενδυτών – την οποία θα πρέπει να σώσουμε με κάθε κόστος – με τη δυσπιστία των πολιτών. Η οικονομία είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μια αφηρημένη επιστήμη βασισμένη στον απολύτως αδικαιολόγητο διαχωρισμό μεταξύ του οικονομικού και του κοινωνικού, το οποίο και καθορίζει τον οικονομισμό. Αυτός ο διαχωρισμός είναι η αρχή της αποτυχίας της κάθε πολιτικής που δεν αναγνωρίζει κανέναν άλλο σκοπό εκτός από την προστασία της «οικονομικής τάξης και της σταθερότητας», δηλαδή, του γερμανικού μάρκου, αυτού του νέου απόλυτου το οποίο ο κ Hans Tietmeyer εξυπηρετεί…
*Ο Χανς Τιτμαγερ ήταν ο τελευταίος πρόεδρος της Γερμανικής κεντρικής τράπεζας Bundesbank επέβλεψε τη μετάβαση στο ευρώ και είναι αυτονόητο πως συνέβαλε καθοριστικά στην ΟΝΕ. Πέθανε στις 28 Δεκέμβρη του 2016. Το antapocrisis αναδημοσιεύει την απομαγνητοφώνηση μιας ομιλίας του Pierre Bourdieu που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί πολλές συζητήσεις στη Γερμανία και δόθηκε στις γαλλο-γερμανικές πολιτιστικές συναντήσεις στο Φράιμπουργκ τον Οκτώβριο του 1996.
**Πηγή: Le Monde Diplomatique
***Μετάφραση: Μαλβίνα Ανδρώνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου